Ανοιχτό Συμβούλιο
Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά. Οι θεοί είχαν σταματήσει από ώρα να μιλούν κι απλώς είχαν κλειστεί στους εαυτούς τους και χάνονταν στις σκέψεις τους, ενώ είχαν σκύψει το κεφάλι και κοιτούσαν μονάχα το μαρμάρινο πάτωμα. Η ατμόσφαιρα χαρακτηριζόταν εύκολα πιο έντονη από οποιαδήποτε άλλη ημέρα ή κατάσταση. Όλα γύρω τους ήταν πρωτόγνωρα. Ποτέ δεν είχαν συγκεντρωθεί τόσοι θεοί σε ένα δωμάτιο αμίλητοι. Ποτέ ο Ολύμπος δεν ήταν τόσο σιωπηλός και κενός από ζωή. Ποτέ η Ήρα δεν απείχε από όλους. Ποτέ δεν είχε ψυχορραγήσει θεός μέχρι εκείνη την καταραμένη μέρα.
Όλοι είχαν απορροφηθεί τόσο στις σκέψεις τους που δεν είχαν αντιληφθεί την αποχώρηση του Ερμή και η Αθηνά ένιωθε τυχερή κι ευτυχής. Ωστόσο, δε θα μπορούσε να χαρεί μέχρι να ακούσει από τον ίδιο ότι η αποστολή του στέφθηκε με επιτυχία. Ήξερε ήδη πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο και η πιθανότητα να μην τα καταφέρει. Είχαν περάσει χιλιετίες από την τελευταία φορά που είχε κατέβει εκεί κάτω. Αλλά, γνώριζε επιπλέον ότι θα είχε πάντα εμπιστοσύνη στον Ψυχοπομπό των θεών, τον μικρό της αδερφό.
Η ματιά της έπεσε για λίγο στην κλειστή πόρτα του δωματίου της Ήρας και του Δία. Η Ήρα δεν είχε μιλήσει όλες αυτές τις ώρες. Θα την άκουγαν αν το έκανε. Απλώς είχε κλειστεί μέσα στην κάμαρά της με τον άνδρα της κι αυτό ήταν όλο. Ούτε ένας ήχος, φωνή, ψίθυρος έστω και λυγμός. Μονάχα απόλυτη σιωπή επικρατούσε, απόλυτα εναρμονισμένη με το υπόλοιπο παλάτι.
Όλοι οι θεοί είχαν επισκεφτεί τον Δία και εύχονταν να μην ήταν αυτό το τέλος του. Προσπαθούσε κι η Αθηνά να το πιστέψει παρόλο που πια ήταν βέβαιη για το αντίθετο. Δεν ήθελε κάποιος να την κοιτάξει στα μάτια και να δει απόγνωση και λύπη. Πάλευε να νιώσει ελπίδα για όλους αυτούς γύρω της.
Η Αφροδίτη καθόταν ακίνητη σαν άγαλμα δίπλα στον Ήφαιστο, ενώ η άκρη του ματιού της έπεφτε στον Άρη. Επιθυμούσε όσο τίποτα να τον στηρίξει σε αυτό αλλά δεν είχε τη δυνατότητα. Επιθυμούσε να τον παρηγορήσει διότι γνώριζε πόσο θα του κόστιζε ο θάνατος του πατέρα του. Αν και η ίδια καθόταν σε ένα σκαμνί καλυμμένο με κόκκινο βελούδο, ο Ήφαιστος είχε επιλέξει να σταθεί όρθιος. Είχε πετάξει το μπαστούνι του πριν από πολλά χρόνια και στηριζόταν μόνο στο καλό του πόδι. Το σώμα του έγερνε και δεν ήταν δύσκολο να το παρατηρήσει κανένας. Ωστόσο, δε φαινόταν να τον πείραζε.
Η Άρτεμις κρατούσε το χέρι του Απόλλωνα στοργικά, καθώς ο τελευταίος είχε ρίξει το κεφάλι του στον στιβαρό της ώμο. Ποτέ δεν είχαν νιώσει τον δεσμό τον δίδυμων τόσο δυνατό ανάμεσά τους όσο εκείνη την ημέρα, κατά τη διάρκεια εκείνης της αφάνταστης δοκιμασίας. Η θεά του κυνηγιού κοίταξε για λίγο γύρω της, όλα της τα αδέρφια στην ίδια κατάσταση, καταρρακωμένα σαν τσακισμένα βράχια από αστραπόβροντο.
