Η Φωτιά και Ο Άνεμος
Ο Καλυδώνιος Κάπρος. Μια τιμωρία σταλμένη από τη θεά Άρτεμη, ενσαρκωμένη σε ένα τεράστιο, λυσσασμένο αγριογούρουνο που ρήμαζε τα πάντα, όπου κι αν πήγαινε. Σκότωνε γεωργούς, ζώα, κατέστρεφε καλλιέργειες, διέλυε περιουσίες και τσάκιζε ανθρώπινα κόκαλα με τους χαυλιόδοντες του. Κι έτσι η γη της Αιτωλίας άρχισε να ερημώνει και να χάνονται αγαθά και άνθρωποι. Αυτό η Άρτεμις το έκανε επειδή ο βασιλιάς της Αιτωλίας, ο Οινέας, είχε προσφέρει τιμητικά μέρη από τις πρώτες σοδειές ως αφιερώματα σε όλους τους θεούς, λησμονώντας την ίδια· ο Κάπρος έμοιαζε η τέλεια κύρωση.
Ο πρωτότοκος γιος του Οινέα ονομαζόταν Μελέαγρος. Αυτός είχε την ιδέα να διοργανώσουν ένα κυνήγι στο οποίο θα συμμετείχαν άνδρες τολμηροί και θα σκότωναν τον Κάπρο. Ο βασιλιάς πατέρας του δέχτηκε και σύντομα αγγελιοφόροι έφυγαν σε όλη την Ελλάδα. Μέσα σε σχεδόν δυο εβδομάδες, η Αιτωλία γέμισε από θαρραλέους ήρωες, ξακουστούς στα πέρατα του κόσμου. Ο Ιάσονας, ο νόμιμος διάδοχος της Ιωλκούς· ο Θησέας, ο μόλις εστεμμένος βασιλιάς της Αθήνας μαζί με τον νέο του φίλο τον Πειρίθου, ο Αγκαίος ο Τεγεάτης με τον αδερφό του τον Κηφέα, οι Διόσκουροι της Σπάρτης και της Μεσσηνίας, ο Ιφικλής κι ο Ιόλαος, ο Λαέρτης, ο Πηλέας, ο Τελαμώνας, ο Νέστορας, ο Άδμητος από τις Φερές της Θράκης, ο Ευρυτίων από τη Φθία, ο Αμφιάραος από το Άργος, ακόμα κι ο Μέγας Ιατρός Ασκληπιός. Ανάμεσα σε αυτούς τους αξιόλογους νέους που έφταναν τους σαράντα τέσσερις, ανήκε και ο ενάρετος Μελέαγρος. Μια ημέρα πριν την έναρξη του κυνηγιού, εμφανίστηκε στην Αιτωλία μια γυναίκα κυνηγός, με την ευλογία της θεάς Αρτέμιδας. Την έλεγαν Αταλάντη κι ήταν κόρη του βασιλιά Ιασίωνα από την Αρκαδία· αυτή που ο πατέρας δεν ήθελε μια που επιθυμούσε γιο και την άφησε να τη φάνε τα άγρια ζώα και για καλή τύχη της μεγάλωσε με μια οικογένεια αρκούδων. Αυτή ήταν η πιο γρήγορη δρομέας, η πιο ικανή κυνηγός και η πιο ανίκητη παλαίστρια.
Όλοι τη γνώριζαν την Αταλάντη, γιατί είχε ξεχωρίσει στην Αργοναυτική Εκστρατεία και γιατί τους είχε εξευτελίσει, όταν ήταν η μόνη που δέχτηκε να παλέψει με τον Πηλέα, τον μεγαλύτερο παλαιστή του κόσμου, ενώ όλοι οι υπόλοιποι δείλιαζαν. Έτσι, σχεδόν όλοι οι εργένηδες πρίγκιπες της Ελλάδας ήταν μυστικά ερωτευμένοι με την Αταλάντη και είτε της το έδειχναν με απόλυτη ευγένεια είτε με απόλυτη αγένεια.
Μόλις ξεκίνησε το κυνήγι, οι σαράντα πέντε ήρωες πήραν τα όπλα τους και περπάτησαν μέσα στο δάσος όπου φώλιαζε το τέρας. Κι ενώ προχωρούσαν όλοι μαζί, οι δυο συμπατριώτες της Αταλάντης, τα αδέρφια Αγκαίος και Κηφέας, άρχισαν να σιγομουρμουρίζουν εναντίον της.
"Δεν καταλαβαίνω τι τη θέλουμε τη γυναίκα στο κυνήγι," έλεγε ο Αγκαίος.
