Στα Γραφεία της NKVD/ part 6
Στη φωτό ο Ιωσήφ
Mέσα στο μυαλό του, εικόνες του παρελθόντος ανασύρθηκαν. Εικόνες από ένα αγόρι χαμογελαστό, το οποίο με θράσος κάθισε δίπλα του κάποτε στην Επιτροπή, θέλοντας απλώς να παίξουν με χαρτιά. Θυμήθηκε το πώς είχε αισθανθεί, μπερδεμένος ίσως, όντας στο πλάι ενός ανθρώπου που συγκαταλεγόταν στους θανάσιμους εχθρούς του. Κατόπιν, η εικόνα χάθηκε δίνοντας τη θέση της σε ένα αιματηρό πεδίο μάχης και σε έναν Όττο που ούρλιαζε σπαρακτικά το όνομα του συντρόφου του. Ήθελε να πει τόσα πολλά και ταυτόχρονα λέξη δεν μπορούσε να βγει από το στόμα του. Ήταν βέβαιος πως αν μιλούσε, κάθε κουβέντα θα δραπέτευε σαν κραυγή. Ο Ντίμα τον κοιτούσε εμφανώς σαστισμένος, καθώς αδυνατούσε να καταλάβει τι στην ευχή τον κρατούσε πίσω από το να τον αποτελειώσει. Ήδη είχε προσπαθήσει να σηκώσει το όπλο εναντίον τους. Τα κυανά του μάτια καρφώθηκαν με οργή στον Μπάλντερ, όταν στα ξαφνικά το όνομα Στάινερ, κάτι του θύμισε. Ήταν μάλλον εκείνος ο φασίστας ο λαλίστατος, που διάβαζε παρανόμως Ντοστογιέφσκι.
«Αλεξέι, τι στο ανάθεμα;» τον ρώτησε σημαδεύοντας ξανά τον Γερμανό.
«Περίμενε!» του φώναξε ο ξάδερφός του, ωστόσο το όπλο του εξακολουθούσε να στοχεύει τον Μπάλντερ «Πέταξέ το!» φώναξε γυρνώντας τώρα προς την μεριά του Μπάλντερ , μα εκείνος δεν φάνηκε να πείθεται «Είπα, πέταξέ το! Θέλεις να μάθεις για την τύχη του αδερφού σου, ναι ή όχι;» του φώναξε και είδε τα ανταριασμένα του μάτια να τον κοιτάζουν εξαγριωμένα. Ταυτόχρονα μέσα τους, υπέβοσκε μία παράκληση. Σαν να διψούσε να μάθει την αλήθεια.
«Είσαι ένας σιχαμένος μπολσεβίκος! Γιατί να σε εμπιστευτώ; Είστε ψεύτες!» του ούρλιαξε, ενώ το όπλο εξακολουθούσε να το κραδαίνει στα τρεμάμενα χέρια του, έτοιμος να πυροβολήσει. Αδυνατούσε όμως να εστιάσει. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Ήθελε να ουρλιάξει. Να τους ουρλιάξει να εξαφανιστούν. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα να πιάνουν στο στόμα τους τον αδερφό του. Εκείνοι τον είχαν σκοτώσει, ναι, αυτή ήταν η αλήθεια. Τον είχαν αποτελειώσει.
