Θηρευτές Ζωών

Η Αράχνη ήταν η πιο ταλαντούχα και περιβόητη υφάντρα του αρχαίου κόσμου. Ήταν κόρη ενός εμπόρου από τον Κολοφώνα της Ιωνίας. Τόσο ξακουστή, που τεχνίτες από όλο τον κόσμο έρχονταν στο σπίτι της και παρακολουθούσαν ευλαβικά τη διαδικασία παραγωγής των υπέροχων έργων της, που όμοια τους δεν είχαν υφανθεί ποτέ. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε μικροσκοπικό στοιχείο αποτυπώνονταν στα υφάσματα, δίνοντας τους την αίσθηση ότι αναπαριστούσαν ζωντανές σκηνές, των οποίων οι ήρωες δρούσαν στην πραγματικότητα, έτοιμοι να κινηθούν ή να μιλήσουν. Ακόμη κι απλός λαός έρχονταν, θαυμάζοντας τη δουλειά της και πολύ συχνά αγόραζαν κάποιο έργο, φυσικά σε τιμή υψηλότατη. Η Αράχνη λάτρευε αυτή της την ασχολία και συχνά δούλευε πάνω στον αργαλειό για μέρες, σταματώντας μονάχα για να φάει και να κοιμηθεί ελάχιστες ώρες.

Η Αθηνά ήταν η θεά που είχε δημιουργήσει τις Τέχνες. Η θεά που προστάτευε τις Επιστήμες και τιμούσε τους σοφούς, σώφρωνες και ευκλεείς, ενώ τιμωρούσε παραδειγματικά τους αλαζόνες. Αυτή ήταν εκτός από τις θεές Δίκη και Θέμιδα που φρόντιζε για την τήρηση της δικαιοσύνης και την ευλάβεια των πιστών. Το αυτί της πάντοτε άκουγε πρώτη τη βλασφημία και την ασέβεια.

Είχε μάθει για την Αράχνη πριν καν γίνει τόσο διάσημη. Από μικρή είχε έφεση στις χειροτεχνίες κι είχε κεντρίσει την περιέργειά της. Την επισκέπτονταν συχνά, όταν ήταν έφηβη, και παρατηρούσε τα πρώτα της έργα, θαυμάζοντας το ταλέντο και ενθαρρύνοντας τη να το καλλιεργήσει. Μέχρι που μεσολάβησε για να τη δεχτούν στη σχολή των τεχνών, εμφανιζόμενη στο όνειρο του διευθυντή, διατάζοντας τον να την δεχτεί αμισθί, αφού αυτό ήταν το θέλημά της.

Η θεά της Σοφίας αυτά δεν τα είχε ξεχάσει. Η Αράχνη όμως, που έβλεπε πόσο θαυμασμό, δόξα και χρυσό εισέπραττε από το μοναδικό της ταλέντο, ξεκίνησε σταδιακά να αλλάζει, να αποκτά ματαιοδοξία κι αλαζονεία. Ώσπου, μια ημέρα, που μια βασίλισσα είχε έρθει να την παρακολουθήσει και την επαίνεσε για το εργόχειρό της, η Αράχνη της απάντησε με τον πλέον άσεμνο τρόπο.

"Σε ευχαριστώ πολύ. Άλλωστε, είναι γνωστό πια ότι τα έργα μου ξεπερνούν στην ομορφιά ακόμα και τα εργόχειρα της Αθηνάς!"

Η θεά της μάχης εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στον Όλυμπο και έραβε έναν χιτώνα με χρυσή κλωστή. Μόλις άκουσε τα λόγια της Αράχνης, ξαφνιάστηκε τόσο που τρύπησε το δάχτυλό της με τη βελόνα κι άφησε μερικές σταγόνες θεϊκού αίματος να στάξουν στο μαρμάρινο πάτωμα. Αδιαφορώντας για την πληγή, σηκώθηκε και πέταξε βιαστικά ως το σπίτι της Αράχνης. Μεταμορφώθηκε σε γριά, για να μην την αναγνωρίσει κανείς, και τρύπωσε στο σπίτι. Σε μηδενικό χρόνο βρέθηκε μπροστά στην Αράχνη. Τη βρήκε να μιλά ξανά για το πόσο ανώτερή της ήταν. Διατηρώντας ακόμη την ψυχραιμία της, της απεύθυνε τον λόγο.

"Κοπέλα μου, είναι στα αλήθεια πανέμορφα τα έργα σου."

"Το ξέρω," απάντησε με υπερηφάνεια η Αράχνη. "Σαν τα δικά μου δε θα βρεις ούτε στο εργαστήρι της Αθηνάς!"

Τότε, η έκφραση της γριάς γέμισε φόβο.

"Μικρή μου, άκουσέ με. Έχω πολλά χρόνια στην πλάτη μου και ξέρω ότι οι Θεοί είναι υπεράνω όλων και δεν πρέπει να τους αμφισβητούμε ή να τους αψηφούμε. Ας παραβγείς με όποια θνητή θέλεις, όχι όμως και με θεά. Και για αυτό που είπες, σε συμβουλεύω να προσευχηθείς στην Παλλάδα να σε συγχωρέσει."

Η Αράχνη την κοίταξε υποτιμητικά και γέλασε ειρωνικά.

"Δεν πρόκειται να ζητήσω συγχώρεση για κάτι που είναι αλήθεια. Στο κάτω κάτω, εάν η Αθηνά θέλει να αποδείξει την αριστεία της, ας έρθει εδώ να αναμετρηθούμε."

