Κυνηγού Φεγγάρι
Τρεις θεές προστατεύουν το φεγγάρι, συνυπάρχοντας αρμονικά, συνεργατικά, ευοίωνα· η Σελήνη, η Άρτεμις και η Ελένη, η κάποτε επονομαζόμενη Ωραία.
Η Σελήνη, η κόρη των Τιτάνων Υπερίωνος και Ευρυφάεσας, με τα εβένινα μαλλιά και τα καρυδένια μάτια, εκείνη που σέρνει το ουράνιο σώμα στο ασημένιο της άρμα, ενώ την ημέρα αναπαύεται στο παλάτι που μοιράζεται με τον Ήλιο και την Ηώ.
Η Σελήνη ήταν η πιο ήσυχη από τις τρεις. Εκτελούσε τη δουλειά που κάποτε εκτελούσε η μητέρα της με απόλυτη αφοσίωση και σεβασμό, ενώ τις ώρες της ανάπαυσης περνούσε με γαλήνιες διεργασίες που συνέβαλαν περισσότερο στην πνευματική παρά στη σωματική της ξεκούραση κι αναζωογόνηση.
Η Άρτεμις ήταν Θεά που δρούσε κατά κόρον την ημέρα, διότι τότε το άπλετο φως της επέτρεπε όχι μόνο να κυνηγά μα και να φροντίζει τα αγαπημένα της ζώα. Παρόλα αυτά, τα ζωντανά που της τραβούσαν πιο πολύ την προσοχή και λαχταρούσε να θηρεύσει ήταν τα νυκτόβια, εκείνα που μονάχα τη νύχτα έβγαιναν από τις φωλιές. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ο μόνος σύμμαχος της στο κυνήγι ήταν το φεγγάρι που προστάτευε και φρόντιζε εκείνη από μακριά, όσο η Σελήνη το οδηγούσε.
Η Ελένη άργησε να θεοποιηθεί, αν κι ήταν απολύτως αναμενόμενο, δεδομένου ότι ήταν η πρώτη και τελευταία κόρη του Μεγάλου Δία από γυναίκα θνητή. Η πανέμορφη αυτή γυναίκα, που όμοιά της θνητή δε γεννήθηκε ποτέ, προστάτευε την Πανσέληνο κι όσο το φεγγάρι έλαμπε ολόγιομο και πλήρες ολοστρόγγυλο στον σκοτεινό ουρανό, εκείνη ξαγρυπνούσε και δάκρυζε ή θρηνούσε όλους όσους πέθαναν για εκείνη κι όσες γυναίκες θρήνησαν, λούζοντας την κατάρες. Τα δάκρυα της μάλιστα γίνονταν στάλες δροσιάς και την ώρα που η Ηώς ξεπρόβαλε γλυκά, φύτρωναν από εκείνα άνθη και δέντρα πανώρια, ενώ δάση με τα φύλλα και τα κλωνιά τους σκουπίζαν τα μάτια της με γονική σχεδόν στοργή.
Το φως του φεγγαριού, όμως, αυτό το λευκό, χρυσό ή θλιμμένο ασημί, προστάτευε η Εκάτη, η θεά που πάντοτε στις σκιές κρυβόταν, που κάτω μονάχα από αυτό το καταθλιπτικό και μελαγχολικό φως εξασκούσε τις σκοτεινές τις τέχνες, που τόσες και τόσες αμέτρητες φορές έσωσαν αθάνατους και θνητούς. Στο φεγγραόφως γνώριζε πως έδεναν καλύτερα τα μάγια, τα φίλτρα αναμειγνύονταν θαυμάσια και τα ξόρκια ευωδούσαν θεσπέσια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Πολλές εκπλήξεις μας επέδειξε ο Άρης τον τελευταίο καιρό,» είπε σκεπτικός ο Άδης, καθώς τα περίπου αρτιμελή μέλη της Συμμαχίας της Γης περίμεναν τους γύπες για να τους ανακρίνουν. «Ακόμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω την απότομη ωριμότητα του. Η μεταμέλεια, η κατανόηση, η απεγνωσμένη αναζήτηση συγχώρεσης· αισθανόμουν ότι έβλεπα ένα άλλο παιδί, που έμοιαζε του Άρη εξωτερικά μα η ψυχή του ήταν εντελώς διαφορετική.»
«Θαρρείς, λοιπόν, ότι εξαφανίστηκε σε μια έκρηξη ωριμότητας;» Τον ειρωνεύτηκε η Ενυώ. «Μάλλον το αντίθετο θα ήταν πιο πειστικό.»
«Μήπως δείλιασε να συνεχίσει την αντίσταση απέναντι στον θείο και τη μητέρα του και υποχώρησε, ώστε να μη μας προκαλέσει αγανάκτηση;» Αναρωτήθηκε ο Διόνυσος.
«Κι αφού η Βασίλισσα του Δράματος δεν είναι σε θέση να παρέμβει, κρατά τον θρόνο της ζεστό ο Βασιλιάς του Δράματος,» ήρθε η καυστική απόκριση της Ιππολύτης. «Εύγε, Διόνυσε. Η Αφροδίτη θα ήταν υπερήφανη.»
«Χωρίς διάθεση για αστεία, δεν πρέπει να πανικοβληθούμε,» τους συμβούλεψε η Περσεφόνη. «Κι έπειτα, γιατί βρισκόμαστε όλοι εδώ; Ποιοί προσέχουν τους τραυματίες;»
«Ο Δείμος, ο Φόβος, η Πηνελόπη κι η Ανδρομάχη,» απάντησε αμέσως η Αντιόπη. «Εγώ η ίδια τους το ανέθεσα.»
«Τους δυο πρώτους δεν τους εμπιστεύομαι για τέτοια έργα,» παραδέχτηκε η Περσεφόνη, βρίσκοντας σύμφωνους όλους τους παρευρισκόμενους. «Διόνυσε, πήγαινε να επιτηρείς την κατάσταση.»
