02.1
Η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου καθορίζεται από το παρελθόν του. Όσο πιο σκοτεινό είναι το παρελθόν τόσο πιο μεγάλη επιρροή ασκεί πάνω του.
Σήμερα ο καιρός ήταν αρκετά συννεφιασμένος ενώ ο αέρας δεν έλεγε να σταματήσει. Κοίταξα για άλλη μια φορά τον γκρίζο ουρανό και χαμογέλασα άχνα. Ακούμπησα απαλά το χέρι μου πάνω στο κρύο τζαμί και έμεινα εκεί για λίγο. Γιατί τόσο ξαφνικά να εμφανιστούν τα φαντάσματα του παρελθόντος; Τι τα έκανε να έρθουν στην επιφάνεια; Πήρα μια βαθιά ανάσα και άφησα τα πνευμόνια μου να γεμίσουν με αέρα. Με αργά βήματα απομακρύνθηκα από την θέση μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα για να φύγω.
Φτάνοντας στο σπίτι του Άστον παρατήρησα την θάλασσα. Τα κύματα γιγάντια, οργισμένα, έτοιμα να σε καταβροχθίσουν. Ήθελα να πλησιάσω και απλά να ακούσω τον ήχο τους καθώς έσκαγαν πάνω στα βράχια.
Ένιωσα ένα χέρι στο ώμο μου και μια γυναικεία φωνή να το συνοδεύει. «Τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν πήγες ακόμα στο μάθημα;» με ρωτά κοιτάζοντας με εξεταστικά. «Έγινε κάτι;» προσθέτει όταν βλέπει πως διστάζω να απαντήσω.
«Όχι δεν έγινε κάτι...απλά ήμουν αφηρημένη.»
«Το όνομα μου είναι Πάολα.» χαμογελάει γλυκά.
«Σίντυ, χάρηκα.» της χαμογελάω.
Χωρίς να πούμε τίποτα άλλο προχωρήσαμε προς το σπίτι του Άστον.
Για ακόμα μια φορά ήμασταν σε ομάδες των δύο ατόμων με εμένα να είμαι μόνη μου. Σήμερα μας άφησε να ζωγραφίσουμε έναν πίνακα, αφήνοντας την φαντασία μας να καλπάσει, όπως είπε ο ίδιος. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα έξω από το παράθυρο τον γεμάτο γκρίζα σύννεφα ουρανό, τον αέρα να χαϊδεύει με μανία τα κλαδιά των δέντρων κάνοντας να χορεύουν και τα κύματα οργισμένα να σκάνε στην ακτή. Έπιασα το πινέλο στα χέρια μου και άρχισα να ζωγραφίζω βουνά, δέντρα και ένα ρυάκι με καταγάλανα νερά. Ένα τοπίο φαντασίας καθώς πλέον λίγα είναι τα δάση που έχουν μείνει αναλλοίωτα από τον άνθρωπο. Κοίταξα πάνω από τα βουνά τον λευκό καμβά. Πήρα το πινέλο και έβαψα με τις αποχρώσεις του μωβ τον ουρανό. Χαμογέλασα περιφανή για το αποτέλεσμα μου.
Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα όλους τους υπόλοιπους. Όμως, τα μάτια της Ολίβια ήταν ήδη στυλωμένα πάνω μου. Της χαμογέλασα φιλικά αλλά το μόνο που έλαβα ήταν ένα θυμωμένο βλέμμα. Χωρίς να δώσω περαιτέρω σημασία έψαξα για τον Άστον ο οποίος απουσίαζε από το δωμάτιο. Αμφιταλαντεύτηκα για το αν θα έπρεπε να πάω να τον βρω ή αν θα έπρεπε να καθίσω εδώ και να τον περιμένω.
Την στιγμή που θα πήγαινα να τον βρω τον είδα να πλησιάζει προς το δωμάτιο. Δίπλα του στεκόταν ένας ακόμα νεαρός, μάλλον μεγαλύτερος του. Τα μαλλιά του μαύρα, ξυρισμένα στα πλάγια και χτενισμένα προς τα πίσω. Στο δεξί του χέρι απλώνονταν η φιγούρα ένας δράκου που τυλιγόταν σιγά σιγά γύρω του και κατέληγε πάνω. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω και πολλά καθώς το υπόλοιπο του δράκου καλύπτονταν από το ύφασμα του πουκάμισου. Τα μάτια μου συνέχισαν να τον εξετάζουν, τότε ένιωσα και το δικό του βλέμμα πάνω μου κάνοντας με να χαμηλώσω ντροπιασμένη το βλέμμα μου.
Νιώθω μια παρουσία κοντά μου όμως, διστάζω να σηκώσω το βλέμμα μου.
«Γεια...πρόσεξα πως σου αρέσει το τατουάζ μου.» μου λέει απαλά. Διστακτικά σηκώνω το κεφάλι μου και τον αντικρίζω. Τα μάτια του είναι μέλι και το αχνό χαμόγελο του σε κάνει να νιώσεις οικεία και όμορφα μαζί του.
