''Αιωνία Αυτού Η Μνήμη,,

Τώρα κυρίες και κύριοι μου, το φως της μέρας έσβησε, έρχεται το σκοτάδι...

...31 Αυγούστου 1422...

Το παλάτι του Γουέστμινστερ εκείνο το πρωινό της τελευταίας μέρας του Αυγούστου, της τελευταίας μέρας του καλοκαιριού, σείονταν ολόκληρο από ανθρώπους, ζώα, ζωύφια, τον πρόωρο φθινοπωρινό άνεμο και τα κλάματα του βασιλικού μωρού.
Όλα όμως σίγασαν και σιώπησαν στο άκουσμα της τραγικής είδησης· του θανάτου του βασιλιά Ερρίκου του Πέμπτου, του τρανότερου και ικανότερου βασιλιά που είχε δει ποτέ η αγγλική γη και είχε θαυμάσει ο μολυβένιος βρετανικός ουρανός.

Ο βασιλιάς πέθανε ξαφνικά, τον χτύπησε αρρώστια βαριά και για μέρες ταλαιπωρούνταν ο θείος οργανισμός του κι αυτός -που τόσους άνδρες είχε τρομοκρατήσει στα μόλις εννέα ένδοξα χρόνια της βασιλείας του- υπέκυψε στον Χάροντα και έφυγε το πρωινό εκείνης της καταραμένης μέρας. Και δεν βρισκόταν καν στο παλάτι του, μα στο Βένσεν στη Γαλλία. Τον έφεραν στο Γουέστμινστερ άρον άρον.

Η σύζυγός του, η Αικατερίνη Ντε Βαλουά, η πριγκίπισσα της Γαλλίας και βασίλισσα της Αγγλίας, έσφιγγε τον οκτάμηνο γιο της στην αγκαλιά της, τον Ερρίκο της, τον μοναδικό γιο του Ερρίκου του Πέμπτου και τον επόμενο στη σειρά της διαδοχής για τον θρόνο της Αγγλίας. Σύγκορμη έτρεμε και θρηνούσε συνεχώς, όχι μόνο για τον ανεκτίμητο σύντροφο που είχε χάσει αλλά και γιατί προφήτευε το μαύρο της μέλλον. Γνώριζε καλά πως δεν θα έβλεπε το προσωπάκι του γιου της για πολύ ακόμα, πως θα την έπαιρναν και θα την πήγαιναν όσο πιο μακρυά γινόταν. Κάνεις δεν θα την εμπιστευόταν στην Αντιβασιλεία...

Οι ανώτεροι Δούκες και Κόμητες, οι Ευπατρίδες, συγκεντρώθηκαν μέσα σε μία ώρα στο Κοινοβούλιο και συνεδρίασαν με κλεισμένες τις θύρες.
Ο βασιλιάς Ερρίκος είχε ήδη ορίσει Προστάτη και Επίτροπο τον Δούκα Χάμφρεϊ του Γκλώστερ, τον αγαθό αδερφό του, τον καταλληλότερο για τη θέση.
Η συνεδρίαση δεν κράτησε πολύ. Δεν υπήρχε τίποτα νέο να ειπωθεί. Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Ο νεαρός πρίγκιπας Ερρίκος έπρεπε να στεφθεί βασιλιάς το γρηγορότερο ενώ η μητέρα του θα έφευγε μακρυά, στη Βρετάνη, όπου θα νυμφευόταν τον κόμη Όουεν Τυδώρ και δεν θα αποτελούσε καμία απολύτως απειλή.

