Δεν υπάρχει γη για μας πίσω από τον Βόλγα/ part 5
Ο Μπάλντερ είχε αποσυρθεί στο δωμάτιό του, διαβάζοντας φωναχτά τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει από τον ανθυπολοχαγό. Δίπλα του στεκόταν ο Γιόαχιμ, που κυριολεκτικά έμοιαζε να τα έχει εντελώς χαμένα, καθώς ποτέ στην ζωή του δεν είχε μπει στη θέση του επιβλητικού κυνηγού των ναζί και των εγκληματιών γενικότερα. Δίπλα του αυτός ο όμορφος, μα τρομακτικά αυστηρός και αγέρωχος άνδρας, έμοιαζε κυριολεκτικά ασταμάτητος μπροστά στο έργο που είχε αναλάβει.
«Ο ανθυπολοχαγός είχε σπουδάσει σε μία τεχνική Σχολή, επιθυμούσε να ασχοληθεί με τη γη, αλλά εξαιτίας της κρίσης μπήκε τελικά στην αστυνομία, καθώς η οικονομική δυσχέρεια ήταν τεράστια. Από εκεί επιλέχθηκε για το πρόγραμμα ευθανασίας, μας είπε πως τα πράγματα ήταν δυσάρεστα, μα ο μισθός καλός. Τα παιδιά του είχαν ένα πιάτο φαί» ξεφύσησε.
«Κάποιοι κύριε, ίσως σκεφτούν πως αυτό ήταν αποτρόπαιο. Πως δεν έπρεπε να είχε δεχτεί» πρόφερε ο Γιόαχιμ.
«Ήταν απάνθρωπο, ωστόσο, η απανθρωπιά είναι μία λέξη που δεν υφίσταται. Σε όλα υπάρχει ο παράγοντας του ανθρώπου. Στα μάτια κάποιου, ο συγκεκριμένος θα ήταν ένας καλός άνθρωπος. Θα ήταν ο οικογενειάρχης που κάνει τα πάντα για να ταΐσει τα παιδιά του, υπακούοντας τους νόμους του κράτους. Αν είχε γεννηθεί στη Δανία ας πούμε, ίσως τον θεωρούσαν πρότυπο, επειδή όμως γεννήθηκε Γερμανός, θεωρείται εγκληματίας. Η ανάγκη είναι άσπλαχνη λένε, μα δεν είναι μόνο αυτό. Ανάμεσα στον εγκληματία και τον επαναστάτη, υπάρχει μία γκρίζα ζώνη. Στις εποχές που ζούμε, τίποτε δεν είναι απολύτως σωστό ή λάθος. Άλλος επιστρατεύεται από φόβο, άλλος γιατί πιστεύει σε μία ιδέα που τελικά ξεφουσκώνει...»
«Εσείς κύριε;» ρώτησε δειλά «Γιατί γίνατε ένας Ες-Ες; Τι σας ώθησε; Από όσο σας γνωρίζω, φαίνεστε τίμιος. Ανακαλύψατε πως ήμουν Εβραίος αλλά δεν είπατε τίποτε...»
Ο Μπάλντερ ξαφνιάστηκε.
«Το δυστύχημα Γιόαχιμ, είναι πως δεν θα έπρεπε να μιλάμε έτσι. Η καταγωγή σου δεν θα έπρεπε να αποτελεί πρόβλημα, μα το ανθρώπινο είδος και η ψυχή του είναι άβυσσος. Δεν έχουν όλοι το σθένος να αντισταθούν, να κρατήσουν χαρακτήρα. Είναι περίπλοκοι οι άνθρωποι, τίποτε δεν είναι άσπρο και μαύρο, αλλιώς τα πράγματα θα ήταν υπερβολικά απλά. Όσο για εμένα...ίσως μία άλλη στιγμή τα πούμε. Άκουσέ με. Αύριο, θα πάμε στο Άουσβιτς. Είναι σημαντικό να εκτελέσεις τις οδηγίες μου. Αρχικά, θα μείνεις στο αυτοκίνητο. Δεν θα με ακολουθήσεις, καθώς οι εικόνες πιθανότατα να σε σοκάρουν. Θα φροντίσουμε το αυτοκίνητο να βρίσκεται εντός του στρατοπέδου, μήπως κατορθώσουμε να σώσουμε κάποια ζωή. Με επιφύλαξη μιλώ, δεν θα είναι εύκολο και εσύ πρέπει να είσαι ψυχρός και ψύχραιμος. Μπορείς να το κάνεις;»
«Μάλιστα κύριε» κόμπιασε.
