Ο Μήτσος & ο Θοδωρής


  Σαν ήμανε μικρή, ήμανε μεγάλο μούτρο και ταραχοποιό στοιχείο. Ξυπνούσα το πρωί, με χτενίζανε την ξανθιά, μου βάζανε τα χαριτωμένα κοκκαλάκια στα μαλλιά, την φουστίτσα μου την χαριτωμένη, που είχα ολόκληρη συλλογή καθώς ήμανε και οικονομική στα υφάσματα, το καλτσονάκι μου και ήμανε κομπλέ σαν διαφήμιση φρουτόκρεμας. Από εμφάνιση εκείνη την στιγμή, ήμανε το όνειρο κάθε φωτογράφου. Στρουμπουλό, ξανθό, γαλανομάτικο, με την ντουλάπα της Bibibo σε παιδικό μέγεθος.
- Ιωάννα σήμερα θα είσαι καλό παιδί, έτσι δεν είναι;
- Ναι.
Πήγαινα κιουρία στον παιδικό και κατευθείαν πάνω στον Θοδωρή. Ο Θοδωρής ήταν ο παράφορος παιδικός έρωτάς μου.
Ο μοναδικός ξανθομπούμπουρας σε ένα τσούρμο μαυροτσούκαλα.
- Θοδωρή, θα με παντρευτείς;
- Όχι.
Με συνοπτικές διαδικασίες έδερνα τον Θοδωρή και σηκωνόμουν και έφευγα από το σχολείο στην ψύχρα γιατί αφού δεν με ήθελε ο Θοδωρής και είχε φάει το ημερήσιο του ξύλο, δεν έβρισκα το νόημα γιατί έπρεπε να κάτσω και να κολλάω φασόλια για να κάνω αμυγδαλιές. Εγώ σχολείο πήγαινα για τον Θοδωρή, που με είχε σκίσει στην χυλόπιτα παρά το ξύλο που έτρωγε καθημερινά.
Αφού δεν έπαιρνα χαμπάρι με τίποτα να σταματήσω να δέρνω τον Θοδωρή, αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να μάθω να διαβάζω. Εγώ την είχα δει κάπως στο
- Αν μάθω να διαβάζω, θα με αφήσετε στην ησυχία μου να δέρνω τον Θοδωρή, που δεν με παντρεύεται;
- Μάθε εσύ να διαβάζεις και το συζητάμε.
Μου αγοράζουν λοιπόν μία ντουζίνα παραμύθια και σε μία εβδομάδα πάνω-κάτω ήξερα να τα διαβάζω όλα. Ω! τι έκπληξης! Ω! Τι συγκλονιστικό. Διαβαζα όλα τα βιβλία και έδειχνα και με το δάχτυλο μία-μία τις λεξούλες. Χαρά, συγκλονισμός, είμαι ο Αινστάιν. Και συνέχισα να δέρνω τον Θοδωρή μέχρι την ημέρα που με τσάκωσαν.
Δεν είχα μάθει να διαβάζω αλλά είχα παπαγαλίσει τα πάντα λέξη προς λέξη ακόμα και τα κόμματα και τις τελείες, φωτογραφικά και παριστανα ότι διάβαζα ενώ απήγγειλα με στόμφο το παραμύθι.
Φυσικά ήμανε η μεγαλύτερη κοπανατζού που είχε πατήσει το πόδι της σε κείνο το σχολείο. Τι; μας έφερε η μουρλή ένα σακούλι μακαροτσίνια και εγώ πρέπει να τα κολάω σε μία κόλα χαρτί και να λερωθώ και με τις κόλλες και να ζωγραφίσω και από πάνω τα μακαροτσίνια; Αρνούμαι. Κοπάνα επί τόπου και πάω να παίξω στην παιδική χαρά. Ακούς εκεί ηλιθιότητα να κολάμε μακαροτσίνια στα χαρτιά. Η νηπιαγωγός είχε παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια, γεγονός που έκανε τις κοπάνες μου ακόμα πιο εύκολες. Πηδούσα την μάντρα και την κοπανούσα στην ψύχρα, τύπου "βαρέθηκα, δεν θα κάτσω να το συζητήσουμε κιόλας, γεια σας"
Προφανώς μου είχαν γίνει τα αυτιά προπέλες από την γκρίνια, που δεν έλεγα να συμμορφωθώ με τίποτα, οπότε ξεκίνησα καινούριο χόμπυ. Παρίστανα την κουφή. Εκεί με έσυραν για ΚΤΕΟ ξεκινώντας από τον ΩΡΛ. "Μια χαρά ακούει και παραπάνω από το μέσο όρο, βαριέται να απαντά" Μετά με έψαξαν αν είμαι αυτιστικό. "Δεν έχει αυτισμό, βαριέται. Βρείτε κάτι για να μην βαριέται."
