03.1
Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει όμως εγώ ήμουν ξύπνια ώρες πριν και αυτό γιατί ένιωθα το άγχος μου ολοένα και να μεγαλώνει. Φοβόμουν να αντικρίσω τον Λίαμ, ντρεπόμουν τρομερά ειδικά μετά από το περιστατικό με τον καφέ. Πώς μπόρεσα να κάνω κάτι τέτοιο;
Χωρίς να έχω πολλές επιλογές άλλαξα απρόθυμα ρούχα και ξεκίνησα για το σπίτι του καλλιτέχνη.
Φτάνοντας κοντά στην παραλία στην ακτή είδα μια γνωστή φιγούρα. Ήταν εκείνο το αγόρι από το όνειρο μου, εκείνο ήταν. Βρισκόταν όμως όντως εκεί; Δάγκωσα ελαφρά τα χείλη μου συνεχιζοντας να κοιτάζω έντονα προς εκείνη την κατεύθυνση. Χωρίς να χάσω παραπάνω χρόνο έτρεξα προς το αγόρι. Ήθελα να δω το πρόσωπο του, να μάθω αν με θυμάται.
Δεν έλεγχα πλέον τον εαυτό μου κατέβαινα γρήγορα την κατηφόρα προς την θάλασσα. Περιμένω εκεί αγοράκι θα έρθω να σε βρω. Έλεγα ξανά και ξανά από μέσα μου. Είχε δίκιο η Κεϊτλιν το παρελθόν μου έχει γίνει όντως έμμονη ιδέα.
Φτάνοντας άπλωσα το χέρι μου να ακουμπήσω το αγόρι όμως την στιγμή που το πλησίασα εξαφανίστηκε. Έμεινα εκεί σαν στήλη άλατος μην μπορώντας να πιστέψω τα παιχνίδια του μυαλού. Είχα αρχίσει να τρελενομαι, τόσο καιρό το παρελθόν παρέμεινε θαμμένο καλά στα βάθη του μυαλού. Γιατί τώρα
«Τι κάνεις εδώ;» άκουσα μια φωνή πίσω μου. Δεν γύρισα, δεν είχα την δύναμη να αντικρίσω κανένα άτομο πόσο μάλλον να πιάσω και συζήτηση μαζί του. «Δεν έχεις μάθημα με τον Λίαμ; Θα σε περιμένει.» προσθέτει ο άντρας και στέκεται δίπλα μου κοιτάζοντας μαζί μου την θάλασσα.
«Μου...έτυχε κάτι.» απαντάω λακωνικά.
«Δεν νομίζω πως είναι σωστό στην δουλειά σου να αργοπορείς. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι...» λέω ενώ τα μάτια μου βουρκώνουν και λίγες στιγμές αργότερα άρχισα να κλαίω.
«Δεν...δεν το είπα για να σε στεναχωρήσω...εγώ...Ω θεέ μου μην κλαίς σε παρακαλώ.» απαντάει ο άντρας σαστισμένος πιάνοντας με απαλά από τους ώμους.
«Πρέπει να φύγω όντως θα με περιμένει ο Λίαμ.» απαντάω γρήγορα και γυρίζοντας του την πλάτη φεύγω τρέχοντας προς το σπίτι του ζωγράφου.
Λίγο πριν μπω στο δωμάτιο που κάνουμε τα μαθήματα σκούπισα τα δάκρυα μου με την αποστροφή του χεριού μου και κοίταξα το πρόσωπο μου στον καθρέφτη. Ανοίγοντας την πόρτα η βροντερή φωνή του Λίαμ με έκανε να παγώσω.
«Περίμενες ειδική πρόσκληση για να παρευρεθείς στο μάθημα; Αν ναι πες μου να σου την στείλω την επόμενη φορά.»
«Συγγνώμη που άργησα.» ψελλίζω χαμηλόφωνα.
«Να την κάνω τι; Τώρα έχασα τον ειρμό μου. Το υπέροχο μου μάθημα πάει στράφι!» συνεχίζει να φωνάζει και να ωρύεται σαν κακιά πεθερά.
«Δεν το έκανα επίτηδες.» λέω λίγο πιο δυνατά από ότι πρέπει.
«Και τι με αυτό; Εγώ πως θα μεταλαμπαδεύσω τις γνώσεις μου σε εσάς; Με την συγγνώμη σου;» συνεχίζει το δικό του τροπάριο.
«Άστον ηρέμησε δεν έγινε και κάτι! Θα ξανά βρεις τον ειρμό σου.» ακούω την φωνή του άντρα που πριν λίγο ήμασταν μαζί.
«Ναι αλλά-»
«Δεν έχει αλλά φίλε μου τελείωσε. Σταμάτα να γίνεσαι υπερβολικός. Δεν έγινε και κάτι.» λέει ο άντρας που ακόμα δεν ξέρω το όνομα του και απομακρύνεται από την αίθουσα. Ο Άστον δεν το συνέχισε και απλά μου έκανε νόημα να καθίσω στην θέση μου.