Τότε, τα βαθυγάλανα μάτια της θεάς γυάλισαν θυμωμένα και αμέσως αλλαξε τη μορφή της στην πραγματική, εκπλήσσοντας όλους τους παρευρισκόμενους που έπεσαν στα γόνατα και την προσκύνησαν, εκτός από την Αράχνη.

"Πολύ καλά," είπε η Αθηνά. "Δέχομαι την πρόκλησή σου. Θα ξεκινήσω εγώ."

Και χωρίς καμία άλλη λέξη, η θεά κάθισε στον διπλανό αργαλειό και ξεκίνησε. Τα θεϊκά της χέρια με σβελτάδα πετούσαν τη σαΐτα. Τα δάχτυλά δούλευαν με απέραντη τέχνη κι επιδεξιότητα, σαν να χόρευαν στον ρυθμό κάποιας επουράνιας μουσικής.

Όταν τελείωσε, η Αθηνά παρουσίασε ένα υφαντό με την Ακρόπολη των Αθηνών και την ώρα της εκλογής για το ποιός θα προστάτευε την πόλη· ο Ποσειδών ή η Αθηνά. Από πάνω, είχε ζωγραφίσει όλους τους θεούς και τις θεές, με τα ιερά τους σύμβολα και ζώα, τονίζοντας την δύναμη και την υπόστασή τους. Ολοκλήρωσε το έργο της με ένα στεφάνι ελιάς που είχε υφάνει στην περίμετρο.

Όλοι θαύμασαν το αριστούργημα, μέχρι που η Αράχνη ολοκλήρωσε το δικό της και το παρουσίασε. Σιγή έπεσε στο κοινό. Όλοι περίμεναν με κομμένη την ανάσα την αντίδραση της θεάς, εκτός από την υπεροπτική υφάντρα που καμάρωνε σαν το παγώνι στο υφαντό της Αθηνάς.

Η Αράχνη στο εργόχειρό της είχε παραστήσει τους θεούς στις χειριστές εκδοχές τους. Φαινόταν ξεκάθαρα ο Δίας να τρέχει σαν λυσσασμένος σάτυρος πίσω από όμορφες θνητές, που λίγο αργότερα η Ήρα εξόντωνε. Φαινόταν ο Ποσειδώνας να βουλιάζει καράβια με τις φουρτούνες του κι η Δήμητρα να φέρνει ξηρασία και λιμό. Φαινόταν η Αφροδίτη να διαλύει γάμους που δεν ενέκρινε και ο Απόλλων με τον Ερμή να τσακώνονται σαν παιδάρια για μια νύμφη. Φαινόταν η Άρτεμις να σκοτώνει κυνηγούς που πατούσαν στα δάση της, η Εστία να σβήνει τις φωτιές των σπιτιών, ο Άδης να χαίρεται με τους πολέμους, ο Άρης να παρακολουθεί χαρούμενος τους γύπες του να κατασπαράζουν τους νεκρούς, ο Διόνυσος να μεθά και να τρελαίνεται κι η ίδια η Αθηνά να...

Η θεά των Τεχνών, αφήνοντας την οργή της να ξεσπάσει, άρπαξε το υφαντό της Αράχνης και το έσκισε μανιασμένα. Αφού πέταξε τα κομμάτια του γύρισε προς το μέρος της, κοιτώντας τη με όλη της την αγανάκτηση. Ήταν η πρώτη φορά που η Αράχνη ένιωσε φόβο.

"Σε προειδοποίησα, Αράχνη. Η ύβρις πληρώνεται με αίμα. Η νέμεση σβήνει μόνο με την τίση. Κι αυτή είναι η μοίρα σου. Για να παραδειγματιστούν όλοι και να μάθουν ότι είναι η μεγαλύτερη αμαρτία να περιφρονούν τους θεούς που τους ευλογούν!"

Κι αμέσως, έψαλε ένα ξόρκι και τη μεταμόρφωσε σε ένα μικρό έντομο με οχτώ πόδια. Για πάντα ήταν καταδικασμένη να υφαίνει έναν πανέμορφο ιστό, τον οποίο αργά ή γρήγορα κάποιος θα κατέστρεφε. Αυτή ήταν η αράχνη.

~*~

Η Μέδουσα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που γέννησε ποτέ η γη της Αθήνας. Είχε κατάλευκο κι αψεγάδιαστο δέρμα, μαύρα μαλλιά μεταξένια και δυο τεράστια πράσινα μάτια σαν σμαράγδια. Έμοιαζε ευλογημένη από την ίδια την Αφροδίτη.

Ένα βράδυ, είδε στον ύπνο της την Αθηνά να της μιλά χωρίς να βγάζει λαλιά. Οι μάντεις της εξήγησαν ότι η θεά την προσκαλούσε στο ιερό της. Κι έτσι, η Μέδουσα έγινε ιέρεια στον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Ήταν από όλες η πιο ταπεινή, εργατική κι ευσεβής, για αυτό κι έγινε γρήγορα αρχιέρεια. Κι η Αθηνά χαιρόταν που μια τόσο αξιόλογη νέα προσευχόταν νερά νύχτα σε αυτή.

Μια μέρα την είδε από τον ουρανό ο Ποσειδώνας, ο θεός της θάλασσας, και την ερωτεύτηκε παράφορα, τόσο έντονα που δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Έτσι, την πλησίασε δειλά και της συστήθηκε. Ήταν μοιραίο να τον ερωτευτεί κι αυτή. Άλλωστε, ένας θεός ήταν ακαταμάχητος. Και τότε έκανε το μεγαλύτερο λάθος. Ένα βράδυ που γιόρταζαν στην Αθήνα τη γέννηση της Αθηνάς η Μέδουσα δεν μπορούσε να φύγει από τον ναό κι όταν την επισκέφτηκε ο Ποσειδώνας δεν κατάφερε να ελέγξει την ορμή και το πάθος του. Ολοκλήρωσαν τον έρωτά τους μέσα στον ναό της Αθηνάς.

