Βασιλείς Εποχών
~Το δεύτερο flashback, αυτό για τους Ατρείδες, το έκανα αντιγραφή-επικόλληση από το κεφάλαιο «Χρυσηίδα και Βρυσηίδα» του Τρωικού μου Πολέμου, κυρίως για εξοικονόμηση χρόνου δικού μου, διότι, όπως θα δείτε, το κεφάλαιο είναι γιγαντιαίο κι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ. Καλή Ανάγνωση!~
Ο Απόλλωνας ερωτεύτηκε και κοιμήθηκε με αμέτρητες γυναίκες μα κι άνδρες, θνητούς κι αθάνατους. Στην καρδιά του, όμως, αναντίρρητα, απο τις γυναίκες μόνο μια είχε εγκατασταθεί μονίμως και παρέμενε αμετακίνητη, παρά το πέρασμα των αιώνων, την τραγικότητα και τη ζοφερότητα της ιστορίας που τους τύλιξε. Για ιστορίες σαν εκείνη, ο Φοίβος έγραφε τραγούδια, ύμνους στον έρωτα και στην αγάπη διθυράμβους. Μα ετούτον τον έρωτα σκόπευε να τον κρατήσει μυστικό, ανείπωτο στα άσματα του, μονάχα δικό του, ως μια ανάμνηση πολύτιμη, χαραγμένη στην αθάνατη μνήμη του ανεξίτηλα, ενώ ορκιζόταν πως δε θα τη λησμονούσε ποτέ. Όχι μονο εξαιτίας των βαθέων συναισθημάτων που την επένδυαν μα κι επειδή αποτελούσε φωτεινό παράδειγμα του βεληνεκούς της παροδικής του επιπολαιότητας κι οξυθυμίας. Μισούσε τον εαυτό του και ταυτόχρονα τον γέμιζε θαλπωρή η θύμιση της.
Την είχε ερωτευτεί με όλη του την ψυχή, η καρδιά του είχε γίνει δική της, την ώρα που την αντίκρισε για πρώτη φορά, ως κοπέλα έντεκα χρονών στα σκαλιά του ναού του στη Δάρδανο, τη γείτονα της Τροίας. Του είχαν μιλήσει για εκείνη αμέτρητες φορές και για τον αδελφό της· τα δίδυμα που είχαν γεννηθεί με χάρισμα θεϊκό, εφάμιλλο του δικού του, για να προβλέπουν το μέλλον, ωσάν ευλογημένα κατευθείαν από τη μάνα Λητώ και την αδελφή της Αστερία, τις Τιτανίδες της Μαντικής, τις αρχέγονες προστάτιδες που τον είχαν διδάξει. Έκτοτε, ένιωθε μια περιέργεια να γνωρίσει εκείνα τα δίδυμα και να έλεγχε αυτοπροσώπως τις ικανότητες τους, μα δεν το είχε τολμήσει, το ανέβαλε και στεκόταν. Το μυστήριο τους τον παραξένευε, η άγνωστη σοφία των παιδιών που αγνοούσε, μιας κι είχε ανδρωθεί λίγο μετά τη γέννηση του.
Ο Έλενος, επρόκειτο για παιδί εξωστρεφές, εύχαρο και γελαστό. Η ανάλαφρη συμπεριφορά του αντέκρουε δυναμικά την εσωτερική του ζοφερότητα, εκείνη που η επίγνωση του μέλλοντος μοιραία είχε ενσταλάξει. Ωστόσο, όπως κι ο ίδιος ο Απόλλων έπραττε, ο γιος του Πριάμου και της Εκάβης επέλεγε να απαντήσει στην άχλη της ψυχής του με φως του νου.
Η Κασσάνδρα είχε εναγκαλιστεί πλήρως το σκότος του δώρου της από την αρχή. Πολυ ωριμότερα και συνειδητοποιημένα από τον Έλενο, είχε αποφασίσει πως η ζωή της ανήκε στη Μαντική μονάχα, στην πρόβλεψη του μέλλοντος, που θα έσωζε την πατρίδα της όσο ζούσε κι ανέπνεε. Οι προθέσεις της ήταν άγιες, αγνές και καθαρές· σκόπευε να αφιερωθεί ολοσχερώς στον Φοίβο κι ως ιέρεια του να μυούταν στην Τέχνη του, να δεχόταν οράματα απο εκείνον, αλάνθαστα και ξεκάθαρα, χωρίς λόγια διττά ή ομιχλώδεις εικόνες, χωρίς ανεξήγητα σημεία και οιωνούς αινιγματικούς. Ήταν αποφασισμένη να κατακτήσει το χάρισμα της ολοκληρωτικά, να εκμεταλλευόταν ως και την τελευταία του ρανίδα προς όφελος του Οίκου και της πόλης της.
Ο Απόλλων το γνώριζε εξαρχής. Δεν τον αγαπούσε, δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του μα ούτε υποκρινόταν. Η συντροφιά τους είχε ξεκινήσει τότε, όταν είχε εισέλθει στον ναό του για πρώτη φορά, γεμάτη αποφασιστικότητα και θάρρος αξιέπαινο για έντεκα χρονών παιδί, μα η Κασσάνδρα δεν αποτελούσε συμβατικό κορίτσι ούτε αποσκοπούσε να διάγει έναν κοινότοπο βίο. Για αυτό, ίσως, το ξεχωριστό της πνεύμα, την είχε ερωτευτεί. Δε θυμόταν πια τον λόγο, ένιωθε πως η αγάπη του εκείνη ζούσε μέσα του ανέκαθεν και δε θα έσβηνε ποτέ.
Όταν του είχε ζητήσει να της μάθει την Τέχνη του, να της διοχετεύσει τη χάρη και την αυθεντία του, είχε ενθουσιαστεί. Αισθανόταν πως είχαν έρθει εγγύτερα από ποτέ, πως η φιλία τους ήταν έτοιμη να εξελιχθεί και πως δεν ήταν μόνο δική του εκείνη η διακαής επιθυμία. Ο έρωτας τον είχε συνεπάρει κι όποτε συνέβαινε αυτό, επέφερε ολέθριες συνέπειες, μα ο Απόλλων δε μάθαινε από τα λάθη του, μονάχα τα έκανε άσματα και ύμνους.
Δεν έπρεπε να της είχε ζητήσει το σώμα. Το μετάνιωσε αμέσως αφότου το ξεστόμισε. Ήδη του ανήκε το πνεύμα κι η ψυχή της, ως επερχόμενη αρχιέρεια του. Τα αθάνατα μέρη της ήταν δικά του μα αδυνατούσε να απωθήσει το θνητό, το απτό, το αληθινό, που ένιωθε να καίει μετά από τυχαία, αυθόρμητα, αθώα αγγίγματα. Ήθελε να του ανήκει ολοκληρωτικά, ψυχή τε και σώματι, μα τότε αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει πως εκείνη δε μοιραζόταν τη θέληση του.
Αργότερα, μόλις είχε τελεστεί η μαθητεία κι η Κασσάνδρα είχε γίνει η ισχυρότερη και ακριβέστερη μάντισσα του κόσμου, μέσα από τη διδαχή του ίδιου που ούτε η Πυθία δεν είχε λάβει ποτέ, έφτασε η στιγμή της αποπληρωμής του χρέους. Η δεκαοκτάχρονη τότε νέα δεν είχε διστάσει στιγμή να εκφράσει την άρνηση της. Είχε αποφασίσει σταθερά κι ακλόνητα, ως αρχιέρεια Θεού, να παραμείνει αμόλυντη, ακόμη κι αν ο ίδιος ο Θεός που υπηρετούσε απαιτούσε το αντίθετο. Η γνώμη της δεν άλλαξε ποτέ, παρόλο που για ολόκληρες ημέρες ο Απόλλων την ικέτευε, συντετριμμένος από την απόρριψη και πιο παθιασμένος από ποτέ άλλοτε. Ώσπου, η συντριβή του, η αυτολύπηση κι η ταπείνωση εξαϋλώθηκαν, χάθηκαν και κατακτήθηκαν από την πολύ ισχυρότερη υπερηφάνεια και θεϊκή αλαζονεία, την έμφυτη οίηση που έφερε όχι μόνο ως γιος του Δία μα κι ως Θεός του Φωτός. Αδυνατούσε να δεχτεί πως εκείνο το μελαγχολικό κορίτσι με το σκοτεινό βλέμμα και τη διαρκή θλίψη στα μάτια και στους ώμους που της πρόσθεταν χρόνια στη μορφή, αρνούταν τον έρωτα του, που ήταν ο ίδιος ο Ήλιος, το Φως ενσαρκωμένο, η Ιατρική και η Πρόβλεψη. Αρνήθηκε κι εκείνος να πτοηθεί, αρνήθηκε να ζήσει με τη λύπη της πληγωμένης του καρδιάς κι έτσι έριξε την ευθύνη πάνω της και την καταδίκασε σε εφ'όρου ζωής βάσανο, στην αγριότερη κατάρα που θα μπορούσε να ταλανίζει μάντη και δη τόσο ισχυρό. Κανένας δε θα πίστευε τους χρησμούς της, όσο σωστοί κι αλάνθαστοι κι αν απέβαιναν.
Τα δέκα χρόνια που ακολούθησαν ήταν τα χρόνια του Πολέμου. Ούτε στιγμή δεν είχε αφήσει το πλευρό της, ορατός ή αόρατος, παρά μόνο για να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης. Η Κασσάνδρα γνώριζε τα πάντα απο την αρχή· δέκα χρόνια ζούσε με τον τρόμο της επερχόμενης Άλωσης, των τυραννισμών και των συμφορών που θα έπεφταν στον λαό και στην οικογένεια της από τους Αχαιούς. Τα είχε βιώσει χίλιες φορές στον νου της ολοζώντανα, τα είχε περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια στον Έλενο, στη μητέρα της, στους ιερείς του Φοίβου, στις ανδράδελφες κι αδελφές της. Κανείς δεν είχε πιστέψει ούτε μια λέξη.
Τη δική της μοίρα δεν της την είχε φανερώσει ποτέ. Όσο κι αν είχε σκληρύνει την καρδιά του και την είχε μεστώσει μίσος για εκείνη, δεν άντεχε να της αποκαλύψει το τραγικό της πεπρωμένο. Παρόλα αυτά, όταν η ώρα του έφτασε, δεν απέστρεψε το βλέμμα. Παρακολούθησε κάθε στιγμή του βιασμού από τον Λοκρό πρίγκιπα κι έπειτα από τον ίδιο τον Αρχιστράτηγο Ατρείδη, τη ντροπή, την ατίμωση, την ωμή έκφραση οδύνης στα σκοτεινά της μάτια. Πίστευε πως χαιρόταν, απολάμβανε με σαδισμό τα βασανιστήρια της αλλά γνώριζε βαθιά μέσα του πως στην πραγματικότητα έτρεμε, πονούσε όπως κι εκείνη κι ακόμη παραπάνω, διότι μπορούσε να τα σταματήσει κι όμως δεν το έκανε. Ήταν συνεργός στα πάθη της όσο κι εκείνοι οι θνητοί.
Είχε απολαύσει την αποτρόπαια εκτέλεση του Λοκρού Αίαντα στα βράχια του Αιγαίου από τη μαινόμενη Αθηνά και τον Ποσειδώνα. Είχε περιχαρώς βοηθήσει στη σφαγή του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα. Μα, μόλις αντίκρισε τη μανιασμένη από εκδικητικότητα Άνασσα να διαπερνά το στήθος της Κασσάνδρας με το ίδιο μαχαίρι που είχε σφάξει τον Ατρείδη, η καρδιά του σταμάτησε. Καθώς η ζωή χανόταν από στιγμή σε στιγμή από το νεανικό της σώμα των τριάντα και πλέον ετών, που είχε γεννήσει δυο αγόρια νόθα, δίδυμα κι εκείνα, αισθανόταν πως κι η δική του εξασθενούσε. Ενώ το ροδαλό χρώμα εκθρονιζόταν απο γκρίζα ώχρα στα μάγουλα της, ένιωθε να παγώνει όπως το χέρι της, που έσφιγγε με πάθος κι όλη του τη δύναμη, σαν να εξαρτιόταν η ατελείωτη ζωή του από αυτό. Αδυνατούσε να την αφήσει να πεθάνει μόνη κι έτσι, αόρατος απο όλους εκτός από την Κασσάνδρα, στεκόταν δίπλα της γονατιστός, κοιτώντας τη στα μάτια, κρατώντας τα χέρια της μέσα στα δικά του, παλεύοντας μάταια να τα ζεστάνει.
"Πες μου πως με αγαπάς και θα σε σώσω," την ικέτευσε για ύστατη φορά. Στην καρδιά του ήταν βέβαιος· οι λέξεις της έφεραν βαρύτητα απερίγραπτη, αν παραδεχόταν το ισχυρό αυτό συναίσθημα δε θα το έπαιρνε πίσω ποτέ. "Είμαι η Ιατρική. Θα σε θεραπεύσω και θα σε παντρευτώ, θα γίνεις αθάνατη, αγάπη μου."
Ακουγόταν απελπισμένος. Σιχαινόταν αυτή του την ευαίσθητη, ευάλωτη πλευρά μα αδυνατούσε να την κρύψει. Όχι όταν την έβλεπε εμπρός του να αργοπεθαίνει.
Δεν είχε πει κουβέντα. Μονάχα κούνησε το κεφάλι ως αποχαιρετισμό κι αργά αργά η ανάσα της έπαψε, όπως κι οι χτύποι της καρδιάς της. Δε θα μπορούσε να τη σώσει, όχι αν δεν ορκιζόταν να μείνει κοντά του. Αν ζούσε μακριά του, δε θα άντεχε, θα τρελαινόταν, ο νους του θα σάλλευε. Είκοσι χρόνια έρωτα ανανταπόδοτου τον είχε πείσει να μην την αφήσει να φύγει ξανά. Είτε δική του θα ήταν είτε νεκρή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Είχε μισήσει τον εαυτό του για δεκάδες αιώνες αργότερα. Η απόφαση του να την αφήσει να πεθάνει, να νιώσει την ψυχή να εξαφανίζεται και να ταξιδεύει προς τον Κάτω Κόσμο ήταν το μέγιστο βασανιστήριο που μπορούσε να υποβληθεί. Την είχε θρηνήσει περισσότερο από κάθε άλλον χαμένο έρωτα, περισσότερο από κάθε άλλο απατηλό του όνειρο που μαραινόταν και ξεθώριαζε στη σφαίρα της φαντασίας, χωρίς να αγγίξει ποτέ την υλοποίηση. Ο εγωισμός κι η ψωροπερηφάνεια του είχαν σκοτώσει την ευκαιρία για αληθινή ευτυχία και αγάπη. Από όλες τις γυναίκες και τους άνδρες που είχε αγγίξει και καταστρέψει, η Κασσάνδρα τον στοίχειωνε περισσότερο, παρούσα σχεδόν σε όλους του τους εφιάλτες.