Ο Πλούτωνας κρατούσε την Περσεφόνη και αγνάντευε το κενό. Ένιωθε το χρώμα να αποχωρεί από το δέρμα του όσο περνούσε η ώρα. Ένιωθε τον Θάνατο να πλησιάζει. Κι έρχονταν να πάρει τον αδερφό του.
Ο Άρης είχε πέσει στα γόνατα, στηρίζοντας την πλάτη του και το κεφάλι του σε μια κρύα, μαρμάρινη κολώνα. Δεν είχε κανέναν να του συμπαρασταθεί εκείνη τη στιγμή. Θα έδινε τα πάντα για να έχει την Αφροδίτη αλλά δε θα γινόταν ποτέ αυτό. Ανήκε στον αδερφό του. Και -προς μεγάλη του έκπληξη- ποτέ δεν τον είχε μισήσει για αυτό.
Η Εστία, η Δήμητρα κι ο Διόνυσος κάθονταν μαζί στην ίδια ευθεία, σε τρία καθίσματα χωρίς πλάτη. Οι ώμοι τους ακουμπούσαν και προσέφεραν ο ένας στον άλλον στήριξη και υποστήριξη.
Η Αμφιτρίτη στεκόταν όρθια σε μια γωνία, στηριζόμενη στον Ποσειδώνα κι είχαν το ίδιο θλιμμένο βλέμμα στα πρόσωπά τους που μύριζαν αλμύρα της θάλασσας.
Αν κάποιος έμπαινε εκεί εκείνη την ώρα, δε θα αναγνώριζε κανέναν θεό. Μόνο δεκατρία αγαπητά πρόσωπα του ετοιμοθάνατου που αγωνιούσαν.
Η Αθηνά αισθάνθηκε το τρέξιμο του Ερμή και την καρδιά του να χτυπά μέσα στη δική της.
Όρμησε σαν τις κουκουβάγιες της έξω από το παλάτι του Δία και βρήκε τον θεό μόλις εκείνη τη στιγμή να φτάνει στην κορυφή του βουνού. Δεν την ενδιέφερε τι θα έλεγαν οι υπόλοιποι που πενθούσαν ήδη μέσα.
"Τι συνέβη;" Τον ρώτησε με φωνή που έσκιζε η ανησυχία. Πέρασε το χέρι του στους ώμους της και του πρόσφερε στήριξη για να σταθεί ξανά όρθιος.
"Αδερφή μου, δε θα πιστέψεις τι είδα εκεί κάτω," της απάντησε ξεψυχισμένα ο Ερμής προσπαθώντας να ανασάνει κανονικά.
"Δοκίμασέ με." Δεν ήταν πρόκληση. Ούτε καν αστεϊσμός.
"Ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Όταν έφτασα, δεν είχα κανένα πρόβλημα να περάσω τον Αχέροντα και τον Κέρβερο και γρήγορα βρέθηκα μπροστά στους τρεις Κριτές του Κάτω Κόσμου. Τους έθεσα το αίτημά σου και μου είπαν ότι ποτέ δεν είχαν ελευθερώσει τόσους νεκρούς. Έτσι, ζήτησαν πολλαπλά ανταλλάγματα για να τους αφήσουν όλους τους. Απλά δυο τρεις νέες αρρώστιες για τους θνητούς και μια μικρή αύξηση στις δολοφονίες. Τίποτα που δεν είχα ξανακάνει. Η συμφωνία έκλεισε και οι ήρωες αφέθηκαν ελεύθεροι. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι ζωντανοί και ακμαίοι, σκορπισμένοι σε όλη την υφήλιο. Αλλά το πιο τρομακτικό δε σου το έχω πει ακόμα."
Η Αθηνά έμοιαζε παραπάνω από ευχαριστημένη με την επιτυχία του αδερφού της. Ήταν ενθουσιασμένη. Παρόλα αυτά, αγνόησε τα έντονα συναισθήματα χαράς και η περιέργειά της την ώθησε να αναρωτηθεί τι είχε αναστατώσει τόσο τον αδερφό της.
