Ανιερή Συμφωνία
*Στο ξόρκι που ακολουθεί, θα σας γράψω τη μετάφραση σε σχόλιο στην παράγραφο 🖤. Ε τι θέλετε, τώρα; Έκατσα κι έγραψα ξόρκι στα Αρχαία Ελληνικά, έχω κάνει και μεγαλύτερες ανωμαλίες στη ζωή μου 😂*
*Το άνωθεν aesthetic είναι παραγωγής Μάνας Βασίλως κι έχω φτιάξει για όλους τους Αρχηγούς Συμμαχιών εδώ. Θα ανεβαίνουν με τα κεφάλαια*
Καλή Ανάγνωση!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Αθηνά απαρνήθηκε τον έρωτα από τη ζωή της οικειοθελώς. Όχι μόνο δεν τον επιθυμούσε, θεωρώντας τον μηδαμινής σημασίας ασχολία αλλά και δεν τον κατανοούσε, της φάνταζε περίπλοκο, δαιδαλώδες μυστήριο. Αδυνατούσε να δεχτεί το μεγαλείο του και να καταλάβει απόλυτα το βάθος του, ως Θεά της Λογικής και της Γνώσης. Παρόλα αυτά, την Αγάπη τη γνώριζε έντονα κι ολοκληρωτικά· από αυτήν είχε γεννηθεί, σε αυτήν είχε ανατραφεί μέσα στο μυαλό του πατέρα της κι εκείνη φυλούσε στην καρδιά της για τα αδέλφια, τους θείους μα και τον Δία, αφότου γεννήθηκε. Την ανιδιοτελή, αχαλίνωτη, άσβεστη Αγάπη την κατανοούσε και θαύμαζε. Για αυτό, την είχε ψιθυρίσει κάποτε και στο αυτί του Πλάτωνα.
Όταν ο Δίας ήθελε να την απομακρύνει από τον Άρη και τη συντροφιά του, της γνώρισε την Παλλάδα. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη του Ποσειδώνα, πρωτότοκη κόρη του από την Αμφιτρίτη, μα ξεχωριστή από όλα τα παιδιά του ήδη. Σαν την Αθηνά κι αυτή, είχε μια έντονη έφεση στα όπλα και τη μάχη, δε νοιαζόταν για παρθενικές ασχολίες και βαριόταν τις συμβατικές γυναικείες δραστηριότητες. Διέθετε ένα εξίσου άγριο πνεύμα με την κόρη της Μήτιδας κι ακόμα περισσότερο. Ο Δίας τις σύστησε μετά από προτροπή του Ποσειδώνα· μήπως η σύνεση κι ωριμότητα της Αθηνάς επηρέαζε στο ελάχιστο τη ρηξικέλευθη Παλλάδα.
Δε συνέβη τίποτα τέτοιο. Οι δυο αθάνατες δέθηκαν σχεδόν αμέσως με φιλία βαθιά και σπάνια μα δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή συμβατικής σύνεσης μεταξύ τους. Συναντιούνταν κυρίως στη λίμνη Τριτωνίδα, στη Λιβυή της Αφρικής, μακριά από τον Όλυμπο και τις Θάλασσες του Ποσειδώνα. Οι λίμνες και τα ποτάμια ανήκαν στον αρχέγονο Τιτάνα, τον Ωκεανό, που λάτρευε την εγγονή του, την Αθηνά. Εκεί, λοιπόν, σχεδόν πλήρως ανεξάρτητες, οι ξαδέλφες επιδίδονταν στην τέχνη που η Παλλάς αγαπούσε ανερυθρίαστα κι η Αθηνά κρυφά· την τέχνη του Πολέμου. Ώρες ολόκληρες περνούσαν εξασκούμενες στην πάλη, την πυγμή, το παγκράτιο κι όλα τα πολεμικά αθλήματα κι έπειτα στην τοξοβολία, στην ιππασία, στην ξιφομαχία και στα δόρατα. Ένιωθαν αμφότερες ελεύθερες και φυλούσαν το συναίσθημα σαν θησαυρό· η Παλλάς γιατί είχε βρει κάποιον που ενέκρινε τη φύση της επιτέλους κι η Αθηνά επειδή είχε βρει μια αληθινή φίλη κι αδελφή ψυχή, για την οποία δεν ένιωθε ενοχές απέναντι στον πατέρα της. Η Παλλάς δεν ήταν Άρης, άλλωστε.
Παρόλα αυτά, ο Δίας, παρακολουθώντας ενίοτε τις προπονήσεις τους, δε φαινόταν να αρέσκεται στις ασχολίες της κόρης του, ειδικά όταν περνούσε διαρκώς περισσότερο χρόνο με την κόρη του Ποσειδώνα. Γνώριζε καλά πόσο θα ενδυναμωνόταν η καρδιά της Αθηνάς και το σθένος, με μια φίλη -μια αδελφή ψυχή- σταθερή κι ενθαρρυντική. Δεν τον συνέφερε να βρίσκεται η κόρη του σε πλήρη συναισθηματική αυτονομία από εκείνον. Φοβόταν ακόμη την πιθανότητα να τον ανατρέψει. Αποφάσισε, λοιπόν, ότι η Παλλάς έπρεπε να φύγει από τη μέση το συντομότερο δυνατόν.
Μια μέρα, λίγο μετά το ξημέρωμα, οι δυο φίλες εξασκούνταν στα δόρατα. Πέταξαν τα τετράμετρα όπλα ταυτόχρονα, στοχεύοντας με όση περισσότερη ακρίβεια διέθεταν. Η Παλλάς είχε εξαιρετικό στόχο και θα πετύχαινε την Αθηνά στο στήθος, κατάκαρδα. Ωστόσο, ο Δίας είχε άλλα σχέδια. Έριξε μπροστά στο παιδί του την Αιγίδα του, τον τρομερό, ολόχρυσό του θώρακα, με το τομάρι της αίγας Αμάλθειας κι η Παλλάς σάστισε, τρόμαξε στη μεγαλειώδη θέα και παραπάτησε, ώστε το δόρυ της Αθηνάς, υπό την καθοδήγηση του Δία, τη βρήκε κατάστηθα και τη σκότωσε ακαριαία.
Η Αθηνά δεν πρόλαβε ούτε να την αποχαιρετίσει. Μονάχα έκλαιγε βουβά, παραδίδοντας τη στην απαρηγόρητη μάνα και στον θλιμμένο πατέρα, που πρώτη φορά έχαναν παιδί και γεύονταν αυτήν την πικρή χολή. Ο Ποσειδώνας δεν τόλμησε να απαιτήσει αντίποινα για τον θάνατο της κόρης του. Όχι μόνο γιατί φοβόταν τον Παντοδύναμο Δία μα και την ίδια την Αθηνά. Δεν είχαν ξαναδεί Θεά να σκοτώνει Θεά· ήταν εμφανές ότι κρυβόταν μεγάλη Δύναμη στην κόρη της Μήτιδας και δε θα ήθελαν να την προκαλέσουν.
Η Θεά της Σοφίας τη θρήνησε απαρηγόρητη για πολύ καιρό κι ίσως δε θα ξεπερνούσε τον χαμό, αν δεν της ανετίθετο μια νέα υποχρέωση από τον Δία· η επίβλεψη κι επιμόρφωση των νεογέννητων δίδυμων, του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας. Τότε, γνωρίζοντας το απόλυτο Φως και Κάλλος της Τέχνης που αντιπροσώπευσε ο Φοίβος, αποφάσισε να αφήσει τη μνήμη της φίλης της ανεξάντλητη, άθικτη στην αιωνιότητα, ώστε να την αποχαιρετήσει όπως της άρμοζε, με ένα αριστούργημα.
Ως Θεά των Τεχνών, με ιερό δέντρο την Ελιά, έκοψε έναν τέτοιον κορμό και τον σμίλευσε, δουλεύοντας επιμελώς για μέρες ολόκληρες. Με ασύγκριτη αριστοτεχνία, σκάλισε ένα πανέμορφο αγαλματίδιο, κατ'ομοίωση της Παλλάδος. Προς τιμήν της, ονομάστηκε Παλλάδιο και το δώρισε στον λαό της Τροίας κάποτε, ως ένδειξη ευλογίας και προστασίας. Όταν ο Οδυσσέας το πήρε πίσω με τη συμβολή της Ωραίας Ελένης, αιώνες αργότερα, η προστασία της έπαψε να υφίσταται στην πόλη του Πριάμου.
Η ύστατη τιμή στην αδικοχαμένη Παλλάδα ήταν το ίδιο της το όνομα, το οποίο η Αθηνά διατήρησε άσβεστο, καθώς το επωμίστηκε· έγινε η Αθηνά Παλλάς. Έφερε το όνομα του θύματος της από αισχύνη και για να μην τη λησμονήσει ποτέ. Παρόλα αυτά, δεν αγνόησε ούτε ξέχασε ποιός είχε οδηγήσει το δόρυ στην καρδιά της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Ήρθαν! Τους είδα από την ταράτσα! Φτάνουν!» Αναφώνησε ενθουσιασμένη η Άρτεμις, κατεβαίνοντας στο καθιστικό πηδώντας τα σκαλιά ανά τρία.
Δεν τόλμησε κανείς να ρωτήσει ποιούς εννοούσε, δεδομένου ότι από την ώρα που είχαν φύγει, δεν είχαν κλείσει μάτι.
«Είναι κι ο Οδυσσέας μαζί τους;» Αναρωτήθηκε για το ουσιώδες ο Ήφαιστος.
«Σίγουρα. Τον είδα, μαζί με τον Σίσυφο! Τον ελευθέρωσαν!»
Στο άκουσμα της χαρμόσυνης είδησης, μετά από απανωτές δυστυχείς που άκουγαν τις τελευταίες ημέρες, όλη η Συμμαχία αναθάρρησε και ξέσπασε σε αλαλαγμούς κι επιφωνήματα χαράς. Μονάχα η Αντιγόνη κι η Νιόβη, πάντως, στέκονταν στωικές, αδυνατώντας να μοιραστούν την αγαλλίαση τους. Δε γνώριζαν τον Οδυσσέα, είχε ζήσει μετά από εκείνες κι εφόσον ήταν προφανώς φίλος του Διομήδη, δεν τους έμοιαζε συμπαθής.
