Η Επιστροφή Των Ηρώων

Οι Ήρωες.

Άνθρωποι δυνατοί, ατρόμητοι, τολμηροί και ωραίοι στην ψυχή, στο πνεύμα και στο σώμα. Ακόμα κι αν δεν ήταν έτσι, όπως τους περιγράφουν οι θρύλοι και οι πανάρχαιες παραδόσεις, υπήρξαν. Πάντοτε υπήρχαν ήρωες και πάντα θα υπάρχουν. Όσο υπάρχει δειλία, θα υπάρχει θάρρος· όσο υπάρχει κακιά, θα υπάρχει και αρετή· όσο υπάρχει μικρότητα, θα υπάρχει μεγαλοσύνη. Το κακό γεννά το καλό, σαν τον χειμώνα που γέννα την άνοιξη.

Οι απλοί άνθρωποι αγαπούν τους ήρωες. Πιστεύουν σε αυτούς και παίρνουν δύναμη. Αυτή η δύναμη είναι που ωθεί μπροστά το γένος των ανθρώπων.

Ο Περσέας, ο Ηρακλής, ο Θησέας, η Αταλάντη, ο Βελλερεφόντης, ο Ιάσων, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Διομήδης είναι μόνο λίγοι από τους αμέτρητους, αθάνατους Ήρωες που γέννησε η Αρχαιότητα και τώρα επέστρεψαν ξανά, για να βοηθήσουν τους Θεούς να καταστρέψουν ο ένας τον άλλον...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι πολυκατοικίες εκνεύριζαν τον Ποσειδώνα. Το ίδιο και οι ουρανοξύστες. Και οι πύργοι. Γενικότερα, τα ψηλά κτίρια δεν ήταν τα αγαπημένα του αξιοθέατα. Συχαινόταν τις στοιβάδες χώματος που έκλειναν τους ανθρώπους σαν ποντίκια, δίνοντας τους την κίβδηλη ψευδαίσθηση του ύψους, που πάντα συνεπάγεται υπεροχή- με εξαίρεση βέβαια αυτήν ακριβώς την περίπτωση.

Ακόμα πιο πολύ από τα ψηλά κτίρια συχαινόταν την Αθήνα. Του θύμιζε την Αθηνά και τον εξευτελισμό που είχε βιώσει, όταν οι δυο τους διαγωνίζονταν για την προστασία της. Πριν από έξι χιλιάδες χρόνια...

Ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής ήταν ο Κέκροπας. Από τη μέση και πάνω άνθρωπος, από τη μέση και κάτω ερπετό. Η πόλη που είχε διαλέξει για πρωτεύουσά του -αν και δεν έφερε κάποιο ξεχωριστό στοιχείο- ανέδιδε μια ανεξήγητη αύρα, μια ανεπαίσθητη ζεστασιά, σαν μοναδική ευλογία από τη Γη ή τον Ουρανό. Αυτό το αθέατο θέλγητρο καθιστούσε την πόλη αυτή πολύ αγαπητή και ελκυστική για τους Θεούς.

Σύντομα, ο Κέκροπας τους κάλεσε να διεκδικήσουν την προστασία της. Όλοι οι θεοί παραμέρισαν σαν είδαν την Αθηνά να προχωρά προς τα εμπρός, γνωρίζοντας ότι ο Δίας θα την υποστήριζε, ως την πιο αγαπημένη του απόγονο. Ο μόνος που επέμεινε να της αντιταχθεί ήταν ο Ποσειδώνας, που δεν άντεχε να αφήσει μια τόσο όμορφη πόλη μέσα από τα χέρια του.

Έτσι, οι αγώνες διεκδίκησης άρχισαν.

Στην αρχή, ο Κέκροπας τους ζήτησε να κάνουν από ένα δώρο στην πόλη.

Ο Ποσειδώνας χτύπησε έναν βράχο με την τρίαινά του και άρχισε να αναβλύζει γάργαρο, κρυστάλλινο, πεντακάθαρο νερό. Τους υποσχέθηκε ότι αν τον διάλεγαν για προστάτη τους, θα είχαν πάντα καθαρό νερό να ρέει άφθονο.

