Συντροφικότητα από Αίμα και Ατσάλι/part 4
Παγωμένος αέρας φυσούσε, σήκωνε τη σκόνη και τη στριφογύριζε. Κατόπιν την σκόρπιζε, επιτρέποντάς της να πέσει στο έδαφος σαν μαύρο σκύβαλο. Υπήρχε μία άτεγκτη δριμύτητα σε εκείνη την παγωνιά ψυχών και σωμάτων. Τα γυμνά κλαδιά σφυροκοπούσαν το ένα το άλλο, βγάζοντας κοκάλινους ήχους. Ένα μαύρο τούνελ τον κατάπινε, μέρες, μήνες ίσως και χρόνια, ποιος να ήξερε άραγε και τι σημασία είχε πια; Βρισκόταν σε έναν τόπο απολύτως ερημικό. Ερείπια σιγοκαίγονταν γύρω του, άχρωμα, μπαρουτιασμένα, μα κανένας στρατιώτης δεν υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα. Έναν ορίζοντα μπουκωμένο από το ανθρώπινο μαράζι, στο χρώμα της στάχτης. Βαδίζοντας για λίγο ακόμη, πρόσεξε έναν νεαρό να στέκεται ευθεία μπροστά του, με γυρισμένη την πλάτη. Τον πλησίασε διστακτικά, όταν τον είδε να γυρνά το κεφάλι του, μα τα μάτια του να μην εστιάζουν σε εκείνον.
«Λούκα...»ψιθύρισε ο Όττο, μα ο δίδυμος αδερφός του φαινόταν να μην τον προσέχει. Θεατής αυτού του παράλογου οράματος, ή ίσως της νέας του πραγματικότητας, στάθηκε να τον παρατηρεί.
Ο αδερφός του συνέχισε την σιωπηλή του πορεία, προσπερνώντας αδιάφορα τα συντρίμμια, τα παγωμένα κορμιά και τα κενά συναισθημάτων, άψυχα πλέον μάτια. Κάπου εκεί, στην μέση ενός ανοίγματος, έστρεψε το βλέμμα του στον σταχτή ουρανό. Τον κοιτούσε για ώρα πολύ, μέχρι που μία αδύναμη, λεπτεπίλεπτη ηλιαχτίδα, παραμέρισε τη συννεφιά του πένθους και έπεσε στη γη. Τα κυανά μάτια του Λούκα, αγγελικά αντανακλούσαν αυτό το φως, ώσπου σκύβοντας, στο σημείο ακριβώς που φιλούσε τη μαυρισμένη γη, ξεκίνησε να σκάβει ανάλαφρα με το ένα του χέρι. Ήταν τότε, που ο Όττο παρατήρησε ένα ολόφρεσκο βλαστάρι, να κάνει δειλά την εμφάνισή του μέσα από το χώμα. Ο Λούκα το κοίταξε ευτυχισμένος, μα καμία ματιά δεν έριξε στον αδερφό του. Χαϊδεύοντάς το απαλά, αποχώρησε, μέχρι που η φιγούρα του ξεθώριασε και αργά εξαφανίστηκε αφήνοντας τον Όττο βουρκωμένο, ολομόναχο και πνιγμένο στις ενοχές. Βρισκόταν στην Κόλαση δίχως καμία αμφιβολία. Είχε πεθάνει και τώρα η ψυχή του η αμαρτωλή, ήταν εξαναγκασμένη να τριγυρνά στον τόπο του μαρτυρίου που εκείνος και η στρατιά του δημιούργησαν. Ας ήταν, θα το δεχόταν και μάλιστα με ευλάβεια γιατί πολύ απλά του άξιζε. Προχώρησε ακόμη λίγο και κοίταξε στα δεξιά του. Η ερειπωμένη πολυκατοικία κάτι του θύμιζε, το ίδιο και η απέναντι. Σταμάτησε. Ο χρόνος ξεκίνησε να τρέχει θαρρείς με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα πάντα γύρω του ζωντάνεψαν, οι στρατιώτες από το πουθενά εμφανίστηκαν και μία εικόνα με εκείνον σχεδόν να πετά, ξεπήδησε από το ασυνείδητο. Ανάθεμα! Τι ακριβώς είχε συμβεί; Είχε στ' αλήθεια πετάξει; Πώς ήταν δυνατόν να είχε πραγματοποιήσει ένα τόσο μεγάλο άλμα;
Σκοτάδι ξανά και σιγανές ομιλίες. Ένα φως θαμπό, μία ελαφριά δυσοσμία και η όρασή του θολή. Μέσα σε όλα, ξεχώρισε τη μορφή μίας γυναίκας που του χαμογελούσε ελαφρώς αμήχανα.