«Από πότε δίνεις εσύ διαταγές εδώ, μικρή;» Ρώτησε περιφρονητικά ο θεός του κρασιού.
«Θα σου υπενθυμίσω ότι έγινα Άνασσα του Κάτω Κόσμου χίλια χρόνια πριν γεννηθείς εσύ, άρα εσύ είσαι ο μικρός σε σχέση με εμένα,» απάντησε αμέσως η κόρη της Δήμητρας. «Κι όσον αφορά τη θέση μου, ναι, εγώ δίνω διαταγές, διότι προφανώς κανείς σας δεν είχε αρκετά καρύδια για να το πράξει πριν από εμένα! Μαζί μας συνυπάρχει μια μεγάλη ομάδα πολεμοχαρών, αδίστακτων κι αιμοσταγών θεών, οι οποίοι χωρίς αυστηρές διαταγές μπορούν να σπείρουν το χάος και την αναρχία κι αυτό δεν προτίθεμαι να το επιτρέψω. Για αυτό, αγαπητέ μου αδελφέ, πήγαινε στους τραυματίες τώρα αλλιώς θα πάω εγώ και πρώτα θα κάνω μια στάση στο δωμάτιό σου, να μιλήσω στην Αριάδνη για την ανανδρία και την ψωροπερηφάνεια σου.»
Ο Διόνυσος έφυγε σχεδόν τρέχοντας για το μέρος που του είχε υποδείξει η Περσεφόνη, ενώ όλοι οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι παρακολουθούσαν εμβρόντητοι και άναυδοι.
«Αναγνωρίζεις τη γυναίκα σου;» Ψιθύρισε στο αυτί του Άδη ο Έκτορας.
«Όχι. Ούτε κατά διάνοια,» ομολόγησε ο Άρχοντας των νεκρών, που δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της, τα σκοτεινά μάτια γεμάτα έκπληξη, δέος και άπλετο σεβασμό.
«Εμάς εννοούσε όταν αναφέρθηκε με κοσμητικά επίθετα σε μια μεγάλη ομάδα θεών;» Απόρησε ο Κυδοιμός δίπλα στην Ενυώ.
«Δεν έχει κι άδικο,» παραδέχτηκε εκείνη, ανασηκώνοντας τους ώμους.
Τότε, η Ιππολύτη πλησίασε την Περσεφόνη και αγκάλιασε τους ώμους της υπερήφανα, σχεδόν συγκινημένη.
«Σου ζήτω συγγνώμη που σε θεώρησα κοριτσάκι σαν την Αφροδίτη. Είσαι αντάξια μας,» είπε έβγαλε το σπαθί της μαζί με τη θήκη από τη ζώνη της, ώστε να της το δώσει. «Αυτό σου ανήκει επάξια κι αν δεν γνωρίζεις πώς να το χρησιμοποιήσεις, θα είναι τιμή μου να σε διδάξω.»
Η Περσεφόνη έκλινε το κεφάλι της ταπεινά.
«Η τιμή είναι όλη δική μου,» είπε χαμηλόφωνα, εξίσου συγκινημένη.
«Κοιτάξτε εκεί!» Έδειξε ο Έκτορας προς τον ουρανό.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι σήκωσαν τις ματιές τους κι αντίκρισαν τους περιβόητους γύπες του Άρη, οι οποίοι επέστρεφαν από περιπολία και κυνήγι, όπως έκαναν κάθε μέρα. Τα επιβλητικά και τρομακτικά ζώα με τους γυμνούς λαιμούς και τα ματωμένα γαμψά νύχια, προσγειώθηκαν μπροστά τους με τα κεφάλια χαμηλωμένα, ως ένδειξη δουλοπρέπειας. Κάποιος από αυτούς κρατούσε δυο σκοτωμένα κουνέλια, που αργότερα θα καταβρόχθιζαν μεταξύ τους.
«Λοιπόν, Άδη;» Τον προέτρεψε η Ιππολύτη. «Ρώτησε τους επιτέλους.»
Ο άναξ του Κάτω Κόσμου συσσώρευσε όλο του το θάρρος και κοίταξε τα θεόρατα ζώα αυστηρά.
«Γιατί εξαφανίστηκε ο αφέντης σας;»
Ένας από τους γύπες έσκυψε στο αυτί του και μίλησε.
«Δεν γνωρίζουμε.»
«Τι του είπατε χθες που τον τάραξε; Και μην υποκριθείτε πως δεν έγινε κάτι τέτοιο, γιατί η Ιππολύτη ήταν παρούσα.»
«Τίποτα συνταρακτικό,» του απάντησε ένας άλλος γύπας.
«Ψεύδεστε!» Φώναξε θυμωμένα ο Άδης. «Πείτε μου την αλήθεια, αλλιώς θα σας κάνω στάχτη!»
Χωρίς καμία προειδοποίηση, εξαπέλυσε μια πύρινη λαίλαπα από το χέρι του προς τον γύπα με τα κουνέλια. Εκείνος την τελευταία στιγμή πέταξε για να γλιτώσει, μα πέταξε τα ψοφίμια, που δέχτηκαν τα πυρά και σωριάστηκαν στο χώμα ως δυο κομμάτια μαύρου κάρβουνου.
«Μη μας απειλείς!» Τον προειδοποίησε ένας άλλος γύπας, σηκώνοντας τα νύχια του με αιμοσταγή διάθεση.
«Μην τολμήσετε να επιτεθείτε!» Ούρλιαξε η Αντιόπη και στάθηκε δίπλα στον Άδη, με ένα βέλος στο τόξο της, έτοιμη για άφεση. «Νικήσαμε τους Χρυσοφύλακες Γρύπες. Μπροστά τους είστε καναρίνια.»
