Ούτε ένα βήμα πίσω/ part 3
Ο αέρας ήταν πηχτός εξαιτίας της σκόνης από τα τούβλα που θρυμματίζονταν. Όλη η πόλη έμοιαζε σαν να είχε τυλιχτεί σε μία παράλογη ομίχλη, η οποία τώρα έφτανε μέχρι τον Βόλγα. Οι φωτιές που είχαν ξεκινήσει από δεκάδες χιλιάδες εμπρηστικές βόμβες, είχαν αρχίσει σταδιακά να φουντώνουν και να λαμπαδιάζουν. Ο Άλεξ πνιγμένος στη ζέστη και στην απόγνωση, ένιωσε πλέον πως είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου. Το Στάλινγκραντ πέθαινε, μα καθώς εκείνος παραπατούσε σιγοκλαίγοντας, με πρόσωπο βρώμικο, καρβουνιασμένο, είδε ένα αγοράκι πεσμένο κατά γης, καταπλακωμένο από ένα δοκάρι. Ευθύς, σχεδόν έρποντας και με τη γη να δονείται κάθε λίγο, το πλησίασε και πάλεψε να εντοπίσει τυχόν σφυγμό. Το μικρό του σωματάκι όμως, ήταν πλέον παγωμένο. Με δάκρυα να κυλούν στα μάτια του, ο Άλεξ το σήκωσε και το αγκάλιασε σφιχτά. Αφού καμία μάνα δεν βρισκόταν τριγύρω να το παρηγορήσει, να το φιλήσει για μία στερνή φορά, θα το έκανε εκείνος. Όσο τρομερό εξάλλου και αν είναι να βλέπεις μπροστά σου μία ολόκληρη πόλη να πεθαίνει, δεν συγκρίνεται με την άψυχη ματιά ενός μικρού παιδιού, τσακισμένου από σιδερένιο δοκάρι. Υπάρχει μία δύναμη ίσως, θεϊκή ή ανθρώπινη, που είναι ικανή να σηκώσει ολόκληρους πολιτισμούς από τη σκόνη, αλλά καμία δεν ήταν ικανή εκείνη τη στιγμή, να σηκώσει τα πανάλαφρα ματόκλαδα αυτού του παιδιού που είχε ξεψυχήσει.
Από απόσταση, οι άνθρωποι παρακολουθούσαν έντρομοι το πόσο γρήγορα ενώνονταν οι φωτιές στα γειτονικά κτήρια. Το ένα μετά το άλλο, μεταμορφώνονταν σε πύρινες γλώσσες. Μία ολόκληρη πύρινη πόλη, εφιαλτική, μπρούτζινη, θαρρείς και είχε σηκωθεί πάνω από το Στάλινγκραντ. Κοντά στις όχθες, ο Βόλγας άχνιζε, ενώ μαύρος καπνός γλιστρούσε πάνω από τα νερά του σαν να τα χρωμάτιζε. Είχαν χτυπηθεί δεξαμενές καυσίμων, τα καύσιμα είχαν χυθεί στο ποτάμι και τώρα σαν από εφιαλτικό σκηνικό, φλεγόταν και εκείνο, πνίγοντας όσους πάλευαν να διαφύγουν στέκοντας στην αποβάθρα. Ο ήλιος ωστόσο, πάντοτε αδιάφορος με μία ψυχρή αρχοντιά, συνέχιζε την αιώνια διαδρομή του μέσα σε έναν ωχρό ζόφο. Τα τσιμέντα έκαιγαν ακόμη σαν τα καζάνια της Κόλασης, οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν σε κελάρια και καταφύγια για να σωθούν.