Το καργιολάκι είχα ημερήσιο πρόγραμμα, που θα έριχνε ανάσκελα σωματικά τον μέσο ενήλικα, το οποίο περιλάμβανε καθημερινό περπάτημα χιλιομέτρων και παρ' ολα αυτά εγώ βαριόμουν ακόμη, οπότε πριν ακόμα τα υπόλοιπα συνομήλικα μάθουν να διαβάζουν, εγώ βρέθηκα να κόβω βόλτες σε μέρη που τα υπόλοιπα ξεκίνησαν στην καλύτερη μια δεκαετία αργότερα.
Κάποια στιγμή σκάω πάνω στον Μήτσο, που με βουτάει από τον ζβέρκο και μου λέει
- Καργιολάκι δεν παίζεις δίκαια
- Εγώ; τι λες αγάπη μου; (Έκανα εξαιρετικά την σουπχιά στα μικράτα μου)
- Θα σε αλλάξω πίστα να στριμωχτείς γιατί δεν νιώθεις.
- Μέσα!
Και βρέθηκα στο δημοτικό να κάνω το γκελ από το να Λόλα ένα μήλο στο να πλακώνομαι για φιλοσοφικές θέσεις, ιστορία, τέχνη και άλλα τέτοια χαριτωμένα, που ούτε κατά διάνοια ως αναφορές δεν είχαμε πιάσει στο σχολείο αλλά είχα ήδη ξεκινήσει να ξεπατώνω την βιβλιοθήκη.
Αμέσως φρονίμεψα στο σχολείο. Τι να μου πει εμένα η κυρά μας η δασκάλα όταν εγώ έπρεπε να βρω επιχειρήματα γιατί οι κάστες στην Ινδία ήταν λάθος ως κοινωνικός σχεδιασμός και να τεκμηριώσω την αναγκαιότητα ανατροπής τους υπό το πνεύμα του διαφωτισμού της Ευρώπης; Άσε μας κουκλίτσα μου, εδώ έχουμε συγκλονιστικά πράγματα και εσύ θες να σου ζωγραφίζω δεντράκια και ποταμάκια. Φιτίλια τα νεύρα της κυρα δασκάλας αν και ήδη ήμουν στην πίστα "δεν θα στα πρίζω, δεν θα μου τα πρίζεις, δεν σε γουστάρω, δεν με γουστάρεις αλλά θα ανεχθούμε ο ένας τον άλλον γιατί κάπου πρέπει να βοσκάω και εγώ κάποιες ώρες κάθε πρωί και εσύ να βγάλεις ένα μεροκάματο"
Φυσικά ο Μήτσος που προφανώς ήξερε περισσότερα από ένα μπομπιράκι μου έριχνε στα αυτιά. Το βιολί μου εγώ.
- Μήτσο ήρθα να συζητήσουμε για την αναγκαιότητα διαγραφής όλων των δεδομένων από τότε μέχρι τότε, να κρατήσουμε αυτό το σύνολο που αφεντομουτσουνάρα μου τα βρίσκει εξαιρετικά φαντεζί και τα γουστάρει και πάνω σε αυτά και μόνο να οικοδομήσουμε το μελλοντικό γίγνεσθαι.
- Είσαι μικρό και ηλίθιο. Τίποτε δεν διαγράφεται, πάμε από την αρχή, να τα μάθεις σωστά βλαμμένο ακόμα και αν διαφωνείς γιατί θα έρθει καιρός που τα φαντεζί σου βιβλία, δεν θα βοηθάνε πουθενά και τότε θα τα θυμηθείς.
Ο Μήτσος ήταν ο πρώτος που το είχα πάρει πατριωτικά να πλακώνομαι στις κόντρες για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Προφανώς δεν "κέρδισα' ποτέ τον Μήτσο και λόγω απειρίας μονίμως κάποια απότομη στροφή στον συλλογισμό μου, με πετούσε εκτός. Ούτε και συμφωνήσαμε και ποτέ αλλά παρ' όλα αυτά μάθαινα και την δική του οπτική και επιχειρήματα χωρίς τίποτε από όλα αυτά να επηρεάζει το ότι γούσταρα τρελά τον Μήτσο, τις γνώσεις του και την οπτική του.
Χάρη στον Μήτσο, μπορώ να διαφωνώ μέχρι τα μπούνια με κάποιον αλλά αυτό να είναι παντελώς άσχετο με την διαπροσωπική μας σχέση, να μην έχω την ανάγκη να πείσω κάποιον ότι η δική μου οπτική είναι η σωστή και να έχω ολόκληρες συλλογιστικές περασμένες και σεταρισμένες στην σκέψη μου, άσχετα από την προσωπική μου.
