Η βίλα της οδού Am Grossen Wannsee/ part 4

O Άλεξ είχε συναντηθεί μαζί με την μονάδα του, για την αποστολή που του είχε ανατεθεί και η οποία κατά κάποιον τρόπο, θα επιμήκυνε την ύπαρξή του στην ίδια του την πατρίδα. Έπειτα από εκείνη τη φυλάκιση και τον ξυλοδαρμό του σαν να ήταν ο χειρότερος προδότης, ο Αλεξέι είχε αλλάξει. Είχε χάσει την όρεξη και τη διάθεσή του. Έμοιαζε με ένα παιδί που είχε αργήσει να μεγαλώσει και που η ξαφνική του πτώση στον κόσμο των ενηλίκων, τον είχε σοκάρει. Μαθημένος να ζει ανέμελα, τις πλείστες των φορών κοντά στο ειρηνικό Βορονέζ, τώρα βάδιζε σιμά σε ίσμπες, οι οποίες ήταν συγκεντρωμένες με ένα και μοναδικό σοκάκι γεμάτο λάσπες, ανάμεσά τους. Τα πόδια του κάποτε γλιστρούσαν, ωστόσο εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος και αμίλητος με τον Ντίμα στον πλάι του, ο οποίος είχε πληροφορηθεί για τον θάνατο του Νικήτα και αναζητούσε την κατάλληλη στιγμή για να ενημερώσει τον ξάδερφό του. Ξωπίσω τους, ακολουθούσαν ακόμη δέκα σύντροφοι, επιφορτισμένοι με το ίδιο αμαρτωλό έργο.

Μερικές ίσμπα ήταν ανοιχτές και η φτώχια,η απελπισία και η ανθρώπινη κατάντια έκαναν την εμφάνισή τους από το εσωτερικό. Ηλικιωμένοι σχεδόν αποκλειστικά, βρόμικες και αποστεωμένες γυναίκες και παιδιά, κοιτούσαν με περιέργεια τους Σοβιετικούς στρατιώτες. Αρκετοί ήταν συγκεντρωμένοι δίπλα σε κεραμικές, ασβεστωμένες σόμπες, ενώ το πάτωμα ήταν φτιαγμένο από πατημένο χώμα, δίχως σανίδες, με τα έπιπλα να είναι ελάχιστα. Αν κάποιος πλησίαζε, η δυσοσμία της λίγδας και των ούρων έκανε την εμφάνισή της ύπουλα. Πίσω ακριβώς από τα σπίτια, ένα δάσος από σημύδες υψωνόταν και απλωνόταν στο βάθος. Οι ουρανοί βρυχιόνταν, τα σπλάχνα τους βροντοκοπούσαν και ένα αεράκι παγωμένο, έκανε άπαντες να σφίξουν τα ρούχα τους επάνω στα ταλαιπωρημένα κορμιά τους.

Ο Άλεξ βάδισε ως τις παρυφές του δάσους. Η παγωμένη βροχή ξεκίνησε να πέφτει με ορμή, μουσκεύοντας τα ρούχα και τα μαλλιά του. Η σκέψη του είχε ήδη φτερουγίσει αλλού και τα μάτια του απλώς συγκεντρώνονταν στις εικόνες που απλόχερα του παρείχε η φύση. Το νερό έπεφτε ορμητικά επάνω στις φυλλωσιές ενώ φούσκωνε τα νεκρά φύλλα που απλώνονταν σαν θανατικό κατά μήκος του εδάφους. Η πλαγιά γλιστρούσε και η βροχή δυσκόλευε την ορατότητά του. Ωστόσο, μία συστάδα κλαδιών που λικνιζόταν, του τράβηξε ευθύς την προσοχή. Τα πόδια του ακινητοποιήθηκαν σε ένα σημείο, επιτρέποντας σε εκατοντάδες μαύρα σκαθάρια να απομακρυνθούν, αποκαλύπτοντας το μακάβριο θέαμα που σκέπαζε η αποκρουστική τους παρουσία. Λείψανα ανθρώπινα που φορούσαν κουρελιασμένες, καφετιές στολές, μπηγμένες στη λάσπη, εκλιπαρούσαν με την παραμορφωμένη τους στάση, για μία ευκαιρία στην αξιοπρέπεια, στην τιμή της ταφής. Το στομάχι του για ακόμη μία φορά γουργούρισε με αηδία, όταν ένα κρανίο αποκολλήθηκε και κύλησε με μοναδικό εμπόδιο, τις μπότες του. Οι άδειες του κόχες, αντικατόπτριζαν τη ματαιότητα, ενώ τα φαγωμένα του χείλη, σχημάτιζαν ένα παραμορφωμένο θαρρείς χαμόγελο.

