Η βίλα της οδού Am Grossen Wannsee/ part 1
«Στη Γερμανία οι ναζιστές πρώτα ήρθαν για τους κομμουνιστές, αλλά εγώ δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Μετά ήρθαν για τους Εβραίους, αλλά εγώ δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Μετά ήρθαν για τους συνδικαλιστές, αλλά εγώ δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής. Μετά ήρθαν για τους καθολικούς, αλλά ήμουν προτεστάντης και γι' αυτό δεν μίλησα. Μετά ήρθαν για μένα, αλλά τότε δεν είχε μείνει πια κανείς να μιλήσει για κανέναν»
Μάρτιν Νιμέλερ, Γερμανός πάστορας
΄΄Συνήθως, όλα τα μεγάλα κακά έχουν ρίζες βαθιές που έρπονται αργά και προκλητικά, ξεγλιστρώντας πίσω στο χρόνο. Στην όψη εκείνου του ανθρώπου, του Αδόλφου Χίτλερ, μπορούσε κάποιος να διαβάσει ένα παρελθόν που στα σίγουρα του κληρονόμησε πολλά από τα χαρακτηριστικά που τον κατέστησαν ικανό να οργανώσει μερικά από τα χειρότερα εγκλήματα της ανθρωπότητας. Με βάση την ιστορία του, δεν ήταν να απορεί κανείς για τον τρόπο με τον οποίο στρώθηκε ο κακοτράχαλος δρόμος του. Ομίχλη πυκνή σκεπάζει μία αριστοκρατική βίλα, σε ένα πλούσιο προάστιο και για λίγο η εικόνα χάνεται για να μας μεταφέρει κάπου στο 1908, και σε έναν νεαρό με την ιδεώδη προσδοκία, να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Ο νεαρός Αδόλφος, ανέβαινε τα σκαλιά ενός κτηρίου στη Στουμπεργκάσε 31, στη Βιέννη, χαιρετώντας κοφτά την Τσέχα ιδιοκτήτρια του μικρού και λιτού δωματίου που νοίκιαζε, τη φράου Τσάκραις. Για χιλιοστή φορά, έγραφε μία κάρτα στον φίλο του από τα παλιά, τον Άουγκουστ Κούμπιτσεκ : « Αγαπητέ φίλε, περιμένω με αγωνία τον ερχομό σου. Απάντησέ μου γρήγορα, ώστε να ετοιμάσω μία εορταστική υποδοχή. Όλη η Βιέννη σε περιμένει. Ειλικρινά σε παρακαλώ, έλα γρήγορα» Ο πατέρας του Άουγκουστ, δεν χώνευε ιδιαίτερα τον Αδόλφο και φυσικά δεν είχε καμία όρεξη να στείλει τον γιο του πλάι σε έναν αποτυχημένο, τόσο στο σχολείο όσο και στη ζωή, μιας που γνώριζε πως δεν είχε όρεξη να κάνει καμία αξιοπρεπή δουλειά.
Ωστόσο, τον αποχαιρέτησε δακρυσμένος και ο Άουγκουστ ξεκίνησε το ταξίδι του για να φτάσει κατάκοπος στο διαμέρισμα του Αδόλφου.
«Μην μου πεις πως προτιμάς τον ύπνο; Έχω σκοπό να σε ξεναγήσω σε όλη την πόλη» του είπε ο Χίτλερ και ο νεαρός παρά την απίστευτη νύστα του, τον ακολούθησε. Φυσικά η πρώτη στάση, ήταν η Όπερα και έπειτα ο Καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου, ο οποίος ήταν τυλιγμένος στην ομίχλη. Όλη τη νύχτα σχεδόν τριγυρνούσαν για να καταλήξουν να επιστρέψουν μετά τα μεσάνυχτα, με τον Άουγκουστ να αποκοιμιέται με την μουρμούρα του Αδόλφου για το μεγαλείο της Βιέννης.
