Κεφάλαιο 8β: Όλα στην ώρα τους
Η Θάλεια δεν απάντησε. Χαμογέλασε αινιγματικά και το άφησε να αιωρείται στον αέρα.
Η Κουβέντα άρχισε να χαλαρώνει και ο ηλεκτρισμός που γέμιζε την ατμόσφαιρα ως πριν λίγο έδινε τη θέση του σε μια τουλάχιστον επιφανειακή χαλάρωση. Είδε για δεύτερη φορά τον άνθρωπο με την ναυτική στολή που την υποδέχτηκε στην θαλαμηγό. Τον είδε να παίρνει οδηγίες από τον Ναρσή να οργανώσει το δείπνο. Η Θάλεια κινήθηκε προς το εξωτερικό της θαλαμηγού. Ένιωσε τον κρύο αγέρα της νύχτας να της δίνει φρεσκάδα και να παίρνει ανάσες. Πρόσεξε ότι ο Ναρσής δεν την ακολούθησε έξω αλλά παρέμενε διακριτικά στο κατώφλι της πόρτας εξόδου. Το μεγάλο Range Rover, που την έφερε παρέμενε παρκαρισμένο στον ντόκο απέναντι από το σκάφος. Τα φιμέ του τζάμια εμπόδιζαν τη θέα στο εσωτερικό του. Γύρισε προς το μέρος του, κοντά του.
"Δικό σας;" τον ρώτησε με ύφος ήρεμο, περιφέροντας το βλέμμα της ολόγυρα στη θαλαμηγό.
"η Aurelia ;"
"Ναι..."
"Ας πούμε με κάποιο τρόπο..."
"Όμορφη είναι...." του απάντησε σφίγγοντας τα χέρια της στους ώμους της. Μπήκε μέσα γιατί το κρύο έξω ήταν αισθητό. Ο Ώριμος άντρας με τα ναυτικά και ένας ακόμα, ετοίμαζαν το δείπνο".
Ένα πλούσιο τραπέζι στρώθηκε ανάμεσά τους. Οι στιγμές περνούσαν με μια κουβέντα και μια ατμόσφαιρα σαν μια παρτίδα σκάκι. Καθένας για λογαριασμό του έκανε τις κινήσεις του σε αυτό που έκρυβε η σκέψη του. Ο Ναρσής για να ρίξει τα φράγματα σε εκείνη που του άλλαζε όλο του στάτους μέχρι τώρα και την ίδια για να βάλει φρένο στα δικά του άλματα που είχε κατά νου.
Άρχισε να την ρωτά για τη ζωή της, για τις προτιμήσεις στη ζωή και σε καθημερινά πράγματα. Του έδωσε ένα γενικό στίγμα για όλα. Άκουσε και εκείνη γενικά πράγματα για εκείνον.
"Η Καταγωγή σου ;" την ρώτησε κάποια στιγμή.
"Ο Πατέρας μου Κρητικός, η μητέρα μου από τα Γιάννινα" απάντησε.
"Άλλα αδέλφια ;"
"Όχι...! μοναχοκόρη δυστυχώς",
"Κακό αυτό" απάντησε εκείνος.
"Εσείς ;" ήρθε η δική της σειρά
"Εγώ... τι ; οι δικοί μου ;"
"Καταγωγή"
"Ο πατέρας μου απ τα Μέγαρα, εγώ γεννημένος εδώ, η Μητέρα μου από τον Πόρο"
"Αδέλφια ;"
"Α εγώ ήμουν τυχερός....! ναι, έχω έναν αδελφό" απάντησε εκείνος.
"Αδελφή ;" ρώτησε αυθόρμητα η Θάλεια, "κάποια Γυναίκα στην οικογένεια ;"
Ένα μικρό τικ έσφιξε αστραπιαία το πρόσωπο του Ναρσή.
"Όχι, μόνο δύο μαντραχαλάδες ήμασταν, έτσι έλεγε η συγχωρεμένη η Μάνα μου"
"Λένε πως δύο αδέλφια διαφορετικού φύλου έχουν περισσότερα πράγματα να ενώσουν, θέλω να πω να στηρίξουν το ένα το άλλο" είπε κοιτώντας τον στα μάτια.