Θύμωσε, οργίστηκε και βρόντησε η Αθηνά, βλέποντας αυτή την άσεμνη πράξη μέσα στο ιερό της, αγανακτισμένη από την αδιαφορία του Ποσειδώνα και την αφέλεια της αγαπημένης της ιέρειας. Πληγώθηκε τόσο, που πριν καν το συνειδητοποιήσει, βρέθηκε μπροστά τους, αιωρούμενη στον αέρα σαν αερικό.

"Εσύ, Ποσειδώνα, που ατίμασες το ιερό μου θα τιμωρηθείς από τον Δία όσο πιο σκληρά γίνεται. Όσο για σένα Μέδουσα, που τόλμησες να κοιτάξεις λάγνα αρσενικό, παρά τον όρκο που είχες δώσει για αγνότητα, θα φροντίσω να μην μπορέσεις ξανά ούτε να μιλήσεις σε όποιον σε κοιτάζει!"

Πριν προλάβει να αντιδράσει η ντροπιασμένη νέα, η Αθηνά επικαλέστηκε τον Αιθέρα, τη Νύχτα και την Εκάτη και τη μεταμόρφωσε σε ένα αποκρουστικό πλάσμα. Το δέρμα της πρασίνισε, τα μάτια της κιτρίνισαν, τα νύχια της κύρτωσαν και τα μαλλιά της αντικαταστάθηκαν από πράσινα και χρυσά φίδια, με άδεια μάτια, σαν τυφλά. Η Αθηνά της έδωσε ένα κάτοπτρο να κοιταχτεί κι όταν το έκανε, η Μέδουσα κατατρόμαξε και ούρλιαξε, αφήνοντας μια κραυγή που θύμιζε δράκοντα παρά άνθρωπο.

"Όποιον κοιτάζεις, θα πετρώνει. Αν φύγεις από εκεί που θα σε στείλω, χάθηκες. Αν δε σε σκοτώσει κάποιος, θα μείνεις αθάνατη. Σε στέλνω στα πέρατα του κόσμου, στο νησί των Γοργόνων, όπου θα ζήσεις για πάντα. Αυτή είναι η τιμωρία σου."

Έτσι κι έγινε. Η Μέδουσα έφυγε κι έζησε με τις Γοργόνες για το υπόλοιπο της ζωής της. Ο Ποσειδώνας από την άλλη, δεν έλαβε καμία τιμωρία για το αδίκημά του, πράγμα που εξόργισε περισσότερο την Αθηνά, γιατί ο Δίας θεώρησε ότι δεν άξιζε καμία τιμωρία για τέτοιο παράπτωμα.

~*~

Ο Ιάσονας έτρεξε ξοπίσω της Μήδειας και δυσκολευόταν να την προλάβει, διότι η κόρη του Αιήτη ήταν υπερβολικά γρήγορη. Ωστόσο, την ξεχώριζε μέσα στο πλήθος κι αυτό του αρκούσε.

Κάποια στιγμή η Μήδεια σταμάτησε να τρέχει κι ακινητοποιήθηκε. Ο Ιάσονας άδραξε την ευκαιρία και την πλησίασε, μα όταν άπλωσε το χέρι να την αγγίξει, δεν έπιασε τίποτα. Η γυναίκα του εξαφανίστηκε στον αέρα.

Απογοητευμένος, ο κατά τα φαινόμενα νεαρός, επέστρεψε στο σημείο από όπου ξεκίνησε το κυνηγητό κι άρχισε να ψάχνει για την Ήρα, ελπίζοντας ότι αυτή είχε καλύτερη τύχη από τη δική του.

~*~

Η Αφροδίτη, έχοντας πλήξει από την θέα των όπλων και του μίσους στα μάτια των γυναικών, έφυγε από το σπίτι και έκανε μια βόλτα με τα πόδια, ενώ σκεφτόταν πώς θα επέστρεφε την Αριάδνη στον Διόνυσο. Τότε, που είχε όλες τις τις δυνάμεις, κατάφερε και πλάνησε τον Θησέα, πείθοντας του ότι ήταν θεϊκό θέλημα να μη ζήσει με την Αριάδνη. Έτσι, αυτός με βαριά καρδιά την είχε αφήσει μόνη στην κι από εκεί την διέσωσε ο Διόνυσος, ακριβώς όπως το είχαν σχεδιάσει. Αυτή τη φορά, δε θα ήταν τόσο εύκολο. Οι δυνάμεις της δεν είχαν επιστρέψει ολοκληρωτικά, έπρεπε να προσπαθήσει πολύ περισσότερο και να χρησιμοποιήσει όλες τις ικανότητες που διέθετε.