Τελικά τα δύο αγόρια, αποφάσισαν να μείνουν μαζί, με την Τσάκραις να τους παραχωρεί το μεγαλύτερο δωμάτιο που είχε. Ο Άουγκουστ μέσα στις επόμενες μέρες, έμαθε πως πέρασε τις εξετάσεις για τις σπουδές στο Κονσερβατουάρ της Βιέννης, ενώ νοίκιασε ένα πιάνο με ουρά για εξάσκηση, πιάνοντας και εκείνον τον ελάχιστο χώρα που είχαν στο δωμάτιο. Η στάση του φίλου του, τον παραξένευε καθώς δεν ήταν βέβαιος για το πού γυρνούσε ολημερίς. Ο Χίτλερ πράγματι τριγύριζε σαν την άδικη κατάρα, κρύβοντάς του την αποτυχία του στην εισαγωγή της Σχολής Καλών Τεχνών. Καθώς πάντοτε του παρουσίαζε τον εαυτό του ως δήθεν ανώτερο, η αποτυχία, αποτελούσε ένα πλήγμα ισχυρό στην προσωπικότητά του, γεμίζοντάς τον με πικρία και οργή. Μία οργή που ξέσπασε ένα απόγευμα που ο Άουγκουστ έκανε πρόβες στο πιάνο, καταλήγοντας στην ομολογία πως είχε φάει απόρριψη.
«Και τώρα τι θα κάνεις;» τον ρώτησε ο νεαρός και ο Αδόλφος κάγχασε.
«Τι θα κάνω, τι θα κάνω;....Άρχισες και εσύ τώρα να με ρωτάς;» του γρύλισε βγαίνοντας με φόρα από το δωμάτιο και χτυπώντας πίσω του την πόρτα. Τα μάτια του έκρυβαν εκείνη την υποχθόνια τρέλα, μπορούσαν όλοι να τη διακρίνουν. Την τρέλα και τα κόμπλεξ μίας ανύπαρκτης ανωτερότητας και πεποίθησης πως ο κόσμος του χρωστούσε, μόνο σε αυτόν. Η ομίχλη του χρόνου, κάνει ξανά την εμφάνισής της, τυλίγοντας αυτή τη φορά, εκείνο το ασφυκτικό κτήριο των νεανικών του χρόνων, σηματοδοτώντας το ταξίδι της ιστορίας πολλά χρόνια αργότερα....
Gross-Wannsee, 20 Ιανουαρίου, 1942
Ήταν νωρίς το μεσημέρι και παρά την παγωνιά, το συγκεκριμένο προάστιο, με τους δασώδεις Παράδεισους ολόγυρα και την λίμνη να το στολίζει, ευθύς του έφτιαχνε τη διάθεση η οποία έτσι και αλλιώς ήταν ανεβασμένη. Τα παγωμένα του μάτια, ατένισαν τον ορίζοντα με σταθερότητα. Ο Βίγκμπερτ Μάινσερ, όπως ήταν το επώνυμό του, δεν θα μπορούσε να λείπει από μία συνάντηση κορυφής που είχε προγραμματιστεί, ήδη από τον Νοέμβριο του 41 και που θα συμμετείχαν οι αρχηγοί της Ασφάλειας και της Αστυνομίας του Κράτους, υπουργοί και υψηλόβαθμα στελέχη της ναζιστικής Γερμανίας. Ο Βίγκμπερτ, ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που ο Ράινχαρντ Χάιντριχ είχε σκεφτεί να καλέσει. Αν εκείνον τον αποκαλούσαν ως άνδρα με την ατσάλινη καρδιά, τότε με βεβαιότητα, αυτή έλειπε εντελώς τόσο σαν όργανο, όσο και σαν έννοια από τον εικοσιπεντάχρονο νεαρό με τα όμορφα χαρακτηριστικά. Αν ο διάβολος ενσαρκωνόταν στη γη, το σίγουρο ήταν πως θα έπαιρνε τη μορφή του.