"Μα τι έγινε πια και τρέμεις τόσο;"
Ο Ερμής την αγκάλιασε.
"Τον είδα, Αθηνά... Τον πατέρα μας... Τον Δία... Τον είδα στον Κάτω Κόσμο! Πλανιόταν κάτω από τον Αχέροντα σαν σκιά. Κι ακτινοβολούσε φως. Και τα μάτια του πετούσαν αστραπές."
Η θεά της Σοφίας ανατρίχιασε. Ένιωθε τα μάτια της να βουρκώνουν από θλίψη κι από θυμό.
Ώστε ο Δίας είχε πεθάνει.
Και γιατί ακόμα η Ήρα δεν τους είχε ειδοποιήσει;
Έτρεξε σαν τρελή στην αίθουσα που περίμεναν όλοι οι θεοί και χωρίς να τους δώσει σημασία κίνησε για την κρεβατοκάμαρα του Δία και της Ήρας.
Οι θεοί την ακολούθησαν, με πρώτο τον Ερμή, περίεργοι κι ανήσυχοι.
Η Αθηνά προσπάθησε να ανοίξει τη θύρα με το χέρι της αλλά ανακάλυψε ότι ήταν κλειδωμένη. Έσπασε το χερούλι κι έπειτα έσπασε και την ίδια τη θύρα με μια απλή κλοτσιά του αριστερού της ποδιού.
Η διπλή θύρα υποχώρησε και άφησε την είσοδο ανοιχτή. Η θεά γλίστρησε μέσα και οι υπόλοιποι ξοπίσω της.
Η Ήρα κείτονταν στο πάτωμα να κοιτάει το ταβάνι με δυο ανέκφραστα μάτια, στεγνά σαν βράχους της ερήμου.
Και στο κρεβάτι τους, ο Δίας, με μάτια κλειστά για πάντα. Αναπνοή δεν έβγαινε. Η καρδιά του δε χτυπούσε. Ο Ερμής βρήκε ελάχιστη δύναμη, τους εξήγησε όσα είδε στον Κάτω Κόσμο με μια τελευταία ανάσα κι ύστερα κατέρρευσε στο δάπεδο, εξαντλημένος και καταβεβλημένος από τα γεγονότα γύρω του.
Τουλάχιστον οι ήρωες ξύπνησαν, αναλογίστηκε, προσπαθώντας να ανακουφίσει τον εαυτό της η Αθηνά.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
"Ήταν πατέρας μου. Έχω δικαίωμα να τον δω για τελευταία φορά," αντιμίλησε με όσο θράσος μπορούσε να συγκρατήσει η Αθηνά ενάντια στο πείσμα της Ήρας να μην της επιτρέπει να επισκεφτεί τον πατέρα της πριν τον κηδέψουν.
"Σιωπή, ανόητο παιδί," την επέπληξε η Ήρα και παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει στο δωμάτιο που ο Μέγας Θεός είχε αφήσει την τελευταία του πνοή.
Μέσα η Ήρα, η Αφροδίτη, η Δήμητρα, η Αμφιτρίτη, η Περσεφόνη και η Εστία στόλιζαν και καθάριζαν τον νεκρό. Τα μάτια όλων ανέβλυζαν δάκρυα. Μέχρι και της Ήρας.
Η Αθηνά προχώρησε προς τον Πατέρα των Θεών και των Ανθρώπων κι αυτόματα όλες οι θεές παραμέρισαν, επιτρέποντας της να κινηθεί ελεύθερα προς τον προορισμό της.
Ο Δίας κείτονταν κάτωχρος και ισχνός στο κρεβάτι του. Του είχαν φορέσει έναν κατάλευκο χιτώνα από το καλύτερο ύφασμα, κεντημένο με χρυσή κλωστή και διακρίνονταν ολοκάθαρα μικροί κεραυνοί και στεφάνια από χρυσές δάφνες. Έργο τέχνης το νεκρικό του ένδυμα. Τίποτα λιγότερο για τον Σπουδαιότερο των Θεών.
Η αγαπημένη του κόρη τον πλησίασε αργά και ένιωθε όλο της το σώμα να σείεται ελαφρά από τη συγκίνηση και το βάρος του πένθους. Έφερε τα χείλη της στο μέτωπό του και τον φίλησε απαλά, ενώ ένιωσε αλμυρά δάκρυα στα ροδαλά, αγέραστα της μάγουλα. Θα της έλειπε πολύ ο πατέρας της.
