Σούλα η Γλύφτρια


  Πάω βόλτα με την Σούλα στο χωριό. Βλέπει η Σούλα μια επιγραφή ενός γλύπτη
- Α αυτός πρέπει να ναι καλός!
Γυρίζω. Κοιτάζω με απορία.
- Αυτός; Θες να τον γνωρίσεις; Θειος μου είναι.
Για έναν συνδυασμό λόγων στο μυαλό μου είναι καταχωρημένος ως ο Θείος Μήτσος ο πλακατζής, που θέλουμε δεν θέλουμε, λόγω της μάνας του, ασχολούμαστε εδώ και δεκαετίες με τα γκομενικά του.
Τσουπ-τσουπ πάμε επίσκεψη στο σπίτι του, που μένει με την μάνα του, μία απιστεφτάμπλ γιαγιά, που ήτανε τόσο κούκλα στα νιάτα της, που έβγαλε την κατοχή με στάχτη στα μούτρα κάθε που έβγαινε έξω από το σπίτι, μην την βουτήξουνε και την μαγαρίσουνε οι Γερμανοί.
Και μέσα σε όλα τα παιδιά που έκανε, έκανε και το πιπίνι το στερνοπούλι, τον καλλλλλιτέχνη. (Ο Καλλλλιτέχνης έπιασε και το λότο, μια εποχή που έδινε πολλά λεφτά, τα 'φαγε όλα σε μούρλες και συνεχίζει το μεροκάματο με μπρίο, τύπου οκ, το έζησα και αυτό, πάμε παρακάτω.)
Πάμε στην γιαγιά λοιπόν και η Σούλα έχει ετοιμαστεί να γνωρίσει έναν καλλλλιτέχνη. Στην πέρα Τραχανοπλαγιά. Που είναι και σόι μου, οπότε έχει ψαρώσει και δεν ξέρω και εγώ τι περιμένει από τα savoir τα vivre των αστών εις την βουκολική εξοχή.
- Γιαγιάαααααααααα εγώ είμαι!
- Γεια! Και κόντυνες και χόντρυνες!
Γιατί φυσικά δεν είμαι το μοναδικό δείγμα στο σόι που είναι γλωσσοκοπάνα, σόι πάει το βασίλειο.
- Γιαγιά χόντρυνα. Δεν κόντυνα! Κοντή ήμουνα πάντα. (Για τον μέσο όρο είμαι κανονική, για το σόι μου που βγάζει δίμετρα δείγματα είμαι κοντή γιατί όπως σε κάθε σόι, το σόι θεωρείται το μέτρο αναφοράς για οτιδήποτε)
- Να αδυνατίσεις. Άντρα βρήκες; ... Εσύ άντρα έχεις; ρωτάει τη Σούλα, που σφίγγεται να μην γελάσει καθώς η γιαγιά λόγω καταράκτη με έχει περάσει για έτερη ξαδέλφη ενώ ταυτόχρονα θέλει να εξετάσει αν η Σούλα είναι προξενιά για τον γιο της. (Ναι, ακόμα και οι γιαγιάδες μας είναι multitasking.)
- Όχι γιαγιά δεν βρήκα άντρα. Και κοντή και χοντρή, ποιος θα γυρίσει να με κοιτάξει εμένα;
- Να αδυνατίσεις; Τι να σας φέρω να σας κεράσω;
Η γιαγιά με το πι, είμαι και χοντρή αλλά είναι ντροπή να μην μας μπουκώσει, ας κάνουμε δίαιτα στα σπίτια μας.
- Γιαγιά! Παλουκώσου! Πού είναι ο θείος;
- Πού να ξέρω πού γυρίζει;
- Θέλω να γνωρίσει την Σούλα.
