Η Αρχαία Κατάρα
Ο Δίας δεν είχε ακούσει τίποτα. Ούτε κανένας άλλος θεός. Ούτε κανένας από τους αθάνατους ή τους ημίθεους. Μονάχα η Γη, ο Ουρανός και ο Ωκεανός το γνώριζαν.
Ο Κρόνος είχε εκθρονίσει τον πατέρα του τον Ουρανό. Παντρεύτηκε την αδερφή του τη Ρέα κι έκαναν τρεις γιούς κι τρεις κόρες. Φοβούμενος μην έχει την ίδια τύχη με τον πατέρα του -ότι δηλαδή κάποιο παιδί του θα τον εκθρόνιζε- αποφάσισε να καταπίνει κάθε παιδί λίγο μετά τη γέννησή του. Έτσι κατάπιε την Εστία, τη Δήμητρα, τον Ποσειδώνα και τον Πλούτωνα. Η Ρέα κατάφερε να διασώσει δύο παιδιά. Την Ήρα, την οποία φυγάδευσε στο νησί των Εσπερίδων κι είπε στον Κρόνο ότι πέθανε στη γέννα και δεύτερο τον Δία τον οποίο έστειλε στην Κρήτη, στις Νύμφες της Ίδης, και στον Κρόνο έδωσε να καταπιεί μια πέτρα.
Πέρασαν χρόνια. Ο Δίας μεγάλωσε κι αφού κατάφερε να ελευθερώσει τα αδέρφια του από τον Κρόνο έγινε βασιλιάς των Θεών. Οι Τιτάνες εξεγέρθηκαν όμως και ξέσπασε οι δεκάχρονη Τιτανομαχία η οποία έληξε με νίκη των Θεών. Έτσι, η θέση του Δία εδραιώθηκε για πάντα.
Μαζί με τα τέσσερα αδέρφια του, ο Δίας έβγαλε και την πέτρα που είχε καταπιεί ο Κρόνος έναντι αυτού.
Μόλις ο Τιτάνας είδε την πέτρα σιγοψυθίρισε ίσα να τον ακούσει η μητέρα του η Γη.
"Για όσο αυτή η πέτρα παραμείνει άθικτη, ο Δίας θα βασιλεύει χωρίς αναταραχές. Αν όμως πάθει οτιδήποτε αυτή η πέτρα, τότε ο Δίας ας χαθεί."
Ο Δίας εκθρόνισε τον Κρόνο.
Η κατάρα του ακούστηκε μόνο από τη Γη, η οποία το μετέφερε στον Ουρανό κι ο Ουρανός στον Ωκεανό. Γρήγορα όμως ξεχάστηκε, αφού ο Δίας έμοιαζε να κυβερνά σωστά τον κόσμο των αθανάτων και των θνητών. Όσο για την πέτρα, την τοποθέτησαν στο Μαντείο των Δελφών όπου ο ίδιος ο Απόλλωνας την προστάτευε με μάγια για να διατηρηθεί αιωνίως και όλοι να θυμούνται των ηρωισμό του πατέρα των Θεών και των Ανθρώπων Δία.
Πεντέμισι χιλιάδες χρόνια μετά, όλα θα αλλάξουν.
Ο Δίας δεν εκθρονίστηκε ποτέ από κανέναν. Αν και υπήρχαν δυο προφητείες φρόντισε ο ίδιος να μην εκπληρωθούν ποτέ. Κι έτσι βασίλευε για έξι σχεδόν χιλιετίες ανενόχλητος και γαλήνιος.
Ώσπου, έφτασε ένα έτος που κάποτε είχαν προφητεύσει οι ιερείς του στη Δωδώνη.
Το σκοτεινό 2009 μετά την γέννηση του Χριστού.
Κάποιος κλώτσησε μια πέτρα σε ένα δρομάκι των Δελφών. Η πέτρα ήταν αρκετά μεγάλη. Θύμιζε μικρό μωρό στο μέγεθος και στο σχήμα. Από την κλωτσιά, κύλησε στον τραχύ δρόμο και ράγισε. Αργότερα, κάποιος την χτύπησε κι εκείνη κόπηκε στα δύο.