«Ενώ εσείς, είστε τέρατα ειλικρίνειας; Δεν μοιάζεις με τον Στάινερ. Ο αδερφός σου ήταν καλό παιδί, ίσως ήταν ο μόνος Γερμανός που πλησίασα ποτέ μου, που αντάλλαξα δύο λέξεις, που έπαιξα σαν να ήταν ένας νεαρός της ηλικίας μου. Σας μισούσα, δεν στο κρύβω, μα ο αδερφός σου σπάει κάθε προκατάληψη» τελείωσε και τον είδε να μαζεύεται, να κουλουριάζεται θαρρείς σε μία άκρη, σαν χτυπημένο ζώο. «Δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε Γερμανός στρατιώτης, ένας ταπεινός δεκανέας ας πούμε. Η στολή σου και τα...γαλόνια σου άλλα μαρτυρούν. Ανήκεις στην ναζιστική ελίτ, έτσι δεν είναι;» άκουσε την ερώτηση του Άλεξ, η οποία έμεινε μετέωρη «Τα Ες-Ες δεν είναι απλοί στρατιώτες. Θα έλεγα πως είναι επιφορτισμένοι με ένα σατανικό έργο. Αυτή τη στιγμή, εσύ που δίνεις όρκο στον Χίτλερ απαρνούμενος ακόμη και τη θρησκεία, είσαι μία καλολαδωμένη φονική μηχανή» άκουσε και την τελευταία κουβέντα από έναν Άλεξ που τον κοιτούσε αυστηρά και ανέκφραστα. Στην ουσία, αν δεν γνώριζε πράγματι τον Στάινερ, δεν θα έδινε δεκάρα για την τύχη του άνδρα που είχε απέναντί του. Εξάλλου, αν οι ρόλοι ήταν αντίστροφοι, θα έπεφτε νεκρός από τα πυρά του. Στο βλέμμα του Μπάλντερ, υπήρχε μία υποψία από ατσάλι. Αισθανόταν μία απέχθεια για τους δύο Ρώσους, ωστόσο, διψούσε να ακούσει για την τύχη του αδερφού του. Το κακό ήταν όμως πως δεν μπορούσε να γνωρίζει, αν πράγματι τα όσα θα του αφηγούνταν εκείνος ο κοκκινομάλλης, ήταν αληθή.
Το χέρι του, έπιασε τη φωτογραφία. Την κοίταξε σαν να εκλιπαρούσε τον αδερφό του να μιλήσει επιτέλους, ξεκαθαρίζοντας την κατάσταση. Φυσικά όλα αυτά λάμβαναν χώρα μπροστά σε τρία πρόσωπα που τους κοιτούσαν παγωμένα μέσα από τα παράθυρα. Ο Αλεξέι σαν είδε την Ματριόσκα, χαμογέλασε πλατιά, κάνοντάς της σήμα να ανοίξει την πόρτα.
«Πώς και είσαι ξύπνια; Είναι αργά, πήγαινε να ξαπλώσεις» την μάλωσε δήθεν για να την δει να ορθώνει το φρύδι της.
«Ήμουν έτοιμη να το πράξω, αλλά η άφιξή σου έδωσε νέα πνοή σε αυτήν την τραγωδία που εκτυλίσσεται μπροστά μου εδώ και ώρες, από τη στιγμή που αυτοί οι δύο ξεκίνησαν να τσακώνονται χειρότερα από τα κοκόρια που έχω στην πίσω αυλή. Χαίρομαι που σε βλέπω νεαρέ Φεντόροφ»του είπε και αποχώρησε με την Ιρίνα και τη Μιραμπέλα να πλησιάζουν.
«Ο Άλεξ δεν είναι ψεύτης» μίλησε η μικρή «Είσαι Γερμανός και είναι λογικό να σκέφτεσαι έτσι, όμως όλοι μας τον γνωρίζουμε καλά. Επίσης, σταμάτα να συμπεριφέρεσαι με αυτόν τον τρόπο, έχω δει ποιος είσαι στ' αλήθεια. Καμία φονική μηχανή της ναζιστικής ελίτ δεν θα έσωζε ένα έφηβο κορίτσι από βιασμό συμπατριώτη και συντρόφου του»
«Με μάλωσες μόλις τώρα, ή είναι η ιδέα μου;» την ρώτησε ο Μπάλντερ και την είδε να χαμογελά. Όταν απευθύνθηκε σε εκείνη, τα χαρακτηριστικά και οι γωνίες του προσώπου του, είχαν χαλαρώσει.
«Ήταν ο μόνος τρόπος για να καθησυχάσω τον Άλεξ» απάντησε εκείνη χαϊδεύοντας απαλά τα χαλκοκόκκινα μαλλιά του. Ήταν εκείνες οι στιγμές, εκείνα τα πολύτιμα δευτερόλεπτα που άπαντες μεταμορφώνονταν σε ανθρώπους απλούς, με ανάλογες, καθημερινές αντιδράσεις. Τα σκούρα κυανά μάτια του Μπάλντερ κατηφόρισαν στη γη σαν παραίτηση. Σφίγγοντας τη φωτογραφία, απευθύνθηκε στον Ρώσο που είχε μόλις έρθει, μιας και ο άλλος δεν είχε πάψει λεπτό να τον σημαδεύει από απόσταση.
«Σε ακούω» του είπε με φωνή βραχνή, σχεδόν τρίζοντας τα δόντια του.
