Κράτος και Βία
"Τι νομίζεις πώς θα καταφέρεις με αυτή σου την πρόκληση;" Ρώτησε εξαγριωμένος ο Απόλλωνας.
"Να επανενώσω δυο χωρισμένες αδελφές ψυχές," απάντησε απροκάλυπτα η Αφροδίτη.
"Καθόλου χωρισμένη δε μου φαινόταν η Αριάδνη," την ειρωνεύτηκε ο Θεός του Φωτός. "Επέλεξε τον Θησέα κι ήταν ευτυχισμένη μαζί του, ώσπου εσύ την τύλιξες με τα μάγια σου. Έπρεπε να το είχα καταλάβει, όταν μεταβλήθηκε τόσο έντονα η συμπεριφορά της, ότι είχε βάλει ένας Θεός το χέρι του και να την προστάτευα. Τώρα, είναι πια αργά."
"Αν δεν μπορείς να δεχτείς το ότι για άλλη μια φορά απέτυχες, δεν είναι δικό μου πρόβλημα."
"Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτό που κάνεις είναι καθαρή πράξη εχθρότητας; Θα προκαλέσεις τον θυμό του Ποσειδώνα και σύντομα όλη η Συμμαχία της Γης θα υποστεί τις συνέπειες!"
"Εγώ κι ο Άρης δε φοβόμαστε ούτε εσένα, ούτε τον Ποσειδώνα, ούτε κανέναν από το συνάφι σας! Εσείς να προσέχετε μήπως κι όταν γίνει Βασιλιάς των Θεών σας πετάξει στα Τάρταρα, όπου ανήκετε!"
"Το παρατραβάς!" Την προειδοποίησε ο Απόλλων. "Με αυτή σου την πράξη φουντώνεις διαμάχη μεταξύ του Άρη και του Ποσειδώνα!"
"Σε περίπτωση που δεν το είχες καταλάβει, καιρό τώρα αυτοί οι δυο βρίσκονται σε διαμάχη για τον Θρόνο. Πώς να φουντώσεις κάτι που ήδη βρίσκεται στο απόγειό του;"
Ο Απόλλωνας φοβόταν ότι από την τόσο αυθάδεια της θα την έψηνε ζωντανή στις φλόγες του φωτός του, γιατί η οργή του τον θόλωνε και τον έσυρε σε απερισκεψίες.
"Φύγε από μπροστά μου, ανόητη! Ακόμα και χωρίς τη μαντική μου ικανότητα μπορώ να προβλέψω ότι οι επιπολαιότητες σου θα στοιχίσουν ακριβά στον πολύτιμο σου Άρη!"
Ευθύς, έτεινε τα χέρια του στον ουρανό, και δυο αχτίδες φωτός τύλιξαν την Αφροδίτη και την εξαφάνισαν από τα μάτια του. Αμέσως, ο Θεός ένιωσε τη δύναμη να τον εγκαταλείπει και να εξαντλείται. Μετά βίας περπάτησε τριάντα μέτρα ως το σπίτι και σωριάστηκε στον καναπέ, βυθιζόμενος κατευθείαν σε έναν βαθύ και χωρίς όνειρα ύπνο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Κράτος και η Βία ήταν παιδιά της Ωκεανίδας Στυγός και είχαν αδέλφια τον Ζήλο και τη Νίκη. Αμέσως μετά την επικράτηση του Δία έναντι του Κρόνου, κατά την επίσημη λήξη της Τιτανομαχίας, στην οποία κι αυτοί είχαν πολεμήσει κοντά στους Θεούς, οι δυο τους έγιναν οι επίσημοι σύμβουλοι του Δία και πάντοτε τον συντρόφευαν στη διακυβέρνηση του κόσμου. Ο Κράτος ήταν Θεός της εξουσίας, της απόλυτης μοναρχίας και κυβέρνησης. Η Βία ήταν Θεά της πυγμής, της μαχητικότητας των κυβερνούντων και της πολιτικής.
Αυτοί οι δυο Θεοί, αντί να μείνουν στην Ιστορία για τις άπειρες καλές πράξεις που είχαν τελέσει και για τις αλάνθαστες κρίσεις τους, έμειναν διασημότεροι για την πιο σκληρή τους στιγμή, τη στιγμή που συμμερίζονταν τον Πατέρα Δία στην οργή και στη μνησικακία, που η κριτική τους σκέψη είχε χαθεί και μόνο τιμωρία ούρλιαζαν για τον υποτιθέμενο παραβάτη του νόμου.
Ο Προμηθέας ήταν γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Τιτανίδας Κλυμένης. Από αιμομιξία θείου κι ανιψιάς μόνο ακραίοι καρποί γεννιούνται· ή μεγαλειώδεις σαν τον Προμηθέα, ή ημίτρελοι κι αγαθοί σαν τα υπόλοιπα παιδιά τους, τον Άτλαντα, τον Μενοίτιο και τον Επιμηθέα. Ο Προμηθέας είχε μια σπάνια σοφία και φρόνηση κι ήθελε όλες του τις έμφυτες γνώσεις να τις μοιραστεί με τους υπόλοιπους αθάνατους. Ο μόνος που δέχτηκε να τον ακούσει και να κρατήσει τις διδαχές του σαν θησαυρό, ήταν η Θεά Αθηνά. Μαζί οι δυο τους έπλασαν από πηλό τον πρώτο άνθρωπο.
Από τότε, η μοίρα του Προμηθέα και του ανθρώπινου γένους δέθηκε άρρηκτα. Ο πρώτος έγινε ευεργέτης και προστάτης του δεύτερου. Κι όταν ήρθε η κατάλληλη ώρα, ο Δίας κάλεσε τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να μοιράσουν σε όλα τα πλάσματα χαρίσματα κι ειδικά χαρακτηριστικά, για να επιβιώνουν και να αυτοσυντηρούνται. Ο Επιμηθέας τα μοίρασε όλα στα ζώα, στα πουλιά και στα ψάρια, λησμονώντας τον άνθρωπο, που έμεινε γυμνός, ξυπόλητος αδύναμος απέναντι στα δυνατά ζώα και στα φονικά καιρικά φαινόμενα. Μόνο ο Δείμος και ο Φόβος διαφέντευαν στις ψυχές τους.