«Είσαι η Θεία Δίκη;» μουρμούρισε στα γερμανικά μουδιασμένος, μα απάντηση δεν πήρε.
«Συγγνώμη, δεν σε κατάλαβα...» ψιθύρισε η γυναίκα και εκείνος επανάλαβε την ερώτηση στα ρωσικά, συμπληρώνοντας:
«Βεβαίως και είσαι και μάλιστα Ρωσίδα. Είσαι η Τιμωρός μου και εγώ με σιγουριά βρίσκομαι στην Κόλαση» τελείωσε και την είδε να ξεσπά σε όσο πιο συγκρατημένα γέλια μπορούσε.
«Άρχισε τα δικά του, έτσι;» ακούστηκε μία γνώριμη, ανδρική φωνή, εκείνη του Ντίμα. Στη θέα του ο Όττο, γούρλωσε στιγμιαία τα μάτια.
«Και εσύ πήγες στην Κόλαση Μπολσεβίκε; Γιατί; Πρόδωσες την πατρίδα σου; Όχι! Ήσουν λιποτάκτης!» συνέχισε το παραλήρημα.
«Ποιο κουμπί πατάμε για να σταματήσει;» ρώτησε ο Ντίμα τη γυναίκα αγνοώντας τον επιδεικτικά.
«Ντίμα! Άφησέ τον, το σοκ ήταν μεγάλο. Ήταν αναίσθητος για περισσότερες από δέκα ημέρες»
«Χριστουγεννιάτικο θαύμα....» μούγκρισε ο νεαρός και αποχώρησε κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ο Όττο παρακολουθούσε τη γυναίκα. Κάτι του θύμιζε και ήταν βέβαιος γι' αυτό.
΄΄Κάποτε το καλό, γυρνά πίσω. Ήμουν νοσοκόμα και έτρεχα τώρα να βοηθήσω τραυματίες. Σε ευχαριστώ εγώ και ο γιός μου΄΄
«Εσύ!» ψεύδισε «Είσαι η...η γυναίκα εκείνη πίσω στο Βόλγα. Σε κουβάλησα στην ακτή...είχες μαζί σου και τον γιο σου» της ψιθύρισε με δυσκολία.
Την είδε να χαμογελά.
«Κάποτε το καλό, γυρίζει πίσω. Λοιπόν, Όττο, μπορείς να σηκωθείς; Τι λες; Πονάς;» Στις ερωτήσεις της πήρε μία βαθιά ανάσα και αρχικά κοίταξε ολόγυρά του. Βρισκόταν σε ένα δωμάτιο μικρό, μέσα σε κάποιο κτήριο πιθανότατα. Υπήρχε πίσω του ακριβώς ένα παράθυρο, μα το φως εξακολουθούσε να εισέρχεται με κόπο. Βεβαίως. Καταραμένος τόπος ήταν αυτό το Στάλινγκραντ, πλέον το γνώριζε μα αισθανόταν καλύτερα που δεν μπορούσε να το δει. Με τρόπο, προσπάθησε να σηκώσει ελαφρώς τον κορμό του κορμιού του, όταν πόνοι δυσβάσταχτοι σχεδόν τον έκαναν να ουρλιάξει «Άστο καλύτερα. Μην σηκώνεσαι εσύ, θα σε βοηθήσω εγώ να ακουμπήσεις πίσω. Η επέμβαση ήταν όχι απλώς χρονοβόρα, μα τρομερά επικίνδυνη. Σχεδόν δεν τα κατάφερες...»
Οι λέξεις της βούιζαν στο κεφάλι του μέσα. Ζαλιζόταν τρομερά, η όρασή του χανόταν κάποτε, μα το χειρότερο, ένιωθε θλίψη και οργή.