Η γιαγιά το 'χει δέσει ότι είναι προξενειά. Γίνεται και ένας γάμος παραδίπλα και η έτερη ξαδέλφη, που με έχει μπερδέψει γίνεται κουμπάρα και είναι η καλύτερη αφορμή για προξενιά σύμφωνα με τα ήθη και τις παραδόσεις της βουκολικής μας περιοχής, οπότε ταυτόχρονα χαζεύει το ημιαδέσποτο γατί που κάνει νάζια και κάνει στα ψέματα πως το διώχνει και δεν το θέλει, έχει σκάσει από την στεναχώρια που έχω κοντύνει, έχω παχύνει και δεν έχω άντρα και προσπαθεί να κάνει και καλή εντύπωση στην υποψήφια νύφη μαθαίνοντας τα κλασσικά τίνος είσαι εσύ; πού μένεις; προίκα δεν μας νοιάζει, έχουμε κτλ
και μέσα σε όλο αυτό ξανασυστήνομαι συνέχεια σε λούπα ότι δεν είμαι η ξαδέλφη μου αλλά η γιαγιά έχει κάνει υπερφόρτωση δεδομένων και στην τελική, νύφη ήρθε, χέστηκε αν είμαι εγώ ή ή ξαδέλφη μου, οπότε συνεχίζει να μου δίνει εντολές για το πώς να βρω άντρα, δηλαδή να ράψω το στόμα μου και να σουλουπωθώ.
Άκρη δεν βγάζαμε με την γιαγιά, οπότε λέω στην Σούλα
- Πάμε στην θεια μου να πιουμε καφέ και θα 'ρθει ο θειος ο καλλλλλιτέχνης να μας βρει εκεί.
Πάμε στην θεια για καφέ.
- Θειααααααααααααααα από το δρόμο. Άνοιξε την πόρτα. Ήρθαμε για καφέ.
Γιατί στην βουκολική τραχανοπλαγιά, πού να χτυπάς κουδούνια και να μιλάς στα θυροτηλέφωνα, είναι τόσο πασέ. Βγαίνει η θεια σαν την Ιουλιέτα, εγώ στην μέση στην άσφαλτο κάτω από το μπαλκόνι
- Ήρθαμε! Φτιάξε καφέ!
Ανεβαίνουμε να πιουμε και έναν ρημαδοκαφέ, φιλιούνται-αγκαλιάζονται και σε επωδό σε κάθε συγγενικό ασπασμό
- Πάχυνες
- Το ξέρω
- Πάχυνες
- Το ξέρω
- Πάχυνες
- Το ξέρω
και εν χορώ
- Να αδυνατίσεις! Πώς έγινες έτσι;
Το γιολο είναι ότι τώρα έχω ακριβώς τον σωματότυπο που έχουμε όλες στο σόι όταν πλησιάζουμε την κλιμακτήριο, ακα θρεφτάρια με την κοιλιά της αρχόμενης εγκυμοσύνης αλλά δεν έχει καμία σημασία.
Σε λίγο σκάει και ο θειος ο Μήτσος. Και αυτός από το μπαλκόνι κάτω να φωνάζει
- Με ψάχνετε; Τι θέλετε;
Η Σούλα το 'χει πάρει απόφαση ότι εμείς έτσι το 'χουμε στου χουριό, οπότε ξαναβγαίνει η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι και εγώ από πίσω να κάνω φωνητικά
- Έλα πάνω. Σε θέλω να μιλήσουμε.
Ο θειος δεν έχει ιδέα τι και πώς αλλά είναι παντελώς γιολο ως μενταλιτέ, οπότε έρχεται μπριόζος να μας ανακοινώσει ότι του 'ρθε προξενιά και η μάνα του είναι σε αναμένα κάρβουνα. Και έρχομαι και εγώ ως τίμια εκπρόσωπος του σογιού να διαλύσω τα όνειρα της μάνας του
- Δεν ήταν προξενιά, η Σούλα από εδώ θέλει να μιλήσετε για την τέχνη σου.
Να του 'χα πει σου φερα την Καγιά για προξενιό περισσότερο θα το πίστευε γιατί ως καλλλιτέχνη τον έχουμε χεσμένο οικογενειακώς και του λέμε σε επωδό "δε βαριέσαι; το μεροκάματο να βγαίνει." Αν ένα σόι έδειξε σε τούτη την Τραχανοπλαγιά σεβασμό και αγάπη στους καλλιτέχνες, σίγουρα δεν είναι το δικό μου.
