Η Κόρη και ο Υιός

Στα συντρίμμια της Τροίας, στα αποκαΐδια ενός ισχυρού Βασίλειου, στις στάχτες αμέτρητων πτωμάτων και στο αίμα που ακόμη κόχλαζε στην πέτρα, στις φλόγες που ακόμη δειλά δειλά έκαιγαν, στα αποδεικτικά στοιχεία της θηριωδίας που σύντομα θα εξαλείφονταν, συναντήθηκαν οι υπέρτατοι Θεοί του Πολέμου, οι αθάνατοι διεκπεραιωτές της ζοφερής κατάληξης της πιο τραγικής δεκαετίας.

«Νίκησες,» γρύλισε με σφιγμένα δόντια ο ένας κι έφτυσε στο χώμα με καταφρόνηση. «Για ένα χρυσό μήλο, αντάλλαξες μια παντοδύναμη πόλη.»

«Αυτός νίκησε,» έδειξε εκείνη με το βλέμμα τη δωδεκάδα των πλοίων της Ιθάκης, που έπλεαν έμπροσθεν, δίπλα στου Νεοπτόλεμου και του Μενέλαου. «Όλο το επίτευγμα είναι δικό του.»

«Ό,τι έχει κι είναι αυτός, σου ανήκει, όμως,» τόνισε, στρέφοντας στιγμιαία τα μάτια στα ουράνια. «Σε εσένα χρωστά τα πάντα.»

«Έτσι τον έπεισα. Έτσι τους πείσαμε όλους,» ανασήκωσε τους ώμους της νωχελικά. «Πολύ ενδιαφέρον θα είχε η στιγμή που θα συνειδητοποιούσαν την αληθινή, παντοδύναμη υπόστασή τους οι άνθρωποι, την ισχύ της Φωτιάς του Προμηθέα, όλες τις απεριόριστες δυνατότητες που παλεύουμε να τους αποκρύψουμε προς το συμφέρον μας.»

«Ακούγεσαι σαν να το σκοπεύεις.»

«Ουδέποτε. Ο πατέρας θα εξοργιζόταν,» μειδίασε αυθόρμητα, προτού συνεχίσει σε έναν ελάχιστο ψίθυρο «Άλλωστε, θα έπρεπε να τον είχα διδάξει από μωρό. Ή μήπως αυτό ακριβώς έκανα;»

«Είμαι βέβαιος πως απήλαυσες την Άλωση,» εξέθεσε πάλι τη βαναυσότητα του. «Τόσο αίμα, πόνο, βία και θάνατο μαζικά είχαμε να δούμε από τη Γιγαντομαχία.»

«Γιατί δεν παρηγορείς την Αφροδίτη; Την είδα πριν λίγο· είναι συντετριμμένη από την ήττα της. Τόσο σύντομα μετά τον θάνατο του ευνοούμενου Πάρι, απορώ πώς δεν αντηχούν παντού οι κραυγές της, όπως τότε με τον Άδωνι,» αντέκρουσε την ερώτηση, αγνοώντας τον επιδεικτικά.

«Και να χάσω την απόλυτη πλησμονή; Να σε βλέπω να υποφέρεις, μετά από τον θρίαμβο σου;»

«Πόση άλλη πλησμονή θέλεις, λοιπόν;» Τον κοίταξε παγερά μα στα γαλαζοπράσινά της μάτια μαινόταν η ίδια, απίστευτα παθιασμένη πυρκαγιά. «Δεν ντρέπομαι για τη θλίψη μου που χάθηκε ένα σπουδαίο Βασίλειο· ούτε και για την ανακούφιση κι αγαλλίαση για την τελική νίκη.»

Γέλασε στο πρόσωπό της. Ως συνήθως, δεν υπολόγισε καμία ευπρέπεια κι έχυσε όλη του τη φαρμακερή ειρωνεία. Επρόκειτο για το πιο τέλειο όπλο, το αντίδοτο για όλα εκείνα που έφταναν στη γλώσσα του όποτε την αντίκριζε και ποτέ δεν εξέφραζε. Πλέον, ήταν σίγουρος πως δε θα εξομολογούταν ποτέ τίποτα. Είχε ήδη αποτύχει μια φορά.

Να ήξερες πόσο λατρεύω τη λάμψη στα μάτια σου, αυτά που δε φέρουν ούτε λίγη από τη σκληρότητα του πατέρα μα όλη του τη δικαιοσύνη.

«Ξέρεις, πιστεύω, τι επακολουθεί. Ο πατέρας θα τους καταδιώξει και διαλύσει. Δεν προσέφεραν ούτε μια θυσία, προτού αναχωρήσουν. Πολύ αμφιβάλλω ότι θα φτάσουν σώοι ως τις εστίες τους.»

«Σίγησε, επιτέλους. Σεβάσου τους νεκρούς!» Ύψωσε ελάχιστα τον τόνο της φωνής της και έσπρωξε βίαια στην αγκαλιά του ένα παράξενο, ξύλινο αντικείμενο.

Με μια σύντομη ματιά, κατάλαβε ότι ήταν το Παλλάδιο. Το αγαπημένο της άγαλμα, που είχε σκαλίσει η ίδια και δωρίσει ως φυλαχτό στην Τροία. Ο Οδυσσέας το είχε κλέψει και της το είχε επιστρέψει μα εκείνη εμφανώς δεν το άντεχε, νοτισμένο πια ολότελα μέσα σε αίμα κι οιμωγή. Μόλις σήκωσε το βλέμμα, ήταν μόνος ξανά. Έσφιξε στα χέρια του το αγαλματίδιο με στοργή κι αποφάσισε να το κρύψει στα διαμερίσματά του, ώστε να μην μπορούν να το εντοπίσουν ούτε οι λύκοι του.

«Φύγε, λοιπόν! Κρύψου από την αλήθεια, ξεφορτώσου όσα χαλούν την εικόνα της άψογης κόρης και προστάτιδας! Μην τυχόν και μάθει κανένας αγαπημένος σου θνητός την ανικανότητα σου!»

Φώναξε εκτός εαυτού. Δε σκεφτόταν πλέον, απλά εκτόξευε όποια προσβολή παρουσιαζόταν στον νου του. Δεν ξεστόμισε αυτό που έβλεπε καθαρά, εντονότερα από καθετί άλλο στο μυαλό του να κραυγάζει και να αλυχτά επιμόνως.

Το Μήλο θα το έδινα σε εσένα, ακόμη κι αν είχες αντιπάλους όλες τις αθάνατες μαζί. Όλο το δέντρο θα σου έδινα, αφού έσφαζα εκείνο το άθλιο, χιλιοκέφαλο φίδι. Όλον τον Κήπο θα σου χάριζα, μαζί κι όλον τον Κόσμο, όπως τον έφτιαξαν το Χάος και ο Έρωτας, πριν ανασάνεις καν, αγάπη μου.

Γιατί το μίσος διάθετε πάντοτε χροιά ευκολότερη της αγάπης κι η μνησικακία επισκίαζε την πανώρια συγχώρεση.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Για πρώτη φορά μετά την εξαφάνιση της Αθηνάς, η Εκάτη φαινόταν ανακουφισμένη, κατεβαίνοντας τάχιστα τα ξύλινα σκαλιά. Αγνοούσε τα τριξίματα, μονάχα τον Οδυσσέα αναζητούσε και τον Σίσυφο.

Αντίκρισε τον ήρωα της Ιθάκης και του ένευσε να την ακολουθήσει. Δε χρειάστηκε καν να του το υποδείξει. Ο Σίσυφος βρισκόταν στο κατόπι του.

«Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δε συγκαλούν γενική συνέλευση και δέχονται μόνο εμένα ως αντιπρόσωπο των θνητών και μη Καταλυτών,» κατσούφιασε ο τελευταίος, ρουθουνίζοντας με αποδοκιμασία.

«Όσο λιγότεροι, τόσο το καλύτερο,» διαφώνησε διπλωματικά ο Οδυσσέας. «Οι αποφάσεις λαμβάνονται γρηγορότερα κι αποφεύγεται η αχρείαστη φασαρία.»  

«Η άποψη σου σκοτώνει τη δημοκρατία,» τον επέπληξε έμμεσα.

«Κρίμα, λοιπόν, που τα κοινοβούλια δεν έχουν θέσεις ισάριθμες του εκάστοτε πληθυσμού.»

Μετά την αποστομωτική απάντηση του, ο Σίσυφος σώπασε, καμώθηκε πως δεν είχε ακούσει τίποτα κι ως το τέλος της διαδρομής τους, ο Οδυσσέας μειδίαζε τόσο έντονα, που κέρδιζε επάξια μια γροθιά ή ράπισμα.

Παρόλα αυτά, όταν βρέθηκαν μπροστά στους αθάνατους σύσσωμους, το μισό χαμόγελο χάθηκε, καθώς μονάχα βλοσυρότητα επικρατούσε. Η Μήδεια έλειπε κι από τους θνητούς ακόμη σε μια γωνία στέκονταν άβολα ο Περσέας κι η Ανδρομέδα. Κανείς από τους δυο ευφυείς άνδρες δεν εξεπλάγη· η Ανδρομέδα ήταν τόσο σημαντική όσο κι ο Οδυσσέας, εμφανώς.

«Πρέπει να ετοιμαστούμε για το συμβούλιο του Ολύμπου,» ξεκίνησε αμέσως η Εκάτη, μη σπαταλώντας δευτερόλεπτο. «Έχω λάβει θετικές απαντήσεις από όλες τις Συμμαχίες. Θα συναντηθούμε όλοι οι αθάνατοι μαζί με έναν θνητό από καθεμία Συμμαχία. Αναμφίβολα εσύ, Οδυσσέα, θα μας συνοδεύσεις. Αυτό θα επιθυμούσε κι η Αθηνά.»

Κανένας δεν έφερε αντίρρηση και μόνο νεύματα συγκατάβασης φάνηκαν. Η Εκάτη δε μίλησε ξανά, μολονότι έμοιαζε να παλεύει μέσα της. Ήθελε να ξεστομίσει κάτι απρόβλεπτο και δυσκολευόταν προφανώς. Ο Οδυσσέας κι ο Σίσυφος την παρακολουθούσαν σαν αρπακτικά, προσπαθώντας μάταια να συμπεράνουν την ελάχιστη υπόδειξη.

«Η Μήδεια πού είναι;» Ήρθε η ερώτηση από τον Περσέα που διέλυσε επιμελώς την αποπνικτική σιγή.

«Πριν λίγο, ξύπνησε ο Ηρακλής,» εξήγησε τάχιστα η Άρτεμις. «Την άφησα να τον διαφωτίσει για τα συμβάντα.»

«Άλλος ένας Καταλύτης επέστρεψε,» σχολίασε ο Προμηθέας, ο πιο επιβλητικός, που έχασκε στην πιο σκοτεινή γωνία, δίπλα στην πανύψηλη βιβλιοθήκη της Αθηνάς, με χέρια σταυρωμένα και κεφάλι σκυμμένο, επιβεβαρυμένο απόλυτα από μύριες σκέψεις αδιανόητης πολυπλοκότητας.