Η Αθηνά, έπειτα, απτόητη από τη ισχυρή προσφορά του θείου της, έβγαλε έναν σπόρο από την ασπίδα της και τον πέταξε στο έδαφος. Αμέσως, ξεπετάχτηκε ένα δέντρο, με χρυσαφένια, λεπτά φύλλα κι έναν μαυρωπό καρπό. Τους υποσχέθηκε ότι αν τη διάλεγαν για προστάτιδά τους, θα τους χάριζε αυτό το θαυματουργό δέντρο, την ελιά, από την οποία θα μπορούσαν να φτιάξουν οτιδήποτε επιθυμούσαν και τον ευεργετικό του χυμό, το λάδι, θα τον κρατούσαν σαν νέκταρ, για να στολίζουν τα φαγητά τους και να δοξάζουν τους Θεούς.

Τότε, ο Κέκροπας ζήτησε να ψηφίσουν οι κάτοικοι της πόλης. Όλοι οι άνδρες ψήφισαν υπέρ του Ποσειδώνα. Όλες οι γυναίκες υπέρ της Αθηνάς. Κι ο Δίας ζήτησε από τους Θεούς να ψηφίσουν. Όλοι οι αρσενικοί τάχθηκαν με τον Ποσειδώνα και οι θηλυκές με την Αθηνά. Ισοψηφία απόλυτη και αδιαμφισβήτητη. Τότε, ο Δίας αποφάσισε να κρίνει ο ίδιος το ζήτημα και να το επιλύσει. Ζύγισε τις προσφορές των αντιζήλων και θεώρησε της Αθηνάς καλύτερη, αφού τους προσέφερε ένα δέντρο με χίλιες δυο χρήσεις. Έτσι, η Αθηνά ορίστηκε προστάτιδα της πόλης, που ονομάστηκε τελικά Αθήνα...

Ακόμα και μετά από τόσους αιώνες, ο Ποσειδώνας δεν ξέχασε την ασέβεια προς το πρόσωπό του και μισούσε την Αθήνα. Βέβαια, είχε τηρήσει την υπόσχεση στην Αθηνά· να εγκαταστήσει έναν γιο του στην ιεραρχία της πόλης. Αυτό το κατάφερε με τη γέννηση του Θησέα. Ο υποτιθέμενος πατέρας του, ο βασιλιάς της Αθήνας Αιγέας, ήταν στείρος και ανίκανος να κάνει παιδιά. Ωστόσο, η μάγισσα Μήδεια είχε προφητεύσει ότι αν επισκεπτόταν την Τροιζήνα, θα αποκτούσε γιο. Έτσι κι έγινε. Μόνο που ο γιος που γεννήθηκε από την πριγκίπισσα της Τροιζήνας, Αίθρα, δεν ήταν παρά γιος του Ποσειδώνα, ο οποίος την είχε κάνει να τον ερωτευτεί με τη μορφή ψαρά. Με αυτόν τον τρόπο, ο Ποσειδώνας κατάφερε να εγκαθιδρύσει τον πιο αγαπημένο του γιο στον θρόνο της πιο μισητής του πόλης. Έναν γιο που έμελλε να γίνει ο δεύτερος πιο ξακουστός Ήρωας και παράλληλα ο Ήρωας με το πιο ντροπιαστικό τέλος.

Κι ενώ σκεφτόταν όλα αυτά, ανακάλυψε ότι είχε επιτέλους φτάσει έξω από τα κεντρικά γραφεία της Athens Oil, της εταιρείας πετρελαιοειδών του Θησέα.

Ανέβηκε γρήγορα ως τον εικοστό όροφο, όπου βρίσκονταν οι γραμματείς του γιου του και -χωρίς πολλά πολλά- ζήτησε να τον δει, υποστηρίζοντας πως ήταν ένας παλιός του φίλος. Εκείνοι, γνωρίζοντας τον κυκλοθυμικό χαρακτήρα του αφεντικού τους -που συνέχιζε να τον κυριεύει- τον άφησαν διστακτικά να περάσει στον δέκατο τρίτο όροφο, τον όροφο που στέγαζε μόνο το γραφείο του Θησέα Θαλασσινού.

