Μια Αθάνατη Ζωή

Ο Λαβύρινθος.

Στην Κρήτη, το νησί των παιδικών χρόνων του Δία, είχαν δοθεί πλουσιοπάροχα δώρα σπουδαία, που όμοια τους στη γη ολάκερη δεν απαντώνταν. Ωστόσο, το μέγιστο όλων δεν ήταν υλικό, ζώο ή εφεύρεση του Ηφαίστου μα ο Δαίδαλος. Ο Δαίδαλος, έχτισε το ξακουστό ανάκτορο της Κνωσού, ναούς περίλαμπρους κι όπλα ανίκητα, ενώ βελτίωσε την κατασκευή των πλοίων σχεδόν στο άψογο, μα το μέγιστο του και πιο αξιοθαύμαστο έργο ήταν ο Λαβύρινθος. Ο Λαβύρινθος έκανε τον Άνακτα Μίνωα απόλυτο κυρίαρχο στο νησί, ο Λαβύρινθος εγκαθίδρυσε τον λόγο και τον νόμο του, κατακτώντας του νόες και καρδιές, εκείνος τον ανέλιξε σε έναν από τους τρεις δικαιότερους άνδρες της πλάσης και διόρισε ως Κριτή του Κάτω Κόσμου μετά θανάτου.

Αρχικά, ο Λαβύρινθος χτίστηκε για να στεγάσει τον Μινώταυρο, την ντροπή του Οίκου του Μίνωα, τον φόβο και τον τρόμο της Κρήτης ολάκερης. Το υβρίδιο, το τέρας που είχε επέλθει από την αφύσικη ένωση της απαστράπτουσας Άνασσας Πασιφάης με τον ολόλευκο, πανέμορφο ταύρο που είχε δωρίσει ο ίδιος ο Ποσειδών στον Μίνωα για θυσία. Ήταν τόσο όμορφος, όμως, που δεν άντεχε να τον θυσιάσει ο Άναξ. Μα ο Θεός της Θάλασσας οργίστηκε και με τη συνδρομή της Αφροδίτης, θόλωσαν τον νου της γνωστικής Πασιφάης, ώστε γέμισε πόθο αρρωστημένο για το θηρίο, που περιδιάβαινε ελεύθερο στην Κρήτη. Τότε, ο Δαίδαλος, μετά από παρακλήσεις κι ικεσίες της πολυήμερες, δέχτηκε να τη βοηθήσει κι έχτισε ένα κούφιο ομοίωμα αγελάδας, στο οποίο η Πασιφάη κρύφτηκε και κατάφερε να ζευγαρώσει με τον ταύρο. Από την ένωση αυτή την αποτρόπαια, γεννήθηκε ο Μινώταυρος, μίσος άνθρωπος και μίσος ταύρος, γιγαντόσωμος, χειροδύναμος και άνους, τρεφόταν με τα πάντα και διαρκώς μούγκριζε, αφού να μιλήσει αδυνατούσε, μέσα από την ταυρική του όψη. Ο Μίνωας τον εξαφάνισε από προσώπου γης κι εφάρμοσε την αλάνθαστη μέθοδο, όπως ο πατέρας του, ο Δίας· αξιοποίησε το σφάλμα και τον εξευτελισμό προς όφελος του.

Εξαρχής, ο Λαβύρινθος είχε παραγγελθεί ως ένα πολυώροφο κτίσμα, με πολλά και παρόμοια δωμάτια, ώστε να μπερδεύεται ο Μινώταυρος και να αδυνατεί να εντοπίσει την έξοδο, χωρίς να χρειάζεται να φυλάσσεται διαρκώς. Μα ο Δαίδαλος το εξέλαβε σαν αρχιτεκτονική πρόκληση, σαν μια ευκαιρία για να ξεπεράσει τον εαυτό του και να κατασκευάσει την πιο πρωτότυπη, άρτια και δεξιοτεχνική φυλακή του κόσμου, που όμοια της δε θα φτιαχνόταν άλλη ποτέ. Το τελικό αποτέλεσμα, άφησε τους πάντες άφωνους. Μονόροφο αλλά τεράστιο, φαινομενικά απέραντο, γεμάτο κρυμμένα δωμάτια, σκάλες απατηλές, τοίχους παράλληλους, αδιέξοδα και στροφές παραπλανητικές. Μόνο μια πύλη χρησίμευε ως είσοδος κι έξοδος κι όταν εισήλθε ο Μινώταυρος, δεν τη διάβηκε ποτέ ξανά.

Ο Λαβύρινθος έγινε η τίση των μεγαλύτερων εγκληματιών, προδοτών και συνωμοτών της Κρήτης. Ο Μίνωας έριχνε τους κατάδικους εκεί, όπου είτε πέθαιναν μόνοι από δίψα είτε γίνονταν βορά του Μινώταυρου, που -ακοίμητος θαρρείς- τριγυρνούσε στο ζοφερό κτίσμα, την αέναη δική του φυλακή. Όταν, μάλιστα, νίκησε τον πόλεμο με τους Αθηναίους κι εξασφάλισε τον ειδεχθή φόρο αίματος των δεκατεσσάρων ωραιότερων νέων κάθε εννιά χρόνια, η τροφή του Μινώταυρου αυξήθηκε και το τέρας παρέμενε ευτυχές, με τα μουγκρητά του που αντηχούσαν σε όλο το Παλάτι να λιγοστεύουν σημαντικά.

Έπειτα, ήρθε ο Θησέας. Ο Θησέας, ο μεγάλος ήρωας των Αθηνών, που είχε μπροστά στον ίδιο τον Μίνωα καυχεθεί πως ήταν γιος του Ποσειδώνα, ο περήφανος, στητός άνδρας, που έκλεψε την καρδιά της Αριάδνης και κατέφυγε στον Δαίδαλο για βοήθεια, ο οποίος της προσέφερε τη λύση του Μίτου. Ο Θησέας κι οι δεκατρείς Αθηναίοι μπήκαν στον Λαβύρινθο, κρατώντας σφιχτά τον Μίτο και κανένας δε χάθηκε. Ο Θησέας πάλεψε και σκότωσε τον Μινώταυρο. Μόλις έφυγαν, ο Λαβύρινθος άδειασε, κρατώντας μονάχα στα έγκατα του κόκαλα, αίμα και το κουφάρι του τέρατος που κι οι Θεοί είχαν εγκαταλείψει.

Σύντομα, ο Λαβύρινθος γέμισε ξανά με δυο προσκεκλημένους εκλεκτούς· τον ίδιο τον Δαίδαλο και τον μοναχογιό του Ίκαρο. Ο Μίνωας τον είχε στοχοποιήσει αφότου αντιλήφθηκε τη συμβολή του στη σύλληψη του Μινώταυρου και πλέον, μετά την ξεκάθαρη αρωγή του στην Αριάδνη και τους εχθρούς τους, είχε εξοργιστεί, δεν μπορούσε άλλο να του επιτρέπει την ελευθερία.

Φαινόταν πως είχε έρθει το τέλος για τον μεγάλο τεχνίτη και τον νεαρό του γιο. Η ελπίδα, όμως, έλαμψε ξανά ολοζώντανη, όταν εμφανίστηκε εμπρός τους κρυφά η ίδια η Πασιφάη, η περίλυπη μητέρα, η κόρη του Ηλίου, απόλυτα ευγνώμων στον Δαίδαλο όχι μόνο για τα αριστουργήματα που είχε δημιουργήσει στην Κρήτη μα και για τη στέγη που είχε προσφέρει στον Μινώταυρο· ίσως ήταν τέρας μα δεν έπαυε να παραμένει σπλάχνο της, όπως τα εφτά τέκνα που είχε χαρίσει στον Μίνωα. Μέσα, λοιπόν, στα έγκατα του Λαβυρίνθου, ο Δαίδαλος συνέλαβε το ύστατο, πιο μεγαλειώδες σχέδιο και όραμα, για την πιο επαναστατική κατασκευή που είχε ποτέ φανταστεί άνθρωπος· τα φτερά.

Η Άνασσα με τα ίδια της τα χέρια του παρείχε τα απαραίτητα υλικά, μονάχα πούπουλα, σκοινί και κερί κι ο Δαίδαλος κατασκεύασε φτερά ωσάν πτηνών για τον ίδιο και τον γιο του. Η εφεύρεση δεν ήταν τέλεια· στην υπερβολική έκθεση στη ζέστη, διαλυόταν.

Πατέρας και γιος έφυγαν συντομότατα, πετώντας πάνω από την Κρήτη και φάνταζαν Θεοί, έτσι ώστε μέχρι κι ο Μίνωας τους σύγχυσε και παρακολουθούσε με δέος, ενώ δίπλα του η Πασιφάη δάκρυζε περήφανη και συγκινημένη, διότι είχε συνδράμει κι η ίδια σε εκείνο το θαύμα. Λίγο αργότερα, ο Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα νεκρός, διότι πέταξε πολύ κοντά στον Ήλιο, μεθυσμένος από το μεγαλείο της μοναδικής εμπειρίας του. Το νησί που ξεβράστηκε το σώμα του ονομάστηκε Ικαρία και το πέλαγος όπου έπεσε Ικάριο.