«Οι νικητές του Πολέμου, κατά την προφητεία της Σίβυλλας,» υπενθύμισε ο Σίσυφος, ορμητικός κι ατρόμητος, ως συνήθως. «Αυτούς τους Καταλύτες ακούμε διαρκώς τελευταία. Τους υπέρτατους και πανίσχυρους· τόσο που δεν έχουμε ιδέα τι πρόκειται να πράξουν ή πώς διαφέρουν από εμάς. Πώς γίνεται να είναι ο Οδυσσέας ισχυρότερος από εμένα ή η Ανδρομέδα από την Αντιόπη και την Ιππολύτη;»

«Για αυτό, σας κάλεσα εδώ,» αποκρίθηκε ετοιμόλογη η Εκάτη και με μια απαλή κίνηση των δαχτύλων της, η πόρτα κλείδωσε, τα παράθυρα έκλεισαν ερμητικά κι οι κουρτίνες τραβήχτηκαν. Ένα και μόνο κερί έκαιγε και φώτιζε αχνά το δωμάτιο, πρωτίστως την ίδια. «Είμαι σίγουρη ότι κανένας αθάνατος δεν μπορεί να ξεκλειδώσει τη δύναμη των Καταλυτών εκτός από εμένα. Ακόμη κι ο Απόλλων έχει αποδυναμωθεί και δεν είχε την τύχη να ευλογηθεί από το Έρεβος, όπως εσείς.» Σταύρωσε τα χέρια της στο οβάλ γραφείο κι αυτόματα άναψαν αλλά δυο κεριά, ερχόμενα από το υπερπέραν φαινομενικά, φωτίζοντας τα πρόσωπα του Οδυσσέα και της Ανδρομέδας. «Αμέσως μετά το ξύπνημα του Ηρακλή, του εφάρμοσα αυτό ακριβώς που θα λάβετε κι εσείς τώρα· από τα πιο αρχαία ξόρκια, το αξιοποιούσα για κάθε νεογέννητο αθάνατο, ώστε να κατανοηθούν οι δυνάμεις, οι αδυναμίες και τα τάλαντά του. Ποιός θα έρθει πρώτος ή πρώτη;»

Η ματιά της κινούταν ρυθμικά από τον Οδυσσέα στην Ανδρομέδα κι αντίστροφα. Αγνοούσε πλήρως τις υπόλοιπες παρουσίες, άναψε μερικές ακόμη λυχνίες τριγύρω μα η προσοχή της τους προσπερνούσε. Εκείνους τους δυο επιθυμούσε μονάχα. Κι όσο το τρομερό βλέμμα της κίνησε τα βήματα τους, αμφότεροι αδυνατούσαν να αρθρώσουν την συγκατάθεση τους. Αυτή η σιωπή τη δέσμευε.

Πλατάγισε τη γλώσσα της, ενώ συγκέντρωνε μια ενδελεχή σειρά από εργαλεία, βότανα και παράξενα φιαλίδια· είτε από τις τσέπες της είτε από τα συρτάρια της Αθηνάς.

«Θα είμαστε οι μόνοι που θα παρευρεθούμε χωρίς Αρχηγό,» επισήμανε, με στόμφο σε κάθε λέξη. «Αφενός, δημιουργήσαμε μια υποτίμηση στους εχθρούς μας, που μας συμφέρει. Αφετέρου, θα είμαστε ανίκανοι να αντεπεξέλθουμε στην όποια βίαιη πράξη χωρίς μυστικά όπλα. Εσείς, οι Καταλύτες, είστε αυτό ακριβώς. Ο Οδυσσέας κι ο Ηρακλής θα βρίσκονται εκεί μα κι η αποκάλυψη της Ανδρομέδας πρέπει να γίνει μαζί τους. Άλλωστε, αν μείνει να φυλά το αρχηγείο μας μαζί με τους θνητούς, θα είμαστε λιγότερο ανήσυχοι. Ας πιστεύουν όλοι ότι είμαστε οι πιο ευάλωτοι· εμείς θα αποδειχθούμε οι ισχυρότεροι.»

«Θα μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε με την Ήρα και την επιστροφή της Αθηνάς,» πρότεινε ο Ερμής.

«Δεν έχουμε τίποτα πολύτιμο για ανταλλαγή και τα λόγια μόνα δε θα την πείσουν,» το απέρριψε ο Ήφαιστος κατευθείαν.

«Ίσως θα μπορούσες να φτιάξεις κάτι πολύτιμο. Αυτή είναι η ειδικότητα σου...» Αντιπρότεινε ο θεός των Κλεφτών μα κατάπιε τη γλώσσα του, δεδομένης της άγριας ματιάς του μεγαλύτερου αδελφού του.

«Θα έρθω εγώ πρώτος,» πετάχτηκε ο Οδυσσέας, μην αντέχοντας τις χρονοτριβές. Η Αθηνά κινδύνευε κι εκείνοι παιδιάριζαν αισχρά, όλοι τους. Επωμίστηκε την ευθύνη που του αναλογούσε. «Μονάχα μη με σκοτώσεις.»

«Δε χρειάζεται,» τον βεβαίωσε η Εκάτη, απλώνοντας τα χέρια της, για να αγγίξει τα δικά του. «Εξάλλου, μόλις το μάθαινε η Βασίλισσα μας, θα φόνευε εμένα.»

Μερικά υπόκωφα γέλια ακούστηκαν. Έμοιαζαν μακριά, πιο απόμακρα στα αυτιά του Οδυσσέα κι από τη θάλασσα, που εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα κειτόταν. Η ματιά του κλείδωσε άρρηκτα με εκείνη της Εκάτης. Οι αισθήσεις του άξαφνα παρέλυσαν, μονάχα η όραση παρέμεινε ισχνή κι η όσφρηση. Η θεά των Σταυροδρομιών του έδινε να μυρίσει φίλτρα και φυτά, ενώ μουρμούριζε ασυνάρτητα, λόγια που δεν έφταναν στα αυτιά του. Παραδόθηκε στην καθησυχαστική της αύρα κι έκλεισε τα μάτια του.

Αντίκρισε μια ολόλευκη ακρογιαλιά. Η χρυσή άμμος γαργαλούσε τα γυμνά του πόδια, τα αλμυρίκια σκορπούσαν άνθη κι ο άνεμος βαφόταν ρόδινος. Μύριζε το ιώδιο, όπως κι η ελιά. Άκουσε να βελάζουν οι κατσίκες του, ανυπόμονες να ταϊστούν ή να ακούσουν έναν παιάνα από τα χείλη του. Η Ιθάκη του. Η γαλήνη της αμίμητη, πριν τον Πόλεμο τουλάχιστον.

«Δες τον Δία,» ακούστηκε η φωνή στο μυαλό του ενδότερα, ως κόφτη προσταγή. Υπάκουσε αμέσως.

Είδε τα Ηλύσια Πεδία, το ωραιότερο μέρος του Κόσμου, τον τόπο όπου κατοικούσαν οι νεκροί που άξιζαν την αιώνια ζωή κι επιβράβευση για τα κατορθώματα τους. Εκεί, στον ψηλότερο λόφο, περιτριγυρισμένο από χρυσά νέφη, αντίκρισε τον Δία, μια άυλη σκιά, όμως τα μάτια του άστραφταν ακόμα. Καθόταν μόνος και στωικός, εντελώς αποκομμένος από τη ζωή.

«Δες τον Άρη,» ήρθε η δεύτερη εντολή.

Έστρεψε το βλέμμα και βρέθηκε σε ένα αεροδρόμιο. Διάβασε το όνομα Καλαμάτα. Στον διάδρομο που οδηγούσε στην έξοδο, εντόπισε τον θεό του Πολέμου να τρέχει βιαστικά, εμφανώς για να γυρίσει στη Μάνη και στους δικούς του.

«Μα πού να ήταν;»

Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν η σκέψη ανήκε στον ίδιο ή στη φωνή που τον διέταζε. Δεν πρόλαβε να διαλευκάνει.

«Δες τον Φιλοκτήτη.»

Ο Άδης. Ανατρίχιασε. Ο βδελυρός, υγρός και σκοτεινός Κάτω Κόσμος. Περιηγήθηκε με απίστευτη, αναπάντεχη ευκολία στα απατηλά του μονοπάτια και βρέθηκε σε ένα ημιφώτιστο δώμα, όπου αιώνια οι ψυχές κυνηγούσαν θηράματα αμέτρητες φορές, σε έναν φαύλο κύκλο που θα προκαλούσε παράνοια σε έναν εχέφρονα. Δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει τον επιδέξιο τοξοβόλο, που σημάδευε άψογα με το θρυλικό τόξο του Ηρακλή και δεν έχανε ποτέ τον στόχο του. Ήταν μοναδικού κι απείρου κάλλους η σκηνή, μέσα στην άλογή της παραφροσύνη κι ακρότητα. Ωστόσο, θα μπορούσε να παρακολουθεί αέναα με αμείωτο ενδιαφέρον. Σίγουρα κι ο Άδης κι η Περσεφόνη το απολάμβαναν.

«Δες την Αθηνά.»

Ένιωσε την καρδιά του να σκίζεται. Από ένα θέαμα που του προκαλούσε θαυμασμό και ζοφερό δέος, ετοιμάστηκε να βρεθεί σε μια βαναυσότητα και δε λάθεψε.

Μέσα σε ένα ελάχιστα φωτισμένο υπόγειο, γεμάτο μούχλα κι ήχους τρωκτικών, βρισκόταν αλυσοδεμένη η Αθηνά, με δεσμά φοβερά, που προκαλούσαν τρόμο. Όταν, όμως, αναγνώρισε τον υπερμεγέθη αετό που παραμόνευε στις σκιές κι άνοιγε τα φτερά του για να ορμήσει στη ματωμένη της κοιλιά, ένιωσε τα σωθικά του να συσπώνται κι ανακατεύονται βίαια.

Πετάχτηκε αστραπιαία από το πάτωμα, όπου είχε βρεθεί ανεπαίσθητα και στάθηκε γονυπετής, με μια κραυγή να έχει ήδη πνιγεί στον ουρανίσκο του.

«Τη βασανίζει ο αετός που έτρωγε το συκώτι σου,» ψέλλισε έντρομα, κοιτώντας κατάματα τον Προμηθέα.

Κι όσο επιφωνήματα έκπληξης αντηχούσαν τριγύρω, ο Οδυσσέας συστελλόταν, κουλουριαζόταν στα γόνατα του σαν μαλωμένο παιδί. Άδραξε ένα πόδι του γραφείου της Αθηνάς κι εκεί παρέμεινε, μόλις καταλαβαίνοντας πως διέθετε μια ικανότητα που άλλοτε δε θα μπορούσε καν να φανταστεί.

«Έχει μάτια στον νου, την όραση του Άργου και του Τυφώνα,» επεξήγησε η Εκάτη, ήδη σκεπτόμενη πώς θα αξιοποιούσε αυτή τη δυνατότητα. «Μπορεί να εντοπίσει τους πάντες και τα πάντα αυτοστιγμεί. Ακόμα και από τον Λαβύρινθο, θα μας έβγαζε χωρίς μίτους και ανθρώπινες εφευρέσεις.»

«Ένας ζωντανός πλοηγός και χάρτης,» ανασήκωσε εντυπωσιασμένα το φρύδι ο Ήφαιστος.

«Δηλαδή, η Αγγελική Νικολούλη,» δεν άντεξε να μη σχολιάσει ο Σίσυφος.

«Σιωπή,» σήκωσε ελάχιστα το χέρι της η Εκάτη κι έγινε αντιληπτή ευθύς. Στράφηκε στην Ανδρομέδα, νεύοντας της στωικά. «Σειρά σου, τώρα.»