Την πόρτα έσπευσε κι άνοιξε με θεατρική υπερβολή ο Ερμής, υποκλινόμενος σαν άρτια εκπαιδευμένος οικονόμος μα, μόλις αντίκρισε τον Άρη, που στήριζε ο Έκτωρ, κατανόησε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ευθύς, στάθηκε αγέρωχος κι ένευσε σε όλους να τον μιμηθούν, διότι ένας αποδυναμωμένος Θεός παρέμενε ανησυχητικό θέαμα, μολονότι εχθρός ή κάτι ανάμεσα σε εχθρό και φίλο, όπως ο Άρης. Το θέμα αποτελούσε καυτή πατάτα και δεν είχε θιχτεί από κανέναν, όσο περίμεναν. Το ποιός θα το επέλυε τελικά, παρέμενε προσδόκιμο.
Στη θέα του χλωμού από την αιμορραγία Άρη, του οποίου η ιχώρα είχε μουσκέψει τον Έκτορα και την Ανδρομάχη, πρώτοι έτρεξαν κοντά του ο Προμηθέας κι η Εκάτη, μιας κι εκείνοι γνώριζαν τα πάντα από την αρχή και δεν τον εχθρεύονταν στο ελάχιστο. Ο Προμηθέας τον σήκωσε με ευκολία στα χέρια του, ξαλαφρώνοντας τον Έκτορα, ο οποίος σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα κατάκοπος.
«Καλωσορίσατε,» τους υποδέχτηκε επίσημα ο Ήφαιστος, η πρώτη φωνή μέσα σε άπειρα επιφωνήματα έκπληξης κι απορίας. «Εκτός από τον Άρη, είστε όλοι καλά; Χρειάζεστε βοήθεια με κάποιο τραύμα;»
«Επιφανειακές γρατζουνιές είναι μόνο, τίποτα σοβαρό, Ήφαιστε,» του απάντησε ο Σίσυφος. «Μονάχα ο Άρης λαβώθηκε.»
«Πώς έγινε;» Ρώτησε, απευθυνόμενη σε όλους η Μήδεια, που πλησίασε να βοηθήσει την κυρά της, την Εκάτη.
«Πολεμήσαμε τους Γίγαντες,» αποκρίθηκε βλοσυρά ο Οδυσσέας, προκαλώντας άλλη μια απανωτή έκπληξη στο ακροατήριο. «Εκεί είχα παγιδευτεί, στο κελί τους. Τα νύχια και τα δόντια των φιδιών που έχουν στα πόδια τραυμάτισαν τον Άρη, κατά τη διαφυγή μας.»
«Καταραμένα τέρατα,» έβρισε βραχνά η Εκάτη, εξετάζοντας την πληγή πρόχειρα. Στράφηκε στον Προμηθέα. «Πήγαινε τον στο δωμάτιό μου. Μήδεια, Άρτεμις, Νιόβη, ελάτε μαζί μου.»
«Αποκλείεται,» αντιτάχθηκε η τελευταία πεισματικά. «Δεν πρόκειται να βοηθήσω έναν θεό που δεν ανήκει καν στους συμμάχους μας, πόσο μάλλον με την Αρτέμιδα-»
Δε συνέχισε τη φράση της. Ήταν υπερβολικά σαστισμένη, διότι η Εκάτη την τύλιξε σε μια ιώδη δίνη και τη μετέφερε στον αέρα μετέωρη, ως το δωμάτιο της. Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω της, δεν ακούστηκε τίποτα άλλο.
Με το που ακούστηκε, όμως, το κλείσιμο της πόρτας, ο τραυματισμός του Άρη ξεχάστηκε κι όλη η Συμμαχία του Ανέμου, εκτός των συγκροτημένων Ηφαίστου κι Αντιγόνης, έπεσε πάνω στον Οδυσσέα, θέλοντας να τον καλωσορίσουν πανηγυρικά, όπως του άρμοζε, με πρώτο από όλους τον Διομήδη.
«Αν δε βρωμούσες τόσο, θα σε αγκάλιαζα κιόλας,» αστειεύτηκε, σφίγγοντας το χέρι του, σαν να ήθελε να διοχετεύσει όλη του την ανακούφιση που τον έβλεπε ξανά ζωντανό σε εκείνη την απλή χειρονομία.
«Απολογούμαι που δεν αξιοποίησα τα υπέροχα λουτρά του Κάτω Κόσμου, από τα πέντε δηλητηριώδη ποτάμια του,» ανασήκωσε το δεξί του φρύδι ο Οδυσσέας, μειδιάζοντας. «Ωστόσο, έχεις δίκιο. Ζέχνω ολόκληρος.» Ύστερα, στράφηκε στους υπόλοιπους, φανερά συγκινημένος. «Σας ευχαριστώ ολόψυχα για τη θερμή υποδοχή. Περιμένετε με εδώ. Θα ήθελα να συζητήσουμε ορισμένα πολύ σοβαρά ζητήματα και καλύτερα να είμαι καθαρός.»
«Επίτρεψε μου να σε συνοδεύσω, καθώς καλό θα ήταν να πληροφορηθείς ορισμένα πράγματα,» επενέβη ο Ερμής, αναγνωρίζοντας τη σημαντικότητα του Οδυσσέα, όχι μόνο ως ευνοούμενου της Αθηνάς μα και Καταλύτη.
Ο Οδυσσέας δεν αντιστάθηκε. Δε θα ντρεπόταν να πλυθεί μπροστά στον Ερμή, άλλωστε τον είχε δει στα χειρότερα του -ικέτη στη Ναυσικά με ένα κλαδί για ένδυμα. Αντιθέτως, εκτιμούσε το γεγονός ότι ο θεός των Εμπόρων θα τον ενημέρωνε αυτοπροσώπως. Φυσικά, για μέγιστη βεβαιότητα, θα επαλήθευε αργότερα όσα περισσότερα δύναντο με τον Διομήδη.
Στο μεταξύ, στο κλειστό δωμάτιο της Εκάτης, επικρατούσε πανικός. Πρώτα, ανέλαβε τον τραυματία Άρη ο Προμηθέας, για να σταματήσει την αιμορραγία, ενώ η Άρτεμις την εξέτασε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Ο γιος του Ιαπετού δοκίμασε όλα τα βότανα και γιατροσόφια που γνώριζε, ιώδιο οινόπνευμα, μα τίποτα δε βοηθούσε.
«Δε σταματάει να αιμορραγεί με τίποτα!» Δήλωσε ανήσυχος κι η Εκάτη προβληματίστηκε.
«Νιόβη,» στράφηκε στη μόνη θνητή του δωματίου. «Θα του καυτηριάσω την πληγή κι αργότερα εσύ θα τη ράψεις.»
«Θεά Εκάτη, δεν-»
«Κάνε αυτό που σου λέω,» την πρόσταξε κοφτά εκείνη. «Τα προηγούμενα που έχεις με θεούς εδώ, λύσε τα παρουσία του Ηφαίστου, που είναι ο τέλειος ειρηνοποιός, εφόσον απουσιάζει η Αθηνά. Προς το παρόν, σε χρειάζομαι να με βοηθήσεις.»
«Μα γιατί εγώ;» Απόρησε ειλικρινά η αλλοτινή Άνασσα της Θήβας. «Σαφώς, υπάρχουν σοφότερες και σπουδαιότερες γυναίκες από εμένα εδώ· η Αντιγόνη κι η Ανδρομέδα, λόγου χάρη.»
«Το αλάθητο ένστικτο μου, με διέταξε να καλέσω εσένα και θα το εμπιστευθώ. Την αξία σου θα την αποδείξεις μόνη κι είμαι βέβαιη ότι θα εκπλαγούμε.»
Δεν είπε τίποτα άλλο η Εκάτη. Μονάχα πήρε το μαχαίρι που είχε ζεστάνει σε καμινέτο η Άρτεμις και το εναπόθεσε στην πληγή του Άρη απότομα, αμέσως αφότου ο Προμηθέας είχε βάλει τη δερμάτινη ζώνη του ανάμεσα στα δόντια του. Ο θεός του Πολέμου τη χρειάστηκε, διότι ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη κι αντοχή, στον οξύ πόνο που τον συνεπήρε. Ώρα πολλή άφησε το μέταλλο στο δέρμα η Εκάτη, για να σιγουρευτεί ότι πέτυχε. Μόλις τελείωσε κι έπαψαν οι φωνές, η Μήδεια έγειρε και ψιθύρισε στο αυτί της.
«Είδα μέσα στην ιχώρα του ίχνη μαύρα, ιώδη και πράσινα· τρία διαφορετικά δηλητήρια. Επίτρεψε μου να τα εξάγω.»
«Ελεύθερα,» ήταν η μόνη απάντηση της με ένα θετικό νεύμα.
Η Μήδεια προχώρησε αποφασιστικά κι ακούμπησε τις παλάμες της στο γυμνό από τη μέση και πάνω σώμα του· η αριστερή στην πληγή κι η δεξιά στην καρδιά του. Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του, ένιωσε το αντάμωμα των ψυχών τους και ξεκίνησε.
«Γαία. Έρεβος. Ουρανός. Πόντος.
Ύδωρ. Χους. Ιλύς. Ιχώρ αρχέγονος, ήπερ εγέννησας τήνδε αρά και φάρμακον, απέλυσον τη τώρα! Γενέσθω, γένοιτο! Ιασώ τραύμα και ιχώρα Άρεως, υιού Διός και Ήρας, ως μόνον συ δύνασαι! Αρά Ταρτάρου, τέκνο του μάργου Ουρανού, τρέψον, φύγε! Γενέσθω, γένοιτο!»
Με την πρώτη απόπειρα, δε συνέβη τίποτα απολύτως. Μα η Μήδεια ήταν πεισματάρα κι αποφασισμένη να πετύχει. Η Εκάτη δεν τη βοήθησε, μονάχα παρακολουθούσε με αμέριστο ενδιαφέρον. Η κόρη του Αιήτη προσπάθησε δεύτερη και τρίτη φορά. Στην τέταρτη, ξεπήδησε από το στόμα, τα αυτιά και τη μύτη του Άρη ένα μαύρο υγρό.
