Είμαστε όλοι στο ίδιο πλοίο /part 3
Ο Κερτ έμεινε να την σκέφτεται για λίγο. Τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Στην ουσία εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα, όλα έμοιαζαν με έναν εκπληκτικό αγώνα επιβίωσης. Η Άζια είχε παλέψει να τον ξεγελάσει με σκοπό να τον σκοτώσει ως κατακτητή, εκείνος όφειλε να αμυνθεί επιδεικνύοντας αδιαφορία για την τύχη της. Άλλος αν ήταν στη θέση του θα την είχε σκοτώσει. Ανήκε εξάλλου στις Γκρίζες Τάξεις, τους αντάρτες που με την δράση τους κάθε μέρα έβγαζαν από την μέση πάνω από δέκα συμπατριώτες του. Αυτό τον είχε προβληματίσει ως προς τον τρόπο που θα κυκλοφορούσε στην πόλη μιας και σε κάθε σκοτεινό στενό, καιροφυλαχτούσαν οι τιμωροί του. Η μέρα του φυσικά έμελλε να είναι χειρότερη από όσο μπορούσε να φανταστεί, μιας και η θέση που αποφάσισαν να του προσφέρουν, ήταν κάτι παραπάνω από δυσάρεστη έκπληξη, μιας που ο ίδιος δεν ανήκε στα Ες-Ες ή στη Γκεστάπο. Θα γινόταν ο σοφέρ και ταυτοχρόνως φύλακας του Αυστριακού Ταξίαρχου των Ες-Ες Φραντς Κούτσερα, μιας από τις πιο μισητές φιγούρες. Η λιμουζίνα, μία Opel Admiral θα τον μετέφερε ακόμη και από το σπίτι του ως το γραφείο και ας ήταν κοντινή η απόσταση.
Παρά τις εμφανείς του διαμαρτυρίες, δεν φάνηκε να πείθει κανέναν. Του ανέλυσαν πως είχαν μελετήσει το βιογραφικό του και είχαν θεωρήσει πως ήταν ικανός να τον προστατέψει κατάλληλα. Δίχως να το επιθυμεί και με μία συνεχή νευρικότητα εξαιτίας του φόβου, ο Κέρτ ανέλαβε το πόστο ανταλλάζοντας τις λιγότερες δυνατές κουβέντες. Τα πράγματα καθημερινά γίνονταν ολοένα και πιο σκοτεινά, μα ακόμη και στο βάθος της θανατερής ώχρας, υπήρχε πάντοτε μία αχτίδα φωτός, όπως η γέννηση μίας νέας ζωής. Στο ταπεινό Μπύντγκοτς, ένα δροσερό πρωινό, έσπασαν τα νερά της Ντάρια ένα μήνα περίπου νωρίτερα από την αναμενόμενη ημέρα άφιξης του νέου μέλους. Εκείνη πανικοβλήθηκε. Πετάχτηκε κυριολεκτικά από το κρεβάτι, ταράζοντας την Έστερ που ευθύς έτρεξε αναστατωμένη προς το μέρος της. Ο μόνος που έπλεε σε απόλυτα πελάγη ευτυχίας και συγκίνησης, ήταν ο Μπάλντερ. Η ευχή του είχε εκπληρωθεί. Το παιδί του θα έβλεπε το φως του κόσμου, με τον πατέρα σαν φύλακα-Άγγελο, να προσμένει την άφιξή του.
Ως άνδρας μεγαλύτερός της και έχοντας αντιμετωπίσει πολλά στη ζωή του, είχε λάβει την απόφαση να διατηρήσει την ψυχραιμία του ως την πρώτη ανάσα, το πρώτο κλάμα του μωρού. Όφειλε να στηρίξει την γυναίκα της ζωής του σε αυτήν τη δύσκολη, επίπονη, μα συνάμα χαρμόσυνη στιγμή. Η Έστερ με εντολή της Ντάρια, έφυγε προκειμένου να ειδοποιήσει την γυναίκα εκείνη που είχε ξεγεννήσει αρκετές αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Η Μπιάνα ήταν μεγάλης ηλικίας, με πείρα, γλυκύτητα και ψυχραιμία, η οποία φάνηκε να χάνεται για δευτερόλεπτα σαν αντίκρισε την κυκλώπεια φιγούρα του Μπάλντερ, δίχως ωστόσο να γνωρίζει την καταγωγή και την ιδιότητα του. Τα κυανά σκούρα μάτια του παρακολουθούσαν κάθε κίνησή της με απόλυτη προσοχή, ενώ είχε πλειστάκις αρνηθεί να φύγει από το πλευρό της Ντάρια. Θα της βαστούσε το χέρι μέχρι το τέλος, στα δύσκολα και στα εύκολα. Τα δάχτυλά τους παρέμεναν ενωμένα σφιχτά, όρκος αιώνιος και σιωπηλός, με την Ντάρια να καταβάλει προσπάθειες από την μία να αναπνεύσει και από την άλλη να ξεκινήσει τις ωθήσεις διαχειριζόμενη τον πόνο.