Χωρίς ίχνος φανερού φόβου, η κόρη του Κηφέα την πλησίασε, εναποθέτοντας τα χέρια στη διάθεσή της. Για εκείνη, χρειάστηκαν περισσότερα βότανα. Δεν περιορίστηκε στη γεύση· της χορηγήθηκε κι ένα εκχύλισμα ασφόδελου, ανακατεμένο με μαυροδάφνη και ρετσίνι κέδρου, που μοσχομύριζε μα είχε αβάσταχτα έντονη γεύση. Η Ανδρομέδα το κατάπιε με δυσκολία, βήχοντας ισχυρά μα δεν παραπονέθηκε ή δείλιασε.

Είδε τη θάλασσα, απέραντη, βαθυγάλανη και αγριεμένη. Γύρω, μονάχα βράχοι δέσποζαν, κοφτεροί, έτοιμοι να σκορπίσουν θάνατο στους ανύποπτους ναύτες ή ναυαγούς.

Θέλησε να κινηθεί. Δεν κατάφερε τίποτα. Είδε σκοινί χονδρό να της περιορίζει όλο το σώμα, γαντζωμένο θαρρείς πάνω σε έναν βράχο. Όταν τα νερά υποχώρησαν, για να ξεράσουν κατά πάνω της το Κήτος του Ποσειδώνα, δεν εξεπλάγη. Την έλουσε κρύος ιδρώτας. Αυτή τη φορά, δεν υπήρχε ο Περσέας να τη σώσει.

«Φωτιά,» ακούστηκε μια προσταγή σαν παρότρυνση, σαν πρόταση για ιδέα.

Όλος της ο νους γέμισε φωτιά. Προτού καν το συνειδητοποιήσει, το σώμα της ελάφρυνε κι εκτόξευσε τη θερμοκρασία του. Δεν έμεινε παρά μια πύρινη λαίλαπα, ένα θέαμα μνημειώδες, που φόβισε προς στιγμήν το Κήτος.

«Ύδωρ,» είπε ξανά η διαταγή.

Αφέθηκε. Γαλήνεψε. Έλιωσε και κύλησε στον βράχο απαλά, ένα ρυάκι νερού γάργαρου, καθαρό και σωτήρια ταχύ.

Βυθιζόταν πλέον μέσα στα κύματα. Αισθάνθηκε να πνίγεται αβοήθητη και καταδικασμένη.

«Έχεις φτερά. Πέταξε.»

Το ήπιο γαργαλητό στη μέση της, αρκούσε. Πίστεψε στον εαυτό της και υψώθηκε, κολυμπώντας ψηλά. Όταν βγήκε στην επιφάνεια κι ανάσανε, άνοιξε τα χέρια της διάπλατα και σηκώθηκε στον αέρα, ιπτάμενη, χάριν στο ζεύγος πουπουλένιων, κατάμαυρων φτερών που κοσμούσαν την πλάτη της. Είχε ανθίσει και σωθεί μόνη, ελεύθερη πλέον, ώστε το Κήτος έμοιαζε με κακό όνειρο.

Ανοίγοντας τα μάτια, ένιωσε να ίπταται ακόμα. Τα πόδια της δεν πατούσαν στη γη και πράγματι φτερά χτυπούσαν στην πλάτη, αδιάκοπα και δυναμικά. Ο αέρας τους δεν την πάγωνε· μονάχα ενίσχυε την αυθυπαρξία της.

Η Ανδρομέδα, παρόλα τα βλέμματα εντυπωσιασμού και δέους, δεν τολμούσε να βγάλει μιλιά. Προτιμούσε να σωπάσει και να προσγειωθεί αργά, για να μη σηκώσει αχρείαστο αγέρι.

«Πτήση! Πτήση και Πολυμορφία!» Κραύγασε με απρόσμενο ενθουσιασμό η Εκάτη, ως ετυμηγορία. «Όχι μόνο πετάει μα αλλάζει και μορφές, σαν τον αρχαίο Νηρέα. Ανέκαθεν με προβλημάτιζε η Αμφιτρίτη για αυτόν ακριβώς τον λόγο μα τώρα καθησυχαζόμαστε. Η Ανδρομέδα είναι ο αντίποδας που χρειαζόμαστε!»

Ύστερα, επενερχόμενη αυτόματα στη συνήθη και ασφαλή της στωικότητα, απευθύνθηκε στους παρόντες συμμάχους με τα χέρια ενωμένα όπισθεν, σαν στρατηγός.

«Ετοιμαστείτε για το ταξίδι. Φεύγουμε σε δύο ώρες. Πρέπει να φτάσουμε, αν όχι πρώτοι, σίγουρα όχι τελευταίοι.» Ενόσω η ομήγυρη διαλυόταν, ένευσε στον Ερμή να περιμένει.

«Φέρε μου τον Ηρακλή,» του ψιθύρισε συνωμοτικά. «Αυτόν θα βάλω να αιτηθεί το άνοιγμα των πυλών του Ολύμπου. Η αγαπημένη του σύζυγος θα μας ανοίξει.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μετά την ξαφνική, αναπόφευκτη και γλυκόπικρα αναγκαία συνάντηση με τον Άρη, αμέσως μετά την επιστροφή της από τα Τάρταρα και τον ανηλεή βασανισμό, η Αθηνά -όσο αναζωογονημένη μπορούσε να φανεί εξωτερικά- έσπευσε στην Αίθουσα του Θρόνου του πατέρα της. Μολονότι ακόμη κι η ανάμνηση της οδύνης την κατέβαλε, όσο κι αν πάλευε να πάψει το βουητό στα αυτιά της, στεκόταν αγέρωχη όπως πάντα, πάνοπλη κι υπέρλαμπρη, αντανακλώντας το κλέος και τη μεγαλοπρέπεια που τη χαρακτήριζαν.

Για καλή της τύχη, μονάχα η Θέμις βρισκόταν εκεί, πλην του Δία. Ο Μέγιστος Θεός καθόταν στον ολόχρυσο θρόνο του, αριστούργημα του Ηφαίστου βέβαια, ντυμένος ολόλευκα, αποπνέοντας δέος μέσα από τα λιτά του κοσμήματα, τα άψογα σανδάλια, το  σκήπτρο που δέσποζε δεξιά του κι εκεί πάνω, στηριζόταν ο Αετός. Το πάντοτε σε επαγρύπνηση πτηνό, έκρωξε σαν την είδε μα σώπασε, βλέποντας το ευτυχές μειδίαμα στα χείλη του κυρίου του.

«Κόρη μου, χαίρομαι που σε βλέπω! Πάνε μέρες από την τελευταία μας συνάντηση! Έλειπες στη γη;»

Είχε ανοίξει τα χέρια του διάπλατα, σε ένα φάντασμα αγκάλης μα εκείνη δεν ανταπέδωσε καμία θέρμη, πράγμα ασυνήθιστο.

«Άφησε μας, σεβαστή θεία,» πρόσταξε απαλά, κοιτάζοντας τον πατέρα της κατάματα συνεχώς.

Η Θέμις εκτιμούσε την Αθηνά, δεν προέβαλε καμία αντίσταση. Έφυγε διακριτικά, αφήνοντας πατέρα και κόρη μόνους ολικά.

«Παιδί μου, δε μου είπες-»

«Ο Οδυσσέας είναι αιχμάλωτος στο νησί της Καλυψούς,» επισήμανε ψύχραιμα εκείνη, κόβοντας τον ανερυθρίαστα. «Από όλα τα νησιά του κόσμου, έπρεπε να ξεβραστεί εκεί, στην Ωγυγία, στα πόδια αυτής της ονειροπαρμένης.»

«Θαρρώ συνέβη με τη σύμφωνη γνώμη σου. Άλλωστε, ποιός άλλος θα τον βοηθούσε εκτός από εσένα, να σωθεί από την άβυσσο του Ποσειδώνα;» Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.

Δάγκωσε τη γλώσσα της. Δεν ανέφερε ότι ο Άρης τον είχε σώσει κι όχι εκείνη. Ήταν αποφασισμένη· κανείς δε θα μάθαινε ποτέ γιατί είχε λείψει.

«Πήρες την απόφαση να διαλύσεις το πλοίο του απουσία μου. Υπάκουσες στην ιδιοτροπία του Ηλίου σαν πιστό σκυλί,» παρέμενε ήρεμη μα στην αδικία δε θα κρατούσε κλειστό στόμα.

«Ο Ήλιος είναι Τιτάνας. Σου το έχω εξηγήσει από την ημέρα που γεννήθηκες. Στους Τιτάνες, οφείλουμε να φερόμαστε με σεβασμό κι ευγένεια. Πρέπει να διατηρούμε άρτιες σχέσεις, για να συνυπάρχουμε ειρηνικά,» εμφανίστηκε επιτέλους ο Άρχων που όλοι έτρεμαν και προσκυνούσαν.

«Φοβάσαι τους Τιτάνες; Εσύ τους νίκησες, όμως. Πάλι, θα νικηθούν, αν τολμήσουν να εξεγερθούν, μολονότι δεν υπάρχει πια η μητέρα μου με την ευφυΐα και τα ξόρκια της,» αποκρίθηκε με πικρία η κόρη, σφίγγοντας τις γροθιές της. «Δε φοβάσαι τους Τιτάνες, είμαι σίγουρη. Αυτόν φοβάσαι. Για αυτό, τον παράτησες στην Ωγυγία. Ευχαριστεί τον Ποσειδώνα, οι υπόλοιποι δε νοιάζονται κι εσύ μένεις ήσυχος.»

«Μίλησε ξεκάθαρα, κόρη,» πρόσταξε όσο πιο αυστηρά μπορούσε. «Γιατί να φοβάμαι έναν θνητό;»

«Η τύφλωση του Πολύφημου ήταν μια αφορμή, το τέλειο πρόσχημα για να τον κηρύξετε εχθρό σας κι επειδή δεν τον άφησα να μείνει για πάντα στην Κίρκη, τώρα θα παλέψετε, για να μείνει για πάντα στην Καλυψώ!»

«Πρόσεξε, κόρη μου,» την προειδοποίησε προσεκτικά ο Δίας. «Προστατεύεις έναν αιρετικό και αγνοείς την οικογένεια σου.»

«Όταν η οικογένεια μου με αγνοεί και παραγκωνίζει, αυτό θα πράξω. Του έδωσα ζωή, από νεογνό τον προστατεύω και θα συνεχίσω μέχρι την ύστατη πνοή του,» δήλωσε με λίθινη αποφασιστικότητα η Θεά της Σοφίας.

«Δε θα υπάρξει, μάλλον, ύστατη πνοή,» τόνισε καίρια ο Νεφεληγερέτης. «Η Καλυψώ μου αιτήθηκε να του δωρίσω αθανασία. Για τη νεότητα, φροντίζει ήδη εκείνη.»

«Θαυμάσια,» έχυσε όλη της την ειρωνεία σε ένα επίρρημα η Αθηνά. «Κι εσύ θα το πράξεις, βέβαια!» Ο τόνος της υψώθηκε τόσο, ώστε να μην ακούγονται πουθενά αλλού. «Όχι μόνο θα ευχαριστηθεί μια Τιτανίδα αλλά κι εσύ θα απαλλαγείς μια και καλή από το πρόβλημα σου! Θα μείνει αιώνια μαζί της, δε θα δει ποτέ θνητό ξανά, τα λόγια του δε θα ακουστούν κι η ιστορία του θα ξεχαστεί ολότελα! Όλα αυτά τα ανόσια, φριχτά σφάλματα, για ένα πάθος!»