Μεγαλοπρέπεια, ευλάβεια και κατάνυξη θα ήταν οι τρεις πιο χαρακτηριστικές λέξεις για την κηδεία του απολωλότος ηγεμόνα. Όλοι οι ευγενείς έδωσαν το παρόν. Μαζί τους πρέσβεις από τη Γαλλική Επικράτεια -πλέον τμήμα του Αγγλικού Βασιλείου- τάγματα ολόκληρα από κληρικούς αλλά και απλοί πολίτες· όλοι παρευρέθηκαν στο τελευταίο ταξίδι του βασιλιά Ερρίκου του Πέμπτου, φίλοι, συγγενείς, συμπολεμιστές, στρατιώτες, σύντροφοι στη μάχη· όλοι ήταν εκεί.
Η χήρα του απαρηγόρητη έκλαιγε στους ώμους των Κυριών Επί Των Τιμών της και δίπλα της συνεχώς βρισκόταν η Ελεανόρ, η σύζυγος του Χάμφρεϊ του Γκλώστερ, του αδερφού του άνδρα της. Η μοίρα της είχε γραφτεί βαριά και δεν ήθελε να την ακολουθήσει. Ήθελε όμως να ζήσει για να βρίσκεται κοντά στον γιο της κι όταν αυτός θα την χρειαζόταν εκείνη θα έτρεχε στο πλευρό του ακόμα και αν την πάντρευαν με τον Σουλτάνο και την έστελναν στην Άπω Ανατολή. Τίποτα δεν θα την σταματούσε από το να φτάσει στον μικρό της Ερρίκο, τον καρπό του αληθινού της έρωτα με τον αδικοχαμένο βασιλιά που τώρα δα θρηνούσε.
Το παιδί βρισκόταν κλειδαμπαρωμένο στο Έλθαμ για απόλυτη ασφάλεια μαζί με τέσσερις πίστες παραμάνες και τροφούς.

🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎

Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

Αιώνια Αυτού Η Μνήμη... Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του αληθινού και απόλυτα δικαιωματικού ηγεμόνα μας, του Ερρίκου του Πέμπτου, γιου του Ερρίκου του Τετάρτου, δεύτερου γόνου της δυναστείας των Λάνκαστερ.
Αμήν. Αμήν. Αμήν.


🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎🕎

Οι πόρτες άνοιξαν με έναν βαρύ γδούπο και ο Δούκας του Γκλώστερ εξήλθε πρώτος και με ταχύ ρυθμό στο βήμα του διέσχισε τον μακρύ διάδρομο κι έφτασε στην αίθουσα που φυλούσαν το άψυχο σώμα του άξιου βασιλιά. Ο Δούκας του Έξετερ ξοπίσω του. Τον έφτασε γρήγορα, μια που ήταν νεότερός του.

"Τι ζητάς εκεί που πας, Γκλώστερ χαμερπή; Δεν ξέρεις ότι η ησυχία του αδερφού σου και βασιλιά μας επιβάλλεται πλέον να διατηρηθεί αιωνίως;"

Τα πικρά, καλοακκονισμένα, μυτερά λόγια του Έξετερ ανάγκασαν τον Δούκα Χάμφρεϊ να επιβραδύνει τα βήματά του, χωρίς όμως να σταματήσει να κατευθύνεται προς το φυλασσόμενο δωμάτιο.

"Έξετερ, μη βιάζεσαι να με κρίνεις. Κράτησε τη σοφία σου τώρα που θα σου χρειαστεί. Ο αδερφός μου έχει κάτι το οποίο τώρα με λύπη περισσή θα του αποκομίσω."

"Μπα, και τι είναι αυτό;" Ζήτησε να μάθει με φλογισμένη γλώσσα ο Δούκας.

"Το χρυσό διάδημα από τα κόκκινα μαλλιά του θα αποσπάσω. Την κορώνα του θα διαβιβάσω στον νέο και νομιμότατο κάτοχο και διάδοχό της."

Ο Δούκας Γουίλιαμ δεν κατάφερε να συγκρατήσει το νευρικό του γέλιο.

"Και σε τι κεφάλι θα εναποθέσεις την κορώνα των Λάνκαστερ; Ο Ερρίκος είναι μωρό! Πιο πολύ ταιριάζει να πεις ότι θα εναποθέσεις το μωρό στην κορώνα!"

Το μόνο που εισέπραξε από τον Δούκα Χάμφρεϊ ήταν μια αγριωπή, σαν πατρική ματιά.

