Ή Endsieg * ή θάνατος/ part 1

''Αφήνοντας πίσω του το κτήριο για άστεγους στο Μάιντλινγκ, ο νεαρός Αδόλφος έκανε ένα βήμα μπροστά στην ζωή του μετακομίζοντας σε έναν ξενώνα. Οι πεντακόσιοι περίπου άνθρωποι που έμεναν εκεί, δεν ήταν μπατίρηδες όπως συνέβαινε στο κτήριο των άστεγων, απλώς άνθρωποι δίχως οικογένεια, άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, πρώην πανεπιστημιακοί ή ακόμη και συνταξιούχοι αξιωματικοί. Αντίθετα από το άσυλο που έμενε πριν, ο ξενώνας είχε χτιστεί σχετικά πρόσφατα και πρόσφερε στιγμές γαλήνης, στην τιμή της μισής κορόνας. Οι ένοικοι είχαν τον δικό τους χώρο, τον οποίο όμως άδειαζαν την ημέρα, είχαν καντίνα, κουζίνα όπου μπορούσαν να μαγειρεύουν, ακόμη και μπάνια και ντουλάπες για ιδιωτική χρήση. Στο υπόγειο, υπήρχε ραφτάδικο, μπαλωματάδικο, κουρείο, καθαριστήριο και πλυσταριό, ενώ στο ισόγειο υπήρχε μία βιβλιοθήκη και στον πρώτο όροφο, ο αγαπημένος τόπος του Αδόλφου, ένα αναγνωστήριο.

Οι πιο πολλοί από τους ένοικους βρίσκονταν έξω τα πρωινά, εκτός από μία μικρή παρέα των δεκαπέντε περίπου ατόμων, τους οποίους θεωρούσαν διανοούμενους και οι οποίοι συγκεντρώνονταν σε έναν μικρότερο χώρο, που τον είχαν ονομάσει ΄΄δωμάτιο εργασίας ή δωμάτιο για γράψιμο΄΄. Εκεί ακριβώς έστησαν ένα είδος επιχείρησης, ο Χάνις και ο Χίτλερ. Ο Χάνις έπαιρνε σβάρνα τα μπαρ, ή τα μαγαζιά που πουλούσαν κορνίζες και χρειάζονταν εικόνες, προκειμένου να πουλήσει τους μικρούς, σε μέγεθος καρτ ποστάλ, πίνακες του Αδόλφου. Οι περισσότεροι με τους οποίους συνεργάστηκε, ήταν Εβραίοι. Kάτι τέτοιο, έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Χίτλερ αργότερα, πως το διάστημα της Βιέννης διαμόρφωσε τον αντισημιτικό του χαρακτήρα, καθώς ακόμη ένας στενός του συνεργάτης, ο Γιόζεφ Νόιμαν, ήταν εξίσου Εβραίος και έχαιρε, φιλικής μεταχείρισης.

Σε όλες τις περιπτώσεις, ο νεαρός Αυστριακός, αντέγραφε έργα που βρίσκονταν σε μουσεία και γκαλερί. Η τεμπελιά δεν έπαψε να τον χαρακτηρίζει, πράγμα που νευρίαζε τον Χάνις συχνά, ο οποίος ξεπουλούσε πολύ πιο γρήγορα, από όσο παρήγαγε ο Χίτλερ. Στο δε αναγνωστήριο, η κουβέντα γύρω από την πολιτική φούντωνε συχνά τους παρευρισκόμενους και τα πνεύματα οξύνονταν με τον Αδόλφο να έχει πάντοτε πλήρη συμμετοχή και να επιτίθεται στους σοσιαλδημοκράτες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αγόρευε υπέρ του αντισημίτη Δημάρχου της Βιέννης, ενώ άπαντες θέλοντας και μη, άκουγαν τους λόγους του περί θαυμασμού του στον Βάγκνερ και τον Γκότφριντ Σέμπερ που σχεδίασε τα μνημειώδη κτήρια της Βιέννης.

Στο ΄΄δωμάτιο εργασίας΄΄ ο Χίτλερ είχε την δική του γωνιά όπου καθόταν είτε ζωγραφίζοντας, είτε χαζεύοντας. Ως και οι νεοφερμένοι στον ξενώνα, έπαιρναν το μήνυμα πως η θέση ήταν πιασμένη.