«Ο τόπος είναι ένα απέραντο νεκροταφείο. Ας συνεχίσουμε δυτικά» ακούστηκε η διαταγή από τον Άλεξ.

«Θα πρότεινα να κάνουμε μία στάση, τουλάχιστον μέχρι η καταιγίδα να κοπάσει» πετάχτηκε η φωνή του Ντίμα και άπαντες συμφώνησαν.

Τα δύο ξαδέρφια κάθισαν ακουμπισμένα στον υγρό κορμό ενός δέντρου. Στο βάθος, το ουράνιο στερέωμα πάλευε να αποκαλυφθεί, πίσω από τα πυκνά σύννεφα του χειμώνα. Το κρύο έμοιαζε αφόρητο ακόμη και για τα δικά τους δεδομένα, ωστόσο οι τσάπκες που φορούσαν, προστάτευαν έστω και για λίγο τα αφτιά και το κεφάλι τους. Κανένας τους δεν κοιτούσε τον άλλο στα μάτια. Για πρώτη τους φορά, είχαν μυστικά μεταξύ τους. Ναι, ο πόλεμος είχε οδηγήσει αυτούς τους δύο, που θεωρούσαν ο ένας τον άλλο αδέρφια, που είχαν μεγαλώσει μαζί από μωρά, στην μυστικοπάθεια.

«Πώς φτάσαμε ως εδώ;» ακούστηκε η βραχνή φωνή του Ντίμα κρύβοντας μέσα της ένα παράπονο.

«Ο πόλεμος όλα τα αλλάζει, κυριολεκτικά όλα» ήρθε η απάντηση από έναν Άλεξ που κοιτούσε απλώς το κενό.

«Θέλω να σου μιλήσω. Είναι ανάγκη να σου πω κάτι...δυσάρεστο» πρόφερε ο Ντίμα νιώθοντας την καρδιά του να σφυροκοπά στο στήθος του.

«Θα αποτελούσε τερατώδη έκπληξη για εμένα αν ήταν ευχάριστο» αποκρίθηκε ο Άλεξ όταν η είδηση έπεσε σαν κεραυνός.

«Ο Νικήτα σκοτώθηκε στη μάχη, μπροστά στα μάτια του Σεργκέι»

Στο άκουσμα αυτό, ο Άλεξ πετάχτηκε σχεδόν όρθιος. Το νέο είχε την μορφή μίας ισχυρής γροθιάς. Νοητά εκείνη τη στιγμή, στο μυαλό του εμφανίστηκε μία ασπρόμαυρη φωτογραφία με τα πρόσωπα που αγαπούσε. Εκείνο του Νικήτα, αργά ξεθώριαζε, διαλυμένο από τις συνέπειες ενός πολέμου που τους καταβρόχθιζε λαίμαργα, άτεγκτα.

«Ήμασταν τέσσερις φίλοι...»ψέλλισε ο Άλεξ βουρκωμένος «Τέσσερις αχώριστοι και ανέμελοι φίλοι» τα δάκρυα σχεδόν εξαφανίζονταν με την πρώτη τους εμφάνιση. Η παγωνιά τα στέγνωνε. Ήταν σαν να προσπαθούσε η Μητέρα Πατρίδα να τα σκουπίσει με τον δικό της τρόπο.

«Νιώθω πως σε χάνω και εγώ και ας είσαι ζωντανός. Νιώθω πως απομακρύνεσαι από εμένα, πως φοβάσαι να μου μιλήσεις ανοιχτά, λες και ανήκω και εγώ στους πράκτορες της NKVD. Τόσες μέρες πνίγεσαι. Σε βλέπω» για λίγο στάθηκε μπροστά του, κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια. Τα δικά του μαλλιά, είχαν ένα έντονο, πυρόξανθο χρώμα. Το λευκό του δέρμα στόλιζαν αραιές φακίδες και τα μάτια του, έκρυβαν μέσα τους την απόχρωση του μεσημεριάτικου ουρανού. Ο Άλεξ τον κοιτούσε ανήμπορος. Η είδηση του χαμού του Νικήτα, τον είχε παραλύσει ωστόσο η οργή, σε συνδυασμό με έναν καταιγισμό αμφίρροπων συναισθημάτων, δεν του επέτρεπαν να θρηνήσει. Ο Ντίμα είχε δίκιο. Είχαν απομακρυνθεί. Κάποτε ήταν τόσο δεμένοι, σαν αδέρφια. Δεν υπήρχε καμία σκιά ανάμεσά τους, καμία γκρίζα ζώνη.