«Εύγε, Μήδεια!» Την επιδοκίμασε τότε η θεά των σταυροδρομιών. «Έβγαλες το δηλητήριο από μέσα του επιτυχώς!»
Εκείνη, πάλι, την ευχαρίστησε και σωριάστηκε κατάκοπη σε μια άδεια καρέκλα. Η άσκηση μαγείας με τόση ένταση την εξάντλησε.
«Πώς είναι ο αδελφός μου;» Ακούστηκε ο Ήφαιστος, που είχε έρθει με πραγματική αγωνία να μάθει την πρόοδο τους. Η πόρτα ανοιγόκλεισε τάχιστα.
«Κάναμε όλα όσα μπορούσαμε, η Μήδεια έβγαλε το δηλητήριο, οπότε δε διατρέχει σοβαρό κίνδυνο,» τον καθησύχασε με ήρεμη φωνή ο Προμηθέας.
Μα την ώρα που ολοκλήρωσε τη φράση του, ένας πίδακας ιχώρας ξεπήδησε από την καυτηριασμένη πληγή κι ο Άρης σφάδασε, ενώ η Άρτεμις καθάρισε το μαύρο φαρμάκι από το πρόσωπο του.
«Πρόσεξε, μην καταπιείς τίποτα!» Τον προειδοποίησε, προτού στραφεί στην Εκάτη άναυδη. «Τι στα Τάρταρα έγινε; Δεν είχες καυτηριάσει το τραύμα;»
«Με τέτοιο κάψιμο, θα σκότωνα έναν θνητό, σε βεβαιώ,» απάντησε ανήσυχη η σκοτεινή θεά. Έσκυψε ξανά πάνω από τον Άρη, εξετάζοντας τον με μάτια και χέρια εκπαιδευμένα.
«Δε σταματά να αιμορραγεί,» δήλωσε το προφανές ο Ήφαιστος, που είχε πανιάσει από φόβο. «Τι του συμβαίνει;»
«Να την καυτηριάσουμε ξανά;» Αναρωτήθηκε η Νιόβη μα η Εκάτη το απέρριψε με μια κίνηση του χεριού της.
«Θα τον ταλαιπωρήσουμε χωρίς λόγο,» είπε αφηρημένα. «Δε σε άκουσε το Έρεβος, Μήδεια,» απεφάνθη κι όλοι κρέμονταν από τα χείλη της. «Οι Μοίρες τιμωρούν τον Άρη για τον φόνο της Αφροδίτης. Μια αρά, μια κατάρα ελλοχεύει στην ψυχή του, το τίμημα της ιχώρας που έβαψε τα χέρια του.»
«Τι σημαίνει αυτό; Τι του επιφυλάσσει;» Ρώτησε ο Ήφαιστος τρέμοντας.
«Αγνοώ,» ανασήκωσε τους ώμους της ανάλαφρα. «Ο χρόνος θα μας φανερώσει. Την ώρα που πεθαίνουν αθάνατοι κι ορφανεύουν οι θρόνοι τους, σε τόσο αλλόκοτους καιρούς, ας κρατήσουμε αυτιά και μάτια ανοιχτά, για να μη χάσουμε το αόρατο χέρι του εχθρού που θα χτυπήσει.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο πλέον ευπαρουσίαστος Οδυσσέας, που θύμιζε πιότερο τον Άνακτα που έφυγε από την Ιθάκη κι όχι τον ζητιάνο που είχε επιστρέψει, πλήρως ενημερωμένος από τον Ερμή, περισσότερο από όλους τους θνητούς της Συμμαχίας μαζί, εισήλθε στο καθιστικό, για να λάβει πάλι μια υποδοχή αντάξια Αρχηγού. Ωστόσο, αυτή τη φορά, δεν είχε χρόνο να την απολαύσει.
«Και πάλι σας ευχαριστώ για το εγκάρδιο καλωσόρισμα μα πρέπει να σας μιλήσω. Καθίστε, παρακαλώ.»
«Ποιός είσαι εσύ, δηλαδή, που στέκεσαι τόσο ψηλά κι όλοι σε λατρεύουν και σέβονται τόσο;» Απόρησε, με άπλετη ειρωνεία, η Αντιγόνη, που τον παρακολουθούσε διαρκώς με σκεπτικισμό. «Στις λίγες ημέρες που βρίσκομαι εδώ, δεν είδα κανέναν θνητό να λαμβάνει ειδική μεταχείριση κι ενημέρωση από αθάνατο. Είσαι, λοιπόν, κανένα επιφανές νόθο του Δία ή απλώς ένας στενός φίλος του Ερμή;»
«Πρώτη φορά με μπερδεύουν με τον Διόνυσο μα δεν είμαι τίποτα από αυτά που ανέφερες, σε αντίθεση με εκείνον,» της απάντησε με ένα πλατύ μειδίαμα ο Οδυσσέας και το φρύδι του εκτινάχτηκε, στην προσμονή της πρόκλησης. «Θράσος, αφοπλιστική ευθύτητα κι έμφυτη αψήφηση.» Έτεινε το χέρι του για χειραψία. «Τιμή και χαρά να σε γνωρίζω, Αντιγόνη.»
Του ανταπέδωσε τη χειραψία, φανερά έκπληκτη.
«Με γνωρίζεις;»
«Θα ήταν ανάρμοστο, με πνευματική μέντορα την Αθηνά, να μη γνωρίζω και θαυμάζω το πρότυπο σύνεσης, ευσυνειδησίας και καθήκοντος.»
Κατάλαβαν αμφότεροι ότι την αποστόμωσε, συνεπώς ο γιος του Λαέρτη στράφηκε σε όλους τους παρόντες θνητούς.
«Για αυτό ακριβώς επιθυμώ να σας μιλήσω· για το καθήκον και τη σπουδαιότητα του, την οποία θαρρώ λησμονείτε ελαφρώς.»
«Δεν είναι εξαιρετικός στα λόγια;» Πείραξε την Αντιγόνη ψιθυρίζοντας δίπλα της ο Διομήδης, που είχε εμφανιστεί σχεδόν διά μαγείας.
«Ομολογουμένως, ξέρει να τραβά την προσοχή και να εξάπτει την περιέργεια,» παραδέχτηκε απρόθυμα εκείνη, εξίσου ψιθυριστά.
«Στις πρώτες εντυπώσεις είναι άφταστος. Στις ύστατες, υστερεί λίγο,» σχολίασε με άπειρα κρυφά νοήματα.
«Τι εννοείς;» Έσμιξε τα φρύδια η κόρη του Οιδίποδα.
«Ρώτησε τον Κύκλωπα Πολύφημο ή τους Τρώες.»
Ήταν έτοιμη να του ζητήσει διευκρινίσεις, μα η στεντόρεια φωνή του Οδυσσέα δυνάμωσε κι επιβλήθηκε όλων των άλλων με στόμφο, δυναμισμό και πανσοφία. Θαρρείς και το λουτρό τον είχε αναζωογονήσει κι αναστήσει καθολικά. Μα τι ανόητη σκέψη· η τηλεπαθητική σύνδεση με την Αθηνά το είχε πράξει τούτο. Τι κι αν τότε -στον Κάτω Κόσμο- ήταν ρακένδυτος κι ακάθαρτος· η ηττημένη του ψυχή είχε ανυψωθεί ψηλότερα κι από όταν είχε συλλάβει το σχέδιο του Δούρειου Ίππου.
«Πράγματι, η επίγνωση του χρέους είναι η σπουδαιότερη αξία και σε αυτή πρέπει να προσκολληθούμε αυτές τις δύσκολες ημέρες. Η Αθηνά έχει απαχθεί· φαινομενικά η Συμμαχία είναι ακέφαλη. Θεοί πάνε κι έρχονται από τους νεκρούς με παράξενα ξόρκια που εμείς δεν κατανοούμε. Ύστερα, εμφανίζεται ένας άσπονδος εχθρός μας σαν ύστατος σωτήρας.»
«Μικρέ, χάνεις το νόημα, λέγοντας μας όσα ήδη ξέρουμε,» τον προκάλεσε ο Σίσυφος. «Γιατί δε μοιράζεσαι μαζί μας όσα σου είπε ο Ερμής;»
«Όσα γνωρίζετε ήδη, γνωρίζω κι εγώ,» αποκρίθηκε προσεκτικά. Το μικρό, αθώο ψέμα ήταν η πρώτη βάση στη διπλωματία. «Συμφωνώ· είναι αδύνατον να βρεθεί χρόνος για ενδοσκόπηση, όταν τα γεγονότα εναλλάσσονται αλματωδώς αλλά, σας παρακαλώ, θυμηθείτε και σκεφτείτε. Θυμηθείτε γιατί βρίσκεστε εδώ· γιατί επιλέξατε την πλευρά της Αθηνάς κι εμπιστευθήκατε την ίδια. Εγώ ξέρω γιατί ήρθα και θα μείνω ως το τέλος· επειδή πιστεύω με όλη μου την ψυχή ότι η Αθηνά πρέπει να καθίσει στον θρόνο των Αθανάτων χωρίς διαπραγμάτευση ή καθυστέρηση. Η Αθηνά δεν αποτελεί την ύστατη λύση μα την πρώτη και τη σταθερότερη. Είμαι τυχερός που έχαιρα της εύνοιας της όσο ζούσα και πλέον αισθάνομαι ευτυχής που μπορώ να της ξεπληρώσω το ανείπωτο δώρο αυτό. Από την Ήρα, δεν μπορούμε να τη σώσουμε εμείς. Αν μη τι άλλο, δεν είμαστε σε θέση να το κρίνουμε αυτό. Επομένως, πρέπει να φανούμε άξιοι της εμπιστοσύνης και στήριξης της· ας μείνουμε ενωμένοι κι ας αγνοήσουμε όλα όσα μας χώριζαν κάποτε. Δεν είμαστε μονάδες μα η Συμμαχία του Ανέμου.»
«Ποιά Συμμαχία του Ανέμου;» Απόρησε δικαίως ο Περσέας. «Πώς ορίζεται η Συμμαχία, όταν οι αθάνατοί της φροντίζουν έναν εχθρό και τρεις παρατρεχάμενοί του κάθονται μαζί μας;» Έδειχνε κατηγορηματικά κι απροκάλυπτα τους τρεις σιωπηλούς παρατηρητές, που στέκονταν σε μια γωνία κι αν μπορούσαν, ούτε καν θα ανέπνεαν· η Ανδρομάχη, η Πηνελόπη κι ο Έκτωρ.
