Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος; / part 1
Στη φωτό ο Γκαμπριέλ
Ένας πλανήτης απέραντος, μία γη με λογής λογής ομορφιές, πλασμένες για κάθε γούστο, με θέληση απόλυτη να ευχαριστήσουν και τον πιο αναποφάσιστο, δεν στάθηκαν αρκετά για να αποτρέψουν τους πολέμους. Τα οικονομικά συμφέροντα έφτασαν σε σημείο να εκμηδενίζουν τις ανθρώπινες αξίες, κάθε πιστεύω έμοιαζε με κάλπικη δεκάρα. Άπαντες τελικά αποδείχτηκαν απλές μαριονέτες των αρρωστημένων παγκόσμιων συμφερόντων. Κανένα δόγμα, καμία εθνικότητα δεν ήταν γνήσια. Στο χείλος της καταστροφής, κάθε άνθρωπος αισθανόταν κενός, καθώς είχε υπηρετήσει σκοπούς που εμφανέστατα δεν του ανήκαν και σερνάμενος σαν σκουλήκι, πάλευε να βρει το λιγοστό φως στην άκρη της σκοτεινάγρας που τον είχε περικυκλώσει.
Με τα στρατεύματα να βρίσκονται εκτεθειμένα και τις θερμοκρασίες να κατρακυλούν στους μείον 40 βαθμούς κελσίου, η άρνηση του Χίτλερ σχεδόν λόγω προλήψεων, να διατάξει την παροχή χειμερινών στολών, έπρεπε να διορθωθεί άμεσα και ο Γκαίμπελς ανέλαβε εκείνο το έργο. Έκανε έκκληση στον Γερμανικό λαό να δείξει συναισθήματα αλληλεγγύης στους στρατιώτες, με αποτέλεσμα μέχρι και γυναίκες να χαρίζουν τα γούνινα παλτό τους καθώς και οι πρωταθλητές χειμερινών σπορ. Ένας κλαυσίγελος είχε δημιουργηθεί στην έκφραση του Όττο, βλέποντας μερικούς από τους στρατιώτες να φορούν τα γυναικεία ενδύματα. Κάθε συμβατική ηθική, είχε διαστρεβλωθεί, σε έναν πολεμικό τουρισμό τρόμου, ενώ οι εκτελέσεις παρτιζάνων και Εβραίων βρίσκονταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος ερασιτεχνών φωτογράφων. Υπήρχαν επίσης και περιπτώσεις Ρώσων αμάχων, που με χαρά έγδυναν τα πτώματα των συμπατριωτών τους, προκειμένου να αρπάξουν τα ρούχα τους, ενώ το ίδιο έκαναν σε εκείνους οι Γερμανοί, αφήνοντάς τους ακάλυπτους και πετώντας τους έξω από τα σπίτια τους καταμεσής των πολικών θερμοκρασιών. Σε άλλες περιπτώσεις τους ξήλωναν τις σανίδες των δαπέδων στα καθιστικά, ψάχνοντας τυχών για πατάτες ή άλλα φαγώσιμα, ενώ τα έπιπλα χρησιμοποιούνταν ως καυσόξυλα.
Ο συνδυασμός του φόβου και των φρικαλεοτήτων, οδήγησε στην αύξηση των αυτοκτονιών μεταξύ των Γερμανών στρατιωτών, κυρίως τις ώρες που βρίσκονταν μονάχοι τους στη σκοπιά. Η αυτοκτονία όμως, κάτω από συνθήκες εκστρατείας, θεωρούνταν λιποταξία, σύμφωνα με μία διαταγή που προειδοποιούσε τους στρατιώτες, καθώς η ζωή τους ανήκε στην πατρίδα. Μολαταύτα και παρά τις διαταγές και προειδοποιήσεις, υπήρχαν και αρκετές περιπτώσεις δυσαρέσκειας, με μάρτυρα τον επικεφαλής διοικητή της έκτης στρατιάς, Φον Ράϊχεναου, ο οποίος λίγο πριν τα Χριστούγεννα, είχε ανακαλύψει συνθήματα στους τοίχους του κτηρίου που είχε παραχωρηθεί για το Αρχηγείο του, όπως ΄΄Θέλουμε να επιστρέψουμε στη Γερμανία, αρκετά πια, δεν θέλουμε αυτόν τον πόλεμο!΄΄ Όπως ήταν φυσικό, θεώρησε όλους τους αξιωματικούς, απόλυτα υπεύθυνους για την ηθική κατάσταση των στρατιωτών τους. Σε γενικές γραμμές, η δυναμική της εξουσίας εν καιρώ πολέμου, ενδυνάμωνε ακόμη περισσότερο τον κρατικό έλεγχο. Κάθε κριτική που στρεφόταν εναντίον του καθεστώτος, αντιμετωπιζόταν ως εχθρική προπαγάνδα. Ο έλεγχος που ασκούσε ο Χίτλερ στους στρατηγούς του, ήταν αδιαμφισβήτητος, με αποτέλεσμα, συχνά πυκνά να γίνονται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι των εμμονών του. Όσοι διαφώνησαν με την τακτική να κρατήσουν τις θέσεις των στρατευμάτων τον Δεκέμβρη του 41, απομακρύνθηκαν τάχιστα.