"Τι τον κλαις; Δεν του αξίζει," άκουσε πίσω της την ψυχρή φωνή της Ήρας να της δίνει κάτι που ένοιαζε με νουθεσία και κατέληγε να ακούγεται σαν κυνική διαπίστωση.
"Ήταν ο πατέρας μου," της απάντησε με θάρρος. "Γιατί να μην τον κλάψω;"
"Δεν του αξίζει," επανέλαβε η Ήρα. "Δε με αγάπησε ποτέ του. Μόνο θεϊκά και ημίθεα μπάσταρδα ήξερε να σπέρνει και να ευνοεί. Σαν τον Ερμή. Σαν τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Σαν εσένα."
Ο ήχος της φωνής της έμοιαζε πιότερο με συριγμό φιδιού που τα δόντια του έσταζαν δηλητήριο.
Η θεά της Μάχης γύρισε και την αντίκρισε. Δάκρυα έτρεχαν αδιάκοπα από τα μάτια και των δυο. Έμοιαζαν διαλυμένες. Και μόνο αυτό δεν ήταν.
"Μπορεί να είμαι μπάσταρδο όπως υποστηρίζεις, όμως εσένα ο Δίας σε αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλη," αποκρίθηκε σταθερά και με φωνή από πέτρα η τελευταία.
"Εσένα σε αγαπούσε όσο τίποτα," την κατηγόρησε η θεά του Γάμου. "Θα έκανε τα πάντα για να είσαι ευχαριστημένη."
"Και πού είναι η μητέρα μου τώρα;" Σχεδόν ούρλιαξε η Αθηνά. Ύστερα έδειξε το κεφάλι του Δία. "Είναι εκεί μέσα κι εκεί θα μείνει αιώνια. Πέθανε μαζί του. Το μόνο που ήθελα ήταν να τη γνωρίσω. Και δεν έγινε ποτέ. Ούτε πρόκειται να γίνει. Διότι σήμερα έχασα τον πατέρα μου και τη μητέρα μου μέσα σε μια στιγμή για πάντα. Μη μου μιλάς λοιπόν για εύνοιες, γιατί ακόμα ζεις και αναπνέεις ακμαιοτάτη," πρόσθεσε με ένα τόσο συνειδητοποιημένο βλέμμα που θα πίστευε κανείς πως ήταν χιλιετίες γηραιότερη της Ήρας.
Η τελευταία έμεινε να την κοιτάει στυγερά και να τη δηλητηριάζει με το βλέμμα της.
"Δε μίλησε σε κανέναν. Μόνο σε εσένα. Εσύ ήσουν το άτομο που επέλεξε να μιλήσει. Και ξέρω ότι σου έδωσε το δαχτυλίδι των Προγόνων. Μην τολμήσεις να ξαναμίλησεις για αδικίες όταν οι δυο μου γιοί και δικοί του τον άφησαν αδιάφορο," της ψυθίρισε με απειλητική διάθεση.
Η θεά της Σοφίας δεν πτοήθηκε καθόλου. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον πατέρα της και στις θεές στο βάθος του δωματίου κι ύστερα γύρισε προς την Ήρα.
"Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω."
Κι αποχώρησε από το δωμάτιο με μάτια πρησμένα κι ανάστημα υψηλό και περήφανο.
Πέρασαν όλοι οι θεοί ξανά για να πουν το τελευταίο αντίο στον Μέγα Κυβερνήτη του Κόσμου. Αφού τελείωσαν, έφτασε η ώρα της κηδείας.
Περίλαμπρη τελετή. Τον νεκρό κουβαλούσαν σε ένα μεγάλο, ασημένιο φορείο που είχε φτιάξει ο Ήφαιστος, τέσσερα παιδιά του. Ο Ερμής, ο Άρης, ο Απόλλωνας και η Αθηνά. Ο Ποσειδώνας και ο Πλούτωνας είχαν προσφερθεί πρώτοι από όλους αλλά θεωρήθηκε ορθότερο να αναλάβουν το έργο απόγονοι του νεκρού κι όχι αδέρφια του.
