Δείμος και Φόβος

Ο Δείμος και ο Φόβος ήταν τα πρώτα παιδιά που γέννησε η Αφροδίτη από τον Άρη. Δυο θεοί με όψη ανθρώπινη, που σαν υπερφορτώνονταν με αίμα νεκρών στη μάχη έβγαζαν χαίτη και κεφάλι λιονταριού. Ο Δείμος ήταν ο Τρόμος και ο Φόβος η Φρίκη. Οι δυο τους συντρόφευαν τον πατέρα τους σε κάθε μάχη κι έζευαν τα άγρια άλογά του στο μπρούτζινο άρμα του. Ο Φόβος ήταν ο επίσημος ηνίοχος του Άρη και ο Δείμος ο πολεμιστής που στεκόταν πάντα δίπλα του. Μαζί τους πάντοτε έπεφταν στη μάχη η Ενυώ, η θεά της Σφαγής, η Έριδα, οι Κήρες που τρέφονταν με το αίμα των νεκρών κι ο άγριος Κυδοιμός, ο θόρυβος της μάχης. Κάθε κραυγή ηχούσε σαν μουσική στα αυτιά των δίδυμων μηχανών θανάτου και κάθε ανθρώπινη ζωή που χανόταν σήμαινε την εκτέλεση μιας εξαιρετικά σημαντικής αποστολής.

Για τον Άρη, ο Δείμος και ο Φόβος ήταν οι τελειότεροι και υποδειγματικότεροι γιοι, αφού βάδιζαν ευλαβικά στα χνάρια του πατέρα τους, αγνοώντας πλήρως τις διδαχές της μητέρας τους για την αγάπη και τη φιλαλληλία. Ο Θεός του Πολέμου, φυσικά, δεν έχανε ευκαιρία να τους παινέψει και υπερηφανεύονταν για αυτούς με το ίδιο πάθος που ο Δίας υπερηφανεύονταν για τον Ηρακλή. Βεβαίως, το άλλο παιδί του Άρη και της Αφροδίτης, η Αρμονία, ήταν μια θεότητα παραδειγματικής Χάρης, ευγένειας και λεπτότητας, ωστόσο η αρετή έχει πάψει από καιρού να συγκινεί κι έτσι ο Δείμος και ο Φόβος λάμπουν πιο πολύ από την ενάρετη κι άτυχη αδελφή τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αφροδίτη ξύπνησε στο πουπουλένιο κρεβάτι με τον ιδρώτα να τρέχει στο άψογο δέρμα της. Δεν έφταιγε η αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού, δεν ευθυνόταν καν η εξουθενωτική νύχτα πάθους με τον Άρη, που αξιοποιούσε στο έπακρο το γεγονός ότι πια δε χρειαζόταν να κρύβονται. Ο λόγος ήταν το παράξενο και ανατριχιαστικό όνειρο που είχε δει στον ύπνο της και ταράχτηκε ολόκληρη.

"Αλλόκοτα μηνύματα μου στέλνει ο Όνειρος," μουρμούρισε, ανάμεσα σε βαριές ανάσες, προσπαθώντας να ηρεμήσει την αθάνατη καρδιά της που έμοιαζε να θέλει να πεταχτεί έξω από το δέρμα της.

Ο Άρης ξύπνησε σχεδόν αμέσως μετά και την έκλεισε αμέσως στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντας στοργικά τα χρυσαφένια, ανάκατα μαλλιά της.

"Τι συμβαίνει;" Απόρησε, γνωρίζοντας ότι ήταν η πρώτη φορά που η Αφροδίτη έβλεπε ένα άσχημο όνειρο.

Η θεά του Έρωτα σήκωσε το κεφάλι και τον αντίκρισε με τα δυο τεράστια γαλάζια της μάτια τα οποία τώρα ήταν κατακόκκινα από δάκρυα που γυάλιζαν μαζί με τον ιδρώτα στο φως του φεγγαριού.

"Είδα φωτιά και αίμα. Είδα σεισμούς να σκίζουν τη γη στα δυο, τον άνεμο να σηκώνει στροβίλους και να καταπίνει πόλεις ολόκληρες, σηκώνοντας βουνά τα κύματα στη θάλασσα. Δεν είδα κανέναν άνθρωπο ζωντανό, ούτε καν κάποιο θεό, παρά μόνο τα παιδιά μας," απάντησε η θεά, χωρίς να ενδιαφέρεται να κρύψει το τρέμουλό της πια.

"Είδες την Αρμονία;"

"Όχι. Είδα τον Δείμο και τον Φόβο. Ο Φόβος αποτελείωνε τους πληγωμένους με τον διπλό πέλεκυ που εσύ του είχες δωρίσει και ο Δείμος περνούσε με το άρμα που σέρνουν τα τέσσερα κόκκινα άλογά του, δώρα του ίδιου του Πλούτωνα, κι επέβλεπε τον όλεθρο, ελπίζοντας να μην παρατηρήσει κάπου μια αχτίδα ζωής."

"Παράξενο που είδες αυτούς κι όχι την Αρμονία. Τον Δείμο και τον Φόβο δεν τους απεκάλεσες ποτέ παιδιά σου, γιατί δε ταίριαζαν οι ιδεολογίες σας," σχολίασε σαρκαστικά ο Άρης, για να απαλύνει λίγο την ατμόσφαιρα, γεγονός που δεν κατάφερε.