«Σίγουρα αυτοί που με γνώριζαν τότε, θα με θεωρούσαν εκκεντρικό» παραδέχτηκε και ο ίδιος αργότερα.

Παρόλο όμως που φερόταν καλά, είχε έναν τρόπο να κρατά τους πάντες σε απόσταση και να μην αφήνει κανέναν να τον πλησιάσει. Συχνά ήταν αποτραβηγμένος, συντροφιά με ένα βιβλίο ή τις σκέψεις του, μα ταυτόχρονα ήταν γνωστός και για τις εκρήξεις του, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των πολιτικών συζητήσεων. Ήταν ικανός να ζωγραφίζει ήσυχα και μόλις το αφτί του έπιανε την λάθος συζήτηση, ευθύς να τιναζόταν, να πετούσε το πινέλο στο τραπέζι και να ξεκινούσε την παθιασμένη έκφραση της διαφωνίας του. Συνήθως δύο θέματα τον εξαγρίωναν. Οι ιησουίτες και οι Κόκκινοι. Πουθενά δεν αναφέρεται πως τα έβαζε με τους Εβραίους''.


Ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, ο άνδρας με την ατσάλινη καρδιά ή αλλιώς, όπως ήταν γνωστός τελευταία, ο Δήμιος της Πράγας, στα σαράντα του χρόνια σχεδόν, πεθαίνει έπειτα από μία στημένη επίθεση. Εφτά αλεξιπτωτιστές από την Τσεχία, πήδηξαν από ένα βρετανικό αεροπλάνο, προκειμένου να ετοιμάσουν την επίθεση στο ξανθό κτήνος. Στις 27 Μαΐου και έχοντας μελετήσει από πριν το ακριβές δρομολόγιο, πυροβολούν τη σκούρα πράσινη Μερσεντές, η οποία είχε ανασηκωμένο το καπό, με προορισμό το αεροδρόμιο για το Βερολίνο και το γενικό επιτελείο του Χίτλερ όπου δεν θα φτάσει ποτέ. Ο Χάιντριχ, καθόταν στα δεξιά του σοφέρ του, του Klein, όταν είδε τον Τσέχο να πετάγεται μπροστά του. Ευθύς τον διέταξε να σταματήσει προκειμένου για να πυροβολήσει ο ίδιος.

Ένας άλλος επιτιθέμενος, αφού δίστασε για λίγο, έριξε τελικά μία χειροβομβίδα και με ευθεία βολή, συνέτριψε το αυτοκίνητο. Ο Ράινχαρντ θανάσιμα πληγωμένος, εξακολουθούσε να πυροβολεί και να φωνάζει βουτηγμένος στο αίμα, με τους Τσεχοσλοβάκους παρτιζάνους να το σκάνε και το πλήθος άλαλο γύρω του να μην τολμά να πλησιάσει, ενώ οι επιβάτες ενός τραμ, παγωμένοι από τον τρόμο, παρατηρούσαν τον ψηλό Γερμανό να σωριάζεται στην άσφαλτο. Ακόμη και ένα φορτηγό πέρασε από εκεί δίχως να σταματήσει. Τελικά, σε κρίσιμη κατάσταση, μεταφέρθηκε στο δημοτικό νοσοκομείο Μπουλόβκα, όπου άντεξε οκτώ ημέρες. Οι ιατροδικαστές είπαν πως ο θώρακας, η σπλήνα, ο πνεύμονας και το διάφραγμα, είχαν μολυνθεί δήθεν από ΄΄ειδικά βακτηρίδια΄΄. Αυτό που ακολούθησε, εκτός του υποχρεωτικού πένθους για τους Τσεχοσλοβάκους, ήταν να εξαφανιστεί από τον χάρτη ένα ολόκληρο χωριό, το Λίντιτσε. Η σκιά του δολοφόνου αυτού, ποτέ δεν θα έφευγε. Οι σκιές επίσης των αμαρτημάτων του θα αλυχτούσαν κάθε νύχτα, πνίγοντας ζώντες και νεκρούς, ενώ σε εκείνη την ανοιχτή στροφή της δολοφονίας, πάντοτε όλοι θα φοβούνταν μήπως εμφανιστεί ξανά εκείνη η πράσινη σκούρα μερσεντές, ενός ανθρώπου, από τον οποίο ως και ο Χίτλερ κρατούσε τις αποστάσεις του. Το σώμα του, το υποδέχτηκε αρχές Ιουνίου στην Καγκελαρία.