Πλέον, το γεγονός ότι την έβλεπε κοντά του ολοζώντανη και γερή, στωική κι απόλυτα σοβαρή, με την κρεβατοκάμαρα της μόλις λίγα μέτρα μακριά από τη δική του και την παρουσία της διαρκώς γύρω του, ένιωθε ταυτόχρονα απέραντη χαρά, θλίψη και τύψεις. Εκείνη τον είχε βρει, ακριβώς όπως τότε, ενώ αυτός αμελούσε επίτηδες να τη συναντήσει. Για χιλιάδες χρόνια, ζούσε με το φάντασμα της δίπλα του, με τα αμυγδαλωτά της μάτια που τον κοιτούσαν με απάθεια την ώρα που πέθαιναν, χωρίς μίσος ή εμπάθεια, κατηγορία ή έχθρα. Άλλωστε, το γνώριζε, της το είχε φανερώσει, μολονότι η γαλήνη της δεν έπαψε να τον ξαφνιάζει.
Την ίδια ακριβώς γαλήνη έφερε ακόμη, μια ηρεμία σχεδόν εκνευριστική, μια εσωστρεφή περίσκεψη, ώστε ο νους της δούλευε αδιάκοπα, αναλύοντας το συνοθύλευμα εικόνων που είχαν δείξει σε όλους κι αδυνατούσαν να ερμηνεύσουν.
"Άνεμος, Πυρ, Χώμα, Αετός," την άκουσε να ψιθυρίζει κι αν οι θεϊκές του ικανότητες δεν περιλάμβαναν εξαιρετική ακοή, σίγουρα θα αγνοούσε την ομιλία της. "Το κρυφό νόημα, η σύνδεση όλων αυτών κι η αλληγορία μου διαφεύγει μονίμως."
"Είμαι πεπεισμένος πως η Ελιά είναι η Αθηνά," επισήμανε ο Φοίβος, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του, ώστε να το πράξει κι εκείνη. Ούτως ή άλλως, βρίσκονταν μόνοι στο δωμάτιό του, σε μια διάθεση να επανέλθουν στις δυνάμεις τους μετά τα αλλεπάλληλα ξενύχτια στο προσκέφαλο του Ποσειδώνα. Πλέον, μετά την πανηγυρική τους επανένωση, η Αμφιτρίτη επέμεινε να σταθεί μόνο εκείνη κοντά του κι οι δυο τους να ξεκουράζονταν, όπως τους άξιζε.
"Αναμφίβολα," συμφώνησε η Κασσάνδρα. "Ωστόσο, ο Αετός που έκλεισε στην κουφάλα της είναι παράξενο σημάδι. Απλά σκεπτόμενοι, μπορούμε να εικάσουμε τον Δία, μα πώς μπορεί να λαμβάνει μέρος ο νεκρός Δίας σε όραμα του μέλλοντος;"
"Ενίοτε, η αποκάλυψη του παρελθόντος βοηθά στην εξήγηση του μέλλοντος," είπε ο Φοίβος σκεπτικός κι έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένα, αναβιώνοντας τα γεγονότα των προηγούμενων εβδομάδων για Θεούς μα ετών για θνητούς. "Ο πατέρας. Από την ημέρα που χάθηκε, δεν ήθελα ούτε να τον σκέφτομαι και το είχα κατορθώσει. Έχω ζωστεί από τύψεις ακλόνητες."
Η Κασσάνδρα δεν έβγαλε κουβέντα, αναμένοντας τη συνέχεια, το πλήρες του ξέσπασμα που εμφανώς χρειαζόταν.
"Ξέρεις, όταν ο Ερμής με βρήκε, για να με ανακαλέσει στον Όλυμπο μετά από δυο χιλιάδες χρόνια περίπου, αποκάλεσα τον πατέρα πορνόγερο. Ανέκαθεν θύμωνα, σκεπτόμενος ότι η μητέρα μου βρισκόταν στα Τάρταρα εξαιτίας του και των αχρείων του σχέσεων, μα παραμένει πατέρας μου. Η εικόνα του στο νεκροκρέβατο, ενός άνδρα ωχρού, αδύναμου και άψυχου, σε πλήρη αντίθεση με τον υπέρτατο Θεό που γνώριζα όλη μου τη ζωή, με αρρώσταινε, με έκανε να τρέμω. Κι όλα αυτά συνέβησαν εξαιτίας μου, εξαιτίας της αμέλειας μου κι ανοησίας, που άφησα εκείνη την καταραμένη πέτρα απροστάτευτη."
"Απροστάτευτη;" Απόρησε η Κασσάνδρα. "Την πέτρα που κατάπιε ο Κρόνος θαρρώ τη φυλούσες ως κόρη οφθαλμού, κάτω από τα θεμέλια του βωμού σου, σωστά;"
Στιγμιαία, ο Απόλλων πάγωσε, έμεινε άναυδος. Η Κασσάνδρα είχε δίκιο. Όσο κι αν ήταν απρόσεκτο εκ μέρους του να μοιράζεται μαζί της τόσο σπουδαία μυστικά, τα χρόνια της εκπαίδευσης της κοντά του κι η εύνοια που έτρεφε για εκείνη, είχαν λύσει τη γλώσσα του πολλάκις.
Έβρισε τον εαυτό του σιωπηλά. Μέσα στην ταραχή, στην ταχύτητα των γεγονότων και στο πένθος, είχε λησμονήσει πλήρως εκείνη τη λεπτομέρεια που περιέπλεκε τα πράγματα ολέθρια. Πράγματι, η πέτρα δε βρισκόταν σε κοινή θέα, δεν ήταν έρμαιη στον κάθε τουρίστα και περαστικό από τους Δελφούς. Το μυαλό του είχε παραδόξως αγνοήσει αυτή την πληροφορία, όπως ακριβώς είχε βυθιστεί στον λήθαργο την αποφράδα εκείνη ημέρα της συμφοράς. Άξαφνα, η κατάσταση που φαινόταν ολοκάθαρη, γέμισε μυστήριο και μύρια ερωτηματικά, που ασφυκτιούσαν στον νου του.
Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, μα δε χρειάστηκε. Η Κασσάνδρα αναγνώρισε την έκπληξη κι απορία στο βλέμμα του και τα ερμήνευσε επιτυχώς.
"Δεν το θυμόσουν, σωστά;"
Η συγκατάβαση του ήταν το μόνο που χρειαζόταν η αλλοτινή Πριγκίπισσα. Ευθύς, έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο, για να επιστρέψει λίγα λεπτά αργότερα με έναν σάκο πλάτης φαινομενικά ανάλαφρο.
"Τι είναι αυτό;" Ρώτησε την πιο χαζή ερώτηση που αναδύθηκε στο μυαλό του.
"Εφόσον, όπως φαίνεται, τα γεγονότα περιπλέκονται, θα ήταν φρόνιμο να αναζητήσουμε κάποιον -ή μάλλον κάποια- ικανή σε περιπλοκές υποθέσεις. Θυμάσαι την Ιφιγένεια, μήπως; Την αγαπημένη αρχιέρεια της σεπτής αδελφής σου;"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι Ατρείδες.
Η ιστορία της οικογένειας του Ατρέα είχε σημαδευτεί από κατάρες, μισή και πάθη. Ο γενάρχης Πέλοπας, το μωρό που κομματιάστηκε από τον άκαρδο Τάνταλο κι αναστήθηκε από τους Θεούς, νίκησε τον βασιλιά της Ήλιδας Οινόμαο και παντρεύτηκε την πανώρια και πανούργα κόρη του Ιπποδάμεια. Μαζί έκαναν τέσσερα παιδιά· τον Ατρέα, τον Θυέστη, την Αστυδάμεια και την Ιπποθέη. Όμως, ο Πέλοπας είχε άλλον έναν γιο, τον Χρύσιππο, από μια αθάνατη νύμφη, την Αξιόχη, που τον είχε ερωτευτεί παράφορα. Ο Χρύσιππος ήταν ένας νέος με ασύγκριτη ομορφιά, κληρονομημένη από τη μητέρα του, συνεπώς είχε κερδίσει την εύνοια του πατέρα του και το μίσος της Ιπποδάμειας, που υποπτευόταν ότι εξαιτίας του τα παιδιά της θα έχαναν το δικαίωμα στον θρόνο. Αυτό ακριβώς το μίσος μετέδωσε και στους δυο γιους της κι έτσι μια βραδιά δίχως φεγγάρι, σκότωσαν οι τρεις τους τον Χρύσιππο κι απαλλάχθηκαν από την απειλή του.
Ο Πέλοπας αντίκρισε το πτώμα του αγαπημένου του γιου και σπαράζοντας, αναζήτησε τους φονιάδες του. Μόλις ανακάλυψε ότι οι γιοί κι η γυναίκα του είχαν εξαφανιστεί, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί και τους καταράστηκε, ξεσπώντας όλο του τον θρήνο και τον πόνο σε αυτήν την κατάρα. Όσο οι Θεοί μισούσαν τον πατέρα του άλλο τόσο αγαπούσαν εκείνον και δεσμεύτηκαν να εκπληρώσουν τη σκοτεινή επιθυμία του. Η ζωή των γιών του θα ήταν γεμάτη μίσος, αίμα, θάνατο, χωρίς καμία ησυχία ποτέ, κανέναν φίλο ή πιστό γύρω τους.
Οι τρεις φυγάδες κατέφυγαν στην πόλη της Μιδέας, κοντά στο Άργος, όπου τους φιλοξένησε ο βασιλιάς Σθένελος. Η Τύχη τους ευνόησε, όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Ευρυσθέα, βασιλιά των Μυκηνών, που είχε σκοτωθεί στην Αττική από έναν γιό του Ηρακλή, τον Ύλλο. Δεν είχε αρσενικούς διαδόχους κι έτσι ο θρόνος έμεινε κενός. Τότε, οι κάτοικοι κατέφυγαν στο Μαντείο των Δελφών κι η Πυθία τους φανέρωσε ότι ο επόμενος βασιλιάς τους θα ήταν ένας από τους γιους του Πέλοπα. Αυτό, βέβαια, δημιούργησε άλλο ερώτημα· ποιός από τους δυο γιους ήταν κατάλληλος;
Ωστόσο, η λύση δεν άργησε να βρεθεί. Ο Δίας είχε δωρίσει ένα χρυσό σκήπτρο, έργο του Ηφαίστου, στον Πέλοπα κι εκείνος το είχε δωρίσει στον Ατρέα. Αυτό ήταν πλεονέκτημα. Επιπλέον, ο Ατρέας στο κοπάδι του είχε ένα ολόχρυσο πρόβατο, δώρο του ίδιου Ερμή, το οποιο είχε πριν καιρό πεθάνει, μα ο Ατρέας είχε κρατήσει το δέρας του. Αναμείχθηκε τότε, ο Ψυχοπομπός, ο πιο πανούργος Θεός, με τους Μυκηναίους και φρόντισε να αποφασιστεί· ο θρόνος θα δινόταν σε αυτόν που είχε στην κατοχή του εκείνο το χρυσό δέρας.
Ήταν, όμως, καιρός για την κατάρα να χτυπήσει. Οι Μυκηναίοι ζήτησαν από τα αδέλφια να φέρουν το τομάρι ενώπιον τους και λίγο αργότερα εκείνο φάνηκε, αλλά όχι στα χέρια του Ατρέα. Ο Θυέστης το κουνούσε επιδεικτικά και αντανακλούσε το φως του ηλίου, σαν αντικείμενο κατευθείαν από τον Όλυμπο. Ο Ατρέας έπεσε από τα σύννεφα· η ίδια του η γυναίκα τον είχε προδώσει. Η Αερόπη, η κόρη του Κατρέα της Κρήτης κι εγγονή του Μίνωα, είχε παντρευτεί από έρωτα τον Ατρέα και μαζί είχαν αποκτήσει δυο γιούς, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, αλλά ο Θυέστης με τη βοηθεια της Αφροδίτης την είχε αποπλανήσει και την είχε πείσει για τον έρωτά του. Η μοιχαλίδα, λοιπόν, θέλοντας να γίνει βασιλιάς ο εραστής της, έκλεψε το χρυσό τομάρι και του το έδωσε. Μόλις ανακάλυψε ο Ατρέας την προδοσία της, την πέταξε στη θάλασσα και έτσι, η Αερόπη πνίγηκε.
Ο Θυέστης στέφθηκε Βασιλιάς των Μυκηνών, αλλά δε χάρηκε τη νίκη του για πολύ. Σε μια δημόσια διαμάχη με τον Ατρέα ξεστόμισε για κακή του τύχη το εξής·
"Χαμένε μου δίδυμε, ζήσε στην πλάνη σου! Βασιλιάς θα γίνεις μονάχα όταν ο Ήλιος ανατείλει από τη Δύση και δύσει στην Ανατολή!"
Αυτό το άκουσε ολοκάθαρα ο παντεπόπτης Δίας από τον Όλυμπο κι επειδή προστάτευε τον Ατρέα από μωρό, άδραξε την ευκαιρία να τον βοηθήσει. Κάλεσε στο παλάτι του τον Ήλιο και του έδωσε σαφείς εντολές.