Και τότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση της καταστροφής.
Ο Απόλλωνας κοιμόταν και δεν ένιωσε τις δυνάμεις του να εγκαταλείπουν το ιερό κειμήλιο. Ξύπνησε μόνο όταν ένιωσε κάποιον να τον ταρακουνάει.
Εκ πρώτης όψεως, δεν αναγνώρισε τον ξυπνητή του όταν άνοιξε τα μάτια του. Ο γνωστός άγνωστος ήταν σχετικά ψηλός, με μαύρα, ατίθασα μαλλιά και δυο μάτια που εξέπεμπαν πονηριά, εφευρετικότητα και ίσως περιστασιακή ηλιθιότητα.
"Ξύπνα, επιτέλους, Απόλλωνα. Κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω," τον ταρακούνησε σταθερά ο γνωστός άγνωστος.
"Τι με θες;" Απόρησε ο κάποτε θεός του φωτός και της μαντικής.
"Σε ζητάει ο Πατέρας στο Βουνό," ήταν η μόνη απάντηση που πήρε. Μόνο τότε όρθωσε σωστά το βλέμμα του ο Απόλλωνας και αντίκρισε τον νεαρό μπροστά του. Κοίταξε τα βαθιά, μπλε του μάτια και συνειδητοποίησε ποιος στα αλήθεια ήταν.
"Ερμή!" Φώναξε χαρούμενος. Πετάχτηκε όρθιος και τον αγκάλιασε. "Πέρασαν τόσα χρόνια! Πώς είσαι;"
"Καλά," αποκρίθηκε αμήχανα ο Ερμής και βιάστηκε να επιστρέψει στο θέμα που είχε στο μυαλό του. "Σου υπενθυμίζω ότι ο Πατέρας σε χρειάζεται στο Βουνό."
"Τι με θέλει ο πορνόγερος;" Αναρωτήθηκε νευρικά ο Απόλλωνας καθώς σκεφτόταν πού θα έβρισκε τα ρούχα που τους άρεσαν στον Όλυμπο. Εδώ και χρόνια τα είχε ξεφορτωθεί.
Ο Ερμής ξαφνιάστηκε στιγμιαία με τον ανάρμοστο χαρακτηρισμό του γιου προς τον πατέρα κι έτσι θέλησε να τον επιπλήξει.
"Μη μιλάς έτσι για τον πατέρα! Δεν είναι σωστό!"
"Και τη μάνα σου και τη μάνα μου τις διακόρευσε ωραία πριν τις αφήσει έγκυες και τις σκοτώσει, έτσι;" Τον ειρωνεύτηκε ο Απόλλωνας.
Η ζωή με τους θνητούς σε σκλήρυνε πολύ, Απόλλωνα. Έγινες ρεαλιστής· εσύ, που πάντα οραματιζόσουν και πίστευες στα όνειρα πιο πολύ από ό,τι στην πραγματικότητα, σκέφτηκε πικρά ο θεός των κλεφτών.
"Αδερφέ μου, σύνελθε," τον παρότρυνε ο Ερμής. "Και πάμε επιτέλους στον Όλυμπο, τα αδέρφια μας επιμένουν να είμαστε όλοι εκεί."
"Μα τι συμβαίνει;" Απόρησε ο Απόλλωνας.
"Ο Πατέρας Δίας είναι άρρωστος. Ακούγονται φήμες ότι σύντομα θα συναντήσει τον Θάνατο," αποκρίθηκε απότομα και με σκοτεινό βλέμμα ο Θεός των Κλεφτών και των Εμπόρων.
.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.
