Ο τελευταίος σταθμός; / part 3
Τέλη Δεκέμβρη- Αρχές Γενάρη 1942, κοντά στο Βολοκολάμσκ
Ο δρόμος ήταν δύσκολος όπως πάντα και δοκίμαζε τις αντοχές του. Το περιστατικό με τον Όττο, το είχε αφήσει πίσω του, θα έλεγε κανείς πως είχε προσπαθήσει να το θάψει. Πλέον, σημασία είχε η υπεράσπιση της Μόσχας και ακόμη περισσότερο, το δίδαγμα ενός ισχυρού μαθήματος στους Γερμανούς πως δεν ήταν αήττητοι. Όλοι φοβούνταν. Κανένας δεν τους είχε μοιράσει εκτός από τις χλαίνες τους, πακέτο και την αφοβία. Ήταν καιρός όμως, ο Φόβος να τρέξει στο κατόπι των Φρίτσιδων, όπως τους αποκαλούσε πάντοτε ο Ντίμα. Τα καλά νέα ήταν, πως επιτέλους θα συναντούσε τον πατέρα του και το Σεργκέι, που μήνες τώρα πολεμούσε κοντά στις περιοχές της Βυάσμα και του Βολοκολάμσκ. Πιο πίσω, στο Κίεβο κοντά, είχε κάποτε χαθεί ο Νικήτα, ο Γεωργιανός κολλητός φίλος του Σεργκέι. Του είχαν διαλυθεί τα πόδια και αφέθηκε αναγκαστικά στην τύχη του, αφού δεν θα υπήρχε καμία σωτηρία. Μαζί με εκείνους, υπήρχαν και μέλη της 413ης Σιβηριανής Μεραρχίας. Ο Άλεξ που γνώριζε κυριολεκτικά και τις πέτρες αυτής της απέραντης χώρας, καμωμένης από τοπία άγρια, ερήμους και πάγους, είχε ακουστά τον Γκαμπριέλ Κουρμπάτοφ, Σιβηριανό κυνηγό με ελαφρώς τρομακτικά χαρακτηριστικά. Είχε έντονα, ψηλά ζυγωματικά, ένα καστανό ανοιχτό χρώμα στα μαλλιά και μάτια που σχεδόν έμοιαζαν λευκά, ιδιαίτερα σαν βρισκόταν μπλεγμένος με τον χειμερινό φόντο.
Ο Άλεξ μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχε φέρει εις πέρας την αποστολή του, με τον δικό του τρόπο πάντα, παλεύοντας να γλιτώσει ορισμένους και επανατοποθετώντας τους στο μέτωπο. Φυσικά εκείνη η διαταγή, δεν ήταν η μοναδική τρελή διατύπωση του μένους του Στάλιν. Ήδη από της 17 Νοεμβρίου, είχε εκδώσει την εντολή 0428, που εφάρμοζε επί της ουσίας την τακτική της καμένης γης. Κάτι τέτοιο σήμαινε πως οι δόλιοι οι άμαχοι θα έμεναν δίχως σπίτια καταμεσής του Χειμώνα και θα αντιμετώπιζαν πλέον δύσπιστα και εχθρικά και τους δύο στρατούς.
Ο Γκαμπριέλ θυμόταν πως είχαν εξουθενωθεί ήδη πολεμώντας στο Κίεβο. Εκείνος είχε τραυματιστεί στο στομάχι, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον γερμανικό κλοιό. Κατόπιν, ανάρρωσε σε ένα νοσοκομείο κοντά στη Μόσχα. Ο τραυματισμός του τον είχε κάνει ακόμη πιο δύστροπο από όσο ήταν, ενώ στη θέα και μόνο ενός Γερμανού, μονομιάς του ανέβαινε η πίεση προερχόμενη από την οργή. Πριν να αναγκαστεί να ριχτεί στη μάχη, ζούσε μακάριος και απομονωμένος στις περιοχές της Σιβηρίας, κυνηγώντας. Δεν ήταν καθόλου κοινωνικός και σιχαινόταν να υπακούει σε εντολές. Ακόμη και στην εκπαίδευσή του για σημάδι, εκείνος έριχνε όπως τον βόλευε και σπανίως όπως τον πρόσταζαν, κάνοντας τον διοικητή του να αφρίσει. Καθώς όμως ήταν σκληροτράχηλος και απολύτως συνηθισμένος στις πολικές θερμοκρασίες, ντυμένος κατάλληλα με τις αιώνιες μπότες, το αμπέχονο από βαμβάκι και μαλλί, καθώς επίσης και το λευκό ένδυμα παραλλαγής, τόσο εκείνον όσο και τους ομοίους του, τους είχαν ανάγκη. Εκτός από το πλιγούρι και τον ζεστό ζωμό, η βότκα ήταν απαραίτητη για το κρύο, πάντοτε με μέτρο.