«Σ' αγαπώ. Κάνε κουράγιο σε ικετεύω. Σε λίγο θα κρατήσουμε στην αγκαλιά μας το παιδί μας το δεύτερο, κάνε κουράγιο, είσαι γενναία» της ψιθύριζε καθώς φιλούσε παρατεταμένα το ιδρωμένο της μέτωπο.
Έπειτα από λίγο, μία τελευταία, απεγνωσμένη κραυγή παράδοσης πνεύματος και ψυχής ολάκερης, συνοδεύτηκε από ένα βρεφικό κλάμα ζωής. Ο Μπάλντερ ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του από ανάμεικτα συναισθήματα σαν ήξερε πως αυτήν την ανάλογη στιγμή της κόρης του, την είχε αδίκως στερηθεί. Η Μπιάνα έκοψε τον ομφάλιο λώρο και για λίγο πήρε το νεογέννητο στα χέρια της προκειμένου να το καθαρίσει.
«Να σας ζήσει ο μικρός σας» τους χαμογέλασε.
«Είναι αγόρι;» ρώτησε ο Μπάλντερ τρέμοντας, καθώς την παρατηρούσε να επιστρέφει με ένα βρέφος ελαφρώς σφιγμένο, του οποίου το κλάμα ίσα που μπορούσε να ακουστεί. Τα μάτια του Μπάλντερ δεν το εγκατέλειψαν λεπτό. Σιωπηλά, με μία παράλογη ταπεινότητα, παρακάλεσε την Ντάρια να τον κρατήσει έστω και για μία στιγμή. Το πλασματάκι κούρνιασε στην αγκαλιά του, με τα μικρά του δάχτυλα να ανοιγοκλείνουν στον αέρα αναζητώντας παρηγοριά.
«Στάινερ» άκουσε την κοπέλα να του ψιθυρίζει.
Ο Μπάλντερ πάγωσε.
«Πώς, πώς είπες;» κόμπιασε.
«Έτσι θα επιθυμούσα να τον ονομάσουμε, αν συμφωνείς και εσύ φυσικά»
«Στάινερ...»μονολόγησε ο Μπάλντερ «Όμως...»
«Ήταν ένας ήρωας. Με την υπέρτατη θυσία του, αντιστάθηκε με τον πιο σθεναρό τρόπο στην γάγγραινα του ναζισμού. Τον αγάπησα και πιστεύω πως και ο γιος μας θα τον αγαπήσει μελλοντικά, όταν πλέον θα είμαστε σε θέση να του αφηγηθούμε τη ζωή του και τη συμβολή του στον αγώνα» Την κοίταξε με ένα βλέμμα ελαφρώς αλλιώτικο. Με απαλές κινήσεις, εναπόθεσε το βρέφος στο στήθος της και φίλησε τρυφερά το χνουδωτό του κεφάλι. Αν η ευτυχία μπορούσε να απεικονιστεί, τότε αποτελούσαν την ιδανική εικόνα. Ο Μπάλντερ έκανε νόημα στην Έστερ να πλησιάσει και με κόπο την σήκωσε στην αγκαλιά του. Είχε μεγαλώσει πια, είχε ψηλώσει και εισέλθει στην εφηβεία. Τα διάπλατα ανοιγμένα χέρια του όμως, πάντοτε θα την χωρούσαν, πάντοτε θα απάλυναν κάθε πίκρα και καημό της, θα ξέπλεναν τα δάκρυα και τους φόβους της. Ήταν ο πατέρας της. Ατελής στα σίγουρα, αμαρτωλός το δίχως άλλο, μα ήταν ο πατέρας της και υπερασπίστηκε αυτόν τον τίτλο, άτσαλα στην αρχή, μα με όλο το τρέκλισμα της αυθεντικότητας.
«Σε ευχαριστώ» είπε ψιθυριστά στην Ντάρια «Σας ευχαριστώ που ανοίξατε το σπίτι σας σε έναν άνθρωπο σαν εμένα, ευχαριστώ που με συγχωρέσατε, που παραβλέψατε τα απάνθρωπα σφάλματά μου...»
