Ούτε ένα βήμα πίσω/ part 1

Ο διάδρομος φωτιζόταν από μία γαλάζια λάμπα. Ο Ντίμα άνοιξε το παράθυρο στηρίζοντας τους αγκώνες του στο περβάζι. Ο Αλεξέι βρισκόταν ακόμη στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ήδη από εκείνη την ημέρα της μάχης στο Βορονέζ. Είχαν περιποιηθεί τα εγκαύματά του και τον είχαν γλιτώσει στο παρά πέντε. Είχε αρνηθεί σχεδόν να εγκαταλείψει το σπίτι του που φλεγόταν και έλιωνε μπροστά στα μάτια του. Σχεδόν είχε κατορθώσει να μυρίσει την καμένη σάρκα των αναμνήσεών του, σαν να είχε παλέψει κάποιος βίαια να του ξεριζώσει τη ψυχή. Η κατάστασή του κρίθηκε κρίσιμη, μα ευτυχώς, όντας ο γιος του Ιωσήφ, μεταφέρθηκε έκτακτα από το Βορονέζ στο Στάλινγκραντ. Από τον τρίτο όροφο που βρισκόταν τώρα ο Ντίμα, είχε θέα ολόκληρη την πόλη. Το ποτάμι ήταν λευκό, τυλιγμένο στην αχλή της ζέστης, ενώ γυάλιζε με μία ηρεμία γλυκιά. Τα σκεπασμένα για τη συσκότιση τζάμια των κτιρίων, έβγαζαν ένα αχνό, γκριζογάλανο φως, που καθρεπτιζόταν στο άψυχο πρόσωπο του φεγγαριού. Πέρα στην ανατολική όχθη, ένα όχημα αχνοφαινόταν με αναμμένους τους προβολείς. Ο άνεμος που φυσούσε ταξιδεύοντας από τον Βόλγα, έφερνε μαζί του τη φρεσκάδα του νερού, μία καθάρια, δροσερή μυρωδιά.

Από τον θάλαμο απομόνωσης, άκουσε σιγανά τα βογκητά των ετοιμοθάνατων. Ήταν ένας θρήνος παράδοξος, μία τελευταία ανασεμιά προσπάθειας να κρατηθούν στη ζωή. Ο θάλαμος των αξιωματικών βρισκόταν μπροστά του, όταν ένα τραγούδι θλιβερό έφτασε στα αφτιά του και εκείνος αναγνώρισε ευθύς τη φωνή. Ήταν ο Άλεξ.

΄΄Θυμίσου Όλγα μου γλυκιά τις αλλοτινές μας χαρές, εκείνον τον Μάη στο Βορονέζ, τα χάδια και τις αγκαλιές που κάναμε οι δυο μας΄΄

Τι θα μπορούσε να του πει; Πως το χωριό δεν υπήρχε πια; Εκείνος το ήξερε, αφού είχε μείνει πίσω, προτού βρεθεί στο Στάλινγκραντ μαζί με τον Γκαμπριέλ. Από το βάθος ξεπρόβαλε η Όλγα μαζί με την Τάνια, τη νοσοκόμα φίλη της που εργαζόταν εδώ.

«Λοιπόν;» τις ρώτησε ο Ντίμα με ανυπομονησία .

«Η σωματική του κατάσταση βελτιώνεται μέρα με την ημέρα, μα όσο για την ψυχική....Δεν ξέρω, δεν είμαι βέβαιη. Προτιμά να είναι μόνος του, δεν μου μιλά σχεδόν καθόλου, υπάρχει μία διαρκής σκιά στα μάτια του, τελοσπάντων, δύσκολα τον αναγνωρίζω. Θα σου πρότεινα να τον αφήσεις λιγάκι. Ίσως θέλει χρόνο. Ξέρεις πόσο πολύ αγαπούσε το σπιτάκι εκείνο και εδώ που τα λέμε, δεν ήταν ο μόνος. Από όσο έμαθα, δεν έμεινε τίποτε. Ευτυχώς οι δικοί μας είναι καλά. Τα τούβλα φτιάχνονται ξανά μία μέρα, οι ανθρώπινες ζωές πάλι, όχι. Σε όλους μας κόστισε αυτό που συνέβη το δίχως άλλο. Τον καταλαβαίνω όμως. Καταστράφηκε μπροστά στα μάτια του, είδε όλα του τα υπάρχοντα να γίνονται στάχτες. Ο Άλεξ ήταν μία ελεύθερη ψυχή από πάντα και ο συνοικισμός εκείνος, ήταν το καταφύγιό του» πήρε μία βαθιά ανάσα «Θα τα ξαναπούμε...» τους αποχαιρέτησε η Όλγα έχοντας ως προσωρινό κατάλυμα το σπίτι της φίλης της.