«Ωραία τα μεγάλα λόγια, Οδυσσέα, πόσο μάλλον μπροστά στη γυναίκα σου και το ειδεχθές συνάφι που επέλεξε!» Τον αποδοκίμασε κι η Ανδρομέδα.
«Απέδειξα την αφοσίωση μου στον ιερό σκοπό της Αθηνάς, όταν έσπευσα μόνος να τη βοηθήσω και κατέληξα δέσμιος στον Κάτω Κόσμο,» απάντησε σε πλήρη ετοιμότητα ο Οδυσσέας. «Τα λόγια μου είναι υποσχέσεις πράξεων αλλά μόνος μου δεν μπορώ να στηρίξω την Άνασσα μας ούτε κι εσείς. Κι αν τόσο σας πειράζει η παρουσία τριών εξίσου αφοσιωμένων στρατιωτών, θα τους βγάλω από το δωμάτιο.»
«Θέλουμε να μείνουμε εδώ,» δήλωσε αμετάκλητα η Ανδρομάχη. «Πώς αλλιώς θα πληροφορούμαστε την πρόοδο του Άρη;»
«Ας βγούμε,» παρότρυνε ευγενικά η Πηνελόπη, προτού ο Έκτορας πετούσε καμία ανάρμοστη κουβέντα, προς υπεράσπιση της γυναίκας του. «Οπωσδήποτε, πρέπει να γυρίσω στη Μάνη, για να ειδοποιήσω την Έριδα και την Περσεφόνη για τον τραυματισμό του Άρη, δικαιούνται να γνωρίζουν.»
«Ανοησίες,» διαφώνησε χαμηλόφωνα ο Έκτωρ. «Δεδομένων των δυνάμεων της Έριδας, θα το ξέρουν ήδη.»
«Άφησε με,» σχεδόν ικέτευσε η Πηνελόπη. «Εκεί, είμαι η Πηνελόπη, η μαθητευόμενη της Πανθεσίλειας. Εδώ, είμαι η γυναίκα του ανεπίσημου Αρχηγού.»
Βγήκαν κι οι τρεις από το δωμάτιο νωχελικά, αφήνοντας τους υπόλοιπους θνητούς μόνους, ώστε η ξαδέλφη της Ελένης αποσύρθηκε βιαστικά, αφήνοντας μόνο το τρωικό ζεύγος να αναμένει εναγωνίως τις ενημερώσεις του Ηφαίστου.
Από την άλλη, ο Οδυσσέας, παρόλο που απόρησε με τη φυγή της Πηνελόπης, αποφάσισε να το ερευνήσει αργότερα, αφιερώνοντας όλη του την προσοχή στο δύσκολο έργο της σύσφιξης των αδιανόητα έντονων προσωπικοτήτων που είχαν προσχωρήσει στη Συμμαχία του Αέρα. Επρόκειτο για ένα απαραίτητο κακό, ένα έργο δύσκολο και λεπτεπίλεπτο, το οποίο κανένας δεν είχε αναλάβει ως τότε, όχι μόνο επειδή αναγνώριζαν την πολυπλοκότητα του μα και γιατί γνώριζαν πως η μόνη που είχε πιθανότητες επιτυχίας, ήταν η Αθηνά. Ο Οδυσσέας είχε αποφασίσει να προσπαθήσει σθεναρά κι ας αποτύγχανε.
«Πρώτον, όσον αφορά τον Άρη, αφού κατέβηκε στα Τάρταρα κι έσωσε την Αθηνά, θέτοντας τον εαυτό του σε σοβαρό κίνδυνο, θαρρώ οφείλουμε να του ανταποδώσουμε τη βοήθεια με μια περίθαλψη,» ξεκίνησε προσεκτικά.
«Δεν την έσωσε,» τον διόρθωσε εριστικά η Αντιγόνη. «Την εξέθεσε στην αιχμαλωσία της Ήρας, ούσα ευάλωτη. Θα μπορούσε να της την είχε παραδώσει κι ο ίδιος.»
«Σκότωσε την Αφροδίτη και κατέβηκε για χάρη της Αθηνάς στο άντρο των τεράτων και των Τιτάνων,» υπενθύμισε ο Διομήδης, απόλυτα εναρμονισμένος με τον Οδυσσέα. «Είναι ξεκάθαρο πού έγκειται η πίστη του.»
«Έχουμε τον θεό του Πολέμου με το μέρος μας, λοιπόν,» αποδοκίμασε η Αταλάντη. «Σιγά τον σπουδαίο.»
«Μαζί με τον στρατό των Αμαζόνων, και τους πολεμικούς θεούς,» τόνισε ο Οδυσσέας, εκείνη την άκρως σημαντική λεπτομέρεια. «Και μην ξεχνάτε τον Έκτορα, που είναι Καταλύτης. Τον χρειαζόμαστε κοντά μας παρά εναντίον μας.»
«Καταλύτης τι σημαίνει;» Αναρωτήθηκε η Αντιγόνη αυθόρμητα.
«Ο Προμηθέας παρέδωσε μια πανάρχαια περγαμηνή στην Αθηνά, λίγο πριν φύγει εκείνη για τα Ταρταρα,» της εξήγησε τάχιστα ο Διομήδης. «Έντεκα πρόσωπα θα διαδραματίσουν σπουδαίους ρόλους στον Πόλεμο που βιώνουμε και θα οδηγήσουν στη νίκη του. Μεταξύ αυτών, αναφέρθηκαν η Ανδρομέδα, ο Οδυσσέας κι ο Έκτωρ.»
«Τόση φασαρία για έναν άνδρα;» Αναρωτήθηκε ξανά η κόρη του Οιδίποδα.
«Το νόημα των Καταλυτών είναι βαθύτερο και χρήζει περισσότερης διερεύνησης. Μα όλα θα γίνουν στην ώρα τους,» αντιπαρήλθε πλαγίως ο Οδυσσέας, αλλάζοντας θέμα. «Στο μεταξύ, μπορούμε να καλύψουμε τον χρόνο μας με εξάσκηση. Ελάτε στην πίσω αυλή. Η Αταλάντη μπορεί να σας εξασκήσει στην τοξοβολία και θα έρθω κι εγώ σύντομα.»
«Φυσικά,» τον περιέπαιξε η τελευταία. «Τους στέλνεις στη δεξιοτέχνι, για να μη λάμψει αργότερα η σκουριασμένη σου μετριότητα.»
«Αυτή τη μετριότητα πολύ θα ήθελα να την επιδείξω αργότερα σε μονομαχία μεταξύ μας,» αντέκρουσε ο γιος του Λαέρτη με ένα πονηρό μειδίαμα.
Κι όσο η Αργοναύτισσα έστηνε τους θνητούς στη γραμμή βολής μπροστά στον κινούμενο στόχο, εκείνος ανέβηκε γοργά στο δωμάτιο της Εκάτης, όπου ήλπιζε να βρει τους αθάνατους. Προς ανακούφιση του, ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στην πόρτα κι ο Άρης δε φαινόταν πουθενά.
«Πώς είναι;» Ρώτησε φτάνοντας, έναντι χαιρετισμού.
«Τον άφησα μέσα κοιμισμένο με τη Νιόβη επιτηρήτρια. Είναι σταθερός και μάλλον έτσι θα παραμείνει,» απάντησε η Εκάτη αμέσως. «Τι συμβαίνει κάτω; Ακόμα ωρύονται;»
«Προς το παρόν, ελέγχονται,» αποκρίθηκε λακωνικά ο μόνος θνητός ανάμεσα τους. «Θέλω να σας προτείνω κάτι, μιας κι είμαστε οι μόνοι που γνωρίζουμε όλη την αλήθεια για τον Άρη και την Αθηνά.»
«Συντόμως και περιεκτικά,» τον παρακίνησε η Μήδεια. Όλοι γνώριζαν τι του είχε πει ο Ερμής.
«Πρέπει να βρεθείτε όλοι οι αθάνατοι των Συμμαχιών στον Όλυμπο, να αποκαλύψετε την αλήθεια και να συνεδριάσετε καθαρά κι ειλικρινά.»
Η πρόταση του άφησε πάντες άφωνους και με μεικτά συναισθήματα. Παρατηρώντας τα πρόσωπα τους, ο Οδυσσέας εντόπισε επιδοκιμασία στον Ερμή, στον Ήφαιστο και στη Μήδεια μα δισταγμό στην Εκάτη. Η Άρτεμις, ωστόσο κι ο Προμηθέας, έμοιαζαν εντελώς αρνητικοί.
«Πριν λίγο, ακουγόσουν ολοκάθαρα να προωθείς την ενότητα και την ανοχή μα τώρα έρχεσαι εδώ και σκορπάς χάος, μας διχάζεις,» τον κατηγόρησε η θεά του κυνηγιού. «Πάει το φοβισμένο κουτάβι που μας έφερε η Αθηνά· γύρισες από τον Κάτω Κόσμο ως το βδέλυγμα που γνωρίζαμε από παλιά. Ο ίδιος αυθάδης, εγωκεντρικός, ολέθριος θνητός. Όπως μας κατέστρεψες τότε, έτσι επιθυμείς να πράξεις και τώρα. Απορώ πώς σε λατρεύει τόσο η Αθηνά, όταν ξέρει τι φίδι τρέφει στον κόρφο της!»
«Είπες πολλά, αρκούν,» θέλησε να την περιορίσει ο Ερμής, με σπάνια σύνεση. «Μη δημιουργούμε παράλογα προβλήματα.»
