Dόbry Molodets/ part 2(γενναία νιάτα)
Στη φωτό ο Κερτ
Ο χρόνος προχωρούσε, το άλικο ποτάμι εξακολουθούσε να ρέει ποτίζοντας τη γη και το αίμα στις φλέβες του Βίγκμπερτ έβραζε επικίνδυνα. Το μυαλό του καθημερινά θόλωνε ολοένα και περισσότερο σαν ατένιζε την αδειανή κούνια. Το πτώμα της Μάργκοτ το είχε ξεφορτωθεί, καίγοντάς το στην πίσω αυλή, έχοντας πρώτα υποβάλει σε μαρτυρική ανάκριση όλο το προσωπικό του σπιτιού. Οι δύστυχοι υπηρέτες, καθώς και ο φύλακας της εισόδου, ψέλλιζαν σιγανά πως ήταν αθώοι. Ο Βίγκμπερτ ωστόσο δεν ήταν έτοιμος να τους συγχωρέσει. Για την ακρίβεια η απόλυτη έλλειψη ενσυναίσθησης και ανθρωπιάς, του απαγόρευαν ρητά να οδεύσει σε τέτοια συναισθηματικά μονοπάτια. Δεν υπήρχε σωτηρία της ψυχής του, μήτε ελπίδα αλλαγής. Κανένας έρωτας, καμία συγκίνηση δεν μπορούσαν να ξεγελάσουν τον δαίμονα που κρυβόταν μέσα του. Ακόμη και το ίδιο του το παιδί ατένιζε με δεύτερες σκέψεις εκμετάλλευσης.
Εκείνο το απόγευμα της εξαφάνισής του μικρού Σεμπάστιαν, το κτήνος γουργούρισε ξανά. Ο σαδισμός πήρε το πάνω χέρι και ο αποτροπιασμός λύγισε προκλητικά την απόκοσμη φιγούρα του. Άπαντες διατάχθηκαν να σκάψουν έναν λάκκο στην πίσω αυλή του πελώριου κήπου. Προκειμένου να μην τους πανικοβάλει, αποκάλυψε εσκεμμένα πως ο λάκκος προοριζόταν για το σώμα της γυναίκας του, την οποία δεν είχε επίσημα νυμφευθεί. Τους παρακολουθούσε σαν την κατάρα που καρτερούσε το θύμα της στη γωνία. Εκείνοι έσκαβαν αμίλητοι και κατόπιν τοποθέτησαν σχεδόν με ευλάβεια το σώμα της βασανισμένης κοπέλας στην τελευταία του, άθλια κατοικία, η οποία καθώς φαινόταν ίσως και να ήταν τελικά πιο ανθρώπινη από τη ζωή της στο μαυσωλείο. Τη στιγμή που βρίσκονταν παραταγμένοι μπροστά από το κενό, ο Βίγκμπερτ έβγαλε ένα όπλο και με απόλυτη ευστοχία, πυροβόλησε και τους τέσσερις είτε στον αυχένα, είτε σε σημεία που η ψυχή τους θα αποχωρούσε τρέχοντας από το σώμα τους. Το αποτέλεσμα ήταν να γείρουν απευθείας στον ήδη σκαμμένο τάφο τους. Έπειτα σκεπάζοντάς τους με κουρέλια τα οποία είχε ποτίσει με εύφλεκτο υλικό, ξεκίνησε την καύση τους όπως είχε δει να συμβαίνει και με τους αιχμαλώτους στο Άουσβιτς.
Καθώς ο καπνός και η δυσωδία της καμένης σάρκας απλωνόταν στον γύρω χώρο, άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα, μονάχα που δεν υπήρχε πια κανείς για να τον εξυπηρετήσει. Ολομόναχος κινήθηκε προς το μέρος της και όταν άνοιξε, είδε έπειτα από χρόνια την μητέρα του στο κατώφλι, συνοδευόμενη από τον μοναδικό άνδρα που είχε μείνει να τον ανέχεται, τον Χανς Φρίντριχ. Οι γονείς του σαφώς ήταν κάποτε με το μέρος του Εθνικοσοσιαλισμού, μα σε καμία περίπτωση δεν έφταναν την δική του πλήρη αποκτήνωση.
«Τι είναι αυτή η απαίσια μυρωδιά;» τον ρώτησε εισερχόμενη στο σκοτεινό εσωτερικό του σπιτιού «Γιατί είσαι βυθισμένος στο σκοτάδι; Πού είναι η Μάργκοτ και ο εγγονός μου;» τον ρώτησε αναζητώντας τους, όταν συγκρούστηκε με το παγερό του βλέμμα. Ανατρίχιασε ακόμη και εκείνη που τον είχε φέρει στον κόσμο «Θεέ μου Βίγκμπερτ, τι τους έκανες;»
«Τίποτε στο παιδί μου! Όσο για εκείνη τη βρομιάρα, μόνη της αποφάσισε να ΄΄αποδημήσει΄΄ . Αυτό ωστόσο που αληθινά με έχει τρελάνει, είναι η εξαφάνιση του μικρού. Έχω στείλει παντού δικούς μου ανθρώπους, να ψάξουν σε κάθε γωνιά..»
