Θρύλοι Ζουν Αιώνια

Τι είναι θρύλος;

Ο θάνατος ενός ήρωα είναι κι ο θάνατος του θρύλου; Θα ήταν ορθό να θεωρηθεί θρύλος ένας ήρωας; Όσο τραγικό κι ανάρμοστο κι αν ήταν το τέλος ενός ήρωα, μπορεί να παραμείνει θρύλος ή να χαθεί στη μνήμη λίγων περιπλανώμενων βάρδων, ραψωδών και αιοδών; Τι χρειαζεται να πράξει κανείς για να γίνει στίχος στα χείλη των Μουσών και τραγούδι στη λύρα του Φοίβου; Πώς θα τον θρηνήσουν οι Θεοί; Πώς θα τον υμνούν οι άνθρωποι και θα συνθέτουν για χάρη του παιάνες; Πώς ο Άδης θα τον καλοδεχτεί, πώς θα του δώσει μια θέση στο τραπέζι του; Πώς θα μείνει για πάντα αξέχαστος, σαν μια αρχαία ιστορία, υπερήφανη και λαμπρή, ένδοξη και μεγαλειώδης; Πώς οι τρεις αδέκαστοι Κριτές θα τον στείλουν στα Ηλύσια Πεδία;

Ο Περσέας σκότωσε τη Μέδουσα και ταξίδεψε τον μισό κόσμο για να το κατορθώσει, περνώντας αναρίθμητες δοκιμασίες στον πηγαιμό και στον γυρισμό. Ο Ηρακλής έπραξε άθλους δώδεκα κι άλλους τόσους για όλους όσους είχαν την ευτυχία να τον γνωρίσουν. Ευεργέτησε τους πάντες κι έφτασε ως τη θεοποίηση.

Ο Βελλερεφόντης φόνευσε τη μεγαλύτερη απειλή του κόσμου· τη Χίμαιρα, κι απέδειξε τον ηρωισμό του νικώντας στρατούς ολόκληρους μοναχός του. Αδικήθηκε πολύ, μα ξεπλήρωσε τον ευτελισμό με κατορθώματα που όμοιά τους ως τότε δεν υπήρχαν.

Ο Θησέας έπραξε έξι άθλους στον δρόμο για το σπίτι του κι ο έβδομος τον εξύψωσε, αφού ελευθέρωσε μια ολόκληρη πόλη από έναν φόρο αίματος και άλλη μια πόλη από την κατάρα ενός Θεού. Ως ήρωας δοξάστηκε, Άναξ και στρατηλάτης, ενώ χάριν σε εκείνον η Αθήνα αναπτύχθηκε κι άνθισε.

Ο Ιάσων έγραψε έναν θρύλο με την Εκστρατεία της Αργούς του. Ένωσε όλους τους ήρωες των καιρών του κι από τη λάμψη τους έχτισε τη δική του, ενώ κατόρθωσε ως αρχηγός να τους κρατήσει ενωμένους και ισχυρούς.

Ο Αχιλλέας αποτέλεσε τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο πολεμιστή των Ελλήνων στον Τρωικό Πόλεμο. Εξαιτίας του κατακτήθηκαν και λεηλατήθηκαν σχεδόν όλες οι γειτονικές της Τροίας μεγαλοπόλεις, ενώ ο Έκτορας, η μεγαλύτερη απειλή, εξαλείφθηκε. Ακόμα και μετά τον θάνατο του, ο γιος του, ο Νεοπτόλεμος, συνέχισε να τον δοξάζει και να προσφέρει νίκες και θριάμβους στο όνομα του.

Ο Αίας ο Τελαμώνιος ήταν ο πιο καθαρός στη συνείδηση, στο πνεύμα και στην ψυχή ανάμεσα στους Αχαιούς Άνακτες. Προικισμένος σωματικά από τον Ηρακλή και ηθικά από τους γονείς του, στάθηκε βράχος εντιμότητας, ανδρείας και ηρωισμού, σε στιγμές που ακόμα κι οι επιφανέστεροι δείλιαζαν και δίσταζαν. Αφοσιωμένος στο καθήκον και πιστός μονάχα στην Τιμή, για την οποία τελικά και πέθανε.

Ο Αγαμέμνων, ο Αρχιστράτηγος των Ελλήνων στον Τρωικό Πόλεμο, δεν έλαβε άδικα αυτόν τον τίτλο. Όχι μόνο διέθετε τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη, αλλά και την πλείστη πολεμική πείρα μετά τον γέροντα Νέστορα.

Ο Διομήδης πριν ταξιδέψει στην Τροία, ηγήθηκε της εκστρατείας των Επιγόνων και κατέκτησε τη Θήβα σε μια ηλικία που συνομήλικοι του δε γνώριζαν καν την τέχνη του πολέμου. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας σημείωσε αξιοθαύμαστους άθλους, ενώ κατόρθωσε να τραυματίσει ακόμα και αθάνατους Θεούς. Μετά την άλωση της Τροίας, δοξάστηκε μέσα από την εκστρατεία του στη Μεγάλη Ελλάδα και ορισμένες πόλεις της τον λάτρευαν ως Θεό.

Ο Οδυσσέας αποτέλεσε το μυστικό όπλο, τον αφανή ήρωα των Ελλήνων στον Τρωικό Πόλεμο, βγάζοντας τους από δύσκολες θέσεις αμέτρητες φορές, λύνοντας σοβαρά προβλήματα, με αυτοθυσία, ανιδιοτέλεια και σχεδόν θεϊκή τόλμη. Το αποκορύφωμα όλων· η έμπνευση και η αξιοποίηση του Δούρειου Ίππου, που σφράγισαν τον θρίαμβο των Ελλήνων και τη λήξη του Πολέμου.

Αυτοί ήταν ήρωες και πέθαναν. Όσο κι αν θα το επιθυμούσαν, όσες νίκες κι αν είχαν σημειώσει στη ζωή, δε νίκησαν τον ανίκητο Θάνατο. Χάθηκαν από τη γη, όμως δεν πέθαναν ποτέ. Κι αυτό γιατί οι μνήμες τους έζησαν, ζουν και θα ζουν ακόμη στους αιώνες των αιώνων. Τα κατορθώματα τους έγιναν τραγούδια, έπη, ποιήματα, μυθιστορήματα, βιβλία, ακόμα και κόμικ. Όσο οι ζωές τους υμνούνται, μνημονεύονται και διαχέονται από γενιά σε γενιά, εκείνοι θα αναπνέουν, θα περπατούν και θα συζούν μαζί μας...