Ο Δαίδαλος γύρισε τον κόσμο κι έμεινε στη Σικελία, όπου συνέχισε τα θαυμαστά του έργα μα ο Μίνωας τον στοίχειωνε, χωρίς να παύει να τον αναζητά, διότι δε θα έβρισκε ποτέ καλύτερο καλλιτέχνη από αυτόν πουθενά. Στο μέλλον, θα θιγεί κι αυτή η ιστορία.

Ο Λαβύρινθος ερήμωσε. Κανείς ποτέ δεν εισήλθε μέσα ξανά και σφραγίστηκε. Πέρασαν χρόνια, η Κρήτη γκρεμίστηκε από το Ηφαίστειο της Θήρας αλλά ο Λαβύρινθος μαζί με όλα τα γερά κτήρια του Δαίδαλου παρέμεινε ορθός κι αλώβητος. Μέσα στις χιλιετίες που ακολούθησαν, θάφτηκε στο χώμα κι επανήλθε στο φως μα το μυστικό του έμεινε επτάκρυφο. Δεν ήταν μόνο ο Μινώταυρος που έπρεπε να κρυφτεί εκεί μα και κάτι πολύ σπουδαιότερο, κάτι που έμελλε να κρίνει το μέλλον των Αθανάτων.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η έκφραση στα πρόσωπα των Θεών που αντίκριζαν εμπρός τους τον ίδιο τον Άρη στο σαλόνι της βίλας στην Κέρκυρα δε θα μπορούσε να περιγράφει παρά μόνο ως μια τέλεια μείξη έκπληξης, απορίας και δυσπιστίας στα ίδια τους τα αθάνατα μάτια. Σαν να μην έφτανε αυτό, σαν η παρουσία του θεού του Πολέμου να μην αρκούσε για να τους αφήσει άναυδους, έφερε έναν σάκο με κάτι ολοζώντανο μέσα που κινούταν κι ολόχρυσο αίμα σχεδόν σε όλο του το σώμα. Έτρεμαν ακόμη και να φανταστούν τι είχε διαπράξει, πόσο μάλλον τι ζητούσε στην πόρτα τους μέσα στη μαύρη νύχτα.

Η Εκάτη τον είχε αναγνωρίσει αμέσως από τη φωνή και για να μην προκληθεί σύγχυση, ανέθεσε στην Αρτέμιδα και τον Ερμή να οδηγήσουν όλους τους θνητούς στα δωμάτια τους και να τους κοιμίσουν με την εισπνοή και μόνο ενός δυνατού φίλτρου που είχε παρασκευάσει. Ήδη η ανακοίνωση των ζοφερών νέων φάνταζε τρομερή, η δε εξιστόρηση τους έμοιαζε ανείπωτα βδελυρή. Από τους θνητούς είχε προστάξει να αφήσουν ξυπνητή μόνο την Ανδρομέδα, διότι ανήκε στους έντεκα Καταλύτες, με πεπρωμένο λαμπρό κι όφειλε να είναι παρούσα στη συζήτηση των Αθανάτων. Όταν, όμως, επέστρεψαν οι δυο θεοί, δεν έφεραν μόνο εκείνη μα και τον Σίσυφο.

«Τι κάνει αυτός εδώ;» Αναφώνησε εκνευρισμένα η θεά των Σταυροδρομιών. «Γιατί δεν τον κοιμίσατε;»

«Απαιτώ να παραστώ κι εγώ,» σταύρωσε τα χέρια αγέρωχα εκείνος στο στήθος. «Ήρθε ένας απρόσκλητος, χωρίς ταυτότητα, μας ανακοινώνει ότι η Αθηνά είναι αιχμάλωτη της Ήρας κι επικρατεί τόσος σάλος για τον οποίο εμείς πρέπει να μείνουμε στο σκοτάδι;»

Η Εκάτη αναστέναξε βαθιά από τη μύτη, κοιτώντας τον αδιάφορα και ψυχρά. Στράφηκε στον Ερμή. «Τόσο δύσκολο ήταν να τον κοιμίσεις;»

«Η Ανδρομέδα μπορεί να είναι Καταλύτης μα αυτός είναι πρήχτης. Πολύ πιο επικίνδυνο κι αδηφάγο είδος, Μεγάλη Εκάτη. Αφότου ο Θάνατος προτιμούσε να τον αφήσει ζωντανό, φαντάσου πόσο σοβαρή είναι η περίπτωση του!»

Η αρχαία θεά μετά βίας συγκρατήθηκε για να μην κοιτάξει το ταβάνι με όλη την αποδοκιμασία των Ουρανών. Αναρωτιόταν πώς, από όλα τα παιδιά του Δία, μονάχα η Αθηνά παρουσίαζε επαρκή σωφροσύνη κι η καρδιά της αυθόρμητα βούλιαξε, σφίχτηκε, πόνεσε. Ο μοναδικός που γνώριζε την τύχη της Αθηνάς και δύναντο να τους διαφωτίσει, στεκόταν όρθιος και λέρωνε το πάτωμα με ιχώρ.

«Είστε αφοσιωμένοι στην Αθηνά πλήρως;» Ρώτησε αμφότερους τους θνητούς μπροστά της και μονάχα όταν έλαβε δυο αποφασισμένα νεύματα, συνέχισε. «Από εδώ και στο εξής, αν επιδείξετε έστω και το παραμικρό ίχνος δισταγμού, φόβου ή δυσπιστίας, θα το πληρώσετε με τη ζωή σας. Όσα ακούσετε, είναι απολύτως αληθινά και συντόμως γνωστά σε άπαντες τους συμμάχους μας. Προς το παρόν, όμως, δεδομένης της απρόσμενης εξέλιξης της απαγωγής, πρέπει να μείνουν μεταξύ μας.»

Η Άρτεμις είχε αναλάβει να καθαρίσει το αίμα από πάνω του, οδηγώντας τον στην αυλή, όπου τον έπλυνε με το λάστιχο του ποτίσματος από την κορυφή ως τα νύχια, στεγνώνοντας τον με αρκετές πετσέτες. Καθόλη τη διαδικασία, ο Άρης παρέμεινε στωικός και σιωπηλός, συμβάν ενοχλητικά ασυνήθιστο.

Πήραν τις θέσεις τους μα εκείνος αρνήθηκε να καθίσει, είχε καταβληθεί από υπερένταση. Τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι· ο Ερμής, η Άρτεμις, ο Σίσυφος κι η Ανδρομέδα, οι θνητοί, ο Προμηθέας κι η Εκάτη.

«Πώς βρίσκεται η Αθηνά στα χέρια της Ήρας;» Ρώτησε η τελευταία, σπάζοντας την εκκωφαντική σιωπή.

Κανένας δεν είχε τολμήσει να μιλήσει στον θεό του Πολέμου ως τότε, φοβούμενοι πως θα ενοχλούσαν την παράδοξη γαλήνη του, καθώς και το ζωντανό περιεχόμενο του σάκου του.

Ο Άρης τους εξιστόρησε όλα τα τεκταινόμενα στα Τάρταρα με κάθε λεπτομέρεια και σταθερή φωνή, αφήνοντας κρυφό μονάχα το σημείο όπου επιτέλους εξομολογήθηκε πως κι εκείνη τον αγαπούσε. Η στιγμή αυτή ανήκε μονάχα στους δυο τους και θα τη φυλούσε στην ψυχή του αιωνίως σαν θησαυρό υπέρτατο.

«Ιδού, λοιπόν!» Αναφώνησε πρώτος ο Σίσυφος, όταν ολοκλήρωσε. «Είχα δίκιο για το δαχτυλίδι του Δία, ήμουν βέβαιος ότι κάτι μας έκρυβαν!»

«Γιατί να σου δώσει το πολύτιμο δαχτυλίδι; Γιατί να τρέξεις με κίνδυνο της ζωής σου στα Τάρταρα να τη σώσεις;» Ρώτησε δίπλα του η Ανδρομέδα, εντελώς αυθόρμητα κι απορημένα.

«Γιατί να ορμήσει να σε σώσει ένας άγνωστος φτερωτός ήρωας, οπλισμένος με το πιο θανάσιμο όπλο του κόσμου; Γιατί να σταθεί μπροστά σε ένα από τα αγαπημένα κατοικίδια του θείου μου του Ποσειδώνα; Γιατί να σκοτώσει τον ίδιο τον Διόνυσο;» Απάντησε ο Άρης κι οι ερωτήσεις του έσταζαν μελαγχολία, γεμάτες κρυφά νοήματα κι όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν, ευθύς συνειδητοποίησε η Ανδρομέδα τι εννοούσε κι έμεινε άφωνη.