Την επόμενη ημέρα, οι κάτοικοι των Μυκηνών αντίκρισαν τρομαγμένοι τον Ήλιο να ανατέλλει από τη Δύση κι άναυδοι κατάλαβαν ότι ο Ατρέας ήταν ο Βασιλιάς που επέλεξαν οι Θεοί για εκείνους. Αμέσως, ο Θυέστης εκθρονίστηκε κι εξορίστηκε, μα ο Ατρέας δεν είχε ακόμα χορτάσει εκδίκηση. Κάλεσε τον αδελφό και την οικογένειά του στο παλάτι -δήθεν για συμφιλίωση- όπου σκότωσε τη γυναίκα και τα παιδιά του, αφήνοντας μόνο τη στερνή του κόρη, την Πελοπία, επειδή ήταν έγκυος. Ο Θυέστης, στη θέα των σφαγμένων του παιδιών κι εγγονιών, έφυγε από τις Μυκήνες σαν κυνηγημένος, σαλεμένος νοητικά και με ένα βουνό ανείπωτης θλίψης στους ώμους του. Η Πελοπία δε, γέννησε αγόρι και ήταν βέβαιη ότι θα είχε την ίδια τύχη με τα υπόλοιπα αρσενικά του πατέρα της. Έτσι, το παράτησε σε ένα λιβάδι και κανείς ποτέ δεν την ξαναείδε. Το μωρό ανάθρεψε μια κατσίκα και για αυτό, ονομάστηκε Αίγισθος. Μετά από χρόνια τον ανακάλυψε ο παππούς του ο Θυέστης και του εμφύτευσε όλο το μίσος του για τον Ατρέα και την οικογένειά του. Μια νύχτα, ο νεαρός Αίγισθος μαζί με τον παππού του μπήκαν κρυφά στο παλάτι των Μυκηνών και σκότωσαν τον Ατρέα με τα χέρια τους. Ο Αγαμέμνονας κι ο Μενέλαος εξορίστηκαν και βρήκαν καταφύγιο στο παλάτι του Τυνδάρεω στη Σπάρτη, οπότε ο Μενέλαος ήδη διέμενε από μωρό κι εκείνος με την Ελένη ερωτεύτηκαν. Γύρισαν λίγα χρόνια αργότερα, με στρατό και δύναμη ανδρική, εκθρόνισαν τον Θυέστη, τον σκότωσαν κι ο νέος Άναξ Αγαμέμνων επικήρυξε τον Αίγισθο με αμοιβή για το κεφάλι του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Αθηνά άνοιξε τα μάτια της μονάχα για μια στιγμή. Σε αυτήν τη στιγμή, ένιωσε τα μέλη της μουδιασμένα και δεμένα σφιχτά, τα όπλα της και τον σάκο με τα ζώα της άφαντα και το δάπεδο να ταλαντεύεται ελάχιστα. Πήρε μερικές ανάσες και συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σε πλοίο, σε μια καμπίνα με ένα μόνο φινοστρίνι, που επέτρεπε ελάχιστο φως. Ακόμη κι εκείνος ο σχεδόν ανύπαρκτος φωτισμός τη βασάνιζε, μιας κι ακόμη αδυνατούσε να προσαρμοστεί στο φως, μετά το έρεβος των Ταρτάρων.
Το μυαλό της χρειάστηκε ένα κλάσμα δευτερολέπτου, για να επανέλθει, να οργανωθεί και να ανακαλέσει τα πιο πρόσφατα γεγονότα. Βρισκόταν στην παραλία της Κέρκυρας, ελεύθερη επιτέλους σωματικά και ψυχικά, έτοιμη να επιστρέψει λυτρωμένη στη Συμμαχία της, να αποκαλυφθεί σε ειλικρίνεια και αλήθεια, όπως τη γνώριζαν όλοι, και να περάσει στην αντεπίθεση των εχθρών, μα την είχε εντοπίσει το παγώνι. Ο Άργος. Δε θα μπορούσε ποτέ να τον μπερδέψει με άλλο παγώνι τον Άργο, το αειθαλές κατοικίδιο της Ήρας.
Ήταν αιχμάλωτη, το δίχως άλλο. Και, δεδομένων των νέων της δυνάμεων που ήλπιζε να μην είχαν χαθεί μετά τη φυγή από τα Τάρταρα, ήταν απόλυτα σίγουρη πως δε θα δυσκολευόταν να αποδράσει. Την ίδια στιγμή που τράβηξε τα χέρια της απότομα, δυνατά κι αποφασιστικά, ώστε τα σχοινιά των χεριών της σκίστηκαν και σωριάστηκαν κομματιασμένα στο ξύλινο πάτωμα, μια σφριγηλή γροθιά συνδέθηκε με τον αυχένα της και την επανέφερε στη λήθη της αναισθησίας.
Η Βία έτριψε τους κονδύλους της περήφανα. Είχε στερηθεί απότομα τη χαρά να παλέψει με τους εχθρούς τους, τουλάχιστον εκείνη κι ο αδελφος της απολάμβαναν να χτυπούν την Αρχηγό τους. Ο Κράτος δίπλα της χαμογελούσε πανούργα, σε πλήρη αντίθεση με την Ίριδα, την τρίτη και τελευταία παρουσία στο δωμάτιο, που παρακολουθούσε προβληματισμένη.
"Δεν μπορούμε να την κρατήσουμε δεμένη με σχοινί και μέχρι να φτάσουμε στην Κρήτη, θα έχει ξυπνήσει," τόνισε το προφανές. "Θα ζητήσω από τη Νύχτα να παρασκευάσει ένα ισχυρό υπνωτικό. Έτσι, εμείς θα ησυχάσουμε από αυτή κι η Ήρα δε θα τη σκοτώσει, προτού μας φανεί χρήσιμη."
Αμέσως, έτρεξε η φτερωτή Θεά να βρει τη Νύχτα, ωστόσο σε ελάχιστα λεπτά φάνηκε η Βασίλισσα τους αυτοπροσώπως, αποφασισμένη να ξυπνήσει την Αθηνά και να την ανακρίνει. Στο κατόπι της κατέφθασαν η Πασιφάη και η Ελένη.
"Δε νομίζω ότι η διαρκής της αφύπνιση μας συμφέρει," επενέβη ο Κράτος, μολονότι τον ενδιέφερε κυρίως να μην αντικαθιστά συνέχεια τα δεσμά της. "Ήρα, αν τη χτυπήσεις, θα αμυνθεί και η φασαρία θα προκαλέσει απορίες και προσοχή που δεν αποζητάμε."
"Συμφωνώ," τον επικρότησαν ταυτοχρόνως οι δυο γυναίκες συνοδοί της.
Γρυλίζοντας απογοητευμένα η Ήρα, πλησίασε την αναίσθητη αιχμάλωτη της και την παρατήρησε, εξετάζοντας την εξονυχιστικά με όλη την προσοχή της. Είχε μόλις γυρίσει από τα Τάρταρα, αναμφίβολα, δεδομένης της εξάντλησης της, ωστόσο αδυνατούσε να το πιστέψει.
"Πώς κατάρα έφυγε από τα Τάρταρα;" Αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα. "Κανένας δεν κατάφερε ποτέ να διαφύγει της φυλακής και βασανιστηρίων του Ταρτάρου. Πώς το έκανε, η δαιμόνια σκύλα;"
"Όχι μόνο αυτό μα κι η εμφάνιση της είναι αλλόκοτη," παραξενεύτηκε η Ελένη, καθώς έπαιρνε θέση στα αριστερά της. "Μετά από τόσες ημέρες αιχμαλωσίας, θα έπρεπε να ήταν βρώμικη, με κατεστραμμένα ρούχα υποθέτω, με πληγές ή τουλάχιστον ξερό αίμα και ουλές. Είναι ολοκάθαρη, σαν να βρισκόταν στα Ηλύσια Πεδία και τα ρούχα της το ίδιο."
"Σωστά," συμφώνησε κι η Πασιφάη, στιγμιαία έκπληκτη με την ευστροφία της Ωραίας Ελένης.
"Αυτό μονάχα επιβεβαιώνει τους φόβους μου," πετάχτηκε η Ήρα απότομα. "Δεν έφυγε μόνη από εκεί, κάποιος τη βοήθησε να δραπετεύσει και ανέλαβε και όσες πληγές ή προβλήματα ρουχισμού διέθετε." Έπαυσε για λίγο, για να σκεφτεί και το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή. Τελικά, στράφηκε στον Κράτο και τη Βία. "Κρατήστε δεμένη πάση θυσία, μέχρι να φτάσουμε στο νησί. Εσείς θα την πάτε στο σπίτι κι εγώ θα πάω να φέρω τις μόνες αλυσίδες που θα μπορέσουν να τη συγκρατήσουν."
Τα παιδιά της Στυγός την κοίταξαν έκθαμβα. Δε χρειάστηκαν καθόλου χρόνο, για να καταλάβουν πού αναφερόταν και πόσο άσχημες αναμνήσεις έσερναν αυτά τα αντικείμενα.
Μακάρι να μην είχε λιποτακτήσει ο Ήφαιστος, σκέφτηκαν ταυτόχρονα, διότι εκείνος μονάχα μπορούσε να τους βοηθήσει, χωρίς την ανάγκη ανάκτησης των αναθεματισμένων.
"Αξίζει να ταξιδέψεις στον Όλυμπο για χάρη των;" Ρώτησε προσεκτικά η Βία, γεγονός που εισέπραξε δυο έντρομες ματιές από την Ελένη και την Πασιφάη.
"Αν πρόκειται να ξεσκεπάσω τα βρώμικα, υποχθόνια και σκοτεινά της παίγνια, τότε θα ταξίδευα και στα Τάρταρα!" Δήλωσε με χαλύβδινη αποφασιστικότητα η Ήρα, κοιτώντας δολερά και φονικά την αναίσθητη Αθηνά, που απροστάτευτη φαινόταν ολότελα αθώα, σαν ένα έφηβο, ανέμελο κορίτσι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το άρμα του Απόλλωνα έσερναν -ή μάλλον πετούσαν αρμονικά- δυο γιγάντιοι κύκνοι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπε η Κασσάνδρα κι ήλπιζε ούτε η τελευταία, μιας και τα μακρύλαιμα πλάσματα έχαιραν απερίγραπτης ομορφιάς.
Πρώτη φορά, το είχε δει κάποτε στους πρώτους μήνες της μαθητείας της κοντά του, όταν, προφανώς για να την εντυπωσιάσει, της το είχε παρουσιάσει κι η λάμψη του κάτω από τον ολόχρυσο ήλιο την είχε θαμπώσει. Πίστευε πως επρόκειτο για το ωραιότερο πράγμα του κόσμου. Κι οι κύκνοι, τα πανώρια και μοναδικά πετούμενα, με την απίστευτη χάρη και δύναμη, ήταν πράγματι τα καταλληλότερα να επιτελούν το έργο τούτο, καθώς τόσο έμοιαζαν στον κύρη τους. Σε αυτό το άρμα τον είχε δει να επιβιβάζεται, λίγο μετά την απόρριψή της.
Ανάγκασε το μυαλό της να πάψει να σκέφτεται και στράφηκε στο πρόσωπό του, διότι τα γαλήνια μάτια του πάντοτε κατάφερναν να την ηρεμήσουν. Δεν ήθελε να θυμάται το παρελθόν, κι όμως το πρόσωπο που επρόκειτο να συναντούσαν, φάνταζε αναπόφευκτο να μην της το προκαλέσει.
"Τι σε προβληματίζει;" Αναρωτήθηκε ο Φοίβος, θωρώντας τον σκεπτικισμό της με την άκρη του ματιού του. Ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος στον αιθέριο δρόμο και στα γκέμια των αθανάτων του υποζυγίων αλλά το έβρισκε ανέφικτο να μην την κοιτάζει τακτικά, να σιγουρευτεί πως ήταν δίπλα του, αληθινή, σάρκα και οστά, ανασάνουσα, όχι αερικό και πλάσμα της φαντασίας του πια.
"Η Ιφιγένεια κι εγώ γνωριστήκαμε πριν πέντε χρόνια περίπου," του εξήγησε η Κασσάνδρα. "Εγω δούλευα στις Μυκήνες ως φύλακας του Μουσείου κι εκείνη είχε έρθει ως επισκέπτρια στον Θησαυρό του Ατρέα. Εκεί πρέπει να κοιτάξουμε πρώτα."
"Εφόσον δεν είχατε ειδωθεί ποτέ, πώς την αναγνώρισες;" Κατέφθασε μια απορία που κατέτρωγε τον Απόλλωνα από την πρώτη στιγμή που είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους.
"Δεν αναγνώρισα εκείνη μα τον υποτιθέμενο πατέρα της που τη συνόδευε," αποκρίθηκε ξερά η Τρωάδα κι ο θεός δάγκωσε τη γλώσσα του. Ακόμη κι από την άκρη του ματιού του έβλεπε ξεκάθαρα την οδύνη στα μάτια της, ενώ δεν είχε αναφερθεί καν το όνομα του τελευταίου της βασανιστή.
Σώπασε κι αποφάσισε να μην ξαναμιλήσει, ώσπου να έφταναν κάπου που θα μπορούσε να σταθμεύσει και αράξει το άρμα, όσο το δυνατόν εγγύτερα στην πανάρχαιη καστροπολιτεία των Μυκηνών. Αναπάντεχα, η Κασσάνδρα διέλυσε την αμήχανη σιγή τους με την πιο ήρεμη φωνή στο εντελώς ταραγμένο της πρόσωπο.
«Ο Αγαμέμνων με κράτησε τέσσερα χρόνια,» ξεκίνησε αχνά, μα η φωνή της δυνάμωνε όσο η διήγηση προχωρούσε. Δεν ήξερε γιατί του μιλούσε, γνώριζε ήδη τα πάντα για εκείνη. Παρόλα αυτά, ένιωθε πως έπρεπε να τα θυμηθεί τόσο αυτός όσο κι η ίδια. Χρειαζόταν να προετοιμαστεί για την περίπτωση να συναντούσε ξανά τον ύστατο της δυνάστη. «Στην αρχή, υπέφερα. Ένιωθα παγιδευμένη, φυλακισμένη στο κρεβάτι του, έτρεμα σύγκορμη όποτε με άγγιζε κι ήμουν πεπεισμένη πως θα ξεψυχούσα στα χέρια του. Έμεινα έγκυος σχεδόν αμέσως και τα δίδυμα αγόρια με γέμισαν ζωή. Για χάρη τους αποφάσισα να ζήσω κι υπέμεινα· υπέμεινα τα πάντα· κάθε εξευτελισμό, υποτίμηση της ανύπαρκτης τιμής μα ευγενούς καταγωγής μου, με την ελπίδα ότι, όταν φτάναμε στις Μυκήνες, θα άφηνε για λίγο τα εξονυχιστικά του μάτια από πάνω μου, θα θυμόταν τη γυναίκα που τόσο αιμοβόρα τον περίμενε, δίνοντας μου την ευκαιρία να δραπετεύσω για πάντα, μαζί με τους γιούς μου. Αν δεν υπήρχαν τα αγόρια μου, θα είχα αυτοκτονήσει, θα είχα πέσει στο πέλαγος να πνίγω ή θα είχα σκίσει τον λαιμό μου με το πρώτο μαχαίρι που θα εντόπιζα εμπρός μου. Δε θα περίμενα καρτερικά με την ανόητη ελπίδα ότι θα κατάφερνα να αλλάξω τη μοίρα μου. Δε θα πίστευα ότι ίσως γλίτωνα τον θάνατο από το μαχαίρι της Κλυταιμνήστρας, αγκαλιάζοντας τα κουφάρια των παιδιών μου.» Ο άγριος άνεμος έσπρωχνε τα καυτά της δάκρυα πίσω, στους κροτάφους της, κι ύστερα τα έπαιρνε μαζί του, σαν δροσοσταλίδες της Ηούς. «Γιατί μου είχες στείλει αυτό το όραμα, το όραμα του θανάτου μου, λίγο αφότου έγινα μητέρα, ενώ την άλωση της πατρίδας μου την κράτησες κρυφή ως την τελευταία στιγμή;»
«Γνώριζες το γεγονός,» αποκρίθηκε βραχνά, συγκινημένος ο Φοίβος. Ευγνωμονούσε τον αέρα που μαστίγωνε τα πρόσωπα τους και εξαϋλώνε την όποια ένταση. «Το θεώρησα απάνθρωπο να σου αποκαλύψω τη μοίρα των γονιών και των αδελφών σου, όπως και τη δική σου. Τον θάνατο σου τον φανέρωσα, επειδή πίστευα πως έτσι έπρεπε να γίνει. Γνώριζες για τον θάνατο του Έκτορα, του Τρωίλου, του Πάρη, του Αχιλλέα, του Αίαντα του Τελαμώνιου, ήταν επόμενο να μάθεις και τον δικό σου.»
