01.2
Το άγχος μου για την σημερινή συνάντηση ήταν μεγάλο. Ένιωθα ότι το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος. Κοίταζα το πρωινό μου και δεν μπορούσα να το φάω. Εκνευρισμένη άφησα το πιρούνι επάνω στο τραπέζι και σηκώθηκα για να πάω να ετοιμαστώ. Φόρεσα ένα μαύρο τζίν με μια λευκή μπλούζα, ενώ τα μαλλιά μου τα έπιασα ψηλά σε έναν ατημέλητο κότσο.
Κοίταξα το ατελιέ μου, έπρεπε να πάρω κάτι μαζί μου; Τα πινέλα μου; Ίσως κάποιον πίνακα; Στο μυαλό μου επικρατούσε ένα χάος, δεν μπορούσα να τοποθετήσω τις σκέψεις μου σε μια λογική σειρά. Έτσι, αποφάσισα να φύγω χωρίς να πάρω κάτι μαζί μου, στην τελική αν χρειαζόμασταν κάτι θα ερχόμουν να το πάρω, το σπίτι μου δεν ήταν πολύ μακριά από το σπίτι του Άστον.
Η ζέστη για ακόμα μια φορά ήταν αφόρητη ένιωθα τα πόδια μου να καίνε μέσα από τα παπούτσια μου, είχα την αίσθηση πως θα άρχιζαν οι σόλες να λιώνουν πάνω στο καυτό οδόστρωμα. Τα μάγουλα μου ήδη είχαν πάρει μια ροζ απόχρωση ενώ οι ώμοι μου είχαν κοκκινίσει. Για ακόμη μια φορά άρχισα να μετανιώνω που δεν πήρα κάποιο μεταφορικό μέσο για να πάω στον προορισμό μου.
Κοίταξα γύρω μου, η περιοχή αυτή μου ξυπνούσε αναμνήσεις που είχα θάψει εδώ και καιρό, άσχημες αναμνήσεις από ένα παρελθόν που δεν θέλω να θυμάμαι. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως δεν την είχα ξανά δει αυτή την γειτονιά. Όμως, το σώμα είναι ένας καμβάς με ανεξίτηλη μπογιά, μπορεί χρόνια αργότερα να θυμηθεί εικόνες, αγγίγματα, ομιλίες. Μνήμες που το ίδιο το μυαλό έχει σβήσει. Αυτή τη φορά όμως, το σώμα μου μάλλον έκανε λάθος. Έπρεπε να κάνει λάθος.
Προχώρησα αργά προς την διεύθυνση που αναγραφόταν πάνω στο χαρτάκι που μου είχε δώσει ο Άστον. Φτάνοντας στο σπίτι μου κόπηκε η ανάσα. Είχε τρεις ορόφους και σε όλη σχεδόν την έκταση του είχε περισσότερα παράθυρα από ότι τοίχους, ο κήπος ήταν πολύ περιποιημένος και με πολλούς φοίνικες να τον κοσμούν. Θα ήθελα όσο τίποτα να μπορούσα να ζήσω σε ένα τέτοιο σπίτι να περνάω τις περισσότερες ώρες της ημέρας σε αυτόν τον παραμυθένιο κήπο ζωγραφίζοντας και απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή.
Δίπλα ακριβώς από την καγκελόπορτα βρισκόταν ένα κουδούνι. Το πάτησα και περίμενα. Δεν πήρα όμως καμία απάντηση, την στιγμή που ήμουν έτοιμη να φύγω ένας μεσήλικας κύριος άρχισε να πλησιάζει προς την πόρτα.
«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» με ρωτάει ρίχνοντας μια εξεταστική ματιά πάνω μου.
«Εμ, είμαι μια από τις νικήτριες του διαγωνισμού του κυρίου Άστον.» απαντάω.
«Α ναι φυσικά! Το όνομα σας;» με ξανά ρωτάει, φαίνεται δύσπιστος. Μα καλά τι έχω; Μήπως φταίνε τα μωβ μαλλιά;
«Σιντι Πάρκερ.» απαντάω και εγώ προσπαθώντας να φανώ ευγενική. Ποτέ δεν μου άρεσε όταν έκριναν κάποιον από την εμφάνιση του.
«Καλώς...μισό λεπτό να ενημερώσω τον κύριο Άστον ότι είστε εδώ.» ξανά λέει και χωρίς να ανοίξει την πόρτα με αφήνει απ' έξω να περιμένω.
Όσο απομακρύνονταν προσπαθούσα να χαλιναγωγήσω την επιθυμία μου να του φωνάξω και να τον βρίσω. Όση ώρα περίμενα τα νεύρα μου φούντωναν ακόμα περισσότερο, θα πρέπει να μάθει τρόπους. Δεν είμαι δα και καμία κλέφτρα καλλιτέχνης είμαι.
Ήμουν έτοιμη να φύγω όταν ο αγενής άντρας ήρθε και μου άνοιξε την αυλόπορτα. Χαμογέλασα απρόθυμα και τον προσπέρασα επιδεικτικά.
«Συγνώμη αλλά γνωρίζεται που πρέπει να πάτε; Παρακαλώ ακολουθήστε με.» μου λέει και χωρίς να μου ρίξει άλλη ματιά με προσπέρασε και άρχισε να προχωράει προς το σπίτι με εμένα να τον ακολουθώ. Μόλις άνοιξε την πόρτα μπροστά μου βρήκα και τους άλλους νικητές του διαγωνισμού. Και για έναν περίεργο λόγο όλοι τους ήταν ντυμένοι στην εντέλεια. Τα κορίτσια με φούστες ή φορέματα και τα αγόρια με πουκάμισο και τζιν. Εγώ γιατί είχα την εντύπωση πως θα ζωγραφίζαμε σήμερα; Έτσι ζωγραφίζουν αυτοί;
Σιγά σιγά μας πλησίασε ο Άστον επίσης ντυμένος στην εντέλεια. Το βλέμμα του πέφτει πάνω μου, κοιτάζοντας με εξεταστικά.