Η μιλιά του κόπηκε εξαιτίας ενός λεπτοκαμωμένου χεριού που άρπαξε τα δυο του μάγουλα, αναγκάζοντάς τον να κάνει μία αστεία γκριμάτσα. Τα μάτια της κόρης του, όμοια με τα δικά του, τον ατένισαν με μία ωριμότητα διαφορετική, με μία λανθασμένη σοφία που οι καιροί είχαν φέρει βιαίως σε μία γενιά, που σχεδόν δεν κατάφερε να ψελλίσει την λέξη ΄΄παιχνίδι΄΄.
«Κάποιες φορές, είναι προτιμότερο να κάνεις λάθη από το να είσαι απών. Εσύ έκανες σίγουρα πολλά, μα ποτέ σου δεν με πέταξες. Είχα σημασία για εσένα μεγάλη και νομίζω πως τώρα πια, μονάχα αυτό έχω ως ανάμνηση από εσένα. Αυτό θα ισχυριζόμουν πως θα επιθυμούσα από τους γονείς μου, αν ποτέ με ρωτούσαν. Γιατί τα παιδιά θέλουν απλώς την αγάπη και αυτή από εσένα δεν μου έλειψε. Η αγάπη ωστόσο συγχωρεί τα λάθη, έτσι δεν λένε; Αλλιώς ονομάζεται εγωισμός»
Ο Μπάλντερ ύψωσε το φρύδι του.
«Με όποιον δάσκαλο καθίσεις λένε...Εσύ είχες τον καλύτερο» χαμογέλασε και συνέχισε «Το καλό τώρα που μεγάλωσες είναι, πως εγώ έχω γλιτώσει τις άπειρες ώρες του ΄΄τσαγιού΄΄ με τις φιλενάδες σου» της είπε και την είδε να τοποθετεί το χέρι στη μέση «Εντάξει, για χάρη σου θα καθόμουν αιωνίως»
«Μπαμπά, σου λείπει;» τον ρώτησε.
«Ποιος μωρό μου;» την ρώτησε.
«Ο θείος Στάινερ, ο αδερφός σου»
«Ήταν ίσως η μεγαλύτερή μου απώλεια»
«Σκέφτεσαι καθόλου την γυναίκα που με έφερε στον κόσμο;» ρώτησε ξανά η μικρή.
«Όχι πια. Την σκεφτόμουν όταν είχα κενό στην ψυχή μου και το γέμιζα με το μίσος μου και τα συναισθήματα της απόγνωσης. Όλα αυτά βούλιαξαν ωστόσο σε μία θάλασσα λατρείας από την ημέρα σχεδόν που σε βρήκα. Και τώρα είναι αργά. Έχουμε μεγάλη νύχτα εμείς οι γονείς. Εσύ ως παιδί, οφείλεις να κοιμηθείς» τελείωσε και σαν αποσύρθηκε η μικρή, καταρρακτώδης ανοιξιάτικη βροχή έσκισε τον ουρανό στα δύο. Ο άνεμος ξεκίνησε να μουγκρίζει και ο Μπάλντερ ετοιμάστηκε να κλείσει τα παντζούρια, όταν πρόσεξε τη φιγούρα του Γιόαχιμ να πλησιάζει τρέχοντας μουσκεμένη.
«Χίλια συγγνώμη, δεν επιθυμώ να ενοχλήσω! Έμαθα τυχαία τα ευχάριστα από μία ηλικιωμένη. Να σας ζήσει! Μην με ρωτήσεις πώς την κατάλαβα, οι χάρες μου είναι πολλές. Εντελώς τυχαία είχα αποφασίσει να σε επισκεφθώ» χαμογέλασε, όταν ένιωσε τα χέρια του Μπάλντερ να τον αγκαλιάζουν.