Στην αρχή, δεν έβλεπε κανέναν. Μόνο έπιπλα, άψυχα συνθετικά υλικά και μερικά ξύλα εδώ και εκεί. Συνέχισε να περπατά αγέρωχος. Προς το τέλος του ορόφου, στην ανατολική του πλευρά, του φάνηκε να ακούει έναν χτύπο καρδιάς. Ήλπιζε πως ανήκε στον γιο του. Πλησίασε και άκουγε ακόμα δυνατότερα τον ήχο. Τελικά, έφτασε στο πιο ανατολικό σημείο και βρήκε έναν νεαρό με ανοιχτά καστανά μαλλιά να αγναντεύει με τα καταπράσινα μάτια του και τα χέρια σταυρωμένα, την Αθήνα. Αυτός ήταν ο Θησέας, που αγνάντευε την πόλη που κάποτε κυβερνούσε.

Ο Ποσειδώνας δε μίλησε. Δεν ήξερε πώς να ξεκινάει την συζήτηση. Δεν ήταν σαν τον νεκρό του αδερφό, που πάντοτε πλησίαζε τα νόθα παιδιά του μετά από κάποιο χρόνο. Εκείνος δεν το έκανε ποτέ· μονάχα τα άφηνε ελεύθερα και τα προστάτευε από μακριά, χωρίς να τα αφήσει ποτέ να τον δουν.

Δε χρειάστηκε να του μιλήσει. Γιατί ο ίδιος ο Θησέας γύρισε και τον αντίκρισε με βλέμμα ψύχραιμο· ίσως και να γνώριζε κάτι παραπάνω.

"Η μυρωδιά της θάλασσας δεν ξεθωριάζει ποτέ. Ούτε βέβαια και η θεϊκή αύρα," σχολίασε με μια ιδέα αλαζονείας ο πρώην βασιλιάς και ελευθέρωσε τα χέρια του. "Αναγνώρισα τον θεό της θάλασσας από το αλάτι που δε χάνεται, από το κύμα που πάντοτε τον βρέχει, από το ένστικτο του γιου προς τον πατέρα."

Ο Ποσειδώνας κρατήθηκε να μην δείξει το ξάφνιασμά του. Δεν περίμενε ούτε να τον αναγνωρίσει ο Θησέας ούτε να τον ονομάσει πατέρα του. Ωστόσο, γνώριζε την ευθύτητα του χαρακτήρα του και κάπως εξήγησε την κατάσταση.

"Πώς ξέρεις ότι είμαι ο πατέρας σου έναντι του Αιγέα;"

Ο Θησέας δεν έκρυψε ένα σύντομο γέλιο, που έκρυβε λίγη ειρωνεία. Τα πράσινα μάτια του έλαμψαν, μια λάμψη που έμοιαζε τόσο με του θεού της θάλασσας.

"Η μητέρα μου δεν ήταν ηλίθια," απάντησε με θάρρος ο Ήρωας. "Κατάλαβε ότι ο γιος της δεν προήλθε από τον βασιλιά Αιγέα, αλλά από τον ψαρά που γνώρισε, ο οποίος βέβαια ήταν ο θεός Ποσειδώνας, αφού τον πρωτοαντίκρισε έξω από τον ναό του. Στην ακτή εκείνη, κανενας ψαράς δεν πλησίαζε. Και φυσικά, δεν μπορώ να ξεχάσω το πρόσωπό σου μετά από εκείνη τη νύχτα στη θάλασσα."

Ο Ποσειδώνας δε ρώτησε άλλα. Γνώριζε ήδη για ποιό γεγονός μιλούσε ο Θησέας.

Όταν ο Ηρακλής έλαβε διαταγή από τον βασιλιά Ευρυσθέα να φέρει τη Ζώνη της Βασίλισσας Ιππολύτης των Αμαζόνων, ο Ηρακλής είχε επιλέξει μια ομάδα είκοσι ανδρών, αξιών για το πλήρωμά του. Ανάμεσά τους ήταν και ο Θησέας, που πρόσφατα είχε στεφθεί Βασιλιάς της Αθήνας.