«Και γιατί βρίσκομαι εδώ, ζωντανός; Γιατί τα κατάφερα; Μία ελπίδα είχα να ψοφήσω και ούτε ο θάνατος δεν με ήθελε! Γιατί; Για να με στείλει σακάτη πίσω; Γιατί; Δεν θέλω να είμαι εδώ! Είχα ευκαιρία να αναπαυθώ και μου τη στερήσατε!» τώρα ξεκίνησε να φωνάζει, όταν μέσα στο δωμάτιο εισήλθε και η Τάνια, η νοσοκόμα φίλη της Όλγας, μαζί με εκείνη.
«Τι συμβαίνει Αλεξάνδρα;»την ρώτησε.
«Νομίζω πως όχι απλώς βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, μα πρέπει να πάσχει και από κατάθλιψη. Χρειαζόμαστε ίσως ηρεμιστικά» πρόφερε η Τάνια και κοίταξε την Όλγα «Επίσης, με τα πόδια του υπάρχει πρόβλημα. Δεν ξέρουμε σε τι βαθμό θα περπατήσει όπως πριν» ψιθύρισε η μία στην άλλη και ο νεαρός είδε τη θλίψη να καθρεφτίζεται στα χαρακτηριστικά της Όλγας. Με τρόπο, έδιωξε τις άλλες δύο και τον πλησίασε μειδιώντας.
«Είσαι ο πιο τρελός άνθρωπος σε ολόκληρο τον πλανήτη» τον πείραξε, μα τον είδε να σκοτεινιάζει. Είχε χάσει εκείνο το αλλοτινό, έστω και αμυδρό φως που του είχε απομείνει. Πλέον, όλες του οι σκέψεις είχαν το χρώμα της στάχτης, του τσιμέντου, της ώχρας των μολυσμένων νερών του αρχοντικού Βόλγα.
«Πόσο σοβαρός είναι ο τραυματισμός μου;» την ρώτησε δίχως να την κοιτάζει.
«Αρκετά. Ήσουν για μέρες ολόκληρες αναίσθητος, Όττο. Ωστόσο, αυτό που έκανες, αυτό που εκεί έξω συνέβη, έχει διαδοθεί θαρρώ σε όλη τη Σοβιετική Ένωση από στόμα σε στόμα. Το θέαμα είπαν, ήταν ό,τι πιο παράδοξο είχαν δει. Μέσα στη χιονοθύελλα, ένας Γερμανός στρατιώτης σχεδόν πέταξε, από την μία πολυκατοικία στην άλλη. Το ενδιάμεσο κενό ήταν τεράστιο, σχεδόν ακατόρθωτο για κάποιον να πραγματοποιήσει αυτό το άλμα. Εσύ το έκανες όμως άοπλος για να προστατέψεις τον φίλο σου. Μπήκες ασπίδα μπροστά στον Αλεξ και εκείνο το κορίτσι και έτσι, έφαγες τρεις γερμανικές σφαίρες» του εξήγησε για λίγο το σκηνικό που είχε εκτυλιχθεί.
«Έπρεπε να έχω πεθάνει. Δεν θέλω να γνωρίζω σε τι μπελάδες έχω βάλει τον Αλεξ και μόνο που ζω. Έπειτα, μία και μοναδική πηγή ευχαρίστησης είχα στη ζωή αυτή. Το σώμα μου και την ευλυγισία του, την ταχύτητά του. Εικάζω πως ο τραυματισμός μου είναι τόσο σοβαρός, που ίσως να μείνω για πάντα σακάτης. Εγώ αυτή τη ζωή δεν τη θέλω και ειλικρινά δεν γνωρίζω πώς σώθηκα» πρόφερε και την είδε να χαμογελά.
«Ας μην συζητήσουμε για τη μεταφορά σου εδώ και όλα τα εμπόδια που υπήρξαν. Ωστόσο, όταν τελικά κατόρθωσες και έφτασες είχες χάσει πάρα πολύ αίμα. Αυτό που παραδόξως σε έσωσε, μα δεν θα το αναφέρουμε σε κανέναν, είναι το τατουάζ των Ες-Ες που διαθέτεις κοντά στη μασχάλη. Ο Άλεξ ήταν συμβατός ως ομάδα αίματος μαζί σου και φυσικά επέμενε να δώσει, αν και ο ίδιος ελαφρύτερα τραυματισμένος, με ένα σπασμένο χέρι και ραγισμένα πλευρά. Πλέον είναι καλύτερα» Δεν πρόλαβε να αποσώσει τη φράση της, όταν η πόρτα άνοιξε και ένας Άλεξ εισήλθε στο εσωτερικό του δωματίου αργά. Αρχικά, χαμογέλασε τρυφερά στην Όλγα και εκείνη χαϊδεύοντας τον ώμο του, έφυγε για να τους αφήσει μονάχους τους.