Μία περίεργη αλληλουχία γεγονότων και κυριότερα η απογοήτευση του Χίτλερ στα τέλη του χρόνου, οδήγησε τον Στρατηγό Φρίντριχ Πάουλους, στη θέση του επικεφαλής της διοίκησης της έκτης Στρατιάς. Η μάχη της Μόσχας όμως χανόταν και ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που ο γερμανικός στρατός υποχωρούσε. Ο Χίτλερ μην έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στον φον Ράϊχενάου, επέμεινε αρχικά να παραμείνει επικεφαλής της έκτης Στρατιάς και της Ομάδας Στρατιών Νότου, στην οποία αρχικά υπαγόταν και ο Όττο, προτού αποσυντονιστεί εξαιτίας της επίθεσης στις Ουκρανικές στέπες. Ο Ράϊχεναου ωστόσο, υποστήριξε πως δεν μπορούσε να αναλάβει και τους δύο ρόλους ταυτοχρόνως. Μασώντας νωχελικά τις πατατοκροκέτες και τους κολοκυθοκεφτέδες του, με απούσα βουλιμία, ο Χίτλερ, άκουσε τη σύσταση να αναλάβει ο Πάουλους τη διοίκηση της έκτης Στρατιάς. Κάπου εκεί, μία μπουκιά κολοκυθοκεφτέ του στάθηκε για δευτερόλεπτα, καθώς συλλογιζόταν. Δεν πέταξε και τη σκούφια του με την ιδέα, μα τελικά συναίνεσε και ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 42, ο Πάουλους που ποτέ του δεν είχε διοικήσει Σώμα, πήρε τη θέση.
Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Πάουλους, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, προερχόταν από μία οικογένεια μικροκτηματιών της Έσσης. Το 1909 είχε επιχειρήσει να καταταγεί στο αυτοκρατορικό ναυτικό, αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε. Ένα χρόνο αργότερα, η ενίσχυση του στρατού πρόσφερε αρκετές θέσεις, ενώ ο ίδιος αισθανόταν μειονεκτικά εξαιτίας της κοινωνικής του θέσης, παίρνοντας από τους συναδέλφους του το παρατσούκλι ΄΄der Lord΄΄. Το 1912 παντρεύτηκε την Ελένα, ρουμανικής καταγωγής, της οποίας η οικογένεια είχε πριγκιπικές καταβολές και αντιπαθούσε τους Ναζί. Ο Πάουλους όμως, προφανώς θαύμαζε τον Χίτλερ όπως και ο Ράϊχεναου. Οι καλοί του τρόποι, τον έκαναν αγαπητό στους ανωτέρους του, ακόμη και στον μαχαιροβγάλτη Ράϊχεναου. Παρά την τυπική του στάση, νοιαζόταν για τους στρατιώτες του, περισσότερου από πολλούς άλλους Στρατηγούς, ενώ λέγεται πως ακύρωσε τη διαταγή της 10ης Οκτωβρίου του Ράϊχεναου, η οποία ενθάρρυνε την αυστηρή αντιμετώπιση των Εβραίων και των παρτιζάνων, ωστόσο, μόλις έφτασε η έκτη Στρατιά στο Στάλινγκραντ, διατάχθηκε στην Στρατιωτική της Αστυνομία και την SD, να συλλάβουν τους ακτιβιστές Κομμουνιστές και τους Εβραίους, ώστε να εφαρμόσουν τα ποινικά μέτρα. Γενικότερα, η συμπεριφορά πολλών οπλιτών της Ομάδας Στρατιών Νότου ήταν φρικιαστική. Σε πολλά μέρη εντός της της περιοχής ευθύνης του στρατού, όργανα της SD, των Ες-Ες και των Αρχηγών της Γερμανικής Αστυνομίας, πραγματοποιούσαν εκτελέσεις μπολσεβίκων δήθεν εγκληματιών και Εβραίων. Πολλές φορές συμμετείχαν ακόμη και στρατιώτες εκτός υπηρεσίας, είτε ως εκτελεστικά όργανα, είτε ως φωτογράφοι.