"Μόνο κακοτυχία και συμφορά μπορεί να φέρει," συμπλήρωνε ο Κηφέας.
"Κανείς μας δεν είναι καλύτερος κυνηγός από την Αταλάντη!" Φώναξε περήφανα ο Μελέαγρος, για να την υπερασπιστεί.
Ο Κηφέας, που είχε περισσότερο μυαλό από τον θρασύδειλο αδερφό του, εμεινε σιωπηλός. Ο Αγκαίος πάλι όχι.
"Το ποιός είναι ανώτερος στο κυνήγι θα το δούμε στην πράξη."
"Να και μια σωστή κουβέντα από σένα," σχολίασε ο Μελέαγρος και κανείς δεν τόλμησε να του αντιμιλήσει.
Ο Αμφιάραος και η Αταλάντη ήταν οι μόνοι που είχαν οπλιστεί με τόξα και βέλη, ενώ οι περισσότεροι κρατούσαν ειδικές λόγχες ή πέλεκεις.
Άφησαν τα σκυλιά πρώτα κι αυτά οσμίσθηκαν το χώμα και με τα γαβγίσματά τους ξεσήκωσαν το θηρίο. Η Αταλάντη προχώρησε μόνη της μπροστά κι είχε ξεμακρύνει από τους άνδρες. Τότε, την είδαν δυο Κένταυροι και θαμπωμένοι από την ομορφιά της όρμησαν καταπάνω της. Ο Μελέαγρος την είδε από μακριά κι έσπευσε να τη βοηθήσει. Σύντομα, τον ακολούθησαν κι άλλοι ήρωες, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουν ότι η χαρισματική πολεμίστρια δε χρειαζόταν βοήθεια. Όταν έφτασαν, βρήκαν και τους δυο Κένταυρους ήδη νεκρούς. Ετσί, κατάλαβαν όλοι ποσο άδικο είχαν οι Αρκάδες πρίγκιπες που ήθελαν να την αποκλείσουν από το κυνήγι.
Λίγο αργότερα, τα σκυλιά βρήκαν το θηρίο, σε ένα σημείο αρκετά μακριά από όπου βρίσκονταν η Αταλάντη με τον Μελέαγρο και τον Άδμητο. Το τέρας, ξεπετάχτηκε λυσσασμένο και σκότωσε ακαριαία τον ήρωα Υλέα, ενώ τραυμάτισε βαριά τον Καινέα από τη Λάρισα. Οι κυνηγοί κυριεύτηκαν από φόβο και απογοήτευση. Ο δε Νέστορας σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο, τρεμόντας σύγκορμος. Αυτοί που νίκησαν τον δισταγμό πρώτοι ήταν ο Θησέας, ο Ιάσων και ο Τελαμώνας, που άρχισαν να του ρίχνουν απανωτά βέλη και ακόντια. Όμως, το αγριογούρουνο έτρεχε σαν αστραπή κι ήταν αδύνατον να το σημαδέψουν με ακρίβεια, ώστε μόνο ο Τελαμώνας κατάφερε να περάσει ένα ακόντιο ξυστά στη ράχη του, χωρίς να το βλάψει. Αμέσως μετά, ένα ακόντιο του Πηλέα, βρήκε τον Κάπρο στον χαυλιόδοντα, κάτι που το έκανε να λοξοδρομησει και να πετύχει το στήθος του άτυχου Ευρυτίωνα, σκοτώνοντας τον. Τότε, οι ήρωες φοβήθηκαν ότι η Άρτεμις τους τιμωρούσε μόνο και μόνο επειδή το κυνηγούσαν και πλήρωναν με το ίδιο τους το αίμα.
Μόλις όμως, ο Αμφιάραος και η Αταλάντη άρχισαν να τοξεύουν, η Αταλάντη με το πρώτο βέλος πέτυχε τον Κάπρο κάτω από το αυτί, πληγώνοντας το αρκετά ώστε ο Αμφιάραος να το πετύχει στο πόδι και το ακόντιο του Ιφικλή να του γδάρει τον ώμο. Το θηρίο γρύλισε, μα έμεινε όρθιο. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους.
Με κραυγές ενθουσιασμού δέχτηκαν οι ήρωες την επιτυχία της Αταλάντης. Μόνο ο Αγκαίος της φώναξε ειρωνικά:
"Σε ευνόησε ο άνεμος! Δες τώρα πώς πελεκίζουν τα αγριογούρουνα οι άνδρες!"