Φτάνοντας μπροστά στο υπέροχο, υπερπολυτελές κτήριο, συνάντησε την προσωπικότητα του Άντολφ Άϊχμαν, ο οποίος εξίσου δεν θα μπορούσε να λείπει, καθώς και τον αρχηγό της Γκεστάπο Μίλλερ. Μαυροντυμένοι, με τα διακριτικά των Ες-Ες και με φόντο το αιώνιο πορτραίτο του νέου Καίσαρα, Αδόλφου Χίτλερ, οι καλεσμένοι ήπιαν στα όρθια το ποτό τους, συζητώντας λίγο ελαφρύτερα θέματα από αυτά που θα ανοίγονταν και που ομόφωνα και με ενθουσιασμό θα αποδέχονταν.
«Ειλικρινά, αισθάνομαι απίστευτη τιμή που βρίσκομαι εδώ» πρόφερε ο Βίγκμπερτ σε έναν Χάιντριχ που ήταν πεπεισμένος πως ο δρόμος του συγκεκριμένου νεαρού ήταν στρωμένος με μεγάλα έργα και απόλυτη πίστη στο Τρίτο Ράιχ.
«Ακούγονται απίστευτα πράγματα για εσένα. Αποτελείς κυριολεκτικά το ισχυρότερο εκτελεστικό μας όργανο, δίχως καμία αμφιβολία. Ως και εγώ, ορισμένες στιγμές αναρωτιέμαι, αν υπάρχει κάτι που σε αγγίζει ή σε τρομάζει» του πέταξε το μπαλάκι της συζήτησης ο Χάιντριχ, για να δει τα λεπτά χείλη του νεαρού να συσπώνται σε μία γκριμάτσα σατανικού χαμόγελου.
«Με φοβίζει ο ατιμωτικός θάνατος. Τίποτε άλλο. Κραυγούλες και ψεύτικα παρακάλια Εβραιομπολσεβίκων, μικρών και μεγάλων δεν με αγγίζουν συναισθηματικά. Μου προκαλούν ωστόσο έναν ενδόμυχο ερεθισμό. Είναι υπέροχο να βλέπεις τον εχθρό σου να σε παρακαλεί γονατιστός, τονίζοντας και επιβεβαιώνοντας την φυσική σου υπεροχή. Είναι ακόμη καλύτερο ωστόσο, να τον ξεγελάς, να παίζεις με την ψυχολογία του και εκεί που τελικά ανακτά την ελπίδα του, λίγο πριν το προδιαγεγραμμένο τέλος, να τον σκοτώνεις και να απομένει η έκπληξη μονάχα στα ορθάνοιχτα, κούφια μάτια του»
Ο Χάιντριχ κάγχασε, ωστόσο ακόμη και εκείνος ένιωσε ελάχιστα άβολα με την δολοφονική και διεστραμμένη φύση ενός τόσο νεαρού και όμορφου ατόμου. Ήταν ίσως σκληρή η αντίθεση του εξωτερικού, λαμπερού περιβλήματος με την σαπίλα του εσωτερικού. Ο χρόνος ωστόσο περνούσε και άπαντες κάθισαν, βγάζοντας τους άκρως απόρρητους φακέλους και ξεκινώντας τη συζήτηση.
« Έχω λάβει την διοικητική εξουσιοδότηση, από τον αγαπητό μας Χέρμαν Γκέρινγκ, η οποία μου επιτρέπει απόψε να προεδρεύσω.Η Ευρώπη πρέπει να εκκαθαριστεί από τους Εβραίους από την Ανατολή ίσαμε τη Δύση» πήρε τον λόγο ο Χάιντριχ «Θα πρέπει όλοι εμείς να συνεργαστούμε αρμονικά σε ένα συνολικό σχέδιο, του οποίου το κωδικό όνομα θα είναι Τελική Λύση. Οι ομαδικές συλλήψεις των Εβραίων θα οργανωθούν συστηματικά κατά τον γερμανικό τρόπο. Να ξέρετε, πως ένα τέτοιο έργο θέλει χρόνο. Να ξεριζώσεις εκατομμύρια από δαύτους, να τους μεταφέρεις με συνοδεία και να τους μοιράσεις στα στρατόπεδα εξολόθρευσης, δεν είναι κάτι το εύκολο, αλλά ο μαύρος στρατός, θα επιληφθεί του θέματος Οι σοροί των πτωμάτων, θα χρησιμεύσουν στη βιομηχανία. Νομίζω πως ο καθένας σας, γνωρίζει τον ρόλο του»