Αυτοί είναι οι θρύλοι, οι αθάνατοι ανθρώποι ως αναμνήσεις στα πνεύματα και στους νόες των απογόνων...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αμφιτρίτη ξαγρύπνησε πάνω από τον Ποσειδώνα, που παρέμενε σταθερά κι αμετάβλητα αναίσθητος. Ο Ήλιος είχε προ πολλού δύσει, όταν έφτασαν στη βίλα του Σουνίου οι καταρρακωμένοι σύμμαχοι, με έναν Θησέα αιμορροούντα, έναν Ποσειδώνα κάτωχρο και μισοπεθαμένο κι όλους τους υπόλοιπους με κάθε λογής πληγές, μώλωπες και εγκαύματα. Εκείνη, η μόνη που είχε μείνει πίσω και δε συμμετείχε στη μάχη, είχε τρέξει μαζί με τους πιο ελαφρά πληγωμένους να φροντίσουν τους υπόλοιπους, με τον Απόλλωνα να επιστρατεύει όλη του την ιατρική και θεραπευτική του τέχνη. Εκείνο το βράδυ, μετά από αρκετές ώρες δεσιμάτων πληγών, δοσολογίας φαρμάκων, μαραθώνιων πρώτων βοηθειών κι όχι μόνο, ο Απόλλων έπεσε σε λήθαργο από την εξάντληση της ημέρας, όπως και όλοι οι άλλοι εκτός από την Αμφιτρίτη. Εκείνη προτίμησε να ξενυχτήσει στο προσκεφάλι του Ποσειδώνα, αναζητώντας κάποιο σημάδι ζωής στη νεκρική του όψη. Ο Απόλλων είχε αναφέρει ότι η πληγή στο νεφρό του ήταν πάρα πολύ βαθιά, ενώ η κοιλιά και το στήθος του αιμορραγούσαν διαρκώς. Έχανε αδιανόητα πολύ αίμα· το στέρνο του ανεβοκατέβαινε αδύναμα κι η ανάσα ξεψυχισμένα έβγαινε από τα ρουθούνια του. Αρκετές φορές τη νύχτα είχε επέλθει σε σπασμούς, σε σημείο που ακόμα και η μύτη του μάτωσε.

Λυπόταν η Αμφιτρίτη να γίνεται μάρτυρας αυτής του της αδυναμίας, του ξεπεσμού, της κατάντιας. Ο παντοδύναμος θεός, ο Κοσμοσείστης, που συνέτριψε τους Τιτάνες με την τρίαινά του και τους Γίγαντες, φαινόταν μια μακριά ανάμνηση της θέας μπροστά της. Πάλευε να βρει ένα σημάδι του δευτερότοκου γιου της Ρέας και του Κρόνου, του άρχοντα των Θαλασσών, που όταν θύμωνε ανταρίαζαν οι ωκεανοί και καταιγίδες ξυπνούσαν και στα πιο ήρεμα νερά, που τον έτρεμαν όλοι οι ναυτικοί και προσεύχονταν σε αυτόν οι θαλασσόλυκοι. Αγωνιζόταν να ανακαλύψει πού είχε εξαφανιστεί ο σχεδόν θρυλικός εαυτός του, πόσο βαθιά μέσα του είχε θαφτεί ο αρχέγονος θεός. Μέσα σε αυτές τις προβληματισμένες σκέψεις και στην ανησυχία τη βρήκε το ξημέρωμα, ακίνητη δίπλα στον άνδρα της, με τα γαλανά της μάτια καρφωμένα πάνω του.

Χωρίς καν να το καταλάβει, ύψωσε τα μάτια στο ανοιχτό παράθυρο, όπου φαινόταν το Αιγαίο πέλαγος και αφουγκρασμένη στον ήχο της θάλασσας, ξεκίνησε να τραγουδά έναν πανάρχαιο ύμνο σε επανάληψη για τον άνδρα που τώρα κείτονταν μπροστά της αβοήθητος κι αποδυναμωμένος.

Για τον Ποσειδώνα, τον μέγιστο Θεό, τώρα θα τραγουδήσω.

Χαίρε Ποσειδώνα,  χαίρε Θαλασσοκράτωρ!

Χαίρε, Ποσειδώνα, χαίρε Κοσμοσείστη!

Χαίρε! Χαίρε, μέγα Θεέ!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Απόλλων ήταν ο τέταρτος που ξύπνησε εκείνο το πρωί, μετά τους γιούς του βασιλιά του· τον Τρίτωνα, τον Βελλερεφόντη και τον Θησέα. Τους βρήκε να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους, αρκετά διακριτικοί ώστε να μην ξυπνήσουν κανέναν, σεβόμενοι το δικαίωμα όλων σε λίγο παραπάνω ξεκούραση από το σύνηθες. Η θολή του από τον ύπνο ματιά παρέμεινε πάνω στη δεμένη με τρεις στρώσεις επιδέσμων μέση του Θησέα και στον αριστερό του ώμο, που είχε χρειαστεί να επανατοποθετήσει το προηγούμενο βράδυ. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι μονομάχησε με τον Διονύσο. Πέρα από εκείνο, ο αρχαίος Άναξ της Αθήνας αρνούταν να απαντήσει σε όποια ερώτηση σχετικά με το περιστατικό. Τελικά, η ματιά του συνάντησε τη ματιά του Βελλερεφόντη και διασταυρώθηκαν.

«Πώς κοιμήθηκες;» Τον ρώτησαν οι τρεις τους, αφού τον πλησίασαν.

«Δύσκολα. Ωστόσο, αρκούσε για να αποβάλω τη χθεσινή εξάντληση.»

«Η Αριάδνη είναι ακόμα εκεί,» ψιθύρισε με μια ψυχρή απογοήτευση ο Θησέας.

«Κι ο πατέρας είναι ετοιμοθάνατος στο κρεβάτι του,» πρόσθεσε λυπημένα ο Τρίτων.

«Παταγώδης αποτυχία,» κατέληξε ο Βελλερεφόντης.

«Αφήστε αυτές τις σκέψεις,» προσπάθησε να τους αναπτερώσει το ηθικό ο Απόλλων. «Πρέπει να προετοιμαστούμε για την πιθανότητα κατά την οποία ο Ποσειδώνας πεθάνει.»

«Είναι στα αλήθεια πιθανό;» Ρώτησε ο Θησέας σαστισμένος.

«Τραυματίστηκε από τον Άρη,» εξήγησε ο Θεός της Μαντικής. «Μονάχα ένας Θεός μπορεί να σκοτώσει έναν άλλον Θεό. Θεωρώ θαύμα το ότι δεν πέθανε ακαριαία μετά την επίθεση.»

«Πολύ γενναίο εκ μέρους σου να τον σώσεις μέσα από το άντρο των εχθρών,» θέλησε να τον επιδοκιμάσει ο Βελλερεφόντης κι ο Απόλλων κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Δεν τον έσωσα εγώ.»

«Τότε, ποιός;» Απόρησε ο Τρίτων.

Ο γιος της Λητούς παρέμεινε σιωπηλός, αρνούμενος να απαντήσει. Η σιωπή που απλώθηκε ξαφνικά ήταν η πιο άβολη που είχαν βιώσει.

«Όπως και να έχει, ο πατέρας έχει ήδη διευθετήσει το ζήτημα του θανάτου και της διαδοχής του,» την έσπασε ο ίδιος που την προκάλεσε, ο Τρίτων.

«Δηλαδή;» Τον προέτρεψε να αναλύσει τη φράση του περαιτέρω ο Φοίβος.

«Εσύ θα τον διαδεχθείς,» αποκρίθηκε ξερά ο Θησέας. «Το ανακοίνωσε στους τρεις μας λίγο πριν φύγουμε από εδώ για τον Μυστρά.»