Τα πουλιά συμμάζεψαν την επιθετικότητα τους και συγκρατήθηκαν. Ο Άδης άρπαξε τα δυο πιο κοντινά του από τους γυμνούς λαιμούς με τα δυο του χέρια και τα έσφιξε ελάχιστα.
«Πείτε μου, καταραμένα!» Τα πρόσταξε. «Πού πήγε ο Άρης; Αν δεν μπορείτε να μου πείτε την είδηση που του φέρατε, τουλάχιστον πείτε μου αυτό!»
«Πήγε να βρει τη θεραπεία για τον Ήλιο και την Αφροδίτη,» του έδωσε την απάντηση που ζητούσε ένας από τους ελεύθερους γύπες.
«Κι εχθές του είπαμε ότι φέραμε αυτό που μας είχε ζητήσει από τον Όλυμπο,» πρόσθεσε ο διπλανός του.
«Τι σας ζήτησε;» Τους πίεσε εκείνος.
«Δεν έχει σημασία. Το πήρε μαζί του πριν φύγει,» αποκρίθηκε ο ίδιος γύπας.
Αμέσως ο θεός του υπογείου πλούτου παράτησε τα πουλιά και καθάρισε τα χέρια του από μερικά πούπουλα που είχαν κολλήσει. Οι γύπες άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν όλοι μαζί μακριά, με κατεύθυνση το πυκνό δάσος.
«Απαίσια πλάσματα,» σχολίασε, μόλις έφυγαν. «Ήταν τόσο δύσκολο για τον Άρη να φέρει τους λύκους του εδώ κι όχι αυτά τα τερατουργήματα;»
«Τι σου είπαν;» Ρώτησε αδημονώντας η Ενυώ.
«Ο Άρης έφυγε για να βρει τη θεραπεία για τον Ήλιο και την Αφροδίτη, τους πιο βαριά τραυματισμένους,» απάντησε ο Πλούτωνας.
«Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;» Αναρωτήθηκε η Ιππολύτη.
«Σοφή κίνηση εκ μέρους του,» σχολίασε σκεπτική η Περσεφόνη. «Ο Ήλιος είναι γιος Τιτάνων κι η Αφροδίτη κόρη -αν κι όχι με τον κλασικό τρόπο- του Ουρανού. Ίσως οι μέθοδοι μας τους είναι άχρηστες. Ίσως χρειάζεται κάτι πολύ πιο σημαντικό και σπάνιο.»
«Σαν τι;» Απόρησε η Ενυώ.
«Κάποιο σπάνιο βότανο ή λουλούδι ή φρούτο ή ακόμα και αίμα,» εξήγησε η κόρη της Δήμητρας.
«Τι είδους αίμα;» Ρώτησε ο Κυδοιμός.
«Για τα χθεσινά μαντάτα τι σου είπαν;» Ρώτησε η Ιππολύτη, αφήνοντας την ερώτηση του πολεμικού θεού να ξεχαστεί.
«Του έφεραν κάτι από τον Όλυμπο και το πήρε μαζί του. Δε μου είπαν τι.»
«Αυτό θα το μάθουμε όταν επιστρέψει,» απάντησε η Περσεφόνη. «Ως τότε, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να φροντίζουμε τους τραυματίες και προετοιμαστούμε για μάχη ξανά. Μπορεί να ηττήθηκε ο Ποσειδώνας, μα απομένουν η Ήρα και η Αθηνά ακμαίες.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Με μια ιαχή άγρια, εκκωφαντική, που πήγαζε κατευθείαν από τα σωθικά της ψυχής της αναζωογονημένης θεάς Αθηνάς, όρμησε προς τους ισχυρότερους Τιτάνες, τους μόνους που δεν είχε νικήσει κατά κράτος ακόμα -ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε. Είχαν όλοι μαζί παραταχθεί απέναντι της και τώρα κινδύνευε με περικύκλωση· ο Υπερίων ο προκάτοχος του Ήλιου κι η παντοδύναμη Ευρυφάεσα, ο ακούραστος Κόιος και η άριστη πολέμαρχος Φοίβη μα και οι πιο ισχυροί, ο Κρείος και ο Κρόνος. Έξι εναντίον ενός· σίγουρα όχι δίκαιη μάχη, να αυτή ήταν κι ήταν αποφασισμένη να την κερδίσει.
Υψώθηκε στον αέρα και εξαπέλυσε με μια άφεση τρία βέλη, τα οποία αστόχησαν, χάριν στην αδιανόητη ταχύτητα των στόχων της. Εντυπωσιάστηκε πόσο γρήγορα έμαθαν να αμύνονται σε αυτό το όπλο που τους ήταν εντελώς άγνωστο. Από το ίδιο ύψος έβγαλε το δόρυ της και προσπάθησε να πληγώσει τον Κρείο μα μάταια. Υψώθηκε λίγο παραπάνω και κλώτσησε δυνατά το σαγόνι της Φοίβης, που ζαλίστηκε και οπισθοχώρησε. Ο άνδρας της ο Κόιος της επιτέθηκε αμέσως με εκδικητική μανία, κραδαίνοντας μια πέτρα κι εκείνη αμύνθηκε με το ξίφος της, το οποίο μόλις συγκρούστηκε με τον βράχο λύγισε κι αχρηστεύτηκε. Το πέταξε μακριά. Ένας βράχος ήρθε καταπάνω της με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σταλμένος από την Ευρυφάεσα και μετά βίας τον απέφυγε για να μην τη λιώσει, ενώ μια άκρη του γρατσούνισε το μπράτσο της. Αυτό πυροδότησε τη ρίψη πολλών ακόμα βράχων από τους Τιτάνες κι η Αθηνά αγωνιζόταν να τους αποφύγει όλους. Αναγκάστηκε να μειώσει το ύψος όπου αιωρούταν, για να αποφεύγει τις τεράστιες πέτρες ευκολότερα. Τότε, οι συγγενείς της άδραξαν την ευκαιρία που απεγνωσμένα αναζητούσαν.