Σαν έφυγε και ο τελευταίος, ο Άλεξ σηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι, βαστώντας μία πατερίτσα για βοήθεια. Είχε κυριολεκτικά σιχαθεί την ίδια του τη ζωή. Η οργή κόχλαζε σε βαθμό που σχεδόν του προκαλούσε ταχυπαλμία. Η εικόνα του δωματίου των αδερφών του να τυλίγεται στις φλόγες, των φωτογραφιών να μετατρέπονται σε στάχτη, των ενθύμιων από την Ούλια, από δικές τους οικογενειακές στιγμές τον είχε ποτίσει με φαρμάκι. Όρθιος τώρα μπροστά στο παράθυρο, πάλευε να αναπνεύσει. Ήταν η πρώτη φορά που αδημονούσε να γίνει καλά και να επιστρέψει στο μέτωπο. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που η διαταγή του Στάλιν ούτε ένα βήμα πίσω, ηχούσε στα αφτιά του σαν μελωδία. Θα πολεμούσε μέχρι και την τελευταία του ανάσα. Είτε από οργή, είτε από εγωισμό και πατριωτισμό, δεν θα επέτρεπε στους Φρίτσιδες να κερδίσουν τον πόλεμο. Ως εδώ ήταν.

Για λίγο το βλέμμα του πλανήθηκε έξω από το παράθυρο, δίνοντάς του την αίσθηση πως βρισκόταν ανάμεσα σε δύο κόσμους. Από τη μία σε εκείνον τον μακρινό, δροσερό και φρέσκο, με τα αστέρια και τα φεγγαρόλουστα νερά και από την άλλη σε εκείνον όπου επικρατούσαν τα βογκητά, τα φάρμακα, οι διαλέξεις των νοσοκομειακών κομισάριων. Όταν τον είχαν βρει, με το ζόρι τον φόρτωσαν σε ένα καμιόνι. Τα ρούχα του και τα χαλκοκόκκινα μαλλιά του, ήταν γεμάτα κολλιτσίδες, αγκάθια και ξερά χορτάρια. Κειτόταν έπειτα στο φορείο, με το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι, σχεδόν αναίσθητος, με το στόμα του μισάνοιχτο και το πρόσωπό του τυλιγμένο στη σκόνη και στο κάρβουνο. Τα ρούχα του είχαν καεί σε ορισμένα σημεία και τα πόδια του αιμορραγούσαν γεμάτα ανοιχτές πληγές. Στο σήμερα φυσούσε και ξεφυσούσε. Αν ήταν στο χέρι του, θα παρακαλούσε κάποια νοσοκόμα να του εξασφαλίσει λίγη βότκα. Στο τέλος θα κατέβαζε όλο το μπουκάλι που θα τον πετούσε ξανά σε έναν διαστρεβλωμένο κόσμο, σε μία προσωρινή, επίπλαστη ευτυχία, ή ακόμη καλύτερα θα τον άφηνε ξανά αναίσθητο.

Ο Γκαμπριέλ από την άλλη, ήταν εξίσου τυλιγμένος σε σκέψεις περίεργες. Σαν μοναχικός λύκος και αντέχοντας σε σκληρές συνθήκες, κυρίως του χειμώνα, ήταν από εκείνους που προκαλούσαν ζημιά παντού. Έχοντας ζήσει στην απομόνωση και στην άγρια φύση της Σιβηρίας ως κυνηγός, είχε εκπαιδευτεί από μόνος του στο καμουφλάρισμα. Επίσης ήταν τόσο αλαφροπάτητος που σχεδόν το θύμα στραγγαλιζόταν από τα ίδια του τα χέρια. Τόσο κοντά κατόρθωνε να φτάνει απερίσπαστος. Τα ομιχλώδη του μάτια, σχεδόν στο χρώμα του πάγου, έμοιαζαν απόκοσμα σαν γυάλιζαν στο λυκόφως το ρωσικό, όπως εκείνα του αρπακτικού. Έπειτα από το περιστατικό του ατυχήματος του μικρού του αδερφού, οι τύψεις τον ροκάνιζαν. Κοντά στο μέτωπο του Βορονέζ, εκείνος φρόντιζε να βγάζει από την μέση άτομα ακόμη και από τα μετόπισθεν. Τα στρατιωτικά νοσοκομεία ήταν η τέλεια εκδίκηση.

