Ή Endsieg ή θάνατος/ part 5 (τέλος Α' μέρους)
Υπάρχει μία στιγμή παράξενη, που κάτι σαν μοίρα, ενδεχομένως, κρυφό μήνυμα, ενώνει τις καρδιές ανθρώπων που έντονα σκέφτονται ο ένας τον άλλο. Καθώς οι καιροί περνούσαν και η ανθρωπότητα βούλιαζε στα νεκρικά υγρά χιλιάδων αθώων, τα πρόσωπα μίας φωτογραφίας που είχε τραβηχτεί κάποτε στο Νοικέλν, είχαν ενώσει τη σκέψη και την καρδιά τους. Από την μακρινή, απέραντη στέπα του Ντον, ο Όττο δεν έπαψε λεπτό να σκέφτεται τη Χέλγκα, η οποία είχε μείνει πίσω, κοντά στο μέτωπο του Βορονέζ στο στρατιωτικό νοσοκομείο που είχε δημιουργηθεί. Εκείνη, βγαίνοντας έξω, κοιτώντας τον έναστρο ουρανό, έψαχνε να εντοπίσει βάναυσα την ασυμφωνία την άτιμη, που είχε μετατρέψει τη ζωή της σε μία απέραντη Κόλαση μοναξιάς. Η Τσάρλη κάποτε, παρά την ψυχρή στάση που έβλεπε εκ μέρους της κοπέλας, κατανοούσε πως εκείνη κουβαλούσε έναν τεράστιο σταυρό.
«Αν χρειαστείς κάποιον για να μιλήσεις, είμαι εδώ» πρόφερε ντροπαλά, μονάχα για να εισπράξει ένα απαξιωτικό βλέμμα από τη Χέλγκα «Σου λείπει εκείνος, έτσι; Σας είδα λίγο, όταν τον φρόντιζες» χαμογέλασε.
«Εσύ πιστεύεις πως όλη μου η δυστυχία θα διορθωνόταν με έναν δεσμό; Αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα; Αντιμετωπίζουμε ένα παγκόσμιο μίσος» δεν κρατήθηκε άλλο.
«Μα, τι εννοείς;»
«Τι είναι αυτό που δεν βλέπεις; Εντάξει, οι Εβραίοι είναι σκουλήκια και πρέπει να τα αποφεύγεις για κάποιον λόγο, οι Πολωνοί όμως; Οι Ρώσοι; Οι Έλληνες; Οι Εγγλέζοι; Δεν θα μπορείς να βγεις εκεί έξω στον κόσμο ποτέ σου. Δεν θα μπορείς να μιλήσεις, να κάνεις φίλους, να γελάσεις, να ανταλλάξεις απόψεις γιατί όλοι θα είναι κατώτεροι, εχθροί, κομμουνιστές. Δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτε, πέραν της εμβέλειας του Ράιχ. Αυτό θες;» για λίγο την είδε να σαστίζει.
Μόλις είχε εκφραστεί μπροστά της, σχεδόν ανοιχτά, μία άποψη ενάντια στο καθεστώς, στο Κόμμα, στον Φύρερ. Για λίγο σώπασε. Δεν ήταν βέβαιη για την απάντηση, ή μάλλον ήταν, μα δεν άντεχε να μιλήσει ανοιχτά. Φοβόταν. Αυτό ακριβώς της είχε μόλις πει η πανέμορφη συνάδελφος απέναντί της. Πως ποτέ δεν θα ήταν ο εαυτός της, πουθενά και με κανέναν δεν θα ήταν ελεύθερη, εκτός αν τοποθετούσε το είναι της σε μία νοητή, περιορισμένη σαρκοφάγο, που δεν θα ήταν άλλη από τον φασισμό. Εκείνη, έπρεπε να τεκνοποιήσει με έναν Άριο, τον σύζυγό της που πολεμούσε. Ήταν όμως ο έρωτας της ζωής της; Κοίταξε τη Χέλγκα με θλίψη. Σιωπηλή έφυγε και η νεαρή Εβραία δεν ήταν καθόλου βέβαιη για τον αν είχε υπογράψει μόλις την καταδίκη της. Το σκέφτηκε για λίγο ακόμη. Ίσως και να μην την ένοιαζε. Ήθελε να ζήσει ελεύθερη και όχι μία ζωή μισή. Μέχρι τώρα η ζωή της, θα έλεγε κανείς πως ήταν χειρότερη και από μισή. Τίποτα δεν της ανήκε σε αυτόν τον κόσμο λες και κάποιος είχε περάσει πάνω από το όνομά της, σε κάποιον κατάλογο, και απλώς είχε τραβήξει μία ευθεία γραμμή.