«Καλώς. Το δείπνο διέταξα να μας το σερβίρουν εδώ. Δεν νομίζω πως επιθυμείς να κατεβούμε μαζί με τους μεθύστακες Ες-Ες στο ισόγειο;» τον ρώτησε και τον είδε να νεύει αρνητικά.
Η επομένη θα έβρισκε τον νεαρό Μπάλντερ με μία ατελείωτη λίστα του Χίμλερ, σχετικά με την διαφθορά που επικρατούσε εντός του Άουσβιτς και των γύρω στρατοπέδων του. Ένας άνδρας των Ες-Ες σύμφωνα με τον Ράιχσφυρερ, έπρεπε να είναι ιδεαλιστής και όχι να συνουσιάζεται με τις κρατούμενες ή να γεμίζει με τιμαλφή τις τσέπες του. Τα πάντα έκλεβαν, από τρόφιμα ως αντικείμενα, τόσο οι αποθηκάριοι, όσο και οι Καπο, οι Ες-Ες, οι μάγειρες. Ήταν ένα αληθινό σκάνδαλο. Άυπνος, συνάντησε τον Γιόαχιμ που τον καρτερούσε όπως πάντα στην ώρα του, μονάχα που τώρα είχε προστεθεί και ένα χαμόγελο.
«Καλημέρα σας κύριε. Σας έφερα έναν καφέ...ο Θεός να τον κάνει, αλλά από το τίποτε...»
«Θα κάνει την δουλειά του, μην ανησυχείς» του χαμογέλασε και εκείνος.
Αυτό που στριφογυρνούσε στο μυαλό του, ήταν στην ουσία η παλαιά τακτική του Όττο. Το να βρει έναν τρόπο να κατηγορήσει σε ανώτερους, αναλόγως τον άνθρωπο και την παράβαση, Ες-Ες που εργάζονταν εντός των στρατοπέδων. Το κακό όμως ήταν πως γι' αυτό χρειαζόταν αποδείξεις και τύχη, ώστε ο κατηγορούμενος να μην είναι προστατευόμενος των ανωτέρων ή κάποιων από το SS-Gericht, το δικαστήριο των Ες-Ες κοινώς, αλλιώς κινδύνευε να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του. Από το Λουμπλίν, ακολούθησαν την πιο σύντομη διαδρομή, περνώντας μέσω μίας βιομηχανικής περιοχής του Κατοβίτσε. Το τοπίο έμοιαζε μουντό και αδιάφορο, ωστόσο κάποτε ήταν σπαρμένο με πεύκα ή σημύδες που χάριζαν ένα κάποιο χρώμα. Ο Μπάλντερ είχε τρομερή νευρικότητα. Διαρκώς ανακατευόταν το στομάχι του, στη σκέψη και μόνο πως επιτέλους θα συγκρουόταν με την αλήθεια. Δεν θα είχε να κάνει απλώς με μία ομάδα τραμπούκων, μα με επαγγελματίες φονιάδες, ψυχρούς, αδιάφορους που απλώς ακολουθούν εντολές.