Τότε, ο Προμηθέας, που τα έβλεπε όλα αυτά και ωρύονταν, καταρρακωμένος από την τύχη των αγαπημένων του "παιδιών", αποφάσισε να τους σώσει από τον αφανισμό, κάνοντας τους ένα δώρο από τον Όλυμπο· την ωραιότερη κόρη του Ηφαίστου· τη Φωτιά. Όμως, αυτή του η επιχείρηση ήταν πολύ δύσκολη. Μόνο δυο φλόγες έκαιγαν στον Όλυμπο από την Πρώτη Φωτιά που είχε ανάψει ο Κρόνος, πριν από αιώνες. Η μια βρισκόταν στο παλάτι του Δία, που ήταν φρούριο απόρθητο κι απροσπέλαστο, που φυλασσόταν από τους Κουρήτες. Ήταν αδύνατον να περάσει από εκείνους απαρατήρητος. Η δεύτερη, βρισκόταν στο Εργαστήριο του Ηφαίστου και της Αθηνάς και φυλασσόταν από έναν ασημόχρυσο στρατιώτη, τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής, που κινούταν με ένα χρυσωπό υγρό, εφεύρεση του Ηφαίστου. Ως κολλητοί φίλοι που ήταν, ο Προμηθέας είχε γίνει ο πρώτος να συγχαρεί τον Θεό της Σιδηρουργίας για αυτή τη σπουδαία εφεύρεση. Και τώρα, αναγκαστικά έπρεπε να την καταστρέψει. Ο στρατιώτης αυτός ανίχνευε αμέσως την κίνηση γύρω από την εστία της Φωτιάς, έτοιμος να συνθλίψει τον επίδοξο κλέφτη. Ο Προμηθέας, με ένα εξαίσιο τέχνασμα, κατόρθωσε να μπερδέψει τον στρατιώτη, αχρηστεύοντας έτσι τη νοημοσύνη του, και κατάφερε να κλέψει τη φλόγα από το Εργαστήριο του Ηφαίστου και της Αθηνάς. Κρατώντας τη στο χέρι του, την μετέφερε στους ανθρώπους και χάρη σε αυτήν έβλεπαν τη νύχτα, ζεσταίνονταν, έδιωχναν τα άγρια ζώα και απέκτησαν λίγη από τη φωτισμένη Σοφία των Θεών. Τους δίδαξε να λιώνουν το σίδερο και για όλους τους κρυμμένους θησαυρούς της γης· τον χρυσό, τον άργυρο και τον χαλκό. Τους έφερε σε επαφή με τις Τέχνες και τις Επιστήμες, τους έδειξε την Ανατολή και τη Δύση του Ηλίου και τα αναρίθμητα άστρα του νυχτερινού ουρανού. Τους έμαθε τους αριθμούς, τα γράμματα, πώς να κυνηγούν, πώς να φτιάχνουν καράβια και να ψαρεύουν, πώς να ζεύουν και να εξημερώνουν τα ζώα. Τέλος, τους χάρισε ελπίδα, θάρρος και τόλμη. Έτσι, έγινε το ανθρώπινο γένος τόσο ισχυρό και άψογο, που δε διέφεραν τόσο από τους Θεούς, ώστε αν ο ίδιος ο Δίας ήθελε να τους αφανίσει θα αποτύγχανε.
Ο Προμηθέας έκανε κι άλλα πολλά στους Θεούς, που θα αναφερθούν αργότερα, κι αυτά επέφεραν αντίποινα από εκείνους, όμως κανένας δε φαινόταν να του αντιστέκεται. Κι αυτό γιατί ο Δίας, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι Θεοί δεν ήταν ανόητοι. Οι Θεοί είναι δυνατοί, με μια ισχύ που πηγάζει κυρίως από την ψυχή και τις ιδιαίτερες χάρες τους. Οι Τιτάνες, στην τάξη των οποίων ανήκε ο Προμηθέας, ήταν δυνατοί εκ φύσεως και στο σώμα. Δεδομένης μάλιστα της χαρισματικής οξύνοιας του, ο Προμηθέας γινόταν εξαιρετικά επικίνδυνος για τον θρόνο του Δία. Ύστερα, ο Βασιλέας πίστευε ότι θα υποκινούνταν επανάσταση αν τον σκότωνε ή τον πετούσε στα Τάρταρα, εξαιτίας της στενής του φιλίας με τον Ήφαιστο και την Αθηνά. Ειδικά για την Αθηνά έτρεμε σύγκορμος, μια που η προφητεία ότι το παιδί του από την Μήτιδα θα τον εκθρόνιζε ακόμα τον ταλάνιζε, παρόλο που δεν υπήρχε πια περίπτωση να αποκτήσει γιο από την Τιτανίδα ξαδέλφη του που είχε καταπιεί. Για όλους αυτούς τους λόγους, έπρεπε το ζήτημα της τιμωρίας του Προμηθέα να χειριστεί προσεκτικά. Έτσι, κάλεσε τον Κράτος και τη Βία, για να σχεδιάσουν τη διαδικασία.
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, ο Κράτος κι η Βία βρήκαν τον Προμηθέα να συζητά με την Αθηνά. Ο Τιτάνας ήδη γνώριζε ότι θα συλλαμβάνονταν κι είχε φροντίσει να συμβουλέψει τη Θεά της Σοφίας, αφήνοντας πλέον την προστασία των ανθρώπων στα χέρια της. Ο Κράτος τον κρατούσε σφιχτά και στυγερά, ώσπου η Βία να καλέσει τον Ήφαιστο, ο οποίος κατέφθασε με το κεφάλι σκυμμένο, ήδη μετανοημένος για αυτό που επρόκειτο να κάνει.
Μια βουβή, σκοτεινή, σχεδόν νεκρική πομπή κατέβηκε από τον Όλυμπο και προχώρησε στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Θράκη, περνώντας από τα στενά του Ελλήσποντου χάρη στην πτήση του Κράτους και της Βίας, σταματώντας στους πρόποδες του Καυκάσου. Πριν ξεκινήσουν την ανάβαση, ο Ήφαιστος έδεσε τα χέρια του Προμηθέα με αλυσίδες κι εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου, παρά διατήρησε ψυχραιμία και γαλήνη στο πρόσωπό του.