Ξεκίνησε από το πιο εύκολο. Έφερε την εικόνα της Αριάδνης στο μυαλό της και την εικόνα του Διονύσου. Τους σκέφτηκε αγκαλιασμένους κι ερωτευμένους. Έχοντας ακόμα αυτή τη σκέψη, κάλεσε ένα περιστέρι και το έστειλε στο Σούνιο, στο σπίτι του Ποσειδώνα, για να ψιθυρίσει τον έρωτα του Διονύσου στο αυτί της Αριάδνης και να την κάνει να θυμηθεί τα ευτυχισμένα χρόνια της μαζί του. Αφού τελείωσε και με αυτό, ζωγράφισε το ζευγάρι σε έναν πάπυρο που είχε φέρει από το παλάτι της στον Όλυμπο και το έρανε με ροδόνερο, πέταλα από κρίνους και γύρη από νάρκισσο, ψιθυρίζοντας ευχές για ευτυχία μαζί και δυστυχία χώρια. Αν ήταν μακριά, η Αριάδνη δε θα χαιρόταν ποτέ δίπλα στον Θησέα. Αφού ολοκλήρωσε την πράξη της, πήρε στα χέρια της τον πάπυρο, φώναξε γένητω και με ένα μόνο βλέμμα της το τύλιξε στις φλόγες. Ένα τέτοιο ξόρκι μόνο η θεά έπρεπε να το δει και κανένας άλλος.

~*~

Ο Οδυσσέας δεν επαναπαύτηκε μετά τα καλά νέα για την Αταλάντη. Άλλωστε, η Αθηνά τον είχε διατάξει να εντοπίσει το συντομότερο τον Διομήδη. Κι αυτό ακριβώς έκανε. Τον αναζήτησε στο Διαδίκτυο, σε τηλεφωνικούς καταλόγους, σε όλα τα μέρη που είχε ταξιδέψει κάποτε, όμως δεν τον εντόπισε. Έπρεπε να πάει να τον ψάξει ο ίδιος. Ήταν βέβαιος ότι το έμφυτο χάρισμα του θα τον βοηθούσε πολύ περισσότερο από μερικά χάρτινα ή ψηφιακά βοηθήματα.

Αφού η Αθηνά επέστρεψε με την Αταλάντη και την Άρτεμη, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να της αναφέρει την μηδενική πρόοδό του και να την ενημερώσει για την πρόθεσή του να φύγει.

"Αν αυτό πιστεύεις ότι πρέπει να γίνει, κάνε το," ήταν η μόνη απάντηση της Αθηνάς. "Συντόμευε όμως."

Έπειτα, τα μάτια της παρατήρησαν τη συγκινητική επανένωση της Αταλάντης και του Ηρακλή, που ήταν σύντροφοι στην Αργοναυτική Εκστρατεία και μοιράζονταν έναν ιδιαίτερο δεσμό, γιατί αυτοί ήταν οι μόνοι που επικεντρώνονταν στον στόχο τους περισσότερο από όλους.

Η φιγούρα της Αταλάντης έπεσε στην αγκαλιά του γιγαντόσωμου Ηρακλή, που την πήρε στα χέρια του και τη στριφογύρισε σαν παιδί γύρω του.

"Δεν πίστευα ότι θα σε ξανάβλεπα ποτέ, φίλε μου," του είπε χαρούμενη η Αταλάντη.

"Ούτε τώρα, που όλα μοιάζουν να αναβιώνουν;" Την πείραξε ο Ηρακλής. "Ειλικρινά, πιστεύω ότι σε λίγο ο Ιάσων θα μας ζητήσει να ξαναπάμε στην Κολχίδα ή ο Ευρυσθέας θα αναστηθεί και θα με υποβάλει ξανά σε δώδεκα άθλους."

Οι δυο τους γέλασαν κι η Αθηνά χάρηκε με τη χαρά του αδερφού της. Γύρισε στον Οδυσσέα και ένευσε, δηλώνοντας την αποδοχή της για το σχέδιό του. Ύστερα, ανέβηκε στο δωμάτιό της, για να ξεκουραστεί και ζήτησε να μην την ενοχλήσουν, εκτός κι αν ήταν για κάτι πάρα πολύ σοβαρό.

Ένιωσε ότι το ξόρκι με το κεφάλι της Μέδουσας είχε απορροφήσει όλη της την ενέργεια. Έκανε ένα κρύο μπάνιο, που της θύμιζε τους καιρούς που λούζονταν σε καταρράκτες, κι έκατσε στο γραφείο της, με σκοπό να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις της. Σύντομα θα είχε τον Διομήδη κι όταν ο Ηρακλής τον εντόπιζε, θα είχε και τον Περσέα, άρα και την Ανδρομέδα πιθανόν. Αναρωτιόταν τι έλειπε από τη Συμμαχία της. Είχε παντοδύναμους πολεμιστές, αλάθητους τοξότες, ικανούς στρατηγούς, ταχύτατους αθάνατους, όμως κάτι έλειπε.

Εκείνη τη στιγμή, της χτύπησε την πόρτα ο Ερμής, κρατώντας ένα πιάτο με μια γενναιόδωρη δόση μοσχάρι στιφάδο από τα χέρια της Αρτέμιδας. Η Αθηνά θαύμασε την αντοχή της αδελφής της, μόνο που σταμάτησε όταν θυμήθηκε ότι εκείνη δεν είχε εκτελέσει ένα ξόρκι που την αποδυνάμωσε. Ευχαρίστησε τον Ερμή, δέχτηκε με χαρά το φαγητό και το καταβρόχθισε, νιώθοντας αμέσως την ενέργειας της να ενισχύεται.

Μετά από αυτό, επέστρεψε στη δουλειά της κι έμεινε να σβήνει και να γράφει συνέχεια, μέχρι που το φεγγάρι είχε ανεβεί για τα καλά στον ουρανό κι άκουσε άλλη μια φορά να της χτυπούν την πόρτα.