«Ήταν άνθρωπος από σίδερο» είπε τότε στον Κανάρις, κάνοντας δήθεν τον θλιμμένο.

Στην πραγματικότητα, πολλοί από τους Ναζί, ένιωσαν μάλλον ανακούφιση. Το ξανθό κτήνος, κρατούσε μυστικά για όλον τον υπόκοσμο, από το γενικό επιτελείο, από τον Γκέρινγκ, τον Χίμλερ, ως και τον ίδιο τον Χίτλερ. Δεν φοβόταν κανέναν τους, μα πλέον το στόμα του θα παρέμενε ερμητικά κλειστό. Η Νυρεμβέργη όμως, μελλοντικά, δίχως τους φακέλους του και δίχως εκείνους του Κανάρις, τους οποίους η SD θα βρει και θα καταστρέψει έγκαιρα, θα μοιάζει με καλοστημένη κωμωδία και όχι δίκη.

Ο Μπάλντερ είχε βρεθεί στο Βερολίνο εκείνη περίπου την εποχή, λίγο πριν συμβεί η δολοφονία του Χάιντριχ. Ήταν απίστευτο πόσο ένας τόπος έμοιαζε ξαφνικά σαν μία ανάμνηση μακρινή, μίας άλλης εποχής. Παρά το γεγονός πως υπήρχε το πατρικό του, εκείνος ήταν αποφασισμένος να μείνει σε μία σουίτα ενός ξενοδοχείου με το όνομα Eden, στην Μπουνταπεστερστράσε. Από την στολή του ευθύς κατάλαβαν ποιος ήταν και τι θέση είχε. Φυσικά του έδωσαν την καλύτερη, ιδιαιτέρως ευρύχωρη, με σαλόνι κρεβατοκάμαρα και άφθονο ζεστό νερό, που τον οδηγούσε να μουλιάζει στην μπανιέρα με τις ώρες. Κοντά του βρισκόταν ο ζωολογικός κήπος. Όπου και αν κοιτούσε, οι εικόνες της καθημερινής ζωής, των ανθρώπων στα τραμ και στο S-Bahn, τον αποσυντόνιζαν. Η ιδέα της επερχόμενης καταστροφής, θα τους έβρισκε όλους βαθιά νυχτωμένους.

Αποφάσισε τελικά να πάει να περιποιηθεί τον εαυτό του σε ένα κουρείο. Σε εκείνο που ήξερε από τα παλιά με τον αποστειρωμένο και ολοκάθαρο, λευκό χώρο. Τη στιγμή που καθόταν μπροστά στον καθρέπτη, πάγωσε. Φαντασιωνόταν πως ο εαυτός του άλλαζε μορφή, πως διαστρεβλωνόταν επικίνδυνα, πως έπαιρνε ίσως τη μορφή του δήμιου που εκτελούσε εν ψυχρώ. Στη μνήμη του ήρθε η νύχτα των Κρυστάλλων. Τότε που ακόμη λάμβανε ευχαρίστηση σπάζοντας κάθε εβραϊκή περιουσία, θεωρώντας πως έτσι έπαιρνε εκδίκηση εξαιτίας της δικής του προσωπικής, εβραϊκής συνομωσίας. Το ψαλίδι τον πλησίασε και σαν ακούμπησε το παγωμένο μέταλλο τον σβέρκο του, ένιωσε το κορμί του να τρέμει. Ήταν η πρώτη φορά που η καρδιά του έδινε δυνατές κλοτσιές στο στήθος του, σε σημείο να πλησιάσει το χέρι του ακριβώς εκεί, πιέζοντας. Όσο βρισκόταν στο Ανατολικό Μέτωπο, η αδρεναλίνη δεν του επέτρεπε να νιώσει τις συνέπειες του πολέμου και των καθημερινών σκηνών βίας. Τώρα όμως που επέστρεψε σε μία θολή καθημερινότητα, οι ερινύες σαν άγρια πτηνά, πάντοτε μαύρα και ίσως τυφλά, τον κυνηγούσαν διαρκώς. Μην αντέχοντας άλλο, άδειασε το περιεχόμενο του στομαχιού του στο πεζοδρόμιο.