«Ενός κατεστραμμένου Βερολίνου..πού είναι το παιδί; Ε;» ολοκλήρωσε η μητέρα του.
«Θα βρεθεί είμαι σίγουρος!Τι είδους ηττοπάθεια είναι αυτή που σε χαρακτηρίζει; Εσύ αλλιώς με μεγάλωσες! Περήφανα για όσα πρεσβεύω και πρεσβεύει ο Εθνικοσοσιαλισμός, περήφανα για την καθαρότητα της φυλής μας!» της φώναξε.
«Έχεις ξεφύγει...ο γιος που κάποτε είχα μπορεί να ανήκε στην χιτλερική νεολαία, μπορεί να σπούδασε στο Νάπολα, ωστόσο δεν ήταν ποτέ ένας σαδιστής, ένας ψυχρός, απόλυτος δολοφόνος που στην ουσία δεν έχει τόπο στην καρδιά του ούτε καν για μία γυναίκα της Γερμανίας, ούτε καν για εμάς που σε μεγαλώσαμε. Κοιτάζω τα μάτια σου και δεν σε βλέπω πουθενά, βλέπω κάτι άλλο...» ψέλλισε τρομαγμένη σχεδόν «Και αυτή η αποφορά...Αυτή η μυρωδιά....»
«Αυτή η μυρωδιά είναι κομμάτι του καθεστώτος που και εσύ υποστήριζες κάποτε. Είναι η προέκταση, είναι η δολερή εξέλιξή του, μα είναι αυτό ακριβώς που σχεδόν σύσσωμος ο γερμανικός λαός υποστήριξε το 33. Αυτό που απεχθάνομαι περισσότερο, είναι η δειλία. Όλοι σας στηρίξατε τον Φύρερ, όλοι σας κλείσατε τα μάτια στο ξυλοκόπημα των Κομμουνιστών γειτόνων σας, ή στη διάλυση των εβραϊκών μαγαζιών. Όταν όμως η αλήθεια για το μέγεθος της φρίκης αυτού που εσείς στήσατε, σας χτυπά την πόρτα, τότε κάνετε ξαφνικά πίσω και αρνείστε τα πάντα. Δεν παίρνετε την ευθύνη γιατί σε κανέναν δεν αρέσει να μιλά για βασανιστήρια με δερμάτινα μαστίγια, με ορθοστασία, με ξύλο, με θάνατο σε θαλάμους αερίων. Το καθεστώς σας διατηρεί μία βιομηχανία εξόντωσης και όλα τα τιμαλφή των νεκρών, καταλήγουν στην Ράιχσμπανκ, κοινώς σας θρέφουν. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ για την πηγή των εσόδων του κράτους; Η απάντηση είναι αρνητική γιατί φοβάστε. Εγώ δεν φοβάμαι. Κάθε μέρα αντικρίζω τον εαυτό μου στον καθρέπτη και βλέπω τα πιστεύω που υποστήριξε ο γερμανικός λαός, να αντανακλώνται σε όλο τους το μεγαλείο. Δεν θα κάνω πίσω τώρα, δεν θα κάνω πίσω ποτέ»
Σε όλον αυτό τον μονόλογο, ο Φρίντριχ είχε μείνει σιωπηλός. Αναγνώριζε απόλυτα τον εαυτό του στα λεγόμενα του Βίγκμπερτ, παρά το γεγονός πως αν ήταν στις καλές του, μπορεί και να έκανε τα στραβά μάτια σε κάποια ανταλλαγή γραμμάτων μεταξύ των κρατούμενων. Για τον Βίγκμπερτ δεν υπήρχαν καλές και κακές μέρες. Αν κάτι έπεφτε στην αντίληψή του, ο υπεύθυνος είχε τελειώσει είτε με τον απλό, είτε με τον σύνθετο τρόπο των βασανιστηρίων. Μαζί με τον Φρίντριχ θα έφευγαν την επομένη για να επιστρέψουν στο Άουσβιτς. Είχε ήδη εντοπίσει τα επόμενα θύματά του στο Τετράγωνο ΧΙ, το οποίο ήταν ένα κτίριο όπως όλα τα άλλα του Άουσβιτς. Εκεί ζούσε η ομάδα των τιμωρημένων. Λίγα πέτρινα σκαλοπάτια με αθώα όψη οδηγούσαν στην κύρια είσοδο. Πολλοί θα πέθαιναν εξαιτίας της χρήσης βίας. Μπροστά του θα έκαναν παρέλαση οι τρόφιμοι, θα έβλεπε την αγωνία στα πρόσωπα των άρρωστων και των ηλικιωμένων προκειμένου να φανούν νεότεροι, ώστε να παρατείνουν την ματαιότητα της ζωής τους στην Κόλαση. Ως τώρα φαινόταν ασταμάτητος, μα πάνω από όλα αμετανόητος. Τα βράδια όταν κοιμόταν καμία τύψη δεν σκαρφάλωνε στο στρεβλό, διεστραμμένο του μυαλό. Ίσως απλά να κυριαρχούσε ένα άναρχο κενό, μιας και για να υπάρξουν όμορφες σκέψεις, η καρδιά ήταν απαραίτητη.