Όταν ο Αλεξέι έφτασε και ενώθηκε με τις μονάδες του Ιωσήφ και του Ζούκοφ που όλη την ώρα τσακωνόταν με τον Στάλιν στο τηλέφωνο, η συγκίνηση ήταν απερίγραπτη. Ο Ιωσήφ τον αγκάλιασε σφιχτά παλεύοντας να κρύψει τα δάκρυά του.
«Πώς είσαι;» του ψιθύρισε κοντά στο αφτί.
«Ζω με χρόνο δανεικό, χάρη σε εσένα» απάντησε με ψυχραιμία και πίκρα ο Αλεξ που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να φέρνει στο μυαλό του, τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στα γραφεία της NKVD.
Μπροστά του βρέθηκε ο Σεργκέι, ο μελαχρινός της παρέας. Χλωμός και αδύνατος, αγκάλιασε σφιχτά τον παιδικό του φίλο, μονάχα που εκείνον δεν τον ένοιαζε αν θα φανούν τα δάκρυα. Είχε τόσους μήνες να δει τον κοκκινομάλλη σύντροφό του στη ζωή, τόσους μήνες που πίστευε πως θα ήταν χαμένος. Αυτό που δεν γνώριζε, ήταν πως ο Άλεξ είχε πλέον αλλάξει. Πως είχε αφήσει για πάντα πίσω του το ανέμελο παιδί, μα και τον απόλυτο στρατιώτη. Αυτή η αλλαγή οφειλόταν στον Όττο. Πριν από εκείνον και τον Στάινερ, οι Γερμανοί ήταν ένας άψυχος εχθρός, ήταν όλοι τους πλασμένοι όπως τα Ες-Ες. Δολοφόνοι, χειριστικοί, ρατσιστές. Πράγματι μία τεράστια μερίδα ήταν, δυστυχώς όμως για τον Άλεξ, είχε πέσει σε μία παράξενη εξαίρεση επάνω και αυτό είχε σταθεί αρκετό για να του αφήσει μέσα του το στίγμα μίας ζωής. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ του, το νερό που έσταζε στο διψασμένο του στόμα από το παγούρι του Όττο, το μεγαλείο της ψυχής του να σηκώσει τον πληγωμένο του αντίπαλο και να τον μεταφέρει κατά μήκος της ουκρανικής στέπας, ακόμη και το φαγητό που μοιράστηκε μαζί του, κερδίζοντάς το από ένα ουκρανικό σπίτι.
«Είσαι καλά; Κάπου χάθηκες» του είπε ο Σεργκέι.
«Είναι μία μόνιμη κατάσταση αυτές οι διακοπές επικοινωνίας. Θα τις συνηθίσεις» μούγκρισε ο Ντίμα κάνοντας νόημα στον Άλεξ να αναδυθεί από εκείνο το σκοτεινό πηγάδι που διαρκώς έπεφτε, έπειτα από εκείνη την ημέρα συνάντησής του με τον Γερμανό.
Στο βάθος, στεκόταν τυλιγμένη σε μία παράδοξη μεγαλοπρέπεια η φιγούρα του Γκαμπριέλ. Ήταν διαφορετικός από τους κοινούς Ρώσους, όντας μεγαλωμένος μακριά από τον πολιτισμό, σε μία αχανή έκταση κυρίως πάγου για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Φορώντας γούνινο γιλέκο, γούνινο πηλήκιο και γάντια mittens, καθόταν αγέρωχος επάνω σε ένα βράχο. Τα απόκοσμα μάτια του, όμοια με εκείνα του αρπακτικού, καρφώθηκαν στον Αλεξ και ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό του που ευθύς τον έκανε να μοιάζει όμορφο.
«Ο συγκεκριμένος, πλένεται με χιόνι. Απλώς για να ξέρεις με τι έχεις να κάνεις» του ψιθύρισε ο Σεργκέι καθώς ο Γκαμπριέλ πλησίαζε.
«Σύντροφε Φεντόροφ» τον χαιρέτησε με μία τυπική ευγένεια.
«Σύντροφε Γκαμπριέλ, σαν στο σπίτι σου εδώ» χαμογέλασε εννοώντας το κρύο.