«Κυνικός και ανελέητος,» σχολίασε πικρόχολα η Κασσάνδρα, χαμογελώντας ειρωνικά, σχεδόν παραφρόνως. «Αυτόν τον Απόλλωνα θυμάμαι. Ήσουν υπερβολικά ευγενής και γλυκός τις τελευταίες ημέρες, ώστε είχα σχεδόν αρχίσει να απορώ.»
«Για ποιό πράγμα;» Ρώτησε αδημονώντας ο Φοίβος, έτοιμος να σταματήσει το άρμα επιτόπου, στη μέση του πουθενά, μόνο και μόνο για να την κοιτάζει στα μάτια, όσο του απαντούσε.
«Για τους λόγους για τους οποίους σε απέρριψα,» παραδέχτηκε την αλήθεια η κοπέλα, σκύβοντας το κεφάλι, αμέσως μετανιωμένη για την ευθύτητα της. Ωστόσο, δεν μπορούσε να του κρυφτεί ούτε να αραδιάσει ψεύδη στον διδάσκαλο της αλήθειας, στο Φως το ίδιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανασυντέθηκε λίγο. «Δεν έχει σημασία πια, είμαστε ίσοι. Ήμασταν κι οι δυο ειλικρινείς μεταξύ μας κι αυτό μόνο έχει σημασία. Θέλω, πάντως, να γνωρίζεις πως αν συναντήσουμε κι εκείνον, θα επιθυμούσα να μου επιτρέψεις να τον διαχειριστώ μόνη. Εξάλλου, αν όσα ακούγονται για αυτόν αληθεύουν, τότε μας περιμένουν εκπλήξεις.»
Η τελευταία της φράση του κίνησε την περιέργεια. Κάτι πολύ ενδιαφέρον γνώριζε και του το έκρυβε εσκεμμένα, ένα παίγνιο που οι δυο τους είχαν πάψει να παίζουν, προτού καν ξεκινήσει ο Πόλεμος. Η μια άκρη των χειλιών του, εκείνη που δεν ανήκε στο οπτικό της πεδίο, ανασηκώθηκε διασκεδάζοντας.
Έφτασαν στις Μυκήνες σε ελάχιστο χρόνο. Μόλις ο επιβλητικός λόφος των χιλιετηρίδων φάνηκε, ο Απόλλων αναζήτησε ένα κρυφό, συγκαλυμμένο σημείο, για να ασφάλιζε το άρμα από αδιάκριτες ματιές. Στους παλιούς, καλούς καιρούς, με τις δυνάμεις του κορυφωμένες, θα το έκανε αόρατο με δυο λέξεις και δε θα είχε καμία έγνοια. Ωστόσο, πλέον αδυνατούσε ακόμη κι ο ίδιος να γίνει αόρατος, πόσο μάλλον να δράσει σε ξένο σώμα.
Το αρχέγονο μνημείο έσφυζε από κόσμο, ως συνήθως, μιας κι επρόκειτο για τον πιο επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο της Ελλάδας μετά την Ακρόπολη των Αθηνών. Η καστροπολιτεία που κάποτε υψωνόταν ως η ισχυρότερη και πιο επιβλητική του κόσμου, δέσποζε πια σιωπηλά, ως μια στοίβα και σειρά από πέτρες, φαινομενικά διόλου ενδιαφέρουσα κι όμως με ένα κρύφιο, ανεξήγητο δέος, που έμοιαζε να αναβλύζει μέσα από εκείνους τους γιγάντιους, σμιλεμένους βράχους, που μαζί απάρτιζαν τα τείχη που είχαν κάποτε χτίσει οι Κύκλωπες, για χάρη του Περσέα. Θωρώντας το παλάτι που κολυμπούσε στον χρυσό και στη χλιδή να στέκεται απέναντι της ως ένα ερείπιο, η Κασσάνδρα ένιωσε ευχαρίστηση, διότι σε εκείνο το παλάτι η ζωή της είχε σβήσει, μα και θλίψη, επειδή αποτελούσε το πιο μεγαλειώδες κτίσμα που είχε αντικρίσει ποτέ της. Πλέον, το φάντασμα του ειρωνευόταν τους πάντες.
Πολύ θα ήθελε να πλησιάσουν, να το επισκεφθούν και να περπατήσουν στον δρόμο του, να διαβούν την πύλη των ακέφαλων πια Λεόντων, όμως ο προορισμός τους βρισκόταν εκτός του κάστρου και των τειχών.
Κατηφόρισαν τάχιστα και βρέθηκαν στον επιβλητικό θολωτό τάφο που είχε χτιστεί για να στεγάσει τον Άνακτα Ατρέα στην ύστατη του κατοικία. Εκείνος ήταν ο μόνος τάφος που θυμόταν η Κασσάνδρα, μιας και προηγουμένως μέσα στην πόλη είχαν δει τα απομεινάρια των τάφων του Αιγίσθου, της Κλυταιμνήστρας μα και των γιων της. Η καρδιά της βούλιαξε ξανά και σκοτείνιασε ο κόσμος. Γνώριζε πως δεν έπρεπε να κλάψει· επιβαλλόταν να παραμείνει δυνατή, έτοιμη για μια πιθανή δοκιμασία που θα έκανε όλες τις προηγούμενες να ωχριούν.
Μόλις εισήλθαν στο μαγευτικό κτίσμα, που μετά από τεσσεράμισι χιλιάδες χρόνια ορθωνόταν ακόμη περήφανο, όπως ακριβώς το θυμόταν, μονάχα του έλειπε ο χρυσός. Η πέτρα είχε αντέξει κακουχίες, φθορές και κυρίως τυμβορύγχους.
«Πώς ακριβώς θα βρούμε την Ιφιγένεια;» Απόρησε ο Φοίβος, αδυνατώντας να προβλέψει τη συνέχεια της εξόρμησης τους.
«Χρειαζόμαστε έναν αντιπερισπασμό,» εξήγησε γρήγορα εκείνη. «Αφότου η προσοχή των τουριστών και των φυλάκων είναι διασπασμένη, θα βρω την πέτρα που θα μας φανερώσει το μυστικό δώμα. Είμαι βέβαιη πως η Ιφιγένεια διαμένει εκεί.»
«Αυτό το δώμα εννοείς;» Υπέδειξε έναν θάλαμο δίπλα στον θόλο.
«Μια προφανής απόσπαση προσοχής κι αυτό,» του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά η μάντισσα και σχεδόν τον αιφνιδίασε. «Το αληθινό ενδιαφέρον δωμάτιο το ξέρουν μονάχα όσοι φέρουν το αίμα των Ατρειδών. Ή, τουλάχιστον, φρόντισαν στον πολλαπλασιασμό τους.»
Δε χρειαζόταν να του ξεκαθαρίσει σε ποιά κατηγορία ανήκε.
Ο Απόλλων δε δυσκολεύτηκε καθόλου να εφεύρει έναν θαυμάσιο αντιπερισπασμό. Έπιασε ένα χαλίκι από το δάπεδο, το πέταξε στον απέναντι τοίχο κι όταν εκείνο προσγειώθηκε ξανά, μεταμορφώθηκε σε μια κατάμαυρη οχιά, η οποία σύρθηκε συρίζοντας και σκόρπισε τον τρόμο στους επισκέπτες, οι οποίοι φώναζαν αλλοπρόσαλλα τους φύλακες. Μέσα στη γενική οχλαγωγία, η Κασσάνδρα πέρασε στον θαλαμίσκο, μέτρησε ψύχραιμα δώδεκα πέτρες από τη δεξιά μεριά του τοίχου δεξιά της μικρής θύρας, πίεσε ακριβώς στο κέντρο της κι ανάσανε με ανακούφιση, όταν ένα μέρος του τοίχου υποχώρησε, αποκαλύπτοντας τους ένα μονοπάτι κατάφωτο από δαυλούς. Το αλλόκοτο δίδυμο πέρασε την πόρτα χαριτωμένα κι άηχα, κλείνοντας τη στο κατόπι του.
Ευτυχώς για εκείνους, ο διάδρομος συνέχισε να είναι πεφωτισμένος κι ευθύς, χωρίς παράξενες διασταυρώσεις, απότομες στροφές ή παγίδες.
Δικαίως, αναλογίστηκε ο Φοίβος. Τόσα χρόνια ακόμη κι εμείς οι αθάνατοι το αγνοούσαμε.
«Πώς έμαθες για αυτό;» Ρώτησε την Κασσάνδρα, καθώς η φωνή του αντήχησε με έντονο αντίλαλο στους αρχαίους τοίχους.
«Την ημέρα της άφιξης μας, η Ηλέκτρα με οδήγησε εδώ, θέλοντας να μάθει τις προθέσεις μου,» αποκρίθηκε με μια νότα νοσταλγίας. «Παρόλο που τότε τα μάτια μου ήταν κλειστά, στην επόμενη μας συνάντηση, στον Κάτω Κόσμο, ήταν παραπάνω από πρόθυμη να μοιραστεί μαζί μου κάθε ανάμνηση και μυστικό της.» Αναστέναξε προτού συνεχίσει. «Τυραννισμένη ψυχή, πράγματι, ωστόσο είχε τουλάχιστον ευτυχή κατάληξη.»
Ο Απόλλων ήθελε να τη ρωτήσει κι άλλα για τη διαμονή της στον Κάτω Κόσμο μα έπαυσε, διότι βρέθηκαν ξανά μπροστά σε μια θύρα, την πρώτη που συναντούσαν μετά την είσοδο τους στον διάδρομο. Καθώς ήταν έτοιμος να τη σπρώξει, για να ανοίξει, η κοπέλα τον σταμάτησε, ακουμπώντας το χέρι της πάνω στο δικό του. Μια κίνηση τόσο αυθόρμητη κι αθώα, που ηλέκτρισε το αθάνατο δέρμα και διόγκωσε τις κόρες των οφθαλμών του.
«Ας χτυπήσουμε,» πρότεινε και χτύπησε τέσσερις φορές το επιχρυσωμένο ξύλο.
Παραδόξως, η θύρα άνοιξε σχεδόν αμέσως μα διστακτικά, από έναν πυρόξανθο άνδρα, λυγερόκορμο, με τα πιο εκφραστικά πράσινα μάτια που είχαν αντικρίσει ποτέ τους. Αυθόρμητα, ο Φοίβος κοίταξε στιγμιαία το στολισμένο από ιστούς αραχνών ταβάνι.
«Ο Μενέλαος,» μουρμούρισε, σχεδόν θιγμένος μα η δυσαρέσκεια του εξαφανίστηκε, όταν η Κασσάνδρα έσφιξε το χέρι του, το οποίο ακόμη συνδεόταν με το δικό της.
«Ο Απόλλων,» απάντησε στον ίδιο τόνο, χωρίς να κρύβει την έκπληξη και την απορία του ο νεότερος γιος του Ατρέα. Ευθύς, η ματιά του επικεντρώθηκε στην Τρωάδα. «Κι η Κασσάνδρα.»
«Ποιοί;» Ακούστηκε μια φωνή από τα ενδότερα. Η σκέψη αμφοτέρων των επισκεπτών πήγε στην Ελένη μα όταν η νέα φάνηκε στο κατώφλι, φάνηκε πως λάθεψαν.
«Κασσάνδρα!» Αναφώνησε η Ιφιγένεια ενθουσιασμένη. «Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω!»
Αφότου την αγκάλιασε ένθερμα κι η Κασσάνδρα ανταπέδωσε απρόθυμα κι έκπληκτα, η αρχιέρεια της Αρτέμιδας τους ένευσε να περάσουν μέσα, υποκλινόμενη στον δίδυμο αδελφό της κυράς της.
«Σε τι ωφελούμε την τιμή;» Αναρωτήθηκε ο Μενέλαος ευγενικά, παρότι τα μάτια του ξεχείλιζαν από καχυποψία. Είχε αποφασίσει πλέον να μη θεωρεί καμία επίσκεψη αθώα ή καλοπροαίρετη.
«Στην αναβιωμένη ικανότητα της Ιφιγένειας να εξηγεί σημάδια και οιωνούς,» απάντησε ευθύς ο Φοίβος, ενώ βήματα ακούστηκαν από έναν διάδρομο στα αριστερά τους.
«Τι συμβαίνει, ποιός χτύπησε την πόρτα;»
Ο απορημένος άνδρας εμφανίστηκε εμπρός τους, κάνοντας τους νεοφερμένους να πετρώσουν στη θέση τους. Ανεπαίσθητα, ο Απόλλων αγκάλιασε τη μέση της Κασσάνδρας υποστηρικτικά, διότι, μολονότι φορούσε ποδιά και γάντια λουλακί, ο Αγαμέμνων τους παρατηρούσε με τα καταπράσινα, διαπεραστικά του μάτια και την ίδια ακριβώς οίηση, ιταμότητα και αγερωχία που έφερε κι ως Αρχιστράτηγος των Ελλήνων.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Περσέας κι η Ανδρομέδα συνάντησαν τον Διομήδη και τον Σίσυφο στο έρημο και σιωπηλό καθιστικό, ερχόμενοι από τη σοφίτα, όπου ο Ερμής κι η Άρτεμις έφτιαχναν βέλη. Εκείνοι, τους βοηθούσαν, μα είχαν αποκαμωθεί μετά από τέσσερις ώρες και -όντες πλήρως νηστικοί- ζήτησαν άδεια για γεύμα και την έλαβαν πρόθυμα. Πλέον, κάθονταν στον καναπέ με δυο πιάτα από το εξαίρετο πιλάφι της Αρτέμιδας, που είχε μαγειρευτεί από το πρωί και τους περίμενε στην κατσαρόλα, έτρωγαν σιωπηλά, υπό το άγρυπνο, ταραχώδες και βαθιά σκεπτικό βλέμμα του Σισύφου, ο οποίος ενίοτε σημείωνε μανιωδώς μα σε ένα σημειωματάριο που είχε δανειστεί από το άδειο δωμάτιο του Οδυσσέα.