Καραδοκώντας, από μακριά, πρόσεξε έναν χειρούργο να στέκεται μπροστά από τον ασθενή του. Ήταν η τέλεια ευκαιρία. Δεν θα άφηνε κανέναν να ζήσει. Δίπλα του ακριβώς, στεκόταν εκείνη η γυναίκα με τα εβένινα μαλλιά που γνώριζε καλά τον Ντίμα και παραδίπλα, μία ακόμη. Για λίγο δίστασε, όταν τελικά πατώντας τη σκανδάλη, βρήκε τον γιατρό στο στήθος σκορπίζοντας το χάος. Ουρλιαχτά ακούγονταν από παντού, μα δίχως να το γνωρίζει, είχε τελικά κάνει τεράστιο καλό. Ο συγκεκριμένος, ήταν ένας άνδρας κοντά στα πενήντα. Η Χέλγκα προσπαθούσε από ένα σημείο και μετά να τον αποφεύγει, καθώς παρά το γεγονός πως ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του, ταυτόχρονα, ήταν και χειριστικός. Όσο περισσότερο λοιπόν έθετε όρια από την αρχή, τόσο το καλύτερο. Από την άλλη, έβλεπε την Τσάρλη να αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Κάποτε στα διαλείμματα την τσάκωνε να καπνίζει, έχοντας ένα βλέμμα απλανές και κενό. Μία φορά μάλιστα, είχε κάπως ευαισθητοποιηθεί και ρωτήσει, μα ποτέ της δεν πήρε καμία απάντηση. Καθώς όμως η Χέλγκα ήταν πάντοτε ριψοκίνδυνη και πεισματάρα, με τρόπο, ακολούθησε εκείνον και την Τσάρλη, για να τους βρει σε ένα παλαιό δωμάτιο ενός κτηρίου όπου είχαν εγκαταστήσει το νοσοκομείο, σε άσεμνες περιπτύξεις. Εκείνη φαινόταν να πιέζεται, να τον παρακαλά να την αφήσει ήσυχη και αυτός, έχοντάς την γονατιστή μπροστά του, της τόνιζε πως αν φερόταν έξυπνα, θα έλεγε σε όλους τα καλύτερα. Όσο και αν του τόνιζε πως είχε σύζυγο, εκείνος απλώς την έκανε να σωπαίνει, αρπάζοντας τα μαλλιά της και τοποθετώντας το πρόσωπό της στα γεννητικά του όργανα.

Το τέλος του λοιπόν, όσο σοκαριστικό και αν ήταν από πλευράς του αθέατου σκοπευτή, τόσο καθαρτικό φάνταζε για την Τσάρλη που έτρεξε να καλυφθεί στις παρυφές του δάσους, σαν έβλεπε και τραυματίες να σφαγιάζονται από τις αόρατες σφαίρες. Ο τρόμος της ήταν τεράστιος. Με τα ματωμένα της γόνατα, σύρθηκε στο χώμα, αλλά μιας και δεν είχε ιδέα από τα εδάφη της περιοχής, τα παγωμένα νερά μίας λίμνης, καλυμμένης με νούφαρα, την υποδέχτηκαν στον βαλτώδη βυθό τους. Μπορεί να ήταν καλοκαίρι σχεδόν, μα εξακολουθούσε το υγρό στοιχείο εκείνου του τόπου να είναι ψυχρό. Καταπίνοντας το λασπώδες νερό, ήταν βέβαιη πως ο θάνατός της θα ερχόταν αργά από πνιγμό. Δεν ήξερε κολύμπι, γουλιές γουλιές την έπνιγαν, η αγωνία την ωθούσε να κάνει ακόμη πιο σπασμωδικές κινήσεις, μέχρι που για λίγο, πρόσεξε ένα ζευγάρι μάτια να την κοιτάζει κρυμμένο στις φυλλωσιές.  Δεν θα ζητούσε βοήθεια. Ήταν άσκοπο. Το πρόσωπό της ξεκίνησε να μελανιάζει και η αναπνοή της να βγαίνει ολοένα και πιο κοφτή. Οι μύες του κορμιού της ατόνησαν και το ελώδες έδαφος άρχισε να την καταπίνει αργά, σαν τον βόα που σαδιστικά χώνευε κομμάτι κομμάτι το κορμί του θηράματος.