Χαρά ο θειός, το χιπστεράκι, πριν γίνουνε τα χιπστεράκια της μοδός, βγάζει το κινητό του να της δείξει φωτογραφίες από τα έργα του και το κινητό του είναι ένα vintage από αυτά με την μικρή οθόνη και το πληκτρολόγιο επάνω και η Σούλα ντροπαλή ακόμα, αλληθωρίζει προσπαθώντας να δει ό,τι θέλει να της δείξει σε μέγεθος γραμματόσημου όσο εγώ είμαι "γαμιέσαι θείε! σε τούτο το σόι ή θα έχουμε το τελευταίο μοντέλο που μόλις βγήκε στην βιτρίνα ή θα κρατάμε αυτό από το παλιό το ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο μέχρι να αυτοκτονήσει και να πει "αντε σας βαρέθηκα πχια, πηγαίνετε να αγοράσετε κανα άλλο, φονιάδες θα γίνουνε;"
Αφού λένε τα καλλλιτεχνικά τους για την γλυπτική, για κοτρώνια και μάρματα, μας πήρε η νύχτα και ήτανε να φύγουμε
- Χαρήκαμε, έχουμε και δρόμο μπροστά, άντε να ξεκουμπιζόμαστε.
Θείος Μήτσος
- Και ξέρεις τώρα τι θα πάω να πω στην μάνα μου, ε; Σιγά μην της πω ότι μιλήσαμε για αυτά, πάω να της πω ότι ήτανε προξενιά και την έχασε, να την φυτιλιάσω!
- Θεεεεεεεεεεεεεί Μήτσο! Κρίμα ρε!
- Γιατί κρίμα; Να μάθει! γιατί ο θειος ο Μήτσος μπορεί να είναι καλλλιτέχνης αλλά είναι το πειραχτήρι της γενιάς του.
Φεύγοντας μου λέει η Σούλα
- Αυτός στα νιάτα του παίζει να ήταν και γαμώ τους γκόμενους!
- Φαντάσου τον σε αυτό το μπόι, ξανθό-γαλανομάτη και με την μούρλα που κουβαλάει. Τρίζαν τα πλακόστρωτα, δεν ήταν απλά και γαμώ τους γκόμενους.
Πάμε να φύγουμε αλλά μαι κουβέντα είναι αυτό, έχουμε ακόμα μια στάση, σε έτερη θεια. Ο θειος Μήτσος με το παπί ξωπίσω μας. Με το που παρκάρω και βγαίνω από το αυτοκίνητο, ο θειος ο Μήτσος μέσα στην νύχτα σαν τον Batman.
- Σούλα έλα να σου δείξω πώς έκανα κάτι, να δεις πώς είναι μια μεγάλη δουλειά.
Εγώ από μέσα μου
- Ω να σου γαμήσω θειο, δεν θα φύγουμε ποτέ, αν ξεκινήσουμε να μας εξηγείς τα αξιοθέατα της Τραχανοπλαγιάς.
Εγώ από έξω μου.
- Θειο Μήτσο είναι νύχτα και έχουμε και δρόμο.
- Δεν θα πάθεις τίποτα. Έλα να της δείξω.... Σούλα δες και αυτό, δες και εκείνο
η Σούλα
- Ωωω, αυτό είναι δουλειάααα και εδώ τα κάνατε; κάτω από την γκαίλα, ντάλα στον ήλιο;
- Φυσικά; Τι περίμενες;
- Ρε Ιωάννα ο θειος σου έχει ρίξει δουλειάαααααααα
- Ε κάτι έπρεπε να κάνει και αυτός στην ζωή του. (Από οικογενειακό support έχουμε ένα θεματάκι, οφείλω να το ομολογήσω.)
Θείος Μήτσος έχει βρει την χαρά του, που επιτέλους κάποιος αναγνωρίζει και καταλαβαίνει τον γκασμά που 'χει τραβήξει γιατί από το σόι... ντεν...
- Κορίτσια! Ελάτε να σας κεράσω και κανα ποτό!
- ΘΕΙΟ ΜΗΤΣΟΟΟΟΟΟΟΟΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΎΓΟΥΜΕ!
Ο θείος ο Μήτσος ξέρει πως εγώ δεν πίνω γενικώς και ακόμα πιο ειδικώς αν πρέπει να οδηγήσω, οπότε κατεβάζει τα αυτιά και φεύγει για να πάει μόνος του για ποτό στο γραφικό μπαράκι της Τραχανοπλαγιάς.
- Και να 'ρθειτε όποτε θέλετε, ε; Για να κοπανήσουμε κοτρώνια αντάμα, να σας βγάλω για ποτό (όλα και όλα, ο θείος ο Μήτσος ο Μουρλός, όταν συνοδεύει γυναίκες, του βγαίνει ο τζεντλεμαν και κερνάει και τις έχει στα ώπα-ώπα, ανεξαρτήτως αν θα φάει ό,τι έχει στην τσέπη του. Την επομένη θα πάει να κοπανάει κοτρώνια και ξανά μανά από την αρχή, όσο βαστάει.)
Και ο θείος ο Μήτσος ο Μουρλός έχει τραβήξει ένα σκασμό ζόρια στην ζωή του. Κάποια στιγμή που με πέτυχε και ήμανε πιο μουρτζούφλα από ό,τι συνήθως, μου λέει
- Μαζεφ'τα όπως είσαι. Πάμε για ποτό!
Το πάμε για ποτό στην Τραχανοπλαγιά μπορεί να σημαίνει από το πάμε στο βουκολικό μπαράκι που είναι 5 λεπτά δρόμος, μέχρι το αλλάζουμε νομό γιατί τώρα θέλω να δω την τάδε θέα.
Οπότε ο θειος με πάει σε ένα μπαράκι, χωμένο στο πουθενά και το τίποτα, με μια πισίνα υπερπαραγωγή, ανοιχτό μπαρ τύφλα να 'χουν τα νησιά, αράζει και μου λέει
- Τι θα πιεις;
- Κοακόλα
- Καλά, θα πω ένα ουίσκι. Ένα το παλεύεις. Δικιά μας είσαι.
- Θείο!
- Σους εσύ!
Στο εν τω μεταξύ όλο το μπαρ έρχεται για χαιρετούρες γιατί με περνάνε για το καινούριο γκομενάκι του θείου και ο θείος τους σουτάρει με την μία
- Είμαι με την ανιψιά μου σήμερα. Δρόμο.
- Άκουσε να σου πω γιατί είσαι μικρή εσύ και δεν τα ξέρεις (ω, ναι, το πατερναλιστικό υφάκι είναι γονιδιακό, όλοι το έχουμε.)
Έτσι είναι η ζωή. Η μέρα είναι δική της. Δεν την ορίζουμε εμείς. Εμείς απλώς ακολουθούμε. Η νύχτα όμως είναι δικιά μας. Πιες το ποτό σου τώρα και ξεφρίκαρε. Αν εγώ μπορώ και διασκεδάζω με όλα αυτά που έχω ζήσει, για πες εσύ πιτσιρίκα γιατί δεν το μπορείς;
Και ο θειος ο Μήτσος όντως διασκέδαζε με ένα χαμόγελο πηγαίο μέχρι τα αυτιά και ας ήξερε πως ήταν μεροδούλι-μεροφάι, πως αν και θα έπρεπε να ήταν στην σύνταξη, συνταξη νιετ, πως ήταν παντού και πάντα ο πλακατζής της παρέας, χωρίς κανένας να έχει πάρει χαμπάρι πως ήταν ο μόνος που πραγματικά θα άφηνε κάτι πίσω του για τις επόμενες γενιές και δεν τον ένοιαζε. Είχε καταφέρει και τα 'χε βρει με την ζωή του σε εκείνη την Τραχανοπλαγιά.
Και έτσι ο θείος ο Μήτσος ο μουρλός, μπορεί να ήτανε κάποτε και γαμώ τους γκόμενους, μπορεί κάποτε να ήταν ο νουμερο 1 πλουτίδης, μπορεί να ήτανε και καλλιτέχνης αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν είχε σημασία για κανέναν.
Ήταν απλά ο Μήτσος ο Μουρλός, που γούσταρες το πώς είχε αποφασίσει να βλέπει την ζωή.  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top