Χτύπησε τρεις φορές. Δυνατά, μα διακριτικά, για να μη με ξυπνήσει, αν κοιμόμουν. Με σιγουριά και αποφασιστικότητα, μα και ένα βάρος στην ψυχή. Ξέρω ποιός είναι.

"Πέρασε, Οδυσσέα."

Ο γιος του Λαέρτη πέρασε άηχα στο δωμάτιό της, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

"Θα πάω να βρω τον Διομήδη," της ανακοίνωσε. "Θα φύγω τώρα, με τη βραδινή πτήση για Κωνσταντινούπολη και μετά θα πάρω λεωφορείο για την Τροία. Αν δεν είναι εκεί, θα τον ψάξω στο Άργος κι αμέσως μετά στη Σικελία ή στη Ρώμη."

"Να έρθω μαζί σου;"

"Δε θα χρειαστεί. Άλλωστε, εδώ σε χρειάζονται περισσότερο."

"Καλό ταξίδι, λοιπόν."

Ακόμα και στο αχνό φως του φεγγαριού μπορούσε να διακρίνει το αριστερό του φρύδι να ανασηκώνεται.

"Αυτό μόνο έχεις να μου πεις;"

"Τι άλλο θέλεις;" Απόρησε η Αθηνά. "Μήπως να σου κουνήσω το μαντήλι; Δε νομίζεις ότι είναι αργά πια για τέτοιους αστεϊσμούς μεταξύ μας;"

Ο Οδυσσέας απλώς χασκογέλασε για λίγο και άφησε τη ματιά του να παραμείνει στη σελήνη με μια κάποια μελαγχολία.

"Έτσι ακριβώς σε θυμάμαι να την κοιτάς κι εκείνα τα αμέτρητα βράδια στο νησί της Καλυψούς," δε μπήκε καν στον πειρασμό να του κρύψει η θεά της Σοφίας.

"Ακόμα δεν έχω αποφασίσει αν ήταν για καλό ή για κακό όλα αυτά που συνέβησαν σε εκείνο το μέρος όλα αυτά τα χρόνια που έμεινα," της εκμυστηρεύτηκε ο Οδυσσέας, χωρίς να τολμά να την κοιτάξει.

"Δεν πιστεύω ότι υπήρξε μεγαλύτερο σφάλμα στην αιώνια ζωή μου από αυτό," συνέχισε η Αθηνά, σαν να τον αγνοούσε. "Σε άφησα για εφτά ολόκληρα χρόνια να σαπίσεις στο σπηλιόσπιτο αυτής της διψασμένης για ηδονή και αντρική μυρωδιά νύμφης. Απλώς γερνούσες κι έμενες στάσιμος κι άπραγος· ο πιο έξυπνος κι ευρηματικός άνδρας που γεννήθηκε ποτέ! Όμως, έτσι έπρεπε να γίνει, δεν είχα άλλη επιλογή. Το είχα συμφωνήσει με τον Ποσειδώνα. Θα έμενες στην Καλυψώ για πάντα κι έτσι θα σου συγχωρούσε την τύφλωση του καταραμένου Πολύφημου. Με την πρώτη ευκαιρία, βέβαια, ανέλαβα δράση και φρόντισα να φύγεις για την πατρίδα σου αμέσως."

"Αν δεν έλειπε δηλαδή ο Ποσειδώνας στην Αιθιοπία, θα ήμουν ακόμα με την Καλυψώ;"

"Δεν περνούσες καλά μαζί της;" Ρώτησε η θεά, κατηγορώντας τον ανοιχτά. "Θυμάμαι ότι δε σε έτρωγε η λαχτάρα του νόστου, μα η λαχτάρα για το αθάνατο κορμί της νύμφης. Δεν επιθυμούσες τον γιο σου, που είχε μάθει να σε αγαπά από τις διηγήσεις της μάνας του, μα επιθυμούσες τη συνεύρεση με την θεογέννητή σου πόρνη. Για εφτά ολόκληρα χρόνια σου είχε δηλητηριάσει το νου αυτή η πλανεύτρα."

"Κι εσύ δε με βοήθησες!" Της αντιγύρισε την κατηγορία εκείνος.

"Οι έρωτες δεν είναι το χωράφι μου. Αυτές ήταν, είναι και θα είναι υποθέσεις της Αφροδίτης, από τις οποίες έχω εσκεμμένα επιλέξει να απέχω."

"Αν δε σου άρεσε η κατάληξή μου, ας με ελευθέρωνες εσύ κι ας μην περίμενες για την απουσία του Ποσειδώνα."

"Ανέκαθεν σου άρεσαν οι παράνομες," του φώναξε σχεδόν η Αθηνά, ενώ σηκώθηκε από το γραφείο της και στάθηκε μπροστά του, εμποδίζοντας τη θέα του φεγγαριού. "Ο άνομος καρπός σε ενθουσίαζε, πόσο μάλλον ο θεϊκός. Όσο κι αν προσπάθησα, δεν ξεχνώ την Κίρκη, την Καλυψώ, τη Ναυσικά. Κι ούτε εκείνες στην Άλλη Πλευρά στη Ρώμη. Ακόμα κι η μυρωδιά της γυναίκας σε έκανε να ξεχνάς τα πάντα· σπίτι, βασίλειο, σύζυγο, παιδί και κάθε άλλο στόχο. Δούλος στα πόδια της πρώτης τυχούσας εσύ, ο πιο ευφυής άνδρας που γέννησε ποτέ γυναίκα!"

"Δε σου επιτρέπω να με κρίνεις!" Της αντιμίλησε ο Οδυσσέας.