Μαζί οι δύο Δούκες μπήκαν στο ησυχαστήριο, την τελευταία κατοικία του Ερρίκου πριν τον τάφο. Ο βασιλιάς ήταν ξαπλωμένος στα πορφύρα σκεπάσματα, ντυμένος στην πορφύρα και στον χρυσό και λάμποντας σαν άστρο ακόμα και νεκρός. Στα μαλλιά του ακτινοβολούσε η χρυσή κορώνα με τους σταυρούς, το πάναπλο σχέδιο των Λάνκαστερ.
Ο Χάμφρεϊ σαν υπνωτισμένος πλησίασε το λείψανο του αδερφού του. Μόλις έφτασε σε απόσταση μισού μέτρου, άπλωσε τα χέρια του και με τεράστια προσοχή, ευλαβική, απόλυτη, λες και εξαρτιώταν η ζωή του από αυτό, απέσπασε το στέμμα από τις μπούκλες του βασιλιά και το πήρε απαλά και προσεκτικά στα χέρια του σαν το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε ποτέ κρατήσει. Η κορώνα του πατέρα του, του Ερρίκου του Τετάρτου -που ακόμα και τώρα στο βασίλειο τον έλεγαν πολλοί σφετεριστή- η κορώνα του αδερφού του, του Ερρίκου του Πέμπτου και πλέον η κορώνα του ανιψιού του, του μέλλοντος Ερρίκου του Έκτου, που είθε ο Θεός να τον έκανε ικανότερο από τους προκατόχους όλους μαζί. Από εδώ και στο εξής αυτό θα προσευχόταν κάθε βράδυ.

Ας έχει ο Θεός καλά τον μικρό μας Ερρίκο.

Στη σκέψη του αυτή άφησε τα μάτια του να περιπλανηθούν στον χώρο και τότε παρατήρησε στη γωνία του δωματίου τον Δούκα του Μπέντφορντ και τον λόρδο Γουίντσιστερ. Και οι δυο τους στέκονταν στις σκιές και ατένιζαν με βλέμματα άδεια την εφιαλτική σκηνή όνειδους μπροστά τους.

"Κρεμασμένη από τους ουρανούς, με τα μαύρα ντυμένους, παραδώσου ημέρα στη νύχτα. Έλα εδώ, και στις αλλαγές των καιρών και των καταστάσεων, σκόρπισε τα κρυστάλλινα πέπλα σου στον ουρανό και με αυτά κατακρεούργησε τα μαύρα περιστρεφόμενα αστέρια που συναίνεσαν στον θάνατο του Ερρίκου! Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Πέμπτος, υπερβολικά περίφημος για να ζήσει πολύ! Η Αγγλία ποτέ δεν έχασε ξανά βασιλιά τόσο άξιο." Ακούστηκε ο Μπέντφορντ να μονολογεί.

"Η Αγγλία δεν είχε βασιλιά μέχρι τον καιρό του. Μεγάλη η αρετή του, του άξιζε να κυβερνά. Το κοφτερό σπαθί του τύφλωνε άντρες με τις σπίθες που πετούσε· τα χέρια του άνοιγαν θεόρατα, σαν φτερά δράκου· τα σπινθιροβόλα ματιά του, ξαναμμένα με οργισμένη φωτιά, υποχωρούσαν ακόμα περισσότερο τον εχθρό από όσο η αντανάκλαση του ήλιου στα κράνη τους.
Τι να πω; Τα έργα του ξεπερνούν κάθε λόγο. Ποτέ δεν σταύρωσε τα χέρια μα πάντα κατακτούσε." Πρόσθεσε στον θρήνο του ο ίδιος ο Γκλώστερ.