Φτάνοντας κοντά στην κορυφή, ο Κράτος βρήκε έναν αρκετά λείο βράχο, που θα χωρούσε τον μεγαλόσωμο Τιτάνα και διέταξε να σταματήσουν εκεί. Ο Ήφαιστος κάρφωνε αργά και σταθερά, επιτρέποντας δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά του, τα καρφιά που του έδινε η Βία· δυο στις αλυσίδες των χεριών, δυο στις αλυσίδες των ποδιών κι ένα στο στήθος του, για να μουδιάζει ο θώρακας και να μην μπορεί να λυγίσει. Ο Προμηθέας δεν έβγαλε άχνα, μονάχα κοίταξε τον Ήφαιστο συμπονετικά.
"Μην κλαις, φίλε μου. Μην επιτρέπεις σε αυτά τα άβουλα όργανα του πατέρα σου να σε περιγελούν ως ψυχικά αδύναμο. Γνώριζα ότι θα τιμωρηθώ προτού καν κλέψω τη Φωτιά. Δε μετανιώνω τίποτα."
Ο Κράτος γέλασε με τα λόγια του.
"Είσαι απίστευτα αλαζόνας," τον επέπληξε η Βία. "Θα έπρεπε να ευγνωμονείς τον Άρχοντα Δία που σε άφησε ζωντανό και δε σε έθαψε στα Τάρταρα όπως τον πατέρα, τη μητέρα σου κι όλους τους συγγενείς σου."
"Σωστά," συμπλήρωσε ο Κράτος. "Εσένα σε βάλαμε σε θέση περίοπτη, να κοιτάς τα πλοία που περνούν και τον ωκεανό που μια οργίζεται και μια γαληνεύει. Έχουν τόσο ωραία θέα οι φίλοι σου στα Τάρταρα ή ο αδελφούλης σου ο Άτλαντας που κρατά τον Ουρανό;"
Τα δυο αδέλφια γέλασαν με την ψυχή τους και τελικά αποχώρησαν μαζί με τον Ήφαιστο, αφήνοντας τον Προμηθέα μόνο του. Από τότε, κάθε μέρα ανελλιπώς τον επισκέπτονταν ο Ερμής και τον διέταζε εκ μέρους του Δία να ζητήσει συγχώρεση, πράγμα που φυσικά δεν έγινε ποτέ. Όταν ο Πατέρας των Θεών και των Ανθρώπων απηύδησε με το πείσμα του, έριξε έναν κεραυνό και εξοργισμένος όπως ήταν, η δύναμη της αστραπής έκοψε τον βράχο του Προμηθέα και τον έστειλε κατευθείαν στα Τάρταρα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η τελευταία φορά που τα φονικά δίδυμα Δείμος και Φόβος συνάντησαν τα εξίσου φονικά δίδυμα Κράτος και Βία ήταν πριν εβδομήντα σχεδόν χρόνια, σε κάποια συμπλοκή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όπου βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, ενώ εργάζονταν για τον ίδιο σκοπό. Τώρα, ξανασυναντήθηκαν, ενώ διέσχιζαν ένα ορεινό μονοπάτι στα βουνά της Ηπείρου.
"Πού πάτε;" Ρώτησαν οι γιοί του Άρη.
"Τον Προμηθέα ψάχνουμε," απάντησε ο Κράτος. "Έχουμε λάβει διαταγή να τον προσέχουμε και μας ξέφυγε. Εσείς πού πάτε;"
"Ο πατέρας μας κάλεσε να ταχθούμε μαζί του στον πόλεμο για τον θρόνο του Δία," απάντησε ο Δείμος. "Εσάς κανένας δε σας κάλεσε;"
"Εμείς ήμασταν σύμβουλοι του Δία," αποκρίθηκε η Βία. "Σε αυτόν πιστέψαμε, για αυτόν πολεμήσαμε στους δυο φοβερότερους πολέμους που υπήρξαν ποτέ και τώρα που πέθανε τιμούμε τη μνήμη του και τος εντολές του. Όλοι αυτοί που θέλουν να τον αντικαταστήσουν μας είναι αδιάφοροι."
"Είστε παιδιά της Στύγας," επισήμανε ο Φόβος. "Ο Ζήλος κι η Νίκη έχουν εξαφανιστεί αιώνες τώρα. Οι Θεοί θα αναζητήσουν σύντομα το ισχυρό σας αίμα. Προσέχετε ποιά Συμμαχία θα διαλέξετε. Σκεφτείτε ποιοί θα είναι οι νικητές."
Κι αφού τελείωσε τον λόγο του ο Φόβος, τα δίδυμα του Τρόμου σηκώθηκαν στον ουρανό κι έφυγαν, γραμμή για τη Σπάρτη, από όπου τους είχαν προσκαλέσει ο πατέρας και η μητέρα τους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η τελευταία φορά που η Αθηνά συνάντησε τον Προμηθέα ήταν κατά λάθος, όταν οι Αθηναίοι εγκαινίαζαν τον περίλαμπρο Παρθενώνα. Η θεά της Σοφίας βρισκόταν εκεί, κρυμμένη στο πλήθος σαν απλή γυναίκα, ενώ θα έπρεπε να βρισκόταν δίπλα στον Περικλή, σε όλη της τη λαμπρότητα και να ευλογεί την αγαπημένη της πόλη φανερά, σκορπίζοντας δύναμη στις ψυχές της. Ο Προμηθέας ήταν κι αυτός εκεί, μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, και καμάρωνε τον ναό της, θαυμάζοντας την αστείρευτη πίστη που ακόμα τους έδειχναν οι Έλληνες. Είχαν κοιταχτεί για μερικά δευτερόλεπτα, αναγνωρίζοντας ο ένας τον άλλον, δεν αντάλλαξαν κουβέντα κι ο Τιτάνας είχε φύγει σχεδόν αμέσως μετά. Και τώρα, μετά από αυτό το τρομακτικό όνειρο που τόσο είχε αναστατώσει την Αθηνά, τον βρήκε μπροστά της, στην αυλή της, να στέκεται στην απλότητα και τη δωρικότητά του σαν αρχαίος φιλόσοφος.
