Το Λυκόφως του Αετού/ part 5

Κάποια παντζούρια αποφάσισε να τα ανοίξει. Ο Γιόχαν φοβόταν πολύ περισσότερο, μα ο Μπάλντερ ήθελε να επιτρέψει στο ανοιξιάτικο φως να εισέλθει. Εξέτασε προσεκτικά την ξύλινη σκάλα, τις μεγάλες βιβλιοθήκες, το παρκέ, τα γύψινα διακοσμητικά στο ταβάνι. Κατόπιν, άρχισε να ανοίγει τις πόρτες. Κοντά στη σκάλα υπήρχε μία αποθήκη, ένα υπνοδωμάτιο για την υπηρέτρια, ενώ ένας άλλος διάδρομος οδηγούσε στη σκάλα υπηρεσίας. Απέναντι βρισκόταν ένα μπάνιο και ένα μεγάλο υπνοδωμάτιο που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια του πρώτου ορόφου. Άναψε το φως. Είδε ένα μεγάλο κρεβάτι με τέσσερις κολόνες, το οποίο ωστόσο δεν είχε ουρανό και κουρτίνα. Στον ίδιο χώρο υπήρχε ένας παλιός καναπές, μία ντουλάπα και ένα σεκρετέρ. Το σαλόνι διέθετε ένα τεράστιο τραπέζι από παλαιό ξύλο και ένα πιάνο με ουρά. Για λίγο βγήκε στη βεράντα να ατενίσει το δάσος και να αναπνεύσει. Η θερμοκρασία είχε ανέβει, ο ουρανός εξακολουθούσε να είναι γκρίζος, ενώ το χιόνι που έλιωνε στη σκεπή, έσταζε σαν σταγόνα τιμωρίας στο έδαφος. Η εποχή της αναγέννησης ξανά έκανε την εμφάνισή της και τον έβρισκε μίζερο και μόνο.

Εισερχόμενος  στο εσωτερικό, κοίταξε το πιάνο. Θυμήθηκε πως είχαν και στο σπίτι ένα. Ο Στάινερ το αγαπούσε πολύ. Η εικόνα του αδερφού του τον χτύπησε κατάστηθα, σαν σφαίρα. Τινάχτηκε πίσω και ξέσπασε σε κλάματα.

Ο Γιόχαν έτρεξε προς το μέρος του αρπάζοντάς τον στην αγκαλιά του. Είχε βρει ρούχα πρόχειρα, ώστε να ξεφορτωθεί τη στολή του μίσους.

«Μπάλντερ...» ψέλλισε.

«Φτάσαμε ως εδώ Γιόχαν. Το πιστεύεις; Ακόμη και την αυτολύπηση, μάταιη τη νιώθω. Μας έχουν προσπεράσει Χειμώνες, Καλοκαίρια, ανοιξιάτικες μέρες και το μόνο που έχουν κάνει, είναι να πάρουν μαζί τους αργά, όλους όσους έχουμε αγαπήσει. Τέσσερα χρόνια πολέμου, ίσως και περισσότερα. Τέσσερα χρόνια μίσους, δεν είναι αρκετά; Δεν χορτάσαμε το κτήνος μέσα μας; Δεν πεθυμήσαμε να φουσκώσουμε τα πνευμόνια μας με οξυγόνο και όχι με την μυρωδιά τη μεταλλική του αίματος; Το γέλιο φαντάζει ουτοπία σε αυτόν τον κόσμο πια. Η απόλαυση του καφέ, η βόλτα, ο ήλιος, ο χορός...Σαν κάποιον άλλο βλέπω τον εαυτό μου. Σαν να συγκατοικώ με έναν ξένο, τον οποίο οφείλω σαν βάρος να κουβαλώ παντού. Με θυμάσαι Γιόχαν; Πριν μου ξεριζωθεί η καρδιά, χόρευα και ήμουν πολύ καλός σε αυτό. Γελούσα συχνά και το χαμόγελο διαπερνούσε τα μάτια μου. Ποιος είναι αυτός που έχω γίνει; Ποιος είναι αυτός ο άνδρας που άφησε για χρόνια το σαράκι του μίσους να καθορίζει την πορεία του;»

«Έπαιζες πιάνο;» τον ρώτησε και τον είδε να κουνά το κεφάλι του καταφατικά.