Ο Γκαμπριέλ στην ουσία παρακολουθούσε τον πνιγμό της. Για λίγο σκέφτηκε αν ήταν πράγματι ένας σαδιστής στη ζωή του, σε σημείο να λαμβάνει ευχαρίστηση από μία τέτοια εικόνα. Ο αδερφός του είχε χάσει τη ζωή του με παρόμοιο τρόπο. Το θύμα στην προκείμενη περίπτωση, ήταν μία Ναζί. Δεν είχε σημασία αν πολεμούσε. Ως νοσοκόμα βοηθούσε τους στρατιώτες του εχθρού. Όταν όμως είδε να του γυρνά τη πλάτη δίχως να παρακαλέσει για σωτηρία, έχοντας καταλάβει και η ίδια πως δεν υπήρχε περίπτωση να απλώσει ένας Σοβιετικός το χέρι και να την βοηθήσει, ένιωσε οίκτο. Την έβλεπε να χαροπαλεύει για όσο ακόμη τη στήριζαν οι δυνάμεις της, μέχρι που αφέθηκε να βυθιστεί τελείως. Ήταν τότε που εγκατέλειψε την κάλυψή του και με το ένα μόνο χέρι την τράβηξε έξω σέρνοντάς τη στο έδαφος. Το κορμί της είχε παγώσει και μελανιάσει, τα χείλη της, μαβιά και εκείνα, είχαν σφιχτεί παράδοξα. Τα ρούχα της είχαν κολλήσει επάνω της και για λίγο ο Γκαμπριέλ την κοίταξε. Με τρόπο, σήκωσε τα μανίκια προς τα πάνω. Χιλιάδες μελανιές, που πλέον είχαν υιοθετήσει το χρώμα της σαπίλας, όργωναν τα λεπτά της μπράτσα. Τα δάχτυλά του παραμέρισαν τα μαλλιά της αποκαλύπτοντας ένα ολόλευκο στέρνο και προσέχοντας στη βάση του λαιμού της, ένα σημάδι γνώριμο. Ο τρόπος ωστόσο και η εικόνα του, ήταν δοσμένα με βία. Ξεκίνησε να αντιλαμβάνεται πως η συγκεκριμένη κοπέλα, ήταν μάλλον θύμα ανδρικής ασέλγειας.

Αφήνοντάς την, μπήκε σε σκέψεις. Σε ένα περιστατικό που θυμόταν, οι Σοβιετικοί είχαν βιάσει τρεις νοσοκόμες, σε μία παλαιά επίθεση. Ο βιασμός τους, είχε τη ρίζα του στην εκδίκηση, οι δε βιαστές, δεν ήταν πάντοτε αλήτες στο παρελθόν, μα ο πόλεμος είχε βγάλει προς τα έξω τα ζωώδη ένστικτα. Εκείνος πάλι, έκανε απλώς τη δουλειά του πολεμώντας. Δεν είχε την όρεξη, μα ούτε και κατανοούσε σε τι είδους αφροδισιακά μονοπάτια θα τον οδηγούσε η ασέλγεια πάνω σε μία ημιθανή γυναίκα, θύμα παρελθοντικής ασέλγειας κατ' εξακολούθηση κατά πώς φαινόταν. Ούτε καν η εκδίκηση δεν φαινόταν αρκετή για να τον παρασύρει σε τέτοιες πράξεις. Ο πνιχτός της βήχας, τον πέταξε από τις σκέψεις. Την πλησίασε και την γύρισε στο πλάι, παρακολουθώντας τη να φτύνει το βρομόνερο, με τους πνεύμονες να προσπαθούν να πάρουν ανάσα. Κουβέντα δεν έλεγε. Ξαπλωμένη όπως ήταν, παραδόθηκε σε σπασμούς εξαιτίας του κρύου. Τα δόντια της χτυπούσαν αναμεταξύ τους. Στην ουσία, ο νεαρός ήξερε τη λύση, μα θα την έφερνε σε δύσκολη θέση. Δεν μιλούσε γερμανικά, μόνο ρωσικά, ωστόσο έπρεπε να της εξηγήσει πως αν ήθελε να ζεσταθεί, τα βρεγμένα ρούχα της δεν βοηθούσαν.