Ήταν τόση η φωτιά στα μάτια του, η πύρινη πεποίθηση, το ώμο πάθος κι η αποφασιστικότητα, που ακόμη κι όσοι γνώριζαν, είχαν την ίδια αντίδραση με την αδαή Ανδρομέδα.

«Προς το παρόν, όσα δεν καταλαβαίνετε, μη ζητήσετε να σας εξηγηθούν τώρα,» παρακάλεσε με τον πιο αυταρχικό της τόνο η Εκάτη. «Η κατάσταση είναι κρίσιμη κι αργότερα θα βρεθεί χρόνος για εξηγήσεις.»

«Η ιχώρ που πότιζε τα ρούχα και το πρόσωπο σου όταν ήρθες, ήταν δική της;» Αναρωτήθηκε με τρόμο ο Προμηθέας, με την ερώτηση που όλοι διαθέταν μα φοβούνταν να ρωτήσουν.

«Όχι,» κούνησε το κεφάλι νωχελικά ο Άρης και έσκυψε τα μάτια στο πάτωμα, με ώμους σκυφτούς, σαν ετοιμόρροπος γέροντας. «Της Αφροδίτης είναι.»

«Είχες σχηματίσει τα σημάδια των νεκρών της μάχης,» συνειδητοποίησε ο Προμηθέας. «Άρα-»

«Άρα, τη σκότωσα λίγο πριν έρθω εδώ,» δήλωσε ο θεός με μια ανάσα κι οι πάντες έκοψαν τις δικές τους. «Για όνομα του Ουρανού, άφησα την Αθηνά ελάχιστα, για να σώσω το ανάξιο τομάρι της και τον Ήλιο, ευάλωτη, μόνη και την αιχμαλώτισε η μητέρα μου! Μόλις με ενημέρωσαν οι γύπες μου για αυτό, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ήθελα να τρέξω να τη διασώσω ο ίδιος μα γνωρίζω πως δε θα καταφέρω τίποτα. Το μόνο που ήξερε να πράξει εκείνη, ήταν να γκρινιάζει σαν κακομαθημένο παιδάκι, ώστε απεμπόλησα ψυχραιμία, λογική και οίκτο. Δε μετανιώνω που τη σκότωσα. Για την Αθηνά, θα το έπραττα ξανά, όπως και πολλά άλλα, χειρότερα.»

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα,» ψέλλισε ο Σίσυφος, πρώτη φορά άλαλος.

«Υπομονή,» τον συμβούλεψε η Ανδρομέδα, συμφωνώντας μαζί του ενδόμυχα, αν και κατανοούσε τι είχε οδηγήσει τον Άρη εκεί. Η αγάπη στο βλέμμα του, η λατρεία κι αυταπάρνηση για την Αθηνά ήταν τόσο ξεκάθαρες όπως και στου Περσέα για την ίδια.

Η Εκάτη στάθηκε ορθή κι ένωσε τις παλάμες της σε στάση προσευχής.

«Απόψε, πέθαναν ο Έρωτας κι η Ωραιότητα,» δήλωσε θλιμμένα. «Πρέπει να αποκατασταθεί η ισορροπία. Ποιός θα διαδεχθεί την Αφροδίτη;»

«Μονάχα μια αρμόζει,» απάντησε ο ετοιμόλογος Προμηθέας. «Η Ψυχή, η σύζυγος του Έρωτα. Εκείνη ήταν η ωραιότερη θνητή παρθένα που γεννήθηκε ποτέ κι ο ίδιος ο Δίας έκανε αθάνατη.»

«Να τους καλέσεις εδώ να έρθουν, για να γίνει η τελετή του χρίσματος ως πρέπει,» πρότεινε η Εκάτη στον Άρη.

«Όχι,» αρνήθηκε αυτός διστακτικά και στράφηκε με όνειδος στον σιωπηλό αδελφό του, που παρακολουθούσε τα πάντα και πάλευε να καταλάβει. «Εσύ θα τους καλέσεις, Ήφαιστε. Τα ύστατα λόγια της Αφροδίτης ήταν πως ο Έρωτας είναι γιος σου.»

Έκλεισε τα μάτια ο θεός της Φωτιάς κι άφησε μια ανάσα που έμοιαζε να φέρει όλο το βάρος της πλέον ανύπαρκτης καμπούρας του. Ήδη εκείνη τη νύχτα είχε δει κι ακούσει πράγματα απίστευτα, ήδη ένιωθε καταβεβλημένος από τον θάνατο της γυναίκας του και την πικρή συνειδητοποίηση του φονιά της μα αυτό έμοιαζε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

«Ξέρεις, Άρη, δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπόρεσες να φονεύσεις την Αφροδίτη,» δήλωσε επίπεδα, άχρωμα. «Μετά από όλα όσα είχατε περάσει, ήμουν βέβαιος πως, αν κατακτούσες τον θρόνο τελικά, θα στεκόταν δίπλα σου ως σύζυγος. Δε ζηλεύω διόλου· ίσως κάποτε να φθονούσα κιόλας το σθένος σου. Εγώ, βλέπεις, ήμουν δειλός, μουδιαζα από την απίστευτη ομορφιά της και τη χάρη, την τελειότητα που είχε νυμφευθεί τη δική μου δυσμορφία, και παρόλο που με εξευτέλιζε, με εξαπατούσε με εσένα και με τόσους άλλους, ποτέ δεν κατάφερα να τη χτυπήσω καν, πόσο μάλλον...» Εξέπνευσε ξανά, ισχυρότερα από πριν κι από τη δύναμη, σπίθες πορτοκαλιές λικνίστηκαν τριγύρω του στιγμιαία. «Δε μου το είπε ποτέ, ότι ο Έρως είναι γιός μου, παρόλο που ο ίδιος μου φερόταν πάντοτε ευγενικά μα είχα την εντύπωση πως με λυπόταν, ως είθισται στην περίπτωση μου. Ίσως να το γνώριζε ενστικτωδώς, ίσως η Αφροδίτη του το είχε πει, ίσως να είναι όλα ένα ψέμα, μια ύστατη χλεύη για σένα κι απόπειρα υποτίμησης μου. Όπως και να έχει, εκείνη είναι νεκρή, η διάδοχος της πρέπει να χριστεί το συντομότερο κι όλοι μας οφείλουμε να διασώσουμε την Αθηνά. Με το πρώτο φως της Αυγής, θα επικοινωνήσω με τον Έρωτα.»

Ο Ερμής κι η Άρτεμις εναπόθεσαν τα χέρια τους στους ώμους του, στηρίζοντας τον με όλη τους την ψυχή, ενώ ο Άρης τον κοιτούσε εντόνως, με μύρια συναισθήματα αλλά δεν τολμούσε να τον πλησιάσει.

«Επίτρεψε μου να διατηρήσω τις υποψίες μου για την πειστικότητα της ιστορίας σου,» δήλωσε ο Σίσυφος άφοβα στον Άρη. «Το γεγονός ότι είσαι ερωτευμένος με την Αθηνά είναι πασιφανές πλέον αλλά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πιστέψουμε κι όλα τα άλλα που μας είπες. Πώς προτίθεσαι να μας αποδείξεις την ειλικρίνεια σου; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν έχεις εσύ αιχμάλωτη την Αθηνά κι όλο αυτό είναι μια απόπειρα διχασμού κι αποδυνάμωσης μας;»

«Φυσικά,» ένευσε ο Άρης. «Η Αθηνά είναι η ευφυέστερη θεά που γεννήθηκε ποτέ. Μερίμνησε για την ασφάλεια της αλήθειας κι άφησε αποδείξεις.»

Άνοιξε με μια κίνηση τον σάκο κι αμέσως πετάχτηκαν η Γλαύκη και τα έξι ιερά, αθάνατα φίδια της Αθηνάς, τα οποία, ωσάν υπνωτισμένα, σύρθηκαν στο πάτωμα κι ανέβηκαν τις σκάλες, αναζητώντας το οπλοστάσιο της χαμένης θεάς, όπου κούρνιαζαν γαλήνια. Η Γλαύκη, ωστόσο, παρέμεινε μαζί τους και κάθισε στον ώμο του Άρη, που έπραττε μονάχα με την κυρά της. Αυτή και μόνο η κίνηση ήταν εξαιρετικά βαρυσήμαντη. Τα λόγια που ακολούθησαν, μόνο την επισφράγισαν.

«Η κυρά μου, η θεά Αθηνά, μας εμπιστεύθηκε στον θεό Άρη με πλήρη επίγνωση και φρόνηση. Όσα σας είπε είναι αλήθεια. Πραγματικά, είναι δέσμια και διατρέχει κίνδυνο μεγαλύτερο από εκείνον στα Τάρταρα. Θα τη δέσουν με τις ισχυρότερες αλυσίδες του κόσμου, την περιμένει η πιο βδελυρή φυλακή. Ακούστε τον Άρη, ο σκοπός σας ενώνει.»