«Τι έχεις κάνει Γιόχαν; Έχεις εκτελέσει ανθρώπους;» ρώτησε ο Μπάλντερ δίχως να τον κοιτάζει στα μάτια.

«Ναι» απάντησε μονολεκτικά.

«Γιατί;»

«Εσύ γιατί μπήκες στα Ες-Ες;»

«Γιατί μισούσα τους Εβραίους εξαιτίας της Χάνι. Δεν κατόρθωσα να το ελέγξω, ήταν πέραν των δυνάμεών μου. Έσπασα σπίτια, έκαψα Συναγωγές, μα σύντομα κατόρθωσα να εντοπίσω την κόρη μου τυχαία. Από εκεί όλα άλλαξαν. Το μίσος ξεκίνησε να καταλαγιάζει αποκαλύπτοντάς μου τα λάθη μου. Εσύ γιατί μπήκες στα Ες-Ες; Μήπως ξεβράκωσες την ηθική σου μπροστά στον τρελό δεκανέα που παρέσυρε με τις ουτοπικές ιδέες του και λίγη τύχη, τον κόσμο ολόκληρο;»

«Κάπως έτσι. Τα Ες-Ες κάποτε ήταν για τους καλύτερους. Ήμασταν πιο μικροί, πιστέψαμε στην αίγλη και όταν ξεκίνησε η αποκάλυψη, ήταν αργά. Φοβήθηκα για την ζωή μου, υπάκουσα σε εντολές» απάντησε ο Γιόχαν νευρικά.

«Ο αδερφός μου όμως, ο οποίος είχε φοβία με τους δυνατούς θορύβους, στάθηκε πιο άνδρας από όλους μας. Θυσίασε τη ζωή του για να σώσει ανθρώπους αθώους, τη στιγμή που εμείς τους εκτελούσαμε. Εσύ βασικά γιατί εγώ έκανα γραμματειακή δουλειά»

«Έβαλα το τομάρι μου μπροστά, δεν το αρνούμαι» πρόφερε ο Γιόχαν.

«Τομάρι...πράγματι»πήρε μία βαθιά ανάσα προτού καταλήξει σε ξέσπασμα και προσγειώσει τη γροθιά του στο πρόσωπο του φίλου του. Ο Γιόχαν παραπάτησε και βρέθηκε πεσμένος στο πάτωμα.

«Τι στο διάολο σε έπιασε; Τρελάθηκες;» τον ρώτησε σχεδόν ουρλιάζοντας, όταν άκουσαν φωνές, προερχόμενες από τα δάση «Σκατά! Σοβιετικοί....» Μεμιάς έκλεισαν τα παντζούρια αφήνοντας μονάχα ένα,προκειμένου να κατασκοπεύουν για τυχόν στρατιώτες. Για κάποιον ανατριχιαστικό λόγο, ψυχή ζώσα δεν φαινόταν πουθενά, μα το αλλοτινό σπίτι-καταφύγιο, είχε πάρει τη μορφή της σκοτεινής φυλακής. Όποιος και αν ήταν εκεί έξω, καρτερούσε το σκοτάδι. Του Μπάλντερ του γεννήθηκε η ιδέα να φύγει τώρα που είχε ακόμη το περιθώριο, μα φοβήθηκε πως αν οι Κόκκινοι τους είχαν ήδη φτάσει, θα ήταν αργά για απόδραση. Κρυμμένοι, πιθανότατα και να τη γλίτωναν.