Ο πάντοτε ετοιμόλογος και ευδιάθετος Θεός του Φωτός, ξαφνικά φάνηκε άφωνος, αιφνιδιασμένος και βλοσυρός.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Από πότε βρίσκεσαι εδώ;»

Αυτή η ερώτηση από την πλέον απόλυτα γνώριμη φωνή του Απόλλωνα κατόρθωσε να βγάλει την Αμφιτρίτη από τις σκέψεις της και να την επαναφέρει στη στυγνή πραγματικότητα.

«Ξυπνήσατε; Νωρίς δεν είναι;» Απόρησε εκείνη, μετακινώντας κουρασμένα το βλέμμα προς εκείνον.

Έμεινε να την κοιτάζει για λίγο, παρατηρώντας την κόπωση στα μάτια της και το γεγονός ότι φορούσε τα ίδια ακριβώς ρούχα με την προηγούμενη ημέρα.

«Ξενύχτισες στο προσκεφάλι του,» συμπέρανε λογικά και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο χιλίων νοημάτων, όταν το συνειδητοποίησε. «Ξενύχτισες στο προσκεφάλι του!» Επανέλαβε, αναφωνώντας εύχαρα.

Η Αμφιτρίτη ένοιαζε να αγνοεί πλήρως την παιδική ή κωμική αντίδρασή του.

«Δεν μπορώ να αναγνωρίσω τον άνδρα που παντρεύτηκα σε αυτόν,» είπε, περισσότερο στον εαυτό της παρά σε εκείνον. «Φαίνεται σαν ένα γυμνό κουφάρι, άδειο από εκείνον. Δεν μπορεί ο μέγιστος Ποσειδών να κατάντησε να παλεύει για τη ζωή του σαν ψάρι έξω από το νερό που σπαρταρά.»

«Είσαι άυπνη,» της είπε μαλακά ο Φοίβος. «Πήγαινε να κοιμηθείς. Δεν μπορείς να τον βοηθήσεις, αν είσαι εξαντλημένη.»

«Προφανώς, ούτε ξεκούραστη μπορώ,» απάντησε πικρά η Αμφιτρίτη.

«Σε παρακαλώ, πήγαινε,» την προέτρεψε ξανά ο θεός της Μουσικής. «Χρειάζομαι τη βοήθεια σου για τους υπόλοιπους πληγωμένους.»

Η αρχόντισσα των θαλασσών αναστέναξε βαριά, προτού υπακούσει διστακτικά και απρόθυμα. Σηκώθηκε, τέντωσε το σώμα της και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα μόνους. Ωστόσο, δεν έκλεισε μάτι από την αγωνία.

Άξαφνα κι απρόβλεπτα, ο Θεός του Φωτός ένιωσε να πνίγεται μέσα στο δωμάτιο. Θωρώντας έναν από τους έξι αρχέγονους Θεούς τόσο αδύναμο, γνωρίζοντας ότι είχε διαλέξει εκείνον για διάδοχό του, τον γέμιζε δέος αλλά και μια βαριά αίσθηση ευθύνης, άγχος για να φανεί επαρκής και αντάξιος της εμπιστοσύνης και ευγνωμοσύνης που του είχε δείξει ο βασιλιάς του.

Σχεδόν μηχανικά, προχώρησε στη μπαλκονόπορτα και την άνοιξε διάπλατα, επιτρέποντας στο φως του ηλίου και στη μυρωδιά αλμύρας της θάλασσας να κατακλύσουν το δωμάτιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και εισέπνευσε, γεμίζοντας τους πνεύμονες του οξυγόνο και ιώδιο. Αμέσως, ένιωσε να χαλαρώνει και να ηρεμεί η αντάρα του μυαλού του μπροστά στα κύματα που έσκαζαν στους βράχους και τον αφρό που ορθωνόταν.

«Διάδοχος σου εγώ;» Μονολόγησε στωικά, κοιτάζοντας μια το βαθυγάλανο τοπίο και μια τον Ποσειδώνα που ψυχορραγούσε. «Πώς να συνεχίσω το έργο σου; Πώς να σταθώ ισάξιος μέντορας και πρότυπο για τους γιούς σου; Πώς να αποτελέσω πηγή έμπνευσης για τη Νέμεση και πώς να πείσω την Αμφιτρίτη να αγωνιστεί με ζήλο και πάθος για εμένα; Δεν είμαι τίποτα παρά ένας αθάνατος μουσικός και ποιητής, ενίοτε αστείος και ωραίος εραστής, δεν μπορώ να ηγηθώ ούτε να αποπνεύσω εμπιστοσύνη και φερεγγυότητα. Όπως οι Αργοναύτες δε διάλεξαν τον Ορφέα για αρχηγό έτσι κι οι σύμμαχοι μας δε θα με εγκρίνουν.» Αναστέναξε προτού συνεχίσει. «Δε διάλεξες σωστά θαρρώ. Λυπάμαι, καλέ μου φίλε και βασιλιά, λυπάμαι γιατί προφανώς δεν μπορώ να δω αυτό που εσύ είδες σε εμένα και δε θα αντεπεξέλθω στην τιμητική αποστολή που μου ανέθεσες.»

«Δραματικέ,» σχολίασε αυτός που τον είχε συνοδεύσει ως το δωμάτιο κι ως τότε στεκόταν σιωπηλά σε μια γωνία κουλουριασμένος. Ήταν τυχεροί που η Αμφιτρίτη ήταν υπερβολικά εξουθενωμένη και τα μάτια της ακόμα έκαιγαν από τα δάκρυα, για να τον παρατηρήσει. «Αν χρειαστεί να τον διαδεχθείς, σίγουρα θα φέρεις εις πέρας το έργο σου άριστα.»

Ο Απόλλων κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά κι ετοιμάστηκε να απαντήσει.

«Έχει δίκιο,» ακούστηκε μια βεβιασμένη φωνή μα επιβλητική. «Συμφωνώ απόλυτα με την κυρία.»

Έκπληκτος, ο Φοίβος έστρεψε τη ματιά του στον Ποσειδώνα, ο οποίος, με κλειστά ακόμα μάτια, ανέπνεε λίγο πιο ζωηρά κι η προλαλήσασσα φωνή ήταν δίκη του αναντίρρητα.

«Ζεις!» Αναφώνησε ευτυχής.

«Πράγματι,» αποκρίθηκε εκείνος και προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια. «Ειλικρινά, Απόλλων, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω που με έσωσες μέσα από το σπίτι του Άρη. Προφανώς, δεν ήταν εύκολο να ξεφύγεις από το πεδίο της μάχης για να με εντοπίσεις.»

«Δε σε έσωσα εγώ,» απάντησε ο Θεός της Μαντικής, νιώθοντας δάκρυα χαράς να βρέχουν τα μάγουλά του από το ανέλπιστο ευχάριστο γεγονός που εκτυλισσόταν μπροστά του.

«Ποιός τότε;» Απόρησε ο Ποσειδών, όπως κι οι γιοί του πριν λίγο.