Στο βάθος του ορίζοντα διακρινόταν η λευκή οροσειρά Μπέσκιντ. Κάθε λίγο, στα φυλάκια ελέγχου, οι Ες-Ες κοιτούσαν τα χαρτιά τους. Ο Γιόαχιμ ήταν όμως μυημένος στο σύστημα και τίποτε περίεργο εις βάρος του δεν είχαν ανακαλύψει. Στην πεδιάδα που απλωνόταν στους πρόποδες της οροσειράς, κάπνιζαν οι καμινάδες των μικρών σπιτιών. Ο δρόμος του κατέληγε στον σταθμό και στο Σπίτι των Ενόπλων Ες-Ες, όπου θα έμεναν για λίγο. Η αίθουσα υποδοχής ήταν άδεια και ο Μπάλντερ ζήτησε να μείνουν μαζί. Αφού πλύθηκαν και άλλαξαν στολή, ο Γιόαχιμ ψύχραιμος πάντα, τον συνόδευσε στην Κομαντατούρ. Ο δρόμος που οδηγούσε στο στρατόπεδο, εκτεινόταν κατά μήκος ενός παραπόταμου του Βιστούλα. Η φύση οργίαζε και το ποτάμι πλαισίωναν πυκνά δέντρα, σκιάζοντας τις χορταριασμένες του όχθες. Τότε το είδε. Το Κολαστήριο ξεπρόβαλε μπροστά του και ασυνείδητα το χέρι του, έσφιξε καθησυχαστικά τον ώμο του Γιόαχιμ. Στην είσοδο υπήρχε φυλάκιο και λίγο πιο πέρα, ένα ξύλινο παρατηρητήριο, ξεπρόβαλε δίπλα από έναν μουντό τοίχο, τον οποίο κατά μήκος κάλυπταν συρματοπλέγματα. Πίσω, διακρίνονταν οι κόκκινες σκεπές των παραπηγμάτων.
Η Κομαντατούρ βρισκόταν στο πρώτο κτήριο.Κατευθείαν, τον οδήγησαν στον Ρούντολφ Ες. Μάλιστα, αυτός άξιζε καταγραφή με θαυμαστικά. Ήταν διάσημος εξαιτίας του αριθμού των ανθρώπων που θανατώθηκαν εκεί μέσα. Μόλις τον είδε, τον χαιρέτησε χιτλερικά και κατόπιν του έκανε χειραψία.
«Καλωσήρθατε κύριε Χάουσντορφ. Με έχουν ενημερώσει» πρόφερε δίχως να χαμογελά πολύ «Τα στρατόπεδα είναι στη διάθεσή σας»
«Σαφώς, είναι και αρκετά. Το Μπίρκεναου, το Άουσβιτς ΙΙ, το κεντρικό που βρίσκομαι και καμιά δεκαριά ακόμη» πρόφερε ο Μπάλντερ, για να δει τον Ες να του υποδεικνύει έναν χάρτη που κρεμόταν στον τοίχο, πίσω από το γραφείο του.
«Ας ξεκινήσουμε από τη διαδικασία επιλογής. Σε λίγο θα έρθει ένας συρμός από την Γαλλία και η διαδικασία θα πραγματοποιηθεί στον εμπορικό σταθμό, στη μέση της διαδρομής ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, υπό την επίβλεψη ενός γιατρού της φρουράς»
Ο Μπάλντερ είδε τον γιατρό να στέκεται στην άκρη της αποβάθρας, μαζί με τους Φρουρούς των Ενόπλων Ες-Ες, τα σκυλιά και μία ομάδα κρατουμένων με ριγέ φορεσιές. Το τρένο έφτασε, οι πόρτες άνοιξαν ο Μπάλντερ κράτησε την ανάσα του. Οι αφιχθέντες ήταν σαστισμένοι και κουρασμένοι, βρώμικοι ενώ η μυρωδιά που αναδυόταν από τα βαγόνια ήταν ανυπόφορη. Τους διέταζαν να αφήνουν τις αποσκευές τους και κάπου εκεί, φάνηκε και ο Όσκαρ. Ο Μπάλντερ κάγχασε. Κατά πώς φαινόταν, οι δολοφονίες ήταν δικαιολογημένες, μα όπου έμπαινε το προσωπικό όφελος, θεωρούνταν διαφθορά.
«Αυτός μπορεί να σε βοηθήσει. Δουλεύει στον ΄΄Καναδά΄΄ και πίστεψέ με, εκεί γίνονται πολλά» πρόφερε ο Ες, ωστόσο για την ώρα είχαν επικεντρωθεί στον συρμό.
Οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα πού βρίσκονταν ή τι τους καρτερούσε. Μιλούσαν χαμηλόφωνα στα γαλλικά, υπήρχαν φυσικά και Εβραίοι ανάμεσά τους. Ο Μπάλντερ καταλάβαινε τις συζητήσεις τους, ή τουλάχιστον τα βασικά. Μία γυναίκα που βάδιζε δίπλα του, τον ρώτησε για το παιδί της.
«Μπορούμε να μείνουμε μαζί...;»
«Θα χωριστούν οι οικογένειες;» ρώτησε μία άλλη.
«Τι θα κάνετε τους ηλικιωμένους;»
Ξαφνικά οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Ο Μπάλντερ άρχισε να ζαλίζεται. Ήταν όλοι τους μελλοθάνατοι, απλώς δεν είχαν ιδέα. Ήταν όμως και άνθρωποι, ζωές ανάξιες για τη δική του ράτσα και όχι μόνο. Κάποιοι αιμορραγούσαν, τα παιδιά έκλαιγαν, η δυσοσμία από τις ακαθαρσίες αναδυόταν μέσα από τα βαγόνια και τα ρούχα των ανθρώπων. Ήταν τότε που είδε ένα κοριτσάκι, τριών χρονών το πολύ με τις ανάλαφρες μπουκλίτσες του, να βαστά ένα βρόμικο λαγουδάκι από το χέρι. Για λίγο πρόσεξε τους Γερμανούς. Είχε καταλάβει απόλυτα τι προσπαθούσαν να πετύχουν, αφού και ο ίδιος το είχε για ένα διάστημα υπηρετήσει. Οι κομψές στολές και τα μεταλλικά κράνη, δημιουργούσαν την εντύπωση της ανωτερότητας, σε σχέση με τους τσαλακωμένους Εβραίους, τους φοβισμένους Πολωνούς και γενικά όσους τύχαινε να καταφθάσουν. Με το ντύσιμο και τη στάση τους, οι Γερμανοί αποσκοπούσαν τόσο στην δημιουργία μίας αυτοεκπληρούμενης προφητείας, όσο και στο να αναγκάσουν τους εχθρούς τους να πιστέψουν ότι ανήκαν σε μία κυρίαρχη φυλή.
Τα μάτια του πρόσεξαν τον Γιόαχιμ που πλησίαζε παρά τις εντολές. Φυσικά κανείς δεν έδωσε σημασία, στα μάτια τους, ήταν ο έμπιστος οδηγός του Μπάλντερ. Οι Ες-Ες ούρλιαζαν στα παιδιά που έπαιζαν ανίδεα, ώστε να μην χωθούν κάτω από τα βαγόνια. Ο Όσκαρ υπέμενε πολλά, κοιτώντας τον γιατρό να εξετάζει τα δόντια και το κορμί των νεοαφιχθέντων, ενώ άλλους τους μάζευαν τα καμιόνια. Αυτούς δεν θα τους έβλεπε κανείς, ποτέ ξανά. Ο Μπάλντερ πρόσεξε πως ο Όσκαρ πλησίαζε το μοναχικό κορίτσι με το βρώμικο παιχνίδι. Του έδειχνε τις ράγες, όσο οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι με τα άλλα παιδιά.
«Γιόαχιμ...Φύγε με τρόπο, πήγαινε στο αμάξι, πίσω από το τρένο. Ίσως βρεις ένα κορίτσι. Προσπάθησε να το πάρεις σε περίπτωση που δεν σε βλέπουν» του ψιθύρισε.
«Μα κύριε...»
«Πιστεύω σε εσένα. Αν υπάρχει ευκαιρία, άρπαξέ το» έκανε παύση και γύρισε ξανά στους υπόλοιπους «Νεαρέ, μείνε στο αυτοκίνητο, δεν θα σε χρειαστώ. Έχω δουλειά» τον έδιωξε δήθεν.