«Κόρη, δεν έχεις ακόμη εξηγήσει πού βρισκόσουν, αλλά σίγουρα το μυαλό σου έχει διαταραχτεί,» παρέμεινε ασάλευτος ο Δίας. «Αντί να χαίρεσαι που ο ευνοούμενος σου θα ζήσει αιώνια κι ευτυχής, με μια αθάνατη που τον λατρεύει, παραλογίζεσαι.»

«Δεν ξέρω αν είναι ευτυχής, δεν τον έχω δει!» Διαφώνησε κάθετα η Θεά και χτύπησε το δόρυ της στο μαρμάρινο δάπεδο.

«Γιατί τόση εμμονή, επιτέλους;» Φώναξε κι εκείνος, ώστε ο Αετός άνοιξε τα φτερά και πέταξε προς το μέρος της. Η Γλαύκη στάθηκε υπερήφανη εμπρός του κι η θαρραλέα της στάση, τον ακινητοποίησε. Γύρισε πίσω στη θέση του.

Η Αθηνά πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να γαληνεύσει την καρδιά που βροντούσε και το αίμα στα μηνίγγια της μαινόταν. Ένιωσε την περικεφαλαία να την πνιγεί. Την έβγαλε και την πέταξε μακριά.

«Εγώ, πατέρα, πάθη δεν έχω,» ξεκίνησε κουρασμένα και κάθε λέξη ήταν ένα ασήκωτο βάρος στον λαιμό της. «Ούτε φαγητό ούτε ποτό ούτε εραστές με ενδιαφέρουν, τίποτα. Μονάχα τους θνητούς· εκείνους ξεχωρίζω, με πνεύμα και με ρώμη προικισμένους· τους ήρωες. Αυτούς μονάχα αγαπώ και λαχταρώ να βοηθώ και να δοξάζω, για να δρέπω κι εγώ ελάχιστη από την καταξίωσή τους.» Σήκωσε τα μάτια από τα πόδια της και τον κοίταξε κατευθείαν στις πράσινες του ίριδες ξανά. «Πατέρα, εφτά χρόνια γήινα βρίσκεται ο Οδυσσέας αραγμένος, ταπεινωμένος εκεί· σε αυτό το παλιόνησο κι ούτε μια φορά δε δέχτηκες ή καταδέχτηκες εσύ, ο Παντοδύναμος, να ασχοληθείς καν μαζί του! Πώς τολμάς να με αποκαλείς αγαπημένη και να δηλώνεις πως με σκέφτεσαι; Αν με σκεφτόσουν, ας συνέτρεχες εκείνον, μα τον εγκατέλειψες, προς συμφέρον σου. Δε με ξέρεις, λοιπόν, καθόλου.»

Η τελική, θλιβερή διαπίστωση ήταν που αντικατέστησε την κοχλάζουσα οργή του Δία με απορία. Δεν τον άφησε να ανταποκριθεί. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και προχώρησε τολμηρά.

«Ίσως να με ξέρεις μα σίγουρα αδυνατείς να με καταλάβεις. Εσύ· που δεν έχεις ιδέα τι είναι το συναίσθημα, πέρα από τη σαρκική ανάγκη και πλησμονή. Εσύ· που καταβρόχθισες τη μητέρα μου και ξεδιάντροπα προσβάλεις με απιστίες τη γυναίκα σου, που τόσο απροκάλυπτα κατονομάζεις Αγάπη. Εσύ· που αδιαφορείς για τις μοίρες των ερωμένων σου, που υποφέρουν άδικα στα χέρια της Ήρας.» Έκανε μια παύση εσκεμμένη. Γνώριζε ότι τον είχε εκπλήξει κι αιφνιδιάσει. Εκεί, στόχευε. Συνέχισε, ενισχύοντας την κάθε λέξη με απόγνωση και θλίψη. «Μέσα από εσένα, έμαθα να παγώνω την καρδιά μου. Μα δε θα ακολουθήσω το παράδειγμά σου. Χαίρομαι που δε σου έμοιασα σε αυτόν τον τομέα, πατέρα· μόνο και μόνο επειδή γνωρίζεις πώς να γεμίσεις το κρεβάτι σου δε σημαίνει ότι ξέρεις και πώς να γεμίσεις την ψυχή σου. Είσαι ένας απλοϊκός άνδρας, εν τέλει, πλην αθάνατος. Αγνοείς την έννοια του αισθήματος και φοβάσαι να αποκαλύψεις την ψυχή σου οπουδήποτε πέρα από τον καθρέφτη σου.»

Ο Δίας γέλασε. Όχι ολόκαρδα μα νευρικά. Ήθελε να την πείσει απελπισμένα ότι δεν την είχε πάρει στα σοβαρά· μα η Αθηνά δεν ήταν ευκολόπιστη ούτε ελαφρόνους.

«Και τι αποσκοπείς, λοιπόν, αφού τόσο καταστροφικός υπήρξα για εσένα;»

Την ειρωνεύτηκε κατάφωρα, υπερχειλίζοντας το θάρρος και το θράσος της. Η Θεά μειδίασε και τα μάτια της σκοτείνιασαν.

«Υποθέτω, θα σε σκοτώσω, θα σου πάρω τον θρόνο και έτσι θα τελειώσουν όλα.»

Ήταν η σειρά της να λυθεί στα γέλια -εγκάρδια, όμως- με την άναυδη, ταραγμένη, σχεδόν φοβισμένη του έκφραση. Ευθύς, χαλάρωσε, ηρέμησε κι αναγνώρισε την κόρη του, η οποία στα μάτια του θα φάνταζε πάντοτε παιδίσκη. Κι όσο της άγγιζε το κεφάλι ως ευλογία, η Αθηνά κατανοούσε τα λόγια της και τα αποτύπωνε στη μνήμη της αυτούσια. Τα κατέκτησε, τα οικειοποιήθηκε, τα έθαψε τόσο βαθιά, ώστε να τα ανασύρει εύκολα ανά πάσα στιγμή. Συνειδητοποίησε ότι, εφόσον είχε προφέρει την πράξη που ανέκαθεν ο Προμηθέας κι η Εκάτη αποκαλούσαν Πεπρωμένο της, έτσι ακριβώς είχε αρχίσει να την εκλαμβάνει.

Ίσως έβρισκε τη δύναμη να τη φέρει εις πέρας. Κάποτε. Κάπου. Πλέον, δεν ήταν απίθανο.

Όταν την αποδέσμευσε, επέστρεψε στο παλάτι της και σχεδίασε αδρομερώς τον λόγο και την αντιμετώπιση της, ώστε στο επόμενο θεϊκό συμβούλιο να εξασφάλιζε τη σωτηρία του Οδυσσέα.

«Γιατί τον φοβάσαι τόσο;»
Δε σταματούσε να χαμογελά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Φεύγουμε σε μισή ώρα για το αεροδρόμιο! Στην Αθήνα, μας περιμένει βαν, το οποίο θα μας μεταφέρει τάχιστα στον Όλυμπο.»

Η Ήρα χρειαζόταν να ανεβάσει αρκετά την ένταση της φωνής της, για να ακούγεται πάνω από την οχλαγωγία της Συμμαχίας της. Όλα τα μέλη βοηθούσαν, καθώς οι αθάνατοι ετοιμάζονταν για αναχώρηση μα πιο ανήσυχοι έμοιαζαν οι θνητοί, γιατί δεν είχε ανακοινωθεί ακόμα ποιός από αυτούς θα συνόδευε.

«Πρέπει να έρθω κι εγώ;» Ρώτησε η Ελένη, δήθεν βαριεστημένα, θέλοντας να κρύψει τον δισταγμό της.

«Εξυπακούεται,» απάντησε με απολυτότητα, αδιαλλαξία η θεά των Γυναικών. «Χωρίς τη θεά της Πανσελήνου, δε θα παμε πουθενά. Θα σε θέσω αντίπαλο δέος της εκνευριστικής Αρτέμιδας ή της αυθάδους Σελήνης. Τους αξίζει η υποτίμηση, μπροστά στην τελειότητα σου!»

Η Ελένη δεν της απάντησε. Είδε τη Νύχτα, που της ένευε να τη βοηθήσει στο φόρτωμα με τη Βία κι έσπευσαν μαζί με τον Κράτο.

Ο Ιάσων, που στεκόταν στωικά και πειθήνια δίπλα στην αθάνατη κυρά του, έσκυψε στο αυτί της και ψιθύρισε με προσοχή.

«Έχουν δίκιο που ανησυχούν οι θνητοί. Πρέπει να αποφασίσεις ποιόν θα πάρεις μαζί σου.»

«Εσένα,» απεφάνθη κατευθείαν εκείνη και τον κοίταξε φευγαλέα με πονηριά. «Θαρρώ σου χρειάζεται μια επανένωση με την αθάνατη σύζυγο σου. Πήγαινε κι ανακοίνωσε το στους λοιπούς θνητούς.»

Τον παράτησε, έσπευσε να κατεβεί στο υπόγειο, όπου φυλασσόταν η Αθηνά. Στην πόρτα, βρήκε την Εστία κι ευχαριστήθηκε, αφού δε χρειαζόταν να αντικρίσει κιόλας την απεχθή όμηρο.

«Θα στείλω τον Κράτο και τη Βία να τη μετακινήσουν, με απόλυτη ασφάλεια και ακίνδυνα, όπως μόνο αυτοί γνωρίζουν,» της ανακοίνωσε. «Έχεις ετοιμαστεί;»

«Όπως πρόσταξες, όλα μας τα εύκολα φορητά όπλα έχουν συγκροτηθεί σε βαλίτσες. Ωστόσο, αδυνατώ να καταλάβω γιατί επιμένεις. Στον Όλυμπο, απαγορεύεται η αιματοχυσία· απαράβατος κανόνας που θέσπισε ο Δίας.»

«Ο Δίας πέθανε,» υπενθύμισε, παλεύοντας να μη χαμογελάσει η Ήρα. «Γιατί να επιβιώνουν οι κανόνες και οι νόμοι του; Κανείς δε μου εγγυάται τι ετοιμάζουν τα πρωτοπαλίκαρα της Αθηνάς. Εμείς θα είμαστε έτοιμοι για όλα.»

«Όπως επιθυμείς,» αναστέναξε, φανερά κατάκοπη η Εστία. Όλη τη νύχτα, πρόσεχε την Αθηνά και σκιζόταν η καρδιά της, καθώς παρακολουθούσε το ειδεχθές μαρτύριο του Αετού.

«Μιας κι ανέφερες τον Αετό, προτού φύγουμε, άφησε τον ελεύθερο. Θα πετάξει μόνος πίσω στον Όλυμπο και θα μας καρτερεί.»

Άναυδη έμεινε η πρωτότοκη θεά, εντοπίζοντας μια αρχαία ικανότητα της αδελφής της, που είχε εκλείψει πριν χρόνια. Η Ήρα χαμογέλασε απροκάλυπτα αυτή τη φορά κι η αύρα που ανέδιδε εξέφραζε μόνο θρίαμβο.

«Κι εγώ εκπλήσσομαι, αδελφή. Είδες πόσο ισχυρό παραμένει το δαχτυλίδι του Ουρανού; Ένα λεπτό το άγγιξα κι ανέκτησα την Τηλεπάθειά μου. Φαντάσου τι θα γίνει, όταν το φορέσω κι επίσημα. Θα δώσουμε την κακομαθημένη και θα πάρουμε το απόλυτο κλειδί και κόσμημα. Για μια ανοησία του γιού μου, θα κερδίσουμε το εισιτήριο για τη νίκη.»