Ο Ολύμπος για πάρα πολλούς αιώνες είχε ερημώσει. Δεν έπαψε ποτέ να κατοικείται, όμως όταν οι άνθρωποι έπαψαν να τους λατρεύουν δεν υπήρχε λόγος να παραμείνουν στον άχαρο βράχο. Οι περισσότεροι θεοί τον είχαν εγκαταλείψει κι είχαν αναμειχθεί με τους ανθρώπους, επιλέγοντας να ζήσουν μια αιώνια ζωή κοντά σε θνητούς, ενώ για τέσσερις χιλιάδες χρόνια είχαν ζήσει μαζί με τους ομοιούς τους αθάνατους. Μόνο ο Δίας, η Ήρα και η Εστία είχαν παραμείνει στον Όλυμπο, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Ο Δίας είχε μάθει όλη του τη ζωή να διοικεί από ψηλά· έστω κι αν δεν είχε μείνει τίποτα να διοικήσει. Η Ήρα ήταν υπερβολικά ματαιόδοξη για να αφήσει το παλάτι της· επιπλέον ήθελε να έχει σε διαρκή επιτήρηση τον Δία. Η Εστία αγαπούσε τον Όλυμπο, ήταν πάντα το σπίτι της και είχε μάθει να εκτιμά το σπίτι της πάνω από όλα στον κόσμο. Για αυτό, έμεινε. Από τους υπόλοιπους θεούς, μόνο ο Ήφαιστος τους επισκέπτονταν αραιά· είχε κάνει πλέον πραγματικό σπίτι του το ηφαίστειο της Αίτνας. Μέσα στον πυρήνα του εργαζόταν και δεν είχε ενοχληθεί από κανέναν θνητό· οι θνητοί ήταν πολύ αδύναμοι για να αντέχουν τις υψηλότατες θερμοκρασίες του ηφαιστείου. Τέλος, ο Πλούτωνας, που πλέον ονομαζόταν Άδης, παρέμεινε για πάντα στον Κάτω Κόσμο και μαζί του η σύζυγός του, η Περσεφόνη, η οποία του υποσχέθηκε ότι θα έβγαινε ξανά στην επιφάνεια της γης μόνο όταν ο Άδης θα έκανε το ίδιο. Για τους εναπομείναντες θεούς δε γνώριζαν τίποτα.
Όταν όμως ένα καταραμένο πρωινό ο Δίας σωριάστηκε στο πάτωμα, ημιλιπόθυμος και ιδρωμένος, ενώ το πρόσωπό του έκαιγε, η Ήρα με την Εστία πανικοβλήθηκαν και προσπάθησαν να βρουν τον Ερμή. Δε χρειάστηκε να τον ψάξουν διότι εμφανίστηκε μόνος του στον Όλυμπο και μαζί του η Αθηνά, ο Ποσειδώνας με την γυναίκα του, την Αμφιτρίτη, η Δήμητρα και η Άρτεμις. Είχαν διαισθανθεί ότι κάτι άσχημο συνέβαινε και είχαν πετάξει οι ίδιοι ως τον Όλυμπο.
Ο Ερμής στάλθηκε να φέρει τους υπόλοιπους· ήταν ο μόνος που θα τους εντόπιζε όλους γρήγορα και θα τους έπειθε να έρθουν. Σε ελάχιστες ώρες, όλοι οι θεοί εκτός από έναν είχαν συγκεντρωθεί στον Όλυμπο και έδωσαν ξανά ζωή στο νεκρωμένο βουνό και φως στα ερημωμένα παλάτια. Κι ο θεός που έλειπε, δεν ήταν άλλος από τον Άδη, τον Άρχοντα του Κάτω Κόσμου. Ο Ερμής δίσταζε να κατέβει στο σκοτεινό βασίλειο μετά από τόσους αιώνες αποχής, έτσι η ίδια η Αθηνά προθυμοποιήθηκε να το κάνει. Πάνοπλη, με την περικεφαλαία, το δόρυ, το σπαθί και την ασπίδα της, κατέβηκε η Παλλάδα και σε μηδαμινό χρόνο έφτασε στον Όλυμπο με τον ίδιο τον Άδη και τη βασίλισσα Περσεφόνη. Η Δήμητρα αγκάλιασε σφιχτά την κόρη της κι ο Ποσειδώνας τον αδερφό του.