«Δεν έλαβες το μέιλ μου;» ρωτάει και εγώ τον κοιτάζω χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι εννοεί. Τότε μια από τους άλλους νικητές έρχεται κοντά μου και απαντάει στην θέση μου νιαουριζοντας. «Μας έστειλε μέιλ ο Άστον, ζητώντας μας να είμαστε ντυμένοι με πιο...καθώς πρέπει ρούχα.»
«Δηλαδή για να καταλάβω θέλετε να φοράμε "καλά" ρούχα για να βάψουμε πίνακες;» ρωτάω μην ξέροντας τι να πω. Ποιος ζωγραφίζει με φόρεμα;
«Ναι.» απαντάει.
«Εγώ προσωπικά δεν θα λερώσω τα "καλά" μου ρούχα για να είμαι εδώ στην εντέλεια, ενώ στην τελική θα βάφουμε πίνακες.»
Με κοίταξε στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να πει κουβέντα. Αυτή η σιωπή αν και διήρκησε λίγο με έκανε ήδη να νιώθω σαν το μαύρο πρόβατο. Στην τελική είπε ένα «καλώς.» και απομακρύνθηκε με τα άλλα σκυλάκια του να τον ακολουθούν.
Μπερδεμένη έκατσα στην θέση που ήμουν. Κοιτούσα μία την εξώπορτα μια τους άλλους καλλιτέχνες να απομακρύνονται δεν ήξερα αν έπρεπε να φύγω ή όχι. Απάντηση στο ερώτημα μου έδωσε η φωνή του Άστον «Θα έρθεις;». Χωρίς δεύτερη σκέψη τους ακολούθησα.
Ο Άστον μας οδήγησε σε ένα τεράστιο δωμάτιο γεμάτο πίνακες και καμβάδες. Έμεινα θαμπωμένη με αυτά τα υπέροχα έργα, ήθελα να πλησιάσω και να τα θαυμάσω περισσότερο. Να δω την κάθε λεπτομέρεια.
«Λοιπόν εδώ θα γίνονται τα μαθήματα μέχρι να βεβαιωθώ πώς είστε έτοιμοι να μπείτε στην ομάδα μου. Τα έργα σας μπορεί να ήταν τα καλύτερα όμως δεν ήταν τέλεια.» λέει και ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει. Είχα μάθει να χειρίζομαι τα κακόβουλα σχόλια όμως, το να λέει κάτι τέτοιο ένας τέτοιος καλλιτέχνης σαν τον Άστον ήταν κάτι που δεν μπορούσα να χειριστώ. Όμως, δεν παύει να είναι ένα από τα καλύτερα έργα για εμένα, δεν παύει να είναι κομμάτι της ψυχής μου.
Βλέπω όλους τους άλλους να απομακρύνονται και εγώ να μένω μόνη, με τον Άστον στην μέση του δωματίου.
«Δεν άκουσες τι είπα;» ρωτάει σηκώνοντας ελαφριά του φρύδι του.
«Άκουσα αλλά...» απαντάω διστακτικά και κοιτάζω για άλλη μια φορά γύρω μου. Παρατηρώ πως όλοι είναι σε ομάδες των δύο ατόμων. Όλοι όμως είχαν ήδη κάνει ομάδα. Ο Άστον δίπλα μου ξεφύσηξε. «Θα είσαι ομάδα μαζί μου, υπό άλλες συνθήκες θα σε άφηνα μόνη.» προχώρησε μπροστά κατευθυνόμενος προς το κεντρικό τραπέζι. Μου έριξε μια φευγαλέα ματιά κάνοντας μου νόημα να τον πλησιάσω.
«Βλέπετε το βάζο μπροστά σας;» ρωτάει και παίρνει θετική απάντηση από όλους μας. «Ωραία επειδή έχετε βασικές γνώσεις θέλω να καθίσετε να το σχεδιάσετε.» απαντάει και απομακρύνετε αφήνοντας με μόνη μου στο γραφείο. «Ο καθένας μόνος του!» τονίζει.
Το χέρι μου άρχισε να κινείται μόνο του πάνω στο χαρτί, ένιωθα σαν να ήμουν σε έναν δικό μου κόσμο. Σήκωνα το κεφάλι μου και κοιτούσα φευγαλέα το βάζο, τις φωτοσκιάσεις. Ήθελα να το αποτυπώσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πάνω στο χαρτί, ήθελα απλά να είναι τέλειο.
Τα χέρια μου είχαν ήδη αρχίσει να μαυρίζουν από το κάρβουνο όμως, δεν με πείραζε μου άρεσε να λερώνομαι ζωγραφίζοντας. Όλα αυτά έφεραν για ακόμα μια φορά στην επιφάνεια σκέψεις και αναμνήσεις που δεν ήθελα να θυμάμαι.
«Σίντυ τι χάλια είναι αυτά;» τον άκουσα να φωνάζει καθώς με πλησίαζε. Ένιωσα το κράτημα του στους ώμους μου ενώ εκνευρισμένος άρχισε να με ταρακουνάει. Φώναζε, φώναζε και έβριζε.
Με την πάροδο του χρόνου οι λέξεις αυτές έσβησαν αλλά η ανάμνηση παρέμενε ανεξίτηλα χαραγμένη στην ψυχή μου. Κούνησα φευγαλέα το κεφάλι μου και τον έδιωξα από το μυαλό μου, δεν είχε καμία θέση εδώ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top