"Γιατί δε με ενημέρωσες για το σχέδιό σου;" Τη ρώτησε ήρεμα, μόλις τον πλησίασε. "Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι ήθελες να γίνεις Βασίλισσα των Θεών."
"Το δικαιούμαι," απάντησε εκείνη επίπεδα. "Άλλωστε, το χρωστώ στη μητέρα μου. Βασιλιά ήθελε να γεννήσει, όχι Θεό. Είμαι το πρώτο παιδί του Δία, που γεννήθηκε πριν καν αυτός ερωτευτεί την Ήρα."
"Έχεις κάνει πολλά," της είπε ο Προμηθέας με το ίδιο ύφος του ονείρου. "Κι ως το τέλος του δρόμου θα κάνεις πολλά περισσότερα. Ο Οιδίποδας το διέπραξε χωρίς να γνωρίζει την αλήθεια. Εσύ που έχεις πλήρη επίγνωση, πώς το έκανες;"
"Το δίκαιο καταρρίπτει η αυτοδικία," του αντιμίλησε η Αθηνά. "Εσύ απέρριψες κάθε διαταγή, κάθε γραπτό νόμο κι εγώ κάθε άγραφο. Έκλεψες τη φωτιά, ξεγέλασες τους Θεούς πάνω από μια φορά κι εγώ ακολουθώ το πεπρωμένο μου."
Ο Προμηθέας κούνησε το κεφάλι, χαμογελώντας αλλόκοτα.
"Με άκουγες όταν σου μιλούσα κάποτε. Ρητορεύεις όπως εγώ. Αν συνεχίσεις, θα με πείσεις για το δίκιο σου. Λοιπόν, τι θα κάνεις τώρα; Τα πουλιά του ουρανού τραγουδούν ότι ο Άρης έχει τις Αμαζόνες κι ο Ποσειδώνας όλους τους θαλασσινούς. Όσο για την Ήρα, νιώθει τον φόβο της ήττας κι αυτό μπορεί να την κάνει απίστευτα επικίνδυνη."
"Θα κατέβω στα Τάρταρα, για να στρατολογήσω την Εκάτη, που θα επαναφέρει τις δυνάμεις μας, από το Έρεβος."
Ο Προμηθέας την κοίταξε εμβρόντητος, αιφνιδιασμένος από την ριψοκίνδυνη, μα καταλυτική της απόφαση.
"Είμαι βέβαιος ότι ήδη ξέρεις πόσο επικίνδυνη είναι η απόφασή σου. Δε θα επιχειρήσω να στην αλλάξω."
"Έμεινες εκεί κάτω για αρκετό καιρό. Δεν έχω κατέβει ποτέ πριν. Πώς είναι;"
"Οι θρύλοι λένε ότι επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι. Η αλήθεια δεν είναι τόσο απλή. Μόλις ο Ουρανός πέταξε τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες, ξεκίνησαν να παίρνουν ζωή τα σκοτάδια τους. Οι υπηρέτες του Τάρταρου είναι μισοί άνθρωποι και μισοί φίδια, με μάτια κόκκινα, δαιμονικά, που έχουν μόνο αυτόν για Αφέντη και χρησίμευαν για να βασανίζουν τους τιμωρημένους. Μετά την Τιτανομαχία, βοηθούν τους Εκατόγχειρες στη φύλαξη των Τιτάνων, που είναι αμπαρωμένοι στα φοβερότερα μπουντρούμια, που τρελαίνουν και δηλητηριάζουν τις ψυχές. Δε μένουν όμως μόνο οι Τιτάνες εκεί κάτω. Όσα τέρατα σκότωναν οι ήρωες, φυλακίζονται εκεί κάτω κι όσα σκοτώσατε εσείς έπαθαν το ίδιο. Μαζί τους κι οι πιο μισητοί των Θεών· ο Τάνταλος, ο Λάιος, ο Λυκάονας, ο Ιξίονας κι όλοι όσοι προκάλεσαν θεϊκή νέμεση και άτη."
Η Αθηνά τον άκουσε προσεκτικά και στο τέλος απλώς ένευσε, κρύβοντας τα αισθήματα τρόμου που την πλημμύριζαν.
"Δικαίως αναζητάς την Εκάτη, γιατί είναι από τους λίγους που δεν έχασαν τη δύναμή τους στο πέρασμα των αιώνων," συνέχισε ο Προμηθέας. "Όμως, πρέπει να αναζητήσεις ακόμα τους έντεκα πολεμιστές που θα σφραγίσουν τη νίκη, τους Καταλύτες. Είναι μια αρχαία προφητεία, που είχε η Σίβυλλα, σταλμένη από εμένα." Της έδωσε μια περγαμηνή που κράτησε σφιχτά στο χέρι της. "Ορισμένους έχεις βρει ήδη, ορισμένους τους έχεις ήδη χάσει. Προσπάθησε να συγκεντρώσεις τους περισσότερους."
Εκείνη τη στιγμή, ένας κεραυνός έπεσε στον ορίζοντα, χρωματίζοντας το σκούρο μπλε του ουρανού με φως.
"Πάντοτε αναρωτιόμουν πόσο εύκολο θα ήταν να ελευθερωθεί η οικογένεια μου από τα Τάρταρα," μονολογούσε πλέον ο γιος του Ιαπετού. "Αν ο Δίας με μια και μόνο διαταγή με ανέβασε από το μπουντρούμι πίσω στον Καύκασο, πόσο εύκολο θα ήταν να γκρεμιστεί το μπουντρούμι τους και να γυρίσουν στη γη;"
"Δεν είναι τόσο απλό," διαφώνησε η Αθηνά. "Οι φυλακές τους είναι σκαλισμένες με πανίσχυρα ξόρκια, που για να σπάσουν χρειάζονται απίστευτη δύναμη και κυρίως γνώση. Πολλοί προσπάθησαν να τους ελευθερώσουν κατά καιρούς κι όλοι απέτυχαν."
"Καλύτερα έτσι," κατέληξε ο Προμηθέας αναστενάζοντας. "Δεν ήταν παρά τύραννοι κι ο Κρόνος ήταν φονιάς. Οι Θεοί τουλάχιστον είναι πιο συμπονετικοί μεταξύ τους."