«Μπορεί να μείνει...» επενέβη ο Ες.
«Όχι. Κάποια πράγματα είναι απόρρητα. Γιόαχιμ, πήγαινε» τον διέταξε και τον είδε να εξαφανίζεται τρέχοντας.
Από εκείνη τη στιγμή, άκουγε για τα ποσοστά θανάτων των κρατούμενων, κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης, για τα οικονομικά προβλήματα του στρατοπέδου, τις εγκαταστάσεις αποφθειρίασης, τα κρεματόρια, καθώς και τις νοσοκομειακές εγκαταστάσεις. Ο Μπάλντερ κρατούσε δήθεν σημειώσεις, οι οποίες περιλάμβαναν πολλά πρόσωπα-κλειδιά. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο του Ες, φτάσανε σε ένα φυλάκιο ελέγχου. Πίσω τους ένας φράχτης από δέντρα, έκρυβε μία περιφραγμένη με συρματοπλέγματα έκταση, όπου βρίσκονταν δύο μεγάλα, όμοια κτήρια με δύο ψηλές καμινάδες. Ο Ες πάρκαρε σε ένα ξέφωτο ανάμεσα στα πεύκα και ο Μπάλντερ είδε ευθεία μπροστά, Εβραίες με τα παιδιά τους, να αφαιρούν τα ρούχα τους υπό την επίβλεψη των φρουρών και κρατουμένων με ριγέ στολές.
«Εμπρός!Γρήγορα στο ντους!» τους φώναζε ένας κρατούμενος. Δύο πιτσιρίκια εξακολουθούσαν να παίζουν ανέμελα.
΄΄Αν παρέδιδαν τον κόσμο στα παιδιά, θα έμοιαζε με Παράδεισο. Αυτοί οι Άγγελοι δεν έχουν ιδέα τι τους περιμένει. Ως και τους βρωμερούς Ες-Ες δεν τους κοιτάζουν με κακία. Αν αυτό δεν είναι θεϊκό, τότε τι είναι; Η απόλυτη αγνότητα που συγχωρεί ακόμη και τον Διάβολο΄΄
«Θέλετε να παρακολουθήσετε τη διαδικασία θανάτωσης;» ρώτησε τον Μπάλντερ.
«Όχι δεν χρειάζεται. Τη γνωρίζω» απάντησε κοφτά και είδε τον Ες να δυσαρεστείται «Πόσος χρόνος χρειάζεται;» ρώτησε ξανά προκειμένου να πάψει να καρφώνεται «Οι πόρτες ανοίγουν τριάντα λεπτά αργότερα. Ο θάνατος επέρχεται σε λιγότερο από δέκα λεπτά, απλώς τα αέρια ακόμη δεν έχουν διαλυθεί»
Λίγα λεπτά αργότερα, έφτασα στον ''Καναδά΄΄ όπου γινόταν η διαλογή των κατασχεμένων αγαθών. Μία γλυκερή, αηδιαστική μυρωδιά έβγαινε από τις καμινάδες των κρεματορίων. Η Σύλβια εργαζόταν εκεί, ενώ ο Μπάλντερ πρόσεξε μία γνωστή φυσιογνωμία να εισέρχεται, για να φορτώσει ρούχα. Ήταν ο Χανς. Ο Χανς ο οποίος είχε προσκληθεί στην καραντίνα για άρρωστους με οστρακιά και τελικά είχε βρεθεί να συγκρούεται με γιατρούς και θαλαμάρχες. Όλα αυτά γιατί είχε φερθεί με ευσυνειδησία, ώστε να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα, από πιάτα με απολυμαντικό διάλυμα για το πλύσιμο των χεριών, ιατρικό καθημερινό έλεγχο για να εντοπίζονται τα κρούσματα, στήσιμο εξωτερικών ιατρείων.