Κάπως έτσι ένιωθαν και ο Χανς και ο Όσκαρ, δύο τελείως διαφορετικές περιπτώσεις, μιας και ο Άλεξ, δεν είχε το περιθώριο σκέψεων. Αγωνιζόταν για τον τόπο του, προκειμένου να μην ξεριζωθεί ένα σημαντικό κομμάτι της καρδιάς του. Ο Χανς ένιωθε πως η δική του αντίστοιχη καρδιά, κάθε μέρα γινόταν ολοένα και πιο αδύναμη. Σαν είδε τον θαλαμάρχη να φωνάζει σε εκείνον και ακόμη έναν, αναπήδησε.
«Κομάντο πτωμάτων! Περάστε παρακαλώ. Η δουλειά είναι ωραία. Σηκώστε και τα μανικάκια σας. Ξέρετε, τα ζουμιά είναι επίφοβα» τους ειρωνεύτηκε στο τέλος.
«Ικάρ» άκουσε το όνομα του διπλανού του «Είμαι Εβραίος της Πολωνίας»
Ο Χανς τον κοίταξε πλαγίως. Ήταν ένα παλικάρι νεαρό σε ηλικία, γύρω στα είκοσι. Σπούδαζε ιατρική και είναι ο λόγος που είχε βρεθεί μαζί με τον Χανς τώρα, παρόλο που ο δεύτερος δεν είχε ιδέα από ιατρική. Ο ίδιος δεν συστήθηκε στον Ικάρ. Φοβόταν να δεθεί με κάποιον κρατούμενο, όπως επίσης φοβόταν και να εμπιστευθεί. Κάποτε η ζωή στο στρατόπεδο, ήταν σαν τους νόμους της ζούγκλας. Ο ισχυρότερος επιβίωνε. Έξω τους περίμενε ένα φορτηγό, με την καρότσα του καλυμμένη με τσίγκο. Αυτοί που μετέφεραν τα πτώματα, τα ανέβαζαν από το υπόγειο, δύο ανά φορείο. Εύκολα μεταφέρονταν δύο άτομα μιας και ήταν κυριολεκτικά σκελετοί, αποστεωμένοι σε σημείο θανάτου. Ο Χανς παρακολουθούσε τα πτώματα να πετιούνται στην καρότσα, αφού τα τραβούσαν από τα χέρια και τα πόδια. Δουλειά εκείνου και του Πολωνού, ήταν να τα στοιβάξουν. Καθώς προσγειώνονταν τα νεκρά σώματα, γλιστρούσαν προς τα πίσω μιας και ο τσίγκος ήταν ολισθηρός από τα υγρά που άφηναν. Οι δυο τους έπρεπε να προσέχουν ώστε να μην λερωθούν. Μόλις ένα σώμα σταματούσε να γλιστρά, το έπαιρναν και το έβαζαν στον σωρό τακτικά. Έξω είχε σκοτεινιάσει, μονάχα τα φώτα από τα συρματοπλέγματα λειτουργούσαν. Τα χέρια τους είχαν γίνει τόσο γλιστερά, που στο τέλος αναγκάστηκαν να σκουπιστούν επάνω στα ρούχα τους.
