Ο Πρώτος Απολογισμός/ part 2

Ο πόλεμος πάντοτε τοποθετούσε μία άτεγκτη μάσκα στους ανθρώπους. Τους άλλαζε. Ο Ντίμα το είχε καταλάβει, καθώς έβλεπε τον αλλοτινό, παιδικό του φίλο, τον Σεργκέι, να έχει παρασυρθεί από το μεθύσι της νίκης, κοιτώντας τους ηττημένους έτοιμος να τους ξεσκίσει. Δεν μπορούσε να τον αδικήσει. Όχι απλώς είχε δει τον φίλο του να διαλύεται μπροστά του, μα είχε υποφέρει μήνες πολέμου, θηριωδιών και ειρωνείας. Με τον Όττο δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να έρθει κοντά. Πεισματικά αδιαφορούσε. Μαθαίνοντας πως εξυμνούσαν την ηρωική μάχη του Κόκκινου Στρατού μέχρι και στην Βρετανία, σε κάθε δυτικό θέατρο του πολέμου, το στήθος του φούσκωνε από περηφάνια. Θα έφτανε ως το Βερολίνο και τότε, θα φρόντιζε να το μετατρέψει σε ερείπια, όπως όλα αυτά που έβλεπε γύρω του, να κείτονται άψυχα. Κάποτε, φιλοξενούσαν γέλια και ανέμελες στιγμές. Κάποτε είχαν ζωή, έμεναν άνθρωποι που με κόπο κέρδιζαν τα προς τω ζην, προτού η καταραμένη ράτσα των Φρίτσιδων αποφασίσει, πως ως κατώτερα όντα, θα έπρεπε να εξοντωθούν ως τον τελευταίο. Γιατί; Με ποιο καταραμένο δικαίωμα;

Τα μάτια του τα καστανά, με τον ελαφρύ αέρα της Μέσης Ανατολής σαν χαρακτηριστικό, έπεσαν επάνω σε μία φιγούρα, που καμαρωτή, πάντοτε νηφάλια και εύρωστη, έστεκε οπλισμένη κόντρα στον χιονιά. Ο Γκαμπριέλ θα μπορούσε να είναι αρχηγός όλων. Ένα με τον παγωμένο άνεμο, δίχως καν να προστατεύει το κεφάλι του, με εκείνα τα παράξενα, απροσδόκητα διαπεραστικά μάτια, αγνάντευε θαρρείς το νεκρικό βασίλειο. Ήρεμος, με κινήσεις μετρημένες, φαινόταν να ζυγίζει μέσα του κάθε συναίσθημα. Ψυχρός εκτελεστής όπου ήταν απαραίτητο, θα λάμβανε πολλά παράσημα και μόνο για το κατόρθωμα της ικανότητας να κολυμπήσει, ακόμη και στα παγωμένα νερά του Βόλγα, δίχως να καταρρεύσει. Αυτή τη στιγμή, ένα μήνα μετά και με την Άνοιξη να βρίσκεται προ των Πυλών, ο Βόλγας θα αποκάλυπτε όλη τη φρίκη που επιμελώς έκρυβε, κομμάτια συρρικνωμένου και μαυρισμένου δέρματος. Δεκαετίες θα περνούσαν και ο τόπος λεπτό δεν θα έπαυε να φτύνει πτώματα, αμέτρητα.