«Είναι πολλά αυτά που θέλω να σου πω. Δεν γνωρίζω ωστόσο από πού θα πρέπει να ξεκινήσω και αν...»

«Και αν πρέπει να με εμπιστευθείς, έτσι δεν είναι;» του έθεσε ο Ντίμα την ερώτηση «Νόμιζα πως με θεωρούσες κάτι καλύτερο από έναν απλό πράκτορα της κυβέρνησης. Νόμιζα πως μετά από τόσα χρόνια, στο είχα αποδείξει. Μπορεί να σου φωνάξω, μπορεί να ακούσεις κριτική εκ μέρους μου, όμως αυτό σε καμία περίπτωση, δεν θα έπρεπε να σου στερεί την αγάπη σου για εμένα. Ποτέ μου δεν θα σε πρόδιδα. Θα προτιμούσα να πεθάνω. Με απογοήτευσες» τελείωσε και έκανε ένα βήμα πίσω, έτοιμος να του γυρίσει την πλάτη «Α και για να ξέρεις, από γερμανικό χέρι πέθανε. Του κόπηκαν και τα δύο πόδια. Οι Φρίτσιδες θα μου το πληρώσουν ακριβά. Θα πληρώσουν την ώρα και τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην πατρίδα μου, που έκαψαν τα χωριά μου, που σκότωσαν τον φίλο μου...»

«Και οι δικοί μας στρατιώτες καίνε τα χωριά, ώστε να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών υλικά που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν. Αυτές τις γυναίκες, τα παιδιά, τους ηλικιωμένους, κανείς δεν τους σκέφτεται. Η ίδια σου η πατρίδα δεν σε σκέφτεται...Το ξέρεις καλά» απάντησε ο Άλεξ με το βλέμμα του να πέφτει σκληρό.

«Αυτά δηλαδή αναιρούν τη συμπεριφορά των Γερμανών; Αναιρούν την εισβολή τους στην γη σου;» γρύλισε ο Ντίμα.

«Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Αν βγεις όμως έξω από την προπαγάνδα, θα δεις πως το μερίδιο ευθύνης μοιράζεται σε όλους. Σχεδόν ισάξια. Ο πατερούλης δούλευε τον κόσμο μέσα στα μούτρα του, προσπαθώντας να δικαιολογήσει το αναίσχυντο γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Χάθηκε σαν το κοπρόσκυλο μόλις μας κήρυξαν τον πόλεμο, μας πέταξε σχεδόν άοπλους στη γραμμή του εχθρού και μας τιμωρεί γιατί πιαστήκαμε αιχμάλωτοι και συρθήκαμε σαν τα ζώα στα στρατόπεδα!» ξεκίνησε να ανεβάζει τον τόνο της φωνής του. Πνιγόταν. Όλο αυτό του είχε στοιχίσει, του είχε τσακίσει το ηθικό περισσότερο και από την γερμανική επίθεση.

«Μίλα πιο σιγά» τον προειδοποίησε ο Ντίμα.

«Όλα αυτά ήθελα να σου πω. Πως με έσπασαν στο ξύλο για να ομολογήσω πώς επιβίωσα, όταν τραυματίστηκα θανάσιμα και παράλληλα για να με τιμωρήσουν που δραπέτευσα από το Κολαστήριο του Άουσβιτς»

«Αλεξ, ανάθεμα τα ξέρω αυτά που μου λες! Πες μου όμως, τι στα κομμάτια θες να γίνει; Να πάμε στους Φριτς για βοήθεια; Να προδώσουμε τις δικές μας προσωπικές αξίες; Το Βορονέζ δεν είναι ο Στάλιν. Η οικογένειά σου και η δική μου μας χρειάζονται»

«Εδώ όμως βρίσκομαι για να τιμωρώ συντρόφους μου!» έκανε μία παύση και τον κοίταξε στα μάτια «Συγγνώμη για πριν» κατέβασε το βλέμμα του.

«Υπάρχει και κάτι άλλο που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μου; Μίλησες σε εκείνον τον φασίστα, για έναν Όττο Σβάιγκερ. Ανέφερες το θέμα του χαμού του άλλου φασίστα, του Στάινερ, σαν να το είχες παρακολουθήσει από κάποια μεριά. Ωστόσο, ήσουν πράγματι θανάσιμα σχεδόν τραυματισμένος. Εγώ δεν είμαι η μυστική υπηρεσία του Κράτους. Θέλω να μου πεις την αλήθεια, θέλω να με εμπιστευθείς» πάλεψε να τον πείσει, μα ο Άλεξ δεν φαινόταν έτοιμος «Κάτι σημαίνει για εσένα αυτός ο Σβάιγκερ. Το κατάλαβα από τον τρόπο που μιλούσες. Σε αντίθεση με τον φονιά που βρισκόταν μπροστά σου, η φωνή σου στην αναφορά του είχε αλλάξει...»