«Ελπίζω δίχως προκαταλήψεις» συμπλήρωσε ο Άλεξ και συνέχισε «Παρά το γεγονός πως δεν σου οφείλω τίποτε, σέβομαι πως ο αδερφός σου υπήρξε, όχι απλώς ένα καλό παιδί, μα ένας ήρωας πολέμου. Δεν ήμουν παρών τη στιγμή του θανάτου του, τη στιγμή δηλαδή που το νήμα της ζωής του κόπηκε, μα βρισκόμουν σε άθλια κατάσταση, στο ίδιο σχεδόν πεδίο της μάχης. Ο Στάινερ βρισκόταν με μία μονάδα Ταγμάτων Θανάτου με τις διαταγές να εκτελέσει μία ομάδα αθώων και άοπλων Εβραίων, ανδρών και γυναικόπαιδων. Θαρρώ πως αν γνωρίζεις τον αδερφό σου, τότε θα αντιλαμβάνεσαι πως κάτι τέτοιο, ήταν ενάντια σε κάθε ήθος και ανθρωπιά που τον χαρακτήριζε. Αντί λοιπόν να εκτελέσει τους αθώους, τη στιγμή που διατάχθηκε να πυροβολήσει, εκείνος έστρεψε την κάννη προς την μεριά του Γερμανού αξιωματικού που ήταν μαζί του και έπειτα στους υπόλοιπους. Εγώ είχα τραυματιστεί βαριά, σχεδόν θανάσιμα. Ήμουν πεσμένος σε έναν θάμνο, παρέα με το πτώμα ενός νεαρού συντρόφου, που ξεψύχησε στην αγκαλιά μου. Φοβόταν, πονούσε και ήθελε μία τελευταία παρηγοριά, να νιώσει την στήριξη τη στερνή πριν το τέλος του. Τότε...» κάπου εκεί ξεροκατάπιε «Είδα τον Όττο Σβάιγκερ. Ούρλιαζε το όνομα του αδερφού σου, τραυματισμένος στο πρόσωπο. Εκείνος ήταν ο μάρτυρας της δολοφονίας του Σταινερ. Ο αδερφός σου, θέλησε να του χαρίσει χρόνο και επίσης θέλησε να πεθάνει με αξιοπρέπεια. Στη θέση σου, θα ήμουν περήφανος για εκείνον»
Για λίγο επικράτησε ησυχία. Ο Μπάλντερ βαριανάσαινε στην προσπάθειά του να ξετρυπώσει την αλήθεια. Πράγματι, την προηγούμενη μέρα, ο αδερφός του και ο Όττο είχαν λάβει εντολή να συνοδέψουν ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Στάινερ για καιρό μιλούσε με συναισθηματική φόρτιση σαν να πάλευε να εξομολογηθεί όλα όσα βαστούσε στην κατακερματισμένη του ψυχή. Αυτή η οπτική της ιστορίας, ταίριαζε με τον αδερφό του απόλυτα, πράγμα που σήμαινε πως είχε δολοφονηθεί από ναζιστικό χέρι. Του είχαν εμφανώς πει ψέματα, μα πότε ωστόσο έλεγαν αλήθειες; Όλη η ιδεολογία ήταν βασισμένη σε παραφουσκωμένα ψέματα και εξιλαστήρια θύματα. Ο θάνατος του Στάινερ δεν θα αποτελούσε την εξαίρεση. Για λίγο, στο μυαλό του πετάχτηκε μία εικόνα. Η εικόνα του αδερφού να σαπίζει, πεταμένος στο χώμα, βουτηγμένος στη λάσπη. Κανένας δεν θα τον φρόντιζε, κανένας δεν θα τον σκέπαζε. Κάποτε, παρά τις διαφορές τους, παρά την κόντρα τους εξαιτίας του χαρακτήρα του που ανήκε σε κόσμους άλλους, ο Μπάλντερ τον φρόντιζε από μικρό. Δεν ήταν το αγαπημένο παιδί των γονιών τους, μα ο Στάινερ στην παιδική του ηλικία, είχε ένα ζεστό καταφύγιο σε μία φιλόξενη αγκαλιά, εκείνη του μεγάλου του αδερφού. Προτού τον τραυματίσει η προδοσία της Χάνι, διαλύοντας κάθε καλό στοιχείο μέσα του για πολλά χρόνια, ο Μπάλντερ ήταν το στήριγμά του, ήταν η ασπίδα του και ίσως ο μέντοράς του. Ποτέ δεν απάντησε στα λόγια του Άλεξ. Άλλαξε στάση σώματος, έκρυψε το κεφάλι του και ξεκίνησε να βγάζει πνιχτούς ήχους, σαν θρήνο, που γρήγορα μεταλλάχτηκαν σε κραυγές άναρθρες, σε κραυγές χτυπημένου, εξαγριωμένου κτήνους. Η ιστορία όμως προχωρούσε, οι καρδιές είχαν παγώσει, η συμπόνοια είχε παραγκωνιστεί για να εγκατασταθεί η καχυποψία, η ανάγκη για επιβίωση, η απάθεια κάποτε μπροστά στο δράμα. Ο Άλεξ τον κοιτούσε να σπαράζει, μα αυτό το θέαμα δεν του ήταν ξένο. Χιλιάδες Ρώσοι είχαν σπαράξει και εκτελεστεί από τα ναζιστικά χέρια και έπειτα άλλοι τόσοι από εκείνα του Στάλιν. Πλησίασε τον Μπάλντερ και έσκυψε στο ύψος του.