Αυτοί ήταν οι άνθρωποι. Ήταν και ο λόγος που ο Γκαμπριέλ λάτρευε την απομόνωση και την άγρια ζωή στη Σιβηρία, ήταν ο λόγος που ο έρωτας δεν είχε γρατσουνίσει ποτέ την γυάλινη επιφάνεια της καρδιάς του, μέχρι την ημέρα που αισθάνθηκε την εγγύτητα, τη ζεστασιά και την έλξη, τη στιγμή που ένα γυναικείο σώμα βρισκόταν ακουμπισμένο επάνω του, συνοδευόμενο από μία όμορφη μυρωδιά και μία εξίσου όμορφη εμφάνιση. Το αμάρτημα δεν το έβλεπε, τουλάχιστον όχι με τον καθάριο τρόπο που το έκαναν οι υπόλοιποι. Στο πρόσωπο της Τσάρλη δεν έβλεπε μία Γερμανίδα πουτάνα, όπως πολλοί συμπατριώτες του που θα ξέσκιζαν τις γυναικείες σάρκες, σαν προχωρούσαν δυτικά ως κατακτητές. Ο απλοϊκός τρόπος που ζούσε, η απομόνωση από τον πολιτισμό, είχαν συμβάλει ώστε και τα συναισθήματα να βασίζονται σε μία μορφή πρωτόγονη, ξεκάθαρη, λιγότερο περίπλοκη.

Αυτό που τον είχε συγκλονίσει, ήταν η ανθρώπινη ικανότητα για επιβίωση. Η Κομματική Επιτροπή του Στάλινγκραντ, όταν ξεκίνησε την απογραφή, ανακάλυψε πως περίπου δέκα χιλιάδες άνθρωποι, είχαν επιβιώσει κάτω από τα ερείπια. Ανάμεσά τους και χίλια περίπου παιδιά, τα οποία είτε στάλθηκαν σε ορφανοτροφεία, είτε εργάστηκαν για τον καθαρισμό της πόλης. Πρησμένα από την πείνα, λοξοπατούσαν, με τον Γκαμπριέλ να τα πλησιάζει τρυφερά, πάντοτε βασιζόμενος στο φυσικό ένστικτο. Οι κινήσεις του γίνονταν απαλές, το κορμί του λύγιζε στο ύψος των ματιών τους, που τώρα πια δεν έφτανε για να κοιτάξει κανέναν άνθρωπο. Μαζί με τον Αλεξέι, τον Ντίμα και τον Σεργκέι, επέβλεπαν τις ομάδες εκκαθάρισης ναρκών, το μονοπάτι που είχαν οριοθετήσει καθώς και την απαγόρευση για ένα διάστημα στον κόσμο, να πλησιάσει λόγω κινδύνου. Ένα μήνυμα, γραμμένο από κιμωλία, πάνω σε ένα ερειπωμένο σπίτι, αντανακλούσε την αλήθεια του πολέμου, του εκάστοτε πολέμου : Μαμά, είμαστε καλά. Ψάξε να μας βρεις σε παρακαλώ στην Beketovka, η κόρη σου Κλάβα.

Η κατάσταση των αιχμαλώτων ήταν τόσο οικτρή, σε σημείο που η πρόβλεψη της κατάληξής τους, φάνταζε αχρείαστη. Μέσα στην επόμενη εβδομάδα, είχαν σημειωθεί άπειροι θάνατοι. Φυσικά, πολλές φορές μέλη του Κόκκινου Στρατού, παρά τις διαταγές, βιαιοπραγούσαν και κακομεταχειρίζονταν τους αιχμαλώτους, ενώ το Νοσοκομείο Αιχμαλώτων Πολέμου αρ.1 στο φαράγγι του Τσάριτσα, ήταν τρομακτικό. Κτήρια δε είχαν απομείνει για την προστασία από το κρύο, από τους τοίχους έτρεχε νερό ενώ ο αέρας ήταν βρωμερός, καθώς ανακύκλωνε διαρκώς τις αρρωστημένες αναπνοές των τραυματιών. Οι λάμπες πετρελαίου τρεμόσβηναν, βυθίζοντας στο σκοτάδι τα τούνελ στο φαράγγι. Πάνω στο υγρό έδαφος, οι τραυματίες κείτονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Ήταν τρομερά δύσκολο να μην πατήσεις ή να μην σκοντάψεις πάνω σε πόδια που υπέφεραν από κρυοπαγήματα ή γάγγραινα. Ο Άλεξ κάποτε επισκεπτόταν το νοσοκομείο, ώστε να εξασφαλίζει πως δεν θα πραγματοποιούνται κλοπές φαρμάκων και αναλγητικών. Για τρόφιμα, ούτε λόγος. Ήδη υπήρχε έλλειψη στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, για τους αιχμαλώτους η βάναυση ή κάποτε και η δικαιολογημένη αδιαφορία, ήταν το αποτέλεσμα.