Άναρχες σκέψεις ωστόσο, κυριαρχούσαν και στο μυαλό του Κερτ, που είχε αφεθεί από την Άζια κοντά στο νοσοκομείο. Η Χέλγκα που ποτέ σχεδόν δεν κοιμόταν, άκουσε μουρμουρητά και ένα κλαψούρισμα. Δίπλα της η Τσάρλη κάπνιζε ατενίζοντας τον έναστρο ουρανό, προσπαθώντας για λίγο να ξεφύγει από το βάναυσο θέαμα των τραυματισμένων.
«Το ακούς αυτό;» την ρώτησε η Χέλγκα.
«Πράγματι, αλλά με όσα κλάματα και ικεσίες έρχομαι αντιμέτωπη, πλέον αδυνατώ να ξεχωρίσω αν ο ήχος προέρχεται από το εσωτερικό του κτιρίου ή όχι»
«Νομίζω πως προέρχεται από εδώ, έλα» την παρότρυνε η Χέλγκα.
«Έχεις πολλά να μου πεις δεσποινίς. Τώρα που αποκαλύφθηκε επίσημα η ταυτότητά σου, δεν μπορώ να μην σε ρωτήσω για την απροσδόκητη σχέση σου με τον νεαρό των Ες-Ες. Θέλω να πω, πως είναι τρελό όλο αυτό και παρακινδυνευμένο»
«Θα σου εξηγήσω. Εξάλλου, ο ύπνος σπάνια με επισκέπτεται τώρα τελευταία»
Καθώς βάδισαν πολύ προσεκτικά, παρατήρησαν πως η χαμηλή, ποώδης βλάστηση, λικνιζόταν αλλόκοτα. Με το ένα της χέρι, η Χέλγκα παραμέρισε τα ζιζάνια μόνο για να εντοπίσει τον αιμόφυρτο νεαρό να βαριανασαίνει.
«Πώς βρέθηκε εδώ;» αναρωτήθηκε η Τσάρλη.
«Είναι εμφανές. Οι Πολωνοί τελευταία κυνηγούν πολύ τους συμπατριώτες μας...» μούγκρισε και με την βοήθεια της κοπέλας τον σήκωσαν απαλά για να τον μεταφέρουν κατευθείαν στο χειρουργικό τραπέζι, όπου θα τον αναλάμβανε άλλος ιατρός.
Παρά την σχολαστική υγειονομική περίθαλψη, τα τραύματά του ήταν σε άθλια κατάσταση, ενώ υπήρχε και η υποψία πως μικρά κομματάκια της στολής του, είχαν ίσως ξεγλιστρήσει στο εσωτερικό του τραύματος. Για τις ανάγκες της εγχείρησης, του χορηγήθηκε μία αναισθησία, η οποία υποτίθεται θα τον οδηγούσε σε κατάσταση ύπνωσης. Καθώς ανακτούσε τις αισθήσεις του λίγη ώρα αργότερα, πρόσεξε θολά μία γυναικεία φιγούρα να στέκεται κοντά του. Όσο η όρασή του επανερχόταν, οι εβένινοι, εντυπωσιακοί καταρράκτες, του γαργάλησαν το μέτωπο.
«Με συγχωρείτε, μα δεν θα έπρεπε τα μαλλιά σας να είναι πιασμένα;» σχεδόν ψέλλισε «Γιατί μου προκαλούν...» φτερνίστηκε σε σημείο να πονέσει ολόκληρο το κορμί του.
«Με συγχωρείτε και εμένα. Κανονικά είναι πιασμένα, ωστόσο τα περασμένα μεσάνυχτα μου δίνουν κάποτε ελευθερίες, ίσως και ο καιρός που εργάζομαι για τον ίδιο σκοπό»
«Μπράβο σας. Σας θαυμάζω να ξέρετε...» πάλεψε να σηκωθεί «Με λένε Κερτ. Την τελευταία φορά που συστήθηκα βέβαια, προσπάθησαν να με ανατινάξουν. Ελπίζω εσείς να μην μου κάνετε ευθανασία» γέλασε.