"Θρηνούμε μέσα στα μαύρα, μα γιατί όχι στο αίμα; Ο Ερρίκος πέθανε και δεν θα αναστηθεί. Πάνω από ξύλινο φέρετρο περιμένουμε και η άτιμη νίκη του θανάτου εμείς, με την στατική μας παρουσία, δοξάζουμε. Σαν αιχμάλωτοι δεμένοι σε άμαξα θριάμβου. Μα τι! Θα καταραστούμε τους πλανήτες που μηχανεύτηκαν την πτώση της δόξας μας; Ή θα σκεφτούμε ότι όλοι αυτοί οι Γάλλοι που τον μισούσαν έβαλαν μαύρους μάγους να του δηλητηριάσουν την ψυχή;" Υπέθεσε με βλέμμα σκοτεινό ο Έξετερ.

"Ήταν βασιλιάς ευλογημένος από τον Βασιλιά των βασιλιάδων. Όσον κι αν φωνάζουν οι Γάλλοι ποτέ δεν θα τον φτάσουν. Όλες οι μάχες που πολέμησε... Οι προσευχές της Εκκλησίας τον έκαναν πλουσιότερο." Συμφώνησε με τη σειρά του ο Γουίντσιστερ, προσθέτοντας εσκεμμένα την Εκκλησία στη συζήτηση.

Και μόνο στο άκουσμα της λέξης, ο Χάμφρεϊ ρίγησε· λες και τρισβάσταχτη κατάρα τον χτύπησε, σταλμένη από τον ίδιο τον Εωσφόρο.

"Η Εκκλησία! Πού είναι αυτή; Αν προσεύχονταν για αυτόν οι κληρικοί, το νήμα της ζωής του δεν θα είχε κοπεί τόσο νωρίς. Κανείς δεν υπάρχει πλέον, μόνο ένας πρίγκιπας, που φανερά όλοι σας μπροστά του φαντάζετε ευφυείς."

Και ο Γουίντσιστερ του απάντησε πικρόχολα.
"Γκλώστερ, είτε μας αρέσει είτε όχι, εσύ είσαι τώρα Αντιβασιλέας και πιο πιθανός στο να κυβερνήσεις τον Πρίγκιπα και το βασίλειο. Περήφανη η γυναίκα σου· σε θαυμάζει αυτή περισσότερο από τον Θεό ή από όσο θα σε θαύμαζαν κληρικοί της θρησκείας."
Η ειρωνεία ήταν εμφανής σε κάθε φθόγγο των λέξεων του.

"Μην ονομάζεις τη θρησκεία, γιατί μόνο τη σάρκα λατρεύεις, και ποτέ δεν πήγες στην εκκλησία να εκκλησιάσεις το πνεύμα σου εκτός και αν ήθελες να προσευχηθείς εις βάρος των εχθρών σου.", του αντιμίλησε ο Γκλώστερ, φροντίζοντας να φαίνεται επικριτικός.

Ο Δούκας του Μπέντφορντ φρόντισε να επέμβει στη λογομαχία τους προτού εξελιχθεί σε κάτι άσχημο.

"Πάψτε, πάψτε τα στόματά σας και γαληνέψτε το μυαλό σας. Εδώ, γύρω από το σώμα του Ερρίκου θα σταθούμε. Αντί χρυσού τα χέρια μας προσφέρουμε. "
Ο Δούκας άπλωσε τα χέρια του και τα ένωσε με τους υπόλοιπους συνομιλητές του. Μαζί στάθηκαν σαν ένα σώμα σε κυκλικό σχηματισμό, σαν πηγάδι. Ο Χάμφρεϊ εναπόθεσε απαλά το στέμμα σε ένα μικρό τραπέζι δίπλα στον νεκρό που ακόμα και τώρα ήταν σαν να τους κοιτάει με εκείνο το βλοσυρό του ύφος που τσάκιζε και τον καλύτερο ψεύτη.

Ο Μπέντφορντ συνέχισε.