Όλα του τα αδέρφια προηγούνταν του φορείου και στήριζαν την Ήρα η οποία μετά βίας στεκόταν στα πόδια της. Κάθε λίγο και λιγάκι σωριαζόταν στο έδαφος κι ο Ποσειδώνας ή ο Πλούτωνας τη συγκρατούσαν. Η Δήμητρα και η Εστία της ψιθύριζαν λόγια παρηγοριάς.
Πίσω από το φορείο ακολουθούσε μια τεράστια πομπή όλων των υπόλοιπων παιδιών του Δία που είχαν θεϊκή φύση και λοιποί συγγενείς και φίλοι των Θεών. Ο Διόνυσος, η Άρτεμις, ο Ηρακλής, η Ίρις, η Ήβη, οι Μούσες, οι Χάριτες, οι Ώρες και πολλοί πολλοί άλλοι. Αμέτρητοι ήταν οι αθάνατοι.
Έκαναν τον γύρο του Ολύμπου δώδεκα φορές. Έπειτα, σταμάτησαν μπροστά στο παλάτι του Δία, εκεί από όπου ξεκίνησαν, και εναπόθεσαν το φορείο καταγής. Εκεί, είχαν στήσει από πριν μια μεγάλη στοιβάδα από ξύλα και προσανάματα.
Ο Άρης και ο Απόλλωνας ανέβασαν το φορείο στην κορυφή της στοιβάδας και το ακούμπησαν πάνω της. Ύστερα, ράντισαν τον νεκρό για στερνή φορά με μύρα και έλαια από Αμβροσία.
Τον πυρσό για τη φωτιά τον κρατούσε ο Ερμής. Τον έδωσε στον Ποσειδώνα. Μαζί τον έριξαν με τον Πλούτωνα και άναψαν τα ξύλα της στοιβάδας.
Η φωτιά εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα ως την κορυφή.
Πολλοί από εμάς έχουν ανοσία στη φωτιά. Αν ο Δίας ανήκει σε αυτούς, τότε όλα αυτά είναι μάταια, σκέφτηκε μακάβρια η Αθηνά και ένιωσε δάκρυα να κυλούν ξανά.
Οι σκέψεις της έσβησαν όταν άρχισε να μυρίζει η καμένη σάρκα του πατέρα της. Σαν σφαχτό ζωντανό που θυσιαζόταν στο όνομά τους. Κρέας ανθρώπινο. Κρέας θεϊκό. Η φλόγα το καρβούνιαζε, το έψηνε, το έκαιγε, το έκανε στάχτη.
Σε λίγο ο Δίας, ο νικητής της Τιτανομαχίας και της Γιγαντομαχίας, ο φονιάς του Τυφώνα και πατέρας θεών και ηρώων, δεν θα ήταν παρά σκόνη.
•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•
Η κηδεία είχε πλεόν τελειώσει. Η φωτιά είχε σβήσει κι όλοι είχαν φύγει από τον έρημο Όλυμπο. Σχεδόν όλοι. Οι δεκατρείς εναπομείναντες θεοί, παρέμεναν στο παλάτι του Δία που πλέον ονομαζόταν μόνο της Ήρας. Οι θεές έμοιαζαν όλες ίδιες μέσα στους μαύρους χιτώνες και στα μαύρα τους πέπλα. Δεν ξεχώριζε η Άρτεμις της Εστίας ούτε η Δήμητρα της Ήρας. Η ίδια γυναίκα σε οκτώ διαφορετικά πρόσωπα.
Ο Πλούτωνας κάλεσε συμβούλιο των Θεών. Μαζεύτηκαν -όπως τον παλιό, καλό καιρό- στην Τράπεζα των Τιτάνων και έλαβαν τις κλασικές τους θέσεις. Την άδεια θέση του Δία κανένας δεν τόλμησε να την πλησιάσει. Εκτός από την Ήρα. Ο αδερφός της, όμως, ο Ποσειδώνας, την αγριοκοίταξε και της ένευσε να καθίσει εκεί που καθόταν πάντα. Η θεά υπάκουσε απρόθυμα.
Όταν η σιωπή είχε σχεδόν επιβληθεί, ο Πλούτωνας πήρε τον λόγο και όλοι πλεόν σώπασαν, έτοιμοι να τον ακούσουν με ενδιαφέρον και αμείωτη προσοχή.