Δεν περίμενε απάντηση. Η γαλάζια κουκουβάγια άνοιξε τα φτερά της και πέταξε, ακολουθώντας την πορεία των φιδιών, για να αναπαυθεί κι εκείνη στο έρημο δωμάτιο της Αθηνάς.

«Έχεις την εμπιστοσύνη των ιερών ζώων, άρα και την εμπιστοσύνη της Άνασσας μας,» αντέδρασε πρώτος ο Προμηθέας. «Ήσουν ειλικρινής κι αυτό αρκεί.»

«Εμφανώς όχι,» διαφώνησε ο Άρης, αναγνωρίζοντας ακόμη δυσπιστία κι υποψία στο βλέμμα του Σισύφου, του Ηφαίστου και της Ανδρομέδας. «Πείτε μου τι μπορώ να κάνω, για να σας πείσω απόλυτα ότι είμαι αφοσιωμένος στην Αθηνά, όσο κι εσείς.»

«Να ελευθερώσεις τον Οδυσσέα από τον Κάτω Κόσμο!» Πετάχτηκε ξανά ο Σίσυφος, προτού προλάβαινε κανείς άλλος να αρθρώσει λέξη καν. «Προ ολίγου, η Εκάτη απαίτησε την παρουσία της Ανδρομέδας εδώ, διότι είναι μια από τους Καταλύτες. Ο πρώτος που διαβάσαμε στην περγαμηνή ήταν ο Οδυσσέας, ο οποίος εδώ και μέρες έχει παγιδευτεί στον Άδη και κανείς δε φαίνεται να νοιάζεται.» Στράφηκε απολογητικά στην Ανδρομέδα. «Χωρίς παρεξήγηση, εσύ δεμένη σε έναν βράχο ήσουν, αυτός γύρισε τον κόσμο με ένα πλοίο κι άλωσε την Τροία με το μυαλό του, όταν ημίθεοι απέτυχαν και πέθαναν για αυτό. Αδυνατώ να συλλάβω πόσο πολύτιμος είναι κι όμως, αγνοείται η τύχη του, παρατημένος όπως είναι!»

«Ευτυχώς που δεν είναι συγγενής σου, γιατί θα ανησυχούσα,» αστειεύτηκε με ένα αστραφτερό μειδίαμα η Ανδρομέδα, ένδειξη πως δεν είχε πειραχτεί από το σχόλιο του.

«Πάλι εκεί είναι αυτός;» Απόρησε ο Άρης ειλικρινά. «Πώς βρέθηκε εκεί;»

«Θνητή αδυναμία κι ανοησία,» αποκρίθηκε σαρκαστικά η Εκάτη. «Τέλος πάντων, αν κατέβεις, μην πας μόνος. Μολονότι έχεις το δαχτυλίδι του Δία και θα εισέλθεις ανενόχλητος, ο Άδης πάντοτε ελλοχεύει κινδύνους. Θα ζητήσω από τον Διομήδη-»

«Κανέναν δε θέλω,» αρνήθηκε ευγενικά μα σοβαρά ο θεός του Πολέμου. «Μην κινδυνεύσει άλλος σύμμαχος της Αθηνάς. Θα γυρίσω στη Μάνη και θα λάβω μερικούς δικούς μου έμπιστους. Πριν φύγω, είπα τα πάντα και στην Έριδα, η οποία ετοιμάζει το έδαφος για την αποκάλυψη της αλήθειας ήδη.»

«Φυσικά, η Αρχόντισσα Διχόνοια,» ειρωνεύτηκε αυθόρμητα ο Ερμής.

«Η πιο πιστή κι αρχέγονη φίλη μου,» τόνισε αδιάλλακτα ο Άρης. «Μαζί της θα κατέβω, λοιπόν, και θα επαναφέρω τον Οδυσσέα σώο κι αβλαβή.»

«Θα έρθω κι εγώ,» προσφέρθηκε ευθύς ο Σίσυφος. «Η συμμαχία της Αθηνάς πρέπει να εκπροσωπηθεί, αλλιώς δεν πρόκειται να δεχτεί τη βοήθεια σας ο Οδυσσέας. Ακόμη κι απελπισμένος, παραμένει έξυπνος.»

«Ας είναι,» δέχτηκε διστακτικά ο γιος της Ήρας κι έσφιξαν τα χέρια, σφραγίζοντας τη συμφωνία τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η γη και το χώμα της χόρευαν μέσα στη δίνη του ανέμου που φυσούσε δυνατά με λύσσα και ορμή τόση που υπότασσε τα πάντα στο πέρασμα του.

«Η Αθηνά κι ο Άρης είναι σύμμαχοι κρυφοί, δεμένοι αιώνες τώρα, με πάθος, μένος κι ένταση ασύγκριτη.»

Η φωτιά στα Τάρταρα έκαιγε άσβεστη και πορφυρή σαν κάθαρση, προσπαθώντας να καταπνίξει κι εκείνα τα ουρλιαχτά που έμοιαζαν τερατώδη κι αντηχούσαν ως βοές στο σπηλαιώδες μέρος.

«Στα Τάρταρα κατέβηκε η Αθηνά και ξύπνησαν οι αρχέγονοι εχθροί σας μανιασμένα. Ο Τάρταρος οργίστηκε.»

Στον σκοτεινό ουρανό της νύχτας χωρίς κανένα αστέρι, φάνηκε η Πανσέληνος, το Φεγγάρι του Κυνηγού, ασημένιος δίσκος και μια φιγούρα αδιάκριτου φύλου ύψωσε το τόξο της ψηλά, σημαδεύοντας θαρρείς στον ουρανό τον ίδιο.

«Οι Θεοί ανασταίνονται. Η παλιά τους αίγλη ζει ξανά, το κλέος αφυπνίζεται σαν να μη χάθηκε ποτέ. Μα αυτή η νέα ζωή πηγάζει από το Έρεβος. Το τόξο συμβολίζει μάχες. Ο αληθινός Πόλεμος δεν έχει κηρυχθεί ακόμα.»

Η τελευταία εικόνα, ένας αετός πανέμορφος και παντοδύναμος με νύχια γαμψά και κοφτερά κάθισε στην κουφάλα μιας γέρικης ελιάς, βαθιά ριζωμένης στο χώμα. Τότε, το αιωνόβιο δέντρο έκλεισε την κουφάλα του ορμητικά και βύθισε το τρομερό πτηνό για πάντα σε έναν θάνατο ξαφνικό και μαρτυρικό.

«Ο αετός είναι ο Δίας, που ανύποπτος περίμενε την κόρη του Αθηνά κι είχε πάψει να αμφισβητεί την αφοσίωση της. Εκείνη, ως ελιά γέρικη μα επιβλητική και μεγαλειώδης, τον σκότωσε, τον θυσίασε, όπως εκείνος τη μητέρα της, για να εκπληρώσει το προαιώνιο πεπρωμένο της.»

Η Κασσάνδρα, ο Απόλλων, ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων κρέμονταν από τα χείλη της Ιφιγένειας, καθώς η ιέρεια της Αρτέμιδας ανέλυε με ψυχρή ακρίβεια και ενδελέχεια το όραμα που ταλάνιζε αδιάκοπα τους δυο πρώτους κι ο θεός της Μουσικής χαμογέλασε ευχαριστημένα. Η ιδέα του να την αναζητήσουν ήταν όχι μόνο τελέσφορη μα κι οδήγησε στην εύρεση άλλων δυο σπουδαίων ηρώων.

Μολονότι στον Τρωικό Πόλεμο είχε ταχθεί με τους Τρώες από την αρχή ως το τέλος, θα επρόκειτο για μεγάλο ιδιώτη, αν δεν αναγνώριζε το μεγαλείο και την ιδιαιτερότητα των αδελφών κι αλλοτινών Ανάκτων, των πιο επιφανών Αχαιών στρατηγών αναμφίβολα. Απεχθανόταν τις υπερεκτιμήσεις κι ήταν βέβαιος πως τους παρατηρούσε ορθώς, απαλλαγμένος από πρότερες έχθρες και μνησικακίες.

