04.1
Ο ήχος του κουδουνιού που χτυπούσε σαν τρελό με έβγαλε από την δίνη μου. Χωρίς να έχω πολλά περιθώρια σηκώθηκα νυσταγμενα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Ανοίγοντας ένα άτομο με έκανε πέρα και άρχισε να μιλάει. Δεν χρειάστηκε να δω το πρόσωπο του ήξερα ποιος είναι ή μάλλον ποια είναι.
«Που λες Σίντι σήμερα θα πάμε για πικνικ. Έχει υπέροχη μέρα και δεν δέχομαι να κάτσεις μέσα.» την ακούω να λέει και χτυπάει το χέρι της πάνω στο τραπέζι. Χωρίς να της απαντήσω κατευθύνθηκα και εγώ με την σειρά μου προς τον καναπέ τρίβοντας τα μάτια μου.
«Τι μύγα σε τσίμπησε;» την ρωτάω απαλά.
«Σου είπα έχει όμορφη μέρα. Επίσης σκέφτηκα να σου κάνω και μια μικρή τόσο δα έκπληξη.»
Ένα είναι σίγουρο η έκπληξη της Κεϊτλιν δεν θα μου άρεσε καθόλου.
«Θες να μου πεις έτσι λακωνικά που θα πάμε και τι είναι αυτή η έκπληξη;» ρωτάω κοιτάζοντας την εξεταστικά.
«Μα φυσικά θα πάμε να με ζωγραφίσεις! Σε παρακαλάω χρόνια! Ε λοιπόν να που ήρθε η ώρα να το κάνεις.» μου λέει χαρωπά καθώς χτυπάει τα χέρια της μεταξύ τους σαν μικρό παιδί. Ξεφυσωντας πήγα στο δωμάτιο μου να αλλάξω και αμέσως μετά κατευθύνθηκα προς το ατελιέ να πάρω τα χρώματα μαζί μου. «Καμβά να πάρω;» φωνάζω από το δωμάτιο.
«Αν δεν σε πειράζει!» μου φωνάζει πίσω. Αν δεν μου έλεγε ποια είναι η έκπληξη που θα την ζωγράφιζα και με τι;
Πήγα στο σαλόνι κρατώντας στο ένα μου χέρι το βαλιτσακι με τα χρώματα ενώ στο άλλο είχα παραμασχαλα τον καμβά. «Θες να με βοηθήσεις λίγο; Η έκπληξη σου είναι κάπως βαριά.» της λέω εκλιπαρώντας για μια μικρή βοήθεια.
«Μα φυσικά!» μου λέει και παίρνει το βαλιτσακι. «Α ξέχασα να σου πω! Πρέπει να πάρεις μαζί σου και μια βαλίτσα με μαγιό και λίγα ρούχα.» προσθέτει και μένω να την κοιτάω χωρίς να καταλαβαίνω τι θέλει να πει.
«Γιατί;» ψελιζω και δεν είμαι σίγουρη αν θέλω ή όχι να ακούσω την απάντηση της.
«Ζήτησα από τον Λίαμ να πάμε όλοι μαζί για κάμπινγκ. Θα σας βοηθήσει όλους με την έμπνευση σας!» την ακούω να λέει και αφήνω τον καμβά να μου πέσει από τα χέρια.
«Γιατί;» ξανά ρωτάω απελπισμένα.
«Τι γιατί βρε; Πάντα ήθελες να πας στο εθνικό πάρκο κακαντου!» φωνάζει και νιώθω το στόμα μου να ξεραίνεται. Αυτό απαιτεί τουλάχιστον 41 ώρες οδήγηση.
«Καλέ! Αυτό είναι μακριά! Ποιος θα οδηγήσει από την μια άκρη της Αυστραλίας στην άλλη; Εγώ 41 ώρες δεν κάθομαι σε αυτοκίνητο!» φωνάζω έξαλλη.
«Καλέ νοικιάσαμε τροχόσπιτα!» απαντάει χαρωπά.
«Εγώ τέτοιο θηρίο δεν οδηγώ!» σχολιάζω καθώς νιώθω τους κροτάφους μου να πάλλονται.
«Αρχικά για αυτό έχουμε τους άντρες. Δεύτερον κάποια άτομα δεν θα έρθουν δυστυχώς.»
«Τώρα νιώθω καλύτερα!» φωνάζω καθώς καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες να ηρεμήσω. Το θέμα δεν είναι η εκδρομή το θέμα είναι πως δεν ερωτήθηκα για αυτό.
«Ω έλα...θα περάσεις όμορφα και θα μπορέσεις να γεμίσεις τις μπαταρίες σου.»
«Που βρήκες τον Λίαμ για να του μιλήσεις;»
«Ω έλα τώρα! Είμαστε περιτριγυρισμένοι από κάθε λογής μηχανές. Ένα μέιλ χρειαζομουν το οποίο το βρήκα και κάπως έτσι να 'μαστε.» απαντάει χαρωπά.
«Και ποιοι θα είμαστε;» ρωτάω γεμάτη περιέργεια για το ποια άτομα θα μας συνοδεύσουν σε αυτό το υπέροχο ταξίδι.