Πάλι εκείνο το νευρικό τικ αυλάκωσε αμυδρά το πρόσωπό του.
"Μην το λες, εξαρτάται τους χαρακτήρες, εμείς είμαστε και οι δύο αγόρια στην οικογένεια και μια χαρά τα πήγαμε και ακόμα τα πηγαίνουμε".
"Αυτό είναι ευλογία, πόσα αδέλφια δεν έφτασαν στα άκρα με διάφορα προβλήματα, κληρονομικά, σχέσεων, και τόσα άλλα.."
"Ναι" είπε εκείνος σκυθρωπά. "Αυτό είναι μια πικρή αλήθεια.. άμα μπουν στη μέση περιουσιακά και κληρονομικά τότε άστα...."
"Να 'ταν μόνο αυτά ;" προσέθεσε εκείνη ενισχυτικά.
"Τι άλλο εννοείς ;" της είπε.
"Πόσα αδέλφια και οικογένειες δεν χαλάστηκαν απ τις σχέσεις τους και τις επιλογές τους".
Το βλέμμα του σκλήρυνε, έγινε μακρινό.
"Οι επιλογές μας σημαδεύουν τις ζωές μας"
"Όπως και οι επιλογές τρίτων σημαδεύουν τη δική μας, δεν βρίσκετε;" του είπε κοιτώντας τον ίσια στα μάτια. Εκείνος γέμισε τα ποτήρια με κρασί.
"Δεν σε βλέπω να τρως... τουλάχιστον να δοκιμάσεις λίγο από εξαίρετο αυτό κρασί"
"Πόσο μάλλον να παίρνονται ερήμην μας..." ολοκλήρωσε τη φράση της χωρίς να τραβήξει τα μάτια της από πάνω του.
Όπως είχε ανασηκωθεί για να της γεμίσει το ποτήρι με το κρασί πλησίασε κοντά της. Το άρωμά της, το αυθόρμητο στην έκφρασή της. Το τραβηγμένο αποκαλυπτικά φόρεμα στο κάθισμά της. Τα αισθησιακά όμορφα πόδια της, τα λόγια της, δεν άργησαν να οδηγήσουν στο να να στάξει λίγο απ το κρασί στο τραπέζι. Αμέσως αμήχανα προσπάθησε να τακτοποιήσει την αναστάτωση. Ακούστηκε η φωνή της
"Κόκκινο κρασί... στο τραπέζι..."
"Συγγνώμη, είμαι αδέξιος...." έσπευσε να δικαιολογηθεί. Η φωνή της Θάλειας ερχόταν από μακριά:
"Λένε πως είναι αίμα και πάθος μαζί...!"
"Ποιο"
"Το κόκκινο κρασί στο τραπέζι..."
"Ανοησίες, προλήψεις".
Τον κοίταξε στα μάτια
"Δεν πιστεύετε ε ;"
"Δεν θα έλεγα ότι κρέμομαι από εκεί...."
"Κι όμως... μερικές φορές τα σημάδια δεν λαθεύουν"
"Σου χάλασα το κέφι;" προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
"Όχι, καθόλου, μην δίνετε σημασία..."
Η Θάλεια κοίταξε το ρολόι της. Η νύχτα είχε πια προχωρήσει για τα καλά.
"Είναι ώρα να φύγω" του είπε, σηκώθηκε. Την βοήθησε να βγει από το τραπέζι. Μάζεψε τα προσωπικά της αντικείμενα.
"Δεν έχω παρά να σας ευχαριστήσω για την ενδιαφέρουσα βραδιά" του είπε με σταθερό βλέμμα.
"Εγώ σε ευχαριστώ Θάλεια... για όλα...!"
Έφερε το δερμάτινο σακάκι της. Πήγε να το πάρει αλλά το άπλωσε για να την βοηθήσει να το φορέσει. Η Θάλεια γύρισε την πλάτη της, εκείνος πέρασε το σακάκι πάνω της. Έσκυψε το πρόσωπό του πίσω από το δικό της. Ένιωσε τη ζεστή του ανάσα και ο ψίθυρός του ήχησε σαν τις σφυριές του σιδερά στο αμόνι.