«Κύριε, είστε καλά;» ρώτησε ο νεαρός που τον είχε αναλάβει. Ευτυχώς είχαν τελειώσει με το κούρεμά του και μπορούσε να αποχωρήσει. Κοίταξε για μία τελευταία φορά το πρόσωπό του στον καθρέπτη. Μπορεί να φαινόταν ήρεμο, όμως ο φόβος είχε σβήσει τα πάντα.

Για κάποιον λόγο, επέλεξε να επισκεφθεί το σπίτι του. Γνώριζε πως μετά τον θάνατο του Τρίμπιχ, η μητέρα του είχε φύγει μένοντας σε ένα διαμέρισμα, ωστόσο υπήρχε και η περίπτωση να επέστρεψε, για να μην αφήσει την περιουσία της να ρημάξει. Για όσο κυκλοφορούσε στην πόλη, φορούσε ακόμη τη στολή του. Του έδινε κύρος κατά πώς φαινόταν, μιας που άπαντες τον κοιτούσαν. Καθώς βάδιζε, ένιωθε σαν να περπατά πάνω σε γυαλί που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να σπάσει. Έπρεπε διαρκώς να είναι συγκεντρωμένος, πράγμα που τον κούραζε. Φτάνοντας στην πλούσια γειτονιά του, τίποτε δεν μαρτυρούσε σχεδόν πως ο κόσμος άλλαζε και πως η γαλήνη, η ευτυχία και η ανθρωπιά εξανεμίζονταν, κάθε μέρα και περισσότερο. Σαν θηλιά ο πόλεμος, απειλούσε να πνίξει και τους Βερολινέζους, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τον ηλιόλουστο καιρό για τις καθημερινές τους βόλτες. Τα πάντα στην γειτονιά του θύμιζαν το παρελθόν, μα εκείνο είχε μία αποφορά κλεισούρας και σαπίλας. Η πετρόκτιστη μονοκατοικία της Χάνι ρήμαζε, το σπίτι των θείων του φαινόταν σιωπηλό, μα το πατρικό του σαν να είχε πάρει εκ νέου ζωή. Ο κήπος έμοιαζε περιποιημένος και τα παντζούρια ήταν ανοιχτά.

Στη θέα του οι φύλακες τον υποδέχτηκαν με σεβασμό και χαμόγελο. Είχαν χρόνια να τον δουν, είχε αλλάξει, τα χαρακτηριστικά είχαν σκληρύνει και αλλοιωθεί με τον πόλεμο. Το κάθε του βήμα, αντηχούσε σαν σουβλιά στα μηνίγγια του. Από κάπου, καρτερούσε να πεταχτεί ο Στάινερ τσαλαπατώντας τα λουλούδια, όπως πάντα. Έπειτα εκείνος θα τον μάλωνε, μα αν η μέρα ήταν καλή, θα κατέληγαν σε εκείνο το αδερφικό κεφαλοκλείδωμα, επίδειξης ισχύος. Όμως ο Στάινερ θα είχε ήδη σαπίσει. Τα γόνατά του λύγισαν και καθώς έφτανε στο κατώφλι, μία γυναίκα άνοιξε την πόρτα. Η μητέρα του. Είχε ήδη ενημερωθεί για τον θάνατο του ενός γιού της. Στη θέα του Μπάλντερ, για λίγο τα έχασε. Κατόπιν, κάνοντας ένα βήμα μπροστά, τον αγκάλιασε. Τουλάχιστον ο ένας της γιος, ήταν ζωντανός. Του έκανε σήμα να καθίσουν, διέταξε να του προσφέρουν ό,τι εκείνος επιθυμούσε, ενώ τα μάτια της ταξίδευαν στην στολή του αξιωματικού.

«Έχω μαζί μου τα πράγματα του Στάινερ. Θα τα αφήσω....στο δωμάτιό του» ψέλλισε.

«Ο αδερφός σου πέθανε για την τιμή της πατρίδας. Τον σκότωσαν οι Σοβιετικοί ενώ εκτελούσε το καθήκον» του απάντησε εκείνη βραχνά, ενώ ο νεαρός κάγχασε ηχηρά.

«Ποιο ήταν το καθήκον; Γνωρίζεις;» τη ρώτησε.

«Βεβαίως.  Εκτελούσε τρομοκράτες, παρτιζάνους που πάλευαν να δημιουργήσουν πρόβλημα στον γερμανικό στρατό» πρόφερε με σιγουριά.