Η αποστολή τους, αν και κανένας δεν το περίμενε δεδομένης της αγριότητας των Αμαζόνων, στέφθηκε με επιτυχία, μολονότι ο Ηρακλής κόντεψε να σκοτώσει άδικα τη Βασίλισσα Ιππολύτη.

Έτσι, οι νικητές επέστρεφαν πίσω, φέρνοντας τη Ζώνη για την οποία ταξίδεψαν, αλλά και μια από τις αδελφές της Βασίλισσας Ιππολύτης, την Αντιόπη, την οποία είχε ερωτευτεί ο Θησέας και σκόπευε να παντρευτεί αμέσως μόλις έφτανε στην Αθήνα.

Το πρώτο βράδυ της επιστροφής, βάρδια ανέλαβε ο Θησέας. Είχε αφήσει την Αντιόπη να κοιμάται στο κρεβάτι του και ο ίδιος καθόταν στην πλώρη του καραβιού.

Η θάλασσα είχε αγριέψει. Κάποια καταραμένη στιγμή, ένα ορμητικό κύμα ορθώθηκε και έλουσε το καράβι. Ο Θησέας παρασύρθηκε και βούλιαξε στη θάλασσα. Ο θεός Ποσειδώνας λίγο αργότερα έμαθε ότι την τρικυμία είχε προκαλέσει ο γιος του, ο Τρίτωνας, με εντολή της μητέρας του, της Αμφιτρίτης, ώστε να διακοπεί η ηρωική πορεία της ζωής του νόθου του γιου. Ο Τρίτωνας δεν τιμωρήθηκε, κάτι που δεν ίσχυσε για την Αμφιτρίτη.

Ο Ποσειδώνας έστειλε ένα δελφίνι να σώσει τον Θησέα και να τον επαναφέρει στην επιφάνεια, σώο και αβλαβή στο καράβι του Ηρακλή. Καθώς το δελφίνι εναπόθετε τον Ήρωα στο κατάστρωμα, ο Ποσειδώνας δεν άντεξε να μην του μιλήσει. Ο ίδιος τον πλησίασε και του απευθύνθηκε σαν πατέρας.

"Άνοιξε τα μάτια σου, γιε μου. Τώρα είσαι ασφαλής."

Ποτέ δεν παρατήρησε ότι ο Θησέας άνοιξε τα μάτια του λίγο πριν ο Θεός χαθεί.

Αυτήν ακριβώς τη φράση θυμόταν ο Θησέας. Και αυτό το πρόσωπο, με μάτια γαλαζοπράσινα, που τώρα είχαν γίνει καστανά, από την έλλειψη του υγρού στοιχείου.

"Χαίρομαι που γνωρίζεις την αλήθεια," αποκρίθηκε με κρυφή περηφάνεια ο Θεός Ποσειδώνας.

"Για ποιόν λόγο είσαι εδώ;" Ρώτησε, αυτή τη φορά αυστηρά, ο Θησέας.

"Θέλω τη βοήθειά σου σε κάτι που θα κάνει εσένα αιωνόβιο και εμένα παντοδύναμο."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Ιάσονας διέθετε περισσότερο βασιλικό αίμα από τον Ηρακλή, τον Θησέα, τον Αχιλλέα, τον Αίαντα, τον Μενέλαο. Κι όμως, δεν έγινε ποτέ βασιλιάς. Η πατρίδα του, η Ιωλκός, δεν τον γνώρισε, παρά μόνο για λίγο, όταν επέστρεψε για να ζητήσει τον θρόνο του κι έφυγε με την αποστολή του Χρυσόμαλλου Δέρατος και μερικά χρόνια αργότερα, όταν επέστρεψε με το Δέρας, αλλά δεν πήρε τον θρόνο του. Η Μήδεια είχε σκοτώσει τον θείο του μαρτυρικά και έτσι οι δυο τους είχαν εξοριστεί. Ούτε τρεις μήνες δεν είχε ζήσει στην πατρίδα του ο Ιάσονας. Και τον θρόνο του τον κατασπάραξαν τα όρνια, τα αρπακτικά, με πρώτο τον θείο του, τον Πελία, κι ύστερα τους συνεχιστές του. Ο Ιάσονας ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Και ποτέ δεν έγινε βασιλιάς, ούτε στην Ιωλκό ούτε πουθενά αλλού.