Ο υπόλοιπος κόσμος, πολιτικοί στο Λονδίνο, την Άγκυρα, το Τόκιο, δούλευε όλη τη νύχτα ή διάβαζε εφημερίδες. Μία καινούργια λέξη κυριαρχούσε στους τίτλους. Στάλινγκραντ. Η απόλυτη καταστροφή. Τα πουλιά άτακτα και βιαστικά εγκατέλειψαν το φλεγόμενο νεκροταφείο πρώτα. Ως και οι αρουραίοι, εξαιτίας της κάψας και του τρέμουλου της γης, εγκατέλειψαν τους υπονόμους και τις αιώνιες φωλιές τους, τυφλωμένοι και κουφοί. Μόνο τα λευκά περιστέρια έμειναν πίσω, λες και κάποιο καθήκον παράξενο τα έδενε με τον τόπο κατοικίας τους, ωθώντας τα να κόβουν κύκλους γύρω από τα λαμπαδιασμένα κτήρια. Αιχμάλωτα και εκείνα από σφοδρά ρεύματα πυρακτωμένου αέρα, χάνονταν μέσα στις φλόγες και στην ωχρή ομίχλη. Στην αποβάθρα, καθισμένοι στο χώμα, βρίσκονταν χιλιάδες άνθρωποι με βρώμικα πρόσωπα. Μητέρες με παιδιά στην αγκαλιά που έκλαιγαν γοερά, απεριποίητοι γέροντες με χειμωνιάτικα πανωφόρια, ηλικιωμένες με έκφραση κενή, στραγγισμένη από ελπίδα, με μαλλιά αχτένιστα και απεριποίητα. Τα ατμόπλοια πλησίαζαν, ίσως η μόνη τους ελπίδα να ξεφύγουν από τον εφιάλτη, που κυλούσε μπροστά τους με τη μορφή απανθρακωμένων πτωμάτων
Οι Σοβιετικοί υπερασπιστές της πόλης είχαν έρθει σε δύσκολη θέση. Ο Στρατηγός Γερεμένκο πάλευε να σταματήσει την γερμανική 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ*. Σε καμία περίπτωση δεν υπολόγισε πως ο Πάουλους θα έσπαγε τις γραμμές στα δεξιά του τόσο ξαφνικά και με τόσο θάρρος. Ο Στάλιν βρέθηκε στα πρόθυρα του εγκεφαλικού, όταν έμαθε πως οι Γερμανοί είχαν κατορθώσει να φτάσουν στον Βόλγα. Άπαντες όφειλαν να υπερασπιστούν την πόλη μέχρι εσχάτων. Το Στρατιωτικό Συμβούλιο, ήδη είχε κολλήσει αφίσες παντού, κηρύσσοντας την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας. Ο Όττο με τους υπόλοιπους βρισκόταν στις όχθες πλέον του Βόλγα, όταν μπροστά στα μάτια του, τα γερμανικά τεθωρακισμένα, βύθισαν ένα τροχήλατο ατμόπλοιο, το οποίο μετέφερε γυναίκες και παιδιά στην ανατολική όχθη του. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και μία κραυγή του ξέφυγε. Δίπλα του ο Κοχ, με πρόσωπο μουτζουρωμένο, βρόμικο, τραβούσε διακριτικά τα μαλλιά του. Κραυγές και κλάματα καλούσαν απεγνωσμένα σε βοήθεια.
«Διοικητά, συγνώμη, μα θα μπορούσαμε ίσως να χρησιμοποιήσουμε τις φουσκωμένες βάρκες των σκαπανέων για να βοηθήσουμε. Είναι απλοί άνθρωποι! Παιδιά!» φώναξε ο Όττο για να εισπράξει ένα βλέμμα απαξίωσης.
«Γνωρίζουμε πώς διεξάγει ο εχθρός αυτόν τον πόλεμο. Φύγε τώρα!»
«Μα..»
«Φύγε, γιατί θα κάνω υποθέσεις που σε κανέναν δεν θα αρέσουν. Να είσαι σίγουρος» του μούγκρισε και εκείνος αναγκαστικά αποσύρθηκε.
Ο Κοχ τον κοίταξε πλαγίως, καθώς ξάπλωναν για ανάπαυση.
«Πρόσεχε τι λες, καθώς μπορεί να θεωρηθείς ρωσόφιλος και πίστεψέ με, δεν το θέλεις. Έχεις αντιληφθεί πλήρως το κλίμα που επικρατεί. Νομίζεις πως εμένα μου είναι εύκολο; Θέλω να πω, για παιδιά μιλάμε και άμαχους. Τελοσπάντων, μπορούμε τουλάχιστον να μην πυροβολήσουμε όσους κατορθώσουν να βγουν στις ακτές»
«Εσύ δηλαδή, μπορείς να κοιμηθείς, ακούγοντας τις φωνές τους που καλούν για βοήθεια; Εγώ όχι. Ας θεωρηθώ προδότης, πρέπει να πάω εκεί, αλλιώς δεν θα μπορέσω να συνεχίσω με αυτήν τη συνείδηση» του αντιγύρισε.