Ένας Αυστριακός, τρέμοντας, προσπαθούσε να πουλήσει το ρολόι του, κειμήλιο από την οικογένειά του που του δόθηκε λίγο πριν φύγει για το μέτωπο. Βλέποντας τον Άλεξ, πλησίασε παρακλητικά για ανταλλαγή προκειμένου να φάει έστω και ένα ξεροκόμματο. Το βρώμικο και αδυνατισμένο χέρι του τεντώθηκε δείχνοντας το ρολόι. Ο Άλεξ το κοίταξε σχεδόν ταραγμένος.

«Πάρτο πίσω! Ποτέ μου δεν θα δεχόμουν οικογενειακά κειμήλια που δεν μου ανήκουν! Για τω Θεώ....» ψέλλισε και ο νεαρός μαζεύτηκε «Μην φοβάσαι, ψωμί θα πάρεις πάντως. Από το πρωί παλεύω να το καταπιώ και για ποικίλους λόγους δεν πάει κάτω» του είπε στα αγγλικά μειδιώντας και είδε και τον άλλο να φωτίζεται ελάχιστα. Με τρόπο, πήρε το ψωμί και το κοίταξε με λαχτάρα. Τα μάτια του υγράνθηκαν. Ο Άλεξ ετοιμαζόταν να αποχωρήσει, όταν ένιωσε ένα απαλό τράβηγμα.

«Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Σβάιγκερ έφυγε από εμάς, προτιμώντας να σε σώσει....Είσαι καλός άνθρωπος. Βλέπεις, ήμουν σχεδόν μπροστά στο περιστατικό. Τότε δεν το κατάλαβα. Ούρλιαζα πως μας πρόδωσε. Ίσως γιατί ένιωσα πως μία ακόμη ελπίδα για μάχη και για απελευθέρωση, φτερούγισε μακριά» Ο Άλεξ  χαμογέλασε.

«Με τον Όττο, είχαμε τις στιγμές μας. Δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Οι άθλιες συνθήκες του πολέμου και η δική του ανθρωπιά, μας έφεραν κοντά. Στο τέλος, απογυμνωμένοι από τον φανατισμό, καταλάβαμε πως μοιάζαμε. Πως τίποτε δεν είχαμε να χωρίσουμε και πως σε συνθήκες ειρήνης, ήμασταν ευπρόσδεκτοι ο ένας στη χώρα του άλλου. Εκείνος με άλλαξε...» τελείωσε και στράφηκε ξανά να φύγει, αυτή τη φορά με προορισμό τη Μόσχα. Το θλιμμένο βλέμμα του νεαρού, ποτισμένο τώρα με ελάχιστη ανακούφιση, έμεινε μετέωρο, να τον κοιτάζει να απομακρύνεται.

Επιστροφή λοιπόν πίσω. Σε μία πόλη που σπούδασε και έμενε κατά τη διάρκεια του χειμώνα, μα που δεν αγάπησε ποτέ του. Δεν είχε τη γλύκα και την ανεμελιά του καλοκαιριού, δεν είχε εκείνη την αίσθηση του οικισμού κοντά στο Βορονέζ. Τα πάντα μέσα του, είχαν μπει σε παύση. Η νίκη στο Στάλινγκραντ έδινε μία ψευδαίσθηση τέλους, όταν στην ουσία βρίσκονταν κάπου στη μέση. Ο πόλεμος εξακολουθούσε να μαίνεται και ας αιμορραγούσε η γερμανική επίθεση. Σαν πάτησε το πόδι του, το ανάστημά του φούσκωσε αυτόματα. Ήταν αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού και ας μην υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή ξεκάθαρα ο τίτλος. Είχε σηκώσει στις πλάτες του μία από τις βαρύτερες μάχες, με ένα νικηφόρο αποτέλεσμα. Όποια τροπή και αν έπαιρναν τα πράγματα στο Κρεμλίνο, έφτανε που ο ίδιος γνώριζε ποιος ήταν και από τι υλικό σμιλεμένος.