«Δεν ήξερα πως τα εξάχρονα και οι μητέρες τους, ονομάζονται παρτιζάνοι» της απάντησε και εκείνη τον κοίταξε, δίχως να κατανοεί τα λεγόμενά του.

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε.

«Εννοώ, πως η δουλειά του Στάινερ, την ημέρα που σκοτώθηκε, δεν ήταν η εκτέλεση των παρτιζάνων, αλλά αθώων γυναικόπαιδων, γυμνών, μπροστά από έναν λάκκο που οι ίδιοι οι μελλοθάνατοι έσκαψαν. Ο Στάινερ πέθανε σαν ήρωας γιατί εκτέλεσε τους Ες-Ες. Μάλλον δεν σου τα είπαν και πολύ καλά» τη διόρθωσε βλέποντάς την να τρομοκρατείται.

«Θεέ μου! Δηλαδή, σκότωσε δικούς μας; Τι σημαίνει αυτό για εσένα; Θα σε κατηγορήσουν μήπως;»

«Έλεος!» τινάχτηκε επάνω. Τα μάτια του βούρκωσαν ξανά, ενώ εκείνη η επίμονη ζαλάδα, ξεκίνησε αργά να τον τυλίγει «Κάποτε, δεν τον άκουσα, κάποτε απλώς τσακωνόμουν μαζί του διαρκώς. Είναι αλήθεια πως ο πατέρας είχε βιάσει την υπηρέτρια που είχαμε, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε.

«Ήταν μία τσούλα και αυτός...»

«Ήταν παιδί! Ήταν ένα μικρό κορίτσι...» τραύλισε.

«Ήταν μία πουτάνα Εβραία! Εσύ σιχαινόσουν τους Εβραίους, μπήκες στη Σχολή Αξιωματικών γι' αυτόν τον λόγο. Τι σε έπιασε;»

«Κάποιες ή και κάποιοι, γεννιούνται σάπιοι στην ψυχή ανεξαρτήτως καταγωγής. Το να πυροβολώ νήπια, όπως με προστάζει το καθεστώς, δεν το δέχομαι. Το να σκοτώνω ανθρώπους και με τη στάχτη τους και τα κόκκαλά τους, να φτιάχνω δρόμους στα στρατόπεδα, δεν το δέχομαι. Αυτό δεν ονομάζεται πόλεμος αλλά δολοφονική γενοκτονία και αν η Γερμανία χάσει, πιθανότατα θα υποστεί τα ίδια. Ο κόσμος δεν θα μας συγχωρήσει ποτέ»

«Μιλάς σαν κάποιος ξένος, σαν να είναι τα λόγια κάποιας προπαγάνδας» άκουσε τη σιγανή φωνή της μητέρας του, η οποία τον κοιτούσε λες και είχε μπροστά της, κάποιον εκπρόσωπο των Κόκκινων.

«Άνοιξε τα μάτια σου προτού να είναι αργά» την προειδοποίησε, όταν την είδε να τινάζεται επάνω σε έξαλλη κατάσταση.

«Άκουσέ με, προσεκτικά. Αν ήρθες ως εδώ για να σπιλώσεις τη μνήμη του αδερφού σου, δεν θα στο επιτρέψω! Πέρνα έξω τώρα! Τώρα!» ξεκίνησε να ουρλιάζει.