«Είσαι τρελός Σβάιγκερ;» τον ρώτησε ο Κοχ.
«Αν θέλεις κάλυψέ με. Έχουμε φτάσει στο σημείο που την ανθρωπιά, την αποκαλούμε τρέλα»
«Γαμώτο! Καλά, εντάξει. Τρέχα! Ευτυχώς έχει ομίχλη με όλους αυτούς τους βομβαρδισμούς και κάτι τέτοιο είναι υπέρ σου. Ελπίζω να ξέρεις κολύμπι» του γρύλισε ο Κοχ.
«Καλά δεν πάω να κατακτήσω και το χρυσό στους Ολυμπιακούς» ήρθε η απάντηση και ο νεαρός σύρθηκε στο χώμα σχεδόν με την κοιλιά, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητος, τόσο από τους Σοβιετικούς, όσο και από τους δικούς του.
Κάθε λίγο σταματούσε, καθώς ήταν επικίνδυνο και έπειτα συνέχιζε, μέχρι που είδε τις ακτές του ποταμού, βρώμικες σαν του βούρκου εξαιτίας των καυσίμων που είχαν χυθεί. Παίρνοντας ανάσα, ξεκίνησε να χώνεται στα αηδιαστικά νερά και να κινείται στο μισοβυθισμένο ατμόπλοιο. Σώματα άψυχα είχαν βγει στην επιφάνεια, τουμπανιασμένα και μελανά. Ευτυχώς, εντόπισε έναν ηλικιωμένο και μία μητέρα με τον γιο της, να έχουν αρπαχτεί από ένα σημείο κλαίγοντας.
«Μη φοβάστε. Είμαι εδώ για βοήθεια» τους είπε στα ρωσικά και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ήταν πολύ διστακτικοί, μα καθώς δεν είχαν άλλη επιλογή, αφέθηκαν να τον πιστέψουν. Τη μητέρα με το παιδί τους έπιασε πρώτους. Τους ζήτησε να σταματήσουν κάθε κίνηση αντίστασης για να μπορεί να τους κουβαλήσει έξω. Κάποτε βυθιζόταν και ο ίδιος, καταπίνοντας νερό, ωστόσο συνέχιζε ακούραστα μέχρι την όχθη. Μόλις έφτασαν, η μητέρα τον κοίταξε συγκινημένη. Ήθελε να ρουφήξει την εικόνα του.
«Κάποτε το καλό, γυρνά πίσω. Ήμουν νοσοκόμα και έτρεχα τώρα να βοηθήσω τραυματίες. Σε ευχαριστώ εγώ και ο γιός μου»
Ο Όττο χαμογέλασε και βυθίστηκε μέσα ξανά, προκειμένου να φτάσει ως τον ηλικιωμένο, τον οποίο βοήθησε να αναπνεύσει, σαν κατόρθωσε να τον σώσει. Με το παγούρι του, του έδωσε λίγο νερό μιας και ο λαιμός του ήταν στεγνός, γεμάτος σκόνη. Ο κόσμος που καρτερούσε έξω, τον είχε καταλάβει και κάποιοι προσπάθησαν να τον καλύψουν. Κάθε σωτηρία, την υποδέχονταν με φωνές ενθουσιασμού. Στην τελευταία δυνατή διάσωση, έπεσε στη γη κουρασμένος, αδύναμος. Τότε μία κυρία, τον πλησίασε και του έδωσε μερικές πατάτες και λίγο γάλα.
