Ήρωες Πεθαίνουν

Οι ζωές των ηρώων είναι οι ομορφότερες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ. Ιστορίες που συναρπάζουν και γαλουχούν γενιές και γενιές ανθρώπων επί χιλιετίες.

Ωστόσο, ο σοφός Σόλων ο Αθηναίος είχε πολύ σωστά πει: Μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Μην πεις καλό λόγο για κανέναν πριν το τέλος του.

Οι ήρωες πέθαναν. Και κανενός το τέλος δεν ήταν αξιομακάριστο.

Ο πρώτος των πρώτων ηρώων, ο Περσέας, σκοτώθηκε από τον θείο του Μεγαπένθη, ως εκδίκηση για τον θάνατο του παππού του, Βασιλέως Ακρίσιου. Η γυναίκα του, η Ανδρομέδα, σαν έμαθε για τον θάνατό του, κρεμάστηκε από τα πέπλα της και ο Δίας, θωρώντας την τραγωδία, ανέβασε και τους δυο τους στον ουρανό, ως αστερισμούς.

Ο Βελλερεφόντης, ο πρώτος ένδοξος γιος του Ποσειδώνα, κυριεύθηκε από αλαζονεία και καβάλα στον Πήγασο, πέταξε προς τον Όλυμπο, πιστεύοντας ότι του άξιζε μια θέση ανάμεσα στους θεούς, μια που κανεις δεν είχε κατορθώσει τόσα όσα εκείνος. Ο Δίας για να τον τιμωρήσει παραδειγματικά, του έριξε βροντές κι αστραπές βροχή, ρίχνοντας τον βίαια από τον Πήγασο πίσω στη γη. Τα πόδια του παρέλυσαν και ως καταραμένος γυρνούσε στους δρόμους, με δυο ξύλα για υποπόδια στηρίγματα, παρακαλώντας τον Θάνατο μα τον οδηγήσει στον Άδη, μα δεν εισακούγονταν. Κάποτε, συνάντησε τον Ηρακλή, πολύ νέο και άγνωστο ακόμη, και μονάχα εκείνος τον λυπήθηκε και τον σκότωσε, για να λυτρωθεί από το ατέρμονο βασανιστήριο.

Ο Ηρακλής, ο μέγιστος, ο πιο ξακουστός και λαοφιλής, πέθανε σφαδάζοντας από πόνους μέσα σε πυρά, σαν σφαχτό προς θυσία, ενώ το χιτώνιο ποτισμένο στο αίμα του Κένταυρου Νέσσου κι υφασμένο από τη γυναίκα του Διηάνειρα του δηλητηρίαζε το δέρμα και κατέκαιγε τη σάρκα του. Μονάχα λίγο πριν τον προλάβει ο Χάροντας τον πήρε πλάι της η Αθηνά και τον οδήγησε στον Όλυμπο πάνω στο χρυσελεφάντινο άρμα της.

Ο Θησέας, σύγχρονος του Ηρακλή, έχοντας ήδη γλιτώσει τον θάνατο μια φορά, επειδή ο σύγχρονος και φίλος του τον ελευθέρωσε από τον Άδη· έχοντας εξευτελίσει εντελώς το άλλοτε ηρωικό του όνομα, επέστρεψε από τον Κάτω Κόσμο στην Αθήνα και βρήκε τα ξαδέλφια του να έχουν σφετεριστεί τον θρόνο του. Κατέφυγε στη Σκύρο, στον συγγενή του και Βασιλιά Λυκομήδη, ο οποίος τον καλοδέχτηκε, όμως, επειδή είχε λάβει χρήματα από τους αντιπάλους του, τον πήγε δήθεν για περίπατο στο ψηλότερο σημείο του νησιού του και τον έσπρωξε στο γκρεμό, αφήνοντας τον να πνιγεί στη θάλασσα. Οι Αθηναίοι τον ξέχασαν και τον θυμήθηκαν μονάχα όταν οι δυο εναπομείναντες γιοί του, ο Δημοφών κι ο Ακάμας, πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο δίπλα στον Βασιλιά Μενεσθέα και δόξασαν το όνομα του πατέρα τους με ανδρεία κατορθώματα.

Ο Ιάσονας, ο δικαιωματικός βασιλιάς της Ιωλκού, που ηγήθηκε της μεγαλύτερης και θρυλικότερης Εκστρατείας στον κόσμο, με πλήρωμα αείμνηστους ήρωες, βρέθηκε μόνος με τον σύντροφο που δε θα τον άφηνε ποτέ· την Αργώ. Έχοντας προδώσει επανειλημμένα τη γυναίκα που τον ευεργέτησε όσο κανείς άλλος, τη Μήδεια, κι εκείνη φρόντισε να τον αδικηθεί δεόντως, έχασε κάθε υπόληψη, κοινωνική θέση και ευκαιρία στην ευτυχία κι έμεινε να σαπίζει μαζί με το πλοίο του σε μια απόμερη παραλία της Κορίνθου. Κάποια στιγμή, ενώ το σαράκι και ο σκόρος είχαν εισχωρήσει σε κάθε σανίδα και κουπί, το πολυκαιρισμένο κατάρτι της Αργούς ράγισε, έσπασε και έπεσε, τραυματίζοντας τον Ιάσονα θανάσιμα στο κεφάλι.

Ο Αχιλλέας, ο πιο επιφανής Αχαιός πολέμαρχος του Τρωικού Πολέμου, ο ημίθεος γιος και μονογενής της Θέτιδας και του Πηλέα, ο απόλυτα άτρωτος, σκοτώθηκε από το βέλος του πιο δειλού και ποταπού Τρώα, του Πάρη, που καθοδηγούσε ο ίδιος ο Φοίβος.

Ο Αίας ο Τελαμώνιος, που είχε ευλογηθεί από τον ίδιο τον Ηρακλή, αυτοκτόνησε στο μοναδικό τρωτό του σημείο -τις μασχάλες- αφότου είχε εξευτελιστεί, σκοτώνοντας τα κοπάδια προβάτων των Αχαιών, νομίζοντας ότι είναι οι Αχαιοί Στρατηγοί. Το μυαλό του είχε θολώσει κι η τρέλα τον είχε κυριεύσει, σταλμένη από την ίδια τη θεά Αθηνά.

Ο Αγαμέμνων γυρίζοντας θριαμβευτής από τον Τρωικό Πόλεμο, μετά από έξι χρόνια περιπλάνησης στις θάλασσες, με την άμοιρη Κασσάνδρα ως σκλάβα στο πλευρό του, τον περίμενε ο μαρτυρικός θάνατος. Καθώς λούονταν συο λουτρό του, όρμησαν κατά πάνω του η ίδια του η γυναίκα η Κλυταιμνήστρα κι ο μισητός του ξάδελφος ο Αίγισθος που είχαν γίνει εραστές και ήταν αποφασισμένοι να τον εκδικηθούν- ο καθένας για δικούς του λόγους. Κι αυτός ο θάνατος αναζωπύρωσε το μίσος και χτύπησε ξανά η κατάρα των Ατρειδών, φέρνοντας αργότερα κι άλλους πολλούς φόνους.

Ο Διομήδης σκοτώθηκε κάπου στη Δύση, στην Κεντρική Ιταλία, έχοντας εξοριστεί από το σπίτι του στο Άργος, με τη γυναίκα του να τον έχει προδώσει και να έχουν ξεχαστεί ολότελα τα ανδραγαθήματα του.

Ο Οδυσσέας πέθανε όπως ακριβώς είχαν προβλέψει η μάγισσα Κίρκη και ο μάντης Τειρεσίας στον Κάτω Κόσμο. Ο θάνατος τον βρήκε από χέρι φιλικό, άδοξα, αναπάντεχα και άλογα.

Όλοι τους έζησαν ζωές αντάξιες του θρύλου, σαν Θεοί δοξάστηκαν για τα ηρωικά τους κατορθώματα· έζησαν περιπέτειες απαράμιλλης τόλμης· ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Κανείς τους, όμως, δεν πέθανε εξίσου ηρωικά, μα όλοι εξευτελίστηκαν και αμαύρωσαν τη φήμη τους, ώστε όλοι να τους θυμούνται: "Δεν ήταν δα και Θεοί, απλοί άνθρωποι με λίγη παραπάνω εύνοια από την Τύχη."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Έκτος Καταλύτης θα σταθεί η μόνη κόρη του Ηλίου που γεννήθηκε χωρίς μαγικές δυνάμεις, έγινε, όμως, Βασίλισσα του πιο κραταιού Βασιλείου και γέννησε το πιο αποκρουστικό και ανθρωπόμορφο τέρας.