Ο Μπάλντερ δεν είπε τίποτε, δεν ήθελε να πει. Η μητέρα του δεν ήταν η μόνη που εθελοτυφλούσε, αρνούμενη να δεχτεί την πραγματικότητα, που αργά αλλά σταθερά θα έκανε την εμφάνισή της σαν την νεκρική ομίχλη. Σηκώθηκε με βλέμμα παγερό και αποχώρησε δίχως να την χαιρετήσει. Μέρα που ήταν, προτιμούσε τη βόλτα στη γειτονιά. Εξάλλου, ήταν ακόμη νωρίς το πρωί και είχε μερικές μέρες στη διάθεσή του, προκειμένου να τακτοποιήσει εκείνο το ζήτημα που τον έκαιγε. Για λίγο περπάτησε στη γειτονιά. Από ένα στενό, μέσα στη δική του φαντασία, ξεπρόβαλε μία ομάδα αγοριών. Ο μικρός εαυτός του, με τα στιλπνά, σκούρα μαλλιά, ιδρωμένος και αναμαλλιασμένος από το παιχνίδι, έτρεχε πάντα μπροστά. Πίσω του, ακολουθούσε ο Φρίντχελμ με τον Κρίστιαν και τελευταίος ο Μπερνάρ, ένας μικρός Γάλλος που είχε μετακομίσει με την οικογένεια στην Γερμανία, μα που τελικά έφυγε ένα χρόνο μετά τα γεγονότα της Χάνι. Ο Μπερνάρ είχε μία αδερφή, τη Ναντίν, ένα χρόνο μικρότερη. Ο Μπάλντερ έχασε επαφή μαζί τους, ενώ εκείνοι του είχαν γράψει μία φορά, από το νέο τους σπίτι στο Παρίσι. Σε ένα παλαιό σημειωματάριο, εκείνος κρατούσε όλες τις αναμνήσεις του, μαζί και εκείνο το αναπάντητο γράμμα. Για λίγο έψαξε στην τσάντα του και μόλις το εντόπισε, αναζήτησε το γράμμα που περιείχε τη διεύθυνση. Χαμογέλασε. Αυτή η άδεια θα ήταν διαφορετική από τις υπόλοιπες.

Ήθελε να δει τον κόσμο και παίρνοντας τη νυχτερινή ταχεία, έφτασε στο Παρίσι λίγο πριν την αυγή. Χαρούμενος, βγαίνοντας από το σταθμό, δίχως να έχει αντιμετωπίσει θέμα με τους ελέγχους, ξεκίνησε να χαζεύει τα γκρίζα κτήρια, να φαντασιώνεται πως βάδιζε αγκαλιά με την Ντάρια, ενώ η Έστερ μπροστά του χοροπηδούσε ανέμελα. Φανερά ευδιάθετος, μπήκε στο πρώτο καφέ που βρήκε. Κανείς δεν ήξερε πως ήταν Γερμανός. Η ζωή ήταν δύσκολη και εκεί και τα κιτρινωπά πρόσωπα μαρτυρούσαν το πρόβλημα επισιτισμού.  Κατευθυνόμενος στο Σηκουάνα, πρόσεξε πως στους πάγκους των βιβλιοπωλών υπήρχαν βιβλία εκτός του Σελίν, του Ντριέ ή του Μοντερλάν και του Προυστ, του Τόμας Μαν και του Κάφκα. Καθώς ήταν άνοιξη πια μία επίσκεψη στους Κήπους του Λουξεμβούργου ήταν απαραίτητη.Φτάνοντας, ευθύς έπεσε στο χώμα και έκλεισε τα μάτια του. Άφησε επιτέλους τον ήλιο να τον χαϊδέψει.

«C'est toi? Balder? Bonjour mon ami!»(εσύ είσαι Μπάλντερ; Καλημέρα φίλε μου) άκουσε μία πειρακτική φωνή και πρόσεξε ένα οικείο πρόσωπο.

«Μπερνάρ;» τον φώναξε και ο νεαρός τσιρίζοντας τον αγκάλιασε πέφτοντας επάνω του.

«Για δες! Σε κοιτούσα εδώ και ώρα, μα δεν ήμουν βέβαιος πως ήσουν εσύ! Πάνε χρόνια, πολλά χρόνια, αλλά η Ναντίν σε κατάλαβε καλύτερα από εμένα» έδειξε την κοπέλα δίπλα του, που στεκόταν όρθια.

«Σαν να μην πέρασε μία μέρα» του χαμογέλασε.

«Tu es jolie!Comme toujours!»(είσαι όμορφη όπως πάντα) την πείραξε.

«Αυτά σου μάθαινε ο αδερφός μου; Πιάνουν πάντως αν δουλέψεις και άλλο την προφορά» γέλασε.

«Καλά, όμως εσύ μιλάς άριστα γερμανικά» την κολάκεψε ο Μπάλντερ.

«Ε, ζήσαμε αρκετά χρόνια σε αυτήν την χώρα» κάπου εκεί, το πρόσωπό της σκοτείνιασε «Δεν θέλω να διανοηθώ πώς είναι τα πράγματα πια. Κάποτε σκέφτομαι το σπίτι και τη γειτονιά, μα όλα μοιάζουν μακρινά. Σου γράψαμε, αλλά δεν απάντησες. Θεωρήσαμε πως ίσως δεν ήμασταν πλέον φίλοι σου. Ήδη, έναν χρόνο πριν είχες εξαφανιστεί» συνέχισε η Ναντίν.