Περνώντας τα χρόνια συνειδητοποίησα πως ο Μήτσος δεν τα συζητούσε αυτά με κανέναν άλλον και όλοι τον είχαν είτε για μεγάλο στραβόξυλο, είτε για άσχετο, είτε και τα δύο, δίχως του Μήτσου να του καίγεται καρφί για την γνώμη των άλλων. Παρ' όλα αυτά όλοι τον σέβονταν και βαρούσαν προσοχή γιατί ο Μήτσος ήταν απίστευτος ταπηροκρανίδης και όλοι είχαν στο νου τους μην τα πάρει ο Μήτσος κράνα και τους πάρει όλους ο διάολος.
Κάποια μέρα που έχω συνειδητοποιήσει ότι ο Μήτσος από επιλογή δεν κάνει παρόμοιες κουβέντες με άλλους αποφασίζω ότι ο πλακωμός της ημέρας θα ήταν η στεγανοποίηση των ορίων της γνώσης, η επιβολή τους ερήμην σε τρίτους και ο αποκλεισμός της πλειοψηφίας από ουσιώδεις γνώσεις. (Ναι, περνούσα φάση που γούσταρα με τρέλα πομπώδεις προσεγγίσεις.) Και ξεκινάω τον καυγά της ημέρας με τη θρασύτατη ατάκα
- Καλά ρε Μήτσο, εγώ έρχομαι εδώ και πλακωνόμαστε κάθε φορά γιατί εγώ λέω άσπρο και εσύ μαύρο και φεύγω και συνεχίζω το βιολί μου, άσχετα αν βαράς τον κώλο σου κάτω μέχρι να ξεμείνω από επιχειρήματα. Γιατί στον κόρακα, δεν βουτάς κάποιον από αυτούς που σε έχουνε θεούλη και τους έχεις στο φτύσιμο; Περισσότερο τόπο θα έπιαναν σε κάποιον που λατρεύει το χώμα που πατάς από μένα που έρχομαι για να πλακωνόμαστε και μετά την κοπανάω μέχρι να θυμηθώ να ξαναρθω. Το 'χεις σκεφτεί ποτέ ότι στον κουβά τα πετάς;
- Είσαι μικρό και ηλίθιο. (Οκ, αν δεν κατάλαβες ακόμη από που προέρχεται η ατάκα "είσαι ηλίθια", να στο ζωγραφίσω κιόλας αγάπη μου) Δεν συμφωνούν μαζί μου γιατί πιστεύουν ότι πιστεύω, απλά τους συμφέρει να συμφωνούν γιατί είναι κουραστικό να έχουν προσωπική άποψη. Αν είχαν γεννηθεί κάπου αλλού, θα συμφωνούσαν με ό,τι έλεγαν οι γύρω τους εκεί. Εγώ έχω το μαχαίρι, εγώ και το καρπούζι, εφόσον το λιγουρεύονται το καρπούζι, ασφαλώς και θα συμφωνούν. Εσύ το έχεις χεσμένο το καρπούζι.
- Α γειά σου. Εγώ το έχω χεσμένο το καρπούζι γιατί λοιπόν δεν επιλέγεις κάποιον που να εκτιμά αυτό το ωραίο ζουμερό, καρπούζι από εμένα που σου σπάω τα αρχίδια κάθε φορά με τα
- γιατί έχεις καρπούζι και όχι πεπόνι στην μασχάλη σου; τι έκανε το πεπόνι; στο πηγάδι κατούρησε;
- γιατί έχεις αυτό το μαχαίρι; και αν το άλλο μοντέλο ήταν καλύτερο και στην τελική ποιος είπε ότι πρέπει να το κόβουμε πχ με μαχαίρι και όχι με μπαλντά το καρπούζι;
- υπάρχει το καρπούζι ή μας έχεις πείσει ότι έχεις ένα καρπούζι και το τρώμε αμάσητο με την ελπίδα να ψοφήσεις και να μοιραστούμε το δικό σου καρπούζι στην μνήμη σου;
- και ποιος είσαι εσύ ρε φίλε και κρατάς το καρπούζι στην τελική; δεν κοψομεσιάστηκες στην τελική;
και απαντά ο Μήτσος ο Θεούλης
- γιατί προτιμώ να τα μάθει αυτά κάποιος που τα σέβεται ακόμη και αν διαφωνεί γιατί μόνο έτσι θα περάσουν μια γενιά παρακάτω.