Τελειώνοντας, ο Χανς ένιωθε πιο βρώμικος από ποτέ. Με κρύο έστω νερό, προσπάθησε να καθαρίσει από επάνω του τη μυρωδιά του θανάτου, όταν άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Γρήγορα πάλεψε να σκουπιστεί όταν έπεσε σχεδόν επάνω στον Γουίλεμ. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί επάνω του σαν του αρπακτικού. Πάντοτε μέσα τους κόχλαζε ένα παράξενο μίσος, ανάμεικτο με κάτι άλλο, ίσως ζωώδες. Ο Γουίλεμ στην ουσία ένιωθε αιχμάλωτος των συναισθημάτων του, πράγμα που τον εξόργιζε. Η αλήθεια για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις σε ένα κράτος που αν το μάθαινε, θα τον έκλεινε είτε σε στρατόπεδο, είτε θα τον εκτελούσε ως άρρωστο, τον έτρωγε κάθε μέρα. Όσοι Οίκοι Ανοχής και αν του ήταν διαθέσιμοι, του περνούσαν αδιάφοροι. Το χειρότερο από όλα όμως ήταν, πως η έλξη του αφορούσε έναν Εβραίο. Από την μία, είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να μείνει ζωντανός και από την άλλη, ήθελε να τον εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης.
Κανείς τους δεν μίλησε. Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι σχεδόν και η ζέστη αφόρητη, επομένως το κρύο νερό για τον νεαρό Εβραίο, ήταν βάλσαμο. Έμεινε να κοιτάζει ασάλευτος τον νεαρό απέναντί του, που τώρα έκανε ένα βήμα μπροστά και ύστερα ακόμη ένα, μέχρι που έφτασε μία ανάσα μακριά του. Οι γροθιές του σφίχτηκαν σε σημείο που άσπρισαν οι αρθρώσεις του.
«Έχεις καταλάβει πολλά» του γρύλισε.
«Πράγματι» μουρμούρισε ο Χανς «Ωστόσο, υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω. Αφού βρίσκεσαι στην ίδια μοίρα με εμένα, γιατί επιλέγεις να είσαι αυτός; Απειλείσαι από το καθεστώς, όσο εγώ»
«Μην τα μπλέκεις! Είμαι Γερμανός, εσύ όχι» του απάντησε.
«Ακόμη χειρότερα. Το κράτος σε θεωρεί εξίσου άρρωστο, όπως εμένα που είμαι Εβραίος»
«Σκάσε!» τον χαστούκισε και κατόπιν τον άρπαξε από τον λαιμό βίαια και συνέχισε να τον σπρώχνει, μέχρι που χτύπησε το κεφάλι του στο βρώμικο τοίχο «Δεν θα με τρελάνεις εσύ! Όχι!»
«Εσύ επέλεξες να με σώσεις. Θα μπορούσες να με αφήσεις να πεθάνω» απάντησε ο Χανς με το αίμα που κυλούσε από τη μύτη του, να λερώνει το πάτωμα.
«Ακόμη μπορώ να το κάνω, να το ξέρεις αυτό. Πάνω από όλα είναι το συμφέρον μου»
«Είναι ο φόβος σου. Υπηρετείς κάτι που δεν σε αποδέχεται, ενώ εγώ θα σε αποδεχόμουν. Δεν είσαι άρρωστος, μήτε τρελός. Είσαι άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι που απλώς επιλέγεις να δώσεις την καρδιά σου σε ένα άτομο του ίδιου φύλου»
Κάπου εκεί, ο Γουίλεμ σάστισε. Σάστισε σε τέτοιο βαθμό, που καθώς οπισθοχωρούσε κόντεψε να πέσει στη γη. Αυτή τη θεωρία κατανόησης, δεν την είχε σκεφτεί ποτέ, δεν την είχε ακούσει και ούτε και πίστευε πως θα μπορούσε. Ο Χανς είχε παίξει σωστά τα χαρτιά του, παρά το γεγονός, πως εννοούσε παράλληλα κάθε του λέξη.