Η Αθηνά γέλασε ειρωνικά. Έμειναν οι δυο τους για κάμποση ώρα και παρατηρούσαν τα αστέρια, επικοινωνώντας σιωπηλά, όπως μόνο εκείνοι γνώριζαν. Κάποια στιγμή, ο Προμηθέας την κοίταξε περήφανα, υποκλίθηκε κι έφυγε, ενώ έδειχνε τους κροτάφους του, υπονοώντας ότι θα είχαν πάντοτε νοητική επικοινωνία.
Καθώς η Αθηνά επέστρεφε στο δωμάτιό της, βρήκε την πόρτα του Οδυσσέα ορθάνοιχτη και τον ίδιο καθιστό στο κρεβάτι του. Στο διπλανό κρεβάτι, ο Διομήδης κοιμόταν του καλού καιρού. Του ένευσε να την ακολουθήσει στο δικό της δωμάτιο.
"Δεν τα πήγα κι άσχημα, σωστά;" Ξεκίνησε ο γιος του Λαέρτη, αμέσως μόλις η πόρτα πίσω του έκλεισε. "Σου τον έφερα τον Διομήδη. Γλίτωσα προς το παρόν την επιστροφή στον Κάτω Κόσμο."
"Αν με ειρωνεύεσαι για να νιώσω τύψεις, δεν πετυχαίνεις τίποτα," αντιμίλησε ακλόνητη η Αθηνά. "Είχαμε μια συμφωνία που τηρήθηκε κι έληξε αισίως. Δε θέλω όμως να μιλήσουμε για αυτό."
"Είναι καθαρή τρέλα να κατέβεις εκεί κάτω."
"Δε μου αλλάζεις γνώμη πια."
"Άφησε εμένα να πάω στη θέση σου. Θαρρείς δε θα είμαι ικανός να πείσω την Εκάτη να μας ακολουθήσει; Κι αν θέλει ο Τάρταρος να με κρατήσει εκεί κάτω ας το κάνει. Καλύτερα εγώ παρά εσύ."
Αυτή η έκρηξη αλτρουισμού και πρωτόγνωρου συναισθηματισμού του Οδυσσέα αιφνιδίασε τη Θεά, που τον κοιτούσε έκπληκτη κι άφωνη, αναζητώντας κάποιο είδος υποκρισίας στο βλέμμα του. Δεν το βρήκε.
"Η Εκάτη ήταν δασκάλα μου. Θα δεχτεί να με ακολουθήσει σίγουρα. Όσο για τον Τάρταρο, μόνο Θεοί μπορούν να τον παραβγούν κι εσύ δεν είσαι Θεός," προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη μουδιασμένα.
"Αν εξαφανιστείς εσύ, όλα χάνουν το νόημά τους."
"Τίποτα δε χάνεται. Θα συνεχίσετε τον αγώνα, αλλά αυτή τη φορά υποψήφιος Βασιλιάς θα είναι ο Ηρακλής."
"Όσο κι αν τον θαυμάζω, δε δέχτηκα να πολεμήσω για εκείνον."
"Θα το κάνεις. Στη μνήμη μου."
"Οδεύεις στον θάνατό σου."
"Αν μείνω εδώ και η Εκάτη στα Τάρταρα, τότε όλοι θα οδεύουμε εκεί."
"Γιατί αυτοτιμωρείσαι τόσο σκληρά; Από τι αποζητάς σωτηρία και κάθαρση; Δεν ευχόσουν ποτέ να πεθάνεις κι ούτε είσαι τόσο ανόητη για να αρνείσαι να πάει κάποιος άλλος στη θέση σου."
Αυτό φοβόταν η Αθηνά. Το ότι θα τον έβαζε σε σκέψεις κι ίσως υποπτευόταν.
"Σε παρακαλώ, πρόσεχέ τους όλους. Κι αν δε γυρίσω, στάσου σαν αδελφός στον Ηρακλή. Θα σε χρειαστεί χίλιες φορές περισσότερο από όσο εγώ."
Και τότε, η Αθηνά εξαφανίστηκε από μπροστά του και τηλεμεταφέρθηκε στην ταράτσα του σπιτιού, όπου πλήρως αποδυναμωμένη κι εξουθενωμένη έκανε κάτι που για χρόνια δεν είχε καν σκεφτεί· έκλαψε πικρά και γοερά, σαν κοριτσάκι, σαν αδικημένη χήρα, σαν ανήμπορη γερόντισσα. Έκλαψε πολύ, γιατί βαθιά μέσα της γνώριζε πως όλοι οι φόβοι δεν ήταν άτοποι κι ότι το ταξίδι προς τα σκοτεινά Τάρταρα έμοιαζε ταξίδι χωρίς επιστροφή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μόλις ο Απόλλων προφήτεψε τη γέννηση του Ιησού Χριστού, εννιακόσια περίπου χρόνια πριν τη γέννησή του, οι Θεοί πανικοβλήθηκαν, τρέμοντας ότι η πίστη στον Θεό που πρέσβευε ο Υιός θα εξαφάνιζε τους πιστούς τους, αποδυναμώνοντας τους ολοκληρωτικά. Μόνο η Αθηνά παρέμεινε ακλόνητη από την προφητεία και πρότεινε να συμμαχήσουν με τον Θεό, επιτρέποντας συνεργασία μεταξύ των παντοδύναμων οντοτήτων τους και αιώνια αλληλοβοήθεια. Ο Θεός είχε δεχτεί, μόνο όμως αν εκείνοι απομακρύνονταν από τον κόσμο των θνητών και τους προστάτευαν μόνο αφανείς, από τον Όλυμπο και μαζί με αυτούς έπρεπε να χάνονταν όλα όσα συνδέονταν με αυτούς. Βεβαίως, δεν εννοούσε τους ναούς τους, μα τα μυθικά πλάσματα· τους Κένταυρους, τους Κύκλωπες, τις γοργόνες κι όλα τα τέρατα που επέτρεπαν να φωλιάζουν στη γη.