Ο ήλιος έγερνε στον ορίζοντα, χαρίζοντας σε εκείνη την καταχνιά ένα χρώμα που δεν άρμοζε με βεβαιότητα στα δεινά που ταλάνιζαν τον κόσμο. Πυκνή ομίχλη κάλυψε το δάσος με τις σημύδες. Δύο μάτια οργισμένα αναζητούσαν ίχνη. Ο Αλεξέι είχε φτάσει πολύ μακριά από το σπίτι του. Κάθε βήμα σε αυτήν την καταραμένη γη, τον ανατρίχιαζε, ξυπνώντας του θυμό. Όπως και οι περισσότεροι από την πατρίδα του, έβλεπε τον πλούτο στα σπίτια των Γερμανών και τώρα εκείνη η έπαυλη, ήταν ακόμη μία απόδειξη. Τα χέρια του ίσα που άγγιξαν το χιόνι.

«Έχει πατήσει εδώ αυτός» είπε στον Ντίμα που τον ακολουθούσε.

«Θα κρύφτηκαν εδώ κοντά, αποκλείεται να πήγαν μακριά» του απάντησε ο ξάδερφός του.

Δίχως προειδοποίηση, ο Αλεξ έφτασε στην πόρτα μπροστά, η οποία άνοιξε με ένα σκούντημα. Το όπλο ετοιμάστηκε, με τον Ντίμα να τον ακολουθεί από πίσω. Ο Μπάλντερ είχε κρυφτεί σε μία ντουλάπα, όταν συνειδητοποίησε πως ο Γιόχαν είχε αφήσει τα ρούχα των Ες-Ες στο κρεβάτι επάνω. Άνοιξε ελαφρώς το ένα της φύλλο, το οποίο έτριξε. Ο Αλεξ ετοιμάστηκε να ανέβει την σκάλα, όταν τα μάτια του εγκλωβίστηκαν από την εικόνα του πιάνου. Για λίγο άφησε το όπλο και κάθισε μπροστά από τα πλήκτρα. Ήταν σκονισμένα και τα δάχτυλά του θα άφηναν επάνω τους το αποτύπωμά τους. Νευρικά, ξεκίνησε να παίζει μία μελωδία η οποία στα αφτιά του Μπάλντερ ακούστηκε οικεία. Την ίδια έπαιζε και ο αδερφός του. Τώρα πια μπορούσε να τον καταλάβει. Να καταλάβει πως η καρδιά του δεν γνώριζε σύνορα, δεν έκρυβε ποτέ μίσος και όμως το ξύλο που έτρωγε από τον πατέρα τους ήταν ανελέητο. Ο Ρώσος άθελά του, του είχε ξυπνήσει μνήμες. Φανταζόταν το κορμί του χωμένο στο υγρό έδαφος. Τα οστά θα είχαν απομείνει πια από εκείνο το γελαστό παιδί. Έπρεπε να σταματήσει. Ο Ρώσος έπρεπε να σταματήσει να παίζει τη μελωδία. Οργισμένος, σχεδόν τυφλωμένος από τα συναισθήματα, τινάχτηκε από την ντουλάπα ουρλιάζοντας. Ο Αλεξέι άρπαξε το όπλο και το έστρεψε σε μία φιγούρα που κατέβαινε τα σκαλιά σε έξαλλη κατάσταση. Ο Γιόχαν κρυμμένος ακόμη, βλαστήμησε, μα όφειλε να καλύψει τον φίλο του.

«Αλεξέι Φεντόροφ! Σκάσε πια!» του ούρλιαξε σε σημείο που ο νεαρός θορυβήθηκε «Μην ξαναπαίξεις ποτέ σου αυτή τη μελωδία!»

«Μπάλντερ Χάουσντορφ. Δεν μου ήσουν ποτέ συμπαθής και αν τολμήσεις να ανοίξεις ξανά το στόμα σου, σου υπόσχομαι πως θα είναι και η τελευταία σου κουβέντα. Δεν είχα ιδέα πως εσύ επέβαινες στο αυτοκίνητο. Άλλη φορά, πάτα και καμία κόρνα για χαιρετούρα» τον ειρωνεύτηκε, όταν εμφανίστηκε από την κορυφή της σκάλας και ο Γιόχαν «Α, μάλιστα. Το ναζιστικό καθίκι που παρατήρησα και από πριν» οι δύο είχαν υψώσει τα όπλα, όταν είδαν και τον Ντίμα να εισέρχεται.