"Πρέπει να τους βρούμε και να τους φέρουμε κοντά μας," συμβούλεψε η Αφροδίτη, τρέμοντας και δακρύζοντας ακόμα. Αγκάλιασε το πρόσωπό του με τα χέρια της και ένωσε τα μέτωπά τους. "Δεν συμφωνώ με τους χαρακτηρες τους, όμως είναι οι μόνοι μας γιοί και επιβάλλεται να τους έχουμε δίπλα μας. Ξέρεις πολύ καλά ότι η Αρμονία δεν μπορεί να είναι μαζί μας, ας είναι ο Δείμος και ο Φόβος."

"Δε νομίζω ότι θα με πείραζε αν είχα τους καλύτερους συμπολεμιστές μου μαζί μου," συμφώνησε ο Άρης. "Θα ενημερώσω την Έριδα. Δεσμεύτηκε να γυρίσει με την Ενυώ και τους Κήρες. Θα της μηνύσω να βρει και τους δίδυμους Τρόμους."

Αμέσως, ο Θεός του Πολέμου σηκώθηκε, στάθηκε στο μπαλκόνι τους και σήμανε στους τεράστιους γύπες του. Δυο γιγάντια πουλιά, με χρυσά ράμφη, κατάμαυρα φτερά κι ολόγυμνους, αποκρουστικούς λαιμούς, πέταξαν και έμειναν μετέωρα στον αέρα μπροστά του. Τους διέταξε στα Αρχαία Ελληνικά, τη γλώσσα που μιλούσε με τους θεούς και με τους αναστημένους θνητούς. Κι εκείνοι έσπευσαν να εκτελέσουν τη διαταγή του, πετώντας προς το μέρος όπου μύριζαν τη γνώριμη κυρά τους, την Έριδα, μεταφέροντας το μήνυμά του.

Ευχαριστημένος ο Θεός του Πολέμου επέστρεψε στην πανώρια σύντροφό του, που ακόμα σπαρταρούσε από τον εφιάλτη, όμως είχε ένα κοντυλένιο χαμόγελο στα χείλη της.

"Πώς θυμόσουν το υποκοριστικό μου για αυτούς; Μόνο εγώ τους αποκαλούσα Δίδυμους Τρόμους κι εσύ δυσανασχετούσες," του είπε με την πιο γλυκιά της χροιά, που την έκανε ακαταμάχητη.

Ο Άρης την αγκάλιασε και τη φίλησε απαλά.

"Θυμάμαι μόνο όσα αξίζουν. Κι εσύ για μένα αξίζεις τα πάντα."

Η θεά του Έρωτα ένιωσε να χαλαρώνει στα στιβαρά του χέρια και αφέθηκε στην αγάπη τους, παραμερίζοντας την οδύνη του εφιάλτη της. Κοντά του πάντοτε αισθανόταν ασφάλεια.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Οδυσσέας και ο Διομήδης πέρασαν την αυλόπορτα της μεζονέτας της Κέρκυρας την ίδια στιγμή που η Αθηνά και η Μήδεια χτυπούσαν την πόρτα και περίμεναν να τους ανοίξουν. Μόλις άνοιξε η Άρτεμις, η Αθηνά άφησε τη Μήδεια να περάσει και ένευσε στην Αρτέμιδα να κλείσει. Γύρισε κι αντίκρισε τον Διομήδη, με τα σγουρά μαλλιά, με το πρόσωπο γεμάτο γωνιές και την ματιά με την παιδική αθωότητα. Αγνοώντας πλήρως τον Οδυσσέα, τους πλησίασε με βήμα γοργό και ακούμπησε τις παλάμες της στους ώμους του Διομήδη.

"Καλωσόρισες, γιε του Τυδέα. Είναι τιμή και υπερηφάνεια να βρίσκεσαι στη Συμμαχία μας. Ένας από τους πιο λαμπρούς ήρωες του Τρωικού Πολέμου και ο Αρχηγός του Πολέμου των Επιγόνων, ο Πορθητής της Θήβας, επέλεξε να υποστηρίξει εμάς. Η νίκη κι η επιτυχία μας είναι εξασφαλισμένη."

Ο Οδυσσέας παρατήρησε τη μεταβολή του χρώματος στα μάγουλα του Διομήδη και κοίταξε για λίγο τον ουρανό. Ανέκαθεν της άρεσε να μιλάει ποιητικά και να το παρακάνει.

"Σε ευχαριστώ εγώ, Αθηνά, που μου έδωσες μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή," ήρθε η απάντηση του Διομήδη. "Είμαι αποφασισμένος να αγωνιστώ για το δικαίωμά σου στον Θρόνο των Αθανάτων. Και χαίρομαι που συναντώ ξανά τους παλιούς μου φίλους, όπως τον Οδυσσέα."

Η Αθηνά έριξε μια φευγαλέα και άχρωμη ματιά στον Οδυσσέα κι ύστερα γύρισε ξανά στον Διομήδη.

"Ας πάμε μέσα, να γνωρίσεις και τα υπόλοιπα μέλη της Συμμαχίας."

Έτσι, οι τρεις τους πέρασαν στο σπίτι κι η Συμμαχία υποδέχτηκε ένθερμα τη Μήδεια και τον Διομήδη.

"Πού είναι ο Ηρακλής;" Απόρησε η Αθηνά, βλέποντας ότι ο αδελφός της έλειπε.