Ο Κοχ, ήταν από εκείνους τους στρατιώτες που είχε ξεκινήσει πιστεύοντας στον σκοπό του πολέμου. Ποτέ του δεν έφτασε στα άκρα, ωστόσο ήταν και ένας λόγος για δραπετεύσει από την ανακατοσούρα του σπιτιού του. Θυμόταν εκείνο το περιστατικό του κοριτσιού από την Ουκρανία. Τότε που είχε φωνάξει σε ένα όργανο της SD.
«Άφησέ την!» είχε πει σημαδεύοντας έναν Ουκρανό βοηθό αστυνομίας, που στα χέρια του βαστούσε βίαια, ένα δεκάχρονο κορίτσι «Κάνε αυτό που σου λέω! Βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Βέρμαχτ»
Πίσω ακριβώς, ένα μαύρο αυτοκίνητο είχε σταματήσει και ένας άνδρας της SD κατέβηκε. Ο Κοχ μαζεύτηκε για λίγο, μα δεν το έβαλε κάτω. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως θα έβρισκε το δίκιο του.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ο αξιωματικός της SD.
«Είναι άμαχη, ένα κορίτσι μόνο» πρόφερε ο Κοχ.
«Είναι Εβραία και οι Εβραίοι μας μολύνουν» του απάντησε και έκανε σήμα στον Ουκρανό να την αφήσει.
Αρχικά φάνηκε να υποχωρεί, μα κατόπιν κάνοντας μία απότομη κίνηση, την εκτέλεσε επιτόπου. Μαζί με τον πυροβολισμό, το χωριό έσκισαν τα ουρλιαχτά του Κοχ, που είδε μπροστά στα μάτια του τον άνδρα να γλύφει το αίμα του κοριτσιού που είχε τιναχτεί στο πρόσωπό του. Άνθρωποι σαν αυτόν, τους συνόδευαν στα μετόπισθεν πραγματοποιώντας την Gross Aktion. Το περιστατικό δεν ήταν το μοναδικό. Στην πόλη Belaya Tserkov, κρατούνταν ενενήντα ορφανά Εβραιόπουλα κάτω από άθλιες συνθήκες, από βρέφη μέχρι παιδιά επτά χρονών. Θα εκτελούνταν άμεσα και ο Κοχ έχοντας πληροφορηθεί την εντολή, επικοινώνησε με το αρχηγείο της έκτης Στρατιάς, αν και ο επικεφαλής της SD, ο ίδιος που είχε εκτελέσει και το κορίτσι μπροστά στα μάτια του, τον προειδοποίησε πως θα τον αναφέρει στον Χίμλερ. Ο Ράϊχεναου τον στήριξε και ο Κοχ έμεινε μετέωρος. Τα παιδιά εκτελέστηκαν την επόμενη ημέρα από άνδρες της Ουκρανικής πολιτοφυλακής, προκειμένου να προστατευθούν τα συναισθήματα των Ταγμάτων Θανάτου.
Έξαλλος ο Κοχ, συνέταξε επιστολή και την έστειλε στο Αρχηγείο της Ομάδας Στρατιών Νότου, δίχως ανταπόκριση. Ο ίδιος δεν είχε ποτέ του σχέσεις με Εβραίους, ήταν οριακά αντισημίτης, μα του ήταν αδύνατο να δεχτεί κάτι τέτοιο. Ήταν η πρώτη φορά, ίσως και η τελευταία, που σκέφτηκε πως δεν τους άξιζε να κερδίσουν αυτόν τον πόλεμο, ήταν επίσης και ο λόγος που απεχθανόταν τα Ες-Ες και όλα τα παρακλάδια τους. Στο σήμερα, τραυματισμένος ακόμη, στεκόταν ολομόναχος έξω στο κρύο. Η κατάσταση στο εσωτερικό τον αρρώσταινε χειρότερα, ενώ φοβόταν και τις μεταδοτικές ασθένειες. Εκτός αυτού, δεν άντεχε να ακούει τα φριχτά ουρλιαχτά των τραυματιών. Στο βάθος, στα όρια ενός δάσους, στεκόταν εκείνη η νοσοκόμα, της οποίας η εμφάνιση του είχε μείνει στο μυαλό. Η Χέλγκα σχεδόν κοιτούσε το κενό, όταν η Τσάρλη την πλησίασε με βήμα ταχύ.