Η Εστία αναστέναξε ξανά και ανάγκασε τα χείλη της να ανασηκωθούν τυπικά. Δεν άντεχε την εμμονή της αδελφής της με τον θρόνο. Δε συμφωνούσε με τον βασανισμό της ανιψιάς της. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα εισέρχονταν όπλα στον Όλυμπο με διάθεση φονική. Κι όσο η Δήμητρα φαινόταν εξίσου αποφασισμένη με την Ήρα, ένιωθε πως η ευθύνη εξισορρόπησης έπεφτε μόνο στους δικούς της ώμους. Ίσως και να είχε λησμονήσει αυτόν τον ρόλο, μετά από τόση μοναξιά και σιωπή στον έρημο Όλυμπο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αφότου το ταξί τους άφησε έξω από τη βίλα του Ποσειδώνα στο Σούνιο, ο Απόλλων, η Κασσάνδρα κι ο εκλεκτός τους συνοδοιπόρος βρέθηκαν μπροστά σε μια Συμμαχία που βιαζόταν εξαιρετικά, ώστε να επιβιβαστούν στο φορτηγάκι που θα μετέφερε τους αθάνατους κι έναν θνητό στον Όλυμπο χωρίς καθυστέρηση. Όσο κι αν η Νέμεσις φαινόταν απασχολημένη με την επίβλεψη των ετοιμασιών, αντικρίζοντας τους, χαιρέτησε περιχαρώς.

«Καλωσήρθατε πίσω! Καλώς όρισες, Ορφέα!»

Κανένας δε θυμόταν πρόσωπα καλύτερα από εκείνη. Αναγνώρισε αμέσως τον πυρόξανθο αοιδό, παρόλο που είχαν περάσει τρεις χιλιάδες χρόνια από τη μια και μοναδική τους συνάντηση.

«Θαρρώ, αν είχαμε φτάσει μισή ώρα αργότερα, δε θα σας προλαβαίναμε.»

«Όπως πάντα, ακριβής, Απόλλων,» τους πλησίασε και η Αμφιτρίτη, τείνοντας το χέρι της χαμογελαστά στον Ορφέα, αφού πρώτα το σκούπισε βιαστικά σε ένα μαυρισμένο πανί. «Καλωσήρθες, Ορφέα. Απολογούμαι για το χέρι μου, έφτιαχνα τη μηχανή του φορτηγού.»

«Χαίρομαι που βρίσκομαι μαζί σας, με τιμά η υποδοχή,» της έδωσε το χέρι πρόθυμα εκείνος, με στάση ταπεινή.

«Πέρασε μέσα, θα σου δείξω ένα δωμάτιο που μπορείς να πάρεις. Θα έχεις αρκετό χρόνο να γνωριστείς με τους θνητούς μας. Οι θεοί θα απουσιάσουμε για λίγο,» του επισήμανε επιτακτικά η Αμφιτρίτη, νεύοντας και στην Κασσάνδρα, με την οποία ως τότε δεν είχε ασχοληθεί κανείς. «Έλα κι εσύ, νεαρά. Θα ετοιμαστείς, για να μας ακολουθησεις.»

«Γιατί επιλέξατε αυτήν;» Όρμησε ο Απόλλων, στεκόμενος δίπλα της προστατευτικά. «Γιατί δεν επέλεξε έναν γιό του ο Ποσειδών;»

Δεν είχε διόλου θετικό προαίσθημα για το Συμβούλιο στον Όλυμπο. Κι αν η κατάσταση αυξανόταν σε κίνδυνο, δεν ήθελε επουδενί να βρίσκεται η Κασσάνδρα εκεί.

«Οι γιοί του Ποσειδώνα δεν εξήγησαν κανέναν οιωνό, καμία προφητεία, δεν έλαβαν κανένα όραμα,» αποκρίθηκε αυστηρά η Άνασσα των Θαλασσών, καθόλα αυταρχική κι επιβλητική. «Η Κασσάνδρα, παρότι δεν ανήκει στη Συμμαχία πολύ καιρό, έχει συνεισφέρει πολύτιμα. Αυτή θα μας ακολουθήσει και η άποψη του Άνακτος Ποσειδώνα δε θα αλλάξει.»

Η ίδια η Κασσάνδρα, έσκυψε το κεφάλι πειθήνια και κατένευσε.

«Θα υπακούσω. Αυτό είναι το καθήκον μου.»

Ακολούθησε την Αμφιτρίτη και τον Ορφέα ταχέως, ενώ ο Απόλλων κόρωνε από ανησυχία. Σήκωσε τον σάκο που έφερε από το ταξίδι-αστραπή στο Παρίσι και τον πέταξε αδιάφορα στο πορτ-μπαγκάζ του φορτηγού. Μετάνιωσε που δεν είχαν μείνει κι άλλο με την Κασσάνδρα, που δεν είχε προλάβει να της δείξει την απίστευτη ομορφιά της πόλης και να της τραγουδήσει στην κορυφή του Πύργου του Άιφελ, υπό τη θέα της κατάφωτης πόλης τη νύχτα. Πλέον, ίσως να μην είχε ξανά την ευκαιρία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Άρης, ενώ επέλεγε βιαστικά ένα γρήγορο αυτοκίνητο για ενοικίαση στην Αθήνα, έστειλε τις οδηγίες για τη Συμμαχία του στην Έριδα με τον πιο ταχύ του γύπα.

Ως προς τον θνητό σύντροφό μας, επίλεξε τον Έκτορα. Πρέπει να παρίσταται. Είναι πολύ πιο σημαντικός από όσο πιστεύαμε.

Πλήρωσε την προκαταβολή, έβαλε το κλειδί στη μίζα και ξεκίνησε, σπεύδοντας κι ελπίζοντας να φτάσει πρώτος στον Όλυμπο ή τουλάχιστον, πριν τη μητέρα του. Εφόσον εκεί είχαν κανονίσει την ανταλλαγή, δε θα επέτρεπε στην Ήρα να κρατά δέσμια την Αθηνά ούτε στιγμή παραπάνω από το αναγκαίο.

Όταν, όμως, το μήνυμα του ανακοινώθηκε στους αθάνατους της Μάνης διά στόματος Άδη, έπεσε παγωνιά, που τη διαδέχτηκε φασαρία τρομερή.

«Ησυχία!» Βρόντηξε ο Πλούτωνας κι επιβλήθηκε, αφήνοντας την Έριδα να πάρει τον λόγο.

«Θα πράξουμε αυτό που προστάζει ο Αρχηγός μας, είναι απλό,» δήλωσε αποφασιστικά.

«Μήπως να τον ευχαριστήσουμε κιόλας, που μας έχει παρατήσει τόσες μέρες, για να κηδεύσουμε την Αφροδίτη λες κι ήταν ψωρόσκυλο;» Πετάχτηκε ευθύς ο Κυδοιμός.

«Αφού αδιαφορεί για εμάς, γιατί να τον υπακούσουμε;» Υποστήριξε κι η Ενυώ.

«Ανόητοι,» τους προκάλεσε θαρραλέα η Σελήνη. «Από τα Τάρταρα, έφερε το αίμα των Αρχέγονων, που έσωσε τον αδελφό μου και την Αφροδίτη, που ψυχορραγούσαν, μετά την επίθεση του Ποσειδώνα!»

«Φυσικά, έσωσε την Αφροδίτη, για να τη σκοτώσει ο ίδιος ελεύθερα λίγο αργότερα!» Τόνισε η Ενυώ.

«Αφού τόσο μας υπολογίζει και αγαπάει, γιατί δεν έχει ασχοληθεί μαζί μας διόλου κι όλο μας λες ότι κυκλοφορεί στα λημέρια της Αθηνάς;» Ρώτησε κι ο Δείμος, απεθυνόμενος αποκλειστικά στην Έριδα.

Η θεά της Διχόνοιας πλέον έπρεπε να λειτουργήσει ενωτικά, να συγκρατούσε τη Συμμαχία και να την παρέδιδε αρτιμελή στον Άρη στον Όλυμπο. Παρουσία αυτού, ας έπρατταν όπως πίστευαν. Τη δική της αποστολή, ωστόσο, σκόπευε να την επιτύχει ολικά.

«Δε νομίζετε ότι μας συμφέρει η συνεργασία αυτή;» Είχε σκεφτεί αποβραδίς κι ετοιμάσει απαντήσεις. «Η Αθηνά έχει συγκεντρώσει τους περισσότερους παλιούς ήρωες κοντά της. Αν μπορεί η ιστορία να μας διδάξει κάτι, είναι ότι δε θα θέλαμε να τους έχουμε απέναντι μας.»

«Και γιατί εμείς να θέλουμε συμμάχους μας τον Διομήδη και τον Οδυσσέα, τα επηρμένα ζώα;» Απόρησε ο Φόβος.

«Γιατί αυτή θα είναι η απόφαση του Άρη,» απάντησε με απολυτότητα η Έρις.

«Αν δεν είστε ευχαριστημένοι, φύγετε,» επενέβη ευγενικά ο Άδης, θέλοντας να στηρίξει την προσπάθεια της. «Μονάχα να θυμάστε· ο Άρης δεν υπήρξε ποτέ ανεκτικός ή επιεικής με τους λιποτάκτες.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Συμμαχία της Φωτιάς έφτασε πρώτη στον Όλυμπο, όπως σχεδίαζε η Ήρα. Κρούοντας τις θύρες, τους άνοιξε ο ίδιος ο Άρης κι η θεά του γάμου συνοφρυώθηκε. Απογοητεύτηκε που ο γιός την είχε προλάβει.

«Καλωσήρθατε,» χαιρέτισε κοφτά. Τους άφησε όλους να περάσουν, μέχρι που η ματιά του έπεσε στο μπαούλο που κουβαλούσαν ο Κράτος και η Βία. «Τι υποτίθεται ότι μεταφέρεται εδώ;»

«Το βλαστάρι του Ολύμπου,» αποκρίθηκε με όλη της την ειρωνεία η Ήρα, ανοίγοντας το επιδεικτικά, για να φανερώσει την Αθηνά αλυσοδεμένη και κουλουριασμένη εκεί.

Ο Άρης ένιωσε τα σωθικά του να συστρέφονται επικίνδυνα. Δάγκωσε τη γλώσσα του, για να μην ξεράσει.

«Άφησέ την, το υποσχέθηκες,» την πρόσταξε σχεδόν, διατηρώντας ουδετερότητα στη φωνή του. «Αυτό που συμφωνήσαμε, το έχω. Σου το δίνω τώρα και την αφήνεις ελεύθερη.»

«Δε νομίζεις ότι θα ήταν καλύτερα να γίνει μπροστά σε μεγαλύτερο κοινό η ανταλλαγή;» Μειδίασε πονηρά εκείνη.

«Τώρα, μητέρα. Αλλιώς, δε θα πάρεις τίποτα. Τέλος πάντων, στη θέση σου, δε θα ήθελα να την κρατώ όμηρο παρουσία της Συμμαχίας της. Τι είναι ο Κράτος και η Βία μπροστά στον Ηρακλή και τη Μήδεια;»

Ρουθούνισε με περιφρόνηση και για μια στιγμή, ο Άρης πείστηκε ότι θα αρνούταν και δε θα ελευθέρωνε την Αθηνά. Έπαψε να αναπνέει, ασυναίσθητα. Μονάχα όταν την είδε να νεύει στους σκοτεινούς αχθοφόρους, ο αέρας διέφυγε από τα πνευμονία του με απίστευτη ορμή και ζήλο, σαν στρόβιλος.