«Το σώμα του θάφτηκε. Δεν έμεινε μετέωρο στη βορά ζώων και καιρικών συνθηκών»
Ο Μπάλντερ τον κοίταξε ξέπνοα.
«Ξέρεις πού βρίσκεται;» τον ρώτησε.
«Σχεδόν δίπλα από εκείνο το πεδίο της μάχης» απάντησε ο Άλεξ και κοίταξε τον Ντίμα. «Πάμε να φύγουμε, έχουμε να υπερασπιστούμε και μία Μόσχα που ήδη βάλλεται από τους ναζί» κοίταξε λοξά τον Μπάλντερ «Στο πεδίο της μάχης, θα είσαι εχθρός μου. Λυπάμαι για τον αδερφό σου, εύχομαι και εσύ να λυπήθηκες, έστω κάποιες από τις φορές που σκότωσες αθώους. Αν κάνεις το βήμα να μπεις πιο βαθιά στη χώρα μου, έχεις τελειώσει»
Οι δύο Ρώσοι αποχώρησαν, ενώ η Ιρίνα με τη Μιραμπέλα έμειναν πίσω για λίγο. Τα σύννεφα στον ουρανό του χιονιά, είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται. Το αμυδρό φως της αυγής, τους χάριζε ένα ρόδινο περιτύλιγμα και οι πρώτες νιφάδες ξεκίνησαν να πέφτουν. Η μία μετά την άλλη, αργά σαν τον θάνατο, κατηφόριζαν στολίζοντας τα εβένινα μαλλιά του άνδρα. Οι περισσότεροι Γερμανοί δεν είχαν χειμερινό ιματισμό. Ο Μπάλντερ απέμεινε καθιστός να μουσκεύει και να τρέμει ολομόναχος, με την πληγή του να πονά φρικτά.
«Τελειώνετε» άκουσε τη φωνή της Ματριόσκα «Τι με κοιτάς; Έχω μαζέψει κάτι χόρτα άχρηστα για να τα ζεστάνω. Μέχρι να έρθει το μεσημέρι, μπορείς να καθίσεις. Η θερμοκρασία θα είναι πιο ανεκτή» τον πληροφόρησε και κοίταξε τις δύο γυναίκες «Μην παριστάνετε τις ηρωίδες. Το Κίεβο δεν είναι τόσο κοντά. Μπείτε και κάντε ησυχία. Ξενύχτισα εξαιτίας σας και θα έχω δυσκολία να περιποιηθώ επιπλέον τραυματίες Σοβιετικούς» τόνισε τη λέξη «Εσύ από λάθος ράφτηκες. Αν έραβα και το στόμα σου, θα ένιωθα καλύτερα» τους κοπάνησε την πόρτα.
«Γηραιά οχιά. Απεχθής συνδυασμός» μουρμούρισε ο Μπάλντερ και μπαίνοντας, κουλουριάστηκε απλώς σε μία άκρη.