«Μην τον πιέζεις αν δεν θέλει να μιλήσει» την μάλωσε ο αδερφός της.

«Είναι αλήθεια. Ας το αφήσουμε για την ώρα» είδε τον φίλο του τον παλαιό να τον κοιτάζει.

«Εσύ, είσαι στη Βέρμαχτ;» ρώτησε σαν να μην ήθελε στην ουσία να λάβει απάντηση.

«Όχι Μπερνάρ. Είμαι στα Ες-Ες» απάντησε και ο νεαρός πάγωσε.

«Είσαι...τι;» ξαναρώτησε.

«Είμαι αυτός που βλέπεις. Ο Μπάλντερ που σου ζητά συγγνώμη που δεν απάντησε και που ήρθε ως εδώ για να δει το Παρίσι και ίσως εσένα, αν το κατόρθωνε. Το τι είμαι, άφησέ το. Δεν σε αφορά. Φορώ πολιτικά ρούχα»

«Μπερνάρ..»τον σκούντησε η Ναντίν.

«Απλώς, απογοητεύτηκα η αλήθεια»

«Θα σου τα εξηγήσω όλα. Όχι τώρα όμως» πρόφερε ο Μπάλντερ.

«Λοιπόν, αφήστε την αμηχανία και οι δύο. Εγώ χαίρομαι που βρεθήκαμε. Πάμε βόλτα, άντε! Το Παρίσι αν και υπό κατοχή, εξακολουθεί να γοητεύει, n' est-ce pas?»(έτσι δεν είναι;)

Γύρω από την μεγάλη, κεντρική λίμνη, αλλά και κατά μήκος των δεντροστοιχιών, παρτέρια ολάνθιστα έδιναν μία λάμψη σ αυτήν την όμορφη πόλη. Οι δυο νεαροί πλησίασαν στα νερά, με την κοπέλα να στέκεται ανάμεσα. Ένα βλέμμα πονηρό τους ξέφυγε, κάνοντάς την μούσκεμα.

«Είστε δύο ανόητα νήπια!» τσίριξε εκείνη κυνηγώντας τους. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μπάλντερ υιοθετούσε την συμπεριφορά των παλαιών χρόνων.

Τρελαμένος σχεδόν, έτρεχε στη χλόη, με τα αδέρφια να τον ακολουθούν στον ίδιο ρυθμό, όπως κάποτε στις γειτονιές του Βάνζεε. Τι σημασία είχε αν ήταν τριάντα χρονών πλέον; Η χαρά και η λαχτάρα ήταν εκεί, ολόιδιες και εκείνος επιτέλους ένιωσε πως είχε βρει την ομάδα του. Την δική του αποκλειστική ομάδα.Στα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια ήταν αχώριστοι. Ο Μπάλντερ τους προστάτευε σαν αρχηγός μίας αγέλης. Οι νεαροί συνήθως έτρεχαν στα δάση και τους κήπους, ήταν κάτι που τους άρεσε, αυτή η αίσθηση ελευθερίας και κατάκτησης. Σήμερα για άλλη μία φορά,νικούσε ο άνθρωπος, για άλλη μία φορά οι διαφορές είχαν σβήσει και όλοι τους ήταν απλοί κοινοί θνητοί, φίλοι δίχως διαχωρισμούς. Στο γλυκό πρωινό, άπαντες πρόσεχαν τους τρεις τους, που παρά την ηλικία έπαιζαν σαν μικρά παιδιά. Ο Μπάλντερ αδιαφορούσε για τους Γερμανούς που σουλατσάριζαν και ο Μπερνάρ θεωρούσε πως είχε μία προστασία αν κάτι τύχαινε. Και οι τρεις ένιωθαν πως έπρεπε να χωρέσουν τα πάντα σε μία μέρα. Δέκα χρόνια και ίσως περισσότερα, με τόσα λάθη,τόσες αλλαγές, πόνο και πόλεμο. Η αφήγηση δεν έπρεπε να τους επηρεάσει. Έπρεπε να λειτουργήσει λυτρωτικά.

* τελική νίκη

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top