"Θάλεια..." βγήκε η φωνή του μπάσα, βραχνή, φορτωμένη προσμονή με τα χείλη του κολλημένα στο αυτί της. Με μια κίνηση γύρισε απότομα το πρόσωπό της. Τα μάτια της, τα καστανά της μάτια, καρφώθηκαν στα δικά του σε μια στιγμιαία σιωπή που σήμαινε αιώνες.
Τα χείλη του ήταν χιλιοστά από τα δικά της αλλά λες και το βλέμμα της λάγνο αλλά και σκληρό μαζί τον φόβιζε δεν έκανε το βήμα παραπάνω. Έπαιξε με την αμηχανία του και το δισταγμό του για δευτερόλεπτα μένοντας εκεί με τα χείλη της μισάνοιχτα σαν να έλεγχε πια εκείνη τα πάντα. Σαν να τον προκαλούσε.
Του χαμογέλασε αινιγματικά και παράξενα με ένα βλέμμα βαθύ που τον αιχμαλώτισε.
"Όλα στην ώρα τους κ. Ναρσή.... όλα...!" του ψιθύρισε και την ίδια στιγμή αποτραβήχτηκε απότομα από κοντά του.
"Θα μου φωνάξετε ένα ταξί παρακαλώ ;"
Συνήλθε και εκείνος από την ένταση που θέριεψε μέσα του.
"Ταξί ; παρακαλώ. Θα σας γυρίσει ο κ. Ιγνατιάδης όπου του πείτε".
"Μα..."
"Εδώ δεν θα δεχτώ αντίρρηση" της είπε κατηγορηματικά.
"Εντάξει".
Πέρασαν κάποιες στιγμές μέχρι να συντονίσει την αποχώρησή της. Να ενημερώσει τον άνθρωπό του, να καλέσει τον ώριμο άντρα με τα ναυτικά να την ξεπροβοδίσει στην προκυμαία. Λίγο πριν τη σκάλα εξόδου, του έδωσε το χέρι της.
"Au revoir λοιπόν, ευχαριστώ..."
Της φίλησε τρυφερά το χέρι. Από το εσωτερικό του σακακιού του έβγαλε την κάρτα του και έγραψε έναν αριθμό τηλεφώνου επάνω. Της την έδωσε.
"Αυτός είναι ο απόρρητος προσωπικός μου αριθμός τηλεφώνου. Μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις όποτε θέλεις. Σε περίπτωση που δεν είμαι εκεί αφήνεις μήνυμα στον τηλεφωνητή. Είναι κρυπτογραφημένος και μόνο εγώ με κωδικό έχω πρόσβαση εκεί. Θάλεια... θέλω να περιμένεις και να ξέρεις ότι θα τα πούμε σύντομα" της είπε. Εκείνη αντί για απάντηση, πήρε την κάρτα, την έβαλε στην τσάντα της και του χαμογέλασε αινιγματικά.
Την έβλεπε να κατεβαίνει τις σκάλες της θαλαμηγού αργά με τη βοήθεια του άντρα του πληρώματος. Ο Ιγνατιάδης την περίμενε στο αυτοκίνητο. Η Πίσω πόρτα άνοιξε. Πριν η φιγούρα της χαθεί στο εσωτερικό γύρισε και τον κοίταξε λοξά, παγωμένα, ατάραχα.
Σε λίγο το μεγάλο Range Rover κυλούσε στην προκυμαία του λιμανιού για το δρόμο της επιστροφής.
Μπήκε μέσα στη θαλαμηγό και έκλεισε την μεγάλη γυάλινη διπλή πόρτα. Μένοντας μόνος στο κέντρο του σαλονιού. Με το χέρι του έτριψε το μέτωπό του που έκαιγε.
"Ήθελα να 'ξερα τι ρόλο παίζεις μικρέ μου δαίμονα...!" μονολόγησε δυνατά. Είχε καιρό να νιώσει τέτοια αναστάτωση με μια γυναίκα. Και τούτη εδώ λες και ήταν βγαλμένη από κάτι άλλο κάτι διαφορετικό.
Το νεαρό της ηλικίας της έδινε τη θέση του σε μια γεμάτη προσωπικότητα, σε μια Γυναίκα που στην παρτίδα με το σκάκι έδειχνε αξιοθαύμαστο αέρα και θέληση.
(Συνεχίζεται....)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top