Όσο επεξεργαζόταν τα λόγια της Ιφιγένειας κι εξήγαγε συμπεράσματα, αξιολογώντας τα προσεκτικά, τα μάτια του τριγυρνούσαν ανάμεσα στους γιούς του Ατρέα. Ο Μενέλαος· ψηλός, γεροδεμένος, με χαρακτηριστικά αυστηρά και ριμέα, ώστε φάνταζε περισσότερο ως στρατιώτης μισθοφόρος παρά αρχαιολόγος, όπως είχε σπουδάσει. Η αρχαιολογική του ιδιότητα χρησίμευε ως η τέλεια κάλυψη για τον μεγάλο αδελφό, τον Αγαμέμνονα, ο οποίος, αξιοποιώντας όλες του τις λαμπρές ικανότητες -πρωτίστως τη δολοπλοκία, πανουργία και λαθραιότητα- είχε εξελιχθεί στον κορυφαίο καταζητούμενο της Ιντερπόλ για κλοπή μουσείων. Δεν υπήρχε ούτε ένα Μουσείο που να μην είχε ληστέψει, έχοντας ωστόσο, έναν σκοπό πρόδηλο κι άδολο. Στόχευε να αποσπάσει όλους τους θησαυρούς που κάποτε του ανήκαν, όλα τα κλεμμένα ευρήματα που αλλοτινά κοσμούσαν τις Μυκήνες ή την Τροία κι είχαν καταλήξει στα χέρια του ως λάφυρα. Αδυνατούσε να κατανοήσει ο Αρχιστράτηγος του Τρωικού Πολέμου γιατί έπρεπε αυτά να έμεναν φυλακισμένα σε υπόγεια ή γυάλινες θήκες τόσο μακριά από την πατρίδα τους, όταν ο ίδιος δύναντο να αναστήσει την αίγλη τους. Σε εκείνο το θαυμάσιο κρησφύγετο, το κρυμμένο σε κοινή θέα στις αθάνατες Μυκήνες, αποθήκευε τα πάντα με τη σιγουριά ότι κανένας δε θα τα έβρισκε ποτέ, όπως αδυνατούσαν να ανακαλύψουν το μυστικό δώμα μέσα στον τάφο του πατέρα του.

Η Κασσάνδρα, πάλι, έμοιαζε τόσο έκπληκτη κι άφωνη από όσα είχαν ακούσει από την Ιφιγένεια, που αδυνατούσε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο την ώρα εκείνη. Είχε νυχτώσει έξω πλέον μα στους νόες τους ανέτειλαν πλήθος ιδέες, συνειδητοποιήσεις, πικρές διαβεβαιώσεις πως όχι μόνο η Ιφιγένεια δεν υπερέβαλλε μα κι είχε απόλυτο δίκιο.

«Βρισκόμαστε σε ακόμη δεινότερη θέση από όσο πιστεύαμε,» έσπασε την αμήχανη σιωπή ο Απόλλων. «Η Αθηνά βρίσκεται σε μυστική συμμαχία με τον Άρη, δέκα βήματα εμπρός μας κι ο Άναξ μας ακόμη αναρρώνει. Προτού το συνειδητοποιήσουμε, η Αθηνά θα έχει στεφθεί.»

«Γνωρίζουμε πως βρίσκεται παγιδευμένη στα Τάρταρα,» τόνισε η Κασσάνδρα.

«Ο Άρης όχι, πάντως,» αντιτάχθηκε εκείνος. «Αν ηγηθεί των συμμαχιών της Γης και του Ανέμου, μαζί με τον στρατό των Αμαζόνων και όλους τους επιφανείς που έχει συγκεντρώσει η Αθηνά, ποιός μπορεί να τον σταματήσει;»

«Εμείς,» του απάντησε ευθύς η Κασσάνδρα και στράφηκε στους τρεις Ατρείδες. «Κι εσείς;»

«Εμείς;» Απόρησε ο Μενέλαος.

«Δέχεστε να έρθετε μαζί μας, να συμπεριληφθείτε στη συμμαχία του Ύδατος;» Πρότεινε αμέσως ο Φοίβος, κατανοώντας τον σκοπό της Κασσάνδρας. «Εμείς δεν έχουμε και τις καλύτερες σχέσεις μα ο Ποσειδών πάντοτε σας στήριζε και πολεμούσε δίπλα σας στην Τροία. Αν καθίσει στον θρόνο, σας περιμένει αγλαής ζωή, ευτυχής, γεμάτη δόξα και κάθε σας επιθυμία θα πραγματοποιηθεί. Υπάρχει Δύναμη μεγάλη στον θρόνο και στον Όλυμπο. Σε χέρια ικανά, δύναται ακόμη και να αναστηθεί ολοκληρωτικά το αλλοτινό μας μεγαλείο, των καιρών σας. Θα ήταν τιμή μας να μοιραστούμε αυτές τις τιμές μαζί σας, αν κι εσείς συμβάλετε, ώστε να φτάσουμε ως εκεί.»

«Προτού συμφωνήσετε, αν το σκοπεύετε, μάθε Ιφιγένεια, πως ο αληθινός σου πατέρας, ο Θησέας, βρίσκεται μαζί μας επίσης,» επισήμανε δικαίως η Κασσάνδρα.

Μια μαύρη σκιά απλώθηκε στα μάτια της ιέρειας, η οποία κοίταξε τον θετό της πατέρα ταυτόχρονα με τον Μενέλαο. Η απόφαση του ανήκε.

«Θαρρώ πως μια τόσο δυναμική πρόκληση, η κατάκτηση του Ολύμπου, αρμόζει σε εμένα και στον αδελφό μου, ενώ τιμά την Ιφιγένεια,» ένευσε στωικά ο Αγαμέμνων. «Θα σας ακολουθήσουμε.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε η Μήδεια αφότου αφυπνίστηκε από τον λήθαργο, ήταν η Εκάτη. Δίπλα της, αναγνώρισε τον αρχέγονο Τιτάνα Προμηθέα κι αναστέναξε ανακουφισμένη.

«Το χείριστο όνειρο με στοίχειωσε, μάνα Εκάτη,» είπε, ανατριχιάζοντας ακόμη και στη σκέψη. «Θαρρείς η Αθηνά πολεμούσε δίπλα δίπλα με τον Άρη κι όλη η γη σειόταν, μαζί με στρατούς αθάνατους, με ηφαίστεια που εκρήγνυντο και θειάφι έλουζε τα πάντα. Νόμιζα πως βρισκόμουν στα Τάρταρα, στον χείριστο εφιάλτη αιώνια καταδικασμένη.»

«Αλήθεια ήταν,» της αποκάλυψε η Εκάτη. «Αυτή είναι μια προφητεία που ανέσυρα καθώς εργαζόμουν στα Τάρταρα, προτού με ανταλλάξει η Αθηνά με τον εαυτό της. Η Άνασσα μας κι ο Άρης ανήκουν στην ίδια πλευρά εδώ και πολλά χρόνια.»

«Το ερώτημα είναι ένα· παραμένεις πιστή κι αφοσιωμένη σε εκείνη, παρόλη την απόκρυφή της δράση;» Ρώτησε ο Προμηθέας σκοπίμως.

Η Μήδεια δεν άντεχε να αντικρίζει τους δυο αθάνατους, που την παρακολουθούσαν εξονυχιστικά. Παρατήρησε λίγο παραδίπλα, πόσο γαλήνια κι ανάλαφρα κοιμόταν ο Ηρακλής, μέσα στη λήθη του θανάτου. Τον ζήλεψε. Η ερώτηση που της είχε τεθεί δεν είχε απάντηση, ωστόσο το ένστικτο της μονάχα μια έδωσε.

«Ναι,» δήλωσε περήφανα. «Μολονότι πολύ θα ήθελα να μάθω πώς η Αθηνά κατάφερε να εξαπατήσει τους πάντες, παραμένω πιστή, της χρωστώ τη ζωή μου παραπάνω από μία φορές, όπως και την τωρινή μου αναζωογόνηση.» Με μια μόνο ακριβή μα εύχαρη κίνηση του χεριού της, τα φώτα έσβησαν και το σφραγισμένο δωμάτιο φωτιζόταν μόνο τη φωτιά που είχε ανάψει στο χέρι της. Μειδίασε ευτυχής. «Οι δυνάμεις μου επιστρέφουν· χάριν στην Αθηνά. Πού είναι; Επέστρεψε από τα Τάρταρα;»

«Δυστυχώς όχι,» παραδέχτηκε ο Προμηθέας, κοιτώντας τη φωτιά ως υπνωτισμένος. «Η Ήρα την κρατά όμηρο.»

«Αυτό μας ανησυχεί και χρειαζόμαστε τη συμβολή σου,» προχώρησε η Εκάτη, προτού καν εκπλαγεί η αγαπημένη της μαθήτρια. «Η αιχμαλωσία δεν είχε προβλεφθεί και πιστεύουμε πως πολλά μελλούμενα θα εκλείψουν και αλλάξουν ριζικά.»

«Πώς θα τη σώσουμε;» Αναρωτήθηκε το προφανές η βασιλοπούλα της Κολχίδας.

«Η Ήρα δε θα επιστρέψει εδώ, όχι όταν οι αθάνατοι Σύμμαχοι της Αθηνάς είναι τόσο δυνατοί,» μάντεψε η Εκάτη. «Θα θελήσει και ζητήσει να πάμε εμείς εκεί.»