«Η μάχη στη Μόσχα δεν πήγε καλά, υποχωρούμε» της είπε τρέμοντας ελαφρώς «Φοβάμαι καθώς πολλοί παρτιζάνοι και ελεύθεροι σκοπευτές έχουν επιτεθεί σε νοσοκομεία. Μην πλησιάζεις και πολύ στα δάση»
Η Χέλγκα την κοίταξε ψυχρά. Ενδιαφερόταν αποκλειστικά και μόνο για την τύχη του Όττο, όλα τα άλλα της περνούσαν αδιάφορα. Αν δεν ήταν εκείνος αναμεμιγμένος, σχεδόν θα πανηγύριζε με αυτό το νέο.
«Μην φοβάσαι, προσέχω»
«Είσαι γυναίκα και Γερμανίδα. Αν σε βρουν οι Σοβιετικοί, θα σε βιάσουν και θα σε σκοτώσουν» προσπάθησε να την πείσει, μα τελικά υποχώρησε. Η ματιά της Χέλγκα πλανήθηκε στον τραυματία Κοχ για λίγο. Καθόταν μόνος του και πότε πότε την κοιτούσε. Αν ήταν στο χέρι της, θα άρπαζε την πατερίτσα και θα τον κυνηγούσε με αυτήν για όπλο.
«Υποτίθεται πως εσείς οι γυναίκες νοσοκόμες, πρέπει να μας κάνετε να αισθανθούμε σαν στο σπίτι μας» της είπε παλεύοντας να την πειράξει.
«Υποτίθεται πράγματι. Λοιπόν, είσαι έτοιμος να επιστρέψεις. Αρκετά ξάπλωσες, περιμένουν και άλλοι»
«Μα, δεν μπορώ να κουνηθώ» δικαιολογήθηκε.
«Μην αποφεύγεις το καθήκον. Ένας άριος στρατιώτης είναι αήττητος» έκανε μία παύση «Καλά τα λέω;» ρώτησε στο τέλος κάνοντάς τον να γελάσει.
«Εντάξει, εντάξει. Καλή η προσπάθεια» ρούφηξε για λίγο το τσιγάρο του «Πες μου κάτι για εσένα, οτιδήποτε» της είπε και την είδε να διστάζει. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Ήθελε να τον ρωτήσει για τον Όττο μα κάτι την κρατούσε πίσω. Φοβόταν, μα ήθελε να μάθει πως έστω ήταν καλά.
«Έχασα την μητέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία, τον πατέρα μου σε μεγαλύτερη. Δεν έχω αδέρφια, ήθελα να σπουδάσω παιδιατρική, τελικά κατέληξα στην Πολωνία και έπειτα εδώ»
Τα μάτια του Κοχ έπεσαν επάνω της με τρυφερότητα.
«Λυπάμαι πολύ. Έχασα και εγώ τη μητέρα μου όταν ήμουν μικρός και ο μπαμπάς παντρεύτηκε ξανά. Εντάξει η μητριά μου ήταν καλή, μα ο δήθεν αδερφός μου σκέτη Κόλαση. Ο πατέρας μου πάντοτε ήταν ψυχρός και με τον Γουίλεμ, τον... αδερφό μου, τσακώνονταν συχνά και έντονα. Με μισεί και ας είμαστε και οι δύο περίπου των ίδιων πιστεύω» ξεφύσησε και την είδε να σηκώνεται «Πού πηγαίνεις;» τη ρώτησε.
«Μία βόλτα στο δάσος»
«Θα έρθω και εγώ, δεν σε αφήνω, είναι επικίνδυνα. Τουλάχιστον κάποιος να οπλοφορεί» της πρότεινε και την είδε να ανασηκώνει τους ώμους.
Κανείς τους δεν γνώριζε, πως υπήρχαν τριγύρω Σοβιετικοί που τους παρακολουθούσαν. Σαν βάδισαν μέσα στο δάσος με τις σημύδες, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μία πολεμική σχεδόν κραυγή «Ούρρα!» Ο Κοχ παρά τον πόνο του σημάδεψε ευθεία και η Χέλγκα τρομοκρατημένη, είδε μία σκιά να τινάζεται μπροστά και έπειτα ακόμη μία.