"Κι ενώ τα μωρά τρέφονται από τις μητέρες τους, εμείς χύνουμε δάκρυα αλμυρά και τίποτα μα γυναίκες έμειναν να τις πάρει ο θάνατος. Ερρίκο βασιλιά μου, το πνεύμα σου καλώ: Προστάτευσε αυτό το βασίλειο, κράτα το μακρυά από εμφυλίους πολέμους. Πάλεψε με εχθρικά σώματα στους ουρανούς ψηλά, διότι πιο ένδοξη από του Ιουλίου Καίσαρα η ψυχή σου και ακόμα πιο καθάρια θα στέκεται εκεί πάνω." Και σήκωσε τα χέρια του ψηλά και έπειτα τα κατέβασε και τους έκανε νεύμα να βγουν από το άγιο μέρος τούτο.

Βγήκαν λοιπόν και προχωρούσαν προς την αίθουσα του θρόνου. Ωστόσο δεν πρόλαβαν καλά καλά να βγουν από το μαυσωλείο γιατί ακούστηκαν βήματα γοργά στο διάδρομο. Σαν ποδοβολητά αλόγου, μα μικρόσωμου, ίσως και λαβωμένου.
Όταν ο Αγγελιοφόρος εισήλθε στον διάδρομο και φάνηκε μπροστά τους, το μόνο που σκέφτονταν οι άρχοντες ήταν τι είδους νέα έφερνε με τέτοια βιασύνη.

Ο Αγγελιοφόρος υποκλίθηκε μπροστά τους με όλη τη δουλοπρέπεια που διέθετε.
"Τιμημένοι μου άρχοντες, υγεία εύχομαι σε όλους σας! Άσχημα μαντάτα σας φέρνω από τη Γαλλία. Νέα σφαγής, απώλειας και οιμωγής. Η Γενεύη, η Σαμπέιν, η Ρουέν, η Ορλεάνη, το Παρίσι, η Γκιζόρ, η Πουατιέ, όλες αυτές οι πόλεις χάθηκαν."

Για λίγο οι Δούκες έμειναν να κοιτούν ο ένας τον άλλον με την ανησυχία να πλανιέται σαν κακόβουλο πνεύμα γύρω τους.
Ο πρώτος που κατάφερε να ανοίξει το στόμα του και να αρθρώσει μια πρόταση ήταν ο Μπέντφορντ ο οποίος αγριοκοίταξε τον Αγγελιοφόρο και τα σκοτεινά του μάτια από τη λύπη έμοιαζαν να κοκκινίζουν από αγανάκτηση και απελπισία.

"Τι λες άνθρωπέ μου μπροστά στου Ερρίκου το σώμα; Μίλα πιο μαλακά, αλλιώς η απώλεια αυτών των μεγάλων πόλεων θα τον σήκωναν από τον θάνατο."
Δεν έμοιαζε και πολύ να αστειεύεται.

"Χάθηκε το Παρίσι; Παραδόθηκε η Ρουέν; Αν επανερχόταν τώρα ο Ερρίκος στη ζωή, αυτά τα νέα και μόνο πίσω στον τάφο θα τον έστελναν." Άκουσε στα αριστερά του τον Χάμφρεϊ του Γκλώστερ να μονολογεί με ένα άδειο βλέμμα, χαμένος σαν να βρισκόταν σε όραμα.

"Μα πώς χάθηκαν; Ποια προδοσία στήθηκε;" Ζήτησε να μάθει ο Δούκας του Έξετερ, φανερά απορημένος και έκπληκτος με την τραγική τροπή των γεγονότων. Δεν πρόλαβε καλά καλά να ενυψωθεί η ψυχή του ενάρετου Ερρίκου στον Ουρανό και ήδη ξεκίνησε η καταστροφή της κληρονομιάς που άφησε πίσω του.

"Καμιά προδοσία άρχοντα μου, μόνο ανάγκη για άνδρες και λεφτά. Ανάμεσα στους στρατιώτες διάφορα ακούγονται για σας." Του εξήγησε ο Αγγελιοφόρος και έκανε μια σκόπιμη σύντομη παύση αφήνοντάς τους έτσι να χωνέψουν τα λόγια του.
"Ξυπνήστε λοιπόν!" Συνέχισε με θέρμη. "Ξυπνήστε Άγγλοι ευγενείς! Μην τους αφήσετε να πατήσουν την τιμή σας. Κόπηκαν οι κρίνοι των Γάλλων (Επίσημο οικόσημο της Γαλλίας) από τα όπλα σας! Από την περιφέρειά μας αποκόπηκε η μισή."