«Απίστευτο,» ξεκίνησε μια συζήτηση με δισταγμό ο Διομήδης, έχοντας βαρεθεί τη σιγή. «Ενώ ήταν τόσο αποφασισμένοι να επιτεθούν, απλώς έφυγαν.»
«Αν δε μας ενημέρωναν τα φίδια του κήπου, δε θα μαθαίναμε ποτέ ότι η απειλή είχε παρέλθει,» επισήμανε η Ανδρομέδα.
«Μάλλον, αν δεν είχε ανακτήσει την ικανότητα να μιλά στα ζώα η Άρτεμις μετά τον λήθαργο, δε θα συνέβαινε αυτό,» τον διόρθωσε η Ανδρομέδα κι όλοι εκτός του Σισύφου ένευσαν καταφατικά.
Οι ευεργετικές ιδιότητες της μαγείας της Εκάτης είχαν ήδη ξεκινήσει να φαίνονται. Μολονότι δε βρίσκονταν στον Όλυμπο, αισθάνονταν πως ζούσαν ανάμεσα σε Θεούς, όχι μόνο εξαιτίας της ασημένιας αύρας που τους τύλιγε μα κι επειδή οι ίδιοι έδειχναν ισχυρότεροι, πιο αποφασισμένοι, με πίστη στον εαυτό και στον σκοπό τους. Βέβαια, είχαν αφυπνιστεί μόνο δυο, απέμεναν τρεις, αν όχι κι η ακόμα χαμένη Αθηνά. Η επιστροφή αυτής της ικανότητας της Αρτέμιδας ήταν μόνο η αρχή.
«Η αιτία του γεγονότος, όμως, παραμένει ανεξήγητη,» επέμεινε ο Διομήδης. «Η Ήρα δε φημίζεται για απερισκεψία ή επιπολαιότητα. Γιατί να έφυγε άπραγη, ενώ είχε διανύσει τόσα χιλιόμετρα, για να μας επιτεθεί;»
«Ίσως έλαβε αυτό που αποζητούσε, κατόρθωσε εκείνο που επιθυμούσε και θεώρησε την επίθεση άσκοπη,» ακούστηκε η Αντιγόνη, ερχόμενη από την κουζίνα με τη Νιόβη κι άλλα δυο πιάτα πιλάφι.
«Τι θα μπορούσε να επιθυμεί πέρα από το να μας συνθλίψει;» Αναρωτήθηκε μπερδεμένα ο Περσέας, επιλήσμων στο γεγονός ότι κι οι δυο τους στριμώχτηκαν μαζί τους στον καναπέ, αγνοώντας το ανάκλιντρο, όπου μονάχα ο Διομήδης καθόταν και προσέφερε άπλετο χώρο.
Κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει στην ερώτησή του.
«Αδιέξοδο,» αναστέναξε ο γιος της Δανάης απογοητευμένα. «Ένα αναπάντητο ερώτημα του οποίου η απάντηση θα μας έδινε μια εικόνα του αντιπάλου.»
«Δεν είναι το μόνο,» μίλησε επιτέλους ο Σίσυφος, μαγνητίζοντας την προσοχή όλων αυτόματα. Δεν περίμενε άδεια, για να συνεχίσει. «Πιστεύω συμβαίνει κάτι απόκρυφο ακριβώς κάτω από τη μύτη μας και το αγνοούμε.» Στράφηκε στην Ανδρομέδα. «Η Αταλάντη βελτιώνει τη βολή της σε κινούμενο στόχο, στην πίσω αυλή. Φέρε την εδώ και θα σας εξηγήσω. Μην προκαλέσετε το βλέμμα του Ερμή, της Αρτέμιδας ή της Εκάτης. Πρέπει να είμαστε απολύτως διακριτικοί κι αφανείς από τους αθάνατους.»
Η Ανδρομέδα, με οξυμένη περιέργεια όπως όλοι, έτρεξε κι έφερε την Αταλάντη σε μηδενικό χρόνο. Τότε, σφάλισαν τα παράθυρα και κλείδωσαν την πόρτα του καθιστικού, οχυρώθηκαν και κάθισαν, με την Αταλάντη στο ανάκλιντρο, αριστερά του Διομήδη. Ο Σίσυφος στάθηκε στην άκρη της πολυθρόνας, εμφανώς ανήσυχος, μολονότι η φωνή του ήταν λίγο δυνατότερη από ψίθυρο κι απόλυτα ψύχραιμη.
«Νομίζω πως οι αθάνατοι σύμμαχοι μας μας κρύβουν ορισμένα σχέδια τους,» ξεκίνησε προσεκτικά, υποδεικνύοντάς τους με τα χέρια του να μη βγάλουν λαλιά. «Είτε αυτό είτε η Αθηνά δρα μυστικά, με σκοπούς αγνώστους σε εμάς, ακόμα και στους θεούς της Συμμαχίας.»
«Εξηγήσου,» τον πίεσε αδημονώντας ο Διομήδης.
«Σωστά,» επικρότησε η Ανδρομέδα. «Άφησε τους προλόγους και τις γενικολογίες.»
«Το δαχτυλίδι του Δία,» ξεκίνησε ο Σίσυφος, μα διεκόπη από ένα ομόφωνο κι απορημένο 'ποιό'. «Το δαχτυλίδι που φορούσε ως Κύριος των Πάντων ο Ουρανός, του το άρπαξε ο Κρόνος, από τον οποίον τελικά το άρπαξε ο Δίας, μετά την Τιτανομαχία. Αυτό, που ο Δίας παρέδωσε στην Αθηνά στο νεκροκρέβατό του.»
«Και λοιπόν;» Ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα η Νιόβη. «Τι μας ενδιαφέρει ένα κόσμημα που αλλάζει χέρια από γενιά σε γενιά, σαν την Πρωθυπουργία της Ελλάδας;»
«Όχι ένα απλό κόσμημα,» θέλησε να τη διορθώσει ο ιδρυτής της Κορίνθου. «Αυτό το δαχτυλίδι λειτουργεί ως αρχέγονο κλειδί· δίνει στον κτήτορα του τη δυνατότητα να διαβαίνει από Κόσμο σε Κόσμο χωρίς πρόβλημα ή επιπλοκές. Με αυτό, οι πύλες του Ολύμπου, του Κάτω Κόσμου και των Ταρτάρων είναι πάντοτε ανοιχτές.»
«Των Ταρτάρων;» Επανέλαβε ως ηχώ ο Περσέας. «Εκεί υποτίθεται πως βρίσκεται αιχμάλωτη η Αθηνά, χωρίς τρόπο να διαφύγει!»
«Αυτή ακριβώς είναι η παγίδα, το αξεπέραστο κώλυμα!» Ο Σίσυφος λαχταρούσε να ουρλιάξει από ενθουσιασμό μα συγκρατήθηκε. Οι δολοπλοκίες, οι απόκρυφες δράσεις, οι άπατες, οι συνομωσίες, αποτελούσαν το ταλέντο του και συναρπαζόταν, διότι για πρώτη φορά από τότε που είχε ταχθεί στη Συμμαχία του Αιθέρα καλούταν να το αξιοποιήσει. «Πώς γίνεται, εφόσον η Αθηνά φέρει το δαχτυλίδι-δίαυλο, να αδυνατεί να ξεφύγει από τα Τάρταρα;»
«Μήπως, στη βιασύνη της, το ξέχασε εδώ;» Αναρωτήθηκε ο Διομήδης, συνειδητοποιώντας την ανοησία του, όταν ήταν πολύ αργά.
«Αποκλείεται η Θεά της Σοφίας να ήταν τόσο απρόσεχτη με ένα τόσο σπουδαίο κειμήλιο,» αντέκρουσε ευθύς η Αταλάντη.
«Πολύ σωστά,» την επικρότησε ο Σίσυφος. «Ακόμη κι αν το είχε αφήσει εδώ, σίγουρα θα το είχε χρησιμοποιήσει η Εκάτη ή κάποιος από τους αθάνατους που αφυπνίστηκαν, για να την επαναφέρουν. Το δαχτυλίδι δε βρίσκεται εδώ πια, είναι σίγουρο.»
«Κι αν το κατέχει ο Οδυσσέας;» Υπέθεσε ξανά ο Διομήδης.
«Θα είχε επιστρέψει από τον Κάτω Κόσμο προ πολλού και δε θα χρειαζόταν καν τη συμβολή της Εκάτης. Θα είχε ταξιδέψει στα Τάρταρα μόνος,» διαφώνησε η Ανδρομέδα, σε βαθύ σκεπτικισμό και τα χέρια να στηρίζουν το κεφάλι της.
«Το δαχτυλίδι δεν ανήκει σε κανέναν σύμμαχο μας,» κατέληξε ο Σίσυφος, με τους πάντες σύμφωνους. «Αν είχε κλαπεί, θα το γνωρίζαμε. Εύκολα θα γινόταν αφορμή διένεξης με εχθρική Συμμαχία. Συνεπώς, η Αθηνά το έδωσε σε κάποιον αυτοβούλως.»
«Μπορούμε να μαντέψουμε σε ποιόν;» Απόρησε μπερδεμένη η Αντιγόνη.
«Δε γνωρίζουμε τίποτα άλλο,» το απέπεμψε ο Περσέας.
«Παρόλα αυτά, η Εκάτη, όταν μας ανακοίνωσε πού βρίσκεται η Αθηνά, είχε δηλώσει πως δεν πρέπει να αποπειραθούμε να την ελευθερώσουμε, διότι πάλευε να λυτρωθεί από κάτι,» επανέφερε στη μνήμη της το περιστατικό η Ανδρομέδα, εισπράττοντας έκπληκτα βλέμματα από όλους.
«Ακόμη κι έτσι, δε γνωρίζουμε τίποτα άλλο,» επέμεινε απαισιόδοξα ο Διομήδης. «Είναι αδιέξοδο.»
«Ύστερα, τίθεται το ζήτημα της περγαμηνής των Καταλυτών,» συνέχισε τη συζήτηση ο Σίσυφος, ζυμώνοντας στο μυαλό του την εύστοχη ανάμνηση της Ανδρομέδας.
«Ποιών;» Απόρησαν ταυτόχρονα η Αντιγόνη κι η Νιόβη.
«Προτού χαθεί ο Οδυσσέας, μας παρουσίασε μια πανάρχαια περγαμηνή με μια προφητεία της Σίβυλλας, όπου αναγραφόταν πως τον Πόλεμο των Τεσσάρων Συμμαχιών θα κέρδιζαν ουσιαστικά έντεκα άνθρωποι που ονόμασε Καταλύτες,» εξήγησε βιαστικά η Αταλάντη. «Αναλύοντας τα στοιχεία που δίνονταν χωρίς ξεκάθαρη αναφορά, καταλήξαμε πως τα έντεκα εκείνα πρόσωπα επρόκειτο για τον Οδυσσέα, την Ανδρομέδα, τον Πήγασο, τον Ηρακλή, τον Ορφέα, τον Ιάσονα, την Ωραία Ελένη, την Περσεφόνη, τον Έκτορα, την Πασιφάη και μάλλον την Ιφιγένεια.»
«Πού είναι το παράξενο σε αυτό, εκτός βέβαια από το γεγονός ότι αυτή η διαμάχη είχε προβλεφθεί σαν δελτίο καιρού;» Απόρησε η Νιόβη ξανά, χωρίς να αντισταθεί σε μια δόση ειρωνείας.
«Μέχρι τη φυγή της Αθηνάς, δεν είχαμε ιδέα ούτε για την περγαμηνή ούτε για τους Καταλύτες,» εξήγησε η Ανδρομέδα, κατανοώντας πλήρως τη ροή σκέψης του Σισύφου πια. «Ξαφνικά, ο Οδυσσέας την εντόπισε στο δωμάτιό του και μας την έδειξε.»
«Κι εκείνος είναι τόσο νυχτωμένος όσο εμείς,» επισήμανε ο Σίσυφος. «Ειδάλλως, δε θα έτρεχε για διασώσεις στα Τάρταρα και στον Κάτω Κόσμο.»
«Ποιός έφερε την περγαμηνή; Ποιός έχει το δαχτυλίδι της Αθηνάς; Ποιός δρα στο παρασκήνιο ερήμην μας;» Άθροισε τα ερωτήματα τους ο Διομήδης.
«Μέχρι να επιστρέψει η Αθηνά, δε θα μάθουμε τίποτα κι αν κατασκοπεύσουμε τους αθάνατους, κινδυνεύουμε να μας υποπτευθούν. Συνιστώ υπομονή και να μην εμπιστευθούμε κανέναν παρά όσους βρισκόμαστε εδώ μέσα αυτή τη στιγμή,» συμπλήρωσε ο γιος του Αιόλου, καθώς προχώρησε και ξεκλείδωσε την πόρτα. Η μυστική τους συνάντηση είχε λήξει και σιωπηλά όλοι ορκίστηκαν να μην ξεφύγει ούτε λέξη από τους τέσσερις τοίχους που τους περιέβαλλαν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Πράγματι καταπιάνεται με κάτι τόσο άδοξο ο Μέγας Στρατηλάτης;» Απόρησε η Κασσάνδρα, μετά τη διήγηση της Ιφιγένειας.
Κάθονταν μόνες στις μοναδικές καρέκλες της κουζίνας κι ενώ η Ιφιγένεια πρόσεχε το φαγητό στον φούρνο, εξιστορούσε στην αντισυμβατική φίλη της όλα όσα της είχαν συμβεί στα πέντε χρόνια που είχαν παρέλθει από την πρώτη τους γνωριμία. Ο Αγαμέμνων κι ο Μενέλαος επιδείκνυαν στον Απόλλωνα τα κεκτημένα λάφυρα.
«Εκείνος δεν το βρίσκει άδοξο μα μνημειώδες κι άξιο της κληρονομιάς του,» εξήγησε η αρχιέρεια της Αρτέμιδας, γεμίζοντας την κούπα της για δεύτερη φορά από την τσαγιέρα. «Θεωρεί πως εκπληρώνει καθήκον ιερό, ανασταίνοντας σιγανά κι υπόκωφα τις αρχέγονες παρακαταθήκες του αίματος του. Δεν τον αδικώ, όμως,» προσέθεσε κι αναστέναξε. «Κανένα από τα παιδιά του δεν επέστρεψε, η Κλυταιμνήστρα αγνοείται και τον αποφεύγει, είναι μόνος με τον αδελφό του κι εμένα, το υιοθετημένο του παιδί.»