«Γεια, η αλήθεια είναι πως έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στα τατουάζ αλλά διστάζω να κάνω.» απαντάω ειλικρινά και χαμογελάω. Λίγο πριν απαντήσει ο συνομιλητής μου βλέπω τον Άστον να μας πλησιάζει και να ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του άντρα με το τατουάζ. Και λίγες στιγμές αργότερα αφού μου ζητάει συγγνώμη απομακρύνεται μαζί του.
Βλέπω την Ολίβια αμέσως μετά να πλησιάζει τον Άστον και να του δείχνει τον πίνακα της. Αυτός τον παρατηρεί εξεταστικά και της χαμογελάει. Αργότερα αρχίζει να ελέγχει όλους τους πίνακες των υπολοίπων νικητών. Τέλος, φτάνει στον δικό μου, χαρούμενη του δείχνω το έργο μου, δεν μιλάει απλά... παρατηρεί.
«Δεν μ αρέσει.» ακούω από τα χείλη του να βγαίνει αυτή η φράση και ένιωσα τον θυμό να κατακλύζει κάθε κύτταρο του σώματος μου.
«Γιατί;» ρωτάω προσπαθώντας να κρατήσω την ηρεμία μου.
«Απλά δεν μ αρέσει.» απαντάει αδιάφορα.
«Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος μου ΔΕΝ σου αρέσει.» απαντάω τονίζοντας λίγο περισσότερο την λέξη δεν.
«Χμμμ η τοποθέτηση των χρωμάτων είναι λάθος.» απαντάει μετά από λίγη σκέψη. Σοβαρά; Αυτό ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να βρει;
«Εμένα μου αρέσει.»
«Εμένα όχι. Ξανά κάντο.» λέει και αρχίζει να απομακρύνεται. Στο μυαλό μου άρχιζε να φωλιάζει επικίνδυνα η ιδέα να του πετάξω κάτι βαρύ στο κεφάλι. Με μεγάλη προσπάθεια δεν το έκανα. Ξαφνικά βλέπω τον άγνωστο άντρα να μας πλησιάζει.
«Και εμένα μου αρέσει. Είναι... μοναδικός.» απαντάει και λίγο αργότερα προσθέτει γελώντας «Μάλλον φίλε μου ζηλεύεις το ταλέντο της.». Το βλέμμα του Άστον σκλήρυνε απότομα όμως, δεν είπε κάτι απλά μου έκανε νόημα να φύγω. Μάζεψα γρήγορα τα πράγματα μου και έφυγα πριν αλλάξει γνώμη.
Ο αέρας ήταν ακόμα πιο δυνατός από το πρωί όμως, αυτό δεν με ενοχλούσε ιδιαίτερα. Μ άρεσε όταν ο αέρας αγκάλιαζε το σώμα μου και τα μαλλιά μου χόρευαν μαζί του έναν μοναδικό χορό. Με βήματα σταθερά πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Στους δρόμους δεν υπήρχε πολύς κόσμος ενώ φύλλα άρχισαν να αιωρούνται στον αέρα και να χορεύουν και αυτά μαζί με τα μαλλιά μου σε έναν ακόμα πιο ξέφρενο ρυθμό.
Φτάνοντας σπίτι άρχισα να μετανιώνω που άφησα τον καμβά μου εκεί. Αφού δεν του άρεσε τουλάχιστον ας τον έπαιρνα να κοσμούσε έναν από τους τοίχους του σαλονιού μου. Σπάνια έβαζα πίνακες μου στους τοίχους αλλά αυτός...ήταν μοναδικός.
Σιγά σιγά άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος μου και προχώρησα προς το μπάνιο, χρειαζόμουν απεγνωσμένα ένα μπάνιο. Κοίταξα τον εαυτό μου και γέλασα με τα μαλλιά μου, τα οποία πετούσαν σε διάφορες κατευθύνσεις. Πήρα την χτένα και προσπάθησα να τα ξεμπερδέψω, δύσκολο. Με κάθε κίνηση που έκανα αφαιρούσα και ένα μέρος από τα μαλλιά μου. Από το ξεμάλλιασμα μου, γιατί χτένισμα δεν το λες η αλήθεια είναι, με διακόπτει ο ήχος του κουδουνιού.
Έτσι βρίζοντας απαλά και με την χτένα στα μαλλιά προχώρησα προς την πόρτα ανοίγοντας την. Μπροστά μου στέκονταν ο Άστον και στο χέρι του κρατούσε τον...πίνακα μου. Του χαμογέλασα απαλά και του έκανα νόημα να περάσει αγνοώντας το αντικείμενο που κρεμόταν πάνω στα μαλλιά μου.
«Εμ...ήρθα να σου φέρω τον πίνακα σου...» είπα και τον ακούμπησε στον τοίχο. Το βλέμμα του εστίασε στα μπλεγμένα μαλλιά μου. Προσπάθησα να τον αγνοήσω και μίλησα όσο το δυνατόν πιο φυσικά.
«Σε ευχαριστώ αλλά...θα μπορούσα να τον πάρω την άλλη εβδομάδα που θα ερχόμουν.»
«Αυτό... εγώ να πηγαίνω.» χωρίς να πει κάτι άλλο και πριν απαντήσω είχε ανοίξει την πόρτα και είχε φύγει.
Χωρίς να δώσω περεταίρω σημασία πήγα να συνεχίσω το "χτένισμα" μου και μετά να κάνω το μπάνιο μου. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top