Κι ενώ ο Αγκαίος κατέβαζε τον πέλεκυ, ο Κάπρος του επιτέθηκε και μια που ήταν πολύ αργός, δεν πρόλαβε να παραμερίσει κι έτσι βρέθηκε κάτω ξεκοιλιασμένος κι ευνουχισμένος.
Εν τω μεταξύ, το τέρας, σπαράζοντας από τον πόνο, γύριζε μανιασμένα γύρω από τον εαυτό του, παλεύοντας μάταια να βγάλει το βέλος που του είχε καρφώσει η Αταλάντη. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να χειροτερεύει την πληγή. Τότε, βρήκε ευκαιρία ο Αμφιάραος και του έριξε άλλο ένα βέλος, που το πέτυχε στο μάτι και του το έβγαλε. Το θηρίο μούγκρισε οδυνηρά, καταλαβαίνοντας ότι είχε ηττηθεί. Προσπάθησε να βρει διόδο διαφυγής, όμως ο Θησέας του έκλεινε τον δρόμο. Όρμησε κατά πάνω του με όση δύναμη του είχε απομείνει μαζί με όση του έδινε ο φόβος του θανάτου. Δεν έφτασε ποτέ στον στόχο του όμως, γιατί το πρόλαβε από το πλάι ο Μελέαγρος και του έμπηξε το ξίφος του στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς, και το έριξε κάτω νεκρό. Το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου έλαβε τέλος.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Η Ήρα έψαξε για μια ολόκληρη ημέρα για τη Μήδεια. Πήγε στην Κόρινθο, στην Αθήνα, στον Βόλο, την άλλοτε Ιωλκό, ενώ δε σκέφτηκε καν να την ψάξει στην αληθινή της πατρίδα, μια που η Κολχίδα ανέδιδε έντονη την αύρα της πίστης του Αλλάχ και οι Αρχαίοι Θεοί, αυτοί που ανέστησαν τη Μήδεια, εχθρεύονταν πάντα την Ανατολή κι ό,τι αυτή περιείχε. Οι Ανατολίτες θα ήταν πάντα βάρβαροι. Αυτές ήταν οι μόνες παραδόσεις που η Ήρα επιθυμούσε να κρατήσει.
Αποφασίζοντας να μη σπαταλήσει άλλο χρόνο άσκοπα, η Ήρα στράφηκε στην αναζήτηση της βασίλισσας Πασιφάης, της γυναίκας που θεωρούσε πιο ευτυχή και τυχερή μητέρα στον κόσμο. Ίσως αυτή μάλιστα να είχε και κάποια πληροφορία για τη Μήδεια, μια που στις φλέβες τους έρρεε το ίδιο αίμα· το μαγεμένο αίμα του Ήλιου.
Επέστρεψε στην Κρήτη με αεροπλάνο και βρέθηκε στα ερείπια της Κνωσού. Αφού παρατήρησε το πόσο αναλλοίωτα είχαν μείνει τα ανάκτορα μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια και τόσες φθορές, σιγουρεύτηκε ότι η αύρα του Ήλιου δεν τα είχε εγκαταλείψει.
Όταν ρώτησε για μια γυναίκα με το όνομα Πασιφάη, της είπαν για μια φιλήσυχη μαγείρισσα, που διατηρούσε εστιατόριο ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά από τα αρχαία ανάκτορα. Η γυναίκα φαινόταν να ταιριάζει τέλεια στην περιγραφή της αληθινής Πασιφάης κι έτσι η Ήρα δεν έχασε χρόνο. Περπάτησε ως το εστιατόριο, κάθισε σε ένα τραπέζι και παρήγγειλε στον νεαρό σερβιτόρο. Άλλα τέσσερα τραπέζια ήταν πιασμένα από ξανθούς, Σκανδιναβούς τουρίστες, που απολάμβαναν τη θέα των αρχαίων μνημείων και τη θάλασσα, που έμοιαζε πολύ κοντά τους.
Η Ήρα, ενώ έπινε μια γουλιά Κρητική ρακή, αναρωτιόταν τι δουλειά είχαν οι Σκανδιναβοί σε μέρη σαν την Κρήτη. Στην Ελλάδα, η γη έμοιαζε να δέχεται κάθε θρησκεία, κάθε ιδέα, κάθε Θεό. Στην πραγματικότητα, μόνο δυο είδη πίστεων είχε αποδεχτεί αυτά τα πέντε χιλιάδες χρόνια της. Την οικογένεια της Ήρας και τον Θεό από το Ισραήλ. Αυτή η γη δε δεχόταν τον Οντίν, τη Φρέγια, τον Θωρ, ούτε καν τον Λόκι. Οι Σκανδιναβοί Θεοί δε χωρούσαν στην Ελλάδα· ούτε και οι Σκανδιναβοί είχαν θέση στη γη του Δία, του Ποσειδώνα και του Άδη. Δεν είχε σημασία που τώρα όλη η Ευρώπη ορκιζόταν στο Ευαγγέλιο. Η αληθινή πίστη ήταν αυτή του παρελθόντος· μόνο αυτό καθορίζει το μέλλον· το παρόν είναι το πιο ρευστό πράγμα, πιο ρευστό κι από το νερό ή την άμμο.