«Δυστυχώς όχι, δεν είναι σαν το σπίτι. Ξέρεις εκεί που τεντωνόμουν καλά καλά, ειδοποιήθηκα να ξεπαστρέψω μερικά τομάρια, τα οποία παραλίγο να ξεπάστρευαν εμένα» έδειξε την πληγή στο στομάχι του κοντά «Βέβαια το πλήρωσαν αυτό. Έπρεπε να τους έβλεπες να τρέμουν σαν γυναικούλες, καθώς ήρθαν στη Ρωσία με τα φασιστικά μαγιό τους. Ούτε γουνίτσα για δείγμα, εκτός από έναν που πήρε το μάτι μου, ο οποίος πριν από αρκετές εβδομάδες, σε μία μας περιπολία, σειόταν μπροστά μας επιδεικνύοντας το επενδυμένο με μαλλί παλτό του» ο Άλεξ χαμογέλασε.
Μονάχα ένας θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Σβάιγκερ. Αυτός ο τρελός Γερμανός, ο καλός φίλος που τόσο αγαπούσε και που αδυνατούσε να καταπιεί το γεγονός πως ύψωσε όπλο εναντίον του. Δεν είχε όμως καμία άλλη επιλογή. Ήταν ο μόνος τρόπος να τον σώσει και να του ξυπνήσει το αίσθημα της επιβίωσης. Εκεί που είχαν φτάσει θα πολεμούσαν και αν βρίσκονταν κάποια μέρα ο ένας απέναντι στον άλλο ως εχθροί, τα πράγματα θα γίνονταν πολύπλοκα. Ο Όττο είχε χάσει τα πάντα στη ζωή του και ο Άλεξ δεν ήθελε να του στερήσει και έναν φίλο. Ήταν καλύτερα να τον πιστεύει ως εχθρό του, τώρα που ακόμη βρίσκονταν στην αρχή.
«Άλεξ;» άκουσε στο βάθος του μυαλού του τη φωνή του Γκαμπ και τινάχτηκε.
«Έσβησες πάλι;» τον μάλωσε ο Ντίμα και για λίγο τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε παράμερα «Τι σου συμβαίνει Αλεξέι πια; Από τότε που τσακώθηκες με αυτόν τον φασίστα, είσαι αλλού. Ούτε η γκόμενά σου να ήταν! Σύνελθε γιατί έχουμε μάχες και πάνω από όλα, εσύ οφείλεις να προστατέψεις την οικογένειά σου!» τον μάλωσε.
«Δεν μπορώ. Όπως θα κατάλαβες, δεν τον πυροβόλησα στ' αλήθεια, επομένως είναι ζωντανός. Αν τον δω στη μάχη, δεν θα μπορέσω να του κάνω κακό. Εκείνος μου έσωσε τη ζωή. Προτιμώ λοιπόν να δώσω τη δική μου, παρά να τον χτυπήσω. Αν εγώ σκοτωθώ, κανείς δεν θα κινδυνέψει από τους δικούς μου» απάντησε εξαγριώνοντας τον Ντίμα περισσότερο.
«Τι λες; Τι σε έχει πιάσει; Για έναν Γερμανό θα βυθίσεις στο πένθος την οικογένειά σου; Τρελάθηκες;»
«Για έναν φίλο! Δεν με νοιάζει από πού κατάγεται! Βαρέθηκα πια! Θέλω να γίνω φυσιολογικός! Τι στο ανάθεμα δεν καταλαβαίνεις; Ξέρεις πώς είναι να πεθαίνεις; Να σβήνεις; Να μην σε ενοχλούν οι αφόρητοι πόνοι στο κορμί σου και οι μύγες που σε τρώνε; Ξέρεις τι σημαίνει να σε ανακουφίζει κάποιος; Οι σύντροφοί μου με παράτησαν στο πεδίο της μάχης. Βρισκόμουν στο πλάι ενός παλικαριού που αργοπέθαινε, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Όττο, ο Γερμανός, είχε μόλις χάσει και τον τελευταίο του φίλο. Ωστόσο, δεν με άφησε πίσω. Με κουβάλησε όπως σου έχω πει στην πλάτη του. Τον έφερα στο σπίτι μου....»