«Είμαι αφοσιωμένος στη Συμμαχία και πρωτίστως στην Αθηνά· είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω, εφόσον με έχει βοηθήσει και σώσει περισσότερες φορές από όσες θυμάμαι ή γνωρίζω καν,» απάντησε πέτρινα ο Οδυσσέας μα η ματιά του επικεντρώθηκε στην Αρτέμιδα. «Θαρρώ μίλησες αδόκιμα. Καταλαβαίνω τη θέση σου, την άποψη σου για τους άνδρες, το γεγονός ότι ίσως με φοβάσαι αλλά ο φόβος είναι αβάσιμος. Εγώ, πάλι, λυπούμαι, γιατί περίμενα, όπως άλλαξα εγώ από τότε, να είχες αλλάξει κι εσύ και να μην ήσουν πλέον η μνησίκακη θεά που με τόξευε ανηλεώς, όταν πάλευα να σώσω το πτώμα του Αχιλλέα.»
«Πώς τολμάς, απαίσιε, να απευθύνεσαι έτσι σε αθάνατη;» Ετοιμάστηκε να του επιτεθεί ακόμα και με τα χέρια της η Άρτεμις μα τη συγκράτησε ο Ερμής, προτού επέμβει ο Προμηθέας.
«Παραφέρεσαι, Άρτεμις κι αν ήταν εδώ η Αθηνά, θα δάκρυζε, είμαι βέβαιος. Μην ξεχνάτε τον ιερό σκοπό που μας ενώνει.»
Η θεά έσκυψε το κεφάλι και κανείς δε διέκρινε τίποτα στη στάση ή στην έκφραση της. Ο Προμηθέας συνέχισε με ηρεμία.
«Δεν αρνούμαι ότι σε φθονώ λίγο, χωρίς φυσικά να μου λείπει κι η υπερηφάνεια. Είσαι ένα από τα πιο τέλεια παιδιά των δημιουργημάτων μου, που κατόρθωσε αυτό που δεν μπόρεσα εγώ κι ολοκλήρωσε η Αθηνά· διάβρωσες την κυριαρχία του Δία κι εκείνη την εξάλειψε,» είπε στον Οδυσσέα και του έσφιξε τον ώμο πατρικά. «Ωστόσο, δε μου φαίνεται σοφή μια σύναξη των αθανάτων, όχι όταν η Αρχηγός μας είναι αιχμάλωτη κι αγνοούμε πώς θα την ελευθερώσουμε.»
«Ο Οδυσσέας έχει δίκιο,» ακούστηκε μια φωνή αποφασιστική μα αποδυναμωμένη, χωρίς να της λείπει γόητρο.
Ήταν ο Άρης, όρθιος κι όσο το δυνατόν υγιέστερος, με τη Νιόβη σιωπηλή δίπλα του και το αίμα να βρέχει εμφανώς τους επιδέσμους της πληγής του. Κι ο ίδιος είχε καταλάβει ότι μάλλον θα ζούσε με μια αέναη αιμορραγία. Η αεργία, πάντως, δεν του ταίριαζε κι έτσι είχε παρατήσει το κρεβάτι, για να επιστρέψει στη δράση.
«Πρώτον, δώστε μου ένα από αυτά τα μαραφέτια, για να μιλήσω απευθείας με την Έριδα και να μάθει τι μου συμβαίνει,» ζήτησε κι αμέσως ο Ήφαιστος του παραχώρησε το κινητό του τηλέφωνο, βοηθώντας τον με την οθόνη αφής. «Δεύτερον, πιστεύω ότι ένα Συμβούλιο με ανοιχτά χαρτιά είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε, για να επαναπροσδιοριστεί το νόημα του Πολέμου και των αληθινών του αιτιών. Ύστερα, μη σας νοιάζει η Ήρα. Θα την αναλάβω εγώ. Αμέσως τώρα, θα πάρω τον Έκτορα και την Ανδρομάχη και θα πάμε στην Κρήτη. Θα διαπραγματευτώ την απελευθέρωση της Αθηνάς με ανταλλαγές.»
«Μα τι μπορεί να είναι ισάξιό της;» Αναρωτήθηκε η Μήδεια.
«Έχω ορισμένα στο μυαλό μου,» απάντησε ο Άρης και τους προσπέρασε, για να βρει τους συμμάχους του, απότομα και κοφτά, χωρίς χαιρετισμούς.
Έμειναν μόνοι. Ο Προμηθέας πήρε ξανά τον λόγο, αφότου η Εκάτη αποδέσμευσε τη Νιόβη και την έστειλε κοντά στους υπόλοιπους θνητούς.
«Ο Άρης σκέφτεται επιπόλαια, νομίζοντας ότι δρα προς το συμφέρον της Αθηνάς. Φοβάμαι, όμως, ότι τόση τόλμη δε θα μας βγει σε καλό. Η ευθεία παραδοχή του φόνου του Δία, θα γεννήσει άσπονδους εχθρούς. Είναι διαφορετικό να πολεμάς για έναν θρόνο κι άλλο να ξέρεις ότι δυο αντίπαλοι σου είναι οι αυτουργοί της κενότητας του.»
«Είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν όλοι ποιός είναι ο αληθινός διάδοχος του Δία,» αντιτάχθηκε ευγενικά η Εκάτη, που παρέμενε διστακτική. «Αυτό, θα μας βοηθήσει. Από την άλλη, δε θα ήθελα να ορμήσουν οι οργισμένοι Ολύμπιοι και να μας κατασπαράξουν.»
«Στο ιερό χώμα του Ολύμπου, δε θα τολμούσαν,» τόνισε ο Ήφαιστος.
«Πόσο μάλλον, όταν πλανιέται αδέσμευτη κι ασίγαστη η Δύναμη του Δία, όλη του η Ισχύς που παρέμεινε, με ορφανό το Στέμμα του Ουρανού,» συμπλήρωσε η Μήδεια. «Η Δύναμη γνωρίζει πού ανήκει. Δε θα επιτρέψει σε κανέναν να βλάψει τους συμμάχους της Άνασσας.»
«Όσο κι αν το δικαιούται, η Αθηνά δεν είναι Άνασσα, μέχρι να στεφθεί επίσημα και να ευλογηθεί από τη Γάια,» υπενθύμισε ο Προμηθέας μα αναστέναξε κουρασμένα. «Χάνουμε χρόνο με την κουβέντα. Ας ψηφίσουμε. Πόσοι συμφωνούν με την πρόταση του Οδυσσέα;»
Ο Ερμής, η Εκάτη, η Μήδεια κι ο Ήφαιστος σήκωσαν ευθύς τα χέρια κι η απόφαση ελήφθη.
«Πολύ καλά,» συναίνεσε απρόθυμα ο Προμηθέας. «Ερμή, στείλε ένα κοράκι στην Έριδα στη Μάνη, Άρτεμις επικοινώνησε με τον δίδυμό σου στο Σούνιο κι εσύ, Μήδεια, μήνυσε στον Ιάσονα, στην Κρήτη. Αν συμφωνήσουν όλοι, το Συμβούλιο θα γίνει σε δυο ημέρες.»
«Μάλιστα,» αποκρίθηκαν κι οι τρεις αθάνατοι κι έσπευσαν να συντάξουν τα μηνύματά τους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Αμφιτρίτη ήταν κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, μια από τις πενήντα Νηρηίδες, που γνώριζαν τις θάλασσες σαν την παλάμη του χεριού τους και μιλούσαν με όλα τα ψάρια και τα πλάσματα του νερού, ακόμη και με τα υπόγεια ρεύματα. Ανήκε στις ελάχιστες κόρες που είχαν κληρονομήσει την ικανότητα αλλαγής μορφής από τον πατέρα τους, ώστε διέθετε μια άγρια, αδάμαστη, περιπετειώδη φύση. Δεν ήταν ωραιότερη από άλλες αδελφές της μα ο δυναμισμός κι η ωριμότητα της την ξεχώριζαν.
Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε ο Ποσειδώνας, ένιωσε πως εκείνη ήταν η μία, η μοναδική γυναίκα που άξιζε να σταθεί δίπλα του ως σύζυγος και Κυρά των Θαλασσών. Την ερωτεύτηκε, γιατί ήταν ετοιμόλογη, ευθύβολη κι εύστροφη, χωρίς ματαιοδοξία ή έπαρση. Την αγάπησε, διότι αδημονούσε να κρατήσει στην αγκαλιά του τα παιδιά τους. Την πλησίαζε, προσπαθούσε να της μιλήσει μα εκείνη τον απέφευγε κι αγνοούσε πεισματικά. Τι κι αν ερχόταν ανελλιπώς στη Νάξο, το αγαπημένο της νησί, και την παρακολουθούσε από διακριτική απόσταση, εκείνη απέστρεφε το βλέμμα. Τι κι αν οι αδελφές της, η Γλαύκη, η Αγαύη και η Ακταία, που διασκέδαζαν στα κύματα κοντά της, την παρότρυναν να ανταποκριθεί στην προσοχή του, εκείνη κώφευε.
Μια ημέρα, ωστόσο, ο Ποσειδών αποφάσισε να γίνει πιο τολμηρός. Την πλησίασε και τη ζήτησε σε γάμο ευθέως. Η Αμφιτρίτη δεν είχε απαντήσει, μονάχα είχε βουτήξει στο κύμα κι εξαφανιστεί. Χάθηκε. Βρήκε καταφύγιο στο ημιθαλάσσιο βασίλειο που είχε ιδρύσει ο Άτλας, την Ατλαντίδα, άβατο για τους Ολυμπίους κι εκεί κρύφτηκε, ώσπου να ξεχνιόταν η παράδοξη επιθυμία του Θεού.
Ο Ποσειδών, πάλι, δεν είχε καμία πρόθεση να την ξεχάσει· την αναζητούσε μετά μανίας κι εμμονής σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Πόντου, σε λίμνες, ποταμούς και βάλτους ακόμα, μα δεν την έβρισκε πουθενά κι απελπιζόταν. Προς πείσμα της κακοτυχίας του, πάντως, συνέχιζε να ψάχνει, έστω για να μένει ήσυχος ότι έπραττε όσα μπορούσε. Είχε, τελικά, καταντήσει αντικείμενο γέλωτα ή λύπησης από τους υπόλοιπους θαλασσινούς Θεούς μα και τα σκεπτόμενα πλάσματα, όπως τα δελφίνια. Μα ένα τέτοιο, έμελλε να τον λυτρώσει.
Τον βρήκε μια ημέρα, απελπισμένο και σε αδιέξοδο και του υποσχέθηκε πως θα έβρισκε την Αμφιτρίτη αυθημερόν. Όταν, αργότερα, του έφερε τα μαντάτα της Ατλαντίδας, το ευλόγησε με την Τρίαινα.