Η Φοίβη την άρπαξε από τα πόδια και την τράβηξε κάτω, ενώ ο Κρόνος μάζεψε το λυγισμένο της ξίφος και το βύθισε ανηλεώς στο στέρνο της. Η θεά της Σοφίας σωριάστηκε στο χώμα σαν φρεσκοκομμένο δέντρο κι οι Τιτάνες τη χτυπούσαν αλύπητα, με χέρια, πόδια και πέτρες, σαν να ήταν αγριόσκυλο στα νύχια μιας αγέλης. Έφτυσε αίμα, γέμισε πληγές στο σώμα της, πολλά κόκαλα της έσπασαν, ενώ ένιωθε δυσκολία στην αναπνοή, ένδειξη ότι κάποιος πνεύμονας είχε τρυπηθεί. Τα μάτια της είχαν χτυπηθεί τόσο που αδυνατούσαν πια να ανοίξουν κι έτσι τυφλή υπέμεινε τη βίαιη επίθεση χωρίς καμία δύναμη για άμυνα ή αντεπίθεση, ανέμενε τον Θάνατο με ψυχραιμία και ετοιμότητα.
Η Ρέα, όμως, κρυμμένη στις σκιές, απέχοντας από την αιμοσταγή και σαδιστική πανήγυρη, παρατηρούσε το μαρτύριο της εγγονής της και θλιβόταν. Η καρδιά της σκιζόταν, γιατί γνώριζε τη μητέρα της, την αείμνηστη Μήτιδα, και την αγαπούσε σαν κόρη της, ενώ την είχε θρηνήσει γοερά όταν έμαθε ότι ο στερνός γιος της την είχε καταπιεί. Δεν επρόκειτο να άφηνε την Αθηνά να πεθάνει από τα αδέλφια της τιποτένια και να χαθεί στη Λήθη.
Έτρεξε ελαφροπατώντας στο σημείο όπου η θεά είχε εναποθέσει τον σάκο με τα ιερά της ζώα. Τον έλυσε και έτεινε το άνοιγμα του προς τα εκεί όπου κειτόταν εκείνη υπό κακοποίηση. Μόλις αντίκρισαν το αποκρουστικό κι αποτρόπαιο θέαμα τα αθάνατα φίδια κι η Γλαύκη, επιτέθηκαν μαζικά και κατόρθωσαν σε μηδαμινό σχεδόν χρόνο να διώξουν όλους τους Τιτάνες από την αφέντρα τους.
Με τον σάκο στο χέρι, η Ρέα κινήθηκε ταχύτατα και μεθοδικά. Σήκωσε την εγγονή της με το ελεύθερο χέρι της και κρατώντας τη σφιχτά από τη μέση, χάθηκε στα ενδότερα της σπηλιάς. Είχε ανακαλύψει πριν από πολύ καιρό ένα πέρασμα μυστικό, που οδηγούσε στο παλάτι του Ταρτάρου. Το διέσχισε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ώστε τα ζώα καταβάλλοντας απίστευτη προσπάθεια τις πρόλαβαν για να μπουν ξανά στον σάκο τους, και την άφησε ευγενικά στα σκαλιά του σκοτεινού παλατιού. Έφυγε αμέσως για να γυρίσει πίσω στο μπουντρούμι, προτού συνειδητοποιήσουν την απουσία της οι υπόλοιποι, που σίγουρα βρίσκονταν σε δυσχερή κατάσταση από τα φίδια και τη γαλάζια κουκουβάγια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Πού είναι ο Οδυσσέας επιτέλους;» Απόρησε ο Διομήδης. «Η ώρα κοντεύει τέσσερις το απόγευμα. Αυτός τόσες μέρες δεν κοιμόταν και σήμερα σκέφτηκε να κοιμηθεί με τις κότες κι όλο το βασίλειο των πτηνών μαζί;»
«Πραγματικά η απουσία του είναι ανησυχητική,» συμφώνησε ο Περσέας.
«Θα πάω να δω τι κάνει στο δωμάτιο του,» προσφέρθηκε εθελοντικά ο Σίσυφος κι ανέβηκε σαν σφαίρα τη σκάλα προς τον πρώτο όροφο του σπιτιού.
Χτύπησε αρκετές φορές. Δεν του απάντησε κανείς. Φώναξε το όνομά του και δεν έλαβε απόκριση. Αποφάσισε να εισέλθει με αγένεια. Προς έκπληξη του, η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη και με ένα απλό σπρώξιμο του πόμολου άνοιξε, για να του αποκαλύψει ένα ακατάστατο μα καθαρό δωμάτιο. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο, το γραφείο τακτοποιημένο, το λαμπατέρ του γραφείου ήταν ακόμα ανοιχτό κι αυτό του εξήψε την περιέργεια. Αν ο Οδυσσέας ήταν τόσο τελειομανής όσο εκείνος -ή τουλάχιστον στο ένα εκατοστό του- δε θα άφηνε αναμμένο φως. Είχε φύγει, λοιπόν, βιαστικά και μέσα στη νύχτα. Άφησε την πόρτα ανοιχτή και κατέβηκε στο σαλόνι, όπου τον περίμεναν οι υπόλοιποι.
«Έφυγε μέσα στη νύχτα μα μόνος, χωρίς προμήθειες ή αλλαξιές. Ο σάκος του είναι στο δωμάτιό του, δίπλα στο τόξο του,» τους είπε αργά, ενώ το μυαλό του έτρεχε για το πού μπορούσε να είχε πάει.