«Με έσωσε...Εκείνος με έσωσε όταν παραλίγο να πεθάνω» το έφτυσε ο Άλεξ και ήταν και η τελευταία κουβέντα που είπε. Ούτε όμως ο Ντίμα το σχολίασε. Οι γροθιές του σφίχτηκαν, τα δόντια του δάγκωσαν τα χείλη του ελαφρώς και άφησε έναν αναστεναγμό.

«Ας προχωρήσουμε. Η βροχή σταμάτησε» ήταν το μόνο που είπε όταν όλοι τους, με τα όπλα έτοιμα, συνέχισαν να βαδίζουν παραδομένοι στο παγωμένο λυκόφως.

Ο προορισμός τους ήταν να εντοπίσουν τις μονάδες που είχαν υποχωρήσει και στην καλύτερη περίπτωση να τις υποχρεώσουν να επιστρέψουν στη μάχη. Χωρίστηκαν κατά ζεύγη, με τον Ντίμα να τον ακολουθεί από κοντά απόλυτα σιωπηλός. Περπατώντας αρκετές ώρες, συνάντησαν τελικά μία ομάδα από είκοσι άνδρες, Σοβιετικούς στρατιώτες, που βρίσκονταν καθισμένοι γύρω από μία φωτιά. Τα πάντα φανέρωναν πως είχαν αποδεχτεί την ήττα τους. Δύο ανώτεροι αξιωματικοί, οι οποίοι αναγνωρίστηκαν από τα γαλόνια που είχαν ξηλώσει, ήταν έτοιμοι να παραδοθούν στους Γερμανούς. Καταπτοημένοι οι άνδρες γύρω τους, είχαν κάψει ήδη τα έγγραφά τους, έτοιμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

«Ποιος είναι ο επικεφαλής της μονάδας σας;» ρώτησε ο Άλεξ δίχως να παίρνει απάντηση «Παραταχθείτε!» τους φώναξε και είδε να τον υπακούουν άξαφνα όλοι. Ένιωσαν ανακούφιση. Επιτέλους κάποιος είχε αναλάβει την ευθύνη «Ακολουθήστε με» τους είπε και πλησιάζοντας τους δύο αξιωματικούς, ξεκίνησε να τους εξηγεί το σχέδιό του να τους οδηγήσει πίσω στη μάχη ώστε καμία ζωή να μην χαθεί με τιμωρία. Αυτό ωστόσο που τον παραξένεψε, ήταν το γεγονός πως ο πολιτικός επίτροπος της μονάδας, δεν ήξερε καν να διαβάζει τον χάρτη. Όλοι οι παλαιοί ανώτεροι αξιωματικοί είχαν ήδη σκοτωθεί και οι πολιτικοί επίτροποι, εκτός των κομματικών συνθημάτων, δεν γνώριζαν τίποτε άλλο.

«Υπομονή» άκουσε τον Ντίμα να του ψελλίζει και ήταν βέβαιος πως θα την χρειαζόταν.

Δυστυχώς όμως, για κάποιον άλλο, η υπομονή είχε σχεδόν τελειώσει. Ο Όττο με την ενισχυμένη του στολή πια και με λίγη σούπα για την διαδρομή και τις δύσκολες ώρες, βάδιζε κοντά σε υποχθόνιους βαλτότοπους, τρομοκρατημένος εξαιτίας της μοναξιάς και με όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Το κάθε του βήμα ήταν ζυγισμένο προσεκτικά, καθώς οι νάρκες καιροφυλαχτούσαν. Με το όπλο έτοιμο, πραγματοποίησε ένα ακόμη βήμα, όταν μία αίσθηση παράξενη, πως άξαφνα το έδαφος είχε μαλακώσει, τον έκανε να σταματήσει. Σήκωσε την μπότα του με τρόπο, όταν πρόσεξε ένα ανθρώπινο χέρι να βρίσκεται βυθισμένο στο βάλτο. Το βλέμμα του ταξίδεψε μπροστά, παρατηρώντας σωρούς από ανθρώπους να κείτονται σαν ποτάμι, σαν υγρό παρακλάδι των βάλτων. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, Εβραίοι που σφαγιάστηκαν, πλάγιαζαν τώρα στα βρομόνερα, που είχαν βαφτεί κόκκινα. Τρέμοντας τους προσπέρασε, όταν στη μέση των στάσιμων νερών, είδε ένα αγόρι, να βαστά με δύναμη ένα κούτσουρο, προσπαθώντας να κρατηθεί. Το κορμάκι του σπαρταρούσε στα κρύα νερά, το πρόσωπό του ήταν ματωμένο. Είχε γλυτώσει από τη σφαγή κατά πώς φαινόταν. Μιλιά δεν έβγαζε εξαιτίας του φόβου πως οι δολοφόνοι θα επέστρεφαν. Στη θέα του Όττο, δεν αντέδρασε. Τόσο μικρό, περίπου εφτά και είχε αποδεχτεί τη μοίρα που το ήθελε νεκρό.