Μπήκε στην πόλη του Άτλαντα κρυφά, σαν απλός θνητός κι έπεσε στα πόδια της Νηρηίδας σαν επαίτης, ικετεύοντας την προσοχή της. Τη συγκίνησε η ταπεινότητα και η επιμονή του. Τον δέχτηκε για άνδρα της και την επόμενη ημέρα στέφθηκε Θεά της Θάλασσας, ενώ ετοιμαζόταν ο πιο λαμπρός γάμος στον Ωκεανό. Όσο για το δελφίνι, μόλις πέθανε, έγινε αθάνατος αστερισμός κι όλο του το είδος, το ιερό ζώο του Ποσειδώνα,
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι λεωφόροι του Παρισιού έσφυζαν από ζωή, κυκλοφορία και βιαστικούς πεζούς. Ο Απόλλων κι η Κασσάνδρα, μέσα σε όλη αυτή τη λαοθάλασσα κι οχλαγωγία, ασφυκτιούσαν σχεδόν, αδημονώντας να γυρίσουν στη γαλήνη του Σουνίου. Ο στόχος τους ήταν συγκεκριμένος· από το όραμα του Ορφέα, είχαν αποφασίσει να τον εντοπίσουν και δεν ήταν διόλου δύσκολο.
Σταμάτησαν στο νούμερο 221 της Λεωφόρου Ζαν-Ζωρέ, στη μεγάλη αίθουσα συναυλιών Φιλαρμονί Ντε Παρί, έναν πρόσφατα εγκαινιασμένο χώρο, που χωρούσε χιλιάδες κι ήδη είχε φιλοξενήσει σπουδαίους κλασικούς καλλιτέχνες της σύγχρονης εποχής. Εκείνη την ημέρα, διαφημιζόταν ο επικαλούμενος σπουδαιότερος μουσικός της νέας γενιάς, που έπαιζε σχεδόν όλα τα μουσικά όργανα, τραγουδούσε και μάγευε σε μονωδίες. Το βράδυ εκείνο, οι 2.400 θέσεις του αμφιθεάτρου ήταν γεμάτες, για να χειροκροτήσουν τον άνθρωπο που ονομαζόταν μουσικό φαινόμενο.
Ο Απόλλων κι η Κασσάνδρα, παραβίασαν εύκολα μερικές πόρτες παρασκηνίων και σε ελάχιστη ώρα, βρέθηκαν στο καμαρίνι του καλλιτέχνη. Άκουσαν την κελαρυστή, μοναδικού κι απείρου κάλλους φωνή του, καθώς πρόβαρε μια συμφωνία του Βάγκνερ, που συνόδευε με βιολί.
«Παιδί μου,» τον χαιρέτησε, διακόπτοντας τη ροή του ο Φοίβος.
Ο μουσικός σταμάτησε στιγμιαία και στράφηκε προς το μέρος τους με μια λάμψη ενεργητικότητας στο βλέμμα.
«Μονάχα στο πνεύμα παιδί σου, Απόλλων,» του απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο και του έδωσε το αριστερό χέρι, καθώς το δεξί κρατούσε το βιολί. Ύστερα, γύρισε στην Κασσάνδρα. «Κι εσύ πρέπει να είσαι η Μάντισσα της Τροίας. Το άγγιγμα του Φοίβου είναι σπάνιο κι αναγνωρίζεται εύκολα.»
«Κασσάνδρα γεννήθηκα και θα είμαι πάντα,» του διευκρίνισε εκείνη, στωικά.
«Ήρθατε να με στρατολογήσετε;» Τους ρώτησε ευθέως.
«Έχεις ακουστά, λοιπόν,» συμπέρανε ο Απόλλων.
«Έχω λάβει υπερβολικά πολλά τηλεφωνήματα από τον Ιάσονα, που ζητά επιμόνως να λάβω το μέρος της Ήρας,» εξήγησε επίπεδα ο Ορφέας. «Δε θέλω, ωστόσο. Η Ήρα είναι η θεά του Γάμου, ο οποίος εν τέλει με γέμισε πίκρα και θλίψη.»
«Συμφωνώ απόλυτα,» σχολίασε εύθυμα η Κασσάνδρα. «Ξέρεις, εμείς εκπροσωπούμε τον Ποσειδώνα.»
«Ο γιος του, ο Τρίτων, μας έσωσε από βέβαιο θάνατο, τότε, με την Αργώ, μαζί με τη γυναίκα του, την Αμφιτρίτη. Είναι δίκαιος και σταθερός θεός, πολύτιμος φίλος μα θανάσιμος εχθρός,» αναθυμήθηκε ο μουσικός. «Θα έρθω μαζί σας, μα μόνο αν, όταν γίνει Άναξ των Θεών, φέρει πίσω την Ευρυδίκη μου. Κατανοώ ότι δεν μπορούσε να φύγει από τον Άδη μα ο Άρχοντας των Πάντων, μπορεί να επιβληθεί στους Κριτές.»
«Κι αυτό θα κάνει, σε βεβαιώ,» έσπευσε να απαντήσει ο Απόλλων.
«Πολύ καλά, λοιπόν,» συμφώνησε ο Ορφέας, με άλλη μια βαρυσήμαντη χειραψία. «Αφήστε με να δώσω αυτή την ύστατη συναυλία και θα έρθω μαζί σας. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν έρθει να με δουν και πλήρωσαν αδρά. Τους χρωστώ υλικά κι ηθικά μια ικανοποίηση.»
Κι όσο η Κασσάνδρα συνομιλούσε με τον Καταλύτη μελωδό, ο Απόλλων τρόμαξε, θωρώντας τη Δάφνη μπροστά του, με σάρκα και οστά, γεμάτη μελαγχολία κι οδύνη στα μάτια. Θέλησε να την πλησιάσει μα -λίγο πριν το κάνει- αντίκρισε τον μεγάλο καθρέφτη του καμαρινιού κι εκεί δεν υπήρχε καμία αντανάκλασή της. Μονάχα εκείνος την έβλεπε, μονάχα εκείνον στοίχειωνε η μορφή της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Κράτησε χαμηλότερα το δόρυ! Ειδάλλως, δε θα εκτοξευθεί μακριά! Όσο μακρύτερα από τη λαβή μπορείς, στο έχω πει άπειρες φορές!»
Η αρχή είχε γίνει θαυμάσια. Για αυτό, η συνέχεια εξελίχθηκε τραγικά και καταραμένα.
«Αθηνά, άφησε το, δεν ωφελεί. Το δόρυ δε μου ταιριάζει. Ας συνεχίσουμε με τα ξίφη.»
«Αποκλείεται, Άρη. Είσαι ο Θεός του Πολέμου, πρέπει να είσαι εξαιρετικός πολεμιστής με κάθε όπλο. Θα προπονούμαστε διαρκώς, μέχρι να τα τελειοποιήσεις όλα.»
«Μα είναι φανερό, στο δόρυ είμαι άχρηστος,» γκρίνιαξε με ηττοπάθεια ο νεαρός Άρης.
«Κανένας δεν είναι άχρηστος,» αντιτάχθηκε επιβλητικά η πρακτικά νεογέννητη Αθηνά, μια γυναίκα μεγαλειώδης κι ήδη πάνσοφη. «Έχε υπομονή και πείσμα. Θα τα καταφέρεις κι εγώ θα είμαι δίπλα σου σε κάθε βήμα, να σε προσέχω και διορθώνω, αν χρειαστεί.»
Τον πλησίασε ευγενικά και τράβηξε το χέρι του, μακριά από την περίτεχνη αιχμή του εξάμετρου δόρατος. Ο Άρης στράφηκε απότομα προς το μέρος της κι οι μύτες τους ακούμπησαν. Κανένας δεν αποτραβήχτηκε, ήταν νέοι, τολμηροί κι αθώοι.
«Ορκίσου το.»
Τα μάτια του έκαιγαν από προσμονή. Τον παρατηρούσε φιλοπερίεργα.
«Τι να ορκιστώ;»
«Ότι θα μείνεις και δε θα με αφήσεις ποτέ,» το ξεκαθάρισε σε μια παραζάλη έντασης.
«Ο όρκος είναι βαρύς, δεν πρέπει να δίνεται επιπόλαια,» τόνισε η Θεά της Σοφίας. «Ειλικρινά, σου το υπόσχομαι. Η υπόσχεση είναι εξίσου σπουδαία, στην ψυχή μου.»
«Εγώ, όμως, θα σου το ορκιστώ,» δήλωσε αμετάκλητα ο Θεός με νου εφήβου κι άρπαξε τον βραχίονα της σφιχτά. «Το ορκίζομαι στα νερά της Στυγός, όπως λέει ο πατέρας, ότι θα είμαι πάντα κοντά σου. Δεν μπορώ να σε εκπαιδεύσω κάπου, είσαι παντογνώστρια, αλλά, αν σε βλάψει οποιοσδήποτε, θα αντιμετωπίσει το μένος του Θεού του Πολέμου.»
Η Αθηνά γέλασε, άθελά της. Μιλούσε με τόση βεβαιότητα, πάθος και αφοσίωση μα ήταν νεανίας. Δεν αναγνώριζε, με τον εφηβικό του νου, πόσο νωρίς ήταν για όρκους πίστης, που τόσο προσιδίαζαν σε εκείνους του Υμεναίου.
«Ρίξε το δόρυ,» τον παρότρυνε.
Ακούστηκε ο συριγμός, καθώς το ξύλο οξιάς έσκιζε τον αέρα. Καρφώθηκε στο κέντρο του στόχου κι ο Άρης ξέσπασε σε πανηγυρισμούς.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ιφιγένεια αναζητούσε τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτη σε όλη τη μεγάλη έπαυλη. Αυτό που είχε να τους πει, δεν ελάμβανε άλλη αναβολή πλέον. Ωστόσο, αδυνατούσε να προσανατολιστεί μέσα στο τεράστιο οικοδόμημα, που έσφυζε από κόσμο. Στην αναζήτηση της, είχε γνωρίσει τους πάντες της Συμμαχίας, εκτός ενός, τον όποιον ήλπιζε να μη συναντήσει καθόλου.