«Η κυρία,» εξήγησε περήφανα ο Απόλλων, δείχνοντας την κοπέλα που τώρα στεκόταν όρθια και κοντά στο κρεβάτι, για να μπορεί να τη δει ο Ποσειδών. Ο Θεός άνοιξε τα μάτια του για μια στιγμή και συνάντησε τα ίδια γαλάζια μάτια, το τελευταίο πράγμα που είδε προτού χάσει τις αισθήσεις του στον Μυστρά.

«Ίσως δε με γνωρίζετε, Βασιλιά μου,» του είπε έναντι χαιρετισμού η κοπέλα με τα εβένινα μαλλιά. «Είμαι η Κασσάνδρα της Τροίας.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Φίλοι!»

Έτσι θέλησε να προλογίσει την ομιλία της μετά το πρωινό γεύμα η Ήρα εκείνο το πρωί. Στο πλουσιοπάροχο τραπέζι που είχε ετοιμάσει η Εστία, κάθονταν μπροστά στα άδεια τους πιάτα όλα τα μέλη της Συμμαχίας της Φωτιάς· η Δήμητρα, η Εστία, ο Κράτος, η Βία, η Νύχτα, η Ελένη, η Ίρις, ο Ιάσων και η Πασιφάη. Δεκαοχτώ ζευγάρια ματιών είχαν καρφωθεί πάνω της και ανάμεναν να την ακούσουν. Η προσφώνηση της είχε επιβάλλει ησυχία επιτυχώς.

«Έχω μερικές ανακοινώσεις που μας αφορούν όλους,» ξεκίνησε επιβλητικά και μεγαλόφωνα. «Σύμφωνα με πληροφορίες των ιερών μου ζώων, χθες έγινε η πρώτη μάχη του Πολέμου, μεταξύ των Συμμαχιών του Ύδατος και της Γης.» Αρκετοί ήταν αυτοί στο ακροατήριο της που χαμογέλασαν χαιρέκακα. «Ωστόσο, δεν γνωρίζω ούτε την έκβαση ούτε το κόστος του για την κάθε συμμαχία. Χρειάζομαι δυο εθελοντές από εσάς να κατασκοπεύσουν τα αρχηγεία του Άρη και του Ποσειδώνα, ώστε να ξεκαθαρίσουν οι απορίες αυτές.»

«Γιατί δε στέλνεις τα ιερά σου ζώα;» Ρώτησε, με μια γενναία δόση ειρωνείας η Βία.

«Γιατί τα παγώνια δεν είναι καθόλου διακριτικά ή δυσδιάκριτα ζώα,» απάντησε κοφτά η Ήρα, ρίχνοντας της μια δηλητηριασμένη ματιά.

«Μπορώ να πάω εγώ,» προσφέρθηκε η Νύχτα.

«Κι εγώ,» τη μιμήθηκε η Ίρις.

«Πολύ καλά,» ένευσε καταφατικά η θέα των γυναικών. «Όπως βλέπετε, προς μεγάλη σας ντροπή θέλω να πιστεύω, η Νύχτα και η Ίρις -παρότι νεοφερμένες- δε διστάζουν να αποδείξουν την αξία και την αξιοπιστία τους. Πλέον δε λυπάμαι που έχασα για δεύτερη φορά τον Αχιλλέα. Ουδέν κακόν αμιγές καλού πράγματι.»

Αυτή της η δήλωση εισέπραξε αρκετά νευρικά ξεφυσήματα κυρίως από τα αρσενικά μέλη της Συμμαχίας, πράγμα το οποίο δεν την πτόησε καθόλου.

«Όσον αφορά την τρίτη εχθρική μας ομάδα, ενημερώθηκα ότι έχασε το πιο σημαντικό της μέλος· την Αθηνά.» Εξεπλάγησαν όλοι ακούγοντας αυτό το νέο, εκτός από την Εστία και τη Δήμητρα που το γνώριζαν ήδη. «Η ανόητη κατέβηκε στα Τάρταρα για να επαναφέρει την Εκάτη και τώρα είναι εγκλωβισμένη εκεί!»

«Θαυμάσια νέα!» Αναφώνησε ο Κράτος. «Η Αθηνά ήταν η πιο επικίνδυνη αντίπαλος και τώρα βγήκε εκτός ανταγωνισμού ιδιοχείρως!»

«Ακριβώς!» Τον επικρότησε η Πασιφάη με ένα δαιμόνιο χαμόγελο. «Τώρα που εκείνη χάθηκε, η συμμαχία της μένει ακέφαλη και κανείς δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό της απώλειας της.»

«Υπάρχει,» τη διόρθωσε ευγενικά ο Ιάσων. «Ο Ηρακλής. Αν διαθέτει έστω και τη μισή δύναμη και σθένος από όσο διέθετε κάποτε, σίγουρα θα σταθεί αντάξιος συνεχιστής της.»

«Ανοησίες,» τον αποδοκίμασε η Ελένη. «Η Αθηνά είναι γυναίκα και πιστεύει στη θυληκή ισχύ περισσότερο από όλες, δεν πρόκειται να άφηνε για διάδοχο της έναν άνδρα.»

«Μακάρι να είναι έτσι,» πρόσθεσε η Νύχτα. «Η Άρτεμις κι η Μήδεια είναι τιποτένιες μπροστά της. Η συμμαχία της εν μία νυχτί θα διαλυθεί σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.»

«Ας συγκρατήσουμε τον ενθουσιασμό μας,» πρότεινε κουνώντας τα χέρια της έντονα η Ήρα. «Τα νέα είναι πραγματικά ευχάριστα αλλά οι αρσενικοί σύντροφοι της Αθηνάς δεν παύουν να είναι το ίδιο επικίνδυνοι. Ο Ηρακλής, ο παμπόνηρος Ερμής, ο χειριστικός Σίσυφος, ο πείσμων Ήφαιστος, ο ασύγκριτος Διομήδης, ο θαρραλέος Περσέας κι ο πολυμήχανος Οδυσσέας παραμένουν ζωντανοί κι ακμαίοι, αν και το ηθικό τους θα είναι με απόλυτη βεβαιότητα καταρρακωμένο. Αυτό ακριβώς θα εκμεταλλευτούμε για να τους συντρίψουμε.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι Τιτάνες. Βρίσκονταν μπροστά της, μερικά μέτρα μακριά της· αν το επιθυμούσε, μπορούσε να τους αγγίξει ή να τους χτυπήσει, το δεύτερο ήταν προτιμότερο δεδομένης της αιμοδιψίας που κυριαρχούσε στα βλέμματα τους.

Από τότε που πρωτοήρθε στον κόσμο ξεπηδώντας μέσα από το κεφάλι του πατέρα της, η Αθηνά άκουγε ιστορίες για τους Τιτάνες, τους προγόνους της, τους γονείς και των δυο γονέων της. Οι γονείς της μητέρας της, ο Ωκεανός κι η Τιθύς, επρόκειντο για τους πιο τίμιους κι ευγενείς των αθανάτων, σε αντίθεση με τους γονείς του Δία, τον Κρόνο και τη Ρέα.