"Αγαπητά μου αδέρφια και ανίψια, θεοί και θεές του Ολύμπου, ο Δίας χάθηκε. Όλοι αισθανόμαστε συντετριμμένοι από το τραγικό αυτό γεγονός. Και κατανοώ απόλυτα ότι το πένθος είναι βαρύ γιατί ο θάνατός του ήρθε σε όλους μας απότομα και απρόσμενα. Όμως, παρόλη τη θλίψη μας, οφείλουμε να αναλάβουμε τα καθήκοντά μας ως θεοί και να προχωρήσουμε σε ζητήματα που επείγουν και εκκρεμούν. Όλους αυτούς τους αιώνες που ο Δίας ζούσε, ήταν ο Κύριος των Πάντων και Μέγας Άρχοντας της γης και της Φύσης. Εξουσίαζε τον Ουρανό και τη Γη, τον κεραυνό και τη βροντή, τον καιρό, τον άνεμο, τη βροχή, τον Ήλιο και τη Σελήνη, τους θεούς και τους ανθρώπους. Αυτή η κενή θέση του πρέπει να καλυφθεί και μάλιστα το συντομότερο. Οφείλει να βρεθεί ένας κατάλληλος διάδοχος του. Ίσως θα ήμουν εγώ, ων ο πρώτος γιος του Κρόνου και της Ρέας. Ωστόσο, δε θα επιδιώξω αυτή την εξουσία επειδή τόσα χρόνια υπηρεσίας στον Κάτω Κόσμο με έχουν πείσει ότι δεν έχω πια τη δυνατότητα να κυβερνώ ζωντανούς. Για αυτό, όσοι επιθυμούν να διαδεχτούν τον Δία ας το δηλώσουν."
Στην προτροπή του Πλούτωνα στην αρχή κανένας δεν αντέδρασε. Η πρώτη που το έκανε ήταν η Ήρα, η οποία με περηφάνεια όρθωσε το κορμί της και κοίταξε έναν έναν τους θεούς.
"Ήμουν γυναίκα του Δία από την πρώτη στιγμή που στέφθηκε βασιλιάς της γης σε αυτό εδώ το μέρος. Τον ήξερα καλύτερα από όλους σας. Στάθηκα δίπλα του και δεν τον άφησα ποτέ, οτιδήποτε και αν έκανε εναντίον μου. Τον υποστήριξα σε οποιαδήποτε απόφασή του και πάντοτε προσπαθούσα να του δείξω το σωστό όπου δεν το έβλεπε. Είμαι κόρη Τιτάνων, μεγάλωσα στο Νησί των Εσπερίδων κι όχι στην κοιλιά του άπληστου πατέρα μου." Σε εκείνο ακριβώς το κομμάτι, τα αιμοβόρα μάτια της Ήρας έπεσαν στον Ποσειδώνα και τον Πλούτωνα σαν να τους απαγόρευαν να της φέρουν αντίρρηση. «Σας υπόσχομαι ότι όταν στεφθώ βασίλισσα των Θεών, θα υπηρετήσω το δίκαιο και το αμερόληπτο. Είμαι αποφασισμένη να αποδείξω τον εαυτό μου αντάξιο του Δία και ίσως και να τον ξεπεράσω. Θα εργάζομαι νυχθημερόν για το καλό των Θεών και των Ανθρώπων χωρίς υποκειμενικότητα ή αδυναμία. Σας ευχαριστώ που με ακούσατε."
Και αφού τελείωσε τον λόγο της, κάθισε τον στητό της κορμό πίσω στο θρονί της και το παγώνι της στάθηκε στις γάμπες της, ανοίγοντας διάπλατα την ουρά του για να επιδείξει όλο του το μεγαλείο.
Αμέσως μετά την Ήρα, σηκώθηκε ο Κοσμοσείστης Ποσειδώνας και χτύπησε με τη γροθιά του το τραπέζι για να μη μιλήσει κανείς πριν από εκείνον. Τα μάτια του πετούσαν φλόγες. Ήταν εξοργισμένος ψύχραιμα.
