Ο Στρατηγός Λάσπη και ο Υπολοχαγός Χειμώνας/ part 4
Ο αέρας που φυσούσε γύρω του, ήταν γεμάτος σκόνη και στάχτες, ενώ η παγωνιά ήταν αφόρητη. Με το αυτοκίνητο σταμάτησαν σε μία έρημη πλατεία, γεμάτη ερείπια. Ο οδηγός του Όπελ, έδειξε στον Μπάλντερ ένα κτήριο, με κολόνες διάτρητες από σφαίρες και μπαλκόνια μαυρισμένα και άδεια. Ένα κοντάρι με τη σημαία του αγκυλωτού σταυρού, κρεμόταν άψυχο σαν το κουρέλι. Με τον γυλιό του στο χέρι, έδωσε στους στρατιώτες της εισόδου το φύλλο πορείας του και τα χαρτιά του. Ο Hiwi* σε σπαστά γερμανικά, του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο εσωτερικό του πρώην καταστήματος. Κατέβηκαν μαζί τα σκαλοπάτια με τα χιλιάδες θρύψαλα να καλύπτουν την επιφάνειά τους. Κομμάτια σπασμένου γύψου έτριζαν κάτω από τις μπότες του σαν βάδιζε στο σκοτεινό κτήριο. Στις αλλοτινές του βιτρίνες, υπήρχαν κούκλες πλαστικές, με θρυμματισμένα από τις σφαίρες κεφάλια. Πίσω τους, μέσα στο σκοτάδι υπήρχαν πάγκοι καλυμμένοι με χαλάσματα. Φτάνοντας στο υπόγειο, ένα αρρωστιάρικο, κιτρινωπό φως από υποτροφοδοτούμενους λαμπτήρες, κάλυπτε τον χώρο. Στρατιώτες της Βέρμαχτ, φορώντας κάθε είδους ένδυμα, από ρωσικά παλτό με γερμανικά σύμβολα, ως χλαίνες και γκρίζα καπιτονέ χιτώνια, ξεκουράζονταν παγωμένοι και εξαθλιωμένοι. Ο αέρας γινόταν ολοένα και πιο βαρύς και πιο υγρός.
Ο Μπάλντερ συστήθηκε σε ένα υπεύθυνο των αστυνομικών υπηρεσιών.
«Τι μας έφερες να φάμε;» τον ρώτησε περιπαικτικά και ο Μπάλντερ ανασήκωσε τα φρύδια του.
«Νόμιζα πως τα Ες-Ες θα είχαν φροντίσει γι' αυτό» του απάντησε αμήχανα.
«Μα δεν ελέγχουν τα αεροπλάνα και το περιεχόμενό τους, αγαπητέ. Εδώ μας μοιράζουν τις μερίδες με δελτίο και η ποσότητα αδυνατεί να θρέψει έναν άνθρωπο» γκρίνιαξε όταν άκουσαν έναν βαρύ και αποφασιστικό βηματισμό. Ο Μπάλντερ έστρεψε τη ματιά του για να αντικρίσει μία φιγούρα γνώριμη. Ήταν ο Όττο Σβάιγκερ, ίσως ο μοναδικός από τους στρατιώτες που είχε ο ίδιος μεταποιήσει το αρχικό του ένδυμα, ράβοντας επάνω του μαλλί ειδικό, λάφυρο της καλοσύνης του. Τα μάτια του φαίνονταν κουρασμένα και ελαφρώς αποπροσανατολισμένα, ενώ ένα ξανθό χνούδι κάλυπτε το πηγούνι και τα μάγουλά του.
«Εσύ!Μα, τι στο καλό γυρεύεις εδώ;» τον ρώτησε.
«Καλησπέρα και σε εσένα. Έχω επιφορτιστεί με το καθήκον των αναφορών για την κατάσταση των ανδρών εδώ» απάντησε ο Μπάλντερ.
«Να στην πω τότε μονολεκτικά : άθλια. Οι άνδρες είναι τυλιγμένοι με κουρέλια και άχυρα για να μην κρυώνουν, το ηθικό τους είναι εξίσου άθλιο. Δες τα πρόσωπά τους. Ωχρά, τυραννισμένα. Καλωσήρθες στο εξωτικό Στάλινγκραντ» του απάντησε όταν το χέρι του Μπάλντερ τον σταμάτησε.
«Θέλω να μιλήσουμε»
«Καλώς. Απόψε το βράδυ» του απάντησε ο Όττο. Από μία τρύπα στον τοίχο, κατόρθωσε να διακρίνει το χιόνι, που για ακόμη μία φορά στροβιλιζόταν σαν το χιτώνιο του θανάτου, σκεπάζοντας τα πτώματα και αγκαλιάζοντας θανατερά όσους ακόμη κείτονταν στο έδαφος, βαριά τραυματισμένοι.