«Αλήθεια πώς το έμαθες;» Ρώτησε αυθόρμητα η Κασσάνδρα και δε χρειάστηκε να ξεκαθαρίσει πού αναφερόταν.
«Λίγο αφότου βρέθηκα στην Αυλίδα. Η Άρτεμις θεώρησε σωστό να γνωρίζω την αλήθεια για τη σπανιότητα του αίματος μου. Η μόνη ταυτόχρονη εγγονή του Δία από μητέρα και του Ποσειδώνα από πατέρα. Όταν, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ήρθε ο Ορέστης και με έφερε πίσω στις Μυκήνες, έμαθα όσα εγκλήματα είχε διαπράξει η Κλυταιμνήστρα στο όνομα της εκδίκησης για εμένα. Είχε διαλύσει τον γάμο της, την οικογένεια της, τον ίδιο της τον άνδρα, εσένα, διαιωνίζοντας μια καταραμένη έχθρα που είχε διαλύσει τους πατέρες των πατέρων μας και τελικά κι εμάς. Όλα αυτά αυτή η απίστευτα ευφυής και θανάσιμη γυναίκα τα είχε πράξει για εμένα, για να δικαιώσει τον υποτιθέμενο χαμό μου. Όταν βρεθήκαμε ξανά μετά την ανάσταση, δεν τόλμησε καν να με κοιτάξει. Μονάχα αντάλλαξε μερικές λέξεις με τον Αγαμέμνονα και χάθηκε.»
Η Κασσάνδρα την άκουσε προσεκτικά και σπλαχνικά. Αναγνώριζε τον θαυμασμό, λύπη και οίκτο που ένιωθε για τη γυναίκα που την είχε αναθρέψει η Ιφιγένεια.
«Την αληθινή σου μάνα την είδες ποτέ, αφού έμαθες την αλήθεια;» Αναρωτήθηκε κι αμέσως ευχήθηκε να το έπαιρνε πίσω. Ήταν υπερβολικά ευαίσθητο ζήτημα.
«Μια φορά, στην κηδεία του Μενέλαου,» αποκρίθηκε ξερά κι ήπιε μια γενναία γουλιά τσάι. «Μια πενηντάχρονη γριά χήρα, που τα μαύρα ρούχα και τα κομμένα μαλλιά γερνούσαν ακόμη παραπάνω. Της είχα εκφράσει τυπικά τη λύπη μου για την απώλεια της μα δε φάνηκε να μου έδωσε σημασία, ούτε καν να συνειδητοποίησε ότι κάποιος της μιλούσε, μέσα στη δίνη του πένθους που την είχε καταβάλει. Προσπάθησα να τη μισήσω· διότι δεν είχε αντέξει να με κρατήσει κοντά της και να με αναθρέψει, παρά με παρέδωσε στην αδελφή της, εκμεταλλευόμενη την καλοσύνη της.»
Η Κασσάνδρα δεν έκρυψε το ειρωνικό της γέλιο.
«Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, η Κλυταιμνήστρα φυλούσε μέσα της τεράστια καλοσύνη,» επέμεινε η Ιφιγένεια με πάθος. «Αν όχι, δε θα είχε μεγαλώσει μια νέα με τόσο ισχυρή προσωπικότητα όπως η Ηλέκτρα ούτε θα φυγάδευε τον Ορέστη, για να τον σώσει από την εκδικητικότητα του Αίγισθου. Ειλικρινά, Κασσάνδρα, αν μια γυναίκα γνωρίζω ως μητέρα μου, είναι εκείνη.»
«Εμπιστεύομαι την κρίση σου,» υποχώρησε η Τρωάδα, έτοιμη να περάσει στο επόμενο θέμα συζήτησης, που αφορούσε τη Συμμαχία. «Θα έχουμε χρόνο να συζητήσουμε για την Κλυταιμνήστρα άπλετο, ακόμη και να την αναζητήσουμε. Θα ήθελα, όμως, προς το παρόν, να με βοηθήσεις με ένα όραμα που με ταλανίζει τις τελευταίες ημέρες αδιάκοπα και οι γνώσεις μου δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν, ούτε κι εκείνες του Απόλλωνα, που σίγουρα δε βρίσκεται πια στο απόγειο του.»
«Αν δύναμαι να σε βοηθήσω, ευχαρίστως θα το πράξω,» δήλωσε ανιδιοτελώς η ξανθιά κοπέλα, τείνοντας τους βραχίονες της προς το μέρος της.
Η Κασσάνδρα τους έσφιξε δυνατά κι έκλεισε τα μάτια, ανακαλώντας το όραμα γλαφυρά, ώστε αμφότερες να το βίωναν στον νου τους.
Μόλις ολοκληρώθηκε, η Ιφιγένεια αποτραβήχτηκε απότομα, ταραγμένη, συγκλονισμένη και προβληματισμένη από τον κυκεώνα εικόνων που της είχαν σχεδόν επιτεθεί.
«Μια ελιά παγιδεύει έναν αετό ως η αράχνη ένα έντομο, η Γη συναντά τον Άνεμο, η Φωτιά των Ταρτάρων βράζει,» μουρμούρισε χαμένα, σαν να απήγγειλε ένα ποίημα ξεχασμένο στους αιώνες.
Η Κασσάνδρα δε μίλησε, μονάχα έπιασε το χέρι της με τα δυο δικά της υποστηρικτικά. Πίστευε απόλυτα σε εκείνη, ως το μοναδικό άτομο που δύναντο να συμβάλει στην αναδίπλωση ενός ταραχώδους μυστηρίου. Ήταν εντελώς σίγουρη για την επιτυχία κι έτσι της επέτρεψε όσο χρόνο χρειαζόταν, για να σκεφτεί και να αναλύσει τις πληροφορίες κι εικόνες που είχε συλλέξει.
Όταν μίλησε ξανά, η έκφραση της είχε χαλαρώσει και το βλέμμα της σταθεροποιηθεί, γεμάτο αυτοπεποίθηση και σιγουριά.
«Θαρρώ πως ξέρω τα κρυφά νοήματα των οπτασιών σου.»
Λίγα δωμάτια παραπέρα, ο Φοίβος αναφώνησε έκπληκτος, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά μετά από χιλιάδες χρόνων τη λύρα του αγαπημένου του γιου Ορφέα. Ο Αγαμέμνων ισχυρίστηκε πως την είχε βρει στις αποθήκες του Βρετανικού Μουσείου πριν τρία έτη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η συντριπτικά γρήγορη ανάρρωση του Ηλίου και της Αφροδίτης ήταν ένας σπουδαίος λόγος για γιορτή. Η επιστροφή των δρακόντων του Άρη ήταν εξίσου σημαντικός. Ωστόσο, η βεβαιότητα του μεγαλείου της σφραγίστηκε το μεσημέρι, όταν ο ίδιος ο θεός Άρης βρέθηκε στην αυλή του Πύργου, την ώρα που η Ιππολύτη κι η Πηνελόπη εκπαίδευαν την Αριάδνη, και τον Έκτορα, ενώ οι δίδυμοι Δείμος και Φόβος τάιζαν τους δράκοντες ολόκληρα κατσίκια υπό το άγρυπνο βλέμμα της Έριδας.
Μόλις τον αντίκρισαν, εξεπλάγησαν και τον κοιτούσαν άφωνοι. Ο Έκτωρ, που τον είχε δεχτεί την προηγούμενη ημέρα, ήταν ο πρώτος που συνήλθε κι έτρεξε προς το μέρος του.
«Άρη!» Φώναξε, αφυπνώντας τους γύπες, που πετάχτηκαν από τα δέντρα και τους κύκλωσαν σχεδόν τελετουργικά. Οι δράκοντες έκλιναν τα κεφάλια σαν να υποκλίνονταν. Ο γιος του Πριάμου έσφιξε τον δεξιό του βραχίονα, όπως θα έπραττε, αν συναντούσε έναν φίλο καρδιακό. Εν τέλει, αυτή η περιγραφή δεν απείχε ιδιαίτερα από την πραγματικότητα. «Δεν περίμενα να επιστρέψεις τόσο νωρίς.»
«Ούτε κι εγώ,» αποκρίθηκε ο θεός του Πολέμου χαμογελώντας εύθυμα, τόσο λαμπερά που ο Έκτωρ αγνόησε το τρέμουλο του χεριού του και τον πανικό στο βλέμμα.
Ο θνητός καταλύτης γέλασε εγκάρδια κι ετοιμάστηκε να του απαντήσει μα τον διέκοψαν οι χαρούμενες φωνές των συμμάχων τους που υποδέχονταν τον Αρχηγό και Βασιλέα τους πίσω στον Πύργο μετά την αναπάντεχη του εξαφάνιση.
Η γιορτή στήθηκε σε ατμόσφαιρα χαρωπή και πανηγυρικά θριαμβευτική, μολονότι δεν είχε συμβεί κανενός είδους θρίαμβος παρά μόνο στις καρδιές τους, διότι το ηθικό είχε αναπτερωθεί εξαιρετικά με την αιφνίδια κι ελπιδοφόρα επιστροφή. Στους πιο ευτυχείς σίγουρα ανήκαν οι Αμαζόνες, η Αντιόπη κι η Ιππολύτη, που είχαν υποδεχτεί τον πατέρα τους σχεδόν κλαίγοντας, η Έρις κι η Ενυώ που μόνες τους έστησαν την ψησταριά κι έσφαξαν ένα ολόκληρο γουρούνι από τους στάβλους προς τιμήν του και φυσικά η Αφροδίτη, που είχε αναρρώσει αρκετά ώστε να τρέξει κοντά του και να τον πνίξει σε καυτά φιλιά και σφιχτές αγκαλιές με δύναμη πρωτόγνωρη, σαν να μη βρισκόταν στο νεκροκρέβατο πριν λίγες ώρες.
Το τραπέζι στρώθηκε στις πέντε το απόγευμα και δε μαζεύτηκε ποτέ. Η Ανδρομάχη κι η Πηνελόπη ηγούνταν της κουζίνας, με τη βοήθεια της Αριάδνης και του Διονύσου, ο οποίος είχε περάσει όλο το μεσημέρι στο κελάρι, διαλέγοντας τα καλύτερα κρασιά για την περίσταση με κάθε δυνατή μέριμνα. Ο οίνος, λοιπόν, κι οι σαλάτες κατέφθασαν, με μερικές πίτες που είχαν ετοιμαστεί πρωτύτερα, στρώνοντας τον δρόμο για το χοιρινό που ακόμη ψηνόταν στη σούβλα από την Ενυώ και την Έριδα. Όταν κι εκείνο ξεκίνησε να έρχεται, ισομερώς τεταρτιασμένο, όλοι τους κάθισαν στις καρέκλες και δε σηκώθηκαν παρά μόνο ώρες αργότερα, μόλις άναψε το κέφι για χορούς και τραγούδια. Εξαιρώντας τα ρούχα και τα σύγχρονα υλικά που τους περιέβαλαν, η γιορτή θύμιζε υπερβολικά τα συμπόσια που διοργάνωνε στο παλάτι του ο Άρης, μετά από μια πολύνεκρη μάχη ή εξέγερση.
Δεξιά του Αρχηγού, καθόταν η Αφροδίτη κι αριστερά η Έρις. Μολονότι η πρώτη δεν επιθυμούσε να αφήσει το πλευρό του ούτε στιγμή, μόλις ο Διόνυσος κι η Αριάδνη την τράβηξαν παρακαλώντας τη να χορέψει, η ματαιοδοξία και φιλαρέσκεια της την ανάγκασαν να υποκύψει. Στο τραπέζι πια έμεναν καθήμενοι ο Άρης, η Έρις, η Ενυώ και η Πηνελόπη, που παρακολουθούσε χαμογελώντας την Ανδρομάχη και τον Έκτορα που έσερναν τον χορό, ενώ ο Ήλιος κι η Σελήνη τραγουδούσαν ως αηδόνια. Τότε, η θεά της Διχόνοιας άδραξε την ευκαιρία που αναζητούσε.
«Όλοι χαιρόμαστε που ο Ήλιος κι η Αφροδίτη επιβίωσαν,» ψιθύρισε, πλησιάζοντας τον υπερβολικά, ώστε μονάχα εκείνος να την άκουγε. «Παρόλα αυτά, η θεραπεία τους παραμένει μυστήρια.»
«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα,» μουρμούρισε τραχιά ο Άρης.
«Άφησε τις γενικολογίες και υποκριτικές ταπεινότητες για όσους δε σε γνωρίζουν από τα γεννοφάσκια σου,» τον επέπληξε με ύφος άγριο εκείνη. «Ξέρω τι έδωσες στην Ανδρομάχη. Πώς στη Στύγα βρήκες το αρχέγονο αίμα, Άρη; Μονάχα τέσσερα όντα το φέρουν σε όλη την πλάση κι είμαι βέβαιη πως δε θα σου το έδιναν ευγενικά, μιας και μας θεωρούν όλους τιποτένιους εμπρός τους.»
Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ήλπιζε πως το κρασί του Διονύσου θα τη ζάλιζε αρκετά, ώστε να μη ρωτούσε τίποτα. Ήταν βέβαιος πως μονάχα εκείνη θα αναγνώριζε το αίμα αλλά ήταν πρόθυμος να διακινδυνεύσει. Παρόλα αυτά, δε μετάνιωνε τίποτα, πόσο μάλλον όταν είχε επιφέρει τη διάσωση δυο συμμάχων του.
«Θα έπρεπε να χαιρόσουν που αντί να θρηνούμε, απόψε γιορτάζουμε και γλεντάμε. Αντί για κηδεία, πανηγυρίζουμε, Έρις. Είμαι ευτυχής που όλα βαίνουν καλώς, το ίδιο θα έπρεπε να ήσουν κι εσύ!» Της φώναξε, αγνοώντας μερικά παραξενευμένα βλέμματα τριγύρω. Ύστερα, πλησίασε τα χείλη του στο αυτί της και ψιθύρισε. «Ακολούθησε με λίγα λεπτά αφότου φύγω. Θα σου εξηγήσω τα πάντα κι έπειτα θα δικαιούσαι επιλογή. Αν συμφωνήσεις, μείνε κοντά μου ως το τέλος. Αν διαφωνήσεις, οι δρόμοι μας θα χωρίσουν για πάντα κι αν σε ξανασυναντήσω μπροστά μου, θα σε σκοτώσω.»