"Κι εγώ δε σου επιτρέπω να αμαυρώνεις το όνομά μου!" Τον απέτρεψε από το να πει έστω και μια λέξη παραπάνω η θεά. "Οι καιροί έχουν αλλάξει, τώρα όλοι ξέρουν ότι είσαι προστατευόμενος μου με σιγουριά. Κι όμως, ακόμα δεν αντιστάθηκες στον πειρασμό της γυναικείας σάρκας στη Ρώμη." Εκεί, έκανε μια παύση, για να ηρεμήσει τα τεντωμένα της νεύρα και να χαμηλώσει τη φωνή της. "Με έχεις απογοητεύσει και σου δηλώνω ότι αν επιστρέψεις από το ταξίδι σου χωρίς τον Διομήδη, θα σε στείλω πίσω στον Κάτω Κόσμο. Δεν μπορώ να ασχολούμαι με άλλο ένα πρόβλημα, όταν μετά βίας διαχειρίζομαι τα ήδη υπάρχοντα."

Ο Οδυσσέας την κοίταξε σαστισμένος και πληγωμένος ταυτόχρονα.

"Θα με στείλεις πίσω στον Κάτω Κόσμο;" Απόρησε, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει τη σκληρότητα του λόγου της. "Δεν πρόκειται να συμβεί αυτό. Δε θα σε απογοητεύσω ξανά. Στο υπόσχομαι," της είπε τελικά, με λίγο περισσότερη αυτοπεποίθηση.

Ύστερα, απομακρύνθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Μόνο τότε συνειδητοποίησαν κι οι δυο ότι είχαν έρθει επικίνδυνα κοντά μαζί με τις βαριές κουβέντες που αντάλλαξαν. Απείχαν ελάχιστα δέκατα του μέτρου, πράγμα που δε συνήθιζαν.

"Δεν έμεινα κοντά σε καμία ποτέ," ήταν τα τελευταία λόγια του Οδυσσέα, πριν ανοίξει την πόρτα κι εξαφανιστεί. "Έφυγα από την Κίρκη κι από την Καλυψώ κι από τη Ναυσικά κι από τις γυναίκες στη Ρώμη. Εσένα ακολούθησα και δίπλα σε εσένα έχω επιλέξει να μείνω. Κι όχι γιατί με πρόσταξε κάποιος Θεός, μα επειδή το αποφάσισα εγώ ο ίδιος. Επίσης, θα σου πρότεινα να διαλέξεις έναν μάγο ή μάντη για τη συμμαχία. Μόνο ένας τέτοιος μας λείπει, τουλάχιστον με βάση αυτά που είχες σημειώσει."

Η Αθηνά έμεινε να κοιτά εμβρόντητη το σημείο όπου πριν λίγες στιγμές βρισκόταν ο προστατευόμενος της. Είχε δίκιο ο θνητός, εκείνη είχε επιλέξει από την αρχή κι όμως δεν το είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα, απορώντας τι είχε αλλοιώσει και διαστρεβλώσει την κρίση της. Όσο για την ευφυέστατη παρατήρηση και πρότασή του για τον μάγο, δεν μπορούσε παρά να νιώσει περήφανη. Στο κάτω κάτω, αυτή τον είχε ευλογήσει, όχι η Αφροδίτη ή η Ήρα. Άθελα της χαμογέλασε στη σκέψη.

Ένας μάγος μόνο καλό θα μπορούσε να μας κάνει, σκέφτηκε και άνοιξε τον υπολογιστή της, αναζητώντας το πρώτο όνομα που της ήρθε στο μυαλό κι ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για το πλέον κατάλληλο.

Μήδεια.

~*~

Η Νέμεση αποδείχτηκε πολύτιμος σύμμαχος από την πρώτη κιόλας στιγμή που συμφώνησε να βοηθήσει τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτη. Ήταν πολύ δυνατή, αυτό το γνώριζαν ήδη, γιατί, σε αντίθεση με τους περισσότερους Θεούς, η Νέμεση είχε επιβιώσει μέσα στους αιώνες όχι απλά σαν θεά μα και σαν λέξη, που συχνά πρόφεραν οι άνθρωποι εννοώντας την εκδίκηση και τη μνησικακία. Ακούσια με αυτόν τον τρόπο υμνούσαν τη θεά και στο όνομά της διέπρατταν εγκλήματα ασύλληπτα, με τόσο αίμα που αρκούσε να θρέψει όχι μια αλλά δέκα θεές. Κι έτσι, η Νέμεση δεν είχε χάσει ούτε σπιθαμή από τη δύναμή της, που τώρα ήταν πρόθυμη να διαθέσει για τον σκοπό τους. Όμως, αυτό ήταν μόνο η αρχή.

"Περιμένετε ως το βράδυ, μέχρι το ρολόι να σημάνει δύο και θα σας παρουσιάσω κάτι που θα σας ενθουσιάσει," τους είπε με ένα αινιγματικό βλέμμα, καθώς έτρωγαν σε ένα ταβερνάκι, κρυμμένο σε ένα ημιυπόγειο, που λίγοι γνώριζαν.

"Τι δηλαδή;" Απόρησε η Αμφιτρίτη, αγνοώντας συνεχώς την περίεργη ματιά του Ποσειδώνα πάνω της. Ήταν εντελώς διαφορετική με καστανά μαλλιά και ρούχα θνητών.

"Δεν μπορώ να αποκαλύψω τώρα," απάντησε η Νέμεση. "Δεν μπορώ ποτέ να ξέρω ποιός με ακούει. Μπορώ μόνο να σας πω ότι είναι ένας γιος του Ποσειδώνα που δε θέλει να θυμάται, όμως είναι το τελειότερο κι ομορφότερο πλάσμα που υπήρξε ποτέ."