Ο Όττο με το οπλοπολυβόλο περασμένο στον ώμο και με τη στολή φορεμένη από την λευκή πλευρά για κάλυψη, βγήκε έξω από το προσωρινό καταφύγιο. Η αλήθεια, δεν υπήρξε ποτέ του κοντά με τον Μπάλντερ. Ο Στάινερ ήταν κάτι το διαφορετικό και δεν είχε περάσει, κυρίως ούτε μία νύχτα, που να μην σκέφτεται την αιώνια μοναξιά του κορμιού του, που τώρα σάπιζε στην ουκρανική στέπα. Κάποτε, ίσως πολύ μελλοντικά, το κράνος και τα ρούχα του θα ξεθάβονταν από έναν πολιτισμένο κόσμο, μα κανείς δεν θα συγκινούνταν, κανείς δεν θα γνώριζε την ιστορία του. Θα έβλεπαν το σύμβολο των Ες-Ες κάπου ραμμένο και θα υπέθεταν πως ακόμη ένας δολοφόνος, βρήκε την καταδίκη που του άξιζε. Ο Όττο όμως ήξερε ποιος ήταν ο φίλος του.
΄΄Την καλή σου τη ψυχή δεν θα την φτάσω ποτέ΄΄ σκέφτηκε και καθώς είχε μάθει πια να κινείται στο Κολαστήριο, πήρε την άδεια και βγήκε έξω. Τελευταία, βασανιζόταν από πονοκεφάλους και είχε θεωρήσει πως πιθανότατα, είχε μολυνθεί ένα τραύμα κοντά στο αριστερό του αυτί. Αφήνοντας πίσω το κατάστημα της Univermag, στάθηκε για λίγο στη μέση του σιντριβανιού με τα αγάλματα των παιδιών που ανέμελα χόρευαν. Πτώματα κείτονταν σε σωρούς τριγύρω και λεπτό δεν είχε πάψει να αναρωτιέται αν αξίζει τελικά τον κόπο όλο αυτό. Πόση απανθρωπιά πλέον έκρυβαν οι ηγέτες, πόσο άθλιος ήταν αυτός ο Χίτλερ,που εξακολουθούσε να πιέζει έναν σκελετωμένο και στρεσαρισμένο Πάουλους;
Κατευθυνόμενος προς το νοσοκομείο τους που το είχαν εγκαταστήσει στο δημοτικό θέατρο, διέσχιζε δρόμους με ξεκοιλιασμένα κτήρια, όπου κάποτε δέσποζαν στο εσωτερικό πολύχρωμες ταπετσαρίες. Ένα ποδήλατο κρεμόταν από τον τρίτο όροφο, ενώ σε ένα ντιβάνι σκονισμένο, κειτόταν το πτώμα μίας γυναίκας. Το χέρι του κατευθύνθηκε στο πονεμένο του αυτί, καθώς εισερχόταν μέσα σε λεηλατημένες αποθήκες, των οποίων η στέγη είχε πλέον καταρρεύσει. Στα αριστερά του καθώς έβγαινε, ήρθε αντιμέτωπος με μία περίπολο στρατιωτών, οι οποίοι τον προσπέρασαν με πρόσωπα κάτωχρα, γεμάτα γένια και χέρια τυλιγμένα με κουρέλια και χωμένα βαθιά στις τσέπες τους. Διασχίζοντας εσωτερικές αυλές και σοκάκια, σπίτια καμένα και ερειπωμένα, με γκρεμισμένες καμινάδες, ανακάλυψε πτώματα χωμένα στον πάγο, να κείτονται σε ακανόνιστες στάσεις. Πέντε λεπτά αργότερα, άκουσε κραυγές. Σκύβοντας και κοιτώντας λοξά, είδε ένα κορμί πεταμένο στα ερείπια, να συσπάται και να φωνάζει μέχρι να του κοπεί η ανάσα. Κατόπιν, έπαιρνε ξανά μία βαθιά αναπνοή και συνέχιζε το ουρλιαχτό. Για την ακρίβεια, φώναζε στα ρωσικά τη μητέρα του.
Κάθιδρος παρά το κρύο, ο Όττο ξεκίνησε να τρέμει. Ήταν δυσβάσταχτο. Βγαίνοντας, σύρθηκε προς το μέρος του. Είχε πληγωθεί στην κοιλιά. Ήταν μικρός, μικρότερός του. Τραβώντας ένα κουρέλι από την τσέπη του, τύλιξε το τραύμα του σφιχτά. Δεν ήταν μακριά από το νοσοκομείο, ωστόσο ήταν αδύνατο να ζητήσει άμεσα βοήθεια.