Στο..Βορονέζ; Έφερες τον...στο Βορονέζ;»
«Ναι. Η Ούλια τον λάτρεψε, ο Ιωσήφ επίσης. Το ξέρω, είναι πατέρας μου. Εκεί παίξαμε ποδόσφαιρο, τρέξαμε στον ποταμό Ντον. Περπάτησα εξαιτίας του, με βαστούσε σε κάθε βήμα κατά μήκος της ουκρανικής στέπας. Έχω ακόμη καρδιά ξέρεις. Όλες αυτές οι εικόνες, πέρασαν στο πετσί μου μέσα. Δεν μπορώ να τις σβήσω. Μόνο εγώ ξέρω πώς ύψωσα το όπλο μου και τον σημάδεψα. Στη μάχη δεν θα το κάνω. Για εμένα, τιμή δεν είναι μονάχα να πολεμάς για την πατρίδα, μα να πολεμάς και για την αγάπη, την ανθρωπιά. Είμαστε άνθρωποι Ντίμα. Οι ηγέτες μας, μας πιέζουν να αλληλοσπαραχθούμε σαν τα σκυλιά, σαν τους κανίβαλους. Αν ο Στάλιν συναντούσε αύριο τον Χίτλερ συμφεροντολογικά, ίσως αγκαλιαζόντουσαν. Από εσένα όμως, απαιτούν να δολοφονείς. Εγώ δεν θα συμμετάσχω σε αυτό το παιχνίδι. Ο Όττο είναι φίλος μου, είτε σου αρέσει, είτε όχι. Όσο για τους Γερμανούς γενικά, ναι, θα πολεμήσω και θα σταθώ δίπλα σας παρά την προδοσία που έζησα στο πετσί μου από τα κυβερνητικά στελέχη. Θα παλέψω για το Βορονέζ και για τους ανθρώπους που αγαπώ. Κάνε μου την χάρη λοιπόν και άφησέ με να χάνομαι σε σκέψεις. Είναι όμορφες κάποτε, πιο ανθρώπινες» τελείωσε και ξεκίνησε να βηματίζει περνώντας μπροστά από τον μοναχικό λύκο, τον Γκαμπριέλ.
«Είσαι καλύτερα;» τον ρώτησε.
«Είμαι εντάξει. Συγγνώμη που κάποτε χάνομαι»
«Να πιάσω το σαμοβάρι; Θα θέλεις κάτι ζεστό»
«Δεν αρνούμαι ποτέ τέτοιες προτάσεις» χαμογέλασε ο Άλεξ αμήχανα, όταν είδε τον Σιβηριανό να βγάζει εκείνη τη γούνα που κάλυπτε το κεφάλι του και στο πλάι, να δεσπόζει μία δύσμορφη ουλή. Στο σημείο αυτό, το τριχωτό της κεφαλής του έλειπε. Η βλάβη ήταν τόσο μεγάλη που δεν είχε κατορθώσει να το καλύψει το καστανό του μαλλί.
«Άσχημο, έτσι; Το ίδιο πιστεύω και εγώ. Το έπαθα στο κυνήγι, όταν ήμουν πιο μικρός, γύρω στα δεκαπέντε. Δέκα χρόνια μετά και εξακολουθεί να με στολίζει. Από τότε, έχασα και την ελπίδα μου να βρω κάποια καλή κοπέλα. Δεν βοηθά το παρουσιαστικό μου, μήτε ο χαρακτήρας μου ο μοναχικός. Το εκμεταλλεύτηκα όμως. Οι Φρίτσιδες τρέχουν ουρλιάζοντας ΄΄O Mein Gott!΄΄» έκανε παύση καθώς οι δυο τους βάδιζαν σε ένα χωράφι. Στη μέση, υπήρχε μία μικρή, παγωμένη λίμνη. Οι νεαροί συνέχισαν να βαδίζουν, όταν συνειδητοποίησαν πως ολόκληρη η παγωμένη επιφάνεια, αντανακλούσε χιλιάδες χλωμά πτώματα Γερμανών. Άλλοι, είχαν παγώσει από το κρύο, άλλοι είχαν σκοτωθεί στις νάρκες και άλλοι στον πόλεμο. «Δεν είναι οι μόνοι. Στη διαδρομή έχω συναντήσει παγωμένα πτώματα, στοιβαγμένα, όπως ακριβώς τα υλοτομημένα δέντρα. Το έχω συνηθίσει» τελείωσε όταν άκουσαν τον Ιωσήφ να φωνάζει ΄΄Συναγερμός!΄΄
Μπροστά τους, είδαν μερικούς άνδρες να τρέχουν προς το δάσος. Οι ίδιοι, καθώς και ο Ντίμα και ο Σεργκέι, άνδρες επίσης του πυροβολικού, έτρεξαν στο πλάι του διοικητή τους που ήταν ο Ιωσήφ. Τρία λεπτά αργότερα, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και έπειτα, είδαν τον πολιτικό του λόχου πολυβόλων, να πλησιάζει τον Ιωσήφ, ο οποίος είχε φωνάξει επίτηδες την λέξη Συναγερμός, προκειμένου να δοκιμάσει την πίστη και την τόλμη των ανδρών του.