Αφού η Ήρα ήπιε τη ρακή, απόλαυσε μια ποικιλία θαλασσινών, μαζί με ρετσίνα, το αγαπημένο της λευκό κρασί. Κι όταν τελείωσε, ζήτησε να δει τη μαγείρισσα και να τη συγχαρεί προσωπικά για το εξαίρετο γεύμα.
Ο νεαρός σερβιτόρος την οδήγησε στα ενδότερα της κουζίνας. Εκεί βρήκε μια αρκετά ψηλή και λυγερή γυναίκα που άφηνε την ψευδαίσθηση μιας μεσήλικης, αν και έδειχνε νεότερη κι από τον σερβιτόρο. Η Ήρα γνώριζε ότι μετρούσε τρεις χιλιετίες ύπαρξης και εξήντα χρόνια ζωής.
"Πασιφάη," τη χαιρέτησε ευγενικά και της έδωσε το χέρι για χειραψία.
Η αρχαία βασίλισσα της Κρήτης την αναγνώρισε αμέσως. Για αυτό και δεν την έδωσε το χέρι, διότι η χειραψία με θεό ένωνε για πάντα τον θνητό μαζί του.
"Θα μπορούσα να πω ότι είναι τιμή μου που σε βλέπω στο φτωχικό μου μαγαζί, θεά Ήρα," ήταν ο δικός της χαιρετισμός.
Η Ήρα χαμογέλασε κολακευμένα.
"Ώστε με αναγνωρίζεις; Μα φυσικά, λογικό είναι να θυμάσαι τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του όταν παντρευόσουν τον Μίνωα, όταν γεννούσες τους τέσσερις γιούς και τις τέσσερις σου κόρες, όταν θρηνούσες τον Γλαύκο, την Αριάδνη, τη Φαίδρα, ως μητέρα προς μητέρα σε παρηγόρησα. Σε εμένα προσευχόσουν και πάντοτε σε άκουγα. Τώρα τι άλλαξε;"
"Δεν με έσωσες εσύ από τον Κάτω Κόσμο," αποκρίθηκε ψυχρά η Πασιφάη.
"Και; Έχει σημασία ποιός το έκανε;" Αναρωτήθηκε η Ήρα, ανασηκώνοντας τους ώμους της. "Είτε το έκανα εγώ, είτε ο εκλιπών Δίας, είτε η νόθη Αθηνά, είτε ο άμυαλος Άρης, δεν είναι το ίδιο; Δεν είναι το ίδιο που σε γλιτώσαμε από την οδύνη του να βλέπεις τον ίδιο σου τον σύζυγο να δικάζει και να καταδικάζει τους νεκρούς; Εσάς πραγματικά σας χώρισε ο θάνατος. Ο Μίνωας έγινε Κριτής του Άδη κι εσύ στοιβάχτηκες με τις υπόλοιπες ψυχές. Πρέπει να ήταν καταθλιπτικά, ούτε να το φανταστώ δε θέλω."
Η Πασιφάη δάγκωνε το εσωτερικό του μάγουλού της για να μην παραφερθεί ή ξεσπάσει σε λυγμούς. Η Ήρα δεν είχε δικαίωμα να της μιλά έτσι, παρόλο που είχε δίκιο στα περισσότερα από όσα είπε.
"Αν θες να ξέρεις, μια που τόσο καλά υποκρίνεσαι ότι γνωρίζεις τα πάντα, θα σου πω γιατί είμαι χαρούμενη που ζω," της απάντησε, με στητή και περήφανη στάση σώματος. "Οι δυο αγαπημένες μου κόρες, η Αριάδνη και η Φαίδρα, αναστήθηκαν μαζί μου και ζουν και αναπνέουν όπως εγώ."
"Αλήθεια;" Ρώτησε με ψεύτικη έκπληξη η Ήρα, που φυσικά και το γνώριζε ήδη. "Χαρμόσυνο αυτό. Μα πού είναι; Δεν είναι εδώ μαζί σου;"
"Η Αριάδνη παντρεύτηκε τον Θησέα ξανά και ζουν στην Αθήνα," απάντησε η Πασιφάη.