«Δεν ξέρεις πώς είναι...Σίγουρα δεν ξέρεις. Δεν είσαι αυτό που είμαι. Από...από μικρός το ένιωθα. Μονάχα που σαν παιδί, δεν καταλάβαινα γιατί ήταν λάθος. Ένα αγόρι, γύρω στα εννέα, με έσπασε στο ξύλο, γιατί ήμουν εφτά και του έπιασα το χέρι. Πέντε μέρες δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι, μου είχε σπάσει κάποια πλευρά» έκανε παύση και τον κοίταξε ξανά, σαν το θηρίο το λαβωμένο «Τσακίσου και πήγαινε πίσω στο Μπλοκ σου! Και να τρως όποτε βρίσκεις ευκαιρία. Αν αδυνατίσεις, θα καταλήξεις στα κρεματόρια δίχως σκέψη δεύτερη και τότε, δεν θα κάνω τίποτε για να σε γλιτώσω» του έφτυσε και εξαφανίστηκε.
Ο Χανς άφησε την αναπνοή του ελεύθερη και βογκώντας εξαιτίας των χτυπημάτων, ντύθηκε με το κουρέλι του. Γυρνώντας πίσω στην κουκέτα του, έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα. Στο μυαλό του ήρθαν αυτές οι τρεις σκιερές μορφές, ο Βίγκμπερτ, ο Γουίλεμ και ο συνονόματός του Χανς Φρίντριχ. Ο Γουίλεμ, ήταν ο μόνος που είχε έστω και ένα κουμπί ανθρωπιάς για να πατήσει. Οι άλλοι δύο, ήταν βαθιά βυθισμένοι στον βούρκο, κυρίως γιατί ακολούθησαν από καθαρή επιλογή τους, αυτόν τον δρόμο. Όσο βασανιστικό και δύσκολο και αν φαντάζει κάποτε, στον κόσμο υπάρχει το αγνό κακό. Αυτό που δεν συγχωρεί, που δεν μεταμελεί, που δεν νιώθει τύψεις, που δεν λυγίζει από την απανθρωπιά.
Ο Όσκαρ ζώντας σε έναν τέτοιο κόσμο, έκανε υπομονή, μήπως και μεταφερόταν σε άλλο πόστο, μακριά από εκεί. Στον Καναδά, πολλές ασέλγειες έπιαναν τα μάτια του, οι γυναίκες έμοιαζαν με δυστυχισμένα αγρίμια, που τους είχαν στερήσει την ελευθερία. Κάποτε, αφηνόταν να χαζεύει τη Σύλβια που δούλευε σιωπηλά και κάποτε της ξέφευγε ένα βλέμμα επικριτικό επάνω του, σαν να του υπενθύμιζε τις σκέψεις της. Το φαινόμενο των διαφορετικών ματιών του ωστόσο, με την τόσο έντονη χρωματική απόκλιση, του πρόσδιδαν κάτι το χαριτωμένα πρωτοφανές. Σαν είδε το βλέμμα της να καρφώνεται για άλλη μία φορά επάνω του, με τον ίδιο αυστηρό τρόπο, άφησε να φανεί ένα αδιόρατο χαμόγελο που την εκνεύρισε περισσότερο. Εκείνη ήξερε. Γυναίκες από το Μπλοκ 10, αιμορραγούσαν και ψυχορραγούσαν, παραδομένες στα εξωφρενικά πειράματα των Ναζί, που στην καλύτερη περίπτωση θα αναζητούσαν τα αίτια εμφάνισης του τραχήλου της μήτρας. Την χειρότερη, δεν ήθελε ούτε να τη σκέφτεται.