Στο πλοίο για την Κρήτη -είχε ο ίδιος παρακαλέσει να πάνε με πλοίο και όχι με αεροπλάνο, αφού αγαπούσε υπερβολικά τη θάλασσα- σκεφτόταν όλα αυτά και αναλογιζόταν τα λάθη της παλιάς του ζωής, ορκιζόμενος στη Θεά Ήρα να μην τα επαναλάβει ποτέ. Τα λάθη του του στέρησαν τον θρόνο, τη Μήδεια, τα παιδιά του, τους φίλους του, την υπόληψή του, τη ζωή του.

Το είχε αποφασίσει. Θα μαχόταν για τη θεά Ήρα. Θα πολεμούσε για εκείνη ως το τέλος. Και δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να κάνει λάθη.

Δε θα έχανε αυτή τη μάχη ενάντια στους εχθρούς, δε θα βούλιαζε τη νέα του Αργώ.

Η Αργώ... Ακόμα θυμόταν τους συντρόφους του, τους θρυλικούς Αργοναύτες. Πρώτος ο Ηρακλής, ο πρώτος των πρώτων, ο μέγιστος των Ηρώων· ο Αιγέας, ο περιβόητος Ήρωας των Αθηνών· οι δίδυμοι γιοί της Σπάρτης, οι Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης· οι Διόσκουροι της Μεσσήνης, ο Ίδας με την Ηράκλεια πυγμή και ο Λυγκέας με τη θεϊκή όραση· ο Τελαμώνας, φίλος του Ηρακλή και ικανός πυγμάχος· ο Πηλέας, που νίκησε τη Θέτιδα· ο Άδμηττος, που έζεψε λέοντα και αγριόχοιρο στο ίδιο άρμα· ο Λαέρτης, ο εφευρετικός βασιλιάς της Ιθάκης· ο Τυδέας, βασιλιάς του Άργους και απόγονος του Δαναού· ο μέγας ρήτορας Εχίων· ο μέγας ιατρός Μελαμπόδας· ο άτρωτος πολεμιστής Μελέαγρος· ο Κάλαϊς και ο Ζήτης, οι φτερωτοί γιοί του Βορέα· ο βασιλιάς Αυγείας, γιος του Ήλιου· ο ταλαντούχος Ορφέας, και πολλοί άλλοι. Το ωραιότερο και αξιότερο πλήρωμα που υπήρξε ποτέ, αποτελούμενο από Ήρωες για έναν ηρωικό σκοπό. Μια περιπέτεια που όμοια της δεν ξαναέγινε ποτέ.

Ο Ιάσονας επιθυμούσε όσο τίποτα να επιστρέψει στο παρελθόν, να επιστρέψει σε εκείνη την ένδοξη εποχή, όπου τον ζητωκραύγαζαν και τον λάτρευαν, πριν του κλείσουν όλοι την πόρτα χάριν στα δικά του λάθη. Τότε δεν το καταλάβαινε· ήταν υπερβολικά αλαζονικός και ξεροκέφαλος. Ο Άδης του δίδαξε πολλά. Το σκοτάδι και οι νεκροί του έμαθαν να εκτιμά πράγματα που δεν είχε συνειδητοποιήσει. Ο Άδης τον είχε αλλάξει.

Γύρισε και κοίταξε τη θεά, που κοιμόταν στο κρεβάτι της καμπίνας που τους είχε νοικιάσει. Το πλοίο δεν ταρακουνούσε καθόλου. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε και βγήκε στο κατάστρωμα. Ο αφρός της θάλασσας μοσχομύριζε, οι γλάροι πετούσαν από πάνω του. Έμοιαζε να ακούει το τραγούδι της Αμφιτρίτης ή τον κοχλία του Τρίτωνα.