Η τελευταία μεγαλειώδης πράξη των Θεών, όταν ακόμα βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμης τους, ήταν να εξαλείψουν τα ίχνη τους. Κατέστρεψαν τα γραπτά κείμενα για εκείνους, περνώντας τους στη διάσταση του μύθου· έκρυψαν τους Κένταυρους, τους Κύκλωπες, οι Γρύπες, οι Δράκοντες κι όλα τα πλάσματα που ήταν φιλικά μαζί τους στις ρίζες του Ωκεανού, όπου βρίσκονταν τα παλάτια των Εκατογχείρων και πλέον και τα δικά τους. Όσο για τα τέρατα, όλα αυτά τα σπέρματα του Τυφώνα και της Έχιδνας, που ακόμα επιβίωναν και ταλαιπωρούσαν τους ανθρώπους, οι Θεοί ανέλαβαν να τα σκοτώσουν και να τα πετάξουν στα πιο σκοτεινά δώματα των Ταρτάρων.
Η Αθηνά και η Άρτεμις σκότωσαν μέσα σε ένα μερόνυχτο τη Σκύλα και τη Χάρυβδη. Ο Απόλλωνας αποτελείωσε όσες Στυμφαλίδες Όρνιθες είχαν απομείνει ζωντανές από τον Ηρακλή και τους Αργοναύτες. Η Ήρα σκότωσε τις Γοργόνες, που ήταν όμοιες με τη Μέδουσα στην όψη, χωρίς όμως να πετρώνουν όσους κοίταζαν ή να είναι θνητές. Ο Άρης κι ο Ερμής εξουδετέρωσαν τις Σειρήνες, σωπαίνοντας τες για πάντα. Ο Ποσειδώνας, η Αμφιτρίτη και η Δήμητρα σκότωσαν τις Άρπυες. Ο Διόνυσος κι ο Ήφαιστος σκότωσαν την τεράστια χελώνα της Κακιάς Σκάλας. Ο Ποσειδώνας διέταξε όλα τα θαλάσσια κήτη που όριζε να κολυμπούν στα τρίσβαθα του Ωκεανού κι όλα όσα δεν όριζε τα φόνευσε, με τη βοήθεια του Ηρακλή, του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας. Έτσι, χάθηκαν σχεδόν αμέσως όλα τα ίχνη των Θεών πάνω στη γη κι οι ίδιοι αποτραβήχτηκαν στα παλάτια τους, κατεβαίνοντας στον κόσμο των ανθρώπων μόνο με ανθρώπινη μορφή και χωρίς να εκθέτουν άμεσα τις δυνάμεις τους. Ήλπιζαν μονάχα να επιβιώσουν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μόλις ο Ποσειδώνας κι η Αμφιτρίτη κατέφθασαν στο Σούνιο μαζί με τη Νέμεση, τον Βελλερεφόντη και τον Πήγασο, περίμεναν να τους υποδεχθούν μα χαρά και ενθουσιασμό. Ωστόσο, τίποτα τέτοιο δε συνέβη. Στο σπίτι επικρατούσε σιγή νεκρική, ούτε ένας ήχος δεν ακουγόταν, αν και όλα ήταν τακτοποιημένα.
"Απόλλωνα!" Ούρλιαξε ο Ποσειδώνας κι αμέσως ο Θεός της Μουσικής ξεπετάχτηκε από τις σκάλες, με μια χλωμή, σκοτεινή και θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπό του.
"Καλωσήρθες, Βασιλιά μου, όμως λυπούμαι που δεν μπορώ να δείξω περισσότερη χαρά για τον δικό σου ερχομό ή των νέων μας συμμάχων." Κοιτώντας τη Νέμεση, ο Θεός του Φωτός θυμήθηκε αρχαίες εποχές, δόξας και δύναμης, ενώ κοιτώντας τον Βελλερεφόντη ένιωσε ένα απέραντο κενό· μόνο ακουστά γνώριζε αυτόν τον παλιό ήρωα. Ήταν βέβαιος ότι κάπου έξω θα βρισκόταν ο Πήγασος και για αυτό χαιρόταν ιδιαιτέρως, παρόλο που η χαρά αυτή δεν μπορούσε να καλύψει την απογοήτευση που αισθανόταν για τον ίδιο του τον εαυτό.
"Πού είναι ο υπόλοιποι;" Απόρησε η Αμφιτρίτη, εξωτερικεύονται το ερώτημα όλων.
"Καθήστε κάτω και θα σας πω," πήρε τα μέτρα του ο Απόλλωνας, προσπαθώντας να τους γλιτώσει από τα χειρότερα. Αφού κάθησαν όλοι, ξεκίνησε τον προσχεδιασμένο και χιλιομελετημένο λόγο του. "Χθες το βράδυ, ένα μέλος της Συμμαχίας της Γης εισέβαλε στο σπίτι και απήγαγε έναν από μας."
"Ποιός καταραμένος βεβήλωσε το σπίτι μου;" Γρύλισε ο Ποσειδώνας.
"Αν πείραξαν τον γιο μου, δε θα ζήσουν ως την επόμενη αυγή," δήλωσε οργισμένη η Αμφιτρίτη.
"Ο Τρίτωνας είναι μια χαρά," τη διαβεβαίωσε ο γιος της Λητούς. "Σε αντίθεση με τον Θησέα."
"Απήγαγαν τον γιο μου;" Εξαγριώθηκε ο Ποσειδώνας.
"Μακάρι να ήταν τόσο απλό," τον έκοψε θαρραλέα ο Θεός της Μαντικής. "Αυτή η ασύστολη ελαφρόμυαλη η Αφροδίτη μάγεψε την Αριάδνη και την έκανε να αγαπήσει ξανά τον Διόνυσο. Την πήρε κι έφυγαν χθες, στη μαύρη νύχτα μέσα. Δεν κατάφερα να τη σταματήσω. Ο Θησέας είναι συντετριμμένος, απαρηγόρητος. Το ηθικό του διαλύθηκε. Μου θυμίζει εμένα, όταν είχα χάσει τη Δάφνη."
Ο Ποσειδώνας τον θωρούσε με μια μείξη συναισθημάτων στο πρόσωπό του. Ήταν έκπληκτος, θλιμμένος, θυμωμένος και διψασμένος για εκδίκηση. Η Αμφιτρίτη δίπλα του παρέμενε παγωμένη.