«Ας τον αναζητήσουμε,» πρότεινε ενστικτωδώς η Αταλάντη. «Δε γίνεται να χαθεί κι άλλος σύμμαχος μετά τη Βασίλισσα.»
«Αν έφυγε για κάπου, πήγε να τη φέρει πίσω το δίχως άλλο,» συμπέρανε το προφανές ο Περσέας. «Έπρεπε να το είχαμε προβλέψει και να τον είχαμε υπό επιτήρηση.»
«Μα πώς;» Αναρωτήθηκε ο Σίσυφος. «Κάποτε βρισκόμουν στα Τάρταρα, προτού αποφασίσουν για το μαρτύριο μου οι Κριτές του Άδη. Δεν μπορεί κανείς να εισέλθει σε αυτά χωρίς τη χρήση σκοτεινής μαγείας ή μέσα από κάποια δίοδο του Κάτω Κόσμου. Αποκλείεται ο Οδυσσέας να πήγε ξανά στον Κάτω Κόσμο ούτε να χρησιμοποίησε σκοτεινή μαγεία.»
«Η Μήδεια βοήθησε την Αθηνά να κατέβει στα Τάρταρα. Ίσως βοήθησε κι εκείνον,» υπέθεσε ο Διομήδης.
«Ποιά Μήδεια; Βλέπετε πουθενά τη Μήδεια ή οποιονδήποτε άλλον θεό από τους συμμάχους μας;» Φώναξε αγανακτισμένη η Ανδρομέδα. «Από τότε που η Εκάτη τους έκλεισε σε εκείνο το δωμάτιο δεν τους είδαμε ποτέ ξανά! Κι αν ο Οδυσσέας ανακάλυψε τι τους έκανε και τον σκότωσε; Δε θυμάστε ότι την υποπτευόταν;»
«Η Εκάτη χρωστά την ελευθερία της στην Αθηνά,» υπενθύμισε η Αταλάντη. «Δε θα τολμούσε να βλάψει τους συμμάχους της. Το γεγονός ότι είναι σκοτεινή θεά δε σημαίνει ότι διαθέτει και σκοτεινή ψυχή.»
«Ποιός μας βεβαιώνει για αυτό;» Απόρησε η αλλοτινή βασιλοπούλα της Αιθιοπίας.
«Η τιμή των αθανάτων, που μονάχα εκείνοι κατανοούν κι εμείς αδυνατούμε,» αποκρίθηκε η Αταλάντη. «Κυνηγούσα μαζί με την Αρτέμιδα για αρκετά χρόνια, γνωρίζω πόσο σημαντική είναι για τους θεούς η τιμή και το χρέος.»
«Κι εγώ γνωρίζω ότι η Εκάτη κι η Άρτεμις δεν έχουν καμία απολύτως σχέση!» Επέμεινε η Ανδρομέδα.
«Λάθεψες,» ακούστηκε μια επιβλητική φωνή, που σώπασε όλες τις άλλες.
Οι πέντε θνητοί ήρωες έστρεψαν τα κεφάλια τους μονομιάς προς την είσοδο του κήπου, από όπου η ίδια η Εκάτη ερχόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
«Η αλήθεια είναι ότι η ομοιότητες μου με την Αρτέμιδα δεν είναι ιδιαίτερα ευκρινείς, αλλά μόνο για μια δεν μπορεί κανείς να αμφιβάλλει· για την αδιάσειστη αφοσίωση μας στην Αθηνά,» δήλωσε με φωνή σταθερή και βέβαιη η θεά του φεγγαρόφωτου, που μέσα στα μαύρα της ρούχα και τα ξενυχτισμένα μάτια φάνταζε απόκοσμο πνεύμα, αερικό, από άλλη εποχή, που με κάποιο λανθασμένο ξόρκι είχε βρεθεί μπροστά τους.
«Πού είναι ο Οδυσσέας;» Τη ρώτησε ο πιο θαρραλέος, ο Διομήδης.
«Χθες το βράδυ με παρακάλεσε να τον στείλω στα Τάρταρα για να σώσει την Αθηνά. Θα το έκανα, αν δεν ήταν τόσο βιαστικός κι ανυπόμονος,» είπε ειλικρινά εκείνη. «Τώρα βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο εγκλωβισμένος.»
«Πάμε, λοιπόν, να τον φέρουμε πίσω," πρότεινε ο Περσέας.
«Όχι,» του απαγόρευσε η Εκάτη. «Ο Κάτω Κόσμος είναι ξέφραγο αμπέλι. Οι βασιλείς του λείπουν και οι Κριτές κυβερνούν μαζί με τον Κέρβερο. Ποτέ δεν είναι σοφό να ερχόμαστε σε επαφή με την κατάφωρη και γυμνή αντικειμενικότητα των Κριτών, πόσο μάλλον με τα δόντια του Κέρβερου.»
«Ώστε θα τον αφήσουμε εκεί κι αυτόν όπως και την Αθηνά;» Απόρησε έντρομη η Αταλάντη.
«Θα τον φέρει ένας θεός,» εξήγησε η Εκάτη. «Εσείς θα εγκλωβιστείτε μαζί του, αν αποπειραθείτε.»
«Πού είναι όμως οι θεοί;» Ρώτησε την πιο σκοτεινή ερώτηση ο Σίσυφος. «Εξαφανίστηκαν εξαιτίας σου κι αυτοί.»
«Αν θες να μάθεις για αυτούς, η καρδιά τους δε χτυπά,» απάντησε η Εκάτη με θανατηφόρα σοβαρότητα, σκορπώντας τον πανικό στο ακροατήριο της. Την κοιτούσαν άφωνοι και σαστισμένοι.
«Τους σκότωσες;» Κατάφερε να αρθρώσει η Ανδρομέδα.