Μόνο δίπλα στη θάλασσα έδειχνε ζωντανός.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το πρωί μετά την απρόσμενη εμφάνιση του Άρη και της Αφροδίτης, η Βασίλισσα Ιππολύτη συγκάλεσε συνέλευση όλων των Αμαζόνων στην Αυλή μπροστά από το παλάτι της. Κάτι λιγότερο από οχτακόσιες γυναίκες συγκεντρώθηκαν εκεί. Με μεγάλη έκπληξη, η Αφροδίτη εντόπισε τις Στεατηγούς Πανθεσίλεια και Αντιόπη.

"Μα αυτές έχουν πεθάνει. Πώς βρίσκονται εδώ;"

Ο Άρης, που καθόταν ακριβώς δίπλα της, συμμερίστηκε την έκπληξη της για λίγο, μα τελικά της απάντησε με μια πιθανή εξήγηση.

"Ίσως η Αθηνά φρόντισε να αναστηθούν κι αυτές. Ή πολύ απλά ο Άδης από την αρχή ήξερε με ποιόν θα ταχθεί και σκέφτηκε να του κάνει δυο ακριβά δώρα."

Η Αντιόπη και η Πανθεσίλεια ήταν οι καλύτερες Αμαζόνες πολεμίστριες. Σε αντίθεση με τη βασίλισσά τους, η οποία ασχολούνταν και με διοικητικά εκτός από πολεμικά θέματα, ολημερίς εξασκούνταν και γυμνάζονταν, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν θεοζήλευτη δύναμη και απίστευτη πολεμική ικανότητα. Όταν οι δυο τους ορμούσαν στη μάχη, κανένας δεν ήταν ικανός να τις νικήσει. Είχαν εφεύρει πολεμικά συστήματα, άγνωστα στον κόσμο, και αιφνιδίαζαν τους ιδιώτες που είχαν την ηλιθιότητα να τις πλησιάσουν. Αλλά και ξεχωριστά ήταν αήττητες. Η Πανθεσίλεια πολεμούσε με δυο σπαθιά και δυο ακόντια, ενώ η ασπίδα της ήταν φτιαγμένη από δέκα στρώματα δέρματος ελαφιού. Η Αντιόπη έριχνε τέσσερα βέλη με το τόξο της σε μια βολή και σκότωνε ακαριαία τέσσερις κινούμενους στόχους.

Ο θρύλος τους αναζωπυρώθηκε με τους ηρωικούς τους θανάτους. Η Αντιόπη ερωτεύτηκε τον Θησέα και τον ακολούθησε στην Αθήνα. Έκαναν έναν και μόνο γιο που ονόμασαν Ιππόλυτο, προς τιμήν της Βασίλισσας Ιππολύτης. Στην επικείμενη εκστρατεία των Αμαζόνων στην Αθήνα, για να πάρουν πίσω την αδερφή τους, η Αντιόπη μονομάχησε με την Ιππολύτη και πέθανε από το χέρι της. Οι στάχτες της θάφτηκαν στη Θεμίσκυρα.

Η Πανθεσίλεια επέμενε να πολεμήσουν εναντίον των Ελλήνων στον Τρωϊκό Πόλεμο. Η ίδια οργάνωσε έναν παντοδύναμο στρατό, που έμοιαζε να μη νικιέται από τους Αχαιούς. Μα κάποτε η Στρατηγός συγκρούστηκε με τον Αχιλλέα και πέθανε από τα θεϊκά του όπλα. Οι στάχτες της θάφτηκαν στη Θεμίσκυρα.

Και να τες τώρα εκεί, μπροστά στα αθάνατα μάτια τους, οι πιο θρυλικές πολεμίστριες των Αμαζόνων, έτοιμες πάντοτε να ριχτούν στη μάχη και να θερίσουν ζωές, εμπλουτίζοντας τους ποταμούς του Κάτω Κόσμου.

Εκείνη τη στιγμή, η Ιππολύτη σηκώθηκε από τον θρόνο της, χτύπησε τα χέρια της και επέβαλε ησυχία.

"Αμαζόνες, κόρες του Άρη, με χαρά σας δηλώνω ότι ο πατέρας μας βρίσκεται εδώ μαζί με τη θεά Αφροδίτη!"

Έδειξε με τα χέρια της τους δυο θεούς και οι Αμαζόνες ζητωκραύγαζαν για όσο τους επέτρεψε η Ιππολύτη.