«Όχι γαμώτο! Πάλι αυτός μπροστά μας!» αναθεμάτισε.

«Τι διάολο Μπάλντερ; Ξέρεις τους Ρώσους; Ήσουν προδότης;»

«Σκάσε και εσύ! Κανέναν δεν πρόδωσα, εκτός από έναν, τον αδερφό μου!» το μετέφρασε και στις δύο γλώσσες «Αυτό το κομμάτι που έπαιζες, το έπαιζε και εκείνος στο σπίτι. Ο πατέρας το μισούσε, ήταν δικό σας. Δεν ξέρω πώς το γνώριζε. Είχε φάει πολύ ξύλο γι' αυτό»

Ο Αλεξ πήρε μία βαθιά εισπνοή και κοίταξε τον Γιόχαν.

«Εσύ τσακίσου και ακολούθησέ μας με ψηλά τα χέρια και δίχως όπλο. Το παραμικρό να κάνεις θα τρυπήσω το κρανίο σου!»

«Δεν πάει πουθενά!» τον σημάδεψε ο Μπάλντερ τώρα.

«Δεν το έχω σε τίποτε να σε στείλω στο ανάθεμα, Χάουσντορφ! Ποτέ δεν μου ήσουν συμπαθής!»

«Δεν έχεις ιδέα, πως εγώ μπήκα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, παίρνοντας ονόματα! Προσπάθησα να βγάλω από την μέση τον Μάινσερ, αλλά...» γρύλισε ο Μπάλντερ.

«Αλλά αστόχησες; Πρωτότυπο» τον διέκοψε ο Ντίμα.

«Δύο φορές αστοχήσαμε...» ψέλλισε τώρα και ο Γιόχαν.

«Τελικά στη Σχολή των φρικιών, μαθαίνατε μονάχα συνταγές μαγειρικής, αντιεβραϊκές. Τον Μάινσερ τον αναζητώ παντού και πίστεψέ με, όταν φτάσω στο Βερολίνο θα τον κονσερβοποιήσω. Αυτός έβγαλε από τη μέση τον αδερφό του Όττο, του το είπαμε όλοι. Ήταν δίδυμοι και έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό. Ο Βίγκμπερτ μπερδεύτηκε εκείνο το βράδυ και αντί του Όττο, ξεπάστρεψε τον Λούκα. Όχι δηλαδή πως αυτό αποτέλεσε πρόβλημα, μα αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει για τον Όττο κάτι τέτοιο»

«Μία στιγμή» πετάχτηκε ο Γιόχαν που από όλη τη κουβέντα, κατάλαβε μονάχα το όνομα του Όττο. Εσύ είσαι ο Ρώσος πίσω στο Στάλινγκραντ που...»

«Ναι, μα εσύ δεν θέλω να μου απασχολείσαι με τέτοια ανούσια ζητήματα. Έτσι και αλλιώς, θεωρείσαι παρελθόν ήδη. Μην κάνεις καμία τρέλα γιατί έξω, περιμένει ο στρατός. Δεν θα ήθελες να σας κάνουν επίσκεψη»

«Άλεξ» άκουσε τη φωνή του Μπάλντερ «Είναι ο μόνος φίλος που μου έχει απομείνει. Λίγο..»

