Κεφάλαιο XXIX

<<Δεν θα πάψω ποτέ να λατρεύω αυτό τον κήπο.>> αναφώνησε η Ελίσα και έγειρε όσο μπορούσε κοντά στα λευκά τριαντάφυλλα. Είχε περάσει καιρός από τότε που ο Καρλομάν ειχε γυρίσει από τη μάχη και η κοιλιά της είχε, πλέον, στρογγυλέψει αρκετά και την δυσκόλευε να κάνει πολλά, για αυτό σε κάθε της κίνηση είχε από δίπλα την Λόρελαϊ.

Ξαφνικά ένας έντονος πόνος την κυρίευσε και άπλωσε το χέρι της για να στηριχθεί από την Λόρελαϊ. Εκείνη την έπιασε ταραγμένη και πριν προλάβει να ρωτήσει τι έγινε η Ελίσα την κοίταξε κατάματα <<Ήρθε η ώρα.>>

Την ίδια στιγμή, ο Καρλομάν βρισκόταν σε συνέδριο.

<<Βασιλιά μου, ο Βασιλιάς της Ιταλίας Λοθάριος, προτείνει τον γάμο μεταξύ του πρίγκιπα Λουδοβίκου και της νεότερης κόρης του Γκιζέλα. Με αυτό τον τρόπο ισχυρίζεται ειρήνη και φιλικές σχέσεις με τη Γαλλία.>> ένας από τους συμβούλους του Βασιλιά ανέφερε και στη συνέχεια, κάθισε ξανά στη θέση του.

<<Θα πρέπει να το συζητήσω με τον Λουδοβίκο, αλλά πιστεύω πως επρόκειτο για μια πολύ καλή συμφωνία, άλλωστε και εκείνος βρίσκεται σε καλή ηλικία για να παντρευτεί. Πόσο μάλλον τώρ...>> ο λόγος του διακόπηκε από την πόρτα το χώρου που άνοιξε απότομα και την εμφάνισή του έκανε ένας νεαρός. Το αγόρι σταμάτησε να πάρει μια ανάσα, καθώς είχε τρέξει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

<<Η Βασίλισσα!>> φώναξε και ο Καρλομάν σηκώθηκε απότομα όρθιος από τη θέση του <<Η Βασίλισσα γεννάει!>>

<<Σπρώξε καλή μου!>> η μαία αναφώνησε και άλλη μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της, καθώς ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό της και τα χέρια της ήταν γαντζωμένα στο στρώμα. Αίματα βρίσκονταν πάνω στα ρούχα της, ενώ έσπρωχνε επανειλημμένα.

<<Βλέπω το κεφάλι του μωρού. Προσπάθησε λίγο ακόμα!>> η Ελίσα έσπρωξε ξανά και ξανά και η Λόρελαϊ προσπάθησε να σκουπίσει το πρόσωπο της Βασίλισσας της. Μέχρι που το κλάμα του μωρού γέμισε το δωμάτιο. Η μαία το σκούπισε όπως όπως και πλησίασε την καινούρια μητέρα.

Η Ελίσα κοίταξε το μωρό με βουρκωμένα μάτια και την εξάντληση να φαίνεται στο πρόσωπό της. Άγγιξε το πρόσωπο του μωρού της και εκείνο την παρατήρησε με τα μεγάλα πράσινα μάτια του.

<<Να σας ζήσει η κόρη, μεγαλειοτάτη.>> είπε η Λόρελαϊ και ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της Βασίλισσας.

Όταν οι δύο γυναίκες έφυγαν από το δωμάτιο μπήκε μέσα ο Καρλομάν αναζητώντας τη γυναίκα του. Την πλησίασε γοργά και κοίταξε το μωρό στην αγκαλιά της. Άπλωσε τα χέρια του και πήρε τη μικρή στα δυνατά του χέρια, χαμογέλασε γλυκά και άφησε ένα φιλί στο τρυφερό μάγουλο του μωρού.

<<Καρλομάν...>> ψιθύρισε η Ελίσα και εκείνος έσκυψε κοντά της <<...δεν θέλω να την πάρουν μακριά μου.>> είπε και ξέσπασε σε κλάματα. Ο Βασιλιάς πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και προσπάθησε να την ηρεμήσει.

<<Κάνεις δεν θα κάνει κακό στις γυναίκες μου.>> την φίλησε στο μέτωπο χωρίς να σταματήσει να παρατηρεί μαγεμένος τα πράσινα μάτια της κόρης του.

<<Έδωσες μια υπόσχεση Καρλομάν, θέλεις ή όχι πρέπει να την τηρήσεις, αλλά αυτοί είναι αγρίκοι, πως θα ζήσει η κόρη μας ανάμεσά τους;>> αναφώνησε και χώθηκε περισσότερο στην αγκαλιά του.

<<Θα τα καταφέρει, με μητέρα εσένα θα τα καταφέρει.>> είπε και το μωρό χαμογέλασε ελαφρά, όσο μπορεί δηλαδή να χαμογελάσει ένα νεογέννητο. <<Ροσαλία.>> ψιθύρισε γλυκά, ενώ η γυναίκα του αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του, κυριευμένη από την κούραση της γέννας.

Ροσαλία βαπτίστηκε η νεαρή λίγους μήνες μετά τη γέννησή της. Εξελίχθηκε σε ένα ζωηρό μωρό, που λάτρευε τα χάδια του πατέρα της και τη γλυκιά φωνή της μητέρας της. Το μωρό, όμως, αυτό δεν γνώριζε φυσικά πως η Βασίλισσα κάθε νύχτα κατέφευγε στην εκκλησία του παλατιού μακριά από όλα τα περίεργα βλέμματα.

Το σκοτάδι είχε απλωθεί και η Ελίσα απομακρύνθηκε για άλλη μια φορά από τη ζέστη αγκαλιά του συντρόφου της, με σκοπό να απευθυνθεί στον Κύριο. Με γοργά βήματα έφτασε στην εκκλησία και μπήκε μέσα αθόρυβα. Το φως του φεγγαριού περνούσε μέσα από το χρωματιστό γυαλί των παραθύρων και η γυναίκα κάθισε γονατιστή.

<<Θεέ μου, σε παρακαλώ κάνε το θαύμα σου.>> αναφώνησε κάνοντας τον σταυρό της <<Σώσε την κόρη μου από αυτή τη σκληρή φυλή και συγχώρεσε τον άνδρα μου, που συμφώνησε σε κάτι τόσο απερίσκεπτο. Δεν θα αντέξω να αφήσω το πρώτο μου παιδί να αποκτήσει τέτοια μοίρα.>> είπε και κοίταξε την Παναγία που βρισκόταν μπροστά της. <<Είσαι και εσύ μητέρα Παναγία μου και γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα πως είναι να βλέπεις το παιδί σου να υποφέρει. Δεν θέλω τέτοιο μέλλον για τη γλυκιά μου Ροσαλία.>>

Την ίδια στιγμή σε μια μακρινή χώρα, το κρύο διαπέρασε το αρχοντικό και ο αγγελιαφόρος έσκυψε το βλέμμα.

<<Άρχοντα Θιορ, η γυναίκα του Βασιλιά Καρλομάν γέννησε και απέκτησε κόρη.>> ανακοίνωσε και ένα δυνατό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του άρχοντα, χάρις την ικανοποίηση που έλαβε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top