"Συζητήσαμε μαζί του και μου έθεσε την αξίωσή του· επιθυμεί να διεκδικήσει τον θρόνο των Θεών, τώρα που ο Δίας πέθανε, και από εμάς ζητάει την υποστήριξή μας. Θα την έχει;"

Ένα βροντερό, ομόηχο και αδιάλλακτο ναι αντήχησε σε όλο τον όχλο. Ο πολεμοχαρής λαός των γυναικών διψούσε για μάχη.

"Ήμουν βέβαιη ότι θα συμφωνούσατε," της επικρότησε η Ιππολύτη με υπερηφάνεια. "Όμως, προς το παρόν, χρειαζεται μόνο δυο από εμάς. Όταν η μάχη ξεσπάσει, όλες σας θα έρθετε να συντρίψετε τους εχθρούς!"

Κι άλλες ζητωκραυγές από το πλήθος.

"Μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισα να στείλω ως επίκουρους του πατέρα μας την Στρατηγό Αντιόπη και τον εαυτό μου. Ωστόσο, δεν πρέπει να μείνετε χωρίς Βασίλισσα. Για αυτό, χρίζω την Πανθεσίλεια Βασίλισσα σας μέχρι να επιστρέψω."

Και με αυτά το λόγια, η Ιππολύτη έβγαλε το στέμμα της και το φόρεσε στην Πανθεσίλεια, που στεκόταν δίπλα της.

Οι Αμαζόνες δεν έμειναν για πολύ ακόμα. Διαλύθηκαν και επέστρεψαν στις εργασίες τους. Η Ιππολύτη και η Αντιόπη αποσύρθηκαν με την άδεια του πατέρα τους για να ετοιμαστούν για το ταξίδι. Η Πανθεσίλεια, εστεμμένη πλέον, πλησίασε τον Άρη και υποκλίθηκε με σεβασμό.

"Πατέρα μου σεβαστέ, θα ήθελα να σου προσφέρω κάτι. Παρακαλώ ακολούθησε με μαζί με τη θεά Αφροδίτη."

Οι δυο θεοί ακολούθησαν τη νέα Βασίλισσα των Αμαζόνων. Τους οδήγησε στα στάδια των εκπαιδεύσεων. Πέρασαν στην πίσω πλευρά ενός από τα έξι που υπήρχαν. Εκεί, βρήκαν δυο μυώδεις γυναίκες να παλεύουν, κυλιόμενες στην άμμο. Μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία της Πανθεσίλειας, σταμάτησαν, στάθηκαν όρθιες και ακίνητες.

"Μπορεί να μη σε ακολουθήσω αυτοπροσώπως πατέρα," ξεκίνησε η Πανθεσίλεια, "μα σου δίνω τις καλύτερες μαθήτριες που είχα ποτέ μου."

Έκανε νόημα στην πρώτη να έρθει μπροστά. Μια αρκετά ψηλή κοπέλα με καστανά μαλλιά και δυο πράσινα μάτια που θύμιζαν φολίδες ερπετού.

"Αυτή είναι η Ανδρομάχη," τη σύστησε η Πανθεσίλεια. "Κάποτε ήθελε να γίνει μια από εμάς. Μα ο πατέρας της την πρόλαβε και την πάντρεψε με τον πρίγκιπα Έκτορα της Τροίας. Όταν η Αθηνά μας ανέστησε, με ακολούθησε τυφλά."

Ο Άρης εντυπωσιάστηκε με τη γνωριμία της γυναίκας του θνητού που είχε θαυμάσει πιο πολύ από κάθε άλλον.

Η κόρη του ένευσε στην επόμενη. Αυτή ήταν σίγουρα συγγενής της Ωραίας Ελένης. Έφερε την ομορφιά της οικογένειας της. Εκθαμβωτική και ιδιαίτερα γυμνασμένη, αυτή η γυναίκα έδειχνε ο τέλειος συνδυασμός θηλυκής παρουσίας.

Σαν την αδερφή μου, την Αθηνά, σκέφτηκε με φθόνο ο Άρης.