«Ξέρετε, μιας που θα μείνω εδώ κοντά για μερικές μέρες και ευελπιστώ σε ένα ολόδικό μου σπίτι και όχι μαζί με αξιωματικούς των Ες-Ες, θα χρειαστώ υπηρέτη. Προτιμώ άνδρα για πολλούς λόγους, αφήστε που θα είναι πιο ταπεινωτικό να κάνει γυναικείες δουλειές. Να, αυτός εκεί μου φαίνεται κατάλληλος. Έχει ενέργεια»
«Γιατρός είναι, Εβραίος, αλλά έμαθα πως τον διώξανε από την δουλειά που είχε αναλάβει και τον γύρισαν πίσω στο παλαιό του Μπλοκ. Τελοσπάντων, θα αιτηθώ του θέματος που μου ανέφερες. Για την ώρα, ο Όσκαρ Γκρένινγκ έρχεται προκειμένου να σε συναντήσει για όλα όσα επιθυμείς να μάθεις για τον Ράιχσφυρερ μας»
Πέντε λεπτά αργότερα, ο Όσκαρ εισήλθε και χαιρέτησε τον Μπάλντερ τυπικά. Οι δυο τους κατευθύνθηκαν στο γραφείο του, καθώς ο ΄΄Καναδάς΄΄ ήταν ένα μέρος διαφθοράς και κλεψίματος, εδώ και μήνες. Ο Μπάλντερ προσπαθούσε να τον ψυχολογήσει. Ο νεαρός ήταν μαζεμένος, ωστόσο πάλευε να διατηρήσει τον ψυχρό του επαγγελματισμό. Φαινόταν ωστόσο, πως δεν τον συμπαθούσε καθόλου.
«Με ζητήσατε κύριε;»
«Μπάλντερ Χάουσντορφ» τον χαιρέτησε χιτλερικά.
«Όσκαρ Γκρένινγκ. Πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;»
Ο Μπάλντερ ήθελε να δώσει γροθιά στο μαχαίρι. Ολοφάνερα ο νεαρός είχε βοηθήσει εκείνο το κοριτσάκι. Τον ζύγισε.
«Σε είδα να βοηθάς μία Εβραία» του είπε ψυχρά και τον είδε να σαστίζει, μα ταυτόχρονα να προσπαθεί να το κρύψει.
«Δεν σας καταλαβαίνω»
«Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Κοίτα, δεν είμαι ηλίθιος, ούτε τυφλός σαν αυτά τα σκυλιά εκεί έξω. Άλλη φορά, να προσέχεις περισσότερο, μα δεν θα υπάρξει επόμενη για εσένα. Θα σε αναφέρω. Προδότες δεν δέχομαι να εργάζονται εδώ μέσα!» τον κοίταξε βλοσυρά. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τον κάνει να ΄΄σπάσει΄΄ και να παραδεχτεί την πράξη του δίχως υπεκφυγές. Τότε ίσως να μπορούσε να εκφραστεί όπως επιθυμούσε.
Ο Όσκαρ ωστόσο ήταν ήδη σπασμένος. Είχε πάρει αποφάσεις και όλα κρέμονταν από μία κλωστή. Εδώ θα ερχόταν να μιλήσει πλέον η ψυχή και η ανθρωπιά. Αν συνέχιζε πειθήνια να σκύβει το κεφάλι του, θα καταντούσε ένας ακόμη τροχός σε μία εγκληματική άμαξα. Οι άνθρωποι αλλάζουν, κάτω από τις ανάλογες συνθήκες και κανείς δεν μπορεί να τους κρίνει αν δεν έχει ο ίδιος βρεθεί εκτεθειμένος σε αυτές. Τα διαφορετικά του μάτια τον κάρφωσαν. Ψυχρά, αποφασιστικά.
«Μάλιστα κύριε. Το έκανα. Προσπάθησα να σώσω ένα κοριτσάκι. Εκείνο το μοναχικό που βαστούσε το παιχνίδι του, ως την μόνη του προστασία και παρηγοριά σε αυτόν τον ανάλγητο κόσμο. Αφού λοιπόν τα μάθατε όλα, πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» τον ρώτησε ειρωνικά.
Ο Μπάλντερ ξεφύσησε.