"Έφυγε, για να βρει τον Περσέα," απάντησε αμέσως η Άρτεμις.

"Πολύ ωραία," ενέκρινε η Θεά της Σοφίας. "Τους χρειαζόμαστε. Για την ακρίβεια, χρειαζόμαστε όσους περισσότερους μπορούμε. Διαισθάνομαι ότι πολύ σύντομα θα δεχτούμε επίθεση. Πώς πάνε οι ετοιμασίες του γυμναστηρίου στην πίσω αυλή;"

"Σχεδόν τελειώσαμε," αποκρίθηκε η Άρτεμις, χαρούμενη για τη δουλειά που είχε επιτελέσει. "Μαζί με τον Ερμή, την Αταλάντη και τον Σίσυφο καταφέραμε να δημιουργήσουμε κάτι που θα ζήλευε και Σπαρτιάτης Βασιλιάς. Να το επιβλέψεις κι εσύ, δεν πιστεύω να μείνεις απογοητευμένη."

"Το εύχομαι," ψιθύρισε αδιάφορα η Αθηνά. "Αν μπορείς, μαγείρεψε κάτι να φάμε ή τέλος πάντων παράγγειλε κάτι. Μετά το γεύμα, θέλω να σας μιλήσω για κάτι εξαιρετικά σημαντικό."

Η Άρτεμις ένευσε καταφατικά και αναζήτησε τον κατάλογο με το τηλέφωνο της ταβέρνας "Ο Αχιλλέας", που είχε ακούσει ότι έφτιαχνε το καλύτερο κοτόπουλο σούβλας στην Κέρκυρα. Ωστόσο, για να ταΐσει όλη τη Συμμαχία του Αέρα, θα έπρεπε να σουβλίσουν μια ντουζίνα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Ποιός είχε τη φαεινή ιδέα να παραγγείλουμε σήμερα κι όχι να μαγειρέψει η Άρτεμις;" Παραπονέθηκε έντονα ο Ερμής. "Ευτυχώς που λείπει ο Ηρακλής, γιατί τότε τα δώδεκα κοτόπουλα που πήραμε δε θα έφταναν ούτε για εκείνον."

"Όλη μέρα σήμερα δουλεύατε στην αυλή για το γυμναστήριο," προσπάθησε να τον λογικέψει η Αθηνά. "Δε θα ήταν δίκαιο να αναγκάσουμε την Αρτέμιδα να μαγειρέψει."

"Και γιατί δε μαγείρευες εσύ;" Συνέχισε ακάθεκτος ο Ερμής.

"Το πνεύμα της είναι εξαντλημένο κι αν είχες μάτια για να δεις, θα παρατηρούσες τα καψίματα στις παλάμες της," επενέβη η Μήδεια, που μιλιά δεν είχε βγάλει σε ολόκληρο το δείπνο.

"Αυτήν την έφερες εδώ για να βοηθήσει ή για να μας αντιμιλά;" Παραπονέθηκε ξανά στην αδελφή του ο Ερμής.

"Ερμή, σε παρακαλώ, μην προσβάλεις τους καλεσμένους μας," τον επέπληξε όσο πιο ευγενικά μπορούσε η Αθηνά.

"Την Αράχνη και τη Μέδουσα τις τιμώρησες εφ'όρου ζωής για πολύ λιγότερα. Γιατί δεν δείχνεις ότι είσαι η δυνατότερη, αφού έτσι είναι;"

"Δεν είμαι ούτε τόσο δυνατή όσο τότε, Ερμή, ούτε θέλω να τιμωρήσω κάποιον," απάντησε αγέρωχα η Αθηνά, υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. "Αν, όμως, είσαι τόσο αρνητικός απέναντι στους φίλους μας ή τόσο ευέξαπτος από κάθε λέξη εναντίον σου, τότε δεν ενστερνίζεσαι την κυρία ιδέα μου. Εδώ είμαστε όλοι ίσοι κι όταν στεφθώ Βασίλισσα των Θεών, θα γίνετε όλοι σας Αθάνατοι και θα μένετε κοντά μου στον Όλυμπο."

Αυτή η τολμηρή δήλωση της Αθηνάς άφησε τους πάντες άφωνους, ακόμα και τον πάντα ετοιμόλογο Οδυσσέα, που καθόταν πολύ μακριά της, αντίθετα με αυτό που συνήθιζε.

"Ωστόσο, απόψε δεν ήθελα να σας μιλήσω για αυτό. Έχω κάτι πολύ σημαντικότερο να σας πω," συνέχισε η θεά. "Τώρα που η Μήδεια είναι κοντά μας, πρέπει μα στοχεύσουμε στην κατάκτηση της Σκοτεινής Μαγείας. Ο Άρης έχει τις Αμαζόνες, ο Ποσειδώνας όλους τους θαλάσσιους στρατούς κι η Ήρα σίγουρα θα εξασφαλίσει πανίσχυρους συμμάχους. Εμείς θα πλαισιώσουμε τις πολεμικές μας μαεστρίες με την ανίκητη Εκάτη. Αυτή η παντοδύναμη θεότητα, όμως, δεν βρίσκεται εδώ. Μετά τον θάνατο του πατέρα Δία, αποτραβήχτηκε στα Τάρταρα. Εκεί θα πάω, για να τη στρατολογήσω."