«Ώστε εσύ με έσωσες...» δεν ήταν ερώτηση, ίσως περισσότερο μία πικρή διαπίστωση.
«Όττο..»
«Δεν έπρεπε. Ήμουν τόσο κοντά στην ευτυχία και την εξιλέωση και εσύ, μου τα πήρες όλα. Επιτέλους είχα κάνει αυτό που ένιωθα δίχως να υπακούω σε εντολές, δίχως να παριστάνω κάτι που δεν είμαι, δίχως να κρύβομαι. Αυτό θα ήταν και το τελευταίο πράγμα που θα έκανα ποτέ μου, μα καθώς αποδείχτηκε, έχει και συνέχεια αυτό το θέατρο του παραλόγου» δεν τον κοιτούσε, δεν ήθελε να τον κοιτάξει «Θέλω να μείνω μόνος μου, θέλω να φύγεις. Χαίρομαι μονάχα που είσαι καλά, μα ταυτόχρονα σε μισώ γιατί με άφησες να ζήσω. Δεν είχα λόγο και εσύ, δεν είχες το δικαίωμα...»
«Όττο» ψέλλισε ο Άλεξ.
«Είπα, δεν είχες το δικαίωμα!» του φώναξε συνειδητοποιώντας πως σχεδόν αδυνατούσε να κουνηθεί «Χάρηκες τώρα; Που είμαι έτσι, σε αυτήν την κατάσταση και ζωντανός; Φύγε!» τον έδιωξε αφήνοντας το κορμί του να πέσει ξανά στο ράντζο το οποίο έτριζε.
Την ημέρα των Χριστουγέννων, η θερμοκρασία έξω είχε κατρακυλήσει δραματικά στους μείον 25. Το νερό, ακόμη και στους πιο βαθιούς κρατήρες που είχαν ανοίξει τα βλήματα, είχε παγώσει. Οι χιονοπτώσεις, είχαν καλύψει τα σκουπίδια μέσα στα καταφύγια και όχι μόνο. Οι στρατιωτικοί Ιερείς κοινωνούσαν τους στρατιώτες μέσα στο χιόνι, τελώντας τη Θεία Λειτουργία. Σε πολλές περιπτώσεις η πνευματική παρηγοριά συγχεόταν με την ιδεολογική αντιπαράθεση. Ο Κοχ έβλεπε πως όλα αυτά ήταν περιττά. Την Θεία Κοινωνία έπρεπε να την έχει κανείς μέσα στην καρδιά του, αλλιώς ήταν άσκοπη. Άπαντες μέσα στον κλοιό, μιλούσαν για την προδοσία ή την τρέλα του Όττο Σβαίγκερ. Άλλοι αδυνατούσαν να κατανοήσουν την περίεργη σχέση του με τους Κόκκινους, η οποία κατά πώς φαινόταν του είχε σώσει τη ζωή. Σκέφτονταν πως ίσως ήταν πράκτορας κρυφός, πως ίσως δούλευε από την αρχή για εκείνους. Από την άλλη, θυμούνταν πως μέχρι σχετικά πρόσφατα, ήταν αποδεδειγμένα ο καλύτερος σκοπευτής τους. Τελικά πότε και πώς είχαν αλλάξει τα πράγματα;
Ο Κοχ απέφευγε τη συμμετοχή. Όλη αυτή η σκηνή του είχε μείνει αποτυπωμένη στο μυαλό. Εδώ που είχαν φτάσει πλέον τα πράγματα, στον απόλυτο εξευτελισμό, αυτοί οι δύο νεαροί, ο Όττο και ο Αλεξ του ζέσταιναν την καρδιά. Σκεφτόταν τους χιλιάδες Ρώσους αιχμαλώτους που δεν θα σιτίζονταν μέρα που ήταν, παρά με ελάχιστο σάπιο καλαμπόκι από το σιλό των σιτηρών του Στάλινγκραντ. Ακόμη και όταν διαπιστώθηκαν επεισόδια κανιβαλισμού, οι Γερμανοί δεν έκαναν τίποτε. Ο Κοχ όμως, έστω και στις τελευταίες του μέρες, είχε πάρει το μάθημά του, το μάθημα της ανθρωπιάς που