«Η Αθηνά με πρόσταξε να τους επαναφέρω στην πρωταρχική τους αίγλη και στο αποκορύφωμα των δυνάμεων τους με τον τρόπο που μόνο εγώ γνωρίζω κι αυτό ακριβώς πράττω,» αποκρίθηκε ξερά η θεά. «Σας παρακαλώ, ώσπου το έργο να ολοκληρωθεί, κάνετε υπομονή, βελτιωθείτε στον πόλεμο, μείνετε ψύχραιμοι και μην κάνετε τρέλες απελπισίας, όπως ο Οδυσσέας.»
Κι αφού ολοκλήρωσε τον λόγο της, χάθηκε από τα μάτια τους, σαν ένα όραμα, σαν να μην είχε εμφανιστεί ποτέ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Τι ζητά εδώ η Κασσάνδρα;» Απόρησε η Αμφιτρίτη, μόλις η κοπέλα της συστήθηκε. Είχε επιστρέψει στην κοινή της κρεβατοκάμαρα με τον Ποσειδώνα, για να δει αν είχε βελτιωθεί κι όχι μόνο τον βρήκε με ανοιχτά τα μάτια και μερικές αισθήσεις αναζωογονημένες, μα και τον Απόλλωνα να λάμπει όπως ο ήλιος που προστάτευε, με εκείνη τη νέα άγνωστη της στην όψη, σε αντίθεση με το όνομά της που θυμόταν ολοκάθαρα.
«Βρισκόμουν στη Σπάρτη, περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από το πεδίο της μάχης,» εξήγησε η Κασσάνδρα. «Τότε, ένιωσα την παρουσία του Απόλλωνα κι έσπευσα να τον συναντήσω.»
«Τι δουλειά είχες στη Σπάρτη;» Ρώτησε αυθόρμητα η Αμφιτρίτη.
«Έξι χρόνια ήταν αρκετά για να αποκτήσω τεράστια φήμη για τη μαντική μου ικανότητα. Βρισκόμουν εκεί ως καλεσμένη ενός βουλευτή,» απάντησε η Κασσάνδρα και συνέχισε. «Όταν πλησίασα, συνειδητοποίησα τι συνέβαινε και για να αποφύγω τα πυρά της μάχης, μπήκα στο σπίτι, όπου βρήκα τον Ποσειδώνα πληγωμένο θανάσιμα. Τον σήκωσα με δυσκολία κι ένευσα με το ελεύθερό μου χέρι στον Απόλλωνα, που πολεμούσε. Εκείνος διέταξε υποχώρηση και επιστρέψαμε εδώ, ενώ τον Ποσειδώνα ανέλαβαν οι γιοί του, για να τον κουβαλήσουν ως εδώ.»
«Μάλιστα. Για ποιόν λόγο θέλησες να δεις τον Απόλλωνα εξαρχής;» Ρώτησε με καχυποψία η θεά. Η μικρή θα μπορούσε να ήταν κατάσκοπος, αν και κρίνοντας από τον τρόπο που την κοιτούσε ο Απόλλωνας, θα έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστη.
«Γιατί ήθελα να του δείξω ένα πράγμα που με βασανίζει εδώ και μέρες και είμαι βέβαιη πως σας αφορά,» απάντησε η Τρωαδίτισσα.
«Δείξε μας,» διέταξε άχνα ο Ποσειδώνας, που ως τότε δεν είχε αρθρώσει λέξη εξαιτίας της αδυναμίας του.
«Ας το δουν όλοι αυτό,» πρότεινε ο Απόλλων κι αμέσως κάλεσε όλους όσους μπορούσαν να περπατήσουν στο δωμάτιο, για να παρακολουθήσουν το όραμα.
Μολονότι όλοι τους χάρηκαν όταν είδαν τον Ποσειδώνα να έχει συνέλθει αρκετά και τη νέα προσθήκη της Κασσάνδρας στη συμμαχία, πειθάρχησαν στην εντολή της Αμφιτρίτης για ησυχία, ενώ οι δυο μάντεις ετοιμάστηκαν να ενώσουν τα πνεύματα τους για να αποτυπώσουν μαζί το όραμα στο τζάμι της βεράντας του δωματίου.
Ένωσαν τα δεξιά τους χέρια σφιχτά και ακούμπησαν τα αριστερά στο κρύο γυαλί, ενώ έκλεισαν τα μάτια τους κι ακούμπησαν τα μέτωπα μεταξύ τους, για να πλησιάσουν όσο μπορούσαν περισσότερο. Ξαφνικά, το γυαλί από διαφανές βάφτηκε μαύρο και το όραμα ξεκίνησε να ξεδιπλώνεται.
Η γη και το χώμα της χόρευαν μέσα στη δίνη του ανέμου που φυσούσε δυνατά με λύσσα και ορμή τόση που υπότασσε τα πάντα στο πέρασμα του. Η φωτιά στα Τάρταρα έκαιγε άσβεστη και πορφυρή σαν κάθαρση, προσπαθώντας να καταπνίξει κι εκείνα τα ουρλιαχτά που έμοιαζαν τερατώδη κι αντηχούσαν ως βοές στο σπηλαιώδες μέρος. Στον σκοτεινό ουρανό της νύχτας χωρίς κανένα αστέρι, φάνηκε η Πανσέληνος, το Φεγγάρι του Κυνηγού, ασημένιος δίσκος και μια φιγούρα αδιάκριτου φύλου ύψωσε το τόξο της ψηλά, σημαδεύοντας θαρρείς στον ουρανό τον ίδιο. Η τελευταία εικόνα, ένας αετός πανέμορφος και παντοδύναμος με νύχια γαμψά και κοφτερά κάθισε στην κουφάλα μιας γέρικης ελιάς, βαθιά ριζωμένης στο χώμα. Τότε, το αιωνόβιο δέντρο έκλεισε την κουφάλα του ορμητικά και βύθισε το τρομερό πτηνό για πάντα σε έναν θάνατο ξαφνικό και μαρτυρικό.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μόλις η Ήρα πληροφορήθηκε την επιστροφή της Ίριδας και της Νύχτας από την αποστολή που τις είχε στείλει, έσπευσε να τις συναντήσει στην είσοδο της βίλας. Ο Ιάσων κι η Εστία την ακολούθησαν κατά πόδας.