"Η Πασιφάη είναι!" Συμπέρανε ευθύς ο Σίσυφος. "Κόρη του Ήλιου, όχι μάγισσα όπως η Κίρκη, και παντρεύτηκε τον Μίνωα, βασιλεύοντας στον κολοφώνα του πολιτισμού της Κρήτης. Ύστερα, αυτή γέννησε τον Μινώταυρο, ένα πραγματικά ειδεχθές τέρας. Τον γνώρισα όταν κατέβηκε για λίγο στον Άδη, προτού φυσικά τον στείλει ο Πλούτωνας κατευθείαν στα Τάρταρα."

"Νομίζω θα είναι μάταιο να την αναζητήσουμε," υπέθεσε ο Διομήδης. "Σίγουρα σε αυτές τις γυναίκες θα έχει απευθυνθεί η Ήρα ήδη κι η συγκεκριμένη δεν είχε λόγο να αρνηθεί την πρότασή της."

Έβδομος καταλύτης η κόρη της Ανατολής, που θυσία προσφέρθηκε στον θείο Ποσειδώνα, όμως εσώθη από έναν ήρωα κι από το πιο φονικό όπλο.

"Εγώ είμαι!" Αναφώνησε έκπληκτη η Ανδρομέδα. "Η πατρίδα μου είναι η Αιθιοπία, προσφέρθηκα ως θυσία στο Κήτος που ο Ποσειδώνας έστελνε, αλλά με έσωσε ο Περσέας με το πιο φονικό όπλο, το κεφάλι της Μέδουσας."

Ο άνδρας της την αγκάλιασε στοργικά, υποδεικνύοντας ότι θα ήταν πάντοτε κοντά της, όπως εκείνη την ημέρα που κι οι δυο τους θα θυμούνταν για πάντα.

Ο όγδοος είναι η μοναχοκόρη ημίθεη του Παντοκράτορα, η σαν οπτασία ωραία κι η πιο καταραμένη όλων, γιατί πολλούς άνδρες φόνευσε χωρίς να οπλοφορεί.

"Η Ωραία Ελένη," είπε ήρεμα ο Οδυσσέας, που δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα, αρνούμενος την ανάπαυση όταν η Αθηνά υπέφερε στα Τάρταρα. "Αυτή ήταν η ωραιότερη μα και η πιο μισητή, διότι προκάλεσε δυο πολέμους και για εκείνη σκοτώθηκαν αμέτρητοι."

"Ίσως κι αυτή βρίσκεται κοντά στην Ήρα," υπέθεσε ο Σίσυφος.

"Πάντως όχι κοντά στον Άρη," πρόσθεσε ο Διομήδης. "Δεδομένων όσων έπαθε εξαιτίας της Αφροδίτης, θα την αποστρέφεται."

Ο δέκατος Καταλύτης είναι ο μεγαλύτερος θνητός μουσικός, αυτός που ως τον Κάτω Κόσμο έφτασε για την αγάπη του και με τον μαινόμενο στρατό του Διονύσου πολέμησε για τις ιδέες του, πεθαίνοντας ανδρεία.

"Ο Ορφέας αναντίρρητα!" Είπε η Αταλάντη. "Ήταν μαζί μας στην Αργοναυτική Εκστρατεία· ως και τις Σειρήνες κατόρθωσε να νικήσει με τη λύρα και την ασύγκριτη φωνή του. Είχα ακούσει ότι κατέβηκε στον Άδη για να σώσει τη γυναίκα του, την Ευρυδίκη." Το βλέμμα της σκοτείνιασε. "Ωστόσο, δε γνώριζα ότι είχε τόσο βάναυσο θάνατο."

"Οι σάτυροι και οι μαινάδες είναι ο πιο επικίνδυνος και θανατηφόρος στρατός που υπάρχει στη γη," σχολίασε ο Περσέας. "Κάποτε τους πολέμησα, διότι ήθελαν να εισβάλουν στο Άργος."

"Είχα πολεμήσει κι εγώ τότε," πρόσθεσε η Ανδρομέδα. "Μονάχα οι πολεμικές τους ιαχές προκαλούν τρόμο και στους πιο θαρραλέους."

"Δεδομένου ότι ο Διόνυσος είναι με το μέρος του Άρη, είναι βέβαιο ότι θα γνωρίσουμε κι εμείς την όχι και τόσο ειρηνική πλευρά της Συντροφιάς της Χαράς," είπε ο Οδυσσέας σκεπτικός.

Ο ενδέκατος και τελευταίος Καταλύτης είναι η θεϊκή κόρη που γεννήθηκε στο φως από δυο αρχέγονους Θεούς και έζησε τη μισή της ζωή στο σκοτάδι με έναν αδελφό τους.

"Η Περσεφόνη το δίχως άλλο," μάντεψε ο Σίσυφος. "Πράγματι ήταν το πιο αθώο, αγνό και φωτεινό πλάσμα όλων, προτού παντρευτεί με τη βία τον Πλούτωνα και βασιλέψει στο έρεβος του Άδη."

"Ωραία," κατέληξε ο Περσέας. "Συνεπώς, έχουμε έντεκα Καταλύτες· τον Οδυσσέα, την Ανδρομέδα και τον Ηρακλή που είναι ήδη μαζί μας, ενώ ο Πήγασος, ο Ιάσων κι η Περσεφόνη είναι σίγουρα χαμένοι. Έπειτα, ο Ορφέας, η Πασιφάη, ο Έκτορας, η Ωραία Ελένη και κάποια που δεν ξέρουμε-"

"Η Ιφιγένεια," τον διέκοψε ο Οδυσσέας με περισσότερη σιγουριά από όση περίμενε κι ο ίδιος.

"Πώς το σκέφτηκες αυτό; Τι σχέση έχει η Ιφιγένεια με τον Δία και τον Ποσειδώνα;" Απόρησε ο Διομήδης.

"Κυκλοφορούσε μια φήμη, την οποία η Ελένη κάποτε σχεδόν μου επιβεβαίωσε," αποκάλυψε ο γιος του Λαέρτη στωικά. "Είναι γνωστό ότι την είχε απαγάγει ο Θησέας, που είναι γιος του Ποσειδώνα. Η Ελένη είναι κόρη του Δία, άρα το παιδί τους θα ήταν εγγόνι και του Δία και του Ποσειδώνα. Ο Δίας δεν έχει άλλες κόρες από θνητές, οπότε η Ιφιγένεια πρέπει να είναι ο Καταλύτης που μας διαφεύγει. Για να γλιτώσουν το σκάνδαλο του νόθου και της ατίμωσης της Ελένης, σίγουρα προτίμησαν να δηλώσουν το παιδί ως κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας."

"Όσο ακραίο κι αν ακούγεται, θα μπορούσε να είναι αλήθεια," συμφώνησε ο Σίσυφος.

"Αλήθεια, πότε σου το επιβεβαίωσε η Ελένη;" Αναρωτήθηκε ο Διομήδης.

"Είναι μια ιστορία που δε θέλω να θυμάμαι," απάντησε ψυχρά ο Οδυσσέας, υποδεικνύοντας ότι δε θα του έπαιρνε λέξη.

"Τι κάνουμε από εδώ και πέρα;" Ρώτησε η Αταλάντη.

"Η Εκάτη και οι υπόλοιποι έχουν κλειστεί στο καθιστικό και δεν έχουν βγει καθόλου," επισήμανε η Ανδρομέδα. "Επικρατεί μια αδικαιολόγητη σιωπή και κανείς μας δεν μπορεί ούτε να φανταστεί τι συμβαίνει."

"Ας ελπίσουμε μόνο ότι θα καταφέρει να καλυτερεύσει τις πιθανότητες μας, δεδομένου ότι ακόμα η Αθηνά βρίσκεται στα Τάρταρα," είπε ο Διομήδης.

Ο Οδυσσέας ξεφύσηξε νευρικά, τρίβοντας τα μάτια που έτσουζαν από την αυπνία.

"Μπορεί να έχει ήδη χάσει τη μάχη," είπε με σφιγμένα δόντια. "Μπορεί να παραμείνει σε εκείνη την Κόλαση για πάντα κι εμείς καθόμαστε εδώ με σταυρωμένα τα χέρια και περιμένουμε διαταγές από την Εκάτη! Ποιά νομίζει πως είναι τέλος πάντων; Εν τέλει, αυτή φταίει που η Αθηνά διατρέχει τον ύψιστο κίνδυνο τώρα."