«Για την ανθρωπιά σου» του είπε και εκείνος τη χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
Τίποτε άλλο δεν ειπώθηκε. Ο νεαρός πάλεψε να επιστρέψει πίσω, όταν έγινε στόχος σκοπευτών από τον κοντινό λοφίσκο. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή, εκείνος κυλίστηκε στο χώμα και με ταχύτητα, ξεκίνησε να σημαδεύει έναν έναν. Η ακρίβειά του ήταν εκπληκτική. Οι περισσότεροι ανάμεσα στα ρωσικά στρατεύματα, γνώριζαν γι' αυτόν τον Γερμανό και ήταν έτοιμοι να παρατάξουν και τους δικούς τους καλύτερους ελεύθερους σκοπευτές. Οι υπόλοιποι προσπάθησαν να τον καλύψουν. Οι σφαίρες χόρευαν γύρω του ταράζοντας το χώμα και δημιουργώντας μικρούς χωμάτινους πίδακες. Σηκώνοντας ξανά το κεφάλι του, καθώς η νύχτα είχε πέσει, κατόρθωσε να προχωρήσει μερικώς και τελικά να τρέξει προς τα ορύγματα που είχαν σκάψει οι δικοί του. Η ζημιά που είχε προκαλέσει δεν ήταν καθόλου αμελητέα. Δεν ήταν τυχαίο πως ως Ένοπλος Ες-Ες είχε ήδη τον Σιδηρούν Σταυρό Πρώτης Τάξεως ως παράσημο ανδρείας στη μάχη.
«Θα μας τρελάνεις» του ψιθύρισε ο Κοχ μόλις τον είδε να γυρνά.
«Ευχαριστώ που με κάλυψες και τις δύο φορές» του απάντησε ο Όττο.
«Ανάθεμα, μαζί είμαστε σε αυτό. Δεν θα σε άφηνα έρμαιο σε ρωσικά χέρια»
Οι δυο τους κάθισαν λαχανιασμένοι για λίγο στη βαθουλωμένη γη. Τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου και ο καιρός άλλαζε. Βροχές καθόλη τη διάρκεια της ημέρας τους μούσκευαν, ενώ προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα πόδια τους στεγνά, αλλιώς κινδύνευαν να τα χάσουν από γάγγραινα. Στο στάδιο αυτό οι ρωσικές επιθέσεις, αν και φάνταζαν άσκοπες, έδειχναν ξεκάθαρα την αποφασιστικότητα να υπερασπιστούν αυτά τα εδάφη. Η προπαγάνδα που κυριαρχούσε στην εφημερίδα του Μετώπου του Στάλινγκραντ, Stalinskoe znamia, έδειχνε τη φωτογραφία ενός κοριτσιού, δεμένου χειροπόδαρα και έγραφε Πρώτα οι φασίστες θα το βιάσουν ανελέητα και έπειτα θα το πετάξουν κάτω από ένα άρμα. Προχώρα μπροστά στρατιώτη και σκότωσε τον εισβολέα. Η εφημερίδα αυτή εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο τους Σοβιετικούς, οδηγώντας τους και στο μέλλον σε βιασμούς, όταν πια θα έφταναν να παρελάσουν στο Βερολίνο.
Λίγες μέρες αργότερα ο διοικητής της 62ης Στρατιάς Τσουικόφ, έφτασε στον Τύμβο του Μαμάγιεφ, στο Στρατηγείο του, εκείνον τον λόφο που θα μετατρεπόταν σε πεδίο συνταρακτικών μαχών, με τα πτώματα να θάβονται και να ξεθάβονται εξαιτίας των βομβαρδισμών. Σιγουρεύτηκε πως κάθε διοικητής θα υπερασπιζόταν την πόλη και πως η NKVD, θα είχε υπό τον έλεγχο της κάθε αεροδρόμιο και προβλήτα, ώστε να μην υπάρξουν λιποτάκτες. Σύντομα τόσο ο Τσουικόφ όσο και η Stavka* διέταξαν την 13η Μεραρχία Φρουρών να κινηθεί προς το Στάλινγκραντ. Εκεί βρισκόταν ο Σεργκέι και πλέον ο Γκαμπριέλ, αυτή η παράξενη σιβηριανή αλεπού, όπως τον αποκαλούσαν. Ο Σεργκέι δεν είχε εικόνα της απόλυτης καταστροφής της πόλης. Ήξερε μονάχα πως ο Ντίμα και ο Άλεξ βρίσκονταν εκεί και παρά το φόβο του, ένιωθε ελαφρώς καλύτερα για το γεγονός πως θα βοηθούσε και εκείνος. Αυτό βέβαια που τον ανησυχούσε, ήταν πως αρκετοί δεν είχαν οπλισμό.