«Μην φωνάζεις άλλο, σε παρακαλώ. Ξέρω πως πονάς» πρόφερε ο Όττο σκουπίζοντας το μέτωπό του.
«Πυροβόλησέ με....» ψέλλισε «Δεν θα σωθώ...είναι άσκοπο» ήταν όντως άσκοπο, μα δεν θα τον άφηνε να ΄΄φύγει΄΄ μόνος του.
«Θα μείνω εδώ τότε, μέχρι το τέλος. Η μοναξιά τις τελευταίες στιγμές, θαρρώ δεν αντέχεται. Μπορεί να είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα επιθυμούσες...αλλά...» του είπε και κάθισε δίπλα του, τοποθετώντας το κεφάλι του νεαρού στα πόδια του.
«Μακάρι να ήταν εδώ η μαμά μου...» τον διέκοψε σαν να μην είχε ακούσει τίποτε «Ορφάνεψα σχετικά νωρίς. Είναι ντροπιαστικό, μα ομολογώ πως φοβάμαι, φοβάμαι τον θάνατο» μουρμούρισε και τον κοίταξε βουρκωμένος «Σε ευχαριστώ. Ούτε δικός μου σύντροφος δεν θα το έκανε αυτό»
Ο Όττο τον χάιδεψε στο κεφάλι.
«Και εγώ ορφάνεψα νωρίς. Από μάνα, πατέρα, αδερφό....Σε καταλαβαίνω. Τις δύσκολες στιγμές, επιθυμούσα και εγώ την αγκαλιά μίας μάνας» το αίμα μούσκευε το κουρέλι.
«Δεν έχω άλλο χρόνο. Τώρα στο τέλος, στα τελευταία μου λεπτά μου χάρισες την ελπίδα. Την ελπίδα πως η ανθρωπιά δεν έχει σβήσει, την ελπίδα πως εκεί που θα πάω, θα υπάρχει ακόμη ένας Παράδεισος για εμάς τους ανθρώπους. Σε ευχαριστώ...Είμαι ο Βασίλι...»
«Είμαι ο Όττο»
Το χέρι το μελανιασμένο του νεαρού, κινήθηκε στο πρόσωπό του και το χάιδεψε αδέξια.
«Σπασίμπα Όττο, σύντροφε» ήταν και η τελευταία του λέξη προτού τα γυάλινα μάτια του παραμείνουν ακίνητα, να ατενίζουν τον χλωμό, παγωμένο ουρανό. Με μία κίνηση, εκείνος τα έκλεισε. Σηκώθηκε και αναστέναξε. Άλλος ένας ανώνυμος ΄΄Βασίλι΄΄, θύμα της λαίλαπας μίας γης, ανάμεσα στον Χίτλερ, τον Στάλιν, τον Τσώρτσιλ και τον Ρούσβελτ. Τέσσερις αλεπούδες, μαζί με μερικές ακόμη μαριονέτες, όπως ο γελοίος Μουσολίνι και πόσοι ακόμη έπαιζαν τον κόσμο στα δάχτυλά των συμφερόντων τους.
Φτάνοντας στο νοσοκομείο, ανέβηκε προς τα πάνω,στην αίθουσα των παραστάσεων. Κάποτε θα ήταν όμορφη, με θεωρεία και βελούδινες πολυθρόνες. Τώρα πια ολόκληρη σχεδόν η οροφή είχε καταρρεύσει από τις οβίδες, ενώ ο πολυέλαιος είχε θρυμματιστεί ανάμεσα στα καθίσματα. Στον άδειο χώρο, ακουγόταν ένας επίμονος θόρυβος. Ευθεία μπροστά του, στην κατεστραμμένη σκηνή, είδε ένα νεαρό στρατιώτη να χορεύει. Ποτέ πριν δεν είχε συναντήσει άνδρα να λικνίζεται τόσο επιδέξια, σε σημείο που το σώμα του να θυμίζει κάποιο ίσως αερικό, κάποιον επαγγελματία. Από το πυρόξανθο χρώμα του μαλλιού, ευθύς κατάλαβε πως ήταν ο Αλεξέι. Είχε επιβιώσει από το σπίτι εκείνο, το οποίο πήρε το παρατσούκλι ως ΄΄Σπίτι του Παβλόφ΄΄ και τώρα, είχε βρει την ευκαιρία, άγνωστο το πώς, να τρυπώσει εδώ μέσα στα χαλάσματα, δίνοντας μία μοναχική παράσταση, με μόνο θεατή τα ερείπια. Το χαμόγελο του Όττο πλάτυνε μεμιάς, ξεσπώντας σε χειροκροτήματα. Ο Άλεξ στην αρχή πάγωσε. Δεν είχε μοιραστεί με κανέναν το όνειρό του να γίνει χορευτής. Ήταν βέβαιος πως δεν θα άρεσε στον πατέρα του ή τελοσπάντων, έτσι πίστευε.