"Η Εκάτη δεν έχει χάσει ούτε ρανίδα από τη δύναμή της, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Θεούς," είπε ο Σίσυφος. "Σκεπτόμενοι λογικά και χωρίς το συναίσθημα να θολώνει την κρίση μας," συνέχισε κοιτάζοντας ευθέως τον Οδυσσέα, "συμπεραίνουμε ότι η Εκάτη είναι ο ισχυρότερος μας σύμμαχος, για αυτό και οφείλουμε να ακολουθούμε τις εντολές της, τώρα που η Βασίλισσα μας απουσιάζει."

"Κι αν είναι εχθρός μας;" Αναρωτήθηκε ο Οδυσσέας μεγαλοφώνως. "Αν δουλεύει για την Ήρα ή οποιονδήποτε άλλον και προσπαθεί να μας αποδυναμώσει; Ποιός μπορεί να εγγυηθεί για αυτή;"

Κανενας δεν του απάντησε, διότι μέσα στην υπερβολή του είχε κάποιο δίκιο. Δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι για τις προθέσεις της Εκάτης, όμως με βεβαιότητα δε θα τολμούσαν να την προκαλέσουν.

"Κοντεύει μεσημέρι," παρατήρησε η Ανδρομέδα, αλλάζοντας θέμα. "Πάω να μαγειρέψω."

"Θα έρθω να σε βοηθήσω," προσφέρθηκε ο Περσέας κι οι δυο τους έφυγαν.

"Κι εγώ," τον μιμήθηκε η Αταλάντη κι έτρεξε ξοπίσω τους.

"Πηγαίνετε κι εσείς," είπε στον Διομήδη και στον Σίσυφο ο Οδυσσέας. "Δεν έχω καμία όρεξη ούτε να φάω ούτε να κάνω οτιδήποτε εκτός από το να σκέφτομαι πώς θα σώσουμε την Αθηνά."

"Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα μπορείς να σώσεις ούτε τον εαυτό σου," αναφώνησε αυστηρά, κουνώντας το κεφάλι ο Σίσυφος, προτού αποσυρθεί.

"Φίλε μου, σε ξέρω πάρα πολλά χρόνια, όμως ποτέ δε σε είχα δει τόσο αναστατωμένο και νευρικό," του ψιθύρισε ο Διομήδης μόλις έμειναν μόνοι, ακουμπώντας τον ώμο του υποστηρικτικά. "Κατανοώ την κατάστασή σου. Άλλωστε, όλοι μας υπήρξαμε ερωτευμένοι κάποτε."

"Τι;" Πετάχτηκε ο Οδυσσέας σαν ελατήριο από το ξάφνιασμα. "Ερωτευμένος εγώ; Με ποιά;"

"Με ποιά άλλη από την Αθηνά;" Ρώτησε ρητορικά αυτό που του φαινόταν προφανές ο γιος του Τυδέα. "Βέβαια είναι πολύ δύσκολη η θέση σου, μια που ο έρωτας σου αναγκαστικά θα μείνει πλατωνικός, όμως-"

"Έχεις πέσει έξω!" Τον έκοψε ο συνομιλητής του, προτού πει περισσότερα. "Δε θα μπορούσα ποτέ να νιώσω κάτι άλλο εκτός από φιλία για την Αθηνά κι αυτό υπεραρκεί, μια που αναφερόμαστε σε Θεά κι η φιλία της είναι ύψιστη τιμή. Είναι πολύ βαθύτερο από αυτό που φαντάζεσαι. Χάρη σε εκείνη ζω. Θνησιγενές μωρό ήμουν και η μάνα μου με αφιέρωσε στην Αθηνά κι εκείνη μου έδωσε ξανά ζωή. Της χρωστώ τα πάντα και τώρα που η δική της ζωή κινδυνεύει αισθάνομαι υποχρέωση να τη βοηθήσω με όλη μου τη δύναμη."

Ο Διομήδης τον κοιτούσε εμβρόντητος.

"Δεν το γνώριζα αυτό, το ομολογώ," είπε τελικά. "Με συγχωρείς που σε παρεξήγησα."

Αμέσως, γεμάτος ντροπή και κατανοώντας την ανάγκη του φίλου του για εσωστρέφεια, τον άφησε μόνο και αναζήτησε τους υπόλοιπους.

Ο Οδυσσέας κοιτούσε τον καταγάλανο ουρανό και αναλογίζονταν όσα του είχε πει ο Διομήδης. Ήταν πράγματι αδιανόητη η άποψή του, αν και ίσως και να έκρυβε κάποια αλήθεια. Άλλωστε, είχε συνηθίσει πάντοτε να τον περιμένει μια γυναίκα· τώρα που περίμενε εκείνος την Αθηνά, μήπως η ίδια η Μοίρα τον ειρωνευόταν;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Τρίτωνας, ο Θησέας κι ο Βελλερεφόντης συγκεντρώθηκαν έξω από το δωμάτιο που τους είχε υποδείξει ο Ποσειδώνας. Χτύπησαν την πόρτα κι όταν άκουσαν το περάστε, ο Τρίτωνας την έσπρωξε κι οι τρεις τους βρέθηκαν σε ένα άδειο δωμάτιο, βαμμένο σκούρο γκρι, που διέθετε μονάχα ένα αυστηρό φωτιστικό στο ταβάνι κι ένα αρκετά μεγάλο τραπέζι στο κέντρο του. Σε αυτό το τραπέζι στεκόταν ο Ποσειδώνας, με τα χέρια στην πλάτη του.

"Γιατί μας κάλεσες;" Ρώτησε πρώτος ο Θησέας.

"Σε λίγο αναχωρούμε για τη Σπάρτη κι ετοιμάζαμε τα όπλα μας," πρόσθεσε ο Βελλερεφόντης.

"Είστε γιοί μου," ξεκίνησε ήρεμα ο Ποσειδώνας. "Σας κάλεσα για να σχεδιάσουμε πώς θα κινηθεί η Συμμαχία στην περίπτωση του θανάτου μου."

"Πώς είμαστε όλοι γιοί σου;" Απόρησε ο Τρίτωνας. "Ο Βελλερεφόντης δεν είναι."

"Είμαι," αντιτάχθηκε ευγενικά ο ήρωας της Κορίνθου. "Απλώς ο πατέρας θέλει να αποφύγει άλλο ένα ξέσπασμα της σεβαστής Αμφιτρίτης, για αυτό και το κρατάμε επτασφράγιστο μυστικό."

"Πολύ σωστά," τον επικρότησε ο Θησέας. "Εμένα κάποτε ήθελε να με πνίξει. Ας φυλαχτείς εσύ τουλάχιστον."

"Χαίρομαι που δε χάνετε το πνεύμα σας αυτές τις κρίσιμες ώρες," σχολίασε με υπερηφάνεια ο Ποσειδώνας. "Ωστόσο, οφείλω να βαρύνω το κλίμα, διότι αν πεθάνω-"

"Δε θα πεθάνεις," αντιτάχθηκε ξερά ο Τρίτωνας.

"Αν πεθάνω, λοιπόν," συνέχισε απτόητος ο Κοσμοσείστης, "θέλω να είμαι βέβαιος ότι έχω τακτοποιήσει όλα τα προβλήματα που ίσως προκύψουν. Πρώτα από όλα, η Αμφιτρίτη είναι ελεύθερη να πράξει όπως πιστεύει κάλλιστα. Το θαλασσινό Βασίλειο, όμως, της ανήκει δικαιωματικά. Στη θάλασσα γεννήθηκε, παντρεύτηκε, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Όσον αφορά τη θέση μου στη Συμμαχία, ως υποψήφιος Βασιλιάς των Θεών, δηλαδή, θα ψηφίσετε όλοι τον Απόλλωνα."

"Τι;" Εξεπλάγησαν κι οι τρεις ταυτόχρονα, που αν μη τι άλλο περίμεναν να ακούσουν ο καθένας το όνομά του.

"Αυτό ακριβώς που ακούσατε," επέμεινε ο πατέρας τους. "Ο Απόλλωνας είναι ο καταλληλότερος Βασιλιάς."

"Γιατί;" Απόρησαν χορωδιακά οι τρεις γιοί.

"Διότι έχει ωριμάσει κι έχει μετριάσει τα ελαττώματά του. Άλλωστε, είναι ο τρίτος γιος του Δία και το δικαίωμά του δε θα αμφισβητηθεί από κανέναν. Εσείς, πάλι, διαθέτετε ορισμένα ελαττώματα που δεν παραλείπονται εύκολα."

"Δηλαδή;" Συνέχισαν χορωδιακά.