«Στην Κρήτη,» τόνισε αγανακτισμένα ο Προμηθέας. «Θα μας παγιδεύσει· η Κρήτη είναι το λίκνο του Δία κι η Ήρα ως γυναίκα του ακόμα και τα δέντρα διατάζει. Η όποια μάχη θα είναι άνιση κι απέλπις για εμάς.»

«Μια ανταλλαγή, τότε,» εξέφρασε τη σκέψη της η Μήδεια κι η φωτιά στο χέρι φούντωσε ελεγχόμενα. «Ας της παραδώσουμε κάτι που ποθεί, για να λάβουμε πίσω την Αθηνά.»

«Μα τι θα μπορούσε να επιθυμεί; Κι ακόμα σημαντικότερο, τι θα μπορούσε να είναι εξίσου πολύτιμο με την πρωτότοκη κόρη του Δία και θεά της Σοφίας;» Αναρωτήθηκε ο Προμηθέας και απλώθηκε σιωπή. Κανένας δεν μπορούσε να απαντήσει επαρκώς ή σοβαρά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Άρης κι ο Σίσυφος, ως φορτία των γαμψώνυχων γυπών, πέταξαν τάχιστα από την Κέρκυρα στη Μάνη, ώστε έφτασαν περί τις οχτώ το πρωί. Πλησίασαν προσεκτικά, αναμένοντας να βρουν τον Πύργο σε αναστάτωση, σύγχυση και παροξυσμό. Ανέμεναν η ανακάλυψη του πτώματος της Αφροδίτης να είχε σπείρει πανικό και τρόμο. Παρόλα αυτά, τίποτα τέτοιο δεν είχε συμβεί και το σχεδόν αρχαίο κτήριο έμοιαζε ειρηνικά ήρεμο.

«Δεν την έχουν βρει ακόμα,» συμπέρανε εύκολα ο Άρης. «Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, το γλέντι θα τράβηξε ως αργά, μάλλον νομίζουν πως κοιμόμαστε ήσυχα.»

«Θα ήθελες να ισχύει αυτό;» Αναρωτήθηκε αυθόρμητα ο Σίσυφος, ενώ κρύβονταν τέλεια πίσω από δυο πανύψηλα δέντρα.

«Ό,τι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει,» απάντησε αμέσως ο θεός του Πολέμου, παρόλο που μέσα του ήταν αποφασισμένος.

Είχε σκοτώσει τον αθάνατο πατέρα του, τον Πατέρα Θεών κι Ανθρώπων, για την Αθηνά. Ο φόνος της Αφροδίτης μπροστά σε αυτό φάνταζε φαιδρός, μηδαμινός κι ασήμαντος.

Με ένα του νεύμα, ο πιο μεγαλόσωμος γύπας του πλησίασε.

«Βρες τον Άδη, την Περσεφόνη και την Έριδα. Ζήτησε από την τελευταία να φωνάξει την Πηνελόπη και την Ανδρομάχη,» διέταξε κοφτά. «Μόλις συγκεντρωθούν, φέρε τους εδώ άηχα και σιγανά. Δεν πρέπει να μας καταλάβει κανείς άλλος.»

Παρά το πρώιμο της ώρας, το αιφνίδιο κάλεσμα και τους εορτασμούς της περασμένης νύχτας, οι σύμμαχοι που διάλεξε ο Άρης πλησίασαν στην κρυψώνα του Αρχηγού τους και του Σισύφου με απόλυτη πειθαρχία, σιωπή και νηφαλιότητα. Απρόσκλητος, συνόδευε την Ανδρομάχη ο Έκτωρ μα ο Αρχηγός δεν εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του, εφόσον ο Τρώας παρέμενε εχέμυθος και συνεργάσιμος.

«Δεν έχω χρόνο,» δήλωσε εκείνος, καλημερίζοντας τους βιαστικά. «Ο Οδυσσέας έχει παγιδευτεί στον Κάτω Κόσμο και πρέπει να τον ελευθερώσω, ενώ από εσάς, Άδη και Περσεφόνη, ζητώ να προετοιμάσετε το έδαφος για την επιστροφή μου.»

«Γιατί να ελευθερώσεις εσύ τον Οδυσσέα; Τι μας ενδιαφέρει εμάς για το κατοικίδιο της Αθηνάς;» Απόρησε ευλόγως ο Άδης.

Οι πάντες αγνόησαν το βλέμμα ωμού τρόμου κι αναταραχής που κατέβαλε την Πηνελόπη.

«Θα σας εξηγήσει η Έρις,» κοίταξε παρακλητικά την πιο παλιά του φίλη ο Άρης κι εκείνη ένευσε αποφασιστικά και πειθαρχημένα.

«Αυτός ποιός είναι;» Έδειξε τον Σίσυφο η Ανδρομάχη καχύποπτα.

«Θα μας βοηθήσει στο ταξίδι στον Κάτω Κόσμο,» αποκρίθηκε αυτόματα ο θεός, παρατηρώντας πως χάριν στην Αθηνά το ψεύδος απέρρεε από μέσα του φυσικά. «Εσείς, Ανδρομάχη και Πηνελόπη, θα ήθελα να με συνοδεύσετε.»

«Μια στιγμή να πάρω τα όπλα μου!» Αναφώνησε η ως τότε άναυδη Πηνελόπη, έχοντας εξέλθει από την αρχική έκπληξη των ζοφερών νέων για τον εγκλωβισμένο της σύζυγο.

«Περίμενε,» τη συγκράτησε η Ανδρομάχη με ένα σταθερό χέρι στον ώμο της. «Μας ζητά να διακινδυνεύσουμε για έναν εχθρό!»

«Είναι ο άνδρας μου, η συνείδηση μου με αποτρέπει από το να τον παρατήσω στη μοίρα του!» Αποκρίθηκε με πάθος που σιγόκαιγε στα μάτια η Πηνελόπη.

«Θα σας εξηγήσω στον δρόμο,» δεσμεύτηκε ο Άρης. «Μα, αν συμφωνείτε να έρθετε, πρέπει να έρθετε τώρα.»

«Δε ζητάς δα και κάτι μικρό,» τόνισε με σταυρωμένα χέρια αγέρωχα ο Έκτωρ. «Θα κατέβουμε στον Κάτω Κόσμο, πράγμα επικίνδυνο ήδη, για να σώσουμε τον άνθρωπο που κυρίευσε την πατρίδα μας και δεν έμειναν από εκείνη παρά στάχτες κι ερείπια.»

«Θαρρώ είκοσι χρόνια μακριά από το σπίτι του, τον τιμώρησαν αρκετά,» απέρριψε το επιχείρημα του ο Άρης, φανερά αγχωμένος πλέον. «Μένετε ή έρχεστε· αποφασίστε τώρα!»

«Εγώ θα έρθω,» προσφέρθηκε αμέσως κι έσπευσε να φέρει την πανοπλία της η Πηνελόπη.

«Κι εγώ,» δήλωσε η Ανδρομάχη. «Δεν πρόκειται να αφήσω την Πηνελόπη, την πολεμική μου σύντροφο, να κινδυνεύσει μόνη.»

«Ούτε κι εγώ την αγάπη μου,» συμπλήρωσε ο Έκτορας, αγκαλιάζοντας τη γυναίκα του. «Θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας. Μόνη δε θα μείνεις ποτέ, στο ορκίστηκα.»

Άθελα του, ο Άρης ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται στο στήθος. Είχε ορκιστεί το ίδιο στην Αθηνά μα δεν είχε αξιωθεί να κρατήσει τον όρκο. Αν δεν την έσωζε ξανά, αν την έχανε την ύστατη στιγμή, δε θα υπήρχε λόγος να ζει. Όσο περνούσε η ώρα, τον κατέβαλε απελπισία.

«Πάρτε τα όπλα σας,» τους είπε, ολίγον ντροπαλά, καθώς είχε παρέμβει στην ιδιαίτερη στιγμή τους. «Φεύγουμε αμέσως.» Ύστερα, στράφηκε στην Έριδα, που περίμενε παράμερα με τον Άδη και την Περσεφόνη. «Η ώρα σήμανε. Έρις, φύλαξε τον Πύργο και τους φίλους μας, τάιζε τους δράκοντες κι αν γυρίσει ο Ποσειδώνας, μη διστάσετε. Ρημάξτε τους όλους. Άδη, Περσεφόνη, στην κάμαρα μου θα βρείτε το πτώμα της Αφροδίτης. Θάψτε το μυστικά και κρυφά.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ήρα, ο Ιάσων, η Εστία κι η Ίρις έφτασαν στους πρόποδες του Ολύμπου περί το μεσημέρι. Ταξίδευαν ασταμάτητα όλη τη νύχτα και το πρωί, αφήνοντας την υπόλοιπη Συμμαχία του Πυρός στην Κρήτη, μαζί και την εξαιρετικά σημαντική όμηρο τους, που η Δήμητρα κρατούσε αναίσθητη διαρκώς με υπνωτικά σκευάσματα. Η Ήρα είχε λάβει τον Ιάσονα και την Ίριδα, τους πιο έμπιστους συμμάχους της, μαζί και την Εστία, η οποία ήταν η πλέον αρμόδια για το μέρος που αποζητούσαν.