Στη θέα του Όττο, χαμογέλασε και εκείνος. Λαχανιασμένος, συνέχισε να κάνει βηματισμούς και ο νεαρός Γερμανός έτρεξε προς το μέρος του. Πάλι βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, με την αμηχανία να κυριαρχεί ανάμεσά τους.
«Εδώ από κάτω είναι το νοσοκομείο σας» του είπε ο Άλεξ «Δεν θα χτυπούσα ποτέ μου νοσοκομείο» σχεδόν μίλησε στον εαυτό του παλεύοντας να ανοίξει κουβέντα.
«Χορεύεις υπέροχα. Για άνθρωπο που έχει κουνηθεί σε μέτριο βάδισμα μπαλάντας, ομολογώ πως έχω εντυπωσιαστεί»
«Έχεις ικανότητες στην γυμναστική, άρα θα μπορούσες να κάνεις ορισμένα βήματα και ανοίγματα»
«Η τελευταία δουλειά που μου μένει να δοκιμάσω, είναι χορευτής των μπολσόι. Όλα τα άλλα λίγο ή πολύ τα γνωρίζω» γέλασε και ξεκίνησαν να πηδούν και να κουλουριάζονται χαχανίζοντας, όταν το γέλιο τους κόπηκε μαχαίρι, από μία νοσοκόμα Γερμανίδα, που στεκόταν στην είσοδο. Η Χέλγκα είχε μεταφερθεί με τους γιατρούς εντός της πόλης, ωστόσο ο Όττο δεν είχε ιδέα. Στη θέα των αγοριών, άφησε να της πέσουν όλα τα υπάρχοντα που βαστούσε.
Αρχικά, καθώς δεν την αναγνώρισε, ο Άλεξ τέντωσε το όπλο προς το μέρος της, μα το ίδιο έκανε και ο Όττο σημαδεύοντας τον ίδιο.
«Άλεξ! Όττο! Θεε μου τρελαθήκατε! Θεε μου σας βρίσκω μαζί!» τα ουρλιαχτά της αντήχησαν στην σκοτεινή αίθουσα.
«Χέλγκα;» την φώναξαν ταυτόχρονα και βλέποντάς την να τρέχει, πήδηξαν μπροστά και την αγκάλιασαν σφιχτά και οι δύο.
«Γειτόνισσα, τι στο καλό; Πώς;» ρώτησε ο Άλεξ κοιτώντας τον Όττο πλαγίως «Διάολε, αυτός είναι η αιτία. Ξαφνικά άλλαξε το βλέμμα του, έγινε μέχρι και χαριτωμένος! Ντύθηκες νοσοκόμα των Γερμανών με την ελπίδα να τον βλέπεις στο μέτωπο. Σε είχε συναντήσει ο Ντίμα...»πρόφερε και την είδε να κοκκινίζει «Είσαι τρελή!» τελείωσε και από την τσέπη του έβγαλε ένα δαχτυλίδι. Κοίταξε ξανά τον Όττο και μειδιώντας πονηρά και χαιρέκακα, γονάτισε μπροστά της «Χέλγκα, δέχεσαι...»
«Θα σε πνίξω με χέρια γυμνά» ακούστηκε ένα γρύλισμα.
«Δεν τελείωσα νεάτερνταλ του φασισμού» έκανε παύση «Δέχεσαι αυτό το ευλογημένο δαχτυλίδι που το κουβαλάω πάνω από ένα χρόνο και ακόμη δεν έχω κατορθώσει να στο επιστρέψω;»
Εκείνη το κράτησε ευχαριστώντας τον. Της είχε πέσει τη φριχτή μέρα της μεταφοράς τους στο γκέτο. Κοίταξε γύρω της και τους τρεις τους. Ένας Ρώσος, ένας Γερμανός και μία Εβραία.
«Εμείς είμαστε η γροθιά του κόσμου στην απολυτότητα κάθε φασισμού. Να παίρνετε δύναμη. Είμαστε οι άσπονδοι εχθροί που αγαπιούνται σαν τους καλύτερους φίλους, πρωταγωνιστώντας στο δικό μας έργο, στη μέση μίας κατακερματισμένης αίθουσας. Μοιάζουμε με ρίζες που αργά αναδύονται, μέσα από την παγκόσμια στάχτη» πρόφερε η κοπέλα.
Hiwi : ήταν οι εθελοντές από την Ανατολικη Ευρωπη που βοηθούσαν τους Γερμανούς.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top