"Οφείλω να ομολογήσω, μικρέ Πλούτωνα, ότι πρέπει να είσαι ο μόνος από εμάς του οποίου οι αρμοδιότητες μετά το Χάσμα δεν μειώθηκαν στο ελάχιστο!" Πείραξε ο θεός της Θάλασσας τον Άδη ο οποίος απλά κούνησε απογοητευμένα το κεφάλι του.
"Φαίνεται, αδερφέ μου Ποσειδώνα, ότι η ωριμότητα αποτελεί ακόμα άγνωστη λέξη για σένα," τον επέπληξε με έναν βλοσυρό τόνο στη βαθιά φωνή του.
"Έχει δίκιο ο Πλούτωνας, Ποσειδώνα," συμφώνησε η Αμφιτρίτη. "Ο μεγάλος Δίας, ο ισχυρότερος όλων των θεών, είναι αποδυναμωμένος και ετοιμοθάνατος. Αυτό θαρρώ επιβάλλεται να μας απασχολεί όλους και πρέπει να ευχόμαστε στη γρήγορη ανάρρωσή του. Τουλάχιστον ας διαθέτουμε τη σοβαρότητα που απαιτεί η περίσταση.»
"Συμφωνώ απόλυτα με την Αμφιτρίτη," την υποστήριξε η Εστία η οποία μόλις έφτασε κοντά τους.
Δίπλα της στεκόταν η Ήρα η οποία χτύπησε τα δάχτυλά της και επέβαλε ησυχία αμέσως.
"Σιωπή, παρακαλώ! Δεν βοηθάτε έτσι τον άρρωστο Αρχηγό σας και σύζυγό μου!"
"Τώρα το θυμήθηκε ότι τον είχε σύζυγο," ψιθύρισε η Άρτεμις στο αυτί του Απόλλωνα κι ένα μειδίαμα διασκέδασης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.
Η Ήρα στένεψε τα μάτια της κι έριξε ένα απειλητικό βλέμμα στην θεά του κυνηγιού.
"Σε άκουσα, παιδαριώδη Άρτεμη," επιβεβαίωσε τις υποψίες όλων και πλησίασε προς το μέρος της. "Αν ξαναχρησιμοποιήσεις χλεύη εναντίον μου, δε θα φανώ τόσο ευγενική," ψιθύρισε ώστε να την ακούσει μόνο η Άρτεμις.
Η απάντηση της θεάς όμως, την ξάφνιασε, μια που δεν τους είχε συνηθίσει σε τόσο γενναίες συμπεριφορές αν και η ίδια διάθετε ιδιαίτερη ανεξαρτησία, αγριότητα και ζωντάνια.
"Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα από εσένα, Ήρα, διότι όταν ο Δίας πεθάνει -κάτι που αυτή τη στιγμή φαντάζει αναπόφευκτο- παύεις να είσαι Βασίλισσα των θεών και γίνεσαι απλά η θεά του γάμου και προστάτιδα των γυναικών, ίση και όμοια με όλους εμάς."
"Αυτό θα το δούμε," απάντησε με ένα μοχθηρό, σκοτεινό βλέμμα η Ήρα και αποσύρθηκε ξανά στο χώρο όπου είχαν ξαπλώσει τον Δία. Οι θεοί τον έβλεπαν από μακριά· τόσο αδύναμος, απόλυτα ακίνητος, παράλυτος, έμοιαζε σαν γέροντας πατέρας που θα συναντούσε σύντομα τον Χάροντα και εκείνοι οι αθάνατοι τα παιδιά του που ξενυχτούσαν γύρω του περιμένοντας τη στιγμή που θα ξεκινούσαν επίσημα τον θρήνο.