Τη Ρέα την είχε γνωρίσει και αγαπήσει βαθιά, μια που εκείνη την αγκάλιασε και τη στήριξε σαν παιδί της, όταν είχε συναντήσει για πρώτη φορά την παγερή, φθονερή κι εκδικητική έκφραση της Ήρας ως νεογέννητη νέα. Εκείνη η καλοσυνάτη, πανύψηλη και παντοδύναμη γυναίκα της είχε φερθεί σαν αφανής προστάτις και της έμαθε το μόνο πράγμα που ο Προμηθέας δε θα κατάφερνε ποτέ· να επιβιώνει στον Όλυμπο και να ξεγλιστρά μέσα από τις συνομωσίες και τις προδοσίες των αθανάτων με ευφυΐα και ταχύτητα. Η Ρέα είχε εγκαταλείψει τον Όλυμπο πολλές χιλιετίες πριν εκούσια, μην αντέχοντας μακριά από τον αγαπημένο της Κρόνο, που ήταν αλυσοδεμένος σε εκείνο το υπερμέγεθες μπουντρούμι μαζί με τους υπόλοιπους Τιτάνες που δεν είχαν συμμαχήσει με τους Θεούς στην Τιτανομαχία. Άθελα της η Αθηνά αναρωτήθηκε αν η φυλακή είχε διαβρώσει την ψυχή της γιαγιάς της και σκευρώσει, όπως όλων των Τιτάνων, με βάση τις περιγραφές που είχε λάβει.

Οι φωνές που είχε ακούσει νωρίτερα την είχαν ανατριχιάσει· αισθανόταν κάτι ακαθόριστο ανάμεσα σε δέος, τρόμο και ενθουσιασμό, ευρισκόμενη σε εκείνο το κατάμαυρο δωμάτιο, με την αφύσικη υγρασία και τα συρίγματα των ερπετών στο κρύο δάπεδο. Χαμογέλασε στο σκοτάδι· ερπετά, βεβαίως. Με μια απαλή κι αστραπιαία κίνηση έλυσε τον κόμπο του σάκου της και τα γλοιώδη πλάσματα που είχε φέρει από το σπίτι αφέθηκαν ελεύθερα, όπως κι η Γλαύκη.

«Ποιά είσαι;» Ακούστηκε επιτέλους η επίμαχη ερώτηση, ενός ανδρικού λαιμού ξερού. Εμφανώς είχαν περάσει μήνες -αν όχι αιώνες- από την τελευταία φορά που είχε μιλήσει.

Η Αθηνά δεν είχε ιδέα ποιός την είχε ρωτήσει κι εκνευρίστηκε που δε γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια τους αντιπάλους της. Ήταν βέβαιη ότι αυτό θα αποδεικνυόταν επιβλαβές για εκείνη.

«Είμαι η Αθηνά, η κόρη του Δία και της Μήτιδας,» απάντησε ουδέτερα, μονάχα με μικρή υπερηφάνεια στη φωνή της.

Ακούστηκαν πνιχτές κραυγές έκπληξης ανάμεσα στους γιγαντιαίους και πανίσχυρους δέσμιους. Και τότε η Αθηνά συνειδητοποίησε ότι όχι μόνο τους είχε ακούσει μα κι είχε δει την έκπληξη στα μάτια τους. Έβλεπε στο σκοτάδι, μέσα στο Έρεβος των Ταρτάρων· ούτε αυτή την ιδιότητα είχε ποτέ και την κέρδισε μετά από τη μάχη με τα τέρατα.

«Ρέα, πού είσαι, γιαγιά;» Ρώτησε, αδημονώντας να τη βρει.

«Εδώ, κορίτσι μου,» ήρθε αμέσως η απάντηση από το βάθος στα αριστερά της. Με δυσκολία διέκρινε μια γυναικεία φιγούρα μέσα στο πυκνό σκοτάδι.

«Πώς ήρθες εδώ;» Τη ρώτησε μια άλλη γυναίκα πολύ πιο κοντά της, με χαρακτηριστικά τραχιά και άγρια.

«Ο Τάρταρος με έφερε,» αποκρίθηκε με απόλυτη ειλικρίνεια η θεά, ενώ ξεθηκάρωσε άηχα το τόξο της.

Όπως της είχε εξιστορήσει ο Προμηθέας, που είχε πολεμήσει στην Τιτανομαχία δίπλα στον πατέρα της, οι μάχες μεταξύ Θεών και Τιτάνων διεξάχθηκαν με σπαθιά, ακόντια, δόρατα, ασπίδες και βράχους· τόξα και βέλη δεν είχε χρησιμοποιήσει κανείς. Συνεπώς, αυτή η μορφή επίθεσης θα ήταν ιδιαίτερα αιφνίδια για εκείνους.

«Ο Τάρταρος δεν έστειλε ποτέ κανέναν εδώ,» είπε ένας άνδρας στα δεξιά της. «Πόσο μεγάλο είναι το παράπτωμα σου και σε τιμωρεί με τέτοιο τρόπο;»

«Του ζήτησα να φύγω από εδώ και με περιπαίζει,» απάντησε ξερά η Αθηνά.

«Γιατί δε ζητάς βοήθεια από τον πατερούλη σου;» Την ειρωνεύτηκε ένας άλλος άνδρας πίσω από τον προηγούμενο. Αυτόν η Αθηνά τον αναγνώρισε· ο Άτλας, ο αδερφός του Προμηθέα και του Επιμηθέα, ο πρωτότοκος του Τιτάνα Ιαπετού, που είχε τιμωρηθεί από τον πατέρα της να κρατά τον Ουρανό στις πλάτες του επ' αόριστον, ώσπου στον δρόμο του φάνηκε ο αδελφός της ο Ηρακλής.

«Ο πατέρας μου πέθανε.»

«Τι;» Ακούστηκε μια βαθιά, επιβλητική φωνή, που σάλεψε δίπλα στη Ρέα και την πλησίαζε ολοένα και περισσότερο. «Πώς πέθανε;»

«Από την κατάρα σου, Κρόνε,» απάντησε η Αθηνά, κοιτώντας τον γιγαντόσωμο Τιτάνα που τη ζύγωνε κατευθείαν στα μάτια, χωρίς να φοβάται, τουλάχιστον χωρίς να δείχνει τον φόβο της.

«Έπιασε η κατάρα μετά από τόσα χρόνια;» Απόρησε ο αρχηγός των Τιτάνων και λύθηκε σε ένα λυτρωτικό, αναγκαίο και σατανικό γέλιο. «Επιτέλους, εκπληρώθηκε η τίση που του άρμοζε!»

Οι υπόλοιποι Τιτάνες γέλασαν μαζί του κι αντήχησαν τα γέλια τους στους τοίχους και στα βράχια, ώσπου οι Εκατόγχειρες χτύπησαν τα δόρατά τους στο πάτωμα.

«Σκάστε, ανόητοι!» Βροντοφώναξαν τα πενήντα κεφάλια του Γύγη. «Σωπάστε τα γέλια σας, για να μη σας τα μετατρέψω σε λυγμούς!»

Οι Τιτάνες, όλως παραδόξως, υπάκουσαν στην εντολή του και ησύχασαν αυτόματα.