Πράγματι, ο καθένας τον γνώριζε. Ο Χίμλερ επέβλεπε τους σφαγείς των Einsatzgruppen, ο Γκέρινγκ θα οργάνωνε τη συστηματική λεηλασία των περιοχών που είχαν πρόσφατα κατακτηθεί, με τέτοιες οδηγίες που θα οδηγούσαν στην πείνα εκατομμύρια Σοβιετικούς και Πολωνούς, ενώ ο Μάρτιν Μπόρμαν* θα είχε την υψηλή εποπτεία της εφαρμογής του διατάγματος Νύχτα και Ομίχλη*. Όσο για τον Βίγκμπερτ, η δουλειά του τόσο στα στρατόπεδα, όσο και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, έμοιαζε με χρυσάφι. Σε όποια θέση και αν τον τοποθετούσαν, το μόνο βέβαιο ήταν πως τους έβγαζε ασπροπρόσωπους. Έξω, αργά και σταθερά ο ήλιος του Χειμώνα έμοιαζε ολοένα και περισσότερο με λιωμένη σφαίρα, που κατρακυλούσε αργά και άτεγκτα σε μία τρελή μοίρα, στον γραμμωτό, καραμελένιο ουρανό, μεταμορφώνοντας τα νερά της Βάνζεε, σε ένα σεντόνι σφυρηλατημένου χρυσού. Λίγο πιο μακριά, αυτά τα μεγάλα πουλιά, οι γλάροι, έκρωζαν και πετούσαν στον παγωμένο ουρανό, ενώ οι ψαράδες ήταν σκυμμένοι νωχελικά στις βάρκες τους, ρίχνοντας πετονιές λίγο πριν παγώσουν τελείως τα νερά, ελπίζοντας να πιάσουν λούτσους. Το θέαμά τους θαρρείς και είχε ξεπηδήσει από κάποιον πίνακα του δέκατου ένατου αιώνα. Ένα θέαμα σε πλήρη αντιδιαστολή με τις απάνθρωπες αποφάσεις που είχαν παρθεί. Η μετανάστευση των Εβραίων, θα αντικαθίστατο με εκκένωση στα ανατολικά. Η δήθεν εκκένωση, θα αφορούσε συνολικά έντεκα εκατομμύρια Εβραίους. Μόλις θα έφταναν στα ανατολικά, θα χωρίζονταν σύμφωνα με το φύλο και την κατάσταση της υγείας τους και θα εργάζονταν στην κατασκευή δρόμων. Όσοι δεν επιλέγονταν, θα δολοφονούνταν άμεσα. Όσοι Εβραίοι θα επιζούσαν, θα ήταν και οι πιο επικίνδυνοι και όπως τόνισε ο Χάιντριχ, θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ανάλογα.
Ποια είναι όμως η ανάλογη αντιμετώπιση ενός ανθρώπου, όταν έχεις τελικά καρδιά και δεν βλέπεις μέσα από τα εμπόδια και τη διαστρέβλωση του ρατσισμού; Ο Όττο το σκεφτόταν έντονα, εκείνες τις λίγες στιγμές που δεν τον χτυπούσε αλύπητα η απελπισία και η μοναξιά που ολοένα γιγαντωνόταν. Έχοντας εγκαταλείψει το Βορονέζ, έμοιαζε πιο χαμένος από ποτέ, βαθιά αποπροσανατολισμένος σε μία αχανή χώρα, με τα στρατεύματά του να βρίσκονται πιο πίσω. Ο χάρτης έτρεμε στα χέρια του. Για την ακρίβεια ολόκληρο το κορμί του οργωνόταν από σπασμούς εξαιτίας του κρύου. Καθώς πλέον φορούσε την δική του γερμανική στολή, η οποία ανήκε στους μήνες του καλοκαιριού, η ζωή του είχε γίνει τρομακτικά δύσκολη.