«Αφήστε τη,» διέταξε και ο Κράτος και η Βία άνοιξαν διάπλατα το σεντούκι, αφήνοντας την αλυσοδεμένη να εξέλθει πλήρως.

Τα μάτια της φωτίστηκαν βλέποντας τον Άρη κι αυτό τον ενδυνάμωσε σημαντικότατα. Μα μόλις τον είδε να παραδίδει στην ανοιχτή, αδημονούσα παλάμη της μητέρας του το δαχτυλίδι του Ουρανού, η καρδιά της φτερούγισε με τρόμο. Κατάπιε τη γλώσσα της, κατανοώντας το υπέρτατο τίμημα της ελευθερίας της.

«Να τη χαίρεσαι την άχρηστη, νεαρέ,» κάγχασε η Ήρα, θαυμάζοντας το λιτό, σχεδόν άσχημο κόσμημα στο δάχτυλό της, σαν να επρόκειτο για το μέγιστο αριστούργημα του Ηφαίστου.

Η ίδια αποχώρησε με αδιαφορία, όπως έπραξαν κι ο Κράτος με τη Βία, λύνοντας τις αλυσίδες της Αθηνάς προσεκτικά κι ασφαλίζοντας τες πάλι στο σεντούκι. Η Βία το σήκωσε εύκολα στα στιβαρά της μπράτσα και κατηφόρησε, ώστε να το επιστρέψει στο αυτοκίνητό τους.

Έμειναν μόνοι, λίγο πιο μέσα από τις πύλες του Ολύμπου, περιστοιχισμένοι από νέφη και τα αριστοτεχνήματα του Ηφαίστου από χρυσό, αλάβαστρο και ολόλαμπρο μάρμαρο.

«Αγάπη μου,» ανάσανε με ανακούφιση ο Άρης κι έτεινε να την αγκαλιάσει με λαχτάρα.

Τον σταμάτησε αυστηρά, παρότι διστακτικά, παίρνοντας τα χέρια του σφιχτά στα δικά της.

«Όχι τώρα, όχι εδώ,» τον ικέτευσε σιγανά. «Πρέπει να αποσυρθώ στα δώματα μου. Να νιφτώ, να καθαριστώ από όσα βίωσα στο μπουντρούμι της και μόνο τότε θα έρθω στο Συμβούλιο. Ξεκινήστε χωρίς εμένα. Είμαι βέβαιη ότι η Εκάτη και ο Προμηθέας γνωρίζουν τι πρέπει να λεχθεί εκ μέρους μου.»

Κατένευσε με μισή καρδιά.

«Μήπως χρειάζεσαι βοήθεια;» Αναζήτησε την ελάχιστη κούραση στα μάτια της μα βρήκε μόνο πέτρινη αποφασιστικότητα και ορμή.

«Μην ανησυχείς για εμένα,» θέλησε να τον καθησυχάσει. «Βρες τους δικούς σου και προσπάθησε να τους εξηγήσεις.»

Έφυγε βιαστικά, με τη Γλαύκη στον ώμο της κι ώσπου να διαφύγει της ματιάς του, δεν έπαψε να την παρακολουθεί. Το είχε ορκιστεί στον εαυτό του· πλέον, δε θα την έχανε στιγμή από τα μάτια του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δεν πρόλαβε να ανταλλάξει κουβέντα με τη Συμμαχία της Γης. Με το που εντόπισε την Έριδα και την Περσεφόνη, πλησιάζοντας τες, ήχησαν τα κύμβαλα που τους καλούσαν στο Συμβούλιο.

Εξεπλάγησαν με το μέγεθος της τράπεζας και τον αριθμό καθισμάτων. Είκοσι εννέα· ισάριθμα των αθανάτων που είχαν προέλθει, άρα οι θνητοί θα στέκονταν όρθιοι. Ωστόσο, η θέση της Αθηνάς έμεινε κενή και κανένας δεν την οικειοποιήθηκε.

Η Ήβη, άτυπη επικεφαλής του Ολύμπου ως την επόμενη Στέψη, τοποθέτησε ευλαβικά τους αθάνατους ανάλογα με τις Συμμαχίες τους. Από σεβασμό, προσέφερε την Κεφαλή στην Εστία, το πρωτότοκο παιδί του Κρόνου και της Ρέας. Αριστερά της, κάθισαν οι αθάνατοι της Φωτιάς· η Ήρα, η Δήμητρα, ο Κράτος και η Βία, η Ελένη, η Ίρις και η Νύχτα. Πίσω από την Ήρα, στάθηκε ο Ιάσων. Δίπλα στη Νύχτα, κάθισε η Έρις κι οι αθάνατοι της Γης· ο Άρης, ο Δείμος και ο Φόβος, η Ενυώ, ο Κυδοιμός, ο Διόνυσος, ο Άδης και η Περσεφόνη, ο Ήλιος κι η Σελήνη. Πίσω από τον Άρη, στάθηκε ο Έκτωρ. Αριστερά της Εστίας, κάθισε ο Ποσειδών και μαζί του οι αθάνατοι του Ύδατος· η Αμφιτρίτη, ο Απόλλων, ο Τρίτων και η Νέμεσις. Πίσω από τον Ποσειδώνα, στάθηκε η Κασσάνδρα. Δίπλα εκεί, βρέθηκε το άδειο θρονί της Αθηνάς, αριστερά του οποίου κάθισε η Εκάτη κι έπειτα οι αθάνατοι του Ανέμου· ο Προμηθέας, η Άρτεμις, ο Ερμής, ο Ήφαιστος, ο Ηρακλής και η Μήδεια. Πίσω από τον Ηρακλή, στάθηκε ο Οδυσσέας.

«Καλώς ορίσατε ξανά στον Όλυμπο, το κέντρο των κέντρων, το ανάκτορό μας και στρατηγείο,» μίλησε πρώτη η Εστία μα σώπασε, θωρώντας το χέρι του Άρη που είχε εκσφενδονιστεί κι απαιτούσε να πάρει τον λόγο. Του τον παραχώρησε πρόθυμα, καθώς ξαλάφρωσε από το αμήχανο και αλλόκοτο καθήκον που της είχε επωμιστεί αδιόρατα.

«Αξιοσέβαστη θεία, φιλότιμη η προσπάθεια σου να ξεκινήσεις το Συμβούλιο ήρεμα μα ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Οφείλουν να ειπωθούν πολλά, πρωτίστως από εμένα. Είμαι βέβαιος ότι αρκετοί το γνωρίζετε ήδη, ωστόσο θα το ομολογήσω κι εγώ ο ίδιος· ο Δίας δεν πέθανε τυχαία. Φονεύθηκε από την Αθηνά και εμένα, ώστε να αναλάβει τον θρόνο εκείνη, η νόμιμη διάδοχος του.»

Στην παύση που ακολούθησε, δεν τόλμησε κανένας να αρθρώσει λέξη. Παρόλο που οι Συμμαχίες του Ανέμου και της Γης γνώριζαν κιόλας και του Ύδατος είχε την υπόνοια του Απόλλωνα και της Κασσάνδρας, η Ήρα δεν είχε ακούσει τίποτα, όπως και κανείς σύμμαχος της. Η έκπληξη, ο θυμός κι η απογοήτευση που εμφανίστηκαν άξαφνα στο πρόσωπο της χήρας του Δία, έσπειραν ανησυχία στους παρευρισκόμενους.

Ο Κράτος κι η Βία ένωσαν τα χέρια τους κι έσκυψαν τα κεφάλια σαν να πενθούσαν ξανά μα έκαιγαν τα κεφάλια τους οργισμένα. Η Εστία και η Δήμητρα φαίνονταν συντετριμμένες. Η Ίρις και η Νύχτα, φανερά συγχυσμένες, παρακολουθούσαν την Αρχηγό τους με αγωνία, έτοιμες να τη συγκρατήσουν, αν χρειαζόταν. Όλοι όφειλαν να σεβαστούν τον κανόνα της εκεχειρίας στον Όλυμπο, ασχέτως αν οι σάκοι των συμμάχων της Ήρας έκρυβαν όπλα.

Η σιωπή έσπασε με έναν καγχασμό της Ήρας. Σηκώθηκε όρθια, κοιτώντας κατάματα τον μεγάλο της γιό, με έναν κυκεώνα συγκρουόμενων συναισθημάτων, όπου κυριαρχούσε ενίοτε η αγανάκτηση ή η θλίψη ή το μίσος.

«Αδυνατώ να καταλάβω τι έχω πράξει, για να αξίζω τέτοιο εξευτελισμό. Αμφότεροι οι γιοί μου με εγκατέλειψαν· ο ένας με την πρώτη ευκαιρία έτρεξε στην αγαπημένη του αδελφή κι ο άλλος συνωμοτούσε μαζί της εξαρχής, εξαπατώντας τους πάντες, μόνο και μόνο για να τη βοηθήσει. Ηλίθιε, ανόητε, άμυαλε φρύνε!» Τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα άγρια, οργισμένα, που κυλούσαν στον λαιμό και στο στέρνο της αδιάκοπα. Η φωνή της δεν έσπασε, όμως. Παρέμεινε στεντόρεια και βροντερή, αποφασισμένη να τσακίσει τον Άρη, που τη θωρούσε αγέρωχος. «Ήμουν τόσο ευτυχής, όταν σε γέννησα. Αν ήξερα ότι θα γινόσουν χειρότερο βόδι από τον πατέρα σου, θα σε έπνιγα στη μήτρα, γουρούνι! Ο πατέρας σου δε θα αποποιούταν ποτέ του δικαιώματος του για καμία φιλόδοξη πόρνη ούτε καν τη Λητώ, που του γέννησε δίδυμα!»

«Πώς τολμάς;» Χτύπησε τη γροθιά της αυτόματα στο βαρύ ξύλο η Άρτεμις μα τη συγκράτησε ο Ερμής δίπλα της, αρπάζοντας το χέρι αποφασιστικά.

«Όπως τολμάς κι εσύ, χαζοβιόλα, αιθεροβάμων παρθένα, να υποστηρίζεις τη φόνισσα του πατέρα σου!» Εξαπέλυσε το φαρμάκι της η Ήρα και στράφηκε σε έναν προς έναν τους στενούς συγγενείς. «Κι εσείς, Άδη και Περσεφόνη, πώς μπορείτε και τους στηρίζετε ακόμα; Κι εσύ, Ερμή! Κι εσύ, Διόνυσε! Κι εσύ, Ηρακλή, κατάρα στην ώρα που σε πάντρεψα με την κόρη μου! Μοιράζεστε το αίμα του υπέρτατου Άρχοντα, πανηλίθιοι, αντί να σφάξετε τους ιθύνοντες με τα χέρια σας και να λυτρώσετε τον κόσμο από το μίασμα!»

«Όταν εσύ πρόσταξες τον Πύθωνα να κυνηγά την έγκυο μητέρα μας, ήσουν δίκαιη;» Πετάχτηκε όρθιος ο Απόλλων, εξημμένος με την αυθάδεια του λόγου της και την προκλητικότητα. Η Άρτεμις του χάρισε ένα βουρκωμένο χαμόγελο. «Όταν την πέταξες στα Τάρταρα με την πρώτη ευκαιρία, ήσουν τίμια και σωστή;»

«Όταν σκότωσες τη μητέρα μου, την Αλκμήνη, με τον ίδιο τρόπο που είχες αποπειραθεί να σκοτώσεις εμένα ως βρέφος, δεν ήσουν φόνισσα;» Ορθώθηκε κι ο Ηρακλής, χωρίς να φωνάζει, με γαλήνια φωνή και οργή στο βλέμμα, που τον έκαναν να φαντάζει τρομακτικός. «Υπήρξε η πιο γεροδεμένη κι επιβλητική γυναίκα που γεννήθηκε αλλά δεν άξιζε να δηλητηριαστεί από τα φίδια σου!»