"Θα πληρώσει για αυτή του την προσβολή κι ο Άρης κι αυτή η σκύλα!" Βροντοφώναξε ο Θεός της Θάλασσας. "Έκλεψαν τη γυναίκα του γιου μου χωρίς καμία αιτία, προσβάλλοντας τον Θησέα κι εμένα! Θα τους διδάξω τι συνέπειες έχει αυτή η προσβολή!" Έπειτα, στράφηκε στη Νέμεση. "Είσαι η θεά της Εκδίκησης. Σε χρειάζομαι κοντά μου, για να σχεδιάσουμε πώς θα πάρουμε την Αριάδνη και το αίμα μας πίσω."
"Θα σε βοηθήσω όσο καλύτερα μπορώ," τον βεβαίωσε η Νέμεσις. "Μου έχουν λείψει οι εκδικητικές μανίες των Θεών."
"Κάνε ό,τι θέλεις. Εγώ δε θα ανακατευτώ. Και θα ζητήσω κι από τον Τρίτωνα να πράξει το ίδιο," μίλησε επιτέλους η ανησυχητικά σιωπηλή Αμφιτρίτη.
"Δε νομίζεις ότι ο Τρίτωνας είναι αρκετά μεγάλος για να αποφασίσει μόνος του;" Την ειρωνεύτηκε ο Ποσειδώνας.
"Μην εμπλέκετε τα παιδιά σας στις προσωπικές σας διάφορες!" Ήρθε η επίπληξη του Απόλλωνα. "Τσακωθείτε μεταξύ σας όσο θέλετε κι αφήστε αυτά ως κυρίους των εαυτών τους! Αν δε θέλεις να βοηθήσεις στην εκδίκησή μας, Αμφιτρίτη, μη μας ενοχλείς άλλο και κλειδώσου κάπου, για να θυμώσεις με την ησυχία σου!"
Η Αμφιτρίτη αποσύρθηκε από το δωμάτιο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θαύμαζαν την πρωτόγνωρη και δυναμική αποφασιστικότητα του Θεού της Μουσικής, που έμοιαζε να αναλαμβάνει ηγετική θέση, όταν ο Ποσειδώνας πιεζόταν από πολλά μέτωπα. Δε γνώριζαν βεβαίως ότι αυτή η συμπεριφορά ήταν ο δικός του τρόπος να αντιμετωπίσει τους δικούς του προσωπικούς δαίμονες και τις ατέρμονες τύψεις που του στοίχειωναν τον ύπνο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Αθηνά, όπως ακριβώς είχε δεσμευτεί, με το πρώτο φως της ημέρας, ετοιμάστηκε για την κατάβαση στα Τάρταρα. Ετοίμασε τη Γλαύκη και τα πιστά της φίδια στον σάκκο που έδεσε στην πλάτη της και αμέσως ζώστηκε την πανοπλία που δεν είχε καν αγγίξει εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Ένα από το πιο όμορφα και λεπτοδουλεμένα έργα του Ηφαίστου· ένας θώρακας που απεικόνιζε όλους τους μεγάλους Ήρωες και τα κατορθώματά τους, μια περικεφαλαία που στην κορυφή της εικονιζόταν ανάγλυφο ένα τετρακέφαλο φίδι, περιβραχιόνια με σκηνές από τη Γιγαντομαχία, περικνημίδες με τις Μούσες, η ασπίδα με το κεφάλι της Μέδουσας, το σπαθί της με το γαλανό διαμάντι στη λαβή και το αλάθητο, ολόχρυσο της δόρυ. Αθηνά πάνοπλη, Παλλάδα, που κάποτε μόνο και μόνο με την παρουσία της σκορπούσε δέος και φόβο.
Αποχαιρέτησε στωικά τον Ερμή, την Αρτέμιδα, τον Ήφαιστο, την Αταλάντη και τον Σίσυφο, που είχαν ξυπνήσει αχάραγα για αυτόν τον σκοπό και έφυγαν μαζί με τη Μήδεια για μια έρημη πλευρά του νησιού, όπου μέχρι και τα ζώα απέφευγαν να πηγαίνουν. Εκεί βρισκόταν μια από τις ελάχιστες στον κόσμο άμεσες εισόδους για τα Τάρταρα.
Η Μήδεια έσκαψε μια τρύπα βάθους τριών μέτρων, την έρανε με κρασί, μέλι και μερικές σταγόνες από το αίμα της κα έψαλε τους ύμνους στην Αρχαία Γλώσσα, που τους είχε μάθει η ίδια η Εκάτη. Ακολούθησε ένας σύντομος σεισμός κι αμέσως η κόρη του Αιήτη στράφηκε στην Αθηνά.
"Μπες στην τρύπα και ακολούθησε το μονοπάτι. Κατά πάσα πιθανότητα θα βγεις στο παλάτι του Ταρτάρου ή πολύ κοντά σε αυτό."
"Σε ευχαριστώ πολύ."
"Γύρνα πίσω θριαμβεύτρια, όπως πάντα."
Η Αθηνά γέλασε ειρωνικά και χωρίς να πει τίποτα άλλο, κατέβηκε στην τρύπα κι αμέσως είδε το μονοπάτι που ορθώνονταν μπροστά της.
Επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Η Αθηνά περίμενε τα μάτια της να συνηθίσουν και τότε προχώρησε με ελάχιστη όραση. Πέραν του ερέβους δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα άλλο, παρά τους μαύρους τοίχους γύρω της, που ήταν γεμάτοι σκόνη και θειάφι. Αγνοώντας τη δυσωδία, συνέχισε αποφασιστικά και τελικά βρέθηκε μπροστά σε μια κλειστή θύρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, την έσπρωξε δυνατά και την άνοιξε, αποκαλύπτοντας ένα τεράστιο δωμάτιο, που θύμιζε θεϊκό ναό και φωτίζονταν από πολλές φωτιές, που είχαν αναφτεί σε όλη του την έκταση. Κάπου στο βάθος, μετά από σειρές αποκρουστικών αγαλμάτων, βρισκόταν επιβλητικός ένας ακάνθινος θρόνος. Εκεί καθόταν ένας κατάλευκος σαν το πανί άνδρας, τουλάχιστον τρία μέτρα ψηλός, με μάτια και μαλλιά κορακίσια, που στόλιζε ένα ασημένιο στέμμα με μαιάνδρους και δράκοντες.