«Πέρνα μέσα. Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
«Μια χαρά. Απλώς φέρνω εις πέρας τις διάφορες αποστολές που μου έχεις αναθέσει. Επίσης, φέρνω μαζί μου και δυσάρεστα νέα. Η άδειά σου βρίσκεται στο τέλος της. Προχθές το πρωί, βρισκόμουν στο γραφείο του αιδεσιμότατου Χίμλερ, έξω φυσικά. Καρτερούσα μία ναζιστοκεφαλή προκειμένου να την μεταφέρω από τα γραφεία της, στο σπίτι. Είναι επικίνδυνα πια στο Βερολίνο. Κρυφάκουσα λοιπόν τη συζήτηση και ο Χίμλερ μιλούσε για εσένα. Χρειάζονται δυνάμεις από ό,τι κατάλαβα, στα βόρεια της Γαλλίας. Αν λοιπόν κριθείς άξιος να βρεθείς στο πεδίο της μάχης, παρά το τραύμα σου στο κεφάλι, εικάζω πως θα σε στείλουν εκεί. Επιπλέον, μου είχες ζητήσει να περάσω από το σπίτι σου για τυχόν γράμματα. Έμοιαζε εγκαταλειμμένο, με εξαίρεση έναν φάκελο που τον βρήκα σχεδόν θαμμένο έξω από την καγκελόπορτα. Νομίζω πως είναι από την Γαλλία»
Ήταν πράγματι από εκεί, από τον φίλο του τον Μπερνάρ, ο οποίος εδώ και μερικούς μήνες είχε ενταχθεί στην αντίσταση. Υπό άκρα μυστικότητα είχε κατορθώσει να στείλει το γράμμα στο σπίτι του νεαρού Γερμανού. Από το Παρίσι είχε φύγει πια, μετακομίζοντας βόρεια προς το Pont-Audemer. Εκεί, υπήρχαν περίπου διακόσιοι αντιστασιακοί εντός της πόλης καθώς και ορισμένοι ψαράδες κατά μήκος της ακτογραμμής. Αρκετοί διέθεταν όπλα τα οποία θα χρησιμοποιούσαν την κατάλληλη στιγμή. Από τους Νορμανδικούς νομούς, υπήρχε διαρκής ροή πληροφοριών προς τους Συμμάχους. Οι γερμανικές μεραρχίες που βρίσκονταν εκεί, αναγνωρίζονταν στα πλυντήρια ρούχων από τους αριθμούς που αναγράφονταν στους γιακάδες των χιτωνίων των στρατιωτών. Ο Μπερνάρ δεν του έδινε ιδιαίτερα πολλές λεπτομέρειες. Εν μέρει ήταν λογικό.
«Τι θα απογίνουν αν φύγω;» συλλογίστηκε με παράπονο «Πώς θα εγκαταλείψω τον νεογέννητο γιο μου; Πως θα επιτρέψω να χαθούν από τα μάτια μου για ακόμη μία φορά οι πρώτες μας στιγμές, τα πρώτα του βήματα;»
«Αν όμως δεν εμφανιστείς τώρα, ίσως σε αναζητήσουν και κινδυνέψουν οι δικοί σου. Αργότερα, αν τελικά καταλήξεις στο πεδίο της μάχης, ίσως και να είναι ευκολότερο να φυγαδευτείς, από τη στιγμή που γνωρίζεις κάποιο μέλος της Αντίστασης» τον παρηγόρησε ο Γιόαχιμ.
«Η ζωή είναι αφόρητη κάποτε» μούγκρισε ο Μπάλντερ και τον κοίταξε «Θα μείνεις εδώ απόψε. Ο καιρός έτσι ανταριασμένος, γίνεται επικίνδυνος για μετακινήσεις. Υπάρχει ένα κενό δωμάτιο»
Οι δύο φίλοι, καληνύχτισαν ο ένας τον άλλο. Ο Μπάλντερ κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Με αυτοσχέδια μαξιλάρια, πάλεψαν να τοποθετήσουν το βρέφος στη μέση και ταυτόχρονα να κρατήσουν τα κορμιά τους μακριά του. Είχε μόλις θηλάσει και έτσι θα είχαν ελάχιστο χρόνο για να κλείσουν τα μάτια τους. Μέσα στην αντάρα της νύχτας, οι αστραπές έκαναν τα παντζούρια να τρίζουν λες και πάλευαν να τιναχτούν εμπρός. Ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα, ακολούθησε ένα εξίσου δειλό βάδισμα. Η Έστερ νυχοπατώντας, σκαρφάλωσε στο κρεβάτι, καταλήγοντας να κουλουριαστεί στην αγκαλιά του πατέρα της. Εκείνος την έσφιξε επάνω του τρυφερά φιλώντας τα εβένινα μαλλιά της. Η ευτυχία του όλη βρισκόταν κλεισμένη σε εκείνη τη κάμαρα. Όλα αυτά μέχρι την ανατολή του ρόλου του στρατιώτη. Για ακόμη μία φορά θα συντελούσε στο να κλείσει ένα σπιτικό, να θρηνήσει μία μάνα που είχε αποχαιρετήσει δύσθυμα το σπλάχνο της, να χηρέψει μία γυναίκα ή να ορφανέψει ένα παιδί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top