Και αφού ξεστόμισε αυτές τις προτροπές του, υποκλίθηκε μια στενή φορά και τους άφησε ξανά μόνους.

Για κάμποσες στιγμές κανείς δεν τόλμησε να βγάλει άχνα. Μέχρι και ο αλαζόνας Γουίντσιστερ είχε βυθιστεί σε σκέψεις τρομερές.

"Μετά τα δάκρυα από τη θλιβερή κηδεία, τα μαντάτα τούτα ανακαλούν νέους καταρράκτες." Έσπασε τη σιωπή ο Γουίλιαμ του Έξετερ με μισή αναπνοή.

"Κι εγώ ανησυχώ όπως κι εσείς." Εξομολογήθηκε ο Μπέντφορντ. "Ως όμως ρίζες που έχω στη Γαλλία, τώρα το αποφασίζω, για αυτή θα πολεμήσω!" Σε αυτά του τα πατρίδα λόγια όλοι στράφηκαν για να δουν τα μελιά του μάτια να λάμπουν από δίψα για μάχη και δόξα, όπως και για επιβολή του δικαίου.

Ο Δούκας τους αγνόησε και συνέχισε.

"Θα πάρω τον θώρακα μου τον ατσάλινο και φεύγω ευθύς αμέσως. Αν ήταν τόσο αυθάδεις και άπιστοι οι υποτελείς μας Γάλλοι, τότε θα τους κάνουμε να πληρώσουν με πληγές!"

Κι ενώ ήταν έτοιμος να ξεμακρύνει, να σου και δεύτερος Αγγελιοφόρος κατέφθασε και αφού υποκλίθηκε μπροστά τους, έδωσε στον Δούκα του Γκλώστερ τέσσερα γράμματα σφραγισμένα.


"Άρχοντες, δείτε παρακαλώ αυτά εδώ τα γράμματα, που είναι γεμάτα κακοτυχία. Αποσπάστηκε η Γαλλία από την Αγγλική επικράτεια εκτός από μερικές μικρές πόλεις, μηδαμινής σημασίας. Ο Δελφίνος (διάδοχος του γαλλικού θρόνου) ο Κάρολος, στέφθηκε βασιλιάς στη Ρουέν, ο νόθος της Ορλεάνης (νόθος γιος του βασιλιά) στο πλευρό του, ο Ρενιέ, ο Δούκας της Ανδεγαυίας, ο Δούκας του Άλενκον, αυτοί έτρεξαν κοντά του.


Και χωρίς να πει τίποτε άλλο, φοβούμενος την αντίδρασή των ευγενών, έφυγε με βήμα γοργό, σχεδόν τρέχοντας.


"Ο Δελφίνος στέφθηκε! Πετάξτε όλοι πάνω του! Ω, μακάρι να μπορούσαμε να πετάξουμε όλοι ως εκεί!" Ξέσπασε ο Έξετερ και είχε γίνει κατακόκκινος από καθαρό θυμό.


Ο Χάμφρεϊ όμως, παρέμεινε εξαιρετικά ψύχραιμος. Ερχόταν η φουρτούνα και σε λίγο σαν σωστός καπετάνιος έπρεπε να πάρει όλο το βάρος πάνω του και να την αντιμετωπίσει.

"Δεν θα πετάξουμε στους λαιμούς των εχθρών μας."
Έπειτα στράφηκε στον Δούκα του Μπέντφορντ.
"Μπέντφορντ, αν δεν συμφωνείς εσύ, τότε μονάχος μου θα τους αντιμετωπίσω."

"Γκλώστερ, γιατί αμφιβάλλεις για την προθυμία μου; Στις σκέψεις μου στρατό ήδη ετοιμάζω, για να εκστρατεύσει στη Γαλλία." Αποκρίθηκε όλο θέρμη και ανυπομονησία ο νεαρός Δούκας.