Αυτό ήταν αρκετό για να εξάψει ακόμα περισσότερο την περιέργεια των δύο θεών, τον καθέναν για διαφορετικούς λόγους. Ο Ποσειδώνας αναρωτιόταν ποιό παιδί του ήθελε να ξεχάσει κι όμως ήταν τόσο όμορφο. Η Αμφιτρίτη πάλι απορούσε πώς ήταν δυνατόν ο άνδρας της να ένιωθε ντροπή για ένα παιδί που μέχρι κι η Νέμεση -που πάντα μετρούσε τα λόγια της- είχε επαινέσει.

Εξαιτίας αυτής της αγωνίας και της ακόρεστης περιέργειας, οι ώρες κύλησαν βασανιστικά, μέχρι το ρολόι να σημάνει δύο. Όταν αυτό έγινε, η Νέμεση τους είπε να την ακολουθήσουν και τους οδήγησε σε ένα απόμερο μέρος, γεμάτο βάλτους και πανήψηλες καλαμιές.

"Εδώ βρίσκεται ένα από αυτά που θα καθορίσουν τη διαδοχή του μεγάλου Δία," τους αποκάλυψε, δείχνοντας με το χέρι της έναν νεαρό άνδρα που σκάλιζε με ένα καλάμι τα νερά του βάλτου.

Η Αμφιτρίτη πλησίασε και κοίταξε καλύτερα τον άνδρα, ο οποίος κάποια στιγμή σήκωσε το πρόσωπό του και τους κοίταξε, αναγνωρίζοντας αμέσως τους τρεις θεούς. Σηκώθηκε όρθιος και υποκλίθηκε μπροστά τους. Οι ελάχιστες στιγμές που τον είδε, ήταν αρκετές για να τον ταυτοποιήσει.

"Ο Βελλερεφόντης," αναφώνησε έκπληκτη η βασίλισσα της Θάλασσας. "Ο εγγονός του Σισύφου και φονιάς της Χίμαιρας. Μα πώς είναι αυτός καταλύτης; Δεν είναι γιος του άνδρα μου! Αν ήταν θα το ήξερα!"

"Δεν μιλώ για αυτόν," την διέκοψε η Νέμεση με μια κίνηση του χεριού της. "Μα για αυτόν," της είπε, δείχνοντας ένα λευκό άλογο πίσω από μια μεγάλη σειρά με καλαμιές.

Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη, όταν το πανέμορφο άλογο άνοιξε τα ολόλευκα φτερά του και πέταξε προς το μέρος τους.

"Ο Πήγασος," προφερε το όνομα που είχαν όλοι στο μυαλό τους η Νέμεσις. "Το ωραιότερο πλάσμα από όλα. Γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Ξεπήδησε από τον λαιμό της όταν ο Περσέας της έκοψε το κεφάλι κι από τότε οποίος τον δει και τον δαμάσει, θεωρείται ευλογημένος από τους Θεούς. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που θα νικήσουν τον πόλεμο."

~*~

Η Ήρα χρειάστηκε περίπου δυο ώρες για να χαθεί κάθε εκατοστό πέτρας από πάνω της. Όλη αυτή την ώρα, η γυναίκα του Δία καταριόταν την Αθηνά, ενώ αναρωτιόταν πού στον Άδη ήταν ο Ιάσονας και δεν την είχε βρει ακόμα. Μόνο όταν επανήλθε πλήρως τον αναζήτησε η ίδια και τον βρήκε να περιφέρεται στον δρόμο σαν χαμένος από δρόμο κι από νου.

"Πού ήσουν;" Τη ρώτησε μόλις την αντίκρισε. "Σε έψαχνα τόσες ώρες."

"Δεν πέτυχες και πολλά πάντως," αποκρίθηκε με πικρία η θεά.

"Δεν ξέρω," προσπάθησε να απολογηθεί ο Ιάσων. "Ένιωθα σαν να έχανα τον προσανατολισμό μου. Ίσως ήμουν απλά ταραγμένος επειδή είδα τη Μήδεια και έτρεξα για να τη φτάσω-"

"Είναι η Μήδεια εδώ;" Αναφώνησε έκπληκτη η Ήρα. "Ανόητε, είναι πανίσχυρη μάγισσα κι εσύ την κυνηγήσες! Σίγουρα θα σου έκανε το ξόρκι του αποπροσανατολισμού για να μην τη βρεις!"

Πριν συνεχίσει, γλίστρησε το μπράτσο της μέσα στο δικό του και άρχισε να παραπατά προς το μέρος που είχαν παρκάρει.

"Όσο πιο μακριά είσαι από αυτή, τόσο πιο εύκολα θα εξασθενήσει το ξόρκι. Φεύγουμε από εδώ. Θα πάμε στη Σπάρτη."

"Τι δουλειά έχουμε εκεί;"

"Θα βρούμε την πιο σκανδαλώδη γυναίκα, που ο άνδρας μου είχε τη φαεινή ιδέα να κάνει θεά," του απάντησε η Ήρα. "Την Ωραία Ελένη."

"Ας πάμε τότε," είπε υποχωρητικά ο Ιάσων, τρίβοντας τους κροτάφους του κουρασμένα. "Εσύ πού ήσουν τόση ώρα; Δεν βρήκες την Αταλάντη;"

"Θα σου πω στον δρόμο τι μου συνέβη. Ετοιμάσου να εκπλαγείς."