«Λίγο παλιοναζί, αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια. Άκουσέ με προσεκτικά, εγώ είδα μπροστά στα μάτια μου τον Σεργκέι, τον παιδικό μου φίλο, να καταπλακώνεται από εσάς. Τον λιώσατε, τη στιγμή που προσπαθούσε να μου σώσει τη ζωή. Γιατί διάολε; Ήρθα εγώ στο σπίτι σου, στην βρομοχώρα σου να σου κάνω κουμάντο; Ε; Εσείς ονειρευόσασταν όλη μέρα, να μας εξαλείψετε από τη Γη. Τη στιγμή που εγώ ατένιζα τον Ντον από τη σκεπή του σπιτιού μου αμέριμνος, εσύ σπούδαζες ρατσιστική βιολογία!» ούρλιαξε «Σε μισώ! Σε μισώ για όλα όσα μας έκανες. Μου καταστρέψατε τη ζωή μου! Μου διαλύσατε το σπίτι μου, μου σκοτώσατε δύο από τους παιδικούς μου φίλους! Έχεις κάτι να μου πεις πάνω σε αυτό; Γιατί να σας λυπηθούμε; Ε; Γιατί να μην σε λιώσω και εγώ με ένα Τ-34; Λέγε που να με πάρει ο διάολος!»τον άρπαξε από τον λαιμό, εκτοξεύοντάς τον επάνω στα πλήκτρα του πιάνου. Το μουσικό όργανο στρίγκλισε παράφωνα, μα η οργή του Ρώσου δεν έλεγε να σταματήσει. Ήταν η πρώτη φορά όμως, που ο Μπάλντερ μπήκε στη θέση ενός άλλου ανθρώπου. Ο Αλεξέι είχε και εκείνος μία όμορφη ζωή, φίλους, οικογένεια. Όλα αυτά οι Ναζί, απλώς τα θέρισαν σαν τα στάχυα. Θα τον άφηνε να ξεσπάσει. Έτσι και αλλιώς, οι τοίχοι που διατηρούσαν την εθελοτυφλία του, είχαν καταρρεύσει. Αυτό σήμαινε η ενσυναίσθηση εξάλλου. Να μπορείς να μπαίνεις στη θέση του άλλου.

Οι κλοτσιές που δεχόταν στο στομάχι, τον είχαν διπλώσει στα δύο. Ο Ρώσος είχε χάσει τον έλεγχο, ο Ντίμα είχε παγώσει και ο Γιόχαν θεωρούσε μάλλον πως η οποιαδήποτε παρέμβαση  θα έκανε τα πράγματα χειρότερα.

«Έφυγα για να βρω την κόρη μου» ψέλλισε ο Μπάλντερ με χείλη ματωμένα «Την κόρη μου, τον μικρό μου γιο και τη γυναίκα μου. Έγινα Ες-Ες γιατί μίσησα την ίδια μου τη ζωή. Γιατί μου στέρησαν δίχως λόγω το κοριτσάκι μου, γιατί εννέα χρόνια σχεδόν δεν είχα ιδέα πως ζούσε. Η μητέρα της εξαφανίστηκε με τον καλύτερό μου φίλο. Ήταν έγκυος και μου έστειλε απλώς ένα γράμμα, πως γέννησε και σκότωσε το μωρό... Άφησέ με να ζήσω... Ξέρω πως δεν μου αξίζει...»

Δάκρυα κύλησαν στα μάτια του Άλεξ, όχι εξαιτίας της συμπόνοιας, μα εξαιτίας όλων αυτών των συναισθημάτων που τον έπνιγαν.

«Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος» αυτή τη φορά έστρεψε τη ματιά του στο Θεό «Σε μισώ...»ψιθύρισε ξανά στον Μπάλντερ «Σε μισώ γιατί μου ξυπνάς όλα αυτά που σιχαίνομαι. Δεν υπήρξα δολοφόνος. Ούτε πεταλούδα δεν άγγιζα για να μην της τσαλακώσω τα φτερά... Διάολε, δεν θέλω να αφήσω τα παιδιά σου ορφανά! Δεν θέλω από την μία, μα από την άλλη μου έρχεται να σε πνίξω για να ξεσπάσω!»

Ο Μπάλντερ χτυπημένος ξανά, σηκώθηκε με κόπο από το πάτωμα. Τα χείλη του ήταν πρησμένα, γεμάτα αίματα.