Η Έρις ένευσε καταφατικά με ιεροπρέπεια και συγκρατήθηκε για να μην τρέξει ξοπίσω του, όταν σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε προς τον κήπο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Την ώρα που έδυσε ο Ήλιος, ο Ήφαιστος αφυπνίστηκε και κατέβηκε τις σκάλες προς το καθιστικό τρέμοντας, από την ακινησία και τον λήθαργο των τελευταίων ημερών. Η όψη του ξανά ανάμεσα τους, έφερε στα αδέλφια του μα και στους θνητούς τους συμμάχους μια αίσθηση ανακούφισης. Αφότου αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τον Διομήδη, τον Περσέα και την Αταλάντη, για να του συνοψίσουν τα γεγονότα που είχε χάσει, αποσύρθηκε στον κήπο, όπου είχε αποφασίσει να χτίσει το νέο του σιδηρουργείο και τα αδέλφια του ευθύς προθυμοποιήθηκαν να συνδράμουν.
Καθώς οι τρεις αθάνατοι αποσύρθηκαν κι οι θνητοί έμειναν μόνοι ξανά, ο Σίσυφος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει νέα συζήτηση για τα μυστήρια που τους προβλημάτιζαν, ώστε να αναπτύξουν πιθανές θεωρίες εξήγησης, μα προτού καν ανοίξει το στόμα του, διεκόπη από το κουδούνι της εξώπορτας.
«Αποκλείεται να είναι κάποιος από εκείνους,» μάντεψε η Ανδρομέδα αναφερόμενη στους αθάνατους που μόλις είχαν φύγει, διότι αυτοί θα επέστρεφαν από την μπαλκονόπορτα της πίσω άυλης.
«Μήπως είναι η Αθηνά;» Αναρωτήθηκε πλήρης ελπίδων ο Διομήδης κι έσπευσε να ανοίξει.
Τον άνδρα που αντίκρισαν, αδυνατούσαν να αναγνωρίσουν. Ήταν αρκετά ψηλός κι αναμφίβολα επιβλητικός, με τα ζωηρά του γαλάζια μάτια να ακτινοβολούν στο σκοτάδι και τη μορφή του γεροδεμένη, αιώνια, να ορθώνεται σαν αειθαλές δέντρο. Δεν ήταν θνητός μα ούτε θεός. Ο Σίσυφος ανατρίχιασε στη σκέψη και μόνο ότι ο άνδρας εμπρός τους ανήκε στον εχθρό, αλλά η ματιά του δεν πρόδιδε μίσος η έχθρα παρά μόνο προσμονή.
«Ποιός είσαι;» Ρώτησε, φαινομενικά άφοβα η Νιόβη.
«Χαίρετε,» είπε ο άγνωστος, με την πιο γαλήνια φωνή που είχαν ακούσει ποτέ τους. Έβγαλε τον μανδύα που τον τύλιγε, αποκαλύπτοντας πυρόξανθα, κοντοκομμένα μαλλιά και χέρια γεμάτα ουλές από τραύματα πανάρχαια κι όμως τόσο πρόσφατα.
Τον παρατηρούσαν με αμέριστη προσοχή και πάλευαν να κατανοήσουν πώς τον ένιωθαν τόσο οικείο, σαν να τον γνώριζαν ανέκαθεν, σαν να επρόκειτο για συγγενικό τους πρόσωπο, το πιο αγαπητό κι έμπιστο.
«Ποιός είσαι;» Ρώτησε ξανά, η Αντιγόνη αυτή τη φορά.
«Πού είναι η Αθηνά;» Της απάντησε με ερώτηση ο ξένος, σαν να μην την είχε καν ακούσει.
«Αν δε γνωρίζουμε ποιός είσαι, πώς να σε δεχτούμε;» Αναρωτήθηκε το προφανές ο Περσέας και στάθηκε εμπρός σαν πύργος, έτοιμος να υπερασπιστεί το σπίτι και τα ιδεώδη του.
«Ο Προμηθέας είμαι,» αποκρίθηκε αμέσως ο νεοφερμένος, σκορπώντας απορία κι έκπληξη σε όλους, που έπεσαν αυθόρμητα στα γόνατα κι υποκλίθηκαν. Εκείνος ήταν, ο Δημιουργός, ο Ποιητής των Ανθρώπων, που τους είχε πλάσει, ο Ζωοδότης και Μέγας Ευεργέτης. Εκείνον είχαν διδαχθεί να αγαπούν πάνω κι από τον Δία ακόμη.
Ο Τιτάνας, θωρώντας την ένθερμη και γεμάτη δέος υποδοχή, έχασε τα λόγια του. Αδυνατούσε να συνθέσει μια κατάλληλη ανταπόκριση, διότι η τελευταία φορά που του είχε συμβεί ανάλογο περιστατικό ήταν πριν χιλιάδες χρόνια, πριν τον Κατακλυσμό, πριν τον Καύκασο. Για αυτό, άφησε τη ματιά του να περιπλανηθεί στα ενδότερα του σπιτιού και στο καθιστικό που φαινόταν ολοκάθαρα από την ορθάνοιχτη πόρτα του. Πάνω στο τραπέζι, προς έκπληξη του, διέκρινε την περγαμηνή του, το μοναδικό αντικείμενο που είχε ποτέ του δωρίσει στην Αθηνά, λίγο πριν χαθεί από προσώπου γης.
«Η περγαμηνή των Καταλυτών!» Αναφώνησε κι έτρεξε, για να την πιάσει στα χέρια του, σαν να μην πίστευε ότι ήταν αυθεντική. Οι θνητοί τον ακολούθησαν με θαυμασμό και περιέργεια ταυτόχρονα.
«Πράγματι,» επιβεβαίωσε ο Σίσυφος, θέλοντας να μάθει περισσότερα. «Τι ξέρεις εσύ για αυτήν; Εμείς λίγο αφότου έφυγε η Αθηνά για τα Τάρταρα, πληροφορηθήκαμε την ύπαρξη της.»
«Εγώ την έφερα εδώ, την έδωσα στην Αθηνά,» εξήγησε γρήγορα ο Προμηθέας. «Πού είναι τώρα εκείνη;»
«Άφαντη,» απάντησε η Ανδρομέδα. «Γιατί είναι τόσο σημαντικοί αυτοί οι Καταλύτες; Πώς θα νικήσουν τον Πόλεμο;»
«Θαρρώ πολλά γεγονότα αγνοείτε και δεν είμαι εγώ αρμόδιος να σας διαφωτίσω,» απάντησε κρύφια ο γιος του Ιαπετού και θέλησε να προχωρήσει στα ενδότερα του σπιτιού, προς τη σκάλα. «Πού είναι η Εκάτη;»
«Προμηθέα!» Αναφώνησε η ίδια η θεά και τους πλησίασε, χαμογελώντας πλατιά, σχεδόν τρομακτικά, στη θέα του αγαπητού της φίλου και συμμάχου. «Βλέπω η ανοησία του Κράτους και της Βίας δε βελτιώνεται με τα χρόνια, μάλλον δυσχεραίνει. Τους ξέφυγες ξανά.»
«Εκάτη,» τη χαιρέτησε με μια ανδρική χειραψία εκείνος. «Πώς πηγαίνει το σχέδιο; Πώς είναι η Αθηνά;»
«Σήμερα δεν αναζήτησα την ψυχή της ακόμη, μα ως χθες ήταν γερή και δυνατή, ακόμη στα Τάρταρα.»
«Μήπως νομίζεις πως η διαμονή της εκεί παρατείνεται υπερβολικά; Ο χθεσινός σεισμός της Αίτνας με θορύβησε, ομολογώ.»
«Αν η θεωρία μου περί απορρόφησης των δυνάμεων του Ερέβους αληθεύει, θα επιστρέψει ισχυρότερη κι από τον Τυφώνα,» τον διαβεβαίωσε η Εκάτη, παρόλο που η ανησυχία του δε φαινόταν να παύει.
«Αναζήτησε τη τώρα,» την πρόσταξε. «Πρέπει να βεβαιωθούμε πως είναι καλά. Έχω μια παράξενη διαίσθηση.»
«Όπως επιθυμείς,» υπάκουσε η θεά κι έκλεισε τα χέρια της σε πλέξη δακτύλων, μουρμουρίζοντας ασυνάρτητες λέξεις, χωρίς νόημα για τους θνητούς παρευρισκόμενους, που παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι, αδυνατώντας να κατανοήσουν το παραμικρό.
Το παρατημένο τζάκι άξαφνου άναψε με φωτιά ασημένια, χωρίς ζέστη, μονάχα φλόγα. Η Εκάτη δυνάμωσε τον τόνο της φωνής της κι ο Προμηθέας δεν έκρυβε πια το άγχος του. Τελικά, κραύγασε κοφτά και σωριάστηκε στα γόνατα της, μαζί με τις φλόγες που χάθηκαν, σαν να μην είχαν ανάψει ποτέ.
«Δεν είναι εκεί,» δήλωσε ξέπνοα και πανικόβλητα. «Χάθηκε, εξαφανίστηκε, δραπέτευσε.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα μεσάνυχτα είχαν παρέλθει προ πολλού, όταν η Αφροδίτη αποφάσισε να αποσυρθεί στην κρεβατοκάμαρα που μοιραζόταν με τον Άρη. Μετά το ατέρμονο φαγοπότι, χορό και τραγούδι, ένιωθε πως η μυώδης αγκαλιά του έρωτα της -ίσως και κάτι παραπάνω, ανάλογα τη διάθεση του- ήταν το μόνο που έλειπε για να τελειοποιήσει τον εορτασμό προς τιμήν της.
«Σε ευχαριστώ,» ήταν τα λόγια της με το που εισήλθε στο δωμάτιο, κλείδωσε την πόρτα και τον αντίκρισε στο μπαλκόνι, με την πλάτη γυρισμένη σε εκείνη. Θα τον προτιμούσε γυμνό στο κρεβάτι αλλά τα εμπόδια υφίσταντο για να ξεπερνιούνται.
Δεν της απάντησε, δε φάνηκε καν να αντιλαμβάνεται την παρουσία της. Αναστέναξε· εκνευριζόταν ανέκαθεν, όποτε χανόταν στις σκέψεις του κι ακόμη κι η δική της επιρροή τον άφηνε αδιάφορο. Τον πλησίασε στο μπαλκόνι ελαφροπατώντας σαν νύμφη των δασών και επανέλαβε τις ίδιες λέξεις.
Ο Άρης, τότε, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν κοντά του κι αυθόρμητα οπισθοχώρησε, αποτραβήχτηκε, νιώθοντας το χέρι της να αναζητά το δικό του. Στράφηκε προς το μέρος της κι οι ματιές τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά μετά τη φυγή του και την απόκρυφη συζήτηση με την Έριδα. Η Αφροδίτη σχεδόν τρόμαξε, βλέποντας τα μάτια και την έκφραση του· γυμνή από συναισθήματα, παγωμένη, ανατριχιαστικά ουδέτερη. Δεν τον είχε δει ποτέ έτσι, παρά μόνο παλιά, όταν εκείνοι ακόμη εξουσίαζαν κι αυτός απολάμβανε ελεύθερα το αίμα των θνητών στους πολέμους.
«Γιατί με ευχαριστείς;» Τη ρώτησε με εκνευριστική ψυχρότητα.
«Για...» το μυαλό της άδειασε, η σκέψη της μούδιασε κι αποσυντονίστηκε. Προσπάθησε αρκετή ώρα για να τη συνεφέρει, ενώ η μάλλον εχθρική του ματιά δεν τη βοηθούσε διόλου. «Για τη γιορτή προς τιμήν μου. Ξέρω πως χάρηκες που επέστρεψα από τον βέβαιο δρόμο του θανάτου, μα θαρρώ το γλέντι ήταν λίγο υπερβολικό. Μια ιδιωτική γιορτή στην κρεβατοκάμαρα θα αρκούσε.»
Του χαμογέλασε όσο πιο σαγηνευτικά μπορούσε και σχεδόν κατάφερε να τρυπήσει την ψυχρότητα του. Είδε ολοκάθαρα τα χείλη του να ανασηκώνονται σε λαμπερό μειδίαμα μα σταθεροποιήθηκαν εκεί και τα χέρια του σταυρώθηκαν στο στήθος. Δεν την κοιτούσε φαντασμένα ή λάγνα μα ειρωνικά και με κάτι που γνώριζε πως ονόμαζαν αποστροφή και οίκτο μα ποτέ κανένας δεν την είχε κοιτάξει έτσι στο παρελθόν.
«Άρη,» δοκίμασε ξανά μα η ματιά του τη διέκοψε.
«Η γιορτή έγινε για τον Ήλιο και για εσένα, όχι μόνο για εσένα,» τη διόρθωσε απλά. «Την επέτρεψα σε όλους, γιατί όλοι μας χρειαζόμασταν μια ανακούφιση μετά την αγωνία των τελευταίων ημερών. Ούτε καν εγώ δε θα ήμουν τόσο αχάριστος κι αγνώμων, ώστε να μην αναγνώριζα την ανάγκη τους για εκτόνωση.»
«Ξέρεις, αυτή την εκτόνωση νομίζω δεν την έχεις βιώσει ακόμα και θα ήταν τιμή μου να σε βοηθήσω,» τον δελέασε, αγγίζοντας τον ώμο του που έκαιγε, όπως παλιά. Άρπαξε βίαια το χέρι της και το έδιωξε.
«Σε παρακαλώ, απόψε δεν έχω καμία διάθεση για πειρασμούς και ολονυχτίες,» την πρόσταξε με πέτρινη έκφραση, παρόλο που η φωνή του πρόδιδε κούραση. «Φύγε, για να μην έχουμε δυσάρεστες εξελίξεις που αμφότεροι θα μετανιώσουμε.»
«Αποκλείεται!» Πείσμωσε, με πληγωμένα υπερηφάνεια κι αισθήματα, διότι ούτε η γοητεία της δεν τον έβγαζε από τη μελαγχολία του, των οποίων τους λόγους αρνούταν να αποκαλύψει. «Θα μου πεις τα πάντα και θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω! Αυτό επιβάλλεται να πράττουν τα ζευγάρια που αγαπιούνται!»
Η τελευταία λέξη ξύπνησε μέσα του μια αιωνίως θαμμένη οργή, ένα μένος που για χιλιετίες είχε παραγκωνίσει, διαλύοντας κάθε εγκράτεια και μετριοφροσύνη που τον διακατείχε. Το θηρίο που πάλευε να κρατήσει υπό έλεγχο απελευθερώθηκε και τα μάτια του έσταζαν αίμα.