«Κάποτε, όταν φορούσα αυτά τα ρούχα, τα υποστήριζα σχεδόν απόλυτα. Οι άνθρωποι αλλάζουν όμως, τίποτε δεν μένει στάσιμο. Δεν θα σου πω πολλά, θα ζητήσω μονάχα την ειλικρίνειά σου σχετικά με όσους συμμετέχουν σε εγκλήματα πολέμου»
Ο Όσκαρ ξαφνιάστηκε. Κάπου σχηματίστηκε ένα σαρκαστικό χαμόγελο, το οποίο έσβησε και αυτό, χάθηκε.
«Ήρθατε στο κατάλληλο μέρος να ρωτήσετε γι' αυτούς και μάλλον, στον κατάλληλο άνθρωπο» του απάντησε «Αρχικά, εδώ μέσα σχεδόν όλοι βάζουν χέρι και κλέβουν. Κλέβουν μετρητά, αντικείμενα, ρούχα. Δεν θα μιλήσω για τις κρατούμενες που αρπάζουν κανένα ξεροκόμματο από τις τσέπες των ενδυμάτων. Εκείνες βρίσκονται σε ανάγκη. Γίνεται εμπορία κλεμμένων κοσμημάτων, άλλοι αγοράζουν για τον εαυτό τους ραδιόφωνα ή ό,τι άλλο χρειάζονται. Ανθεί η μαύρη αγορά» πήρε μία ανάσα «Να φανταστώ πως η δουλειά σας, είναι η προσπάθεια του Χίμλερ να πείσει όλους αυτούς εδώ μέσα, να αντέξουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Να τους ξεγυμνώσει από την μία με τις δολοφονίες και να τους ντύσει έπειτα με το ένδυμα της αγνότητας και τις τιμής, να τους υπενθυμίσει πως αφού οι ίδιοι δεν κερδίζουν κάτι από τις δολοφονίες, άρα κατά κάποιον τρόπο, είναι δίκαιοι. Δεν υπάρχει έντιμη δολοφονία, μα μονάχα ασυγχώρητη κτηνωδία»
«Δεν με αφορούν αυτά που μου λες. Θέλω να μου δώσεις τα ονόματα όλων όσων συμμετέχουν στις κτηνωδίες. Γνωρίζω πολύ καλά τι προσπαθεί να κάνει ο Χίμλερ, την εξιλέωση δήθεν που αναζητά. Δεν με αφορά. Πες μου όλα όσα γνωρίζεις γι' αυτούς»
Οι γιατροί των ναζί ήταν ένα θέμα. Το αέριο μεταφερόταν εξάλλου στους θαλάμους μέσα σε ψεύτικα ασθενοφόρα. Οι γιατροί είχαν έρθει σε ρήξη με τον ιπποκράτειο λόγο, αφού συμμετείχαν ενεργά σε δολοφονίες. Έπαιρναν την πιο ουσιώδη απόφαση κατά την άφιξη των κρατούμενων. Όριζαν ποιος θα ζήσει και ποιος όχι. Οι Clauberg και Schumann ήταν από τα πρώτα ονόματα που δόθηκαν, καθώς το πολυφημισμένο του Μένγκελε, θα έφτανε τον Μάρτιο του 43. Αυτοί διεξήγαγαν έρευνες πάνω στη στείρωση και είχαν συμμετάσχει και στο πρόγραμμα ευθανασίας στον Σόνεννστάιν, όπως ο άνδρας που είχε γνωρίσει ο Μπάλντερ πίσω στο Λουμπλίν. Εισήγαγαν χημικές ουσίες με ένεση στη μήτρα και στις ωοθήκες των γυναικών, για να τις κάνουν να κολλήσουν. Εκτός αυτών, του μίλησε για την εταιρεία Bayer* που χρειαζόταν πειραματόζωα και έτσι στέλνονταν εκεί γυναίκες, ώστε να δοκιμαστούν τα νέα φάρμακα. Η λίστα τελειωμό δεν είχε και φυσικά έφτασε στην αναφορά του στον Γουίλεμ και Βίγκμπερτ.