"Ωραία τα είπε η Ήρα και συμφωνώ μαζί της. Πραγματικά ίσως ξέρει τον Δία καλύτερα από όλους μας. Ίσως να του στάθηκε πάντοτε. Παρόλα αυτά, παραμένει να είναι μια απλή κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Εγώ από την άλλη, είμαι ο πρώτος γιος των Τιτάνων και ο πρώτος που αναγεννήθηκε όταν ο Κρόνος μας ξέρασε χάριν στον Δία. Είμαι ο Άρχοντας των Θαλασσών κι όπως όλοι γνωρίζουμε η γη καλύπτεται περισσότερο από νερό παρά από χώμα. Όλα αυτά τα χρόνια τη διοικώ χωρίς καμία δυσλειτουργία. Ξέρω τι απαιτείται για έναν σωστό κυβερνήτη. Και σας υπόσχομαι ότι όταν στεφθώ βασιλιάς του Ολύμπου θα διοικήσω εξίσου αψεγάδιαστα, με την Αμφιτρίτη βασίλισσα στο πλευρό μου." Το βλέμμα του σάρωσε τα μάτια όλων απειλητικά και στο τέλος συμπλήρωσε: «Αν ήμουν στη θέση σας, δε θα επέλεγα μια χήρα για βασίλισσα.»
Ο Ποσειδώνας επανήλθε στη θέση του σιωπηλά και επιδέξια. Η Αμφιτρίτη δίπλα του, του έπιασε το χέρι και το έσφιξε.
Σειρά είχε ο Άρης. Ο θεός του Πολέμου όρθωσε το σώμα του χωρίς να μην το γέρνει λίγο· το πένθος τον είχε καταβάλει. Τα μάτια του δεν είχαν εντελώς συνέλθει από τον θρήνο και μετά την κηδεία δεν είχε βγάλει κουβέντα. Μίλησε απόλυτα ήρεμα, με γαλήνια φωνή και βλέμμα, χωρίς να κορδώνεται και να απειλεί. Δίπλα του, δυο ζευγάρια γαλάζια μάτια ξεπρόβαλαν. Ένας από τους λύκους του. Πιθανότατα ο Πανικός.
"Είμαι ο Άρης. Και μόνο το όνομά μου μέχρι πρόσφατα αποτελούσε πηγή γέλωτα για κάθε αθάνατο. Ένα κακομαθημένο αγόρι, που μεγάλωσε με προβλήματα και ζει μέσα σε μια παρανοϊκή παραίσθηση. Ένας θεός που μισεί τη χαρά, την ευημερία, οτιδήποτε ωραίο. Ένας θεός που αγαλλιάζει όταν βλέπει θανάτους και εκστασιάζεται στο άκουσμα του παλμού της μάχης. Ένας θεός που λούζεται στο αίμα των νεκρών θνητών· θυσίες όλοι τους στο όνομά του. Αυτός όμως ο κακομαθημένος θεός δεν υπάρχει πια. Και ακόμη, αυτός ο θεός είναι ο πρωτότοκος γιος του θεού Δία και της νόμιμης συζύγου του, της Ήρας. Αυτός ο κακομαθημένος θεός διεκδικεί ανοιχτά όσα δικαιωματικά του ανήκουν και υπόσχεται ότι αν στεφθεί βασιλιάς, κανένας δε θα το μετανιώσει."
Το χαμόγελο της Αφροδίτης δε δύνονταν να κρυφτεί. Τον καμάρωνε. Ένιωθε υπερήφανη για εκείνον. Επιτέλους είχε αρχίσει να ωριμάζει. Ο Άρης της έριξε μια κλεφτή ματιά λατρείας, καθώς έπαιρνε ξανά τη θέση του.
Κανένας θεός δεν είχε μιλήσει ή αντιδράσει σε κανέναν λόγο από τους τρεις. Έτσι, ήρθε καιρός και για τον τέταρτο.
Η Αθηνά κάλεσε την κουκουβάγια της να σταθεί στον ώμο της και όρθωσε τον μυώδη της κορμό και το ατσάλινο βλέμμα της προς όλους τους θεούς. Τους κοιτούσε ανέκφραστα. Πάντοτε έτσι έπραττε, όταν ετοιμαζόταν να μιλήσει για να μην μπορεί κανένας να προβλέψει τι θα έθιγε.