Στο Βορονέζ από την άλλη, άνδρες και γυναίκες έδιναν την δική τους σκληρή μάχη. Ο Άλεξ πολεμούσε σαν να μην υπήρχε αύριο, βλέποντας μπροστά στα μάτια του τις στέγες των σπιτιών να παραδίνονται στις φλόγες. Μέσα στους αδυσώπητους καπνούς και τους πυροβολισμούς, άκουγε κλάματα παιδικά και ουρλιαχτά. Πίσω από ένα φλεγόμενο παράθυρο, μία σκιά πέρασε σαν σίφουνας και ο Αλεξέι συνειδητοποίησε πως ήξερε την οικογένεια. Όλους εδώ γύρω τους γνώριζε. Τη στιγμή που ορμούσε μέσα στις φλόγες, δύο Γερμανοί στρατιώτες φάνηκαν από το πλάι. Ο Ρώσος τινάχτηκε στον αέρα και ευθύς πυροβόλησε τον έναν, τη στιγμή που ο δεύτερος κρυβόταν, για να πέσει όμως νεκρός από τα πυρά του δευτερόλεπτα μετά. Ευθύς, με τον ιδρώτα να έχει μουσκέψει το κεφάλι του, χώθηκε στην καλύβα, απλώς για να ανακαλύψει κορμιά απανθρακωμένα. Θορυβημένος, βγήκε ευθύς από το παράθυρο και συνέχισε προσεκτικά την πορεία του, μόνο για να δει το πατρικό του εκεί, σαν κουφάρι σχεδόν, να έχει αφεθεί στην καταστροφή του.
«Όχι!» ούρλιαξε και σχεδόν χίμηξε σε έναν στρατιώτη της Βέρμαχτ, σε μία μάχη σώμα με σώμα. Ήταν τόση η οργή του, που τον είχε θολώσει καθώς έβλεπε όλες του τις αναμνήσεις να γίνονται στάχτη.
Λεπτό δεν έπαψαν οι δυο τους να χτυπιούνται, ώσπου γλίστρησαν και έπεσαν με φόρα στο καιόμενο οίκημα. Ο Γερμανός τυλίχτηκε στις φλόγες και πάλεψε να ξεφύγει από την λαβή του Άλεξ, τρέχοντας προς τα έξω, μήπως και κατόρθωνε να σωθεί. Το επόμενο πράγμα που θυμήθηκε μερικές μέρες αργότερα ο Ρώσος ήταν μία πανίσχυρη έκρηξη που τον εκτίναξε μπροστά, με το σώμα του να καταπλακώνεται από τα ερείπια του σπιτιού του. Εκείνο το μικρό πατάρι, κομματιάστηκε σε σωρούς από κάρβουνο, όπως σχεδόν και κάθε καλή ανάμνηση.
Ταυτόχρονα, η προέλαση στη στέπα του Ντον, δημιουργούσε μία ποικιλία συναισθημάτων στους άνδρες της έκτης στρατιάς. Μετά το χιόνι του Χειμώνα, μία αποπνικτική ζέστη επικρατούσε λες και βρίσκονταν στην Αφρική, ενώ κάθε λίγο σηκωνόταν ένα πυκνό σύννεφο σκόνης. Οι βροχές που μετέτρεπαν το χώμα σε λάσπη, δεν έλυναν το πρόβλημα του νερού που αντιμετώπιζαν. Με τον Κόκκινο Στρατό να μολύνει τα πηγάδια κατά την υποχώρηση, καταστρέφοντας παράλληλα κτήρια των κολχόζ και μεταφέροντας στα μετόπισθεν τα τρακτέρ και τα βοοειδή, η κατάσταση έμοιαζε εφιαλτική. Σοβιετικά βομβαρδιστικά, έριχναν τη νύχτα βόμβες φωσφόρου πυρπολώντας τη στέπα. Οι Γερμανοί πυροβολητές, φορώντας κοντά παντελόνια, με τα μαυρισμένα στήθη τους από τον ήλιο, έμοιαζαν σαν να έχουν βγει από προπαγανδιστικό φιλμ. Τα περιστατικά δυσεντερίας και τύφου είχαν αρχίσει να αυξάνονται. Γύρω από τα ασθενοφόρα εκστρατείας, τα μαγειρεία και τα σφαγεία, η μάστιγα των μυγών ήταν φρικτή, κυρίως για τις ανοιχτές πληγές και τα εγκαύματα, όπως εκείνα των πληρωμάτων τεθωρακισμένων. Η συνεχής προέλαση, δυσκόλευε πολύ την περίθαλψη των τραυματιών.