"Μα γιατί βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση;" Αναρωτήθηκε ειλικρινά η Αφροδίτη, η οποία αφότου είχε φτάσει συνοδευόμενη από τον σύζυγό της, τον Ήφαιστο, δεν είχε βγάλει μιλιά.
Η Αθηνά απάντησε στην ερώτησή της, σιωπώντας όλους τους υπόλοιπους -άνδρες οι περισσότεροι- που ήταν έτοιμοι να απαντήσουν στη θέση της.
"Ίσως η πρώτη φορά μέσα σε έξι χιλιετίες που ρωτάς κάτι πραγματικά σοβαρό και σημαντικό, Αφροδίτη," την ειρωνεύτηκε στην αρχή κι ύστερα σοβάρεψε το μυστηριώδες της πρόσωπο. "Νομίζω, ωστόσο, ότι ξέρω έναν τρόπο να μάθουμε πώς έπαθε ο Πατέρας Δίας αυτή τη συμφορά. Φανταστείτε τι θα σήμαινε για εμάς αν αυτό σήμανε την αρχή για το Λυκόφως των Αθανάτων. Ότι δηλαδή μετά από τον Δία θα έρθει η σειρά του θανάτου όλων μας."
Στα λόγια της αυτά, πολλές κραυγές τρόμου ακούστηκαν από το κοινό της. Τις αγνόησε εντελώς και συνέχισε.
"Ή μπορεί απλώς κάποια κατάρα ή τιμωρία στο πρόσωπο του Δία να κρύβεται πίσω από την αρρώστια."
"Μα ποιος να θέλει να τον τιμωρήσει;" Απόρησε ο Διόνυσος.
"Δεν γνωρίζω," αποκρίθηκε απλά η Αθηνά. "Αλλά σας το ορκίζομαι ότι θα μάθω πολύ σύντομα. Πρέπει να επισκεφτώ κάποιον και χρειάζομαι δύο ακόμα άτομα μαζί μου." Έκανε μια παύση και παρατήρησε όλα τα άτομα γύρω της. Τελικά, ένευσε καταφατικά προς το βάθος του πλήθους και έδειξε με τα χέρια της δύο αρσενικούς θεούς, άμεσα συνδεδεμένους με τον Πατέρα Δία.
"Ποσειδώνα και Άρη, ακολουθήστε με," τους προσκάλεσε με έναν τόνο στη φωνή της που θύμιζε περισσότερο διαταγή παρά παράκληση. Ύστερα, γύρισε και άρχισε να προχωρά μόνη προς την άκρη της κορυφής του Ολύμπου για να το κατηφορήσει. Δεν κοίταξε πίσω της.
Ο Ποσειδώνας κι ο Άρης, έτρεξαν ξοπίσω της για να την προλάβουν χωρίς να χαιρετήσουν τους θεούς, οι οποίοι τους κοιτούσαν αποσβολωμένοι.
"Δηλαδή, για να καταλάβω, τώρα εμείς θα πεθάνουμε όλοι;"
"Σιωπή, Αφροδίτη!" Φώναξαν όλοι οι θεοί μαζί.
.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.
Οι δυο θεοί καθυστέρησαν να φτάσουν την Αθηνά. Είχε ήδη κατηφορήσει όλον τον Όλυμπο όταν την πρόφτασαν, εξαντλημένοι από το τρέξιμο ενώ η θεά της Σοφίας φαινόταν απόλυτα ήρεμη, χαλαρή και καθόλου ταλαιπωρημένη.
"Πού πάμε, Αθηνά;" Ρώτησε ο Άρης.
"Στο μοναδικό πλάσμα που μπορεί να μας δώσει εξηγήσεις," αποκρίθηκε αποφασισμένα η θεά των Τεχνών. "Την μητέρα των μητέρων. Την Γαία, την Αρχαία Γη."
.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.•.
Κι αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας!
Γνώμες και παρατηρήσεις στα σχόλια!
Θα τα πούμε την επόμενη εβδομάδα!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top