"Όχι να μην πας!" Αντέδρασε πρώτη από όλους η Άρτεμις. "Είναι υπερβολικά επικίνδυνο. Ο μόνος Θεός που κατέβηκε στα Τάρταρα ήταν ο Δίας κι ο Ερμής, που μπόρεσε να επιβιώσει επειδή πετούσε. Εσύ δεν μπορείς να πετάξεις τόσο καλά πια."

"Είναι τουλάχιστον ριψοκίνδυνο," πρόσθεσε ο Σίσυφος. "Στα Τάρταρα πετιούνται οι μεγαλύτεροι προδότες. Κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει στα μπουντρούμια τους. Εκεί κλείδωναν τους εχθρούς τους οι Τιτάνες κι εκεί φυλακίσθηκαν κι αυτοί. Ο αφέντης τους, ο Τάρταρος, λογοδοτεί μόνο στη Μεγάλη Θεά Γη και αψηφά Θεούς και Τιτάνες. Πώς θα τον πείσεις να αφήσει την Εκάτη να έρθει μαζί σου;"

"Θα ήθελα να προσθέσω," ξεκίνησε ο Οδυσσέας μα η Αθηνά τον διέκοψε με μια αυστηρή κίνηση του χεριού της.

"Έκανες ό,τι σου αναλογούσε για σήμερα. Δε θα δεχτώ άλλες συμβουλές από εσένα," είπε ψυχρά και τον σώπασε ολοκληρωτικά.

"Αν επιμένεις τόσο να πας, άφησε με να σε συνοδεύσω," προσφέρθηκε ανιδιοτελώς ο Ερμής, κατανοώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης.

"Δε θα έρθει κανένας, μόνη θα κατεβώ," δήλωσε η Αθηνά. "Όπως αναφέρατε, τα Τάρταρα είναι ένα μέρος ζοφερό και επικίνδυνο, βυθισμένο στο έρεβος και στη λίθη. Δε με τρομάζει. Προτίθεμαι να κάνω τα πάντα για να ισχυροποιήσω τη Συμμαχία μου έναντι των υπολοίπων. Δε ζητώ τη βοήθειά σας, δε ζητώ καν τη στήριξή σας· είμαι αποφασισμένη να φέρω κοντά μας την Εκάτη, ακόμα κι αν όλοι σας διαφωνείτε. Ωστόσο, χρειάζεται ένα σχέδιο σε περίπτωση που δε γυρίσω σώα ή ζωντανή από εκεί κάτω."

"Υπάρχει αυτή η περίπτωση;" Αναφώνησε έκπληκτη η Αταλάντη, αν και αμέσως κατάλαβε ότι επρόκειτο για ρητορική ερώτηση. Η Αθηνά μπορεί να ήταν παντοδύναμη, παρόλα αυτά οι δυνάμεις της είχαν φθίνει -όπως κι όλων των Θεών- κι ίσως να μη φαινόταν αντάξια των προκλήσεων του Τάρταρου.

"Αν γυρίσω με την Εκάτη, τότε η αποστολή θα έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία," συνέχισε η Θεά της Σοφίας, σκόπιμα αγνοώντας την ερώτηση της Αταλάντης. "Αν, όμως, η Εκάτη γυρίσει μόνη χωρίς εμένα, τότε ονομάζω ήδη διάδοχό μου στην Αρχηγία της Συμμαχίας και Υποψήφιο Βασιλιά των Θεών τον Ηρακλή. Χαίρομαι που λείπει, γιατί αν ήταν εδώ δε θα το δεχόταν. Τον θεωρώ τον αξιότερο συνεχιστή του οράματος μου και πιστεύω ότι θα με εκπροσωπήσει επάξια. Σε αυτή την περίπτωση, σας ξορκίζω να τον εμπιστευτείτε και να τον στηρίξετε όπως κάνετε και σε εμένα. Θα σας χρειαστεί για να μη λυγίσει μπροστά στην απειλή των εχθρών. Να μείνετε ενωμένοι σαν μια γροθιά και αδελφωμένοι, όπως σας βλέπω τώρα. Σας εύχομαι καληνύχτα και να γνωρίζετε ότι ήταν υπέρτατη τιμή για εμένα να σας θεωρώ φίλους μου."

Και με αυτά της τα λόγια η Αθηνά σηκώθηκε από το τραπέζι και έτρεξε στο δωμάτιό της, όπου και κλειδώθηκε. Η Μήδεια την ακολούθησε σχεδόν αμέσως, μια που έπρεπε να σχεδιάσουν την προστασία για την πιο ασφαλή εξόρμησή της. Σε λίγα λεπτά, η ομήγυρη διαλύθηκε κι ο Ερμής προσφέρθηκε να πλύνει τα πιάτα, πρωτοφανής πρωτοβουλία, για να ξεκουράσει την Αρτέμιδα που ανέβηκε στο δωμάτιο της και σωριάστηκε στο κρεβάτι κατάκοπη και καταρρακωμένη από την απόφαση της αδελφής της.

Η Αταλάντη περίμενε τη Μήδεια να έρθει στο κοινόχρηστο δωμάτιό τους και κοιμήθηκε μόνο όταν σιγουρεύτηκε ότι η Αθηνά προχωρούσε με απόλυτη βεβαιότητα. Αυτή η Θεά είχε μια αλάθητη στρατηγική όραση, που πάντοτε την έσωζε και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.