«Η Αθηνά ποτέ δε βιαιοπράγησε εκ πρόθεσης σε βάρος ανυπεράσπιστων θνητών,» τόνισε η Εκάτη ανάλαφρα κι όμως, ακούστηκε ως η πιο βαρυσήμαντη κουβέντα.

«Ας ρωτήσουμε τότε την Αράχνη, τη Μέδουσα κι εκείνη την Παλλάδα,» κάγχασε χωρίς δισταγμό η Ήρα, εντελώς αποδιοργανωμένη.

«Η Αράχνη ήταν βλάσφημη κι άξιζε τίση, η Μέδουσα τιμωρήθηκε άδικα μα με προσταγή του Δία κι η Παλλάς έπεσε από το χέρι του Δία, επίσης,» αντέκρουσε η Εκάτη, μιλώντας σταθερά και επίπεδα, καθήμενη κι απόλυτα ψύχραιμη, ανεπηρέαστη από τα φωνητικά ξεσπάσματα και την άρνηση της χήρας Βασίλισσας να καθήσει. Έτσι όπως καθόταν, αψηφούσα και φαινομενικά γαλήνια, με χέρια και πόδια σταυρωμένα, απόλυτα σίγουρη για την επιτυχία της, σκορπούσε σε όλους τους εχθρούς ανασφάλεια και αμφιβολίες. «Αν θελουμε να ζυγίσουμε τα παραπτώματα του καθενός Ολυμπίου, δε θα καταλήξουμε πουθενά. Αμόλυντη είναι μόνο η Εστία, πασίγνωστο τούτο. Δεν πρόκειται για δικαστήριο μα εκλογή πασιφανή. Η Αθηνά πρέπει να στεφθεί Άνασσα, μονάχα εκείνη αξίζει.»

Σα να είχαν συμφωνήσει κάποιο σύνθημα, σηκώθηκε ξανά ο Άρης, τοποθετώντας το χέρι στην καρδιά, αποφασισμένος κι εντελώς βέβαιος.

«Εγώ, ο Άρης, γιός του Δία και της Ήρας, ορκίζομαι ενώπιον σας αιώνια πίστη και υποταγή, αφοσίωση σεβασμό και υποτέλεια, στην Αθηνά, κόρη του Δία και της Μήτιδος, θεά της Σοφίας, των Τεχνών και των Επιστημών.»

Η σιωπή που δημιούργησε η δήλωσή του, πάγωσε το δώμα ακόμα περισσότερο από την προηγούμενη. Αυτή τη φορά, ωστόσο, τα βλέμματα είχαν συγκεντρωθεί στα μέλη της Συμμαχίας του, που είχαν σκύψει τα κεφάλια κι έκρυβαν τις προθέσεις τους υποχθόνια, εγείροντας υποψίες για την ενότητα και τη σταθερότητα της.

Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε η Έρις, ταυτόχρονα με τον Άδη.

Ο Άναξ του Κάτω Κόσμου και η θεά της Διχόνοιας σηκώθηκαν ταυτόχρονα, με τις γροθιές στην καρδιά σαν πέτρες.

«Κι εγώ ορκίζομαι στην Αθηνά το ίδιο,» βροντοφώναξε ο Πλούτωνας.

«Κι εγώ το ίδιο ορκίζομαι στην Αθηνά,» τον ακολούθησε η Έρις.

«Κι εγώ,» έσπευσαν ο Δείμος και ο Φόβος, για να προσφέρουν περηφάνεια στον πατέρα τους.

«Κι εγώ,» σηκώθηκε η Ενυώ δυναμικά.

«Κι εγώ,» χτύπησε τη γροθιά στην καρδιά του και ο Έκτωρ, εισπράττοντας τη χαρακτηριστική, φιλοπερίεργη ματιά του Οδυσσέα.

Έζησα, να ονομάσω τον Έκτορα σύμμαχο μου. Αυτό, μάλιστα, φέρει άπλετο ενδιαφέρον.

Σε ελάχιστο χρόνο, σύσσωμη η Συμμαχία της Γης είχε σηκωθεί όρθια κι ορκιστεί τις ίδιες λέξεις με τον Αρχηγό της.

«Εξοργιστικά σημεία βιώνουμε σήμερα,» γρύλισε ο Ποσειδών. «Για αυτό μας καλέσατε εδώ; Για να παρακολουθήσουμε τη συγκινητική ένωση δυο Συμμαχιών; Περιμένετε να χειροκροτήσουμε κιόλας ή μήπως να σε συγχαρούμε, άθλιε Άρη, που σκότωσες τον πατέρα σου και την Αφροδίτη;»

«Ιδού η αχρειότητα του τέρατος που λέγεται Αθηνά!» Εξερράγη πάλι η Ήρα, δείχνοντας το μεγάλο παιδί της με καταφρόνηση. «Ώθησε τον γιό μου να σκοτώσει δυο αθάνατους, για να τροφοδοτήσει την ασίγαστη αλαζονεία και τη δίψα της για εξουσία! Από κακία και φθόνο τα έκανε όλα! Σκότωσε τον πατέρα της, έχει μαγέψει τον γιό μου, ώστε να την υπηρετεί σαν πιστός σκύλος και τώρα σας ζητά να τη στέψετε Άνασσα!»

Δεν πρόλαβε να αντιδράσει κανείς. Αντήχησε μόνο ένα ψυχρό, διαπεραστικό και δωρικό χειροκρότημα, από ένα και μόνο ζευγάρι χεριών.

«Δεν ξέρω αν πρέπει να σε συγχαρώ για την ευφράδεια σου, Ήρα, ή να σε οικτίρω. Ποτέ δε θυμάμαι να βλέπω θεϊκή μητέρα να υποτιμά και να εξευτελίζει δημόσια κι ολοκληρωτικά το σπλάχνο της, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της.»

Κανένας δεν εξεπλάγη περισσότερο στη θέα της πάνοπλης, απαστράπτουσας -μολονότι χλωμής κι αδυνατισμένης- Αθηνάς από την ίδια την Ήρα. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς, ενώ πριν λίγες ώρες ο Αετός συμποσίαζε με τα σωθικά της, τώρα φαινόταν τόσο αρχοντική, επιβλητική και μεγαλοπρεπής, εκπέμποντας δέος, σέβας και κλέος. Αξιοζήλευτο χαρακτηριστικό μεν, επικίνδυνο κι απατηλό δε.

Ένας βαθυγάλανος χιτώνας, στο χρώμα των ματιών της ακριβώς, έπεφτε φαρδύς στο σώμα της, υφασμένος από την ίδια. Στους ώμους, ασημένιες πόρπες, λιτές, τον στήριζαν. Η περικεφαλαία της, καλογυαλισμένη, άστραφτε στο φυσικό φως και της πρόσθετε ακόμη περισσότερη λαμπρότητα. Τα χέρια της κοσμούσαν περιβραχιόνια από λευκόχρυσο, με σκαλισμένη πάνω την τιμωρία της Αράχνης, ένα αριστούργημα του Ηφαίστου. Δε φορούσε κοσμήματα, τα μισούσε μα τα όπλα της -εκπληκτικώς- προσέδιδαν απίστευτη γοητεία, άγριο θέλγητρο στην ανεπιτήδευτη ανδρεία της. Κρατούσε περήφανα την ασπίδα με το κεφάλι της Μέδουσας, το θεόρατο δόρυ και ένα ξίφος σε χιαστί θήκη. Όταν κάθισε στη θέση της, φάνηκε η απλή, λευκή της ζώνη, στην οποία είχε κεντηθεί με μαύρη κλωστή το όνομα Παλλάς.

Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο και δηλωνόταν επί χιλιετίες ήδη. Η θεά δεν απαρνιόταν τις αμαρτίες της, αντιθέτως τις φορούσε πάνω της, υποδεικνύοντας ότι δεν επιθυμούσε καν να τις ξεχάσει. Ο Οδυσσέας, τότε, προχώρησε και στάθηκε ακριβώς από πίσω της, όπως κι εκείνη ίσως πρόσταζε.

«Αθηνά, δεν περίμενε κανείς, πιστεύω, να σε δει εδώ,» αντέδρασε πρώτος ο Άδης, παρακολουθώντας την απίστευτη έκφραση καθαρού δέους, θαυμασμού και λατρείας στο πρόσωπο του Άρη, ο οποίος -αν δεν τον συγκρατούσε διακριτικά η Έρις- αναμφίβολα θα είχε πέσει στα πόδια της σαν σκλάβος.

«Δε θα ήταν πιο ανούσιο κι ανόητο εκ μέρους μου να απουσιάζω, όσο εμφανώς η συζήτηση περιστρέφεται γύρω μου,» του απάντησε η Αθηνά, με την ίδια γαλήνη που διέθετε και η Εκάτη δίπλα της. «Όσα σας είπε ο Άρης, αληθεύουν. Και τώρα που βρίσκομαι κι εγώ εδώ, ελεύθερη, ομολογώ εξίσου τον εκ προμελέτης και πρόθεσης φόνο του Δία.»

Η σιωπή δεν αποτελούσε πλέον επιλογή· θόρυβος τρομερός σηκώθηκε κι αναμπουμπούλα, ενώ οι τρεις από τις τέσσερις Συμμαχίες πάλευαν να ακουστούν είτε ως κατήγοροι είτε ως υπερασπιστές. Στη στωικότητα της Αρχηγού τους, η Συμμαχία του Ανέμου παρέμεινε άλαλη.

«Σιγή!» Διέταξε ο Προμηθέας εν τέλει,  με τη βροντερή, τιτάνια φωνή του κι αμέσως επεβλήθη, με στόμφο και πυγμή.

Τότε, η Αθηνά συνέχισε, ακόμη καθήμενη κι επιμόνως ψύχραιμη.

«Αυτός ο φόνος ήταν τόσο δίκαιος όσο ο ευνουχισμός του Ουρανού από τον Κρόνο κι έπειτα ο ευνουχισμός του Κρόνου από τον Δία. Επρόκειτο για μια πράξη σιωπηλής Επανάστασης και ανατροπής της Βασιλείας του Κρονίδη, χωρίς τεράστιες μομφές και συρράξεις. Άλλωστε, δυο φορές είχαμε προσπαθήσει στο παρελθόν να τον εκθρονίσουμε κι είχαμε αποτύχει παταγωδώς. Δε χρειαζόταν φανερή βία μα υποχθόνια και λαθραία.»

Τους διηγήθηκε όλο το σχέδιο με λεπτομέρειες. Την επίσκεψη του Άρη με το δηλητήριο, την κοίμηση του Απόλλωνα, το σπάσιμο της Ιερής Πέτρας από την ίδια, τη θραύση της αρχέγονης κατάρας, που οδήγησε στον θάνατο του πατέρα τους.

«Αδύνατον,» μουρμούρισε έκθαμβη η Δήμητρα. «Πώς γνωρίζατε για την Κατάρα; Δεν είχατε καν γεννηθεί τότε. Ακόμη κι εμείς αγνοούσαμε!»