«Σύντροφε διοικητή, έχουμε ένα περιστατικό άσχημο. Ο Μπλοχά, το δεξί σας χέρι, ε, λοιπόν πυροβόλησε τώρα το δικό του χέρι»
Πρώτη φορά ο Αλεξέι έβλεπε τον πατέρα του να οργίζεται και να σκληραίνει. Ο Ιωσήφ είχε υιοθετήσει την απόλυτη συμπεριφορά του Ρώσου διοικητή. Τίποτε δεν του θύμιζε τον τρυφερό πατέρα. Η φωνή του στεντόρεια, έδωσε την εντολή.
«Φέρε τον εδώ! Αμέσως!»
Ο πρώτος προδότης, οπρώτος αυτοτραυματίας. Ο Ιωσήφ ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Η ποινήήταν μία και μοναδική. Εκτέλεση.Με κόπο, ο τραυματίας μεταφέρθηκε μπροστά του. Το τάγμα, διατάχθηκε να παραταχθεί σε σχηματισμό. Ο Σεργκέι και ο Άλεξ, όσο και ο Ντίμα, είχαν παγώσει μπροστά σε έναν Ιωσήφ που κοιτούσε τον Μπλοχά σχεδόν με απογοήτευση. Ένιωθε να ιδρώνει, ωστόσο κατέπνιξε όλα του τα συναισθήματα.
«Μίλα!» τον πρόσταξε.
«Συγχωρέστε με...ειλικρινά δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, δεν ξέρω τι με έπιασε» κόμπιασε ο άνδρας του οποίου το χέρι έσταζε αίμα.
«Θα σε τουφεκίσω μπροστά στο τάγμα» πήρε την απάντηση και τον είδε να πέφτει στα γόνατα.
«Συγχωρέστε με!» παρακάλεσε, ωστόσο ο Ιωσήφ ανέκφραστος τον πλησίασε και του ξήλωσε τα διακριτικά και το αστέρι του κόκκινου φαντάρου. Εκείνος στεκόταν με πανιασμένο πρόσωπο και με τα χέρια κρεμασμένα, άψυχα.
«Τάγμα, προσοχή!» διέταξε. Ο Αλεξέι τον κοιτούσε με τρόμο. Δεν μπορεί να τον εκτελούσε, όχι ο Ιωσήφ «Σύντροφοι, όλοι σας τη στιγμή που φώναξα συναγερμός, ετοιμαστήκατε να το βάλετε στα πόδια. Σύντομα όμως επιστρέψατε στο πλάι μου. Όλοι εκτός από έναν, που προτίμησε να πυροβολήσει το χέρι του, προδίδοντας την πατρίδα. Αγαπά τη ζωή, τον ήλιο, τον αέρα και αποφάσισε πως μάλλον εσείς, πρέπει να πεθάνετε για να ζήσει εκείνος» τον κοίταξε σκληρά «Ναι, στη μάχη θα έχουμε νεκρούς. Εκείνους που θα πέσουν σαν πολεμιστές όμως, δεν θα τους ξεχάσει η πατρίδα»
«Συγχωρέστε με..»ψέλλισε, μα τίποτε δεν μπορούσε να γίνει.
΄΄Αχ, Μπλοχά, ανάθεμά σε..΄΄΄σκέφτηκε με πίκρα ο Ιωσήφ ΄΄Ήσουν άξιος, με τόση μαστοριά έδενες και έλυνες το πολυβόλο. Δεν έχω επιλογή΄΄
Είδε τότε το βλέμμα το κουρασμένο του Μπλοχά να κατηφορίζει στη γη. Μονάχος του, με το καλό του χέρι, ξεκούμπωσε τη χλαίνη και την πέταξε στο παγωμένο έδαφος. Το όπλο του Ιωσήφ υψώθηκε, η σφαίρα καρφώθηκε στο μέτωπο και ο προδότης, λιποτάκτης έπεσε στη γη ασάλευτος. Ο Αλεξέι ξεροκατάπιε. Ο πόλεμος. Θεέ μου πόσο τρομακτικός ήταν. Έβγαζε στον καθένα τον χειρότερο εαυτό, μα στην λεπτομέρεια τελικά κρινόταν ο άνθρωπος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top