Χαμένο χαρτί, σκέφτηκε η Ήρα. Θα τους έχει ήδη στρατολογήσει ο Ποσειδώνας.
"Όσο για τη Φαίδρα, κάνει μεταπτυχιακό στη Ναυτιλιακή Οικονομία στην Αγία Πετρούπολη κι όταν τελειώσει, θα έρθει για να δουλέψει στην εταιρεία του Θησέα."
Η Ήρα δε μπόρεσε να συγκρατήσει το ειρωνικό της γέλιο.
"Σοβαρά το επιτρέπει αυτό η Αριάδνη; Κι αυτός ο Θησέας τόσο απαράλλαχτος έμεινε μέσα στις χιλιετίες; Και με τη μεγάλη και με τη μικρή αδερφή θα ζει;"
"Αυτό είναι δική τους δουλειά," απάντησε αυστηρά η Πασιφάη. "Το μόνο που ενδιαφέρει εμένα είναι να είναι ευτυχισμένα τα παιδιά μου. Εσύ είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που πρέπει να ανησυχεί για τις δικές μου κόρες."
Τότε, η ματιά της Ήρας σκοτείνιασε. Την πλησίασε αργά και χαμήλωσε αισθητά τον τόνο της φωνής της.
"Είμαι σίγουρη ότι μια γυναίκα σαν εσένα δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα παιδιά της," της εκμυστηρεύτηκε. "Είσαι κόρη του Ήλιου, αδερφή του αιμοδιψούς Αιήτη, της μάγισσας Κίρκης και του Πέρση. Ανιψιά σου είναι η μητροκτόνος και παντοδύναμη Μήδεια, που έγινε Θεά, ενώ είχε καταστρέψει δύο ελληνικές πόλεις. Αλλά κι εσύ η ίδια έσμιξες με ένα ζώο και γέννησες τον Μινώταυρο· κρίμα που τον σκότωσε ο καλός σου γαμπρούλης. Δεν είναι δυνατόν να μην έχεις έναν απώτερο σκοπό, μια εσωτερική σκέψη, κάτι αντάξιο της οικογενειακής παράδοσης."
"Συγγνώμη που σου χαλάω τις υψηλές προσδοκίες," απάντησε με ένα ψεύτικο χαμόγελο η Πασιφάη. "Αλλά δε σκέφτομαι πέρα από τα παιδιά μου. Τα αδέρφια μου έπαψαν να υπάρχουν από τη στιγμή που παντρεύτηκα τον Μίνωα και αφοσιώθηκα σε αυτόν."
"Κι αν σου έλεγα ότι θεωρώ πως έχεις πολλά κρυφά ταλέντα κι ότι πεθαίνω να τα ανακάλυψω;" Αναρωτήθηκε η Ήρα.
"Θα σε απογοήτευα με το πόσο φυσιολογική είμαι," ανταπάντησε η Πασιφάη.
"Τι θα έλεγες αν με αντάλλαγμα τα κρυφά σου ταλέντα, σου χάριζα αιώνια ζωή για σένα και τις κόρες σου, αλλά και έφερνα πίσω τον Μίνωα από τον Άδη;"
Τα μάτια της Πασιφάης άστραψαν με έναν κυκεώνα συναισθημάτων, τόσο απότομο, που η Ήρα φοβήθηκε ότι θα πετούσαν φλόγες.
"Πώς θα το κάνεις αυτό;"
"Αν με βοηθήσεις να γίνω η Βασίλισσα των Θεών," απάντησε ευχαριστημένη η Ήρα, σίγουρη ότι την είχε πείσει. "Θα έχω όλη τη δύναμη του Ουρανού, του Κρόνου και του Δία. Θα εξουσιάζω νεκρούς και ζωντανούς κι όλα θα λειτουργούν με τη δική μου θέληση. Όσα σου υποσχέθηκα, δεσμεύομαι να τα τηρήσω. Εσύ τι θα κάνεις;"
Η Πασιφάη την πλησίασε αποφασιστικά.
"Θα κάνω ό,τι με διατάξεις, Βασίλισσά μου," της είπε και έσφιξαν τα χέρια τους.