«Εγώ γνώριζα,» απεφάνθη η Εκάτη, σηκώνοντας νωχελικά το αριστερό της χέρι. «Γιατί θαρρείς ότι με σεβόταν κι εισάκουε τόσο ο Δίας; Ήξερε ότι έβλεπα πάντα τα πάντα. Ήταν βέβαιος πως γνώριζα όλα του τα παραπτώματα, τις αδυναμίες, τα ψέματα κι ήθελε να με έχει σύμμαχο του. Μα εγώ είχα αφιερώσει όλη μου τη δύναμη και θέληση στην πρωτότοκη κόρη του.»

«Όπως κι εγώ,» κατένευσε υπερήφανα ο Προμηθέας.

«Μα και βέβαια,» έσκωψε η Ήρα, αηδιάζοντας. «Ο προδότης βρήκε τον προδότη. Βρήκε το σπέρμα των προδοτών Τιτάνων, το νόθο σπέρμα του Δία και το εκμεταλλεύτηκε.»

«Δεν είναι νόθη η Αθηνά, πάψε επιτέλους!» Έσπευσε να της ανταπαντήσει ο γιος του Ιαπετού. «Φτάνει πια με αυτόν τον κενό υπαινιγμό! Ο Δίας κι η Μήτις είχαν νυμφευθεί κανονικά, είχαν δεθεί με ιερά δεσμά γάμου, παρουσία εμού και της Εκάτης, ενώ οι δυο μεγάλες αδελφές του το ήξεραν!»

Άναυδη η Ήρα στράφηκε στις αδελφές της, που την κοιτούσαν ψυχρά, με δάκρυα παγωμένα.

«Γνωρίζαμε, Ήρα, είναι αλήθεια,» παραδέχτηκε η Δήμητρα γεμάτη όνειδος. «Ο Δίας, μετά την... απομάκρυνση της Μήτιδας, μας ζήτησε να μην το αποκαλύψουμε ποτέ. Δεν υπήρχε, άλλωστε, λόγος πλέον.»

«Εκτός από τον διαρκή εμπαιγμό μου ως μπάσταρδο και την ταπείνωση, τίποτα άλλο,» σχολίασε πικρά η Αθηνά και σηκώθηκε όρθια, αποφασισμένη πλέον για τη στιγμή της αλήθειας.

«Είμαι εντελώς νόμιμη κόρη του Δία και της Μήτιδας, πρωτότοκο παιδί του κι ο θρόνος μου ανήκει χωρίς αμφιβολία.»

«Πρέπει να στεφθεί Άνασσα σήμερα κιόλας!» Επενέβη με θάρρος ο Οδυσσέας, εκπλήσσοντας ακόμη κι εκείνη, που του χαμογέλασε στοργικά, όπως στις απώτερες, παιδικές του μνήμες,

«Μίλησε κι ο παρατρεχάμενος!» Ειρωνεύτηκε ευθύς ο Ποσειδών. «Τον καλύτερο εκπρόσωπο διάλεξε η Συμμαχία σου, Αθηνά, από τους θνητούς· τον πιο ξεδιάντροπο, στασιακό και ασεβή, που τολμά να μας κάνει υποδείξεις!»

«Θυμήσου όσα κατάφερε πριν τρεις χιλιετίες, Ποσειδώνα και μέτρα τα λόγια σου!» Τον προειδοποίησε η Αθηνά. «Και δεν αναφέρομαι ούτε στον Δούρειο Ίππο ούτε στην τύφλωση του γιού σου μα σε αυτά που κατάφερε αφού επέστρεψε!»

Τα λόγια της μέτρησαν. Ο θεός της Θάλασσας επανήλθε στη θέση του κουνώντας το κεφάλι εκνευρισμένα, σκορπώντας έκπληξη στα πρόσωπα των Συμμάχων του, όσων τουλάχιστον δεν κατανοούσαν περί τίνος επρόκειτο.

«Δε σας διατάζω να με στέψετε,» συνέχισε η θεά των Τεχνών, αλώβητη, απτόητη από τις απειλές που εισέπραττε στα βλέμματα του Κοσμοσείστη και της Ήρας. «Θα σας αποδείξω ότι το στέμμα μου ανήκει δικαιωματικά. Εγώ είμαι το παιδί των προφητειών, ο οιωνός που έζωσε παγερά τον Δία κι έτσι, καταβρόχθισε τη μητέρα μου. Δεν επιθυμούσε να γεννηθώ, έτρεμε την ώρα κι αφότου εξήλθα από το κεφάλι του, μου στάθηκε ως υποδειγματικός πατέρας, ώστε να με κρατά δίπλα του αιώνια ως σύμμαχο. Είχε πετύχει τον σκοπό του, δεν το αρνούμαι. Ωστόσο, η αγάπη μου εξαλείφθηκε, όταν σκότωσε την Παλλάδα, όταν τιμωρούσε τους ανθρώπους που λάτρευα με πρωτοφανή σκληρότητα κι όταν έμαθα ότι ήμουν νόμιμο παιδί του κι όμως, είχε προτιμήσει να εξολοθρεύσει τη σύζυγό του, για να μην υπάρξω ποτέ. Για το καταραμένο στέμμα και την εξουσία του, θυσίασε τη μητέρα και τη ζωή μου, όπως κι άλλες μύριες γυναίκες, που καταστράφηκαν από τον εμμονικό του έρωτα. Τον εκδικήθηκα· τον σκότωσα, πλήρωσα τον φόνο με την κατάβασή μου στα Τάρταρα και τώρα, θα του πάρω τον θρόνο, όπως όρισαν οι προφητείες του Προμηθέα και της Θέτιδας.»

«Εκεί κάτω, στα Τάρταρα, προφανώς πλήρωσες τον φόνο με τη λογική σου!» Ήρθε αμέσως η απόκριση της Ήρας. «Τι ηλιθιότητες είναι αυτές; Οι προφητείες έκαναν λόγο για γιό του Δία και της Μήτιδας κι η Μήτις δε γέννησε γιό ποτέ!»

«Γέννησε,» της απάντησε άφοβα η Αθηνά κι ένευσε στον ιατρό των αθανάτων, τον Απόλλωνα, να την πλησιάσει. Όσο εκείνος υπάκουε -από καθαρή περιέργεια- εκείνη έλυσε τη ζώνη Παλλάς, αποκαλύπτοντας ένα σκίσιμο στη μέση της. Παραμερίζοντας ελάχιστα το ολομέταξο ύφασμα, αποκάλυψε, ακριβώς κάτω από το αριστερό της πλευρό, ένα σημάδι βαθύ, αρχέγονο κι αναλλοίωτο, που δεν επέτρεπε την παραμικρή αμφιβολία.

«Ω, μεγάλη Γαία!» Αναφώνησαν ταυτόχρονα η Δήμητρα κι η Εστία, ενώ η Νύχτα γούρλωσε τα μάτια, μαζί με όλους τους Συμμάχους του Ποσειδώνα και του Άρη, ενώ οι Σύμμαχοι της ίδιας της Αθηνάς είχαν σαστίσει με απορία.

Οι μόνοι που χαμογελούσαν με ευχαρίστηση ήταν ο Προμηθέας και η Εκάτη. Ο Άρης, ύστερα, φάνταζε συνεπαρμένος, διότι -όπως κι οι δυο διδάσκαλοι της- είχε πλήρη επίγνωση της εξέλιξης.

«Αυτή η ουλή αποδεικνύει περίτρανα αυτό που ο Φοίβος αμέσως θα επιβεβαιώσει,» κατέληξε η Αθηνά, ανοίγοντας τα χέρια της στον θεό της Μαντικής. «Άκουσε την καρδιά μου, Απόλλων.»

Ο αθάνατος ιατρός παραξενεύτηκε. Στο παρελθόν, η Αθηνά δεν του είχε επιτρέψει ποτέ να περιποιηθεί καμία της πληγή ή αδιαθεσία, το αναλάμβανε η ίδια ή η Εκάτη, η διδάσκαλος της. Δεν είχε ιδέα για τη φυσιολογία της, έτσι η περιέργειά του εκτοξεύτηκε ραγδαία. Τείνοντας το χέρι του στον καρπό της, άκουσε έναν σφυγμό φρενήρη, απόλυτα αφύσικο για τα δεδομένα τους. Άθελα του, η απορία ζωγραφίστηκε στα μάτια καθαρά κι έτσι η Αθηνά μειδίασε.

Πήρε το χέρι του από τον καρπό και το τοποθέτησε στο αριστερό μέρος της πλάτης της κι έπειτα στο δεξί. Με το που ακούμπησε στο δεξί, ο Απόλλων τράβηξε το χέρι έντρομος μα το πρότεινε ξανά, οδηγούμενος από μια μείξη δέους, φόβου κι έκπληξης, για την πρωτοφανή ανακάλυψη. Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι, παρακολουθούσαν με ευλάβεια κι η σιωπή τους δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα φορτισμένη, με τον Προμηθέα και την Εκάτη να αναμένουν στωικά την επερχόμενη καταιγίδα, την πρωτάκουστη έκρηξη.

Για λίγο, ο Φοίβος έμεινε να κοιτάζει τη γαλήνια Αθηνά σαστισμένος, άφωνος, καθώς ενδόμυχα έλυνε όλες του τις απορίες, ένωνε όλα τα στοιχεία και συνέθετε την αλήθεια της κάθαρσης.

«Έχει δυο καρδιές,» αναφώνησε ξέπνοα τελικά, παλεύοντας να σκουπίσει τον παγωμένο ιδρώτα από τα χέρια του.

Κόπηκαν οι ανάσες των αθανάτων. Ακόμη κι η Ήρα, έδειξε να τρέμει, αδημονώντας τη συνέχεια, την εξήγηση.

«Έχω δύο καρδιές,» επανέλαβε ως επιβεβαίωση κι επικύρωση η Αθηνά. «Και το σημάδι του μικρού ποδιού με το οποίο γεννήθηκα υποδηλώνουν την αλήθεια· η μητέρα μου εγκυμονούσε εμένα και τον αδελφό μου, όταν ο Δίας την κατάπιε. Κατά τη διαδικασία αυτή, εγώ κατάπια τον αδελφό μου, ο οποίος ενώθηκε μαζί μου για πάντα και με σημάδεψε. Η καρδιά του χτυπά κοντά στη δική μου, ο νους του βρίσκεται στον δικό μου, ο αδελφός μου ζει μέσα μου. Ο φόβος κι ο τρόμος του πατέρα μου, ο λόγος για τον οποίο η Μήτις χάθηκε, είμαι εγώ. Κι ήρθε η ώρα να πράξω όπως είχε προφητευθεί· να εκθρονίσω ολότελα τον πατέρα μου και να καθήσω στον αέναο θρόνο.»

«Έτσι γίνεται, γινόταν και θα γίνεται για πάντα. Ένας ηγεμόνας γεννιέται, ο θεϊκός του πατέρας τον εμποδίζει να κυβερνήσει, εκείνος εξεγείρεται, πολεμά και επικρατεί, αναγεννώντας μια νέα τάξη πραγμάτων,» κατέληξε η Εκάτη, αγγίζοντας μητρικά τον ώμο της Αθηνάς.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το κεφάλαιο!

Αν νομίζετε ότι όλα τελείωσαν, πλανάστε. Τώρα, αρχίζει το καλύτερο 😎❣️

Να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας! Καλή Σαρακοστή να έχουμε, με υγεία και Ειρήνη. 🙏🏻

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top