"Εσύ, Τρίτωνα, που είσαι κι ο πρωτότοκος μου, μαζί μα τη μητέρα σου έχεις ζήσει όλη σου τη ζωή στη θάλασσα. Συνεπώς, δεν έχεις ιδέα πώς να κυβερνήσεις τη γη και τον ουρανό. Εσύ, Θησέα, είσαι εξαιρετικά παρορμητικός και ερωτομανής, ενώ η επιθυμία σου για κάποιον σε ωθεί σε παρακινδυνευμένες αποφάσεις. Αν δεν ήμουν δίπλα σου να σε συγκρατήσω, θα είχες φτάσει μόνος στη Σπάρτη και τώρα θα σε θρηνούσαμε. Τέλος, εσύ, Βελλερεφόντη, είσαι θαρραλέος και πιο τολμηρός από όλους μα είσαι εξίσου παρορμητικός με τον Θησέα και ορισμένες φορές η νίκες και η δόξα σε θολώνουν και σου ξυπνούν ματαιόδοξες και αλαζονικές εμμονές. Κινδυνεύεις να γίνεις τύραννος. Αυτό, λοιπόν, δε μου αφήνει περιθώρια παρά να επιλέξω τον Απόλλωνα για διάδοχό μου. Εκείνος μπορεί να πράξει κατά τη δική του βούληση έπειτα."

"Ας είναι," κατέληξε ο Θησέας. "Μπορούμε να πηγαίνουμε τώρα;"

"Αφότου μου ορκιστείτε στα νερά της Στυγός ότι αυτόν θα επιλέξετε για διάδοχό μου, είστε ελεύθεροι. Κι μην παραβήτε τον όρκο σας, επειδή θα σας καταραστώ σκληρά από όπου κι αν βρίσκομαι."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Είμαι ευτυχισμένος που σας ξαναβλέπω μετά από τόσα χρόνια!" Αναφώνησε με παιδική σχεδόν χαρά ο Άρης, έχοντας αγκαλιάσει εγκάρδια την Έριδα, την Ενυώ και τον Κυδοιμό. "Τον Έκτορα τον έφερες;" Ρώτησε συνομωτικά την πρώτη.

"Φυσικά," απάντησε εκείνη. "Απλώς, δεδομένου ότι ξαναβρέθηκε με την Ανδρομάχη μετά από μερικές χιλιετίες και ότι αυτό το μέρος αναβλύζει έρωτα ακόμα κι όταν η υπεύθυνη θεά λείπει, μπορείς να συμπεράνεις ότι δεν έχουν βγει από το δωμάτιο της Ανδρομάχης από τότε που ήρθαμε."

"Καταλαβαίνω," ένευσε καταφατικά ο θεός του Πολέμου. "Άλλωστε, ευφράνθηκα που σας συνάντησα μετά από μόλις εβδομήντα δυο χρόνια, από τις ένδοξες εποχές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου," είπε, κοιτάζοντας την Ενυώ και τον Κυδοιμό. "Τώρα που σας έχω κοντά μου εσάς, τον Ήλιο, τη Σελήνη και τους δίδυμους γιούς μου δεν έχω να φοβηθώ κανέναν!

"Μιας και το ανέφερες, πατέρα," επενέβη η Ιππολύτη, "οφείλουμε να σου πούμε ότι η Πηνελόπη έπιασε τη Νέμεση μεταμορφωμένη σε γύπα να μας παρακολουθεί. Αυτό σημαίνει ότι από μέρα σε μέρα θα μας επιτεθεί κάποια από τις εχθρικές μας Συμμαχίες."

"Υποπτεύεστε κάποια;" Ρώτησε ο γιος της Ήρας.

"Αν κρίνουμε από την απαγωγή της Αριάδνης, η Συμμαχία του Ύδατος θα μας επισκεφθεί," απάντησε η Πηνελόπη.

"Ποιά απαγωγή; Με τη θέλησή της ήρθε μαζί μας!" Διαφώνησε ο Άρης.

"Δεν είναι εδώ η Αφροδίτη, μπορούμε να συνεννοηθούμε λοιπόν," επέμεινε η Αντιόπη. "Με μαγεία και ερωτικά ξόρκια δεν άφησε και πολλά περιθώρια επιλογής στην κοπέλα!"

"Τα ίδια έκανε κάποτε και στην ξαδέλφη μου την Ελένη και ξεκίνησε ο Τρωικός Πόλεμος," συμπλήρωσε η Πηνελόπη.

"Κατά τα φαινόμενα, αυτός ο πόλεμος θα διαρκέσει πάνω από δέκα χρόνια," κατέληξε η Ιππολύτη.

"Ας είναι!" Φώναξε εύθυμα ο Άρης. "Φέρτε μου τον Διόνυσο, για να ανάψει το κέφι κι ο χορός! Θέλω να γιορτάσω την επανένωσή μου με τους φίλους που μπυ στάθηκαν καλύτερα από γονείς κι αδέλφια! Όσο για τους εχθρούς μας, ας έρθουν όποτε θέλουν, θα τους περιμένουμε με τα όπλα στα χέρια και ετοιμοπόλεμοι! Από πότε οι γοργονάνθρωποι με τα πτερύγια και τα βράγχια πιστεύουν ότι θα μάθουν τους θεούς του Πολέμου να πολεμούν;"

Ακούγοντας τα λόγια του, ο Δείμος, ο Φόβος, η Έρις, η Ενυώ και ο Κηδοιμός αλλάλασαν επευφημώντας τον.

"Αλήθεια, η Αφροδίτη πού βρίσκεται; Δε γύρισε μαζί σας;" Αναρωτήθηκε η Αντιόπη.

"Είναι κάπου στην Ανταρκτική," αποκρίθηκε ο Άρης. "Τόσο το καλύτερο για εμάς, επειδή, αν ήταν εδώ, δε θα ήθελε να γλεντήσω πριν τη μάχη, θα με επέπληττε κι εγώ δεν είμαι Ήφαιστος να ακούω μαλθακά τη γκρίνια της!"

Τότε, αντίκρισε τον Διόνυσο με την Αριάδνη να κατεβαίνουν τις σκάλες κι ευθύς ο θεός του κρασιού έτρεξε στο κελάρι για να βρει τα υπέροχα φλασκιά του, ενώ στήνονταν το τραπέζι με το φαγητό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ήρα είχε στείλει το παγώνι της να εντοπίσει τον Αχιλλέα και η ίδια ακολουθούσε από απόσταση. Έχοντας φτάσει στην Αθήνα με το αεροπλάνο, πορεύονταν βόρεια, προς τη Θεσσαλία, στα μέρη της και του Αχιλλέα. Είχε νοικιάσει ένα αυτοκίνητο και πατούσε το γκάζι όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ήθελε να βγει από την Εθνική Οδό, να βρεθεί σε κάποια πόλη και να μπορέσει να συναντηθεί με το πιστό της κατοικίδιο, για να της δώσει αναφορά. Τελικά, σταμάτησε σε μια Σ.Ε.Α. κάπου στην Αταλάντη -αν και το όνομα της έφερνε θυμό, όσο θυμόταν την άδοξη μονομαχία της με την Αθηνά- κι έτρεξε στις τουαλέτες, άνοιξε το παράθυρο κι εκεί την περίμενε το παγώνι.

"Πού είναι; Τον βρήκες;"

Το πολύχρωμο ζώο έσκυψε και της ψιθύρισε. Είχε γυρίσει όλη της Θεσσαλία, παρατηρώντας τα πάντα γύρω του, μα δεν είχε εντοπίσει τον ήρωα πουθενά.

"Πού θα πάει, θα τον βρούμε!" Αναφώνησε εκνευρισμένη. "Γύρνα πίσω στην Κρήτη. Δε θα αργήσω κι εγώ να γυρίσω."

Το παγώνι χάθηκε από τα μάτια της κι εκείνη βγήκε από την τουαλέτα. Παρήγγειλε κάτι πρόχειρο για φαγητό και όσο περίμενε να ετοιμαστεί, η ματιά της έπεσε στην παράξενη ετεροχρωμία της κοπέλας στο ταμείο. Το καπέλο με το λογότυπο της εταιρείας που εργαζόταν έκρυβε σχεδόν όλο της το πρόσωπο, αλλά τα μάτια της, τα έντονα βαμμένα με μαύρο και σκούρο μπλε ξεχώριζαν, κυρίως διότι το αριστερό ήταν καταπράσινο μα στην άκρη του διαφαίνονταν μια μαύρη κηλίδα σαν σημάδι από μελάνι. Αυτό το σημάδι μόνο σε μια το είχε δει και δεν ήταν σίγουρα τυχαία θνητή.