«Λοιπόν, ποιό από τα παιδιά του φρόντισε να πεθάνει;» Ρώτησε ο Κρόνος ξανά. «Εγώ είχα μόνο έξι και κατόρθωσαν να με καταρρίψουν, ούτε καν μπορώ να φανταστώ τι θα μπορούσαν να κάνουν στον Δία τα αμέτρητα παιδιά του.»

Η Αθηνά δεν του απάντησε. Δεν ήθελε να του δώσει τη χαρά από τη γνώση του πώς έπεσε ο γιος που τον είχε εκθρονίσει.

«Είσαι σκληρή,» σχολίασε μια άλλη Τιτανίς, κοντά στον Κρόνο. «Σίγουρα αυτό το κληρονόμησες από τη μάνα σου. Αλήθεια, πού βρίσκεται η Μήτις τώρα που πέθανε ο Δίας; Μάλλον πέθανε κι αυτή μαζί του, αφού ζούσε στο κεφάλι του, σωστά;»

Η Αθηνά πήρε μια βαθιά ανάσα και έσφιξε τη γροθιά της, τόσο που τα νύχια της μπήχτηκαν στο τρυφερό δέρμα της παλάμης και το μάτωσαν.

Σαν ύαινες είδε να την πλησιάζουν πια όλοι οι Τιτάνες, εκτός από τη Ρέα που έμενε ακίνητη. Προφανώς, είχαν μυρίσει το αίμα και αδημονούσαν να μυρίσουν κι άλλο. Χωρίς δισταγμό, έβαλε δυο βέλη στο τόξο και τα εξαπέλυσε, στοχεύοντας τους δυο πιο κοντινούς της Τιτάνες. Πέτυχε τον Άτλαντα στο δεξί μπράτσο και τη γυναίκα δίπλα του στην κοιλιά.

«Μάνα!» Φώναξε έντρομος ο Άτλας, σαν την είδε να σωριάζεται πληγωμένη.

«Ώστε αυτή είναι η Ωκεανίς Κλυμένη,» συμπέρανε αμέσως η Αθηνά μουρμουρίζοντας στον εαυτό της. «Μια από τις αναρίθμητες αδελφές της μητέρας μου. Αν συνεχίσω έτσι, θα τους γνωρίζω όλους.»

Εξαπέλυσε αστραπιαία άλλα τρία βέλη και πέτυχε τον Κρόνο στον μηρό και τους δυο διπλανούς του στις κλείδες.

«Θα μας ξεκληρίσει την οικογένεια αυτή!» Ακούστηκε ξανά ο Άτλας να βροντά, σφυρίζοντας από τον πόνο στο μπράτσο.

Η Αθηνά ήθελε να γελάσει με την ευφράδεια του Άτλαντα. Εμφανώς, το παλιό του μειονέκτημα της φλυαρίας τον ακολουθούσε ακόμα. Έτσι, κατάλαβε ότι οι άλλοι δυο που είχε πληγώσει ήταν ο Ιαπετός κι ο στερνός του γιος, ο Μενοίτιος.

Είδε να της επιτίθενται ταυτόχρονα έξι Τιτάνες. Δεν μπορούσε να τους αναχαιτίσει έγκαιρα με βέλη. Χρειάστηκε μια ομαδική αντεπίθεση.

«Γλαύκη, ξύπνησε τες,» διέταξε κι η κουκουβάγια της ειδοποίησε τα φίδια της αμέσως. Τα ιερά της ερπετά όρμησαν στους γιγαντιαίους αθάνατους και τυλίχτηκαν γύρω τους απειλητικά, σφίγγοντας με δύναμη βόα τα μέλη από τις κνήμες ως τους λαιμούς, ώστε κι οι έξι τους έπεσαν αναίσθητοι κι ακίνδυνοι στο πάτωμα. Αμέσως μετά, τα φίδια σύρθηκαν και στάθηκαν γύρω από την κυρά τους προστατευτικά, σε μια διάθεση να τη βοηθήσουν τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα.

Οι Τιτάνες οπισθοχώρησαν. Δεν περίμεναν τέτοια επίδειξη δύναμης από την κόρη του Δία κι έτσι αναγκάστηκαν να ζαρώσουν στα σκοτεινά άδυτα του κελιού. Η Αθηνά δε δοκίμασε να τους ακολουθήσει· ο χώρος της ήταν παντελώς άγνωστος κι εξαιρετικά οικείος σε εκείνους· είχαν κάθε πλεονέκτημα. Προτίμησε να επανέλθει στη διπλωματική ικανότητα του λόγου της, ώσπου διέκρινε τον Κρόνο να την πλησιάζει ξανά.

Στο βλέμμα του παππού της διακρινόταν ευκρινώς ένας σκοτεινός κυκέωνας μίσους, εκδικητικότητας, δίψας για αίμα θεϊκό, που τόσο άμεση σχέση είχε με τον μισητό, επίβουλο και δόλιο του γιο. Λαχταρούσε μέσα από τη δίκη της ήττα να ένιωθε τον Δία να ηττάται, ωστόσο η γνώση του ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη κι η Αθηνά ένιωσε μια έντονη επιθυμία να κοροϊδέψει ή τουλάχιστον διακωμωδήσει την ειρωνεία της κατάστασης. Παρόλα αυτά, παρέμεινε σοβαρή και ψύχραιμη, αναλογιζόμενη πώς θα μπορούσε να επιβληθεί αυτού του πρακτικά ανίκητου όντος.

Η Τιτανομαχία είχε νικηθεί από τους Θεούς όχι χάριν σε κάποιο τέχνασμα ή στρατηγική, ούτε καν χάριν στις δυνάμεις των Θεών. Τη νίκη χάρισαν θριαμβευτικά στον Δία οι Εκατόγχειρες -τα πρώτα και ισχυρότερα όντα που γέννησε η μάνα Γη- και οι Κύκλωπες όχι μόνο ως πολεμιστές μα κι ως οπλοποιοί. Εκείνοι έφτιαξαν τα ισχυρότερα όπλα για τους τρεις μεγάλους Θεούς· την τρίαινα του Ποσειδώνα, τον σκούφο του Άδη και τους κεραυνούς του Δία. Η Αθηνά δε διέθετε κανένα από αυτά τα όπλα, ούτε οι Κύκλωπες κι οι Εκατόγχειρες βρίσκονταν στο πλευρό της. Αν επρόκειτο να νικήσει, θα έπρεπε να σκαρφιστεί ένα σχέδιο πρωτότυπο, τελέσφορο και γρήγορο στη εφαρμογή, διότι ο Κρόνος την πλησίαζε ορμητικά.

Διέταξε τα φίδια της να τον επιβραδύνουν, ώσπου να σκεφτόταν κάτι αξιόλογο. Εκείνα τυλίχτηκαν σφιχτά σε όλο του το σώμα, παγώνοντας του κάθε κίνηση, εμποδίζοντας του ακόμα και την ομιλία.