Θα έλεγε κι άλλα μα σώπασε όταν είδε  έναν τρίτο Αγγελιοφόρο να έρχεται προς το μέρος του. Εκείνος δεν κατάφερε καν να υποκλιθεί.

"Ευγενικοί μου άρχοντες, προσθήκες φέρνω στους καημούς σας. Ο άρχοντας Τάλμποτ πολέμησε ήδη τους Γάλλους."

Στο άκουσμα του ονόματος του γενναίου ιππότη, οι Δούκες αντάλλαξαν ένα βλέμμα απορίας και ο Γουίντσιστερ επιτέλους πήρε τον λόγο και μίλησε.

"Τι; Πώς ήρθε εδώ ο Τάλμποτ;"

Κι ο Αγγελιοφόρος δεν δίστασε να του απαντήσει.

"Ευθύς σας εξηγώ τα πάντα όλα πώς γίναν. Δέκατη μέρα του Αυγούστου, ο άρχοντας επέστρεφε από την Ορλεάνη έχοντας ήδη έξι χιλιάδες άντρες από εσάς και είκοσι χιλιάδες Γάλλους. Δρόμο διένυε γνωστό και πλέον ασφαλή. Τους άντρες του δεν ήθελε να κουράσει. Ωστόσο η μάχη που έδωσε το μέρος του δεν πήρε. Τρεις ώρες και παραπάνω διήρκεσε και ο γενναίος Τάλμποτ, πάνω από τον ανθρώπινο νου, έκανε θαύματα με το σπαθί και τη λόγχη του. Εκατοντάδες έστειλε στα Τάρταρα και κανείς δεν του στέκονταν εμπόδιο• εδώ, εκεί και παντού οργισμένος κατέσφαζε τους Γάλλους λες και ο διάβολος τον καθοδηγούσε. Όλος ο στρατός στεκόταν και τον κοίταζε, οι στρατιώτες του δε, φώναζαν το όνομά του και με μένος περισσό ρίχνονταν στους εχθρούς τους. Έτσι λοιπόν, θέριευαν ο χαλασμός και οι σφαγές. Και μια στιγμή οι εχθροί τους περικύκλωσαν κι ακόντιο κοφτερό καρφώθηκε στην πλάτη του άρχοντα."

"Σφάχτηκε ο Τάλμποτ; Τότε θα σφαχτώ κι εγώ. Γιατί να ζω εδώ, με τις ανέσεις όλες, όταν ένας τέτοιος στρατηλάτης προδόθηκε από τους ίδιους του τους στρατιώτες." Αναφώνησε ο Μπέντφορντ, συντετριμμένος από τα νέα και έχοντας προς τιμήν λησμονήσει τα θαρραλέα του λόγια.

"Όχι, κύριε, ζει, μα αιχμαλωτίστηκε, μαζί του και ο άρχοντας Σκέιλς και ο άρχοντας Χάνγκερφορντ. Οι υπόλοιποι είτε σκοτώθηκαν είτε αιχμαλωτίστηκαν σαν αυτούς." Τον καθησύχασε κατά κάποιον τρόπο ο Αγγελιοφόρος.

"Λύτρα δεν θα σταλούν μα εγώ θα πληρώσω. Το κεφάλι του Δελφίνου θα κόψω από τον θρόνο του. Το στέμμα του θα είναι τα λύτρα για τον φίλο μου. Τέσσερις άρχοντες δικούς τους θα ανταλλάζω για έναν δικό μας.
Έχετε γεια αφέντες μου, στην αποστολή μου εγώ, φωτιές στη Γαλλία γύρω θα ανάψω για να κρατήσω τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου αδιάκοπη. (Ο Άγιος Γεώργιος είναι προστάτης των στρατιωτών.) Δέκα χιλιάδες στρατιώτες μαζί μου θα πάρω, των οποίων τα ματωμένα έργα θα κάνουν την Ευρώπη να σειστεί." Αποκρίθηκε ο Μπέντφορντ με αναζωπυρωμένη θέληση.