"Εξαίρετα," σχολίασε χαμογελαστά η στερνή κόρη του Κρόνου και της Ρέας. "Τώρα, τι θα έλεγες να ειδοποιούσες τη μικρή Φαίδρα να επιστρέψει από την Αγία Πετρούπολη;"
{~}{~}{~}{~}{~}{~}{~}{~}{~}{~}
Ήταν πολύ σκοτεινά και στενά στον χώρο που είχε κλείσει την Αθηνά ο Σίσυφος. Η θεά υπέθεσε ότι ήταν ντουλάπα ή πολύ στενό πατάρι ή κελάρι, αν και δε μύριζε υπερβολικά κλεισούρα ή υγρασία.
Δεν ήξερε πόσο καιρό την κράτησε εκεί μέσα. Ίσως μερικές ώρες, ή μέρες, ή ακόμα και λεπτά. Την είχε δέσει με χοντρή τριχιά, που όταν προσπαθούσε μα μετακινηθεί έτριβε τους καρπούς της και την έκανε να πονάει αβάσταχτα. Ήξερε ότι μερικές ώρες αφού την έλυνε, ο πόνος και οι τυχόν πληγές θα εξαφανίζονταν. Μόνο που δεν ήξερε πότε αυτό θα συνέβαινε. Όταν τα δάχτυλα της ξεμούδιασαν, ένιωσε το μέταλλο ανάμεσα τους. Το δαχτυλίδι του πατέρα της ήταν ακόμη εκεί.
Κάποια στιγμή, ο Σίσυφος ήρθε και άνοιξε το πορτάκι από κάτω της, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία της για τη σοφίτα.
"Ακόμα δεν πέθανες;" Ρώτησε απογοητευμένος.
"Νομίζω και οι δυο γνωρίζουμε ότι δεν είναι εύκολο να πεθάνω," του απάντησε η Αθηνά, χωρίς να δείχνει την εξάντληση ή τον πόνο της.
"Για να δούμε ποιός έχει δίκιο," είπε ο Σίσυφος και απότομα τράβηξε την καρέκλα της. Η Αθηνά έπεσε στο κενό και προσγειώθηκε μετά από πέντε μέτρα με την κοιλιά κι ένιωσε σαν να έσπαζε όλη της η μέση. Δε θα λύγιζε όμως τόσο εύκολα. Έβαλε όλη της τη δύναμη και σηκώθηκε όρθια, ακόμα δεμένη χειροπόδαρα.
"Εχω νικήσει Θεούς. Έχω σκοτώσει θνητούς σε πολέμους, πολύ καλύτερους σου. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα γίνεις ο φονιάς μου;" Τον ρώτησε με μια δόση αλαζονείας, ώστε να μην πιστέψει ότι την αποθάρρυνε.
Ο Σίσυφος δεν της απάντησε. Το μόνο που έκανε ήταν να την πλησιάσει και να κόψει με ένα μαχαίρι την τριχιά που την κρατούσε δέσμια. Η Αθηνά δεν έκανε καμία κίνηση, άφησε απλώς το χοντρό σκοινί να πέσει κάτω, κοιτάζοντας τον έντονα στα μάτια. Δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν, ακόμα και τώρα που δεν είχε καταφέρει ούτε να πετάξει.
"Ηθελα να ήξερα, πώς στον Άδη έμαθες ότι ήρθα εδώ. Αμφιβάλλω αν με το που με είδες να μπαίνω στην αυλή σου ετοίμασες την παγίδα. Με περίμενες, όπως κάποτε περίμενες και τον Θάνατο," τον προκάλεσε η θεά της Σοφίας.
"Γιατί ήρθες εδώ, Αθηνά; Τι θες από μένα;" Τη ρώτησε ο Σίσυφος, αγνοώντας την.
"Απάντησε πρώτα στη δική μου απορία κι ύστερα θα απαντήσω κι εγώ στη δική σου," τον αποπήρε η Αθηνά, έχοντας αρχίσει να χάνει την υπομονή της και να οργίζεται με την ασέβειά του.
"Λοιπόν, έχω φίλους σε όλο το νησί," απάντησε ο Σίσυφος. "Όλο και κάποιος με ειδοποίησε, όταν ήρθες και ρωτούσες για μένα."
"Εγώ ήρθα εδώ γιατί με κάλεσες," του αποκάλυψε η Αθηνά, ικανοποιημένη από την απάντησή του. "Σε είδα στο όνειρό μου να με καλείς να σε βρω. Δεν περίμενα ποτέ να με υποδεχτείς με παγίδα."