όχι μονάχα λόγω Χριστουγέννων, γινόταν μεταδοτική αν την είχες βιώσει. Εκείνος την είχε. Ο Ρώσος δεν του στέρησε το φαγητό τότε. Είχε δείξει ανθρωπιά. Πλησιάζοντας λοιπόν στα κρυφά, ασθμαίνοντας εξαιτίας του δριμύτατου ψύχους, παρέδωσε σε έναν αιχμάλωτο ό,τι είχε και δεν είχε σε φαγητό. Εκείνη η βραδιά η Άγια ήταν ξάστερη, παρά το αφόρητο ψύχος. Μόνη του ευχή, να επικρατήσει η ειρήνη και η αγάπη στην ανθρωπότητα. Στο τέλος όλου αυτού, άπαντες στον πλανήτη σκεπάζονταν με τα ίδια αστέρια, ήταν παιδιά ενός Θεού που όλους τους χωρούσε η μεγαλοπρεπής αγκαλιά Του. Το μίσος έπρεπε να σβήσει μέσα του. Τότε, σκέφτηκε τους Εβραίους γείτονές του στη Γερμανία. Όταν τους πετούσαν έξω από το σπίτι τους, υπό τον εξευτελισμό των χτυπημάτων και των βρισιών. Είχε αδιαφορήσει, όπως και χιλιάδες άλλες φορές. Έστρεψε το πρόσωπό του στον ουρανό ξανά, τώρα που είχε ανοιχτούς τους δρόμους του.
«Θεέ μου, συγχώρεσέ με...»
Ταυτόχρονα με εκείνον, ο Πάουλους και η έκτη Στρατιά, μάλλον εξακολουθούσαν να ελπίζουν. Ήταν αδύνατο να πιστέψουν πως ο Χίτλερ θα τους εγκατέλειπε. Είχε σταλεί ένα ακόμη σήμα στον Μανστάιν για αιματηρές επιθέσεις και ανεπαρκή εφόδια. Το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Χίτλερ ωστόσο, δημιούργησε ένα κύμα αισιοδοξίας.
«Εκ μέρους ολόκληρου του γερμανικού λαού, στέλνω σε εσένα και τη γενναία στρατιά σου τις πιο θερμές ευχές μου για το Νέο Έτος. Είμαι εν γνώση της σκληρής κατάστασης στην οποία βρίσκεσαι. Η ηρωική στάση των στρατιωτών σου έχει κερδίσει τον αμέριστο σεβασμό μου. Εγώ και ολόκληρη η Γερμανική Βέρμαχτ θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σας ανακουφίσουμε»
Τα πράγματα έμοιασαν ξανά αισιόδοξα, παρά την ισχύ της Σοβιετικής προπαγάνδας. Ο Πάουλους επισκέφτηκε τον Ρουμάνο Διοικητή της περιοχής του Οχυρού, οι στρατιώτες του οποίου υπέφεραν από κρυοπαγήματα έχοντας ελλείψεις σε κάλτσες, μπλούζες και μπότες. Καθώς βρίσκονταν στις αρχές της χρονιάς του 43 και για μερικές μέρες, ο καιρός φάνηκε να γίνεται πιο ήπιος, σε σημείο που ο Γκαμπριέλ θα ομολογούσε πως ζεσταινόταν, ενώ φάνηκε να επανέρχεται, μόλις το θερμόμετρο άγγιξε τους μείον 35. Η πείνα θέριζε τους εγκλωβισμένους σε σημείο που ριψοκινδύνευαν σκαλίζοντας τα πτώματα των Ρώσων, μήπως εντόπιζαν κανένα ξεροκόμματο ή έστω λίγο αλάτι τυλιγμένο σε χαρτί. Ο συνδυασμός όμως παγωνιάς και ασιτίας, είχε οδηγήσει τον Κοχ σε παραφροσύνη. Όταν δεν βρισκόταν στη σκοπιά, καθόταν στο καταφύγιό του. Το πάγωμα του αίματος επιβράδυνε τόσο τις σωματικές, όσο και