«Σοβιετικοί» ψιθύρισε με τρόμο ο Κοχ, όταν μπροστά τους εμφανίστηκαν ο Ντίμα με τον Γκαμπριέλ. Τα πρόσωπά τους ήταν μέσα στα αίματα, ωστόσο στη θέα της ο Ντίμα οπισθοχώρησε.
«Χέλγκα; Χέλγκα;» σχεδόν ψιθύρισε «Τι στο...ζεις; Εμείς σε ψάξαμε κάποτε...στο...» τραύλιζε.
«Τι στο ανάθεμα;» τον ρώτησε ο Γκαμπριέλ όταν είδαν τον Κοχ να οπλίζει.
«Σταμάτα!» τον έκοψε η Χέλγκα όταν είδε τον Σιβηριανό να κάνει το ίδιο «Και εσύ σταμάτα!» του φώναξε σε μισά πολωνικά που ήξερε.
«Τι κάνεις εδώ με τον φασίστα;» ρώτησε ο Ντίμα σε σπαστά αγγλικά, ξαφνιάζοντας τον Κοχ.
«Είσαι Ρωσίδα κατάσκοπος;» τη ρώτησε τώρα ο Γερμανός σημαδεύοντάς την.
«Όχι! Είναι Εβ....» πήγε να πει «Εύρωστη παρά το πρόβλημα της σίτισης» το έσωσε αγχωμένα, μα ο Γερμανός τους κοιτούσε καχύποπτα «Στην Πολωνία έτυχε να είναι συγκάτοικός μας, αυτό είναι όλο. Εργαζόταν σαν νοσοκόμα, μα έναν ντόπιο και απλά μέναμε σε διπλανές πόρτες, φασίστα» του γρύλισε, μα ο Κοχ είχε θορυβηθεί.
«Έχετε χτυπήσει» πρόφερε εκείνη «Περιμένετε να σας φέρω κάτι...Να σας πλύνω το πρόσωπο»
«Μην τολμήσεις! Θα σε αναφέρω!» της φώναξε ο Κοχ.
«Όχι, αν σε ξαπλώσω κάτω, σακάτη. Να την ευχαριστείς θα έπρεπε που το κουφάρι σου στέκεται όρθιο» πρόφερε ο Ντίμα, μα ο Γκαμπριέλ οπισθοχώρησε.
«Δεν θέλω βοήθεια από εσένα» της είπε και κοίταξε τον Ντίμα «Εσύ και ο Άλεξ είστε περίεργοι. Αν θέλουμε πιστεύουμε το παραμύθι της συγκατοίκησης»
«Ναι, αν θέλουμε το πιστεύουμε» πετάχτηκε ο Κοχ.
«Κλείστε το στόμα σας, γιατί σε τίποτε δεν το έχω να σας βγάλω τα μαλλιά! Τι έχετε πάθει; Εσύ Κοχ, έχεις μήπως κάποιο χωράφι στη Ρωσία που σου έκλεψαν αυτοί;» ρώτησε
«Μα, τι ερώτηση είναι αυτή;»
«Απάντησέ μου!» του φώναξε εκείνη.
«Όχι...» της είπε.
«Ωραία. Τίποτε δεν έχετε να χωρίσετε και εσύ είσαι εδώ ως κατακτητής. Είμαστε μόνοι μας και οφείλεις να το παραδεχτείς. Νέα παιδιά και τα πολιτικά σας κατέστρεψαν! Με τον Ντίμα ήμασταν συγκάτοικοι, όχι φίλοι. Είμαι εδώ για να σας φροντίζω και λέω την αλήθεια»
«Δεν σε πιστεύω» της είπε ο Γερμανός.
«Σε έσωσα. Αν δεν ήμουν εγώ, θα πέθαινες σαν σκουπίδι σε ένα βρώμικο κρεβάτι»
Τον άκουσε να παίρνει μία ανάσα.
«Δεν θα πω τίποτε. Με αυτόν τον τρόπο, ήρθαμε στα ίσα, ωστόσο δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου» της είπε και κουτσαίνοντας έφυγε.
Ο Ντίμα τον είδε να αποχωρεί και την ίδια στάση υιοθέτησε και ο Γκαμπριέλ. Μόλις άπαντες αποχώρησαν ο κοκκινομάλλης την αγκάλιασε σφιχτά.
«Χαίρομαι τόσο που είσαι καλά, αν και θα ήθελα να μου εξηγήσεις το πώς έφτασες ως εδώ»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top