«Οι πύλες έχουν σφραγιστεί,» προειδοποίησε η Ίρις. «Οι φύλακες δε θα μας ανοίξουν. Συμφωνήσαμε να ανοίξουν μονάχα στον επόμενο Άνακτα ή Άνασσα. Πώς θα μπούμε για να πάρουμε τις αλυσίδες του Ηφαίστου και τους κεραυνούς των Κυκλώπων;»

«Θα το φροντίσω κι αυτό,» τους διαβεβαίωσε η Ήρα. «Εμείς δεν μπορούμε να περάσουμε, αλλά αυτά που ζητάμε, μπορούμε να τα λάβουμε με ευγενική χορηγία των ενοίκων του.»

«Η Ήβη δε θα σε βοηθήσει,» την απέτρεψε η Εστία. «Είναι μεν κόρη σου μα και σύζυγος του Ηρακλή. Δεν πρόκειται να προδώσει τον άνδρα της.»

«Δε θα βασιζόμουν ποτέ σε ένα παιδί του Δία,» υποκρίθηκε τη θιγμένη η θεά του Γάμου και πορεύθηκε πρώτη, καθώς ανέβαιναν την πλαγιά.

Άγγιξαν την κορυφή δυο ώρες αργότερα και δε φαινόταν παρά μόνο χιόνι και γυμνοί βράχοι.

«Πού είναι οι πύλες;» Απόρησε αυθόρμητα ο Ιάσων. «Μήπως εξαφανίστηκαν, αφότου έκλεισαν επ'αόριστον;»

«Δεν είναι για θνητών μάτια τα αριστουργήματα του Ηφαίστου,» εξήγησε η Εστία. «Οι πύλες είναι αόρατες και μόνο με κάλεσμα θεϊκό εμφανίζονται.»

«Κι εγώ θνητός είμαι.»

«Που χαίρει της προστασίας μου,» τόνισε η Ήρα. «Σώπασε τώρα. Πρέπει να επικαλεστώ τις πύλες και τον εσωτερικό μας φίλο.»

Έπεσε στα γόνατα και βύθισε τις χούφτες της στο λασπώδες χώμα, ώστε λερωθήκαν οι παλάμες, τα νύχια και τα δάχτυλα της εξολοκλήρου. Το χιόνι του Ολύμπου, το χώμα που κάποτε μονάχα οι Θεοί πατούσαν, διότι θνητός δεν τολμούσε να ανεβεί στο όρος τους.

«Στα θεμέλια του Ολύμπου, χύθηκε το αίμα των αδελφών μου και το δικό μου, όπως χύσαμε εμείς των Τιτάνων στην Όσσα και των Γιγάντων στη Χαλκιδική, όπως έκλαψαν οι αρχαίοι ποταμοί από την ιχώρα, όπως βουνά ισοπεδώθηκαν και ξεριζώθηκαν, ως πυρά στις μάχες μας. Στα παλάτια του Ολύμπου, γιορτάστηκε η νίκη μας κι ο γάμος μου, γέννησα τους γιούς και τις κόρες μου, στον Όλυμπο άνθισαν οι Θεοί, ανέτειλαν κι έδυσαν, με την ταφή του ανδρός μου. Φανερωσε μου τις ωραίες πύλες, μάνα Γαία, φανέρωσε τες!»

Επανέλαβε την τελευταία φράση αέναα, με φωνή βροντερή και πάθος, ώστε τα μάτια της δάκρυσαν και το στήθος της ανεβοκατέβαινε ταχύρρυθμα, μανιωδώς. Δάκρυζε αίμα και γευόταν τον σίδηρο του, καθώς οι παλάμες της άνοιγαν και το χώμα σκορπιζόταν στον άνεμο.

Ένας κεραυνός έπεσε από τα σύννεφα και σκόρπισε φως άπλετο. Όταν ξεθώριασε, φάνηκαν οι πύλες· ολόχρυσες, περίτεχνες, με λεπτομέρειες καθαρές. Ανάγλυφα είχαν σκαλιστεί τα ονόματα των Θεών, κοσμούσαν τα στολισμένα με πολύτιμους λίθους κάγκελα, και τους μαρμάρινες κίονες που άστραφταν εκτυφλωτικά κάτω από τον Ήλιο.

Στη θέα της λάμψης, του μεγαλείου, της τελειότητας των θείων έργων, ο Ιάσονας έσκυψε το κεφάλι, θαμπωμένος, πλημμυρισμένος από δέος, νιώθοντας ανάξιος που τα μάτια του είχαν την τύχη να θωρήσουν την απόλυτη καλλιτεχνική αρμονία.

«Μη φοβάσαι,» τον προέτρεψε η Ίρις, σηκώνοντας με μια κοφτή κίνηση το κεφάλι του ψηλά.

«Ταξίδεψα στην Κολχίδα, στην Αία, στη Μινωική Κρήτη, σε όλη τη Μεσόγειο μα ποτέ μου δεν αντίκρισα τόση λάμψη, τόση στυγνή κι ανεπιτήδευτη ωραιότητα. Δε θα μπορούσα καν να συλλάβω αυτό το μεγαλείο με όλη μου τη φαντασία,» ψέλλισε ο ήρωας, ακόμη κυριευμένος από θαυμασμό απεριόριστο.

«Όσο πιο ωραίο το περιτύλιγμα, τόσο πιο σαθρό το περιεχόμενο,» τόνισε με πικρία η Εστία. «Δεν είναι δα και λίγες οι σκοτεινές στιγμές που συνέβησαν εδώ. Ο ίδιος ο Δίας εδώ έφτιαξε την Πανδώρα κι έσπειρε δεινά στους θνητούς, εδώ φυλάσσονται τα πιθάρια των συμφορών, εδώ ξεκίνησε ο Κατακλυσμός και τόσες άλλες οδύνες. Μεγαλειώδης η Βασιλεία του Δία μα και ζοφερή ενίοτε.»

«Η δική μου δε θα της μοιάσει καθόλου,» υποσχέθηκε η Ήρα, περισσότερο στον εαυτό της παρά στους συντρόφους. Ένευσε στον Άργο, που στεκόταν δίπλα της άγρυπνος, καρτερικός, υπομονετικός. Το παγώνι άνοιξε τα φτερά του περήφανα πέταξε όσο ψηλότερα μπορούσε, ελάχιστα πάνω από το έδαφος και έκραξε σθεναρά για την κυρά του.

Με τη δύναμη και την επιμονή των ξεφωνητών του, το γιγαντιαίο, τερατωδώς πανέμορφο πλάσμα που καλούσε, δεν άργησε να φανεί. Πετώντας επιβλητικά πάνω από τις πύλες, προσγειώθηκε μπροστά τους και στάθηκε ορθό, δυο μέτρα ψηλό, με φτερά που άγγιζαν τα δώδεκα σαν ανοιχτά. Δεν ήταν άλλος από τον Αετό του Δία, το τέκνο του Τυφώνα και της Έχιδνας που φιλοξενούσε την Ήρα τις πρώτες μέρες της γνωριμίας της με τον Δία στην πλάτη του, το υπέροχο θηρίο που συντρόφευε τον Άνακτα των Θεών παντού κι έτρωγε κάποτε καθημερινά το συκώτι του Προμηθέα.

Η Ήρα πλησίασε το πλάσμα άφοβα και του χάιδεψε το κεφάλι απαλά. Του ψιθύρισε κάτι κι εκείνο χάθηκε, πετώντας ξανά στα ενδότερα του Ολύμπου. Όταν επέστρεψε, λίαν συντόμως, έφερε στην πλάτη του τις βαριές αλυσίδες που του είχε ζητήσει η κυρά, μα όχι και τους κεραυνούς, πράγμα που τη δυσαρέστησε. Λαμβάνοντας την εξήγηση ότι οι κεραυνοί ήταν άφαντοι, η Ήρα σκυθρώπιασε επικίνδυνα, διερωτώμενη ποιός τους είχε κλέψει τόσο λαθραία και γοργά. Κράτησε το γεγονός στο πίσω μέρος του μυαλού της κι ευχαρίστησε το θεόρατο πτηνό.

«Εφόσον κουβαλήσεις τις αλυσίδες ως το αυτοκίνητο μας, τι θα έλεγες να ερχόσουν και μαζί μας, στην Κρήτη;» Του πρότεινε χαμογελώντας σαρδόνια η θεά των Γυναικών. «Σήμερα δε σου έφερα τίποτα βρώσιμο αλλά σου υπόσχομαι πως αν έρθεις μαζί μου, θα σε ταΐζω καθημερινά σάρκα αθάνατη, σαν τις θεσπέσιες εποχές του Προμηθέα, μιας κι έχω μια καλεσμένη που πολύ θα ήθελε να γίνει γεύμα σου.»