"Η Νύχτα πέφτει και σκοτώνει την Ημέρα, μαζί με τη Σελήνη συμβιώνει, ώσπου ο Ήλιος να την εκδιώξει," ψιθύρισε στα Αρχαία Ελληνικά μια από τις αγαπημένες προσευχές για τη θεά που ήταν σχεδόν βέβαιη ότι είχε μπροστά της.

Η γυναίκα ύψωσε αστραπιαία το βλέμμα και την κοίταξε, αναγνωρίζοντας της αμέσως.

"Ήρα!" Αναφώνησε.

"Νύχτα!" Μιμήθηκε σαρκαστικά την έκπληξή της η χήρα του Δία.

"Δεν ήθελα να συναντήσω ποτέ κανένα σας," είπε, ευθεία όπως πάντα, η σκοτεινή θεά. "Γνωρίζω τι συμβαίνει με τος Συμμαχίες σας και δε θέλω να αναμειχθώ."

"Γιατί; Μήπως αισθάνεσαι αδύναμη;" Ζήτησε να μάθει η Ήρα. "Είμαι σίγουρη ότι ανήκεις σε αυτούς που δεν αποδυναμώθηκαν καθόλου με τα χρόνια. Οι ποιητές σε αγαπούν, όπως και οι ζωγράφοι."

"Πράγματι," συμφώνησε διστακτικά η Νύχτα. "Όμως, φοβάμαι, διότι είναι μεγάλο το ρίσκο, Ήρα. Έχεις σκεφτεί τι θα συμβεί σε περίπτωση ήττας;"

"Δεν είσαι περίεργη να μάθεις;" Της απάντησε με ερώτηση εκείνη. "Δεν αναρωτιέσαι καν τι θα συμβεί σε περίπτωση νίκης; Γιατί να μη γιορτάσεις εβρισκόμενη στην ομάδα των νικητών; Σε ξέρω, Νύχτα, δεν είσαι ράθυμη και λάτρης της ρουτίνας, όπως η Ημέρα ή ο Αιθέρας. Ζεις για το επικίνδυνο και την πρόκληση. Άλλωστε, αν ήσουν συμβατική, δε θα δούλευες εδώ, όπου μπορούν ανά πάσα ώρα και στιγμή να σου επιτεθούν ληστές, βιαστές, εγκληματίες γενικώς. Σου αρέσει αυτή η δουλειά, γιατί κρύβει μια σκοτεινή περιπέτεια και αυτό ακριβώς σου υπόσχομαι εγώ, αν με ακολουθήσεις."

Η Νύχτα δεν της απάντησε αμέσως. Έμεινε για αρκετή ώρα σιωπηλή, θέλοντας να αναλογιστεί ενδελεχώς όσα είχε ακούσει. Ο πειρασμός ήταν τεράστιος· πράγματι λάτρευε τις προκλήσεις και τη γοήτευε η σκέψη της μάχης όπως τα παλιά, ένδοξα χρόνια. Όμως, δεν ήταν βέβαιη ότι άντεχε ακόμα να πολεμά ή αν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις απειλές που θα εμφανίζονταν. Βέβαια, είχε τη δυνατότητα να εκπαιδευτεί και να επανέλθει στην περασμένη της πολεμική επιδεξιότητα.

"Δέχομαι να σε βοηθήσω," της είπε τελικά, αποφασισμένη να κυνηγήσει το άγνωστο έστω και μια φορά στη ζωή της. "Και μάλιστα έχω μια φίλη που δε θα αρνηθεί να μας ακολουθήσει."

"Ποιά;" Ρώτησε ανυπόμονα η Ήρα, χωρίς να κρύβει την ευχαρίστησή της.

"Την αγγελιοφόρο των Θεών, με τα τεράστια φτερά και τα εφτά χρώματα στα πόδια· την Ίριδα."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Είδα μερικούς υπόπτους να πλησιάζουν από το δάσος," ανέφερε η Αντιόπη στον Άρη. "Νομίζω ότι ένας από αυτούς ήταν ο Θησέας."

Ο θεός του Πολέμου σηκώθηκε υπερήφανος και χαμογελαστός. Η ανάσα του βρωμούσε κρασί και τα μάτια του έλαμπαν παράξενα. Οι κόρες του αναρωτιούνταν αν ήταν από το αλκοόλ ή από την ηδονή που τον κυρίευε εξαιτίας της ερχόμενης μάχης.

"Φίλοι μου, έφτασε επιτέλους η ώρα που περιμέναμε! Οι εχθροί μας είναι πολύ κοντά! Πάρτε τα όπλα μας κι ας παραταχθούμε στην πόρτα του Πύργου!"

Αμέσως όλοι υπάκουσαν· έτρεξαν στη βάση της σκάλας, όπου ο Διόνυσος και ο Άδης είχαν βγάλει ολα τα όπλα από το οπλοστάσιο, διάλεξαν αυτά που τους ταίριαζαν καλύτερα και περίμεναν διαταγές από τον Άρη.

Βγήκαν έξω, κάτω από το γλυκό φως του απομεσήμερου, περιμένοντας με ανυπομονησία κάποιο σήμα για να επιτεθούν. Μόλις φάνηκε μια ανθρώπινη κίνηση ανάμεσα στα δέντρα, ο Άρης έβγαλε μια πολεμική ιαχή και αυτό αρκούσε. Όρμησαν στους εισβολείς σαν αγρίμια αιμοβόρα. Ακόμα και η Αριάδνη κι ο Διόνυσος, που δεν ήταν πολεμοχαρείς, είχαν κυριευθεί από ακατανίκητο πόθο για αιματοχυσία. Για αυτό είχαν φροντίσει η Έρις, η Ενυώ και ο Κυδοιμός.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αθηνά θωρούσε ψυχρά το εξακέφαλο τέρας που ξεπρόβαλλε από τη σπηλιά, με τα κυνόμορφα κεφάλια του να στριγκλίζουν, προτού εμφανιστεί το γυναικείο σώμα που έκρυβαν. Κινούμενος με δώδεκα πόδια, πλησίασε ο μεγαλύτερος θαλασσινός κίνδυνος, αυτός που όταν έπεφτε κανείς στον δρόμο του, δεν επιζούσε για να το διηγηθεί. Ακούστηκαν ουρλιαχτά. Μόλις την εντόπισε το γυναικείο σώμα, ένευσε στα έξι κεφάλια να την ξεσκίσουν.

Η θεά υψώθηκε στον αέρα, προσπαθώντας να αγνοήσει ότι το πέταγμά της δεν ήταν τέλειο· τα πόδια της έτρεμαν επικίνδυνα. Ελευθέρωσε το σπαθί της κι όρμησε στο γυναικείο σώμα. Ήταν βέβαιη ότι θα αποδυνάμωνε σημαντικά το τέρας αν έσφαζε τη γυναίκα στο κέντρο του. Καθώς προσγειωνόταν κραδαίνοντας το σπαθί στο χέρι της, πετάχτηκε ένα κυνόμορφο κεφάλι, θέλοντας να προστατέψει τη γυναίκα. Σούφρωσε τα μάτια της και συγκέντρωσε όλη την οργή στη λαβή του σπαθιού. Όρμησε στο κεφάλι, πέρασε μέσα στο στόμα του, κατέβηκε τον ουρανίσκο, αγνοώντας την άθλια ταγκή, και έκοψε τη μαλακή σάρκα από μέσα. Αμέσως, πέρασε έξω από το άψυχο κεφάλι, κοιτάζοντας τα άλλα πέντε που την απειλούσαν ανοιχτά. Δεν μπορούσε να τα κόψει όπως έκανε στη Λερναία Ύδρα. Οι φολίδες που κάλυπταν το γλοιώδες τομάρι ήταν αδιανόητα σκληρές· δε θα κατάφερνε ποτέ να τις χαράξει καν. Έβαλε το σπαθί στο θηκάρι και όρμησε στο πιο κοντινό της κεφάλι με γυμνά χέρια. Με τις γροθιές και τα περιβραχιόνιά της, έσπασε την άνω σειρά των κυνόδοντων, αφήνοντας τα μεγάλα κομμάτια να πέσουν στον λαιμό και να τον πληγώσουν θανάσιμα. Άλλο ένα κεφάλι της επιτέθηκε. Πέρασε ξανά στον ουρανίσκο του, αποκαλύπτοντας την ασπίδα της, που είχε αιχμηρές άκρες στον εξωτερικό της φλοιό κι έτσι τεμάχισε το λαρύγγι με περισσή ευκολία.