Η Μεραρχία ωστόσο, καλύφθηκε κάτω από τις φτελιές και τις λεύκες, προσπαθώντας να μην γίνει αντιληπτή από τα αναγνωριστικά αεροσκάφη. Τους ούρλιαζαν διαρκώς διαταγές, σαν να ήταν ζώα, μα ο μόνος που δεν φαινόταν να νοιάζεται ούτε στο ελάχιστο, ήταν ο Γκαμπριέλ.
«Δεν θα μου μάθουν αυτοί οι νευρικοί διοικητές πώς να σημαδεύω. Εδώ καλά καλά δεν μας μοιράζουν όπλα. Πολλές απαιτήσεις έχουν» μούγκρισε.
«Δεν έχεις άδικο, μα η κατάσταση κρίνεται επείγουσα» απάντησε ο Σεργκέι.
«Στο ανάθεμα! Πάντοτε ήταν επείγουσα»
Τα ψυγεία τω φορτηγών είχαν υπερθερμανθεί, η σκόνη που σήκωναν τα οχήματα ήταν πυκνή και φυσικά είχαν από πάνω τους τα γερμανικά αεροπλάνα Messerschmitt που πολυβολούσαν τη φάλαγγά τους. Καθώς πλησίαζαν τον Βόλγα, οι σφένδαμοι σηματοδοτούσαν το τέλος της στέπας. Ο Σεργκέι ύψωσε τα μάτια του μπροστά και σκούντησε τον Γκαμπριέλ για να δει τον μαύρο καπνό που αναδυόταν από τα χαλάσματα του πολιορκημένου Στάλινγκραντ.
«Διάολε! Ποιος έχει επιβιώσει εκεί;»
«Όλοι θα επιβιώσουμε, πρέπει να το κάνουμε» του είπε αποφασιστικά ο Γκαμπριέλ.
Καθώς ετοιμάστηκαν να επιβιβαστούν ακόμη και σε βάρκες με κουπιά κατά το δειλινό, σύμφωνα με τις διαταγές του Ζούκοφ, τους μοίρασαν στα γρήγορα, πυρομαχικά, χειροβομβίδες και φαγητό. Οι δυο νεαροί, μαζί με άλλους πέντε, επιβιβάστηκαν σε μία βάρκα. Το πέρασμα ήταν απόκοσμο. Το μαύρο νερό που αντανακλούσε τις μπρούτζινες ανταύγειες του ουρανού, χτυπούσε στα ξύλινα πλευρά του πλεούμενου. Σκοτωμένα ψάρια γυάλιζαν στην επιφάνεια. Τότε, δίπλα τους ακριβώς, μία κανονιοφόρος δέχτηκε ισχυρό χτύπημα. Ο Σεργκέι είδε τους είκοσι άνδρες να κομματιάζονται μπροστά στα μάτια του. Κύμα σηκώθηκε και μαζί με τον Γκαμπριέλ έπεσαν στο νερό, μονάχα για να χτυπήσουν επάνω σε πτώματα. Οι σφαίρες πάλευαν να τους πετύχουν. Ο Σεργκέι πνιγόταν κάποτε, στην προσπάθειά του να βουτήξει στο νερό και να εξαφανιστεί από στόχος. Ο Σιβηριανός κυνηγός δέχτηκε ένα χτύπημα κοντά στον αγκώνα που τον έκανε να μουγκρίσει, ωστόσο με το δεξί του χέρι, κατόρθωσε να κολυμπήσει ως την ακτή για να αναλάβει δράση. Με τον Γεωργιανό στο πλευρό του και παρά τις απώλειές τους, η μάχη τώρα ξεκινούσε.
Stavka : Ανώτατη διοίκηση των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων
Χέρμαν Χοτ : Γερμανός Στρατηγός και εγκληματίας πολέμου κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου.Ο Χοτ διοίκησε την 3η ομάδα Πάντσερ κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα το 1941 και το 4ο Στρατό των Πάντσερ κατά την καλοκαιρινή επίθεση της Βέρμαχτ το 1942
Βασίλι Τσουικόφ : Ήταν ο διοικητής του 62ου Στρατού κατά τη διάρκεια της μάχης του Στάλινγκραντ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top