- Είσαι γελασμένος αγάπη μου, που εγώ θα κρατήσω την αποψάρα σου, Ολόκληρη συλλογή έχω να συναλλάζω. Με την δική σου αποψάρα διαγωνώ οριζοντίως και καθέτως, διαγωνίως και ανυπερθέτως και αν ήταν στο χέρι μου, φωτιά θα της είχα βάλει και θα την είχα κάψει συθέμελα να μην μείνει τίποτα. Εγώ είμαι της ευρωπαικής σχολής
- Τον κακό σου τον καιρό και κούνια που σε κούναγε βλαμμένο, που είσαι και ευρωπαία χωριάτα της πέρας τραχανοπλαγιάς. Ξεκαβάλα το καλάμι, μην στο πάρω και σου λιανίσω τα παΐδια. Γκάζωσε τι σου μάθανε οι Ευρώπας και πάμε πάλι μία κόντρα να δούμε ποιος θα τερματίσει. (Στον διάλογο πάντοτε μια στροφή με πετούσε έξω, οπότε τα παρατούσα πάντοτε. Ούτε καν γραμμή τερματισμού δεν είχα φτάσει με τον Μήτσο.)
Ο Μήτσος ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων μην τα πάρει κράνα, αν και σπανίως άνοιγε το στόμα του. Ήταν απροκάλυπτα φασιστόμουτρο αλλά με τον δικό του αναρχοαυτόνομο φασισμό, του τύπου, αυτός ο άνθρωπος είναι ηλίθιος, δεν φταίει αυτός που γεννήθηκε ηλίθιος και θα πεθάνει ηλίθιος. Όχι ο ηλίθιος δεν έχει δικαίωμα άποψης αλλά από την άλλη επειδή θα ψοφήσει αν τον αφήσουμε μόνο με την ηλιθιότητά του, τον έχουμε από κοντά. Αυτός είναι έξυπνος, επειδή είναι έξυπνος έχει δικαίωμα άποψης αλλά επειδή ακριβώς έξυπνος και έχει περισσότερα δικαιώματα και ευκαιρίες από τον ηλίθιο, έχει και την υποχρέωση να φροντίσει και τον ηλίθιο να μην ψοφήσει λόγω βλακείας. Όλοι οι άνθρωποι χωριζόμαστε σε ομάδες, ανάλογα με τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά μας.
Όση παιδεία να δώσεις σε κάποιον, όσες ευκαιρίες και να αρπάξει για να αλλάξει ομάδα, τίποτε δεν μπορεί να υπερνικήσει το ένστικτο πχ ο έμπορας θα είναι έμπορας όση παιδεία ή χρήματα να έχει. Δεν υπάρχουν νόμοι. Είναι τεχνητή αναγκαιότητα από όπου και αν προέρχονται είτε πολιτεία, είτε θρησκεία, είτε κοινωνία. Όλα αυτά είναι παραλλαγές μίας και μόνης αρχής "Μην είσαι μαλάκας και καβάλησε τα πάθη σου πριν σε καβαλήσουν"
Δεν έχει καμία απολύτως σημασία το ότι ο άλλος είναι καλός επειδή δεν τον παίρνει να είναι μαλάκας. Αξία έχει μόνο όταν έχει την επιλογή να είναι μαλάκας και επιλέξει να μην είναι. Όλα τα υπόλοιπα περί καλοσύνης, μετά θανάτου αμοιβής κτλ είναι απλά καρότο και μαστίγιο γιατί δεν θα έμενε κολυμπιθρόξυλο όρθιο αν μία μέρα ξυπνούσαμε και μας έλεγε κάποιος δεν υπάρχουν ούτε νόμοι, ούτε καζάνια.
Αυτός ήταν ο Μήτσος. Και άλλα πολλά. Και εγώ ήμουν αυτή που τσακωνόμουν για χρόνια με τον Μήτσο σαν την Παπαρήγα
- Διαφωνώ
- Τον κακό σου τον καιρό μωρή μαγδάλω που θα μου πεις και διαφωνώ. Πάμε να δω μπας και έμαθες να παίρνεις καμιά στροφή σωστά ή ακόμα σε πετάνε έξω, που μου θες και να διαφωνήσεις κιόλας.
Ένα από τα inside jokes είναι ότι έχω έναν Μήτσο μέσα, που πρέπει να συμμαζεύω.
H πλάκα είναι ότι ο Μήτσος ήταν υπαρκτό πρόσωπο και ο μεγαλύτερος πλακωμός μας από όλους ήταν πως ήμασταν φτιαγμένοι από την ίδια κοψιά υφάσματος, όσο και να βαρούσα τον κώλο μου κάτω περί του αντιθέτου, οπότε θεωρούσε χρέος του να μην βγω ξεβράκωτη με ξέπλεκες τις κοτσίδες στα λιβάδια με τα γαιδουράγκαθα.
Εγώ από την άλλη θεωρούσα ότι οι ιδέες του Μήτσου ήταν ξεπερασμένες και έπρεπε να ψοφήσουν στο σύνολό τους.
Ο Μήτσος πλέον ατενίζει τα ραδίκια ανάποδα αλλά από την άλλη
κάποιος ακόμη περιφέρεται στο πόδι του με ένα "είσαι ηλίθια" στο στόμα, πετώντας τον κόσμο έξω στις στροφές.  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top