«Έκανα ό,τι μπορούσα, ώστε να χαράξω μία αχτίδα στο σκοτάδι. Αυτό με κατάπιε. Αν είσαι άνθρωπος, αυτό σε καταπίνει» του ψιθύρισε όταν καταλάθος η πόρτα άνοιξε και η Σύλβια εισήλθε. Στη θέα του Μπάλντερ, πάγωσε. Εκείνος της έκανε νόημα να ηρεμήσει και για λίγο βγήκε έξω.
Τα μάτια του Όσκαρ ήταν βουρκωμένα. Κοίταξε τη Σύλβια για μία φορά, ίσως τελευταία.
«Θέλω να με ακούσεις, γιατί δεν έχω άλλο χρόνο» της ψέλλισε και την είδε να ταράζεται.
«Τι εννοείς;»
«Άκουσέ με. Εδώ μέσα έχασα την ταυτότητά μου, τον εαυτό μου. Δεν είμαι ένας φασίστας δολοφόνος. Είμαι ένας νεαρός που απλώς ήθελε να ζήσει, έστω σαν στρατιώτης. Όχι όμως έτσι» πήρε μία ανάσα και την πλησίασε. Την είδε να πισωπατά «Σε βλέπω να με φοβάσαι και η καρδιά μου ραγίζει. Μου υπενθυμίζει το πώς με βλέπουν οι άλλοι, την εικόνα που εγώ δεν μπορώ να δω, ακόμη και αν κοιτάξω στον καθρέπτη. Θέλω να σε αποχαιρετήσω Σύλβια. Καιρό το σκέφτομαι...»
«Πού θα πας; Όμως αν φύγεις...εγώ πού...εμείς...εμείς δεν θα έχουμε πού να κοιτάξουμε. Κανέναν άνθρωπο που να μας υπενθυμίζει πως υπάρχει ελπίδα...»
«Σύλβια δεν είμαι η ελπίδα...μήτε έχω» την πλησίασε ξανά. Δεν αποτραβήχτηκε «Είσαι τόσο όμορφη. Μου άρεσες από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Ήθελα απλώς να το ξέρεις και για μία φορά, μονάχα μία, να με κοιτάξεις και να δεις ένα αγόρι»
Δάκρυσε. Τον αγκάλιασε σφιχτά. Πολύ σφιχτά. Στα ξεραμένα του χείλη, άφησε ένα πεταχτό φιλί, ένα χάδι ανάλαφρο σαν πούπουλο, μία σταγόνα δροσερή. Έπειτα έφυγε και την θέση της πήρε ο Μπάλντερ. Είχε καταλάβει πολλά, μα δεν είπε τίποτα. Δεν μπορούσε, ίσως και να μην ήθελε να σταματήσει αυτό που θα λάμβανε χώρα. Η λύτρωση από έναν τέτοιο κόσμο, ήταν το ισχυρότερο βάλσαμο.
«Με θέλετε κάτι άλλο, κύριε;» ρώτησε άνευρα σχεδόν ο Όσκαρ και ο Μπάλντερ ένευσε αρνητικά. Είχε πάρει πολλές πληροφορίες και ετοιμαζόταν για την επόμενη κίνηση.
Είδε τον Όσκαρ να βγαίνει έξω και τα μάτια του περίλυπα καρφώθηκαν σε ένα ρολόι. Το κοιτούσε έντονα. Δεν ήξερε τον λόγο μήτε τι καρτερούσε από τον χρόνο τελοσπάντων, τόσο απεγνωσμένα. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε, μα ανήκε μονάχα στον Όσκαρ. Το σώμα του έπεσε στη γη, άψυχο, παγωμένο, γαλήνιο για πρώτη φορά. Δεν πυροβόλησε Ες-Ες. Φοβήθηκε τα αντίποινα των φρουρών στους κρατούμενους, μα όχι του Θεού για την απόφασή του να αφαιρέσει τη ζωή του.
Bayer : η συγκεκριμένη φαρμακευτική υπάρχει και ανθεί σήμερα....τόσο το θράσος...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top