«Μου τελείωσε μόλις η τελευταία δόση. Είστε πολύ τυχερός» γέλασε η Χέλγκα, όταν τον παρατήρησε να την κοιτάζει έντονα.
Αυτοί οι εβένινοι καταρράκτες, τα εκφραστικά μάτια και το ψηλόλιγνο κορμί δεν θα μπορούσαν εύκολα να περάσουν στη λήθη. Στην γειτονιά του Νοικέλν, ερχόμενος πολλές φορές επίσκεψη στο σπίτι της Κρίστα, θυμόταν ένα κορίτσι, όμοιο με την πανέμορφη γυναίκα που είχε μπροστά του. Πίσω στον χρόνο και στο αθώο παρελθόν, εκείνος είχε κρατήσει την εικόνα της μικρής που βαστούσε τρυφερά το χέρι του πατέρα της πραγματοποιώντας στροφές χορευτικές. Από την άλλη πλευρά βρισκόταν η ξαδέρφη του η Κρίστα, η οποία την μιμούνταν. Σαν τον είδαν όμως, η μικρή Χέλγκα τότε, κατσούφιασε απότομα και ξεκίνησε να παρακινεί τον Άντον να φύγουν. Η Κρίστα την χαιρετούσε με νόημα, μη θέλοντας από φόβο να την συστήσει στον ξάδερφό της, θυμούμενη την αρνητική συμπεριφορά του πατέρα του Λούκα και του Όττο απέναντι στους Εβραίους.
΄΄΄Περίμενε!΄΄ φώναζε ο μικρός.
΄΄Τι την θέλεις Κερτ; Έφυγε τώρα, άλλη φορά΄΄ του είχε απαντήσει η Κρίστα.
΄΄Δεν θα υπάρξει άλλη φορά΄΄ σχεδόν πήγε να κλάψει, όταν είδε την ξαδέρφη του να τον πλησιάζει αγκαλιάζοντάς τον.
΄΄Μα, γιατί στεναχωριέσαι τόσο; Τι το σημαντικό ήθελες να της πεις;΄΄ ρώτησε τον οκτάχρονο Κερτ του οποίου τα παιδικά μάτια κοιτούσαν με παράπονο.
΄΄Πως είναι όμορφη΄΄ της απάντησε ΄΄Είναι το πιο όμορφο κορίτσι που έχω δει ποτέ΄΄
«Είστε καλά;» η φωνή της Χέλγκα τον πέταξε από το όνειρο. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει, κοιτούσαν τώρα το κενό «Πονάτε; Χρειάζεστε βοήθεια;»
«Γνωρίζετε την Κρίστα από τον Νοικέλν;» την ρώτησε ξαφνιάζοντάς την. Ήταν τόσο ισχυρή η έκπληξη, που σαν άνεμος την ανάγκασε να πραγματοποιήσει ένα βήμα πίσω.
«Δεν σας καταλαβαίνω...»
«Ήσουν φίλη με την Κρίστα. Ένα απόγευμα είχα έρθει επίσκεψη με τους δικούς μου. Βρισκόσουν στον δρόμο, βαστούσες το χέρι του πατέρα σου και...χόρευες» ήταν η σειρά της να βουρκώσει στη θύμηση του γλυκού της πατέρα και εκείνου του προστατευτικού χεριού που ποτέ δεν την άφησε μόνη.
«Δεν...»προσπάθησε να πει.
«Έφευγες και εγώ σου φώναξα να περιμένεις. Ήθελα κάτι να σου πω» έβηξε.
«Τι ήθελες;»
«Ώστε με θυμήθηκες....» σκέφτηκε τρέμοντας.
«Εγώ...»
«Μη σε φέρνω σε δύσκολη θέση. Δεν έχει καμία σημασία το τί ήθελα τότε. Ένα χαζό παιδί ήμουν απλά που επιθυμούσα να...γίνουμε φίλοι. Χαίρομαι που είσαι καλά και που και η φίλη σου η Κρίστα είναι. Μόλις συνέλθω, μπορώ να σου μιλήσω για εκείνη, αν θέλεις να μάθεις. Την έχεις δει καθόλου;»
«Όχι, μα θα ήθελα να ακούσω» ψέλλισε η Χέλγκα δίχως να συστηθεί.
«Σε μισή ωρίτσα έλα, τώρα πονάω λιγάκι» της χαμογέλασε. Εκείνη δεν άρθρωσε ούτε λέξη, δεν μπορούσε. Βάλτωνε σε έναν τρομακτικό, συναισθηματικό κυκεώνα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top