Καθ' όλη την διάρκεια του μαθήματος μπορούσα να δω την δυσαρέσκεια του όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει. Πάλι καλά δεν έγινε ηθοποιός άνεργος θα έμενε.
«Σήμερα θέλω να παίξετε με τα χρώματα και τα γεωμετρικά σχήματα! Θέλω κάτι νέο και φρέσκο. Αν δεν μου αρέσει θα το ξανά κάνετε!» λέει και νιώθω ήδη την μέση μου να πονάει. Ξέρω πολύ καλά πως η τελευταία πρόταση πάει σε εμένα ως τιμωρία. Καλά καλά δεν αρχίσαμε και ήδη με έχει βάλει στο μάτι. Έχω αρχίσει να μετανιώνω που δήλωσα συμμετοχή σε αυτόν τον διαγωνισμό, το λάδι θα μου βγάλει.
Κοίταξα τον καμβά και άρχισα να πετάω πάνω του χρώματα. Αποφάσισα να βάψω όλο τον πίνακα με το ανοιχτό μωβ το οποίο δηλώνει τον ρομαντισμό και την νοσταλγία ενώ τα σχήματα σκέφτηκα να τα βάψω με πιο σκούρες αποχρώσεις του μωβ που αντικατοπτρίζουν την θλίψη, αυτό δηλαδή που τόσο καιρό γίνεται στην ζωή μου. Τα καλά συναισθήματα επισκιάζονται από τα αρνητικά.
Η ώρα κυλούσε και ένας ένας οι διαγωνιζόμενοι αφού έπαιρναν το εντάξει από τον Άστον αποχωρούσαν ευχαριστημένοι με το αποτέλεσμα. Εμένα ο γλυκός μου με είχε εδώ να σχεδιάζω ξανά και ξανά τα γεωμετρικά σχήματα γιατί απλά κάτι δεν του άρεσε. Ήταν η πέμπτη προσπάθεια μου να κάνω τον πίνακα και δεν δεχομουν καμία αρνητική κουβέντα. Η ζωγραφική έχει να κάνει με την ελευθερία την έκφρασης πάνω στον καμβά, δεν υπάρχει σωστό και λάθος πόσο μάλλον σε κάτι που κυριολεκτικά είναι επάνω στην φαντασία του κάθε ζωγράφου.
«Δεν-» τον ακούω να λέει όμως αυτή την φορά σηκώνομαι και τον κοιτάζω εκνευρισμένη.
«Αν δεν σ'αρέσει κάντο εσύ! Εγώ κουράστηκα.» λέω και σταυρώνω τα χέρια κάτω από το στήθος κοιτάζοντας τον στα μελί του μάτια.
Αυτός με την σειρά του παίρνοντας μια βαθιά ανάσα περνάει τα χέρια του ήρεμα δεξιά και αριστερά μου. «Θέλω απλά να βελτιωθείς. Να γίνεις καλύτερη! Αστέρι!» απαντάει πιο ήρεμα αυτή την φορά. Με την τόσο στενή επαφή το μυαλό μου είχε χάσει τα λογικά του όμως, δεν θα τον άφηνα.
«Τότε θα πρέπει να είστε αυστηρός με όλους. Εξάλλου έτσι είναι το σωστό.» του λέω και κάνω να φύγω. Όμως, δεν μετακινήθηκε έμεινε εκεί φυλακίζοντας με. Το πρόσωπο του άρχισε να πλησιάζει έντονα το δικό μου. Τόσο πολύ που αισθανόμουν πως ο αέρας μέσα στο δωμάτιο δευτερόλεπτο με το δευτερόλεπτο άρχισε να λιγοστεύει.
Δεν μίλησε έμεινε εκεί απλά να με κοιτάει. Φαινόταν σαν να ζύγιζε τις επιλογές του. Σκεφτόταν. Την στιγμή που πήγα να μιλήσω τα χείλη του με έπιασαν απροετοίμαστη. Δεν ήξερα τι να κάνω ή πως να αντιδράσω. Έμεινα εκεί με γουρλωμενα μάτια να νιώθω τα απαλά του χείλη να κινούνται πάνω στα δικά μου. Φευγαλέα ένιωσα την επιθυμία να ανταποδώσω σε αυτό το γλυκό φιλί όμως κάτι μέσα μου με κρατούσε. Απομακρύνθηκα ελάχιστα από κοντά του διακόπτοντας το φιλί μας. Ο Άστον με κοίταξε γεμάτος απορία.
Χωρίς να πω καμία άλλη κουβέντα τον έσπρωξα απαλά και έφυγα τρέχοντας από κοντά του. Γιατί το έκανε αυτό; Και το κυριότερο γιατί ήθελα να ανταποδώσω στο φιλί του;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top