Τρία κεφάλια ακόμη. Έβγαλε τα βέλη της -τα ποτισμένα στο δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας- και στράφηκε σε ένα κεφάλι. Ανέκτησε περισσότερο ύψος -ώστε να μη τη συνθλίψουν οι τεράστιοι κυνόδοντες- σημάδεψε τα μάτια του και στην άφεση πέτυχε τον στόχο της. Τα βέλη τρύπησαν τις κίτρινες ίριδες, το δηλητήριο τις έλιωσε και οι αιχμές τους έφτασαν στο μυαλό, σκοτώνοντας το κεφάλι ακαριαία. Αμέσως μετά, στράφηκε στο άλλο κεφάλι που ήταν πιο κοντά και με το σπαθί και το δόρυ της τρύπησε τα μάτια του, πατώντας στα ειδεχθή του ρουθούνια. Το ουρλιαχτό που έβγαλε καθώς ξεψυχούσε έκανε τα τοιχώματα της σπηλιάς να καταρρεύσουν ελάχιστα.

Το τελευταίο κεφάλι της επιτέθηκε κραυγάζοντας ένα γάβγισμα πιο δυνατό από του Κέρβερου, πιο ανατριχιαστικό από τα συρίγματα του χιλιοκέφαλου Λάδωνα, μα εκείνη παρέμεινε ψύχραιμη. Όμως, η πτήση της πρόδωσε και προσγειώθηκε στη γη απότομα από τόσο ύψος που θα σκότωνε έναν θνητό. Ένιωσε τα χέρια και τα πόδια της να σπάνε και να ακινητοποιείται, καθώς το κεφάλι ερχόταν καταπάνω της. Σήκωσε με όση δύναμη διέθετε την ασπίδα της και την πέταξε στο ανοιχτό του στόμα, κατορθώνοντας να κόψει ένα κομμάτι από το μυαλό και το κρανίο του. Η χρυσελεφάντινη ασπίδα πετάχτηκε έξω, βαμμένη ιώδης από το αίμα.

Κοίταξε τη γυναίκα, που πλέον κοίτονταν μόνη ανάμεσα στα έξι ματωμένα πτώματα. Γνώριζε ότι ήταν εντελώς ακίνδυνη, ωστόσο, αν δεν τη σκότωνε, πολύ σύντομα θα επανέφερε στη ζωή τα νεκρά κεφάλια κι αυτό δεν το ήθελε, διότι χρειαζόταν αρκετή ώρα να ιάσει τα κόκαλα της αρκετά για να φύγει και να μπορεί να πολεμήσει το επόμενο τέρας. Με όση θέληση και αντοχή της είχε απομείνει, έδωσε ώθηση στο σώμα και αιωρήθηκε ξανά, πετώντας πολύ αργά προς τη γυναίκα. Εκείνη την κοιτούσε ψυχρά, με τα κατάμαυρα μάτια της να γυαλίζουν τρομακτικά και το σώμα της, καλυμμένο κι αυτό με τις ίδιες τραχιές φολίδες, έμενε ακίνητο. Δεν πήγαινε πουθενά· ίσως και να το είχε καταλάβει πλέον· όπου και να πήγαινε, η Αθηνά θα την καταδίωκε. Έβγαλε το σπαθί ξανά με το χέρι της να τρέμει και το έβαλε στο στόμα της. Όταν έφτασε κοντά της, έβαλε όλη τη δύναμη στο κεφάλι της κι έχωσε το σπαθί κατευθείαν στον λαιμό της· με μερικές στροφές σουβλερές πέθανε κι αυτή επιτέλους.

"Κρίμα που δεν είναι μαζί μου η Ήρα," είπε στο κενό. "Αν ήταν, θα την κοίμιζε, όπως έκανε για τον Ιάσονα, και θα μου γλίτωνε πολλή κόπωση."

Η Αθηνά σωριάστηκε καταγής, κατάκοπη κι ανήμπορη να κουνήσει οποιοδήποτε μέλος της. Έμεινε εκεί, ανάμεσα στα νεκρά κεφάλια, λεκιάστηκε όλο της το σώμα με το αίμα του τέρατος, το οποίο ανεπαίσθητα αναμείχθηκε με το δικό της. Όταν πέρασε αρκετή ώρα και τα κόκαλα της είχαν επανέλθει αρκούντως, μαζι κι οι αισθήσεις της, ένιωσε έναν σουβλερό πόνο στα πλευρά της. Τοποθετώντας το χέρι της, αισθάνθηκε ζέστη κι όταν το κοίταξε, έβλεπε το αίμα της να τρέχει ασυγκράτητο. Σύρθηκε ως την ακτή κι έριξε μαύρο νερό στην πληγή, για να καταλάβει πόσο βαθιά ήταν. Συμπέρανε ότι κάποιο κεφάλι είχε σταθεί τυχερό κι είχε βυθίσει κάποια δόντια του στη σάρκα της. Χάρηκε που δε φορούσε την πανοπλία της, διότι αν το έκανε, θα της την είχε τρυπήσει το δίχως άλλο κι ήταν κρίμα. Πήρε ένα κομμάτι ύφασμα και έδεσε τη μέση της, για να πάψει να αιμορραγεί. Γνωρίζοντας ότι αυτό θα σταματούσε την κυκλοφορία και στα πόδια της, υψώθηκε ξανά στον αέρα, συνέρχονται την πορεία της πετώντας.

Δεν άργησε να φτάσει σε μια ακτή, συνεχίζοντας τον δρόμο της πάνω από ξηρά πια, γεγονός που την καθησύχασε, μια που δε θα κινδύνευε από πνιγμό, αν η πτήση την πρόδιδε ξανά. Όταν άκουσε μια λιονταρίσια κραυγή, επιβράδυνε αμέσως και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Δεν άργησε να εντοπίσει το θηρίο που την περίμενε. Δικέφαλο· ένα κεφάλι λιονταριού κι ένα κατσικιού, ενώ η ουρά κατέληγε σε ένα ζωηρό πράσινο φίδι. Από τα τέσσερα ρουθούνια έβγαιναν ήδη μικρές φλόγες και τα έξι μάτια την κοιτούσαν απειλητικά. Η Χίμαιρα· το πιο τρομακτικό και ανίκητο τέρας της Ανατολής· το δευτερότοκο του Τυφώνα και της Έχιδνας· ο πιο ένδοξος άθλος του Βελλερεφόντη. Με τη βοήθειά της την είχε σκοτώσει τότε, γιατί του εξασφάλισε τον Πήγασο, και τώρα καλούνταν να τη σκοτώσει η ίδια.

Έβγαλε το σπαθί της και μετατράπηκε σε πύρινη λαίλαπα, για να μην πληγωθεί από τος φωτιές της. Με πέντε στιβαρά και δυνατά χτυπήματα, τα δυο κεφάλια κι η ουρά κόπηκαν, ενώ η χρυσή κοιλιά σκίστηκε. Δεν έμεινε τίποτα από το τέρας παρά ένα μάτσο τρίχες, γούνα και αίματα.

"Κόρη μου!" Αντήχησε μια σπαρακτική, ανατριχιαστική κραυγή που θύμιζε περισσότερο σύριγμα.

"Μονάχα ένα φίδι έχει ανθρώπινη λαλιά," σκέφτηκε η Αθηνά. "Η Έχιδνα, η μάνα όλων των τεράτων."

Γύρισε προς τα πίσω κι αντίκρισε την απαίσια γυναίκα, που από τη μέση και κάτω ήταν φίδι, όπως και τα μάτια και τα δόντια της.

"Φώλιαζες στα σταυροδρόμια κάποτε κι άρπαζες τους άτυχους που περνούσαν," της είπε, χαρούμενη που μπορούσε επιτέλους να μιλήσει με κάποιον. "Μονάχα ο Άργος με τα εκατό μάτια κατόρθωσε να σε σκοτώσει. Εγώ έχω δυο μάτια και δυο σπαθιά," έβγαλε άλλο ένα σπαθί από τον σάκο της, αφήνοντας τον ανοιχτό εσκεμμένα. "Ετοιμάσου να συναντήσεις τον άνδρα σου."

Η Έχιδνα γέλασε σαρδόνια κι ειρωνικά, μα η Αθηνά δεν πτοήθηκε. Της όρμησε, αλλά δεν ήταν απλό το φονικό της. Η μάνα των τεράτων ήταν έξυπνη, επιδέξια πολεμίστρια και παλαίστρια. Της αντιστάθηκε· απέκρουε τα χτυπήματά της και μάλιστα της κατάφερε μερικές γραντζουνιές στα χέρια και στα πόδια. Όμως, η θεά της Σοφίας δεν έπαυε να είναι θεά της Μάχης κι έτσι πήρε το πάνω χέρι και κάποια στιγμή κύκλωσε τον γυμνό λαιμό της με τα σπαθιά και τον έκοψε αστραπιαία. Ευθύς, χτύπησε δυνατά το σημείο που γυναίκα γινόταν φίδι, κόβοντας το πλάσμα στη μέση. Με αυτόν τον τροπο, βεβαιώθηκε ότι η Έχιδνα δε θα ανασταίνονταν πολύ σύντομα.