Το καλοκαίρι εκείνο, του 42, ήταν και οι τελευταίες ειδυλλιακές στιγμές που θα ζούσαν. Στη χώρα των Κοζάκων του Ντον, τα άλογα, τα λιβάδια, τα χωριά με τα ασβεστωμένα σπίτια και τις αχυροσκεπές, περικυκλωμένα από δεντρόκηπους με μικρές κερασιές και ιτιές, αποτελούσαν μία ευχάριστη αντίθεση σε σχέση με τα ερειπωμένα μέρη που είχαν συναντήσει. Οι Κοζάκοι, παρέμεναν φιλικοί και ο Όττο το είχε εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, προκειμένου να φάει σαν να μην υπήρχε αύριο. Ο Πάουλους είχε αρχίσει να αναγνωρίζει την μαχητικότητα και ευελιξία του Όττο, που ως λοχαγός είχε εξουσία. Ως και ο Κοχ που ήταν υπολοχαγός, καρτερούσε κάποτε εντολές. Τώρα που το λιόγερμα είχε ξεκινήσει, τον πλησίασε καθώς πάντοτε ο ξανθός νεαρός καθόταν μόνος του γράφοντας.
«Γράμμα στην καλή σου;» τον ρώτησε ο Κοχ και ο Όττο τον κοίταξε πλαγίως «Μην τα παίρνεις όλα προσωπικά» κοίταξε για λίγο τον ορίζοντα «Με βάση εσένα, ισχύουν οι φήμες για την σκληρότητα των Ες-Ες» του χαμογέλασε «Πιστεύεις πως θα τα καταφέρουμε; Εδώ οι υπόλοιποι οραματίζονται τα μελλοντικά τους χωράφια»
«Θέλεις την ειλικρινή ή την εθνικοσοσιαλιστική μου άποψη;» ρώτησε ο Όττο.
«Κοίταξε λοχαγέ. Είσαι σπουδαίος. Ο καλύτερος σκοπευτής που θα μπορούσαμε να βρούμε και μιλώ κυριολεκτικά. Επομένως, ναι. Σε εμένα μπορείς να μιλήσεις ειλικρινά»
«Προτού μιλήσω, ήθελα απλώς να σε ρωτήσω αν στη ζωή σου, εσύ προσωπικά, νιώθεις πως έχεις ανάγκη μία τόσο μεγάλη έκταση για χώρα»
Ο Κοχ το σκέφτηκε.