«Η ζωή μου έδωσε το μάθημά μου. Μου πήρε δύο καλούς φίλους και τον αδερφό μου. Ο Γιόχαν ήταν ο τελευταίος της παρέας μας. Ο άλλος είναι νεκρός. Αυτός που μου έκλεψε την ευτυχία, καθώς ο Μπερνάρ, ο τέταρτος, σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να με προστατέψει»

«Τη γλίτωσες πάλι, το νιώθω» πετάχτηκε ο Ντίμα προσπαθώντας να διαλύσει την αμηχανία.

«Εγώ δεν θα κοιμηθώ το βράδυ, γνωρίζοντας πως τα μωρά του θα μείνουν ορφανά! Ξέρεις πόσες οικογένειες αναζητούν τα παιδιά τους; Οικογένειες, μάνες, σύζυγοι από όλον τον κόσμο. Τι καλό θα προσφέρουμε; Θα θρέψουμε το θεριό της εκδίκησης. Ο Όττο όμως, εμένα μου έμαθε να συγχωρώ, να ξαπλώνω δίπλα σε κάποιον που η ζωή μου όρισε ως εχθρό, για να απαλύνω τους εφιάλτες του. Αυτό με έκανε να νιώσω σαν μικρός Θεός και ξέρεις γιατί; Γιατί σπάνια ο άνθρωπος θα το έκανε. Εγώ όμως μπόρεσα» χαμένος στη σκέψη του ο νεαρός Άλεξ, άκουσε τη φωνή του πατέρα του.

«Ο θείος Ιωσήφ!» πετάχτηκε ο Ντίμα.

«Φύγετε! Πηγαίνετε επάνω!» τους τσίριξε ο Αλεξέι, όταν είδαν τον Ιωσήφ να εισέρχεται και να τον βλέπει σε άθλια κατάσταση.

«Αλεξ, είσαι καλά;» τον ρώτησε σαν είδε τα μάτια του κλαμένα και τα χέρια του γεμάτα μώλωπες.

«Ναι. Απλώς σαν άνδρας που είμαι, δεν ήθελα να με δουν οι υπόλοιποι να λυγίζω»

Ένιωσε τον Ιωσήφ να πλησιάζει και να απλώνει το χέρι του, σαν γιγάντια φτερούγα, σκεπάζοντας τον γιό του.

«Δεν σε μεγάλωσα για να είσαι αλύγιστος, μα για να είσαι άνθρωπος. Το πέτυχα αυτό και με το παραπάνω» κόμπιασε.

«Μην αρχίσεις τώρα» ψέλλισε ο Αλεξέι, προσπαθώντας να κρύψει ένα μειδίαμα.

«Ανυπομονώ για τη στιγμή που εγώ και εσύ, θα ατενίσουμε τα άστρα ξαπλωμένοι σε μία στέγη» τα χέρια του σκούπισαν τα δάκρυα του γιού του «Σαν πατέρας είχα το καθήκον να σε κάνω ευτυχισμένο. Τελευταία νιώθω πως απέτυχα»

Τόση ώρα, ο Μπάλντερ τους άκουγε συγκινημένος. Αυτός ο Ιωσήφ ήταν σκέτο χρυσάφι. Είδε τον Αλεξ να αλλάζει και με λατρεία να κοιτάζει την πατρική φιγούρα που είχε μπροστά του. Την πατρική φιγούρα και των δικών του ονείρων.  Ήταν τότε όμως που παρατήρησε μία σκιά στο παράθυρο, ακριβώς πίσω τους.

΄΄Όχι..΄΄ ψέλλισε καθώς κατάλαβε πως η σφαίρα θα έβρισκε τον πατέρα του Αλεξέι.

Το κορμί του τινάχτηκε από τις σκάλες, πέφτοντας επάνω στον άνδρα, όταν η σφαίρα σχεδόν τον βρήκε στην καρδιά και το κεφάλι του χτύπησε στο κάθισμα του πιάνου. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top