Συνέχισε τον δρόμο της, χωρίς να θηκαρώνει κανένα σπαθί, έτοιμη για την επόμενη πρόκληση. Τελικά, αντί για τέρας συνάντησε έναν θεό· τον κύριο εκείνου του κόσμου.

"Ομολογώ με εξέπληξες," της είπε ο Τάρταρος με ένα αλλόκοτο χαμόγελο. "Δεν περίμενα μα σκότωνες τη Σκύλλα, ούτε να ξέφευγες από τη Χάρυβδη. Εν τέλει, περίμενα να σου βγάλει τα μάτια και να σε αποτελειώσει η Έχιδνα, όμως την κομμάτιασες εσύ."

"Μπορώ να φύγω τώρα;" Ρώτησε χωρίς προστριβές η Αθηνά, αδημονώντας να γυρίσει πίσω. Φοβούνταν ότι η απουσία της θα είχε σπείρει τον πανικό και οι θνητοί θα είχαν σκορπίσει σαν τα πρόβατα στη θέα του λύκου.

"Θα φύγεις όταν και αν το θέλω εγώ!" Βροντοφώναξε ο Τάρταρος. "Νομίζω είναι καιρός να γνωρίσεις ορισμένους συγγενείς που ενδιαφέρονται δεόντως για σένα," διέταξε τρίβοντας τα χέρια του. Με ένα χτύπημα του ποδιού του, η γη σκίστηκε και η ρωγμή διογκώθηκε σε ένα μεγάλο άνοιγμα που παρέσυρε την Αθηνά και την έριξε στα άδυτα των Ταρτάρων, στα πιο σκοτεινά και επικίνδυνα λημέρια τους.

Όταν τα μάτια της συνήθισαν στο σκοτάδι, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε ένα τεράστιο κελί. Στις καγκελωτές θύρες του, φαίνονταν δυο πυρσοί κι εμπρός τους αναρίθμητα χέρια να κρατούν ακόντια και να στέκονται ακίνητα σαν αγάλματα.

"Οι Εκατόγχειρες," συμπέρανε η θεά. "Ο Κότος και ο Γύγης. Αυτοί έλαβαν την ατέρμονη αποστολή από τον πατέρα μου να φυλούν εδώ τους-"

"Υπερίων!" Ακούστηκε μια βαριά ανδρική φωνή από τις σκιές.

"Κόιος!" Άλλη μια, από αλλη πλευρά.

"Ευρυφάεσα!" Ακούστηκε μια γυναικεία αυτή τη φορά.

"Κρείος!" Άλλη μια ανδρική.

"Ιαπετός!"

"Διώνη!"

"Άτλας!"

"Πάλλας!"

Η Αθηνά ένιωσε τρόμο να την καταβάλει. Βρισκόταν στο ιδιο κελί, αδιανόητα κοντά με τους μέγιστους εχθρούς της οικογένειας της· τους Τιτάνες.

"Κρόνος!" Αντήχησε μια βροντερή φωνή στο τέλος, που της πάγωσε το αίμα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αφροδίτη όδευε προς τον Πύργο με τα νεύρα της τεταμένα. Ο εκνευρισμός κι ο θυμός της απέναντι στον Άρη και στην Περσεφόνη δεν περιγράφονταν. Όχι μόνο την είχαν παρατήσει μόνη στην Ανταρκτική, όχι μόνο είχαν φύγει με τα παιδιά του Υπερίωνα όπως τις παλιές καλές εποχές, αλλά την είχαν παρατήσει στο πολικό ψύχος, χωρίς να σκέφτονται ότι το μαλακό της δέρμα είχε σφίξει κι έμοιαζε με επίπεδη πλάκα, αντί για ακατέργαστο αλάβαστρο.

Όταν, όμως, έφτασαν στα αφτιά της οι ιαχές και τα αλυχτά της μάχης, ο θυμός της εξατμίστηκε και λησμονήθηκε. Έντρομη, έτρεξε προς την πηγή του ήχου, αντικρίζοντας ένα κανονικό πεδίο πολέμου. Αναγνώρισε αμέσως τον Ποσειδώνα και κατάλαβε ότι είχαν δεχθεί επίθεση. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μπήκε στο σπίτι, πήρε ένα ξίφος και μια ασπίδα και ρίχτηκε στη μάχη.

Στον αέρα μονομαχούσαν ο Βελλερεφόντης πάνω στον Πήγασο με τη Σελήνη, αλλά και ο Ήλιος με τον Απόλλωνα. Η θωριά των δυο πιο φωτεινών θεών να μάχονται ήταν εκθαμβωτική. Κάθε φορά που τα ξίφη τους συναντιούνταν, αχτίδες φωτός απελευθερώνονταν και τύφλωναν στιγμιαία τους σκοτεινούς θεούς του Πολέμου. Κάποια στιγμή, ο Απόλλων στάθηκε τυχερός· βρήκε ένα σημείο στο στέρνο του Ήλιου απροστάτευτο και βύθισε την αιχμή του εκεί, πετώντας τον θεό στο χώμα αναίσθητο. Κοίταξε γύρω του. Η Νέμεσις δυσκολευόταν πολεμώντας ταυτόχρονα την Έριδα και την Αφροδίτη. Έσφιξε της γροθιές του κι όρμησε στη θεά του Έρωτα, αποφασισμένος να της δώσει ένα μάθημα για την ασέβεια της.

Ήταν τόση πολλή η οργή του, που κάθε κλαγγή των σπαθιών τους αντηχούσε παντού, σκορπώντας έναν ανατριχιαστικό μεταλλικό βρυχηθμό. Είδε τον Βελλερεφόντη να πετά πίσω από την Αφροδίτη, κραδαίνοντας το δόρυ του· του ένευσε να επιτεθεί στην Αφροδίτη. Χωρίς δισταγμό, ο ήρωας της Κορίνθου διαπέρασε με το δόρυ του την κοιλιά της θεάς, η οποία σωριάστηκε στο γρασίδι αιμόφυρτη. Ο Απόλλωνας την παράτησε κι όρμησε στον Δείμο, πετώντας του πύρινες γλώσσες, που άντλησε κατευθείαν από το φως του ηλίου.

Αφότου η Νέμεσις ελευθερώθηκε από το εμπόδιο της Αφροδίτης, ανέλαβε εξ ολοκλήρου την Έριδα. Μεταμορφώθηκε σε δράκο και υψώθηκε με τα φτερά της στον αέρα· η Έρις τη μιμήθηκε και πολύ σύντομα δυο πελώρια τέρατα βρέθηκαν να παλεύουν σε πολύ μεγάλο ύψος. Νύχια, δόντια και ουρές ήταν τα όπλα τους και τα αξιοποιούσαν στο έπακρο. Όσο κι αν μάχονταν, δεν μπορούσαν να επικρατήσουν, διότι ήταν εξίσου δυνατές κι ας η Νέμεσις έφερε πληγή.

Καθώς το σπαθί του Άρη χτυπούσε την τρίαινα του Ποσειδώνα, ο αέρας σκίζονταν. Ο θείος δεν μπορούσε να επιβληθεί του ανιψιού, διότι βρίσκονταν στο στρατόπεδο του Άρη· τον πόλεμο στη στεριά. Χρειαζόταν νερό, έστω και λίγες σταγόνες, για να αφυπνίσει τη δύναμή του.

Η ιδέα τον χτύπησε αναπάντεχα. Οπισθοχώρησε και χώθηκε μέσα στον Πύργο, από την πόρτα που η Αφροδοτη είχε αφήσει ανοιχτή. Ο Άρης, πλημμυρισμένος από δίψα για αίμα, τον ακολούθησε μαινόμενος.

Ο Ποσειδώνας δε δυσκολεύτηκε να βρει την κουζίνα. Άνοιξε τη βρύση του νεροχύτη και χτύπησε την τρίαινα. Το νερό μετατράπηκε σε πίδακα, που έπεσε με μεγάλη δύναμη πάνω στον ανύποπτο Άρη και τον έπνιξε. Ο θείος δεν πρόλαβε να χορτάσει τη νίκη του, διότι στην πόρτα φάνηκε η Πηνελόπη, που προφανώς τους είχε ακολουθήσει.