~*~

Ο εντοπισμός της Μήδειας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η Αθηνά αυτό το ήξερε κι έτσι αποφάσισε να ακολουθήσει τον παραδοσιακό τρόπο εύρεσής της. Ο μεγάλος δάσκαλος της, ο Προμηθέας, της είχε πει κάποτε ότι ο μάγος μόνο με μάγια βρίσκεται και μόνο με μάγια νικιέται. Οτιδήποτε είχε ακούσει από εκείνον το αποστήθιζε και το φυλούσε στο μυαλό της σαν θησαυρό. Καμία συμβουλή του δεν είχε λαθέψει ποτέ κι ήταν βέβαιη ότι αυτή δε θα ήταν η εξαίρεση.

Πήρε μια μαρμάρινη λεκάνη που είχε σκαλίσει η ίδια πριν πέντε χιλιάδες χρόνια και τη γέμισε ως το χείλος με νερό. Τη ράντισε με νέκταρ, έριξε τρεις σταγόνες αίμα ταύρου και δέκα πρέζες άμμο από την Άπω Ανατολή. Τελείωσε με ένα σπάνιο βότανο, το μαυρούνι, που φύτρωνε μονάχα στα βράχια του Καυκάσου και του Βυζαντίου, που ήταν κοντά στην Κολχίδα, την πατρίδα του στόχου της.

Ανακάτεψε το μείγμα με τα χέρια της και με μια κίνηση του κεφαλιού της, φούντωσε φωτιά. Μια φωτιά σμαραγδένια, που στα άκρες της γινόταν γαλανή.

Η Αθηνά ακίνητη και χωρίς καν να ανοιγοκλείνει τα μάτια της, έτεινε τα χέρια της και άφησε τις φλόγες να τα αγγίζουν. Κάποτε δεν είχε να φοβάται, όμως τώρα πίστευε ότι αν δεν πετύχαινε σύντομα, οι φλόγες θα την έκαιγαν.

"Στο όνομα της δασκάλας μου, της μεγάλης Εκάτης, καλώ τη μεγαλύτερη μάγισσα που υπήρξε ποτέ, τη Μήδεια, κόρη του Αιήτη κι εγγονή του Ηλίου."

Ένιωθε τη θερμοκρασία να ανεβαίνει. Η φωτιά την επηρέαζε. Στάλες ιδρώτα έσταζαν στο μέτωπο και στους κροτάφους της.

"Επικαλούμαι τη Μήδεια, που λατρεύει την Εκάτη όσο εγώ."

Η φωτιά της έκαιγε τα χέρια. Τα έβλεπε να κοκκινίζουν και να μαυρίζουν σχεδόν.

"Άκουσε με Μήδεια, όπως πάντα σε άκουγα εγώ."

Ο πόνος την έσφαζε. Μετά βίας κρατούσε το ουρλιαχτό και τον λυγμό που ανέβαινε στον λαιμό της. Αν ούρλιαζε, θα την άκουγαν και θα έρχονταν να δουν τι συμβαίνει. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη κι αν κάποιος έβλεπε το ξόρκι, δεν πρόκειται να πετύχαινε. Υπέμεινε τον πόνο και προσπάθησε σκληρότερα.

"Εκάτη, σα μάνα μου στάθηκες, σαν αδελφή με σύντρεξες. Με διέταξες να την προστατεύσω κι αυτό έκανα χωρίς ποτέ να ζητήσω αντάλλαγμα. Τώρα ζητώ μόνο να της μιλήσω. Σε παρακαλώ, δε γίνεται αλλιώς, χρειάζομαι τη δύναμή της."

Άρχισε να νιώθει το κάψιμο στα χέρια της κι ήθελε να λιποθυμήσει. Τελικά, η δύναμή της δεν είχε επανέλθει. Ήταν παράτολμο να προσπαθήσει δυο ξόρκια σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ήταν επιπόλαιο-

Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε τις φλόγες να υποχωρούν. Μόνο ενα πράγμα σήμαινε αυτό.

Ο πόνος άρχισε να καταλαγιάζει κι αναστέναξε από ανακούφιση. Ένα πρόσωπο εμφανίστηκε στο χρωματισμένο νερό, ένα πρόσωπο που γνώριζε πολύ καλά.

"Αθηνά," της είπε η Μήδεια, με ένα ίχνος χαμόγελου. "Είμαι περίεργη να μάθω τον λόγο που με κάλεσες. Η τελευταία φορά ήταν όταν ακόμα υπήρχε το Βυζάντιο."

"Αυτή τη φορά είναι πολύ πιο σοβαρό, Μήδεια," μπήκε κατευθείαν στο θέμα η θεά. "Είναι πολλά περισσότερα σε κίνδυνο και η βοήθεια σου μου είναι πολύτιμη."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το κεφάλαιο! Ελπίζω να σας άρεσε! Περιμένω γνώμες στα σχόλια!

Στο επόμενο θα δούμε:

Την συνάντηση Αθηνάς και Μήδειας

Τη συνάντηση Ωραίας Ελένης και Ήρας

Δύο ολοκαίνουριους ήρωες που μας φέρνει ο Άρης, έναν άνδρα και μια γυναίκα

Την αναζήτηση του Διομήδη από τον Οδυσσέα

Τη φυγή του Ηρακλή για την αναζήτηση του Περσέα

Και μερικά flashbacks που θα σας αρέσουν πολύ!

Αλήθεια, ποιοί πιστεύετε ότι είναι οι καταλύτες που θα κερδίσουν τον πόλεμο;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top