Στάθηκε μπροστά της και ξεκίνησε να κάνει κινήσεις.Της έδειξε τα ρούχα και προσπάθησε να την κάνει να καταλάβει, πως όσο στέγνωναν επάνω της, τόσο περισσότερο θα πάγωνε. Εκείνη πάλι φοβήθηκε πως για ακόμη μία φορά θα έπεφτε θύμα εξευτελισμού. Έτσι όμως είχε μάθει να επιβιώνει με τον νεκρό πλέον, πρώην βιαστή της. Είχε ακούσει για περιστατικά κτηνωδίας των Ρώσων. Ίσως αν απλά αφηνόταν, γλύτωνε τη ζωή της. Αντιλαμβανόμενη αλλιώς το μήνυμα, ξεκίνησε να αφαιρεί υπάκουα τα ρούχα της. Δεν τον κοιτούσε καν στα μάτια, απλώς έκλαιγε βουβά και έτρεμε. Μένοντας με τα εσώρουχα σχεδόν, ο Γκαμπριέλ, αντίκρισε επιπλέον σημάδια σε σημείο που η ανατριχίλα του, αντικατοπτρίστηκε στο πρόσωπό του. Εκείνη άνευρα, άνοιξε σχεδόν τα πόδια της γυρνώντας τη ματιά της στο πλάι. Ο νεαρός ταράχτηκε. Την πλησίασε κλείνοντάς τα και τραβώντας την να σηκωθεί. Τον εκνεύριζε που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν αλλιώς. Αφήνοντάς την καθιστή, άνοιξε την μπροστινή πλευρά της στολής του, ίσα να φανεί το γυμνό του στέρνο. Την έδειξε με το δάχτυλο και κατόπιν, αγκάλιασε τον εαυτό του. Η Τσάρλη συνοφρυώθηκε. Της ζήτησε να πλησιάσει ενώ κάθισε στο χώμα.

Η κοπέλα έκανε μισό βήμα και εκείνος την τράβηξε απαλά. Ανοίγοντας τη ζεστή στολή του, πέρασε το ένα χέρι του γύρω της και τη σκέπασε. Η θέρμη του ανθρώπινου κορμιού, ήταν ο καλύτερος τρόπος να ζεσταθεί κάποιος. Ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου. Ένιωσε το κορμί της τεντωμένο από την αγωνία. Ο ίδιος δεν κουνήθηκε περισσότερο, ούτε μίλησε. Οι σκέψεις του πέταξαν μακριά, στην δική του αφιλόξενη πατρίδα, τη Σιβηρία, στο πρώιμο λυκόφως της, στο χιόνι που έτριζε κάτω από τα πόδια του, στο μακρινό κίτρινο φως του φτωχικού του που αποτελούσε σημάδι για εκείνον επιστροφής, από τις βραδινές του περιπλανήσεις. Υπήρχαν και οι ευχάριστες στιγμές, εκείνες με τον αδερφό του τον μικρό, το έλκηθρο και τις βόλτες, μέσα στη χιονοθύελλα. Έκανε τόσο κρύο κάποτε, που έσπαζαν τα τζάμια. Ο πατέρας του αποθήκευε το γάλα ορισμένες φορές, σε στέρεα μορφή. Όλα αυτά έμοιαζαν μακρινά. Μία έντονη ανάσα τον αποσυντόνισε.  Με την άκρη του ματιού του, την είδε να έχει γείρει μπροστά, παραδομένη στον Μορφέα. Θα την άφηνε για λίγο. Περισσότερο ήταν επικίνδυνο.

΄΄Είναι όμορφο να νιώθεις ασφάλεια τελικά. Να μην πονάς, να μην αγχώνεσαι΄΄ σκέφτηκε και ίσως και για την Τσάρλη να ήταν η πρώτη φορά που δεν πονούσε. Που το σώμα της δεν γινόταν άνδρο μίας μίζερης, ανδρικής κατάκτησης.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top