-------
Oι μάχες που είχαν διαδραματιστεί τον Οκτώβρη έξω από την πρωτεύουσα, στην ουσία δεν είχαν επιφέρει κανένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα για καμία από τις δύο πλευρές. Ο πανικός πλέον στην πόλη είχε υποχωρήσει, ο Χίτλερ ονειρευόταν να την διαλύσει και να την αφανίσει, ενώ ο Στάλιν επέλεξε μία δύσκολη στιγμή, για να δείξει την εμφανή του περιφρόνηση στους Γερμανούς. Θέλησε να γιορτάσει την 7η Νοεμβρίου, την Επανάσταση των Μπολσεβίκων. Έτσι, θεώρησε πως θα εμψύχωνε τους υπερασπιστές της με μία θεατρική κίνηση, που εξόργισε τον Ιωσήφ, ο οποίος ήταν αναγκασμένος ήδη από την προηγούμενη μέρα να μεταβεί μαζί με άλλους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους, στον σταθμό του μετρό Μαγιακόφσκι, προκειμένου να ακούσει μία ομιλία του Στάλιν. Μαζί με τον Μολότοφ, τον Μικογιάν και τον Στάλιν μεταφέρθηκαν από έναν γειτονικό σταθμό υπογείως και καταχειροκροτήθηκαν από τους υπόλοιπους που τους καρτερούσαν καθισμένοι αμφιθεατρικά, σε καρέκλες που είχαν μεταφερθεί από το θέατρο Μπολσόι. Η ομιλία του Στάλιν ξεκίνησε με πατριωτικά συνθήματα και αν ήταν ικανή να αγγίξει όσους την άκουγαν από το ραδιόφωνο, του Ιωσήφ του προκαλούσε ένα ειρωνικό γέλιο. Μα, φυσικά γνώριζε τον λόγο που γινόταν υπογείως. Φοβούνταν τους γερμανικούς βομβαρδισμούς.
Γύρω του, ο χώρος ήταν απόκοσμος, θλιβερός, εξευτελιστικός. Η ομιλία έμοιαζε με κράμα μαύρης θλίψης και απόλυτης αυτοπεποίθησης.
«Σήμερα, έπειτα από τέσσερις μήνες πολέμου, πρέπει να τονίσω πως ο κίνδυνος έχει αυξηθεί. Ο εχθρός έχει καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα της Ουκρανίας, τη Λευκορωσία, την Μολδαβία και την Εσθονία. Προβάλει σαν ένα μαύρο σύννεφο πάνω από το Λένινγκραντ και απειλεί την πρωτεύουσά μας»
΄΄Θες να σου πούμε μπράβο;΄΄ σκέφτηκε ο Ιωσήφ για να ακούσει τον Στάλιν να πετά τις ελπίδες του στον ρωσικό χειμώνα που ήταν προ των πυλών. Κατόπιν, ξεκίνησε να αναμασά την ανάγκη προστασίας της Μητέρας Πατρίδας κάνοντας αναφορά σε μεγάλες ρωσικές προσωπικότητες της ιστορίας. ΄΄Από την μία η Μητέρα Πατρίδα και από την άλλη, ο ζοφερός Πατέρας Στάλιν. Καμία ελπίδα, εκτός πια από την επίκληση στο ατομικό φιλότιμο΄΄ σκέφτηκε ξανά ο Ιωσήφ.
Την επομένη, κατά τις οκτώ το πρωί θα γινόταν η καθιερωμένη παρέλαση. Ο Ιωσήφ ήταν από τους λίγους που το γνώριζε και εμμέσως προσπάθησε να τους πείσει να το αποφύγουν καθώς πάντα υπήρχε ο φόβος των βομβαρδισμών. Άπαντες, οι μονάδες του πυροβολικού, τα πεζοπόρα άρματα μάχης και οι στρατιωτικοί διοικητές, συγκεντρώθηκαν μέσα στο δριμύ ψύχος των πρώτων πρωινών ωρών. Την ώρα της παρέλασης ξεκίνησε σφοδρή χιονόπτωση, γεγονός που κατέστησε αδύνατη σχεδόν τη γερμανική επίθεση από αέρα.
΄΄Ίσως τελικά να μας προστατεύσει αυτή η Μητέρα Πατρίδα΄΄ σκέφτηκε ο Ιωσήφ ΄΄Γι' αυτήν πολεμάμε έτσι και αλλιώς. Για κανέναν Στάλιν΄΄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top