Ευθεία μπροστά του, έχοντας υπολογίσει την ώρα άφιξης, έστεκε ο φίλος του. Μία σχέση βαθιά, σε πολλούς παράδοξη ή απίθανη, μία εικόνα βγαλμένη από τη φαντασία, ο Γερμανός και ο Ρώσος αγκαλιά στην πρωτεύουσα. Αυτό ήταν το σωστό, αυτή ήταν η ισχυρότερη αντιπολεμική κίνηση κόντρα σε όλους τους ηγέτες και δικτάτορες.

«Έφαγα όσο μπορούσα, ώστε να μην αγγίξω τίποτε. Ποτέ δεν ξέρεις» σχολίασε ο Όττο.

«Από ευγένεια, θα τον αφήσουμε να φάει πρώτος» γέλασε ο Άλεξ.

«Ελπίζω να είναι δοτικός, όχι σαν τον Αδόλφο που με φώναξε για τσάι και συμπάθιο» κατόπιν σώπασε. Ειδική συνοδεία θα τους οδηγούσε ως εκεί. Ούτε την οικογένειά του δε είχε προλάβει να δει.

 Φορώντας τη μάσκα της απόλυτης σοβαρότητας, ξεροκαταπίνοντας σχεδόν, βάδισαν στους διαδρόμους. Το βλέμμα τους ατσάλινο, η καρδιά τους σφυροκοπούσε, μα ένα ήταν βέβαιο. Πως θα υπερασπίζονταν την αλήθεια τους, όποιο και αν τελικά κατέληγε να είναι το αποτέλεσμα. Ο Όττο αισθανόταν σαν έκθεμα σε μουσείο, καθώς άπαντες ξέκλεβαν χρόνο, προκειμένου να δουν τον περίφημο Γερμανό που ποδοπάτησε τα πάντα, αιωρούμενος κυριολεκτικά στον αέρα, δεχόμενος τρεις σχεδόν θανατηφόρες βολές, για να σώσει τον φίλο του. Τον Άλεξ πάλι, τον λοξοκοιτούσαν. Ήταν αβέβαιο το αν τον ένιωθαν προδότη ή ήρωα.

Όταν άνοιξε η πόρτα και ο Όττο αντίκρυσε τον Στάλιν, μία σκέψη πέρασε από το μυαλό του.

΄΄Όλον αυτόν τον φόβο, εσύ τον προκαλείς; Ως και ο Αδόλφος από κορμοστασιά στέκει λίγο καλύτερα. Είναι λοιπόν η περίφημη εικόνα-παγίδα. Η εικόνα του γλυκού, σχετικά μικρόσωμου θειούλη από την επαρχία, ο οποίος φαινομενικά χαίρεται που σε βλέπει, βαστώντας το μαχαίρι όμως πίσω από την πλάτη΄΄

Πράγματι, καρτερούσε τον Στάλιν εύσωμο, ψηλό και με φωνή βαριά. Αντί αυτού, τον περνούσε ένα κεφάλι περίπου, καθώς το ανάστημά του ήταν μέτριο και η φωνή του ευγενική.

«Σύντροφε Ιωσήφ Στάλιν. Ομολογώ πως δεν καρτερούσα ποτέ να σας γνωρίσω από κοντά. Να που ήρθε λοιπόν μία ώρα που λαχταρούσα χρόνια» δεν ήθελε να του πει ψέματα, δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να προφέρει την λέξη ΄΄τιμή΄΄. Ο Στάλιν το αντιλήφθηκε. Χαμογέλασε σχετικά γενναιόδωρα.

«Σύντροφε Στάλιν...» ακούστηκε και η φωνή του Αλεξέι.

«Μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας, οι τυπικότητες είναι αχρείαστες» το κοφτερό του βλέμμα στράφηκε στον Γερμανό «Είναι ιστορικής σημασίας η στιγμή. Σπάνια θα έλεγα, σχεδόν απίθανη. Καθίστε λοχαγέ» είπε απευθυνόμενος στον Όττο, του οποίου η αύρα ξεκίνησε να δυναμώνει. Ο Στάλιν μπορεί να είχε κύρος για τον λαό του, μα ήταν νευρώδης. Η πυγμή ένιωσε πως του έλειπε, σαν να απευθυνόταν σε έναν πονηρό και έξυπνο, πολυπερπατημένο άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Ωστόσο, ήταν και εκείνος το ίδιο. Η ζωή και οι άνθρωποι που στο διάβα του είχαν βρεθεί, του δίδαξαν πολλά «Όλη η Σοβιετική Ένωση για εσένα μιλά. Κέρδισες την εύνοια ισχυρών δικών μου ανδρών. Η συνάντησή μας αυτή, είναι φοβερά ουσιώδης και κρίθηκε απαραίτητη»

«Είμαι διατεθειμένος να απαντήσω σε κάθε σας ερώτηση με απόλυτη ειλικρίνεια. Εξάλλου, γνωρίζω πως απεχθάνεστε το ψέμα και δεν έχω σκοπό να εγείρω τυχόν συναισθήματα καχυποψίας»

Τσάι ζεστό σερβιρίστηκε και ο Όττο έκανε την πρώτη κίνηση καλής θέλησης να δοκιμάσει αβίαστα. Αυτό μέτρησε. Δεν τον θεωρούσε υποχθόνιο και εμπιστεύτηκε την προσφορά του. Ο Άλεξ σχεδόν κρύφτηκε στη σκιά ενός δυναμισμού, ενός άστρου που κουβαλούσε αυτός ο τόσο ξεχωριστός νεαρός.

«Θα εκτιμηθεί η ειλικρίνειά σου, λοχαγέ. Είσαι πράγματι, ιδιαίτερος άνθρωπος. Ας ξεκινήσουμε από το τέλος για να οδεύσουμε στην αρχή. Πού ανήκεις; Στον Κόκκινο Στρατό; Ποια σκέψη σε οδήγησε να παρακούσεις τις εντολές των δικών σου; Ίσως η λιποταξία;» Ο Όττο ανασκουμπώθηκε. Ο Άλεξ του έριξε ένα βλέμμα, σαν να του έδινε την κρυφή άδεια να απαντήσει με αλήθειες, όποια και αν ήταν η επίπτωση.

«Αν απαντούσα με ειλικρίνεια απόλυτη, θα έλεγα πως ανήκω στον εαυτό μου και σε κανέναν στρατό. Με τις παρούσες όμως συνθήκες, απέστρεψα πια το βλέμμα μου από τους Ναζί. Έχω σκοπό να δώσω βοήθεια στους Σοβιετικούς, ώστε ο πόλεμος να τελειώσει. Διάθεση λιποταξίας δεν είχα. Αντιθέτως, επιθυμούσα έναν τίμιο θάνατο. Προστατεύοντας ή βοηθώντας όλα όσα αγαπούσα. Αυτό έκανα σε ολόκληρη τη ζωή μου εξάλλου. Ο Αλεξέι Φεντόροφ λοιπόν, ήταν όλα όσα αγαπούσα τη δεδομένη στιγμή. Η θυσία μου, θα άξιζε τον κόπο»

«Πώς γνώρισες τον σύντροφο Φεντόροφ;» ήρθε η ερώτηση-φωτιά.