Ο Διομήδης αποκοιμήθηκε εξαντλημένος από το ταξίδι, μην περιμένοντας τον Οδυσσέα.

Ο Ήφαιστος έμεινε και μαζί με τον Ερμή και τον Σίσυφο ανέβηκαν στο δωμάτιο της Αθηνάς.

"Αν ήρθατε για να μου αλλάξετε γνώμη, χάνετε τον χρόνο σας," τους είπε η Θεά της Μάχης, μόλις τους είδε στο κατώφλι της.

"Δεν καταλαβαίνεις ότι οδεύεις στον θάνατό σου;" Τη ρώτησε ο Ήφαιστος, έχοντας χάσει την υπομονή του. "Αν πεθάνεις εκεί κάτω, κανένας Ηρακλής και καμία Εκάτη δε θα καλύψουν το κενό σου."

"Ο Ηρακλής θα γίνει εκατό φορές καλύτερος Βασιλιάς από ό,τι εγώ!" Του αντιμίλησε η Αθηνά. "Μόνο σε εσάς το λέω, γιατί ξέρω ότι δε θα με παρερμηνεύσετε. Ο Ηρακλής είναι ο πιο σταθερός κι αδαμάντινος χαρακτήρας που γνώρισα ποτέ μου· ο μεγαλύτερος ιδεολόγος κι ο πιο φερέγγυος κι αναμφίβολα περισσότερο αξιόπιστος από εμένα."

"Μην είσαι τόσο μετριόφρων, είσαι η επιτομή της αξιοπιστίας," αντιτάχθηκε ο Ερμής.

Η Αθηνά τον κοίταξε λυπημένα και δεν απάντησε.

"Σε αυτή τη Συμμαχία ήρθαμε επειδή μας το ζήτησες εσύ, όχι ο Ηρακλής. Εσένα εμπιστευόμαστε και ακολουθούμε," πρόσθεσε ο Σίσυφος. "Αν η Εκάτη είναι τόσο απαραίτητη, ας τη φέρει κάποιος άλλος. Γιατί δεν το κάνεις εσύ;" Ρώτησε, στρεφόμενος στη Μήδεια, που παρακολουθούσε αμίλητη, στεκόμενη στα δεξιά της Αθηνάς.

"Η Μήδεια εξάντλησε τη δύναμή της βοηθώντας με να ενδυναμώσω τους προστάτες μου. Τώρα, για να επανέλθει, χρειάζεται την Εκάτη, το ίδιο κι εγώ," αποκρίθηκε σβέλτα η Θεά των Τεχνών, προτού η Μήδεια προλάβει να αρθρώσει λέξη.

"Ποιούς προστάτες εννοείς;" Απόρησε ο Ήφαιστος. "Είπες ότι θα κατέβεις μόνη σου."

"Αυτοί με συντρόφευαν πάντοτε τους παλιούς καιρούς. Τους κρατούσα μέσα στην πολεμική ασπίδα μου, αυτή που έφερε τον Δράκοντα Λάδωνα. Και τώρα που αυτή καταστράφηκε, θα αναγκαστούν να με συνοδεύσουν εμφανώς," εξήγησε η Αθηνά κι ένευσε στις σκιές του δωματίου της, οι οποίες άρχισαν να λικνίζονται και να προχωρούν προς το μέρος της, αποκαλύπτοντας μια γαλανή κουκουβάγια και έξι τεράστια φίδια.

"Γλαύκη," κάλεσε η Αθηνά την κουκουβάγια της, που κάθησε στον ώμο της κι άστραψαν τα ασημογάλανα μάτια της. Έπειτα, κάλεσε τα έξι φίδια, τα οποία τυλίχτηκαν στα πόδια της και ύψωσαν τα κεφάλια τους περήφανα μπροστά στους τρεις άνδρες. Η Γνώση, η Σοφία, η Φρόνηση, η Ιδέα, η Επιστήμη και η Τέχνη, έτσι τα αποκάλεσε κι αυτά σύριζαν μελωδικά τριγύρω της.

Το θέαμα ήταν μεγαλειώδες. Ο Σίσυφος ένιωσε μπροστά στα μάτια του να ανασταίνονται οι Αρχαίοι, να αναβιώνει η αρχέγονη πίστη από τις στάχτες της μέσα στο ημίφως και να επιστρέφει στην εποχή όπου τέρατα στοίχειωναν τη γη, τη θάλασσα και τον αιθέρα, όπου οι Θεοί ζούσαν μαζί με τους ανθρώπους και ήρωες γεννιούνταν για να γίνουν θρύλοι. Ο Ήφαιστος και ο Ερμής θαύμαζαν την επιβλητικότητα της αδελφής τους κι εύκολα φαντάζονταν το Στέμμα των Αθανάτων στους κροτάφους της. Αυθόρμητα, οι τρεις άνδρες γονάτισαν μπροστά στη Θεά, υποκλινόμενοι στη λάμψη και την ισχύ της, που έμοιαζε να ορμά μέσα από την αρχαία της καρδιά. Η Μήδεια έκπληκτη τους μιμήθηκε και η Αθηνά -παρόλο που διατήρησε τη στωϊκότητά της- επέτρεψε στον εαυτό της να γεμίσει υπερηφάνεια, να νιώσει την αίγλη και τη σιγουριά της νίκης. Ίσως τελικά να κατόρθωνε να εκτελέσει την αποστολή της ζωντανή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μετά την Άλωση της Τροίας, η Ανδρομάχη έπεσε σκλάβα στα χέρια των Αχαιών και κληρώθηκε στον Νεοπτόλεμο, τον γιο και διάδοχο του Αχιλλέα, του φονιά του άνδρα της. Τον είχε δει με τα ίδια της τα μάτια να σκοτώνει τον ανυπεράσπιστο βασιλιά Πρίαμο πάνω στον βωμό του Δία, σε χώρο ιερό κι είχε πειστεί ότι επρόκειτο για τον πιο ασεβή κι ανέντιμο άνδρα στον στρατό των Αχαιών, γνωρίζοντας και τα εγκλήματα του πατέρα του.