«Θαρρώ πως όχι, μα εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει γυρισμός. Όλα οδηγούν στον Βόλγα και αργά ή γρήγορα θα είμαστε εκεί. Επίσης, είμαστε στρατιώτες και δεχόμαστε εντολές»
«Κατανοητό. Πιστεύω όμως πως οι Ρώσοι, θα πολεμήσουν ως τον τελευταίο και μόνο που η πόλη μπροστά μας, έχει το όνομα του Στάλιν. Εκτός αυτού όμως, αίμα θα χυθεί, άνθρωποι θα χαθούν χιλιάδες και απλά όλο αυτό μου μοιάζει τόσο μα τόσο μάταιο εδώ και καιρό. Δεν θα λιποτακτούσα, δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας μου, μα θα ήθελα να ζήσω ειρηνικά και ήσυχα, όπως αυτό το χωριό» απάντησε ο Όττο «Μην ξεχνάς όμως και κάτι άλλο. Αυτοί για τους οποίους πολεμάμε, δεν είναι μονάχα η Βέρμαχτ. Το Τρίτο Ράιχ, περιλαμβάνει και τα Ες-Ες, που εσύ δεν θέλεις γιατί έχεις δει τι κάνουν. Μιλώ για τα Τάγματα Θανάτου και μιλώ για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Προτού μου πεις πως απλώς οι κρατούμενοι κακοπερνάνε, θα σου πω, πως ίσως και να γνωρίζω τι συμβαίνει. Δολοφονούνται κατά χιλιάδες, άλλοι με την εργασία, άλλοι με βασανιστήρια και άλλοι, με αέρια. Γνώριζε λοιπόν απλώς, πως πολεμάς υπερασπιζόμενος και αυτό το κομμάτι του καθεστώτος σου. Εγώ το γνωρίζω» τελείωσε και ο Κοχ έμεινε να τον κοιτάζει. Ήξερε από τον Γουίλεμ.
Μπορεί να μην ήταν αδέρφια εξ αίματος, μα κάτω από την ίδια στέγη είχαν ζήσει για ένα διάστημα. Σαφώς και δεν επικροτούσε όλα αυτά, μα ήταν αδιέξοδο. Μαζί τους, στο Ανατολικό Μέτωπο κάποτε, μεταφέρονταν και ιερόδουλες σε τροχόσπιτα, που τις περισσότερες φορές είχαν πέσει θύματα εκβιασμού. Και μόνο στην σκέψη να αγγίξει μία τέτοια, ανατρίχιαζε από ντροπή. Ποιος είχε όρεξη εξάλλου για έρωτες; Αυτά ανήκαν σε άλλο σύμπαν. Ο Όττο ιδρωμένος, με πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο, ατένισε από την κορυφή ενός μικρού, απότομου γκρεμού τον ήρεμο Ντον. Η καρδιά του ράγισε. Είχε μήνες να συναντήσει τον Αλεξ, τον εχθρόφιλό του, μα οι αναμνήσεις ήταν εκεί. Ο Ρώσος του είχε διδάξει να «ακούει» τη φύση. Στη θύμηση εκείνου του χαδιού του ανέμου ανατρίχιασε. Το Kalach λουζόταν στο βιολετί χρώμα του δειλινού. Ο ήλιος που έδυε πίσω από τα άρματα, έριχνε μπροστά τους μεγάλες σκιές προς την Ανατολή. Πίσω από το Kalach απλωνόταν η στέπα που οδηγούσε στο Στάλινγκραντ. Άραγε, θα ήταν ο τελευταίος προορισμός; Ίσως. Είχαν φτάσει στα σύνορα της Ευρώπης και στο στήθος του, ένας μακάβριος πόνος εμφανίστηκε που τον προειδοποιούσε. Η ανθρωπότητα, δεν θα ήταν ποτέ της έτοιμη για αυτό το σκηνικό που θα άπλωνε μπροστά της, τα κοκαλιασμένα φτερά του θανάτου.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος του βιβλίου, με το δεύτερο να ανοίγει στην πόλη του Βόλγα. Δεν ξέρω πώς σας έχει φανεί και συγκριτικά με τα άλλα δυο. Τις αγάπες του καθενός σας τις γνωρίζω σε σχέση με τους ήρωες. Λίγη υπομονή, η καθυστέρηση δεν θα είναι μεγάλη αλλά συλλέγω πληροφορίες. Σας ευχαριστω όλους ειλικρινά που εδώ και τρια βιβλία δεν σταματήσατε να με ακολουθείτε. Έχουμε δει και καινούργιους ήρωες και θα τους δούμε και περισσότερο.
ΤΕΛΟΣ Α' ΜΕΡΟΥΣ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top