τις πνευματικές λειτουργίες. Κάποιοι διάβαζαν βιβλία, τα οποία κάποτε κατέληγαν στην αποσύνθεση, χωμένα στις λάσπες και τα χιόνια. Οι αυτοκτονίες είχαν αυξηθεί υπερβολικά, μα ο Κοχ είχε γίνει μάρτυρας βίαιων ουρλιαχτών και ξεσπασμάτων, εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης. Κανένας άλλος στρατός δεν είχε βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση όσο η έκτη Στρατιά. Εκείνο το απόγευμα, άκουγε μέσα από τα ορύγματα τα παραληρήματα των συντρόφων του. Εξαιτίας της λιμοκτονίας, και ο ίδιος άκουγε τελευταία φωνές μέσα στο μυαλό του. Έκλεισε τα μάτια του σε μία μάταιη προσπάθεια να κοιμηθεί. Σαν σφαλίσανε όμως τα βλέφαρά του, δεν άνοιξαν ξανά. Το σώμα του πάγωνε σταδιακά, μένοντας πεσμένο στο πλάι, μισοβουτηγμένο στη λάσπη. Επιτέλους το πνεύμα του είχε αποδράσει για πάντα από το Στάλινγκραντ.
Ο Αλεξέι δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Δεν θα ήταν ποτέ ξανά. Μακάριοι όσοι είχαν την απλοϊκή σκέψη, πως κάθε Γερμανός, κάθε εχθρός, ήταν ένα σώμα απειλής το οποίο εξολοθρευόταν με μία σφαίρα, δίχως τύψεις. Μπροστά του, ο παγωμένος δρόμος και ένα ερειπωμένο σπίτι, αιχμαλωτίστηκαν στις ακτίνες του ήλιου που έδυαν. Τα κατεστραμμένα του παράθυρα, έμοιαζαν με κενές κόγχες ματιών. Αίμα παγωμένο είχε λερώσει ορισμένα σημεία. Το σκεπασμένο με καπνιά χιόνι, είχε άξαφνα βαφτεί χρυσαφένιο. Στο βάθος του ορίζοντα μαινόταν μία μπρούτζινη χιονοθύελλα
Το λυκόφως αυτό έμοιαζε με ονειροπόληση ξεχασμένων στιγμών. Ένας Γερμανός στρατιώτης στο βάθος, καθισμένος στη στέγη του ορύγματός του, μασουλούσε σαν σκυλί ένα κόκαλο. Ο Αλεξ τον κοίταξε. Το φως του δειλινού, μπορούσε τελικά να αποκαλύψει την ουσία μίας στιγμής και να την αναγάγει σε εικόνα δυνατή. Ο στρατιώτης τον αντιλήφθηκε. Τον κοίταξε όμως ντροπιασμένος για τον ξεπεσμό του να λιμοκτονεί. Κανείς δεν επιτέθηκε, ίσως γιατί δεν υπήρχε νόημα. Τα κυανά μάτια του Αλεξ τον κοιτούσαν θέτοντας σιωπηλά εκατομμύρια ερωτήσεις και ο νεαρός στρατιώτης, με μάτια βαθουλωμένα από την πείνα, απαντούσε εξίσου σιωπηλά. Η δόξα του Έθνους, οι οικοδόμοι της δήθεν νέας Γερμανίας δεν βάδιζαν πια στον δρόμο της νίκης. Αυτός ο άνδρας με τους κουρελιασμένους επιδέσμους, το μαρτυρούσε. Στην τσέπη του ο Ρώσος είχε ένα κομμάτι ψωμί. Όρθωσε το χέρι του και ο νεαρός τον είδε. Άφησε το ψωμί σε ένα σημείο και αποχώρησε αργά. Σαν γύρισε για τελευταία φορά, το είδε να μουσκεύει από δάκρυα ντροπής και κάπου στο βάθος, κρυφής ευγνωμοσύνης.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top