Κοίταξε γύρω, αναζητώντας κάποιο σημείο στους πέτρινους τοίχους, κάποιο εξόγκωμα όπου θα μπορούσε να στερεωθεί και να κερδίσει ύψος στη μάχη, μια που επρόκειτο για εξαιρετικά ψηλό Τιτάνα, αλλά μάταια προσπάθησε. Παρατήρησε ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος δαυλού ή δίαυλου φωτός κι αυθόρμητα αναρωτήθηκε πότε ήταν η τελευταία φορά που αυτοί οι πανίσχυροι αθάνατοι είχαν αντικρίσει φως, μια φωτιά, μια σπίθα τέλος πάντων.

Ξαφνικά, το μυαλό της άστραψε σε αυτή τη σκέψη κι η ιδέα διαμορφώθηκε αυτυστιγμεί. Γνώριζε ακριβώς τι να πράξει πλέον.

Όταν ο Κρόνος απελευθερώθηκε από τα φίδια της κι επιτέθηκε στην αφύλακτη στάση της, μετατράπηκε στην πύρινη μορφή της κι ως φλεγόμενη θεά του παρουσιάστηκε. Ο νεότερος Τιτάνας, όπως κι όλοι όσοι παρακολουθούσαν, έπεσαν στα γόνατα τρέμοντας, φέρνοντας τα χέρια να καλύψουν τα μάτια τους, διότι το άπλετο κι απότομο φως τους είχε τυφλώσει. Αυτό ήταν το πλεονέκτημα που αναζητούσε η Αθηνά κι είχε βρει εγκαίρως, στην εκπνοή του χρόνου της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ιππολύτη ξύπνησε με ένα βαρύ κεφάλι, ακόμη εξαντλημένη από τη μάχη της προηγούμενης ημέρας, και συνειδητοποίησε έκπληκτη ότι είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Πετάχτηκε από το κρεβάτι της και βγήκε στο σπίτι, αναζητώντας τον πατέρα και τις αδελφές της.

Πέρασε πρώτα από το σαλόνι, το οποίο είχαν μετατρέψει σε μικρή κλινική και φρόντιζαν τους τραυματίες· τον Διόνυσο, τον Ήλιο, τη Σελήνη, την Έριδα και φυσικά της Αφροδίτη. Δε δυσκολεύτηκε διόλου να εντοπίσει την Ανδρομάχη, την Πηνελόπη και την Περσεφόνη που παρακολουθούσαν την κατάσταση των ασθενών.

«Πώς είναι;» Ρώτησε άχρωμα.

«Η Αφροδίτη και ο Ήλιος είναι στην πιο κρίσιμη κατάσταση,» απάντησε σκεπτική η Περσεφόνη. «Η αιμορραγία δεν μπορεί να σταματήσει και κανείς από τους δυο δε φαίνεται να επικοινωνεί με το περιβάλλον.»

«Ο πατέρας που βρίσκεται;»

«Πιστεύω στο δωμάτιό του,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη. «Θα πήγαινε να τον συναντήσει ο Έκτορας εκεί.»

«Με εκείνον θέλω να μιλήσω,» εξήγησε η Ιππολύτη. «Ακόμα δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω αν η χθεσινή μάχη έληξε ως νίκη ή ήττα για εμάς.»

«Ακόμη κι αν ήταν νίκη, ήταν αναμφίβολα Πύρρειος,» σχολίασε με πικρία η Πηνελόπη.

«Αναμφίβολα,» επανέλαβε αυτόματα η Ιππολύτη και έφυγε από το δωμάτιο, χαιρετώντας τες με μια νευρική κίνηση του χεριού της.

Δε χρειάστηκε πολύ χρόνο για να φτάσει έξω από το δωμάτιο του πατέρα της. Χτύπησε αρκετές φορές μα δεν έλαβε καμία ανταπόκριση. Έπειτα, καλούσε το όνομά του εξίσου αρκετές φορές μα συνεχώς λάμβανε για απάντηση τη σιωπή. Απηυδυσμένη από την αναμονή και την αεργία του, έσπρωξε την πόρτα κι εισήλθε ορμητικά στο δωμάτιο, για να αντικρίσει ένα μέρος άδειο και νεκρό από παρουσίες, με ένα κρεβάτι άρτια στρωμένο και πολλά ρούχα να λείπουν από την ανοιχτή ντουλάπα.

Ξαφνιασμένη με το θέαμα, η βασίλισσα των Αμαζόνων έτρεξε στο δωμάτιο του Έκτορα και της Ανδρομάχης, βρίσκοντας τον ένοικο του εκεί αυτή τη φορά.

«Είδες σήμερα τον Άρη;» Τον ρώτησε απότομα και βιαστικά.

«Όχι. Δεν τον βρήκα στο δωμάτιο του,» απάντησε ειλικρινά ο Τρώας.

Εκνευρισμένη με αυτή την εξέλιξη και θορυβημένη με την παράξενη απουσία του πατέρα της, η Ιππολύτη συνέχισε τον δρόμο της, θέλοντας να ρωτήσει όσους περισσότερους δύναντο για το αν είχαν δει νωρίτερα τον πατέρα της. Στον διάδρομο συνάντησε τον Πλούτωνα με την Ενυώ.

«Είδατε σήμερα τον πατέρα μου;»

«Όχι, υπέθεσα ότι κοιμόταν, ακόμη εξαντλημένος από τη χθεσινή μάχη,» αποκρίθηκε ανέμελα ο Άδης κι η σκοτεινή Ενυώ ένευσε καταφατικά.

«Πού στα Τάρταρα είναι τότε;» Μουρμούρισε εκνευρισμένη η Αμαζόνα.

Τον αναζήτησε σε ολόκληρο τον Πύργο. Έψαξε όλα τα δωμάτια, το κελάρι, το οπλοστάσιο, τους κήπους, ρωτώντας όποιον συναντούσε αν τον είχε δει κάπου ή του είχε μιλήσει. Όταν πείστηκε ότι είχε εξαφανιστεί, συγκάλεσε συμβούλιο όλων των αρτιμελών μελών της συμμαχίας, που συγκεντρώθηκαν απρόθυμα αλλά εναγωνίως, επειδή όλοι είχαν θορυβηθεί από την ανησυχία της.

«Ο Άρης εξαφανίστηκε,» τους ανακοίνωσε χωρίς προστριβές και προλόγους. «Δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται. Μήπως έχετε εσείς; Μήπως σας είπε κάτι χθες ή έκανε κάτι ασυνήθιστο;»

Κανείς δεν της έδωσε καμία σοβαρή απάντηση, με κάποιο ενδιαφέρον στοιχείο, που να διαλεύκανε την υπόθεση έστω και λίγο. Η Ιππολύτη επέτρεψα στη σιωπή να βασιλέψει στο τραπέζι, αφήνοντας τους όλους στις σκέψεις τους, ενώ εκείνη έστυβε το μυαλό της στις αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας.

Δεν ήταν διόλου εύκολο αυτό, διότι οι μνήμη της ήταν θολή και γεμάτη ακανόνιστες εικόνες, δεδομένης της κούρασης της μάχης και της μετέπειτα φροντίδας των πληγωμένων. Χρειάστηκε πολλή προσπάθεια για να ανακαλέσει ότι μόνο μια φορά είχε συναντήσει και μιλήσει με τον πατέρα της.

"Αν και νικητής, φαίνεσαι βλοσυρός.»