«Μην κουνιέσαι. Έρχομαι...» το καθησύχασε ο Όττο. Τα σχεδόν γυάλινα μάτια του που καθρέφτιζαν τον πόνο, τον κοίταξαν με θεϊκή ανωτερότητα. Ο Όττο ξεκίνησε να βουλιάζει στον βάλτο με τον φόβο της νάρκης. Στόχος του ήταν να φτάσει στο παιδί, τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. Βαδίζοντας αργά, άπλωσε το χέρι του «Κράτα με, γρήγορα» προσπάθησε να του πει.

«Θα με σκοτώσεις. Στην αδερφή μου, έδωσαν ένα κομμάτι ψωμί πρώτα. Μετά τη σκότωσαν» έκανε παύση «Θα πονέσω;» τον ρώτησε και τον είδε να απελπίζεται.

«Είμαι εδώ για να σε σώσω. Σε παρακαλώ, πιάσε το χέρι μου γρήγορα» το προέτρεψε όταν ακούστηκε ένας πυροβολισμός από μακριά και είδε το νερό να σκίζεται και το κούτσουρο να τσακίζει. Το παιδί πήδηξε στην αγκαλιά του τρομαγμένο και εκείνος κάνοντας το σώμα του ασπίδα, το αγκάλιασε και ξεκίνησε να απομακρύνεται ολοένα και πιο βαθιά. Το σκοτάδι έπεφτε και οι κραυγές των Ρώσων έσκιζαν τον αέρα.

΄΄Όχι!Γαμώτο!» σκέφτηκε όταν αρπάχτηκε από έναν κορμό και προσπάθησε να ανέβει στο πρώτο διαθέσιμο κλαδί. Η σφαίρα σχεδόν του έσκισε το μάγουλο. ΄΄Καταραμένοι μπολσεβίκοι!΄΄

«Θα μας σκοτώσουν....» έκλαψε ο μικρός.

«Όχι μωρό μου. Ησύχασε. Είμαι σούπερ ήρωας. Καμία σφαίρα δεν με διαπερνά» πάλεψε να τον καθησυχάσει και για λίγο τον είδε να μειδιά.

«Αλήθεια;» ρώτησε, μα καμία απάντηση δεν έφτασε ποτέ στα αφτιά του. Πλέον μπορούσαν να δουν τις σκοτεινές φιγούρες να κινούνται με ταχύτητα μέσα από τις φυλλωσιές. Ακόμη μία σφαίρα και έπειτα άλλη μία σχεδόν του έκοψαν την ανάσα.

«Σταματήστε!Μην πυροβολείτε!»ούρλιαξε απελπισμένος «Έχω ένα μικρό παιδί μπροστά μου...»

Για δευτερόλεπτα, τα πυρά έπαψαν, όταν μία γνωστή φωνή έδωσε τη διαταγή. Αυτήν τη φωνή τη γνώριζε. Ήταν εκείνος, ήταν ο φίλος του ή μήπως ο εχθρός του; Τι του ήταν τελικά; Η τελευταία εικόνα τους, ξεπήδησε μέσα από τις αναμνήσεις του. Δύο μέτωπα ενωμένα, ματιές που υπόσχονταν μία φιλία ισχυρή, σμιλεμένη σε μία εποχή απανθρωπιάς, αδυσώπητων καιρών, μία φιλία σπάνια, απίθανη. Είδε τη φιγούρα του Άλεξ να ξεπροβάλει μέσα από τις εβένινες σκιές του δάσους και να καρφώνει τα μάτια της σε εκείνον με τρόμο και ακόμη ένα συναίσθημα που ελλόχευε κάπου εκεί μέσα, στις κυανές του ίριδες. Την τρυφερότητα, τη συγκίνηση. 


Χρόνια πολλά σε όλους. Με όπλο σας την υγεία και ασπίδα την αγάπη σας ευχομαι καλές Γιορτες!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top