"Είναι συγκινητικό που μετά από τόσους αιώνες όλοι οι Θεοί βρίσκονται ξανά στο σπίτι τους, συγκεντρωμένοι γύρω από την τράπεζα των Τιτάνων. Μου θυμίζει τα παλιά χρόνια, τότε που η ισχύς μας βρισκόταν στην καμπή της. Ωστόσο, οι καιροί έχουν αλλάξει ριζικά. Οι υποστηρικτές μας χάθηκαν, εμείς οι ίδιοι διασκορπιστήκαμε και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, χάσαμε τον βασιλιά και Κύριό μας. Εγώ, είμαι το πρωτότοκο παιδί του Δία. Το πρώτο παιδί που είχε ποτέ. Και επιθυμώ να διεκδικήσω τη δίκαιη κληρονομιά μου όπως αρμόζει. Γνωρίζω τι αποτελεί πρόβλημα και απειλή για εμάς και ήδη προσπαθώ να το εξαλείψω. Πρώτον, έλαβα διαταγή από τον ίδιο τον Δία να μας κρατήσω ενωμένους σε οτιδήποτε επακολουθήσει και να σας οδηγήσω στη λύτρωση. Μου έδωσε το δαχτυλίδι του ως επιβεβαίωση."
Τα μάτια όλων έπεσαν στο δεξί της χέρι, στο μοναδικό σημείο που και ο αείμνηστος θα επέλεγε να φορέσει το αναμνηστικό του κόσμημα. Εκεί ακριβώς, στα λευκά, λεπτεπίλεπτα δάχτυλα της Αθηνάς, έλαμπε το δαχτυλίδι σαν φάρος μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Οι κόγχες των ματιών της Ήρας έκαιγαν από τον φθόνο και του Άρη από τον θυμό. Όλα αυτά όμως δε θορύβησαν την Αθηνά.
"Ο Δίας μας θέλει ενωμένους κι αυτό ακριβώς θα είμαστε υπό τη βασιλεία μου. Στη συνέχεια, φρόντισα ήδη για την ενίσχυση της δύναμής μας. Διότι ελευθέρωσα τους Αρχαίους ήρωες των Ελλήνων, αυτούς που έπρατταν μεγαλεία στο όνομά μας." Το χέρι της έδειξε τον Ερμή. "Ο Ερμής ο ίδιος έπεισε τους Κριτές του Άδη και τους επέτρεψαν την έξοδο από τον Κάτω Κόσμο. Αυτή τη στιγμή, βρίσκονται στον κόσμο των Ανθρώπων και ζουν σαν κοινοί θνητοί. Δεν έχουν όμως ξεχάσει ποιοί πραγματικά είναι. Και κυρίως δεν έχουν ξεχάσει τους ευεργέτες τους. Προσεύχονται στο όνομά μας κι εμείς αποκτούμε πίσω τις παλιές μας δυνάμεις και το κύρος. Τις ημέρες της βασιλείας μου σας υπόσχομαι ότι θα επικρατεί ευημερία και ο θεοί θα αποκτήσουν την παλιά τους αίγλη. Τίποτα πια δε θα μας απειλεί."
Η θεά της Σοφίας έκατσε ξανά κάτω στο ασημένιο κάθισμα που είχε βρει σε μια γωνία και ο Ερμής δίπλα της ένευσε καταφατικά, συγκρατώντας μετά βίας το χαμόγελο υπερηφάνειας για την αδερφή του.
Τελικά είσαι πιο μεγάλη από όσο νόμιζα.
Οι υπόλοιποι θεοί μετά από την αποκάλυψη της Αθηνάς για την απελευθέρωση των Ηρώων, κοιτούσαν ο ένας τον άλλον με ανησυχία και η σιωπή βασίλευε.
Ο Πλούτωνας σηκώθηκε για άλλη μια φορά και τα μάτια όλων στράφηκαν προς εκείνον.
"Μια που δεν υπάρχει άλλος δηλών υποψήφιος, θα ήθελα να συζητήσουμε σχετικά με την αξία του καθενός." Ύστερα, στράφηκε προς τη Δήμητρα. "Ξεκίνησε εσύ, αδερφή."
<><><><><><><><><><><><>
Ορίστε και το καινούριο κεφάλαιο! Ελπίζω να το διασκεδάσατε όπως κι εγώ όταν το έγραφα. Το επόμενο θα ανεβεί μέσα στην επόμενη εβδομάδα. Να είστε όλοι καλά!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top