«Πώς περίμενες να είμαι; Ο Απόλλων τραυμάτισε τον Ήλιο -που μόλις είχα προσαρτήσει- και την Αφροδίτη.» Έκανε μια μακρά παύση και αναστέναξε, χαμηλώνοντας το βλέμμα απεγνωσμένα. «Αν η Αφροδίτη πεθάνει, δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου.»

Είχε κρατήσει το στόμα της κλειστό και δεν του είπε ότι δικαίως ήταν τραυματίας εκείνη, μια που εξαιτίας της τους επιτέθηκε η Συμμαχία του Ποσειδώνα, όμως προτίμησε να σεβαστεί τη λύπη του πατέρα της.

«Είναι η θεά της αγάπης. Είμαι βέβαιη ότι η ειλικρινής αγάπη σου θα τη θεραπεύσει με τον δικό της ανεξήγητο τρόπο,» προσπάθησε να τον καθησυχάσει, ωστόσο το βλέμμα του σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο και την μπέρδεψε.

Στύλωσε το βλέμμα του στο κενό, σε κάποιο απερίγραπτο τίποτα που χανόταν στις βαθιές του σκέψεις και δεν της απάντησε.

Εκείνη τη στιγμή, φάνηκαν οι τρεις πιο μεγαλόσωμοι γύπες του, προσγειώθηκαν στην αυλή και τους πλησίασαν. Έσκυψαν στο αυτί του Άρη και ψιθύρισαν κάτι που η Ιππολύτη δεν μπορούσε να καθορίσει. Παρόλα αυτά, ήταν βέβαιη ότι τον θορύβησε ιδιαίτερα. Ο θεός πατάχτηκε όρθιος και χάθηκε στα ενδότερα του σπιτιού χωρίς να τη χαιρετίσει ή να δικαιολογηθεί.

Τότε δεν είχε δώσει παραπάνω σημασία στο γεγονός, αλλά εκείνη τη στιγμή το ένστικτο της ούρλιαζε ότι εκείνη η είδηση των γυπών είχε προκαλέσει την εξαφάνισή του. Θεώρησε επιτακτική ανάγκη να μάθει ποιό ήταν αυτό το νέο.

Έγειρε στον Άδη που καθόταν στα αριστερά της και ψιθύρισε, ώστε μόνο εκείνος να την ακούσει.

«Μπορείς να μιλήσεις με τους γύπες του Άρη, σωστά;»

Μόλις ένευσε καταφατικά, συνέχισε την πρότασή της.

«Πάμε να τους βρούμε αμέσως και να μάθουμε τι είπαν χθες στον πατέρα,» του εξήγησε. «Έχω ένα προαίσθημα ότι για αυτό έχει εξαφανιστεί.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Οδυσσέας χρειάστηκε λίγο χρόνο για να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι. Όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπορούσε να προσανατολιστεί.

Εξέτασε το περιβάλλον γύρω του, επιπλήττοντας σιωπηλά τον εαυτό του που δε ζήτησε πληροφορίες για τα Τάρταρα από την Εκάτη. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν.

Γύρω του απλώνονταν πέντε ποτάμια από κοινή πηγή, που δε φαινόταν πουθενά. Ένας ποταμός με νερά πορφυρά, ένας με κατάμαυρα, ένας με κίτρινα, ένας με πράσινα κι ένας με θαλασσιά. Δεν τόλμησε να πιεί, όπως γνώριζε από την εμπειρία του στον Άδη.

Προχώρησε προς την κατεύθυνση που υπέδειξε το ένστικτο του και βρέθηκε σε ένα απέραντο λειβάδι γεμάτο ασφόδελους. Μερικές ψυχές τριγυρνούσαν και νυχτερίδες πετούσαν από πάνω τους νωχελικά. Παραδόξως, αισθάνθηκε οικεία, μια που ένα παρόμοιο μέρος υπήρχε και στον Άδη, πράγμα που τον καθησύχασε, διότι ανέμενε τα Τάρταρα  πολύ πιο τρομακτικά από το βασίλειο του Πλούτωνα.

Ακολούθησε το μονοπάτι που απλωνόταν μπροστά του και βρέθηκε σε ένα τεράστιο παλάτι, που πολύ ένοιαζε με του Πλούτωνα. Όταν πέρασε μέσα, ελπίζοντας να συναντήσει τον Τάρταρο, είδε κάτι που δεν περίμενε ούτε και φανταζόταν· τους θρόνους των Κριτών του Κάτω Κόσμου· τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό, να συζητούν με μερικές ψυχές.

«Ζωντανός,» άκουσε τον Αιακό να λέει θορυβημένος. «Κάποιος από αυτούς είναι ζωντανός.»

«Τι;» Ξαφνιάστηκε ο Μίνωας δίπλα του. «Πώς ξέφυγε από τον Κέρβερο και τον Χάροντα;»

«Από τότε που έφυγαν οι βασιλείς, ο Κάτω Κόσμος υπολειτουργεί,» σχολίασε κουνώντας το κεφάλι αποδοκιμαστικά ο Ραδάμανθυς.

Ο Οδυσσέας έντρομος με αυτά που έβλεπε κι άκουγε, βέβαιος ότι οι Κριτές τον είχαν διαισθανθεί, έφυγε τρέχοντας από το παλάτι και βγήκε έξω, όπου αντίκρυσε τις δυο πηγές που τον είχαν διατάξει να διαλέξει, όταν είχε πεθάνει κι είχε έρθει στο ίδιο ακριβώς μέρος· τη Λήθη για να λησμονήσει τα πάντα και τη Μνημοσύνη για μυηθεί στα Μυστήρια του Άδη.

Ήταν πια σίγουρος για το πού βρισκόταν· τα πέντε ποτάμια ήταν ο Αχέρων της θλίψης, ο Κωκυτός του θρήνου, ο Φλεγέθων της φωτιάς, η Λήθη της λησμονιάς κι η Στύγξ του μίσους. Ο λειμών με τα ασφόδελα, το παλάτι, όλα αυτά τα είχε ξαναδεί, ήταν η τρίτη φορά που τα επισκεπτόταν. Η πύλη της Εκάτης δεν τον είχε οδηγήσει στα Τάρταρα, μα στον Κάτω Κόσμο, πράγμα που τον έκανε να τρέμει, διότι ήταν μόνος κι αβοήθητος σε ένα μέρος που ανήκε στους εχθρούς τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Χαίρετε, χαίρετε!!! Τι μου κάνετε;

Πώς πάει η καραντίνα;;;

Πώς το είδατε το κεφάλαιο;;;

Πού να είναι αυτός ο Άρης; Τι θα συμβεί στην Αθηνά; Θα μείνει ο Οδυσσέας για πάντα στον Κάτω Κόσμο; Ποιά είναι τα σχέδια της Ήρας; Θα πεθάνει ο Ποσειδών και τι δουλειά έχει η Κασσάνδρα εκεί; Τι να κάνουν εκείνοι οι θεοί που σκότωσε η Εκάτη στην Κέρκυρα;;

Αυτά και ΠΟΛΛΑ άλλα θα εξερευνήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top