«Πάρε το πίσω αυτό που είπες!» Ούρλιαξε μεμιάς, με απότομη μανία. «Τώρα!»
«Τι;» Τον θωρούσε έκθαμβη η θεά του Έρωτα. «Είπα κάποιο ψέμα;»
«Δεν αγαπιόμαστε, ποτέ δεν αγαπιόμασταν!»
«Συγκεντρώσου και σκέψου τι λες,» τον παρακάλεσε, θέλοντας να τον αγκαλιάσει. «Σ'αγαπώ με όλη μου την καρδιά, Άρη!»
«Όχι!» Επέμεινε εκείνος, τρέμοντας σαν φλόγα κεριού στον άνεμο και οι μαύρες του μπούκλες σάλευαν εξαγριωμένες. «Δε με αγαπάς, δεν είναι αγάπη η λαγνεία!»
«Και τι είναι, λοιπόν;» Άρχισε να χάνει κι εκείνη την ψυχραιμία της. «Πώς τολμάς εσύ, ο θεός των πολέμων και των σφαγών, να υποκρίνεσαι τον αυθέντη της αγάπης σε εμένα;»
«Εσύ πώς τολμάς, η θεά του έρωτα, να ξεφτιλίζεις την αγάπη; Ούτε τρεις ημέρες δεν ήσουν παντρεμένη με τον αδελφό μου, όταν σε βρήκα στο κρεβάτι μου να με περιμένεις!»
«Με δέχτηκες! Ποτέ δε με απέρριψες, εκτός από απόψε, που προφανώς έχεις χάσει τα λογικά σου! Τρέμω να φανταστώ τι σου συνέβη αυτές τις ημέρες της απουσίας σου!»
Ήταν απόλυτα ειλικρινής ο φόβος της. Όλοι στη Συμμαχία είχαν αρκετή φρόνηση και νοημοσύνη να μη συζητούσαν με τον Αρχηγό θέματα που ίσως του φαίνονταν δυσάρεστα. Εφόσον εκείνος δεν είχε θίξει τους λόγους ή τα τεκταινόμενα της απουσίας του, κανείς τους δεν είχε αποπειραθεί να τα θίξει, για το καλό της ηρεμίας της βραδιάς, του κεφιού και της απρόβλεπτης ιδιοσυγκρασίας του Άρη.
Στη στοχευμένη, αληθινή κι απόλυτα οδυνηρή μομφή της, ο αγέρωχος αθάνατος έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένα και βυθίστηκε σε ένα σκαμνί αποκαμωμένος. Η Αφροδίτη δεν προσπάθησε να τον καθησυχάσει, θυμωμένη με την επιθετικότητα του και φοβισμένη ταυτόχρονα.
«Έχεις δίκιο,» ακούστηκε τραχύς και μεταμελημένος. Μονάχα δεν ξεκαθάρισε γιατί. «Υπέκυψα και δε φαντάζεσαι πόσο μου κόστισε.»
«Εννοείς την απέχθεια των γονέων σου;» Υπέθεσε, πλημμυρίζοντας ξανά με οίκτο.
«Εννοώ αυτό που εννοώ και δε σου πέφτει λόγος,» επανήλθε η σκληρή του προσωπίδα που την αναστάτωνε και σύγχυζε. «Φύγε, Αφροδίτη, και πάψε να έρχεσαι πλέον τα βράδια. Έχεις δωμάτιο δικό σου. Κανένας δε θα σε ενοχλήσει. Από εδώ και στο εξής θα κοιμάσαι εκεί· μόνη σου είτε με παρέα, δε με απασχολεί.»
Η θεά του Έρωτα παρέμεινε να τον κοιτά ως φάντασμα, σαν να μην τον αναγνώριζε. Όταν είχαν πιαστεί στην αόρατη παγίδα του Ηφαίστου, ολόγυμνοι κι αγκαλιασμένοι, είχαν εξευτελιστεί τόσο στα μάτια των αθανάτων, που εκείνη του είχε ζητήσει να χωρίσουν. Μετά από πολιορκία δική του με επιμονή απίστευτη, μετά από χρόνια ολόκληρα, είχαν ξαναρχίσει να βλέπονται λίγο πριν την έναρξη του Τρωικού Πολέμου. Ποτέ δε τον θυμόταν να την αποστρέφεται ούτε να αρνείται τον έρωτα της.
«Άρη, λογικέψου,» τον ικέτευσε ξανά. «Μιλάς επιπόλαια, δε γίνεται να με χωρίζεις έτσι απλά, σαν να είμαι παλλακίδα σου!»
«Καλύτερα έτσι!» Επέμεινε ακλόνητα. «Η αλήθεια θα σε πονέσει, δε θα την αντέξεις. Ας μην τη μάθεις ποτέ.»
«Όχι!» Διαφώνησε ξανά κι όρμησε καταπάνω του, πέφτοντας στα χέρια του σαν αγρίμι, ζητιάνα απελπισμένη στα αλλοτινά πύρινα φιλιά του. Σαν βράχος στεκόταν πια, άψυχος κι αμετανόητος, ενώ εκείνη πάλευε να αφυπνίσει το ολότελα χαμένο πάθος, το πάθος που τον είχε διαλύσει κι αρνούταν να αποδεχτεί.
«Σε μισώ,» ψιθύρισε με φωνή τρεμάμενη ο θεός των εξεγέρσεων, σαν να ήθελε να το κρατήσει μυστικό. Τα χέρια του εντελώς σταθερά βρήκαν το κορμί της που ανατρίχιασε στην επαφή και το εξερεύνησαν για ύστατη φορά, προτού ανέβουν στον λαιμό της, για να τον αγκαλιάσουν όσο πιο απαλά δύναντο. «Σε μισώ, διότι εξαιτίας της ανείπωτης σου ομορφιάς και της ανόητης μου παρόρμησης έχασα τη μόνη μου ευκαιρία για ευτυχία κι εξιλέωση. Καταδικάστηκα σε ατέρμονη μοναξιά και θλίψη, όχι μόνο εγώ μα και...»
«Και;» Στρίγκλισε ανάμεσα σε πνιχτούς λυγμούς η Αφροδίτη, έχοντας παραδοθεί πλήρως στο μεθυστικό του άγγιγμα.
«Και ο αληθινός, ο ένας και μοναδικός κτήτορας της καρδιάς μου,» αποκάλυψε ο Άρης χωρίς ίχνος ντροπής ή δισταγμού. Άξαφνα, ένιωσε μέσα του μια τεράστια ανακούφιση, σαν να κουβαλούσε τον Ουρανό στους ώμους και να τον είχε χάσει. «Ποτέ δε σε αγάπησα, Αφροδίτη, διότι η καρδιά μου είχε αφιερωθεί αλλού, προτού καν εμφανιστείς εσύ στον Όλυμπο. Στην αρχή, ένιωθα τύψεις, διότι δε σου άξιζε ένας εραστής χωρίς καρδιά να σου προσφέρει. Μα, μόλις παράτησες τον άνδρα σου για εμένα, κατάλαβα πως ήμασταν κι οι δυο εξίσου καταδικασμένοι, εξίσου αχρείοι βασανιστές ψυχών ευλογημένων. Όπως εσύ κατέστρεψες την ευτυχία του αγίου μου αδελφού, έτσι κι εγώ...»
Δε συνέχισε, δεν είχε δύναμη να συνεχίσει. Η φωνή του πνίγηκε, καθώς τα χέρια του έσφιξαν τον κατάλευκο, αγέραστο λαιμό και τον πίεσαν ασύστολα, ασταμάτητα, αδυσώπητα. Η Αφροδίτη σπαρταρούσε, έτρεμε στα χέρια του και κραύγαζε χαμηλόφωνα για βοήθεια, μολονότι ήταν μάταιο. Το σπίτι ήταν γεμάτο λαγοκοιμοσμένους μεθυσμένους. Κανένας δε θα ερχόταν.
Ο Άρης παρακολουθούσε τη ζωή να εγκαταλείπει το σώμα της ψυχρά, χωρίς να νιώθει σταγόνα οίκτου, λύπης ή μετανοίας. Ήταν ποτισμένος στην αποφασιστικότητα, τυφλωμένος από αρρωστημένο πάθος για λύτρωση, μια λύτρωση στης οποίας το μονοπάτι η Αφροδίτη στεκόταν ως απροσπέλαστη τροχοπέδη. Δε θα δίσταζε, θα ολοκλήρωνε αυτό που είχε ξεκινήσει, δε θα είχε τύψεις, ούτε καν για τις όμορφες, τις αληθινά χαρούμενες, γαλήνιες στιγμές, τις λίγες που τον είχαν κάνει στιγμιαία να ξεχάσει το κρίμα του και τον πόνο που προξενούσε σε εκείνον μα και...
«Σε ευχαριστώ, ειλικρινά,» ψιθύρισε στο αυτί της, μειώνοντας τη δύναμη μα όχι τη λαβή του. «Σε ευχαριστώ για τα παιδιά που μου χάρισες· τους αγαπημένους μου δίδυμους, την πανώρια Αρμονία και τον παντοδύναμο Έρωτα.»
Το εννοούσε, της ήταν ευγνώμων. Η τελευταία στιγμή τους έμελλε να ήταν κι η μόνη στιγμή οπότε ήταν εντελώς ειλικρινής απέναντι της.
Η Αφροδίτη χαμογέλασε αγνά μα άκρως γοητευτικά και ψιθύρισε το κύκνειο άσμα της.
«Ο Έρωτας δεν είναι δικός σου γιος.»
Ξεψύχησε. Το ένιωσε αμέσως ο Άρης. Το δέρμα της έχασε το χρώμα του, έγινε κάτωχρο, τα μάτια της δεν πονούσαν πια, μονάχα κοιτούσαν το άπειρο χαμένα. Μια γκρίζα σκιά της αλλοτινής πεντάμορφης θεάς, της Καλλίστης, κειτόταν νεκρό στα χέρια του και δεν αισθανόταν τίποτα παρά ανακούφιση. Παραδόξως, πλέον ήταν ελεύθερος.
Δεν τη φίλησε. Φοβόταν πως η επαφή θα του ξυπνούσε πάθη παράλογα, αμαρτωλά, ολέθρια. Την εναπόθεσε στο κρεβάτι, έβγαλε το ξίφος του από το θηκάρι κι έκοψε τις φλέβες των καρπών της, ώστε με το αίμα της να βάψει τα χέρια και το πρόσωπο του. Έτσι έπραττε παλιά, όταν σκότωνε έναν αντίπαλο άξιο στη μάχη. Εκείνη η μάχη της νυχτιάς ήταν ίσως η σημαντικότερη της ζωής του, όπου αποτασσόταν για πάντα μια πλευρά που μισούσε, ώστε να εισέλθει σε αυτή που λαχταρούσε. Αναστέναξε μα δεν έχυσε ούτε δάκρυ.
Έτρεξε ξανά στο μπαλκόνι και κάλεσε τους γύπες του. Εκείνοι τον βοήθησαν να κατέβει στο έδαφος κι όταν έφτασε τρέχοντας ως το λιμάνι της Πάτρας, το φεγγάρι είχε μεσουρανήσει. Ο χρόνος του τελείωνε. Ένευσε στους γύπες να τον σηκώσουν στα φτερά τους και πέταξαν πάνω από το Ιόνιο Πέλαγος. Στο αριστερό του χέρι έσφιγγε μανιωδώς έναν μεγάλο σάκο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μέσα στο σκοτάδι και την κούραση από την αϋπνία, ο Περσέας αδυνατούσε να αναγνωρίσει τον ξένο που τους είχε χτυπήσει την πόρτα, ελπίζοντας μονάχα να ήταν ο τελευταίος. Προτού προλάβαινε να τον ρωτήσει, εκείνος είχε εισέλθει στο σπίτι ως τυφώνας σωστός, ουρλιάζοντας ασυναρτησίες. Ανάμεσα τους, διακρίνονταν τα ονόματα των αθανάτων φίλων τους, οι οποίοι ήρθαν ευθύς από τον κήπο τρέχοντας μαζί κι ο Προμηθέας κι η Εκάτη, που είχαν αμπαρωθεί στην κάμαρα των κοιμωμένων Θεών αγωνιώντας για την τύχη της Αθηνάς.
«Η Ήρα!» Ούρλιαζε ο κουκουλωμένος ξένος. «Η Ήρα έχει αιχμάλωτη την Αθηνά!»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
10.375 λέξεις, βγάζοντας τις 880 του flashback των Ατρειδών που το πήρα έτοιμο.
Το μεγαλύτερο κεφάλαιο που έχω γράψει ever, εξαιρώντας βεβαίως το καμάρι μου τον «Αποχωρισμό» από το Seven Deadly Sins. (16.000 λέξεις αυτό, άπιαστο)
Κάτι μου λέει ότι δεν έχετε καταλάβει τι γίνεται. Κάτι μου λέει ότι θα ακούσω πολλά βρισίδια στα σχόλια.
Παρακαλώ πολύ, εννοείται, γράψτε μου απόψεις στα σχόλια, διότι αυτό το κεφάλαιο ήταν ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ.
Κι εδώ κάπου οφείλω να ανακοινώσω επισήμως ότι βρισκόμαστε στη μέση (ναι πολύ σωστά διαβάσατε) στη ΜΕΣΗ του βιβλίου! Το τέλος είναι μακριά, έχουν πάρα πολλά να γίνουν κι ο θάνατος που διαβάσατε είναι ο πρώτος από πολλούς.
Δε θα σας πω τίποτα για το επόμενο κεφάλαιο, παρά μόνο ότι πρόκειται για το flashback που τόσο έχω υποσχεθεί και τιζάρει προηγουμένως. Το τι περιέχει, δε θα το αποκαλύψω. Εσείς, μήπως, έχετε κάποια ιδέα;
Αν κάποιος μαντέψει έστω κι ένα μέρος του, θα του αφιερώσω το κεφάλαιο!!!
Να είστε καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και καλές γιορτές σας εύχομαι ολόψυχα! Καλά Χριστούγεννα, διότι αποκλείεται να ανεβεί το flashback πριν από αυτά, ωστόσο κάτι ακούγεται για Πρωτοχρονιά 😈😈😈 (Όχι τίποτα, γιορτάζω και θα δεχτώ με χαρά τον δεύτερο κύκλο βρισιδιών)
Επίσης, bonus promo, σε όσους μαντέψουν τι δουλειά κάνει ο σύγχρονος Αγαμέμνων! Η μεγάλη μου αδυναμία!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top