"Χαίρε Τάρταρε," τον χαιρέτησε στα Αρχαία Ελληνικά η Αθηνά, ακλόνητη από την ανατριχιαστική ατμόσφαιρα γύρω της που πλέον βρωμούσε θειάφι και αίμα.
"Ποιά είσαι εσύ;" Τη ρώτησε ο Άρχοντας των Ταρτάρων, με μια φωνή βαθιά, διαπεραστική, που θα γέμιζε τρόμο τους λιπόψυχους.
"Είμαι η Θεά Αθηνά, η κόρη του Δία και της Ωκεανίδας Μήτιδας," απάντησε περήφανα κι αγέρωχα.
"Τι θέλεις σε αυτό το μέρος που η οικογένεια σου θεωρεί το πυρ το εξώτερον;"
"Θέλω να πάρω μαζί μου την Εκάτη, στον Άνω Κόσμο."
"Αν μου αρέσει το αντάλλαγμα που θα μου παρουσιάσεις, θα την αφήσω να σε ακολουθήσει."
Η Αθηνά περίμενε αυτά του τα λόγια. Αμέσως, άνοιξε τον σάκκο της κι άφησε τα φίδια και την ιερή της κουκουβάγια να ξεπεταχτούν.
"Είναι τα ιερά μου ζώα," του είπε. "Αθάνατα, πανίσχυρα και σοφά. Δε θα βρεις καλύτερους συμβούλους και φίλους."
"Χάρη σε εσάς τους Θεούς, τα Τάρταρα γέμισαν αθάνατα τέρατα, πολύ δυνατότερα και διασκεδαστικά από αυτά που μου δείχνεις. Δεν τα θέλω."
Αυτή ήταν η πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης. Η Θεά της Σοφίας είχε σχεδιάσει τρεις.
"Θα σου προσφέρω την προστασία του ορυκτού πλούτου της γης, μόλις γίνω Βασίλισσα των Θεών, που δε θα αργήσει, αν έχω δίπλα μου την Εκάτη."
Αυτή η ιδέα έδειξε να ενδιαφέρει τον σκοτεινό αθάνατο, ωστόσο όχι αρκετά για να συμφωνήσουν.
"Είναι πολύτιμος ο υπόγειος πλούτος, όχι όμως τόσο όσο οι Τιτάνες που κρατώ τώρα."
Τότε, η Αθηνά πέρασε στην αναπόφευκτη τριτη φάση, που εύχονταν να μη χρειαζόταν, γιατί θα σήμαινε το τέλος της.
"Άφησε την Εκάτη να ανεβεί στον Άνω Κόσμο, λοιπόν, και κράτησε εμένα στη θέση της."
Αυτή η πρόταση ξάφνιασε τον Τάρταρο, που σε καμία περίπτωση δεν την περίμενε. Έμεινε για λίγο να την κοιτάζει, ενώ στο μυαλό του αναλογίζονταν χίλια δυο πράγματα.
"Είναι διαφορετικό να υπάρχει στα Τάρταρα το πρώτο παιδί του Δία έναντι της θεάς του φεγγαρόφοτου και της σκοτεινής μαγείας. Πράγματι, ποτέ άλλοτε δεν είχα τέτοια πρόταση."
Η Αθηνά τον άκουγε ήρεμη και στητή, κρύβοντας την αγωνία της. Σκεφτόταν ταυτόχρονα τι θα του έδινε αν αρνούνταν κι αυτή της την πρόταση.
"Ας είναι," κατέληξε ο Άρχοντας των Ταρτάρων. "Είμαστε σύμφωνοι."
Αμέσως, με μια κίνηση του χεριού του, εμφανίστηκε η επιβλητική Εκάτη, που αναθάρρησε μόλις είδε την παλιά της μαθήτρια.
"Ανέβα πίσω στους ανθρώπους, Εκάτη. Η Αθηνά προσφέρθηκε να καλύψει την απουσία σου."
Η σκοτεινή θεά κοίταξε έκπληκτη την κόρη του Δία και αμέσως κατάλαβε τι έπρεπε να πάει.
"Στην Κέρκυρα βρισκόμαστε," της είπε η εκείνη. "Θα σε βρει η Μήδεια ή η Άρτεμις. Βοήθησε το αδέλφια μου να επανέλθουν στην παλιά τους αίγλη και ενίσχυσε τους αναστημένους Ήρωες."
"Όπως επιθυμείς θα γίνουν όλα, Βασίλισσά μου," τη βεβαίωσε η Εκάτη κι εξαφανίστηκε από μπροστά τους, αφήνοντας ξανά τη Θεά μόνη με τον Τάρταρο.
"Για να ενσωματωθείς στους κρατούμενους, πρέπει να διαχωρίσω το σώμα από την ψυχή σου," δήλωσε εκείνος και την οδήγησε στα ενδότερα του παλατιού του, σε έναν διάδρομο με τεράστιες θύρες.
"Μπες εδώ," της έδειξε μια πράσινη θύρα. "Αν βγεις σώα, κάλεσε με. Αν όχι, είσαι πια μόνιμη κάτοικος των Ταρτάρων."
Η Αθηνά ατρόμητη φαινομενικά πέρασε την πράσινη θύρα και βρέθηκε σε ένα δωμάτιο κατασκότεινο και διέκρινε μια πράσινη ομίχλη να πλανιέται, με τη μυρωδιά του θειαφιού και του αίματος να παραμένει, σε συνδυασμό με μούχλα και σήψη.
Πήρε στα χέρια το δόρυ της και έσφιξε την ασπίδα της. Προτού προλάβει όμως καν να αντιδράσει, εμφανίστηκε μπροστά της ο Λέοντας, γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, που κάποτε ο Ηρακλής είχε σκοτώσει στη Νεμέα και φορούσε ως λεοντή. Αμέσως κατάλαβε ότι τα όπλα θα ήταν άχρηστα και τα πέταξε, ετοιμάζοντας να πολεμήσει το κτήνος με γυμνά χέρια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Αθηνά παγιδεύτηκε στα Τάρταρα, ο Ποσειδώνας αγριεύει, η Ήρα κάτι μαγειρεύει κι ο Άρης πέρα βρέχει.
Δε θα σας πω τι θα δούμε στο επόμενο κεφαλαιο, μια που περιμένω τις προβλέψεις σας και φυσικά τα σχόλια σας για αυτό!
Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top