Το πρώτο βράδυ μετά τη φυγή τους από την Τροία, ο Νεοπτόλεμος την κάλεσε στην καμπίνα του, η οποία ήταν στολισμένη με λάφυρα. Αναγνώρισε αμέσως τα κύπελα που είχε η ίδια δωρίσει στον ναό του Απόλλωνα, για να προστατεύει τον Έκτορα και τον γαλανό χιτώνα του Πριάμου, που φορούσε στον γάμο της. Τώρα αυτό το πολύτιμο ένδυμα ακουμπούσε το δέρμα του γιου του πιο σκοτεινού εφιάλτη κάθε Τρώα.

Ο Νεοπτόλεμος ήταν πανέμορφος, με σκούρα χαρακτηριστικά, σε αντίθεση με τον πατέρα του, που της θύμιζαν τον Έκτορα κι άθελά της δάκρυσε. Ο νέος το παρατήρησε αμέσως και τη ρώτησε τον λόγο. Με μια ματιά στα τεράστια, καστανά του μάτια κατάλαβε ότι ρωτούσε από πραγματικό ενδιαφέρον κι ακόμα ανίχνευσε μια παράξενη στοργή. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να του ανοίξει την καρδιά της και να του αποκαλύψει όλες τις απόκρυφες φαντασιώσεις της· πόσο λαχταρούσε να στραγγαλίσει τον Αχιλλέα και την πρόλαβε το βέλος του Πάρη, πόσο έντονα επιθυμούσε να βγάλει τα μάτια του Αγαμέμνονα, που γκρέμισε το αγόρι της, τον Αστυάνακτα, από τα τείχη του Ιλίου. Κι όλα αυτά του τα είπε βρέχοντας τον άλλοτε χιτώνα του πεθερού της με καταρράκτες δακρύων, που μέρες κρατούσε μέσα της. Ο Νεοπτόλεμος, κατανοώντας την οδύνη της, την έστειλε στο κρεβάτι της, για να κοιμηθεί ήρεμα και δεν την άγγιξε. Η πρώτη τους επαφή έγινε αρκετό καιρό μετά και με πρωτοβουλία της Ανδρομάχης, που μερικούς μήνες αργότερα γέννησε ένα αγόρι που ονομάστηκε Μολοσσός. Ωστόσο, η μαύρη μοίρα της Ανδρομάχης δεν άργησε να χτυπήσει ξανά την πόρτα της, φέρνοντας νέες συμφορές...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το Άργος ήταν πολύ θερμότερο από όσο θυμόταν ο Ηρακλής. Το θερμόμετρο ξεπερνούσε τους 35 βαθμούς και δεν ήταν καν Ιούλιος. Ο Θεός της Δύναμης αναζήτησε ένα σκιερό μέρος και μόλις το βρήκε ξεκίνησε να σκέφτεται πού θα μπορούσε να ξεκινήσει να ψάχνει τον Περσέα. Ο πρόγονος του είχε γεννηθεί στο Άργος, όπως κι εκείνος. Παρόλα αυτά, δεν το είχε γνωρίσει ως πατρίδα του, αν και το ένστικτο του Ηρακλή τον είχε πείσει ότι θα τον έβρισκε εκεί.

Αποφάσισε να ξεκινήσει από τα βουνά, προτού κατέβει στην πολύβουη πόλη. Οι δυο λόφοι δεν ήταν δύσκολο να ερευνηθούν κι αφού δεν ανακάλυψε κανένα ίχνος του Περσέα συνέχισε στην πόλη, που ήθελε να αποφύγει. Συγκέντρωνε τα βλέμματα από όπου περνούσε, εξαιτίας του ύψους του και του σωματότυπού του, που έμοιαζε να σαγηνεύει τις γυναίκες κάθε ηλικίας κι όχι μόνο. Ένιωθε άβολα προκαλώντας τόση προσοχή στον εαυτό του κι ίσως να παρατούσε την προσπάθεια και να έφευγε για τη Σέριφο, αν δεν συγκρούονταν μετωπικά με μια μελαχρινή καλλονή, έχοντας την προσοχή του σε μια γιαγιά που τον ευχαριστούσε επειδή τη βοήθησε να περάσει τον δρόμο.

"Σε παρακαλώ, πρόσεχε πού πηγαίνεις," του φώναξε σχεδόν η κοπέλα, ενώ ένας εξαιρετικά γνώριμος άνδρας την αγκάλιασε από τη μέση.

"Είσαι καλά, Ανδρομέδα;" Τη ρώτησε στοργικά κι εκείνη ένευσε, λοξοκοιτώντας νευριασμένα τον πανύψηλο ήρωα.