«Καθώς γνωρίζετε, υπήρξε κάποτε μία λυκοφιλία με ημερομηνία λήξης, ανάμεσα στις χώρες μας. Βρεθήκαμε στην Πολωνία, στα χωρισμένα της σύνορα. Οι επαφές μας ήταν ελάχιστες και δυσάρεστες. Το μέτωπο μας ένωσε και η ανθρωπιά, την οποία υποθέτω θεωρείτε αδυναμία. Του πρόσφερα ανακούφιση, σαν άνθρωποι διαπιστώσαμε πως έχουμε πολλά κοινά, πολλές γέφυρες, οι δρόμοι μας κατόπιν χωρίστηκαν, ήρθαμε αναγκαστικά αντιμέτωποι. Ο Αλεξέι αγαπά τη χώρα του, την αγαπά τόσο που θα έδινε τα πάντα για αυτήν, να είστε βέβαιος»

Η αναλγησία του Στάλιν ήταν ολοφάνερη, το μαρτυρούσε το ατσάλινο βλέμμα του.

«Εσύ; Τι γνώμη έχεις για την δική σου χώρα;»

«Ο τόπος είναι καλός και άγιος, μα κυβερνά ο Σατανάς. Είχα καταλάβει πολύ καλά ποιος είναι ο Αδόλφος Χίτλερ»

«Ποιος είναι ο λόγος τότε, που βρέθηκες εδώ;» ήρθε η επόμενη ερώτηση.

«Το αρχικό μου μίσος για τους Ρώσους. Λανθασμένα, πίστευα πως στέκονταν στον αντίποδα του ναζισμού. Πως κυβερνώνται από έναν τύραννο και πως σκοπό θα είχαν να μας αφανίσουν πρώτοι. Έψαχνα μία δικαιολογία, για να βρεθώ μακριά από την χώρα μου, ξεσπώντας αδίκως σε έναν λαό που δεν έφταιγε. Η ιστορία άλλα μου δίδαξε ωστόσο. Η Ρωσία με κατέκτησε πρώτη και η μοίρα με κάλεσε να βοηθήσω πολλές φορές άμαχους και στρατιώτες. Όντας μονάχος, ήξερα πως δεν θα μπορούσα να σταματήσω τους Ναζί. Ήξερα πως αυτή η λαίλαπα θα απειλούσε να κάψει όσους αγαπούσα. Εισήλθα στους κόλπους του Κόμματος, χειραγώγησα πολλά ναζιστικά κεφάλια, έβγαλα από την μέση αξιόλογα στελέχη, δίχως να μπορέσουν ποτέ να με υποψιαστούν. Από εκεί και πέρα, αφέθηκα να με παρασύρει το κύμα, αρπάζοντας απλώς στη σωσίβια λέμβο μου, όσους ανθρώπους ήταν δυνατόν, από τη στιγμή που μόνος δεν θα μπορούσα ποτέ να κερδίσω ή να αναχαιτίσω τον ναζισμό. Τώρα, από αυτή τη θέση,  είμαι ικανός να σας δώσω ως και την τελευταία πρόβλεψη για την έκβαση του πολέμου. Είστε σε πλεονεκτική θέση. Ο Αδόλφος και το αρρωστημένο μυαλό του, θα διαλύσουν τη Γερμανία. Ο Αδόλφος όμως, είναι δειλός και σαν δειλός θα πεθάνει. Εσείς, οφείλετε να γίνετε εκείνο το πρόσωπο, που θα κάνει όλη τη Σοβιετική Ένωση να πολεμήσει ως το Ράιχστανγκ. Η συμβολή σας στον πόλεμο είναι ήδη αξιοσημείωτη, όπως και το κατόρθωμα εκβιομηχάνισης αυτού του τόπου» τελείωσε με τον Στάλιν να χαϊδεύει απορροφημένος το μουστάκι του. Αυτός ο άνδρας ήξερε καλά τι έλεγε. Το ενδιαφέρον και την προσοχή, την είχε επάξια κερδίσει, μα δεν θα του το έδειχνε ακόμη.

«Τι είναι για εσένα η Σοβιετική Ένωση;» τον ρώτησε.

«Μία από τις μελλοντικές νικήτριες δυνάμεις. Ένας λαός που πλήρωσε με αίμα και θυσία. Εσείς όμως κρατάτε το κλειδί. Τοποθετήστε το στη σωστή πόρτα και όταν αυτή ανοίξει, το θέαμα θα σας αποζημιώσει»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top