"Τόσους θα χρειαστείτε, διότι γονάτισε και η Ορλεάνη, ο Αγγλικός στρατός αποδυναμώθηκε και εξαφανίζεται, ο Κόμης του Σόλσπουρι (ο κυβερνήτης της Γαλλίας από τον Άγγλο Βασιλιά) αναζητά προμήθειες ενώ με δυσκολία κράτα τους άντρες του από το να επαναστατήσουν μια που αυτοί που στα δάχτυλα μετριούνται, έρχονται αντιμέτωποι με αμέτρητους." Συμπλήρωσε την αναφορά του ο Αγγελιοφόρος και αφού υποκλίθηκε κοφτά έφυγε κι αυτός με τη σειρά του.

"Θυμηθείτε, άρχοντες, τον όρκο σας στον Ερρίκο, είτε να καταστρέψουμε τον Δελφίνο εντελώς, είτε να τον κάνουμε να υποταχθεί στο έμβλημά μας." Δήλωσε ο Έξετερ όταν έμειναν μόνοι τους.

"Πράγματι, το θυμάμαι, κι εδώ μου δίνω την άδεια και φεύγω για να ετοιμαστώ." Είπε ο Μπέντφορντ και έφυγε τρέχοντας για την ανατολική πτέρυγα του παλατιού όπου διέμενε προσωρινά.

"Εγώ στον Πύργο θα είμαι. Θα πάω όσο πιο βιαστικά μπορώ για να δω το όπλα και τις προδοσίες να μελετήσω. Και τότε θα ανακηρύξω τον μικρό Ερρίκο βασιλιά." Δήλωσε με τη σειρά του ο Χάμφρεϊ του Γκλώστερ και κίνησε για την κεντρική είσοδο του παλατιού.

"Κι εγώ θα πάω στο Έλθαμ, όπου βρίσκεται ο μικρός πρίγκιπας μια που έχω διοριστεί σύμβουλος του• και εκεί για την ασφάλειά του θα φροντίσω." Κατέληξε ο Έξετερ και έφυγε κι αυτός ξοπίσω από τον Γκλώστερ.

Έμεινε πίσω μονάχος ο Γουίντσιστερ. Έκατσε όρθιος και στηρίχτηκε σε μια κολώνα. Τα μάτια του γυάλιζαν από ζήλια για τον Χάμφρεϊ. Πάντα τον εχθρεύονταν. Πώς ήταν δυνατόν όλοι να ασχολούνταν με κάτι κι αυτός να έμενε στην άκρη, παθητικός;

"Ο καθένας έχει το μέρος και τη λειτουργία του να επιτελέσει, εγώ έμεινα όμως έξω. Για μένα τίποτα δε μένει. Αλλά όχι για πολύ. Τον Βασιλιά από το Έλθαμ σκοπεύω να κλέψω και τον οδυρμό των λόρδων του ευθέως να θεριέψω."

Και κάπως έτσι κίνησε προς τους σταύλους για να πάρει το γρηγορότερο άλογο και να φτάσει στον προορισμό του πριν τον Έξετερ.

Και τότε ο ήλιος ανέβηκε ψηλά στον ουρανό. Σήμανε μεσημέρι.


^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^

Και ιδού το πρώτο κεφάλαιο.

Καλά ξεκίνησε πάντως, από το πρώτο κεφάλαιο σκότωσα τον Tom Hiddleston. Δηλαδή το cast του νεκρού βασιλιά Ερρίκου του Πέμπτου τον οποίο θα τον δούμε και λίγο στη συνέχεια, δεν θα σας πω πώς.

Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε τον μικρό Πρίγκιπα, θα γνωρίσουμε καλύτερα τους υπόλοιπους Δούκες και... δεν σας λέω άλλα.

Καλό Σαββατοκύριακο.

Σας παρακαλώ ψηφίστε και σχολιάστε!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top