"Ώστε με είδες στο όνειρό σου;" Απόρησε ο πιο πονηρός άνδρας που έζησε ποτέ. "Και τι έκανα;"
"Μου μίλησες για τον δισέγγονό σου, τον πολυμήχανο Οδυσσέα, ο οποίος είναι μαζί μου," αποκρίθηκε ειλικρινά η θεά των Τεχνών. "Μου είπες ότι τον έστειλες σε εμένα, ότι τώρα έπρεπε εγώ να έρθω κοντά σου κι εγώ σε άκουσα μόνο και μόνο για να με δέσεις σαν κλέφτη!"
Ο Σίσυφος καθόλη την ομιλία της παρέμεινε ψύχραιμος και απόλυτα ήρεμος, ούτε έδειξε να ανησυχεί για τα μάτια της που σκοτείνιασαν από θυμό.
"Αθηνά, γνωρίζεις ότι δεν ήμουν ποτέ υπόλογος σε κανέναν θεό ή άνθρωπο, εκτός κι αν τους χρωστούσα χάρη," της εξομολογήθηκε κάτι για το οποίο παλαιότερα αδιαφορούσε. "Σε εσένα χρωστώ τη μεγαλύτερη χάρη, γιατί όταν προφήτευσα τη γέννηση του πιο έξυπνου άνδρα στη γη και μάντεψα ότι θα πεθάνει στη γέννα, εσύ ήσουν αυτή που τον έσωσε. Εσύ έσωσες τον Οδυσσέα, αυτόν που έδωσε λύσεις σε κάθε πρόβλημα των Δαναών στον Τρωικό Πόλεμο και ξέπλυνε τη ντροπή που είχα αφήσει εγώ με αμέτρητες ηρωικές πράξεις."
"Ώστε θυμάσαι λοιπόν," σχολίασε χαμηλόφωνα και ελάχιστα χαρούμενα η Αθηνά. "Αφού θυμάσαι, έλα μαζί μου. Θα γνωρίσεις τον Οδυσσέα, τον Μεγάλο Ηρακλή και θα με βοηθήσεις να κατακτήσω τον θρόνο των Αρχαίων Θεών."
"Θα είμαι στο πλευρό σου για όσο με χρειαστείς," της υποσχέθηκε και έκλινε το κεφάλι του, σαν μια μικρή υπόκλιση.
"Έχεις υποκλιθεί ποτέ ξανά;" Απόρησε η θεά των Επιστημών.
"Όχι, είσαι η πρώτη και η τελευταία που θα με δει να το κάνω," αποκρίθηκε σταθερά ο Σίσυφος.
"Ετοιμάσου σε παρακαλώ," τον παρότρυνε η Αθηνά. "Πρέπει να φύγουμε το συντομότερο."
"Γιατί βιάζεσαι τόσο ξαφνικά;" Απόρησε κι ο Αιολίδης.
"Αισθάνομαι κάτι απειλητικό," του αποκάλυψε η θεά. "Φοβάμαι ότι τα αδέρφια μου κινδυνέουν."
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Η Άρτεμις έλαβε το σημείωμα της Αθηνάς με μαύρη καρδιά. Όσο κι αν χάρηκε που δεν αναλάμβανε μόνη της τη μετατροπή του κήπου σε εκπαιδευτήριο, η ιδέα της πληρωμής των λογαριασμών της φάνταζε οροσειρά που έπρεπε να σκαρφαλώσει.
Ωστόσο, κατανίκησε τους δισταγμούς κι έφυγε για τη Χώρα της Κέρκυρας, για να τακτοποιήσει όλες τις υποχρεώσεις, ενώ πέρασε κι από το σούπερ μάρκετ, ώστε να μη λιμοκτονήσουν.
Όταν γύρισε στο σπίτι του Ερμή, όλοι ήταν ξύπνιοι. Ο Ηρακλής κι ο Ήφαιστος τη βοήθησαν να τακτοποιήσει τα ψώνια του σουπερμάρκετ, ενώ ο Ερμής έλεγξε την απόδειξη, μια που η αδερφή του χρησιμοποίησε τη δική του χρεωστική κάρτα για να πληρώσει.
"Τι είναι αυτό το 10•0.04 που γράφει στο τέλος;" Απόρησε μεγαλόφωνα. "Τι πήρες τόσες φορές που ήταν τόσο φθηνό;"
"Οι πλαστικές τσάντες είναι," του απάντησε η Άρτεμις, ενώ γέμιζε το ψυγείο με τομάτες. "Τις χρεώνουν τέσσερα λεπτά πλέον."
Ο Ερμής έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας και χτύπησε το μέτωπό του με την παλάμη του.
"Καπιταλιστές," μονολόγησε ξεφυσώντας. "Σε λίγο θα χρεώνουν και τον αέρα που αναπνέουμε για να έχουν κέρδος!"