«Καλώς ήρθατε,» είπε βιαστικά. «Λοιπόν, τι έχετε να αναφέρετε;»
Η Νύχτα της μίλησε για τη Συμμαχία του Νερού κι η Ίρις για της Γης. Η Ήρα άκουσε με μεγάλη προσοχή για την εξαφάνιση του Άρη και τη σταδιακή βελτίωση του Ποσειδώνα, μα δεν έδωσε απάντηση, γιατί εμφανίστηκε το παγώνι της, το οποίο είχε στείλει στην Κέρκυρα.
«Τι νέα φέρνεις;»
Όταν το τεράστιο πτηνό της ψιθύρισε στο αυτί όσα είχε παρατηρήσει, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.
«Προφανώς, κάτι πολύ ενδιαφέρον συμβαίνει στη συμμαχία του Ανέμου κι όλως παραδόξως μόνο τα θνητά μέλη εμφανίζονται πια,» είπε τρίβοντας τα χέρια της ευχαριστημένη. «Η Αρχηγός τους χάθηκε, οι αθάνατοι εξαφανίστηκαν κι οι θνητοί δεν είναι παρά θνητοί.»
Τελικά, στράφηκε στον Ιάσονα και στην Ίριδα, που ανέμεναν την αντίδραση της.
«Διατάξτε αμέσως να ενταθούν οι εκπαιδεύσεις,» πρόσταξε κοφτά. «Αύριο ξεκινάμε για την Κέρκυρα, όπου θα επιτεθούμε και θα συντρίψουμε όσα επέμειναν από την Αθηνά μια για πάντα!»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Βράδιασε. Η Πανσέληνος ανέβηκε στον ξάστερο ουρανό κι έλαμπε εκτυφλωτικά σχεδόν. Οι αχτίδες της χάιδευαν απαλά τη θάλασσα που σάλευε ελάχιστα, με τα κύματα να λικνίζονται ρυθμικά ως την ακρογιαλιά και πίσω. Το φεγγάρι ήταν μόνο στον ουρανό και οι προστάτιδες του διασκορπισμένες.
Η Σελήνη ήταν ακόμα αναίσθητη μέσα στον Πύργο του Άρη, δίπλα στον αδελφό της και στην Αφροδίτη. Ο δροσερός αέρας της νύχτας έμπαινε στο δωμάτιο από το μισάνοιχτο παράθυρο κι οι δυο Αμαζόνες που τους φυλούσαν στην ανάλογη βάρδια· η Πηνελόπη και η Ανδρομάχη μαζί με τον Έκτορα, κρατούσαν μετά βίας τα μάτια τους ανοιχτά, γιατί η έλλειψη έντονου φωτός τους νανούριζε. Η Ανδρομάχη έσφιξε στην αγκαλιά της τον άνδρα της, ενώ η Πηνελόπη άνοιξε το παράθυρο διάπλατα, για να κοιτάξει καλύτερα το πανέμορφο φεγγάρι. Εκείνη η Πανσέληνος ήταν η πιο γλυκιά της συντροφιά στα είκοσι ατελείωτα χρόνια που περίμενε τον άνδρα της. Κοιτώντας την έπαιρνε δύναμη κι είτε νανούριζε τον μικρό Τηλέμαχο είτε θυμόταν τις στιγμές με τον Οδυσσέα είτε ξήλωνε προσεκτικά το σάβανο που ύφαινε για τον πεθερό της ως ξεγέλασμα για τους μνηστήρες.
Το φως της Πανσέληνου βυθίστηκε αρκετά στο δωμάτιο κι έφτασε την αναίσθητη Σελήνη, ώστε να την αγγίξει ελάχιστα με το ασημί του χρώμα. Αμέσως, μόλις ενώθηκε με την κυρά της, η θεά εξέπνευσε, πήρε ξανά ζωή και άνοιξε τα μάτια της απαλά, σχεδόν νωχελικά, ενώ το χρώμα επέστρεψε στα μάγουλα της.
Η Ελένη, η κάποτε επονομαζόμενη Ωραία, καθόταν στο περβάζι του παραθύρου στη βίλα της Ήρας και δάκρυζε ασταμάτητα, σκεπτόμενη το παρελθόν και το σκοτεινό παρόν, χωρίς να ξεχνά την τολμηρή υπόσχεση της Ήρας. Αναρωτιόταν με όλη της την καρδιά πού μπορεί να βρισκόταν ο αγαπημένος της Μενέλαος, που μαζί είχαν περάσει διά πυρός και σιδήρου, όλες τις δοκιμασίες του έρωτα και της ζωής κι είχε κατορθώσει να αγαπά από συνήθεια.
Στο δάσος της Κέρκυρας, το ονομαστό στο χωριό Κομπίτσι, με τις κουκουναριές και τις καστανιές, φώλιαζαν ζώα νυκτόβια πολλά κάτω από την πάχνη και την καταχνιά του φεγγαρόφωτου, μέσα στους φουντωτούς θάμνους και τα πυκνόφυλλα δέντρα.
Ένας λαγός αρσενικός, ευμεγέθης και εύσωμος, διέσχισε το μικρό ξέφωτο ταχύτατα, θέλοντας να μεταβεί στον αγκαθωτό θάμνο μα τα λαχταριστά μούρα, για με δειπνήσει και να προσελκύσει κάποια θυληκή. Ξάφνου, από το απόλυτα πουθενά και χωρίς καμία ένδειξη από ήχο ή όψη, ένα βέλος έσκισε τον άνεμο αστραπιαία και καρφώθηκε στον λευκό λαιμό του ζώου, διαπερνώντας τον από άκρη σε άκρη. Ο λαγός έπεσε νεκρός αυτοστιγμεί, σωριασμένος άπνοος στο χορταριασμένο χώμα.