Ο Ηρακλής κατάλαβε αμέσως με ποιούς είχε να κάνει και τους πρόλαβε πριν εξαφανιστούν στο πλήθος.

"Περιμένετε!" Φώναξε και τους σταμάτησε. "Περσέα, Ανδρομέδα! Είμαι ο Ηρακλής κι ήρθα εδώ αναζητώντας εσάς!"

Το ζευγάρι τον κοίταξε παραξενεμένα, παρόλα αυτά ο Περσέας μετά βίας συγκράτησε τη συγκίνησή του, αφού γνώριζε για πρώτη φορά τον πιο φημισμένο απόγονό του, τον μεγαλύτερο ήρωα που γεννήθηκε ποτέ, που ήταν ταυτόχρονα αδελφός του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Γιατί κατεβαίνεις στα Τάρταρα;

Η νίκη είναι δική σου και το ξέρεις. Έχεις τη δύναμη να συντρίψεις όλους τους αντιπάλους σου. Δε χρειάζεσαι την Εκάτη και το γνωρίζουμε κι οι δυο μας, ωστόσο υπάρχει κάτι πολύ πιο δυνατό που πρέπει να συναντήσεις εκεί κάτω.

Έκανες πολλά για να φτάσεις ως εδώ και θα κάνεις πολλά περισσότερα στο μέλλον. Μου τα ψιθύρισαν τα αστέρια, όταν ακόμα ήμουν αλυσοδεμένος στον Καύκασο. Μη διστάσεις, μη σταματήσεις, είσαι έτοιμη, όλη σου τη ζωή προετοιμαζόσουν για αυτό, όπως κι ο Δίας κι ο Κρόνος.

Κάποτε εξόργισα τον Δία και με πέταξε στα Τάρταρα. Είμαι Τιτάνας, γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί, όμως μέσα στους ελάχιστους μήνες που έμεινε φυλακισμένος εκεί, κόντεψα να χάσω τα λογικά μου. Ο Τάρταρος δεν έχει Αφέντη, δεν έχει ιερότητα και κώδικες τιμής. Σου δίδαξα ποιοί καταλήγουν στα Τάρταρα σαν πεθάνουν. Γιατί λαχταράς τόσο να τους συναντήσεις;

Μη φοβάσαι, είμαι πάντα κοντά σου και σε προστατεύω για να μην χαθείς. Το ορκίστηκα στη μητέρα σου και δεσμεύτηκα στον πατέρα σου. Πνευματικός ταγός κι αιώνιος προστάτης.

Η Αθηνά πετάχτηκε στον ύπνο της, μουσκεμένη στον ιδρώτα και τρέμοντας. Είχαν περάσει χιλιετίες από την τελευταία φορά που άκουσε αυτή τη φωνή που τώρα τη στοίχειωνε. Αν ήταν πράγματι αυτός που πίστευε, τότε σίγουρα ήταν προφητικά τα λόγια του.

Σηκώθηκε βεβιασμένα και περπάτησε ως το μπαλκόνι της, όπου έμεινε να κοιτά τον έναστρο ουρανό, μα πράξη που ανέκαθεν την ηρεμούσε. Θυμόταν τα μαθήματά τους, όταν αυτή ήταν νεογέννητη από το κεφάλι του πατέρα της κι εκείνος της δίδασκε την ιστορία του Κόσμου και ονόμαζε τους αστερισμούς, ενώ διηγούνταν τις ιστορίες πίσω από τις ονομασίες τους και τη μάγευε. Τότε, πίστευε ότι είχε βρει τον τελειότερο δάσκαλο και τον πιο ολοκληρωμένο Θεό από όλους. Της είχε κοστίσει ακριβά η προδοσία του. Για όλους τους αιώνες που έμεινε αλυσοδεμένος και μαρτυρούσε, δεν είχε πάει ποτέ να τον επισκεφθεί, σε αντίθεση με πολλούς άλλους Αθάνατους. Τώρα, δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί το όνομά του, πιεζόταν να το ξεχάσει, γιατί ντρεπόταν για τη συμπεριφορά της.

Μόλις χαμήλωσε τα μάτια στην αυλή που τώρα έμοιαζε με Σπαρτιάτικο Γυμναστήριο, παρατήρησε μια φιγούρα που έμοιαζε με ανθρώπινη κι όμως ήταν υπερφυσικά μεγαλόσωμη. Για λίγο, πίστεψε ότι επρόκειτο για τον Ηρακλή, ωστόσο ήταν βέβαιη ότι δε θα γυρνούσε μόνος του. Σκέφτηκε μήπως ήταν ο Διομήδης ή ο Οδυσσέας, όμως είχε πολύ πιο μακριά μαλλιά από αυτούς.

Πάλεψε να αποβάλλει τη σκέψη που την τρόμαζε από το μυαλό της και κατέβηκε τρέχοντας στην αυλή, ελπίζοντας να τον προλάβει.

Μόλις έφτασε κοντά του, ο άνδρας γύρισε και τη αντίκρισε με το ίδιο ζεστό χαμόγελο που θυμόταν κι ένιωσε τα γόνατά της να κόβονται. Θα προτιμούσε να ήταν ήδη στα Τάρταρα.