"Εσύ δεν είσαι ο θεός των εμπόρων, των κλεφτών, των καπιταλιστών και γενικά όλων των διαχρονικών λαμογιών;" Απόρησε με την αντίδρασή του ο Οδυσσέας, που πελεκούσε με απόλυτη προσήλωση ένα κομμάτι ξύλο που τους είχε έρθει με δέμα το πρωί.
"Άλλο αυτό," απάντησε απότομα ο Ερμής. "Τα παλιά καλά χρόνια κανένας απατεώνας, όσο μεγάλο λαμόγιο κι αν ήταν, δε θα χρέωνε την τσάντα του σούπερ μάρκετ! Μα τι θέλουν, να διώχνουν πελάτες;"
Πριν προλάβει να του απαντήσει ο Οδυσσέας, η Άρτεμις έλεγξε το κινητό της και ανακάλυψε με χαρά ότι η αναζήτηση που είχε κάνει στο Google είχε αποδώσει καρπούς.
"Θα μπορέσετε να επιβιώσετε για λίγο χωρίς εμένα;" Ρώτησε τους τέσσερις άνδρες που την περιτριγύριζαν.
"Πού θα πας, Άρτεμις;" Αναρωτήθηκε ο Ηρακλής.
"Στα Ζαγοροχώρια," αποκρίθηκε η Άρτεμις, ενώ γέμιζε ένα σακίδιο με λίγα από τα ψώνια που είχε φέρει. "Σε αντίθεση με εσάς, εγώ υπάκουσα στην προτροπή της Αθηνάς και εντόπισα την Αταλάντη. Καλό θα ήταν να με μιμηθείτε. Δεν έχουμε και πολύ χρόνο ακόμα."
Την ώρα που έφευγε, πέρασε από το οπλοστάσιο και πήρε ένα και μόνο όπλο, σίγουρη ότι μόνο αυτό θα χρησίμευε όχι μόνο για προστασία, αλλά και για να τη βρει η Αθηνά, αν κάτι κακό συνέβαινε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ήρα πήρε ταξί με την Πασιφάη και επέστρεψαν γρήγορα στη βίλα της. Πριν φύγουν από την Κνωσό, είχε τηλεφωνήσει στην Φαίδρα κι όταν την εξήγησε την κατάσταση, η κόρη της είπε ότι θα ερχόταν πίσω αμέσως μόλις τελείωνε την εξεταστική της. Η υπόθεση της Πασιφάης είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Τώρα, είχε σειρά η Αταλάντη.
Όταν έφτασαν στη βίλα, γνώρισε την Πασιφάη σε όλους και πήρε την Εστία παράμερα.
"Βρήκες αυτό που σου είπα;" Τη ρώτησε ανυπόμονα.
"Φυσικά," απάντησε η αδερφή της και της έδωσε ένα χαρτάκι. "Εδώ γράφει τη διεύθυνση της μικρής Αταλάντης. Μπορείς να πας να τη βρεις όποτε θες."
"Υπέροχα," σχολίασε η Ήρα και χαμογέλασε, ευχαριστημένη που όλα πήγαιναν καλά.
Αμέσως μετά, προχώρησε προς τον Ιάσονα, αφού ευχαρίστησε την αδερφή της για τη βοήθεια.
"Πώς είσαι;" Τον ρώτησε.
"Καλά," απάντησε αυτός επίπεδα. "Να υποθέσω ότι δε βρήκες τη Μήδεια τελικά."
"Θα τη βρω κι αυτή, να είσαι σίγουρος," τον διαβεβαίωσε η γυναίκα του Δία. "Τι θα έλεγες προς το παρόν να πηγαίναμε να βρούμε μια παλιά σου φίλη που δεν κατάντησε να σου σκοτώνει γιούς;"
"Ποιά εννοείς;"
"Την Αταλάντη, την πριγκίπισσα της Αρκαδίας," του αποκάλυψε η Ήρα κι ο Ιάσων για πρώτη φορά χαμογέλασε ειλικρινά και απόλυτα.
*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*
Αυτό ήταν το κεφάλαιο! Στο επόμενο έχουμε ΠΟΛΥ σημαντική συνάντηση και δύο καινούργιους ήρωες.
Εσείς τι λέτε να κάνει η Αταλάντη αυτόν τον καιρό; Σε ποιά συμμαχία από τις δυο που τη διεκδικούν θα καταλήξει;
Περιμένω απαντήσεις στα σχόλια!
Καλή σχόλιο όλη χρόνια σε όσους ξεκινάτε! Winter is coming, lads...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top