Η κυνηγός που τον πέτυχε βγήκε από την κρυψώνα της αργά και σταθερά, βάζοντας το τόξο πίσω στην πλάτη γης. Πλησίασε το θήραμα της, έβγαλε το βέλος και το επέστρεψε στη φαρέτρα της.
Η Άρτεμις στάθηκε σε όλο της το ύψος κοιτάζοντας το λατρευτό της φεγγάρι, με τον νεκρό λαγό στο χέρι. Έλαμπε όπως παλιά, όπως όταν βρισκόταν στο απόγειό της δύναμης της, αλλά δεν ακτινοβολούσε χρυσό μα ένα σκοτεινό, αυστηρό και στυφό ασημένιο. Ήταν η ώρα της να βγει και να κυνηγήσει, όπως έκανε πάντοτε τους παλιούς, καλούς καιρούς.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το σκοτάδι και το κρύο του Κάτω Κόσμου κατάτρωγαν κι έφθειραν το θάρρος και τη νόηση του Οδυσσέα σταδιακά. Έχασε την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πόσο καιρό βρισκόταν πια σε εκείνο το ζοφερό, εφιαλτικό κι ανήλιαγο μέρος.
Αφότου έφυγε από το παλάτι του Άδη τρέχοντας με την ουρά στα σκέλια, βρέθηκε σε ένα μέρος με ένα και μοναδικό φως που ερχόταν από κάποιο σημείο στο ταβάνι. Δεν τολμούσε να υψώσει τα μάτια, έτρεμε μόνο και μόνο στη σκέψη να το πράξει. Αναρωτιόταν περί του λόγου ύπαρξης αυτού του αλλόκοτου φωτισμού σε ένα τόσο κρυμμένο μέρος.
Ο ποταμός Κωκυτός κυλούσε εκεί, ενοχλητικά κίτρινος και αρμονικός, ενώ ενίοτε ακούγονταν ουρλιαχτά και κραυγές νεκρών μα και λυσσαλέα γαυγίσματα του Κέρβερου, που αγωνιζόταν να επιβάλει ησυχία.
Μετά από ένας Θεός γνώριζε πόση ώρα ακινησίας και αφουγκρασμού, φάνηκε από την πλευρά του παλατιού, ένας μικροσκοπικόςα ιδιαίτερα μυώδης άνδρας -κατά πάσα πιθανότητα υπηρέτης- κουβαλώντας μερικές πιατέλες με περίεργα εδέσματα. Ο Οδυσσέας απόρησε με την όψη αυτή και κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο, γιατί ήταν βέβαιος ότι θα μάθαινε περισσότερα ως παρατηρητής.
Ο υπηρέτης εναπόθεσε τις πιατέλες στο έδαφος, έκανε τα χέρια του χωνί μπροστά στο στόμα, φώναξε με όση δύναμη διέθετε στους πνεύμονες του ένα μακρόσυρτο «Ε!» κι έφυγε αμέσως, όσο άηχα είχε έρθει.
Ο βασιλιάς της Ιθάκης στάθηκε στην κρυψώνα του και περίμενε εναγωνίως τη συνέχεια.
Ξαφνικά, την απόλυτη ησυχία και άπνοια του δώματος έσκισαν οι συριγμοί, οι αλαλαγμοί και οι πεινασμένες ιαχές των πιο τρομακτικών πλασμάτων που είχε αντικρίσει ποτέ του. Δρώντας γρήγορα και καθαρά από ένστικτο, σκαρφάλωσε γαντζωμένος στις πέτρες, ως ένα ύψωμα μεγάλο, με ένα βαθούλωμα περίπου δυο μέτρων, σαν μια μικρή σπηλιά χωρίς οροφή. Έμεινε εκεί και παρατηρούσε τους νεοφερμένους και τερατώδεις συγκάτοικους του από ύψος ασφαλείας, ευτυχής που δεν είχαν φτερά.
Ήταν αδιανόητα ψηλοί, με σώματα ανθρώπινα μα φίδια για πόδια. Τα μπερδεμένα μαλλιά τους κατέληγαν σε φίδια μικρά κι εκείνα, ενώ τα μάτια τους έμοιαζαν με δρακόντεια, με ίριδες κατακόκκινες, τρομακτικές, σαν να ξερνούσαν φωτιά. Είδος πλασμάτων με αυτή την προγραφή μονάχα ένα γνώριζε· τους Γίγαντες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΟ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙΑ!
ΠΩΣ ΣΑΣ ΦΑΝΗΚΕ;;;
Στο επόμενο, μπορώ μόνο να σας πω ότι έρχονται ΠΟΛΛΕΣ ανατροπές.
Ελπίζω αυτό το κεφάλαιο να το διαβάσετε καλά και με προσοχή, γιατί περιείχε ΠΑΡΑ ΜΑ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ κρυφά στοιχεία και σημαντικά, που αν τα πιάσει κανείς και τα ερμηνεύσει καλά, έχει καταλάβει μέχρι και το τέλος του βιβλίου... Για να μη λέτε ότι δε σας προειδοποίησα...
Σας αφήνω να παρτάρετε στα σχόλια ελεύθερα κι ακράτητα καθώς ακούω την ωραιότατη μου λειτουργία στο ραδιόφωνο. Μεγάλη Παρασκευή σήμερα γαρ.
Σας εύχομαι ολόψυχα Καλό Πάσχα, καλή Ανάσταση και φώτιση από τη θυσία και λάμψη του αγαπημένου μου -και μας ευελπιστώ- Jesus!
Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top