Τελικά, αποφάσισε να βγει έξω, προς το ακρωτήριο, μήπως και τους έβρισκε κοντά στο καταγάλανο, αφρισμένο στοιχείο τους. Στην εξώπορτα, απεναντίας, βρήκε εκείνον που απέφευγε συστηματικά· τον Θησέα.
Τον κοίταξε κατάματα, χωρίς ίχνος φόβου ή ντροπής. Δεν ταίριαζε ο δισταγμός στην ιέρεια των ανθρωποθυσιών. Αυτός, παρέμενε αμήχανος. Η Ιφιγένεια οπισθοχώρησε, αποφασισμένη να εξέλθει από μια μπαλκονόπορτα του σαλονιού.
«Μη με ακολουθήσεις,» ήταν η μόνη της φράση, στρέφοντας την πλάτη στον Θησέα.
Προς μεγάλη της ανακούφιση, δε δυσκολεύτηκε να τους εντοπίσει. Πράγματι, στέκονταν κατάχαμα στο ακρωτήριο, ρεμβάζοντας στη θάλασσα, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Κάποιος που δε γνώριζε, θα πίστευε πως τεμπέλιαζαν. Μα η Ιφιγένεια ήξερε πως αντλούσαν δύναμη και σφρίγος από τον Πόντο.
«Χαίρετε· με συγχωρείτε που επεμβαίνω,» ανακοίνωσε την παρουσία της.
«Τι συμβαίνει, Ιφιγένεια;» Ρώτησε η Αμφιτρίτη, χωρίς να κάνει καμία κίνηση να αποτραβηχτεί. Αμφότεροι οι θεοί, την άκουγαν με γυρισμένη πλάτη.
«Ο Απόλλων κι η Κασσάνδρα έφυγαν το ξημέρωμα και δεν πρόλαβαν να σας μιλήσουν, οπότε το καθήκον είναι δικό μου,» ξεκίνησε απτόητη η κόρη της Ελένης. «Τι γνωρίζετε για τους έντεκα Καταλύτες;»
Το ζευγάρι στράφηκε αμέσως προς το μέρος της ταυτόχρονα κι άκουσαν όλες τις λεπτομέρειες με απόλυτη συγκέντρωση, όπως τις είχε περιγράψει στην Ιφιγένεια ο Φοίβος το πρωί. Αφότου τελείωσε, έμειναν στιγμιαία σιωπηλοί, ώστε να επεξεργαστούν τις νέες πληροφορίες.
«Έντεκα καταλύτες,» μονολογούσε έκθαμβος ο Ποσειδώνας. «Στην Τιτανομαχία, δεν υπήρχαν προφητείες νίκης, άπαντες οι σοφοί του κόσμου σιωπούσαν. Στη Γιγαντομαχία, είχαν ακουστεί πολλά και θυμάμαι να λέγεται πως ο Ηρακλής θα ήταν ο νικητής του πολέμου κι έτσι έγινε. Πώς είναι δυνατόν αυτή η εμφύλια διαμάχη να έχει έντεκα νικητές;»
«Δεδομένου ότι η Σίβυλλα επικοινώνησε με τον Απόλλωνα, φέρνοντας του έναν τόσο σκοτεινό οιωνό, αισθάνομαι ότι μάλλον δεν είναι τόσο απλή ή ασήμαντη αυτή η διένεξη,» υπέθεσε η Αμφιτρίτη, εισπράττοντας νεύμα επιδοκιμασίας από την Ιφιγένεια.
«Συμφωνώ απόλυτα, Άνασσα Αμφιτρίτη. Ο Πόλεμος αυτός ήταν μοιραίος και κρύβει πολλά περισσότερα από όσα νομίζαμε. Ήδη ξεσκεπάστηκε η πλεκτάνη της Αθηνάς και του Άρη. Αυτό ίσως είναι μόνο η αρχή.»
Προβληματισμένοι, σηκώθηκαν οι τρεις τους κι όδευσαν πίσω στην έπαυλη, όπου σκόπευαν να συγκαλέσουν όλη τη Συμμαχία και να συζητήσουν. Στην εξώπορτα, αυτή τη φορά, στεκόταν αδημονώντας η Νέμεσις.
«Ο Απόλλων θέλει να σου μιλήσει,» είπε στον Ποσειδώνα και του παρέδωσε ένα κινητό τηλέφωνο. Μόλις άκουσε τον Απόλλωνα, ο θεός της Θάλασσας χλώμιασε. Αμέσως, όμως, συνήλθε κι απάντησε αποφασιστικά, προτού κλείσει.
«Αποδέξου και γυρίστε εν καιρώ.»
«Τι έγινε;» Ρώτησε αυτόματα η Αμφιτρίτη.
«Νέμεση, συγκέντρωσε τους όλους γρήγορα,» πρόσταξε ο άνδρας της και στράφηκε κοντά της χαμηλόφωνα. «Έτσι όπως φαίνεται, μας περιμένει μια πολύ ενδιαφέρουσα εξόρμηση στον Όλυμπο.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Σοβαρά, δυσοίωνα και σκοτεινά τα νέα σου. Ο Αρχηγός μας είναι έρμαιο των επιλογών και πράξεων του.»
Η Έρις είχε ακούσει την Πηνελόπη προσεκτικά, χωρίς να φανεί φειδωλή σε σχόλια κι επιφωνήματα ενίοτε ή μορφασμούς. Είχε προβληματιστεί μα το συμπέρασμα της ήταν παραπάνω από καταφωρό. Έτσι, το ανακοίνωσε στους αθάνατους της Συμμαχίας, που δεν είχαν αφήσει το πλευρό της από την ώρα που τους είχε αποκαλύψει την αλήθεια.
«Αυτό είναι το τίμημα του φόνου της Αφροδίτης. Είναι καταραμένος σε διαρκή αιμορραγία. Δεν πρόκειται να πεθάνει μα αποδυναμώνεται σημαντικά. Είναι σκληρή κι υπέρογκη τιμωρία μα, όποια κι αν ήταν η Αφροδίτη, ήταν Θεά. Με αυτό, θα πορευτεί κι αυτός κι εμείς μαζί του.»
Σώπασαν όλοι για λίγο, όχι μόνο για να χωνέψουν τα μαντάτα μα και για να αποδώσουν τον σεβασμό που τους έπρεπε. Ο Κυδοιμός έσπασε πρώτος τη σιγή.
«Έρις, θαρρώ ότι αυτό αλλάζει τα πράγματα. Μήπως πρέπει να γυρίσουμε στις σπηλιές μας, τώρα που είναι ακόμα νωρίς;»
«Τι εννοείς;» Ανασήκωσε το αριστερό της φρύδι με απορία η θεά της Διχόνοιας.
«Εννοώ ότι ο Άρης προφανώς έχει παρανοήσει και κινδυνεύει με αφανισμό. Όχι μόνο σκότωσε τον φαινομενικό έρωτα της ζωής του μα προκάλεσε κατάρα στον εαυτό του, την οργή των Μοιρών, μαζί με όλη αυτή την απίστευτη ιστορία που μας διηγήθηκες με την Αθηνά. Δεν τον αναγνωρίζω πλέον. Προτείνω να φύγουμε από εδώ, τώρα που μπορούμε.»
Η Έρις τον πλησίασε με μια λίθινη έκφραση, που δεν πρόδιδε τίποτα. Όταν, όμως, η γροθιά της βρήκε το μάγουλο του, εξερράγη ο θυμός.
«Πώς τολμάς να προτείνεις τέτοιο πράγμα μεγαλοφώνως;» Βρυχήθηκε και πάγωσε το αίμα όλων, προτού στραφεί σε αυτούς. «Υπάρχουν κι άλλοι που συμφωνούν;»
Τα διστακτικά βλέμματα της Ενυούς και του Διονύσου αρκούσαν ως επιβεβαιώσεις των φόβων της. Με μια προειδοποιητική ματιά στον Κυδοιμό, ανέβασε τον τόνο της φωνής της απειλητικά.
«Σοφοί αυτοί που είπαν ότι κανένας δεν είναι πιο αχάριστος από αυτόν που ευεργετήθηκε. Τι σόι αθάνατοι είστε εσείς, άραγε, που ξεχνάτε την υποχρέωση και την αφοσίωση που οφείλετε στον Άρη; Δε θα ανεχτώ λιποταξίες, το δηλώνω· όποιος ή όποια σκεφτεί να αυτομολήσει, θα εκτελεστεί από το χέρι μου, αυτοί είναι οι νόμοι του Πολέμου. Οτιδήποτε κι αν συμβεί στον Άρη, οποιαδήποτε κι αν είναι η στρατηγική του, εμείς θα τον ακολουθήσουμε με τυφλή πίστη. Γιατί δε σας είχαν πιάσει ενδοιασμοί, Κυδοιμέ, Ενυώ, Δείμο, Φόβο, όταν είχε σκοτώσει τον Τρίτωνα κι όλος ο Ολύμπος τον εχθρευόταν; Πώς γίνατε ξαφνικά ηθικολόγοι υπεράνω όλων; Ξεχνάτε τις βοήθειες που έχετε λάβει από εκείνον; Διόνυσε, ποιός σε βοηθούσε σε τόσες εκστρατείες και αλώσεις πόλεων, σε κάθε σου καπρίτσιο;»
«Μα προφανώς δεν είναι ο Άρης που γνωρίζαμε πια!» Διαφώνησε η Ενυώ. «Είναι αδύνατον να αγαπούσε την Αθηνά τόσες χιλιετίες και να είχε σχεδιάσει μαζί της μια σκευωρία σαν αυτή που μας περιέγραψες χθες.»
«Ίσως δε γνωρίζαμε τον σωστό Άρη όλον αυτόν τον καιρό,» σχολίασε βλοσυρά ο Άδης. «Άλλωστε, όλοι έχουμε κάνει τρέλες στο όνομα του έρωτα.»
Η ματιά του εσκεμμένα στάθηκε στην Περσεφόνη μα η Ενυώ παρέμενε δύσπιστη. Πλατάγισε τη γλώσσα της.
«Ακόμα και να σκοτώσουμε τη Θεά του Έρωτα,» είπε άφοβα κι η Έρις έσπευσε να τη σιγήσει.