"Όχι!" Αναφώνησε ο θεός της θάλασσας απογοητευμένος. "Ας ήταν η Ιππολύτη, ακόμα και την Αφροδίτη θα δεχόμουν! Εσύ, όμως, η γυναίκα του μισητού, είσαι ο τελευταίος που ήθελα να δω."

"Δεν ήρθα για να δεις εμένα," απάντησε η Πηνελόπη. "Μα για αυτό," έβγαλε το τόξο της και αστραπιαία εκτόξευσε τρία βέλη προς το μέρος του. Αν ο Ποσειδώνας δεν ύψωνε ένα παγωμένο τείχος νερού γύρω του, θα είχε πληγωθεί σοβαρά. Αμέσως, της επιτέθηκε κατά πρόσωπο κι εκείνη ξεθηκάρωσε το σπαθί της και απέκρουσε. Δεν ήταν εύκολη η μονομαχία με θεό, αλλά η Πηνελόπη δεν έχασε την αυτοπεποίθηση της. Όταν πέρασαν από τον αναίσθητο Άρη, πάτησε δυνατά το κέντρο του στήθους του με το πόδι της, αφήνοντας μπόλικο από το νερό που είχε καταπιεί να πεταχτεί έξω σαν συντριβάνι.

"Αν συνεχίσεις έτσι, θα του σπάσεις το στέρνο," την ειρωνεύτηκε ο θεός του νερού.

Η Πηνελόπη δεν του απάντησε, παρά μόνο του επιτέθηκε ξανά, προσπαθώντας να τον χτυπήσει κάπου, αλλά ήταν απίστευτα γρήγορος. Μετά από αρκετή ώρα διαξιφισμών, είχαν διασταυρώσει ξίφος και τρίαινα εμποδίζοντας ο ένας τον άλλον να κινηθεί. Τότε, ο Ποσειδώνας ένιωσε κάτι κρύο να του τρυπά το νεφρό. Γύρισε κι αντίκρισε τον Άρη, ο οποίος ασθμαίνοντας είχε συρθεί ως εκεί και τον είχε τρυπήσει με το ξίφος του. Ο πονος ήταν τόσο οξύς που τον πέτρωσε στη θέση του. Η Πηνελόπη ένευσε ανέκφραστα στον Άρη κι εκείνος του έσκισε την κοιλιά και το στήθος, αφήνοντας τον αιμόφυρτο και πολύ βαριά πληγωμένο.

"Άστον να ψοφήσει," είπε ο θεός του Πολέμου. "Πάμε έξω να βοηθήσουμε τους υπόλοιπους."

Έφυγαν βιαστικά, αφήνοντας τον ετοιμοθάνατο θεό να σπαρταρά, αφρίζοντας και φτύνοντας αίμα, παλεύοντας να φωνάξει βοήθεια. Τότε, εμφανίστηκε από τις σκιές του διαδρόμου μια άγνωστη και συνάμα γνωστή φιγούρα, στάθηκε από πάνω του και τον παρατηρούσε. Τα γαλανά της μάτια ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε ο Ποσειδώνας προτού χάσει τις αισθήσεις του και οι κραυγές του Απόλλωνα το τελευταίο του άκουσμα.

"Ο Ποσειδώνας είναι τραυματισμένος! Υποχώρηση τώρα! Φεύγουμε!"

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Οδυσσέας για τρίτη συνεχόμενη νύχτα δεν είχε ύπνο. Όσο κι αν ένιωθε τος δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και την εξάντληση να τον καταβάλει, πείσμωνε κι αρνούνταν την ανάπαυση, μια που η σκέψη ότι η Αθηνά μπορεί να είχε ηττηθεί ολότελα τον τρυπούσε σαν αγκάθι. Κοίταξε το ρολόι· δύο τη νύχτα· αποκλείεται να ήταν οποιοσδήποτε ξύπνιος εκείνη την ώρα. Σκέφτηκε να κατέβει στην κουζίνα, για να πιεί λίγο νερό, διότι ο λαιμός του είχε στεγνώσει από την αγωνία της αδράνειας.

Καθώς περνούσε από το κλειδωμένο καθιστικό, άκουσε παράξενες, υπόκωφες κραυγές να αντηχούν κι υποψία τον πλημμύρισε. Έβγαλε ένα συρματάκι και διέρρηξε την κλειδαριά· αυτά τα πονηρά κόλπα ήταν η αδυναμία του.

Πέρασε μέσα καταφέρνοντας να μην προκαλέσει κανέναν δυνατό θόρυβο· όταν ωστόσο αντίκρισε το θέαμα που απλώνονταν μπροστά του, χρειάστηκε να δαγκώσει τη γλώσσα του για να μην ουρλιάξει. Όλοι οι θεοί ήταν ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον με τα μάτια κλειστά και τα στερνά τους δεν ανεβοκατέβαιναν. Η ανάσα τους είχε κοπεί. Ήταν νεκροί· ο Ηρακλής, η Άρτεμις, ο Ερμής, η Μήδεια, ο Ήφαιστος· εκείνη τους είχε σκοτώσει. Έδιωξε την απέραντη θλίψη που γέμισε την καρδιά του κι άφησε χώρο για την οργή. Σε μια γωνία στεκόταν η Εκάτη και έψελνε σιωπηλά, ώστε δεν καταλάβαινε λέξη. Το μόνο φως του δωματίου ήταν τρία κεριά και μια αλλόκοτη μυρωδιά λιβανίου πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, μαζί με τη μεταλλική οσμή του αίματος. Η θεά του φεγγαρόφοτου ήταν τόσο προσηλωμένη στις προσευχές της, που είχε κλείσει τα μάτια και το σώμα της πάλλονταν σαν ενιαία οντότητα.

Πλησίασε το πιο κοντινό πτώμα -εκείνο του Ηρακλή- και πήρε το σπαθί από τα χέρια του. Προχώρησε ως την Εκάτη και την άρπαξε από τη μέση, κολλώντας το σπαθί στον λαιμό της.

"Δεν μπορώ να σκοτώσω έναν θεό, αυτό όμως το όπλο ανήκει σε έναν θεό που εσύ σκότωσες!" Της φώναξε αφήνοντας τον θυμό του να ξεσπάσει.

"Ανόητε θνητέ, δεν έχεις ιδέα τι συμβαίνει εδώ," αποκρίθηκε ψύχραιμα η Εκάτη. "Αν ήθελα να τους σκοτώσω, θα το έκανα φανερά, όχι κρυφά. Νομίζεις πως θα φοβόμουν εσένα και τους ομοίους σου;"

"Αν δεν κανεις αυτό που θα σου πω, θα σε σκοτώσω!" Την απείλησε ο Οδυσσέας.

"Αν θες να τους ξυπνήσω, δε γίνεται."

"Έχεις δίκιο. Εγώ δεν μπορώ να σε σταματήσω ούτε κανείς μας. Μπορεί, όμως, η Αθηνά. Θα την ελευθερώσω και θα γυρίσουμε για να σε τελειώσει."

"Πώς θα πας στα Τάρταρα;"

"Εσύ θα με στείλεις. Σε διατάζω να μου ανοίξεις μια δίοδο θα να βρω την Αθηνά. Τώρα."

"Όπως θέλεις," ξεφύσηξε η Εκάτη. "Όμως, σε προειδοποιώ, διακινδυνεύεις πολλά."

"Κάνε αυτό που σου λέω!"

Η Εκάτη τον αγνόησε και άνοιξε την πόρτα διάπλατα. Έριξε αίμα από εκείνο που φυλούσε σε ένα βάζο, έχυσε διάφορα μύρα κι εν τέλει έκλεισε την πόρτα δυνατά. Όταν την άνοιξε ξανά, μέσα διαγράφονταν ένα σπηλαιώδες μέρος.

"Στο καλό," του είπε ξερά, δείχνοντας του τον δρόμο. "Πρώτα όμως-"

Ο Οδυσσέας δεν της απάντησε, παρά μόνο έτρεξε και πετάχτηκε στη σκοτεινή είσοδο ορμώμενος, αποφασισμένος να μη σπαταλήσει ούτε λεπτό τώρα που μπορούσε επιτέλους να οδηγήσει την Αθηνά. Η Εκάτη χτύπησε το κεφάλι με την παλάμη της.

"Δεν έπρεπε να περάσει τόσο βιαστικά," μονολόγησε ανήσυχα. "Ούτε κι εγώ δεν ξέρω πού θα βρεθεί τώρα."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πως σας φάνηκε;;;;;

Το επόμενο κεφαλαιο θα ανεβεί όταν αυτό εδώ φτάσει τις 33 ψήφους ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top