"Κόρη μου," τη χαιρέτησε με τον τρόπο που συνήθιζε ο Προμηθέας και την έκανε να χάσει τη μιλιά της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Απόλλωνας είχε αναλάβει την Αρχηγία της Συμμαχίας όσο ο Ποσειδώνας κι η Αμφιτρίτη έλειπαν στη Θεσσαλονίκη. Πριν από αυτό, κοιμόταν ελάχιστα και τώρα με τη σοβαρή ευθύνη στους ώμους του, είχε ξεχάσει τον ύπνο ολότελα. Παρόλο που συχαινόταν τη νύχτα και το σκοτάδι, περνούσε τις βραδιές του στην κουζίνα του σπιτιού στο Σούνιο, με μερικά κεριά για φως και τη λύρα του, ανακυκλώνοντας κομμάτια από τότε που ήταν μωρό και συνθέτοντας νέα. Το σπίτι διέθετε και πιάνο, το οποίο λάτρευε σαν όργανο και συχνά έπαιζε άψογα, γεμίζοντας το σπίτι μελωδίες και αρμονικούς ήχους.

Παρόλα αυτά, κρατούσε πάντα ένα μάτι κι ένα αυτί στα τεκταινόμενα. Ο Τρίτωνας και ο Θησέας έμοιαζαν να δένονται σαν αδέλφια και να εκπαιδεύονται με τις ώρες στα όπλα, γεγονός που ταυτόχρονα χαροποιούσε και έθλιβε την Αριάδνη. Ο αγαπημένος της περνούσε χρόνο με τον αδελφό του, παραμελώντας την έντονα. Ο Απόλλωνας είχε προειδοποιήσει τον Θησέα ότι διέπραττε το ίδιο λάθος· θεωρούσε την Αριάδνη δεδομένη και εξασφαλισμένη κι ήταν πιθανό να τη χάσει ξανά. Παρόλο που ο Θησέας τον είχε ακούσει και πάντα περνούσε χρόνο με τη γυναίκα του, εκείνη έμοιαζε να δυσανασχετεί ακόμα περισσότερο, που γέμιζε τον Απόλλωνα φόβο, αν και δεν το έδειχνε. Ο Θησέας ήταν ο καλύτερος μαχητής τους κι αν το ηθικό του γκρεμιζόταν, το μέλλον της Συμμαχίας θα κλονιζόταν.

Έπαιζε ένα υπέροχο κομμάτι του Μπετόβεν, τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, που μαζί είχαν συνθέσει πριν πολλά χρόνια, όταν άκουσε προσεκτικά βήματα στο παρκέ. Αμέσως, σταμάτησε και γύρισε προς την πηγή του ήχου, για να αντικρίσει την Αριάδνη να κατευθύνεται στην εξώπορτα.

"Πού πας;"

"Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ," του είπε με βουρκωμένα μάτια η Αριάδνη. "Ήταν λάθος να παντρευτώ τον Θησέα. Δεν ανήκω κοντά του. Άλλος είναι αυτός που με αγαπά πραγματικά."

"Αν εννοείς τον μικρό μου αδελφό, ξανασκέψου το," την προειδοποίησε ο Απόλλωνας. "Δεν ξέρω αν μπορώ να αλλάξω την απόφασή σου, όμως σε παρακαλώ μα το ξανασκεφτείς. Ο Θησέας θα πληγωθεί βαθιά, όπως και την προηγούμενη φορά, γιατί σε αγαπάει περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό και γνωρίζουμε πόσο μεγάλη κουβέντα είναι αυτή."

Η Αριάδνη άθελά της γέλασε μέσα στην κατήφεια της.

"Δεν καταλαβαίνεις, δεν αντέχω να μείνω άλλο εδώ. Μια ανίκητη έλξη με σπρώχνει κοντά στον Διόνυσο. Μακριά του είμαι δυστυχισμένη."

Ο Θεός της Μουσικής εξέπνευσε βαριά, κοιτώντας τη με τα αμυγδαλωτά του μάτια.

"Αν αυτή είναι δική σου απόφαση, τη σέβομαι απόλυτα."

Η Αριάδνη όρμησε και τον αγκάλιασε.

"Σε ευχαριστώ για όλα," του ψιθύρισε και αμέσως αποτραβήχτηκε και βγήκε από το σπίτι.

Από τη τζαμαρία, ο Απόλλωνας είδε μια μικροκαμωμένη και κατάξανθη γυναίκα να περιμένει και να υποδέχεται στην αγκαλιά της την Αριάδνη, λίγα μέτρα πιο μακριά. Μόλις τα μάτια των δυο θεών συναντήθηκαν, ο Απόλλων εξαγριώθηκε.

Προσβάλλει εμένα και τον Ποσειδώνα, προκαλεί ρήξη μεταξύ δυο συμμαχιών και δε φρόντισε καν να κρυφτεί; Πώς κάποτε την ποθούσε αυτή την ελαφρόμυαλη;

"Αφροδίτη!" Βροντοφώναξε ο Θεός, βγαίνοντας από το σπίτι και τρέχοντας προς το μέρος της. "Στάσου!"

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πανελλήνιες τέλος. Μετά από πενήντα μέρες απουσίας, επέστρεψα για τα καλά!

Περιμένω τις γνώμες σας στα σχόλια και προβλέψεις για το επόμενο κεφάλαιο, όπου μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι θα εκπλαγείτε.

Η Αθηνά κατεβαίνει στα Τάρταρα. Μόνο αυτό θα σας τιζάρω.

Τα λέμε πάρα πολύ σύντομα. Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top