Ο Αετός υψώθηκε στον αέρα περήφανα κι έκρωξε, για να επανέλθει στο πλευρό της Ήρας, που χαμογελούσε ευχαριστημένα. Η Εστία, πάλι, έτρεμε σύγκορμη. Αν σκόπευε να ταΐσει τα σωθικά της Αθηνάς στον Αετό, αδυνατούσε να φανταστεί καν τα βασανιστήρια που ανέμεναν την ανιψιά της. Είχαν τις αλυσίδες του Ηφαίστου, τα ισχυρότερα δεσμά που έδεναν κι ακμάζοντα αθάνατο, στην απόλυτη διάθεση τους και δέσμιά των, η Αθηνά θα καθίστατο έρμαιο του μίσους, της εκδικητικότητας και του μένους όχι μόνο της Ήρας μα κι όλων των συμμάχων της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Άλλη μια κραυγή στη σιγή. Άλλη μια ακαθόριστη στιγμή στην απειρία, στην αιωνιότητα της καταδίκης κι απομόνωσης του. Οι Γίγαντες γίνονταν όλο και πιο ανυπόμονοι, πιο αγχώδεις, πιο επίμονοι κι ακούραστοι. Αφότου είχαν αντιληφθεί την παρουσία του, τον χλεύαζαν, τον λαχταρούσαν αδιάκοπα και τρομοκρατούσαν. Φοβόταν τόσο, ένιωθε πως βρισκόταν ξανά μόνος στο πέλαγος πάνω στη σανίδα και πάλευε με τα κύματα, ενώ η πλάτη του κολλούσε κι έτρεμε πάνω στον γεμάτο υγρασία βράχο. Είχε διπλωθεί σε εμβρυακή στάση, χωλαίνοντας κι έλεγχε ακόμη και την αναπνοή, για να προκύπτει σιγανά. Αν τον έφταναν, δεν είχε καμία ελπίδα επιβίωσης.

Οδυσσέα.

Άνοιξε τα μάτια οδυνηρά. Δεν είχε κοιμηθεί διόλου, μονάχα έκλεινε τα μάτια περιστασιακά, για να αντέχουν. Αναγνώρισε την πιο προσφιλή και καθησυχαστική φωνή και την αγνόησε, πιστεύοντας πως επρόκειτο για άλλο ένα όραμα. Πρώτη φορά, ωστόσο, δεν έβλεπε τίποτα, μόνο άκουγε.

Οδυσσέα.

Η φωνή αντηχούσε στον νου του βαθιά, σαν να ταυτιζόταν η Αθηνά με τη συνείδηση του. Κούνησε το κεφάλι φρενήρως, για να τη σωπάσει. Αν συνέχιζε έτσι, θα κατρακυλούσε στην παράνοια.

Οδυσσέα, πού είσαι; Αδυνατώ να σε ακούσω.

«Αθηνά;» Μουρμούρισε μουδιασμένα, διστακτικά κι έντρομα.

Έτσι ακριβώς του είχε μιλήσει, με την ίδια πραϋντική, ευγενή, αποφασισμένη φωνή, όποτε βρισκόταν σε τέλμα· μετά την κηδεία του Αίαντα στην Τροία, μετά τον έβδομο χρόνο στο νησί της Καλυψούς, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στο άγιο χώμα της Ιθάκης. Φοβόταν πως κι εκείνη η φορά φάνταζε δυσοίωνη.

Χαίρομαι που με ακούς ακόμη. Δεν είσαι στη γη, το νιώθω.

Χαμογέλασε. Εμφανώς, η δύναμη της τηλεπάθειας δεν την είχε εγκαταλείψει. Γέμισε ελπίδα.

«Είμαι στον Κάτω Κόσμο,» ψιθύρισε ελάχιστα, ώστε μετά βίας άκουγε τον εαυτό του. «Παγιδεύτηκα, αναζητώντας σε. Είσαι ακόμη στα Τάρταρα;»

Ελευθερώθηκα πριν λίγο.

Άφησε μια ανάσα ανακούφισης κι ένα τεράστιο βάρος έφυγε από τους ώμους του. Δεν είχαν χαθεί όλα, τελικά.

Με κρατά αιχμάλωτη η Ήρα.

«Θα έρθω να σε σώσω, ακόμη και μόνος!» Συγκρατήθηκε μετά βίας, για να μην ουρλιάξει.

Όχι. Είμαι σίγουρη πως σύντομα θα ελευθερωθείς κι εσύ από εκείνη τη μαύρη τρύπα. Ειδάλλως, πού θα σε στείλω για τιμωρία;

Αν δε βρισκόταν σε τόσο ελεεινή κατάσταση, θα γελούσε με την ψυχή του.

Μη φοβάσαι. Μονάχα σκέψου. Αυτό είναι το δυνατότερο σου στοιχείο· ο νους σου. Σκέψου και θα λάβεις τις απαντήσεις. Είσαι Καταλύτης, Οδυσσέα. Κρύβεις πολλή περισσότερη δύναμη από όση πιστεύεις. Δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο τώρα. Θαρρώ θα καθυστερήσω να επικοινωνήσω ξανά. Κρατήσου. Μη λυγίσεις. Βρες την Ιθάκη σου κι αγκιστρώσου σε αυτή.

Δεν είπε άλλη λέξη. Βυθίστηκε ξανά στην παγερή μοναξιά και τον τρόμο της θανάσιμης απειλής.

Έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε το κεφάλι ολοκληρωτικά στον τοίχο. Τότε, τον είδε. Μεγαλειώδη ξανά, μεγαλοπρεπή και απαστράπτοντα μέσα στην υπέροχη πανοπλία του, το αμίμητο έργο του Ηφαίστου, να σέρνει τον μοναδικό στη γενναιότητα και θάρρος Έκτορα με το άρμα και τα λυσσασμένα, αγέρωχα άτια. Ο Αχιλλέας ζούσε και βασίλευε στη Φθία, δοξάζοντας τον εαυτό του στον Τρωικό Πόλεμο. Μα το περιβάλλον δεν ήταν η Τροία. Ήταν η Αίγυπτος. Την αναγνώρισε αμέσως, διότι είχε ταξιδέψει σε αυτήν πριν λίγο καιρό.

Βρες με, Οδυσσέα. Πάντοτε μονάχα εσύ μπορούσες.

Η εικόνα άλλαξε. Έμεινε μονάχα ένα πολυτελές, πανώριο και νεοκλασικό κτήριο, με μια μεγάλη, ξύλινη, λαμπερή σκηνή. Ένας και μόνο νέος, με άγρια, πυρρόξανθα μαλλιά, στεκόταν στο κέντρο ως σολίστας μα το όργανο που έπαιζε δε θύμιζε κανένα σύγχρονο, συμβατικό· επρόκειτο για λύρα, αρχαιοπρεπή κιθάρα. Το τραγούδι λυπητερό, γεμάτο μελαγχολία κι ατέρμονη μοναξιά.

Ο μεγαλύτερος μουσικός που γεννήθηκε ποτέ, γιος της σπουδαιότερης μουσικής Θεάς.

Όταν άνοιξε τα μάτια ο Οδυσσέας, έβλεπε ξανά το σκοτάδι γύρω και κάτωθεν του φωτιές εχθρικές και μουγκρητά δαιμόνια αντηχούσαν τρομακτικά, σε μείξη με συριγμούς φιδιών.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εεεεε; Πώς σας φάνηκε; Άξιζε τριών μηνών αναμονή;

Σιγά μην άξιζε, αλλά λέμε πάντα!

Πώς μου είστε; Όλα καλά;

Εγώ με σιγουριά μπορώ να δηλώσω το εξής· δε θα δείτε κεφάλαιο τον Ιούνιο μα πολύ νωρίτερα, ευελπιστώ προς το Πάσχα! Μα σχολιάστε μου τη γνώμη σας ή κάποια θεωρία ή το σημαντικότερο κομμάτι·

Τι ρόλο βαράνε οι Καταλύτες; Τι λέτε να κάνουν και πώς;

Το τοπίο φαίνεται να καθαρίζει αλλά πολλά μυστήρια δεν έχουν ακόμη απαντηθεί, κάνω λάθος; 😈

Στο επόμενο κεφάλαιο, έχουμε να δούμε ΠΟΛΥ ΠΡΑΓΜΑ, μέρος του οποίου θαρρώ μπορείτε να μαντέψετε. Αυτό, όμως, που δεν μπορείτε, είναι ότι ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΞΑΓΝΙΣΤΗΚΕ Η ΑΘΗΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΝΟ ΤΟΥ ΔΙΑ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΚΤΟΝΩΘΕΙ ΚΑΠΟΥ Η ΧΑΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ.

Κι εδώ, ακολουθεί γλέντι 😎😈😎

Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top