«Ο Άδης έχει δίκιο. Αλάνθαστος δεν είναι κανείς μας. Δε θα ανεχτώ τέτοιες κουβέντες, απουσία του Άρη. Το καλό που σας θέλω, μέχρι να γυρίσει, απαιτώ να είστε τυπικοί κι υπομονετικοί. Οποιαδήποτε ανταρσία, θα καταστέλλεται. Αν νομίζετε ότι μπορείτε να κατανικήσετε εμένα, που δεν έχω χάσει ούτε ίχνος της δύναμης μου, πλανάστε!»
Διέκοψε τον λόγο της βίαια, βλέποντας τον Ερμή εμπρός της ως ολόγραμμα. Ακούγοντας την πρόσκληση στον Όλυμπο, χαμογέλασε ευχαριστημένα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Μήδεια! Μήδεια, περίμενε!»
Ο Ιάσων εξήλθε από το όραμα βιαίως, χωρίς να προλάβει να ανταλλάξει καμία κουβέντα παραπάνω με τη σύζυγο του. Η πρόσκληση της ήταν ακόμα πιο παράξενη από την απρόσμενη επικοινωνία τους. Ήταν τόσο έντονη κι απότομη εμπειρία, που χρειάστηκε αρκετή ώρα για να συνέλθει πλήρως, πόσο μάλλον να σηκωθεί από την καρέκλα που είχε σωριαστεί και να πάει ως το υπόγειο, για να ανακοινώσει τα νέα στην Ήρα.
Εν τω μεταξύ, έφτασε στη βίλα ο Άρης, με τον Έκτορα και την Ανδρομάχη κατά πόδας. Τολμηρά, χτύπησαν την πόρτα κι ανακουφίστηκαν, όταν άνοιξε η παραξενευμένη και τελικά άναυδη Εστία.
«Άρη, παιδί μου, τι κάνεις εδώ;» Κατάφερε να ψελλίσει από την έκπληξη.
«Ήρθα να δω τη μητέρα μου,» απάντησε γρήγορα εκείνος. «Πού είναι;»
«Ποιός είναι, Εστία;» Ακούστηκε κι η φιλική φωνή της Δήμητρας, η οποία έμεινε το ίδιο έκπληκτη, βλέποντας τους πιο απροσδόκητους επισκέπτες.
«Πηγαίνετε με στην Ήρα, μόνο σε εκείνη θέλω να απευθυνθώ,» τις παρακίνησε ο θεός του Πολέμου, που τον έτρωγε η ανυπομονησία.
«Μόνος σου, παιδί μου,» δήλωσε η Δήμητρα, κοιτώντας τους συνοδούς του καχύποπτα.
«Πολύ καλά,» συμφώνησε, «μα αν τους συμβεί το παραμικρό, θα έχετε να κάνετε με τους δράκους μου ή -ακόμη χειρότερα- με την Έριδα. Κρατήστε τους μακριά από τους υπόλοιπους κι ας μη μάθει κανένας άλλος ότι βρίσκομαι εδώ. Δεν έρχομαι εχθρικά, μόνο θέλω να μιλήσω στη μητέρα μου.»
«Ακολούθησε με,» είπε η Εστία και τον έπιασε από το χέρι, σαν να ήταν ακόμα παιδί. Ένευσε καθησυχαστικά στο θνητό ζευγάρι και προχώρησαν.
Δεν εντυπωσιάστηκε, καταλαβαίνοντας ότι όδευαν στο υπόγειο. Ήταν λογικό να έκρυβαν εκεί την Αθηνά. Ούτε παραξενεύτηκε, όταν η Εστία του ζήτησε να περιμένει σε ένα σημείο, για να φέρει την Ήρα. Υπέθεταν ότι δεν είχε ιδέα κι έτσι κράτησε ουδέτερο ύφος, φαινομενικά αγνοώντας όχι μόνο τα γεγονότα μα και το περιβάλλον. Προσποιήθηκε ότι το υπόγειο κι οι υπόκωφες φωνασκίες ήταν δικαιολογημένα. Αναγνωρίζοντας περιστασιακά τη φωνή της Αθηνάς, σκιζόταν η καρδιά του.
«Το να πω ότι εκπλήσσομαι που σε βλέπω, θα ήταν υποτιμητικό,» αναγνώρισε αμέσως τη φωνή της μητέρας του, που πολύ σύντομα ξεπρόβαλε στο ημίφως. «Είσαι ο τελευταίος των τελευταίων που θα περίμενα. Τι ζητάς;»
«Θέλω να αφήσεις ελεύθερη την Αθηνά αμέσως,» είπε αυτό ακριβώς που ήθελε κι ένιωσε την ύψιστη πλησμονή, στο βλέμμα απροκάλυπτου σαστίσματος που έλαβε. Κυριολεκτικά, η μεγαλειώδης Ήρα έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Τι πράγμα;»
«Ω Θεοί, τι υπέροχο θέαμα· η πανίσχυρη κι υψηλότατη Ήρα είναι άφωνη από τον ανεγκέφαλο, άχρηστο γιο της!»
Δεν άντεξε να μην τη σχολίαζε πικρόχολα. Κάθε του κύτταρο ευχαριστιόταν την έκπληξή της. Την είχε αιφνιδιάσει πολλαπλά κι ολοκληρωτικά.
«Γιατί το θέλεις αυτό;»
«Να μη σε νοιάζει. Θέλω να είναι ελεύθερη. Άφησε την.»
Ήταν απόλυτα ψύχραιμος κι εκείνη ζαλισμένη μα η αποστολή παράμενε λεπτεπίλεπτη και δύσκολη.
«Πώς ξέρεις ότι την έχω εγώ κι όχι ο Ποσειδών ή ο Τάρταρος;»
«Μη σπαταλάς τον χρόνο μου. Ελευθέρωσε την!»
«Τι αντάλλαγμα προτίθεσαι να δώσεις;»
Το περίμενε. Είχε έρθει προετοιμασμένος. Η μητέρα του είχε αρχίσει να συνέρχεται από τον αιφνιδιασμό κι οι πιθανότητες τους εξισώνονταν.
«Αυτό,» δήλωσε κι εμφάνισε το αντάλλαγμα που έκρυβε στην τσέπη του σαν άγιο κειμήλιο. Ήταν το δαχτυλίδι του Ουρανού.
Η Ήρα σάστισε ακόμα περισσότερο, βλέποντας το στα χέρια του. Το αναγνώρισε αμέσως μα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν στα χέρια του.
«Πώς βρέθηκε στην κατοχή σου αυτό; Ο Δίας το είχε δώσει στην Αθηνά, όταν πέθαινε. Ένα τόσο σπουδαίο κόσμημα, που κατέχει αρχέγονη μαγεία, το προσέχει κανείς σαν τα μάτια του.»
«Το έχω κι αυτό μετρά,» παρέμενε κρυψίνους. «Αν την ελευθερώσεις, είναι δικό σου.»
Είχε πλήρη επίγνωση τι έπραττε. Ήταν σίγουρος ότι αργότερα η Αθηνά θα τον επέπληττε σοβαρά, αφού παρέδιδε το ισχυρότερο όπλο που διέθεταν. Ας την είχε δίπλα του ασφαλή κι ας τον μάλωνε αδιάκοπα. Δεν άντεχε άλλο να αγωνιά για εκείνη κι ήταν ανώφελο να υποκρίνεται ότι οτιδήποτε άξιζε περισσότερο.
«Ήρα, σου έχω νέα από τον Ιάσονα,» τους διέκοψε, ενώ η μητέρα ήταν έτοιμη να απαντήσει, η ίδια η Εστία. Έσκυψε και ψιθύρισε στην Αρχηγό της κάτι που την έβαλε σε ακόμα περισσότερες σκέψεις.
«Λοιπόν, Άρη,» στράφηκε σε εκείνον τελικά, χωρίς να σταματά να σκέφτεται, κρίνοντας από τα σμιγμένα της φρύδια. «Μια συμφωνία υπό το ημίφως του υπογείου μου, φαντάζει θολή, δεν αρμόζει στο αίμα μας. Θέλω να γίνει η ανταλλαγή στον Όλυμπο, στο Συμβούλιο που μας κάλεσε η Μήδεια, εκπροσωπώντας τα κατοικίδια της Αθηνάς. Μπροστά σε όλους τους Θεούς, λοιπόν, θα σου παραδώσω τη σμπαραλιασμένη Παλλάδα και θα λάβω το μέγιστο κειμήλιο του άνδρα μου. Δεν είναι μια εξαιρετική σκηνοθεσία, για την πιο ανίερη συμφωνία που είδαμε, από τότε που η Γάια βοήθησε τον πατέρα σου να κερδίσει την Τιτανομαχία;»
Η μητέρα γελούσε κι έλαμπε ολόκληρη, διότι μυριζόταν τη γλύκα του εξευτελισμού του αντιπάλου. Ο γιος, πάλι, είχε χλομιάσει κι ευχαριστούσε την παράνοιά της, για το ημίφως, που έκρυβε την εκ νέου αγωνία και τον τρόμο του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν, παιδιά μου!
Πώς σας φάνηκε;
Λοιπόν, έγιναν πολλά, κρύβονται ακόμα περισσότερα και μπόλικα θα εκραγούν στο επόμενο κεφάλαιο. Τι θα γίνει εκεί;
·) ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ
Αν νομίζετε ότι θα είναι βαρετό, πλανάστε πλάνην οικτρά! Όχι μόνο έχουμε την εξαγορά της Αθηνάς μα και πολλές, απανωτές αποκαλύψεις που μάλλον δεν αναμένατε μαζί με ανακατατάξεις, γιατί όχι; 😈😈
Το είπε ο Οδυσσέας, είναι καιρός να πέσουν οι μάσκες, να ειπωθεί όλη η αλήθεια μα ποιός θα την αντέξει;
Επίσης, τα flashbacks θα μας εξηγήσουν περαιτέρω τα της Αθηνάς και του Άρη, όπως είχα υποσχεθεί. Το σημερινό, ήταν ένα τρέιλερ μόνο 😈😈😈
Να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας, τους αγαπημένους σας και καλή αρχή στους μαθητές και φοιτητές!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top