"Έχω την τιμή να σου γνωρίσω την Πηνελόπη, τη σύζυγο του Οδυσσέα, αυτή που τον περίμενε για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Μόλις αναστηθήκαμε, με ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη," του εξήγησε η Πανθεσίλεια.

Η Αφροδίτη γούρλωσε τα μάτια της από την έκπληξη. Δεν περίμενε να βρει τη γυναίκα του Οδυσσέα εκεί.

"Είμαστε στις διαταγές σου, Θεέ Άρη," δήλωσε η Ανδρομάχη.

"Οι εχθροί σας είναι και δικοί μας. Οι φίλοι σας είναι φίλοι μας," συμπλήρωσε η Πηνελόπη.

Ο Άρης χαμογέλασε ευχαριστημένος. Πραγματικά δώρα οι δυο γενναίες που του πρόσφερε η κόρη του. Ανυπομονούσε να δει την έκφραση της Αθηνάς όταν της παρουσίαζε τη νέα μηχανή θανάτου που κάποτε ήταν γυναίκα του αγαπημένου της θνητού...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Μάντης Κάλχας κάποτε είχε προφητεύσει πως η Τροία δε θα παρθεί χωρίς τον Αχιλλέα. Μετά από δέκα χρόνια, προφήτευσε πως αναγκαία ήταν τα βέλη του Ηρακλή κι ο κάτοχος τους ο βασιλιάς Φιλοκτήτης.
Ο Μάντης Έλενος, γιος του Πριάμου και της Εκάβης, είχε προφητεύσει πως ο φονιάς της Τροίας θα ήταν ο Νεοπτόλεμος, ο μόνος γιος του Αχιλλέα. Και λίγο αργότερα, προφήτευσε ότι η Τροία δε θα έπεφτε ποτέ αν το Παλλάδιο, το ιερό αγαλματίδιο της Αθηνάς, εμένα μέσα στον ναό της στην Τροία.

Κανένας χρησμός, όμως, δεν ανέφερε τον Οδυσσέα· χωρίς αυτόν το Ίλιο δε θα έπεφτε ποτέ. Αυτός επινόησε τον Δούρειο Ίππο, αυτός βρήκε τον Αχιλλέα, που είχε κρύψει η μητέρα του, αυτός έφερε πίσω τον Φιλοκτητη από τη Λήμνο, αυτός έφερε τον Νεοπτόλεμο στην Τροία, αυτός έκλεψε από τους Τρώες το Παλλάδιο!

Έτσι, λοιπόν, είναι βέβαιο ότι η Τροία δε θα κυριεύονταν χωρίς τον πολυμήχανο βασιλιά της Ιθάκης, τον προστατευόμενο της Αθηνάς, τον απόγονο του Σίσυφου και του Αυτόλυκου.

Αυτόν σου έστειλα, Αθηνά. Εγώ που πάντα προστάτευσες. Με έσωσες από τον Θάνατο. Τώρα εγώ θα σώσω εσένα με αυτόν τον θνητό, τον πιο έξυπνο και πονηρό συνάμα που γεννήθηκε ποτέ!

Η Αθηνά ξύπνησε στο αεροπλάνο προς την Κέρκυρα. Δίπλα της, ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας κοιμούνταν του καλού καιρού.

Το όνειρο την είχε τρομάξει. Η καρδιά της χτυπούσε ανεξέλεγκτα, το σώμα της έτρεμε ασταμάτητα, το πρόσωπό της είχε ιδρώσει. Η φωνή που άκουγε την είχε ανατριχιάσει. Το πιο τρομακτικό ήταν ότι γνώριζε σε ποιόν ανήκε.

Ήξερε πλέον ποιόν Ήρωα θα αναζητούσε... Τον ίδιο που της μίλησε στο όνειρό της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Γεια σας! Χρόνια Πολλά! Χριστός Ανέστη!

Γεμάτο κεφάλαιο, έτσι; Περιμένω γνώμες στα σχόλια...

Στο επόμενο κεφάλαιο έχουμε πολλές συναντήσεις και μια πολύ σημαντική συνάντηση μεταξύ δυο αντιζήλων Θεών...

Θα σας δω εκεί❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top