«Δεν θυμάμαι. Μια άλλη κοπέλα θα είναι σίγουρα, ο Λίαμ και κάποιος άλλος.»
«Α! Ωραία θα πάω κάπου με κάποιους άγνωστους. Τι τέλεια.» ειρωνεύομαι καθώς κάθομαι αγανακτισμένη πάνω στον καναπέ.
«Μην λες χαζομάρες. Έχεις εμένα.» λέει δείχνοντας με υπερηφάνεια τον εαυτό της. Τώρα σώθηκα. «Άντε τώρα ετοιμάσου.» προσθέτει καθώς με τραβάει απαλά να σηκωθώ από την θέση μου.
Δεν συνέχισα άλλο την συζήτηση. Γνώριζα πολύ καλά πως ότι και αν έλεγα η κατάσταση δεν θα άλλαζε και θα κατέληγα να πάω εκδρομή μαζί τους. Μπορώ να πω πως αυτό που έκανε ήταν με διαφορά το πιο ανώριμο.
Κουρασμένη κυρίως ψυχικά άφησα τα πράγματα μου επάνω στον καναπέ, φοβόμουν πως είχα ξεχάσει πολλά επάνω στην βιασύνη μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα το σπίτι μου. Θα έπρεπε να μείνει κλειστό σίγουρα δύο εβδομάδες ίσως και παραπάνω, δεν ήθελα να φύγω τόσο βιαστικά.
«Κεϊτλιν σίγουρα τα πήρα όλα;» ρωτάω κοιτάζοντας ξανά και ξανά γύρω μου αγχωμένη.
«Ξανά κοίταξε τα. Έχουμε ώρα μέχρι να έρθουν.» είπε καθώς με πλησίασε και άρχισε να ψάχνει μαζί μου μήπως άφησα τίποτα πίσω μου.
Όταν πλέον βεβαιώθηκα πως όλα ήταν εντάξει ή πίστευα πως ήταν εντάξει κάλυψα τους καναπέδες με ένα σεντόνι και βεβαιώθηκα πως οι πόρτες του μπαλκονιού ήταν κλειστές.
«Δεν μου λες; Εσένα τα πράγματά σου που είναι;»
«Τα έβαλα από χθες στο τροχόσπιτο.» μου λέει χαρίζοντας μου είναι αστραφτερό χαμόγελο.
Κούνησα απλά το κεφάλι μου και μαζί με την φίλη μου περιμέναμε το όχημα να έρθει να μας πάρει. Η αντίστροφη μέτρηση της ολικής μου καταστροφής είχε μόλις αρχίσει να μετράει.
[...]
«Σίγουρα τα έχεις πάρει όλα;» ρώτησε ο Λίαμ κοιτάζοντας με. Αντανακλαστικά απέστρεψα το βλέμμα μου από το δικό του κουνώντας καταφατικά το κεφάλι μου. Είχα πάρει και σκηνή μαζί μου όπως και διάφορα είδη κάμπινγκ.
«Ω Μποντζορνο σενιορα!» ακούω μια γνώριμη φωνή πίσω μου.
«Λούκας!» φωνάζω ενθουσιασμένη καθώς το μικρό μας ταξίδι άρχισε να μοιάζει λίγο πιο ευχάριστο.
«Δεν περίμενα τέτοιον ενθουσιασμό.» απαντάει γελώντας νευρικά.
«Ναι...» σχολιάζει ο Λίαμ και απομακρύνεται από κοντά μας. «Η Πάολα δεν θα μπορέσει να έρθει δυστυχώς, αρρώστησε η μητέρα της.» προσθέτει και κάθεται στην θέση του οδηγού.
«Εσείς κορίτσια καθίστε πίσω με την άνεση σας από εδώ και πέρα θα αναλάβουμε εμείς.» ακούω τον Λούκας να λέει γλυκά καθώς καθόταν δίπλα στον Λίαμ. «Τώρα που πάμε Λίαμ;» προσθέτει κοιτάζοντας τον οδηγό.
«Να πάρουμε την Λούση.»
«Κάτσε αυτή δεν είναι...»
«Ναι αυτή είναι.» απαντάει γοργά και κλείνει την συζήτηση τους εκεί. Κάτι μου λέει πως δεν θα μου αρέσει καθόλου αυτή η εκδρομή. Στο πίσω μέρος του τζιππου οδηγούσε ο Λίαμ ήταν συνδεδεμένο το τροχόσπιτο. Η περιέργεια να δω το εσωτερικό μου έτρωγε θα σώθηκα. Θα χωρέσουμε όλα αυτά τα άτομα εκεί μέσα;
[...]
Η Λούση ήταν μια πολύ ομιλητική κοπέλα με καταξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια, χαρωπή και με καλή αίσθηση του χιούμορ. Φάνηκε ελάχιστα να ενοχλήθηκε από την παρουσία της φίλης μου και την δική μου αλλά δεν έδωσε περαιτέρω σημασία καθώς άρχισε να μιλάει με τα αγόρια ασταμάτητα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top