Βαδίζοντας όπως πίστευε προς τα πίσω, τα πρωινά κρυβόταν σε κοντινά δασύλλια και τα βράδια έσκαβε μόνος του τρύπες στο σκληρό έδαφος, εξαιτίας του φόβου πιθανής εμφάνισης Σοβιετικών. Ένα από εκείνα τα βράδια, είχε παραμείνει στον ίδιο λάκκο. Μέρες τώρα είχε να βάλει έστω και μία μπουκιά στο στόμα του. Ίσμπες δεν πλησίαζε εύκολα αν δεν ήταν απομονωμένες. Το κρύο έτρωγε το κορμί του εδώ και ώρες. Είχε κυριολεκτικά κουλουριαστεί σε ένα κουβάρι. Η χαμηλή θερμοκρασία δεν του επέτρεπε να κοιμηθεί, μα ταυτόχρονα, το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο. Ψηνόταν στον πυρετό, ο βήχας τράνταζε το στήθος του κάθε λίγο και η μόνη του παρηγοριά, ήταν εκείνη η φωτογραφία με τους φίλους του στο Βερολίνο. Πλέον, θεωρούσε αυτά τα χρόνια τόσο μακρινά, που είχαν περάσει στο φάσμα του ονείρου.
΄΄Ποτέ δεν θα υπάρξω ένας φυσιολογικός νεαρός άνδρας. Ακόμη και ο πόλεμος να τελειώσει, ο κόσμος θα με μισεί, όπου και να πηγαίνω, θα θέλουν να με λιθοβολήσουν. Πώς να τους εξηγήσω; Πώς...καλύτερα πια να πεθάνω΄΄ σκέφτηκε με το κεφάλι του να τον πονά φρικτά, όταν μέσα στην παραζάλη μία γυναικεία φωνή, σαν κλάμα, τον έκανε να ανασηκωθεί ελάχιστα.
Τρέκλισε για την ακρίβεια και μόλις ξεπρόβαλε από την κρυψώνα του, θυμήθηκε πως εκεί κοντά, βρισκόταν ένα σπίτι απομονωμένο. Είχε σκεφτεί και νωρίτερα να πλησιάσει, μα τελικά ο πυρετός τον είχε καθηλώσει. Σέρνοντας τα αδύναμα πόδια του, ακολούθησε τη φωνή, μόνο για να αντικρίσει ένα κορίτσι, κοντά στην ηλικία του, να έχει στριμωχτεί σε ένα πράγμα που έμοιαζε με τσιμεντένιο κύλινδρο. Η εικόνα θόλωνε, όσο ο πυρετός τον βασάνιζε. Ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, όταν τελικά την πλησίασε περισσότερο. Στη θέα του, η κοπέλα άρχισε να κλαίει. Ήταν βέβαιο πως θα την βίαζε και έπειτα θα τη σκότωνε. Θέλοντας και μη, είχε παγιδευτεί με έναν τρόπο που του έδινε πρόσβαση, εύκολα.
«Σε παρακαλώ...Σε ικετεύω» ψέλλισε στα ρωσικά. Είχαν γίνει τόσα εγκλήματα, που δεν υπήρχε αμφιβολία για την πρόθεσή του.
«Φροϊλάιν...» ψέλλισε ο Όττο μέσα στο παραλήρημα, όταν γλίστρησε και έπεσε σχεδόν μπροστά της αναίσθητος.
*Διάταγμα Νύχτα και Ομίχλη: εκδόθηκε -σύμφωνα με τις οδηγίες του Αδόλφου Χίτλερ- από τον στρατάρχη Βίλχελμ Κάιτελ στις 7 Δεκεμβρίου του 41 και περιείχε τις μυστικές κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τις οποίες θα αντιμετωπίζονταν όλοι οι μη Γερμανοί πολίτες που θα αντιστέκονταν ή θα διαφωνούσαν με οποιοδήποτε τρόπο κατά του τρίτου Ράιχ.
* Μάρτιν Μπόρμαν: ήταν Γερμανός πολιτικός, επιφανές μέλος των Ναζί . Επικεφαλής της Καγκελαρίας ως εκπρόσωπος του κόμματος και ιδιαίτερος γραμματέας του Χίτλερ, είχε καταφέρει να αναδειχθεί ως ο ισχυρότερος άνδρας στο Ράιχ, ύστερα από τον ίδιο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top