Το Λυκόφως του Αετού/ part 4
Ένιωσε έναν τρομερό και ξαφνικό πόνο. Καθώς τα μάτια του αντιδρούσαν στο φως του ανοιξιάτικου ήλιου, πάλεψε με τα χέρια του να εντοπίσει το σημείο του κορμιού του που πονούσε περισσότερο. Φυσικά ήταν το πόδι εκείνο που είχε τραυματιστεί κάποτε στο Στάλινγκραντ. Με κόπο ξάπλωσε προς τα πίσω. Δεν είχε ιδέα τι ημέρα ήταν, μήτε φυσικά πού βρισκόταν. Κάγχασε. Ακόμη και χάρτη να βαστούσε στα χέρια του, ανάποδα θα τον διάβαζε. Μονάχα ο Άλεξ μπορούσε να τον βοηθήσει, μα δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν και εκείνος. Ή μήπως είχε; Μέσα στη θολούρα της όρασής του, διέκρινε μία φιγούρα με πυρόξανθα μαλλιά να στέκεται και να τον κοιτάζει με ανησυχία.
«Είσαι καλά, σύντροφε;» άκουσε την ερώτηση και κάγχασε ξανά. Είχε όρεξη για κρύα αστεία ο τρελοφεντόροφ.
«Αλεξέι βάλε ένα χεράκι να σηκωθώ και άσε τα συντροφικά» μούγκρισε μουδιασμένος «Δεν μπορώ να σου μιλήσω και καθαρά. Νιώθω πως η κάτω σιαγόνα εξέχει σε σχέση με την επάνω»
«Δεν είμαι ο Αλεξέι» πήρε την απάντηση που τον έκανε να ξεσπάσει σε γέλια.
«Μέχρι χθες πίστευα πως μισούσες τη βότκα. Πλέον δεν είμαι και τόσο βέβαιος» συνέχισε ο Όττο, μονάχα που όταν η εικόνα έγινε πιο ξεκάθαρη, μπροστά στα μάτια του στεκόταν ένας νεαρός που έμοιαζε εκπληκτικά στον Άλεξ. Ο Γερμανός γούρλωσε τα μάτια του «Ανάθεμα! Νόμιζα πως είχε σπάσει το καλούπι στην πρώτη δημιουργία!»
Ο νεαρός γέλασε.
«Είσαι ο Όττο Σβάιγκερ! Έπρεπε να το καταλάβω! Είμαι ο Κονσταντίν Φεντόροφ, πρώτος ξάδερφος από την πλευρά του Ιωσήφ»
«Μην μου αναλύεις το γενεαλογικό δέντρο άσκοπα. Με τη ζαλάδα που έχω, φτάνω το πολύ μέχρι τους παππούδες. Κάποιοι...Νομίζω προσπάθησαν να με βγάλουν από τη μέση αυτά τα φρικιά της SMERSH!»
«Μη φωνάζεις! Είσαι τυχερός που φοράς τα ρούχα των Κόκκινων και ακόμη περισσότερο που αυτός που σε βρήκε ημίγυμνο, ήμουν εγώ. Σε ψάρεψα από το ρυάκι και νόμιζα πως ήσουν Σοβιετικός στρατιώτης»
«Τώρα δηλαδή που διαπίστωσες πως δεν είμαι, τι θα κάνεις;» ξαφνικά αγρίεψε.
«Τίποτε. Γνωρίζω πως εσύ έσωσες τον Αλεξ και πως ήσουν άοπλος όταν πήδηξες στα ερείπια. Μπορείς να σηκωθείς;» τον ρώτησε και ο Όττο ατένισε για λίγο τους βρωμερούς βάλτους που απλώνονταν μπροστά.
«Βαρέθηκα. Το χειρότερο είναι πως μάλλον η Κόλαση έχει γεμίσει από επισκέπτες, σε σημείο που το επόμενο κενό καζάνι, θα είναι εύκαιρο για το τσαχπίνικο κουφάρι μου, τουλάχιστον έναν αιώνα μετά. Δεν εξηγείται το γεγονός πως την έχω γλιτώσει από τα δόντια του Θανάτου τόσες φορές. Δηλαδή αν προσπαθήσω να αυτοκτονήσω, η σφαίρα θα εκτοξευτεί στην αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα στους νόμους της φυσικής» πήρε μία ανάσα «Πονά το πόδι μου. Εκείνο που τραυμάτισα όταν έσωσα τον Αλεξ. Βάδιζα προς Βερολίνο πριν συμβεί αυτό»
«Δεν είσαι μακριά. Εμείς ακολουθούσαμε την πορεία σας πιο αργά. Έρχομαι από τα βόρεια εγώ, από το Μέμελ»
Η Γερμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε. Δεν ήταν όμως αυτό το πρόβλημα του ξανθού νεαρού που ατένιζε τον κόσμο με θλίψη. Φοβόταν πως οι άνθρωποι θα τον μισούσαν. Πως ίσως δεν θα ήταν ευπρόσδεκτος πια σε καμία γωνιά της γης, εκτός από τα πολύπαθα πλέον εδάφη μίας πατρίδας που είχε παραδοθεί στην αμαρτία χρόνια τώρα. Που συνέτριβε ανηλεώς κάθε τι που θεωρούσε διαφορετικό, ακόμη και αν ήταν δικό της παιδί. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ του, το χαμόγελο ελπίδας που είχε χαρίσει πριν πολλά χρόνια, σε εκείνο το αγόρι στο ίδρυμα. Όταν του είπε πως έβλεπε την ομορφιά του, μία ομορφιά που αντανακλούσε σαν ενέργεια φωτεινή γύρω του. Τι σημασία είχε αν το σώμα του δεν αντιστοιχούσε στα πρότυπα του Χίμλερ; Ούτε ο ίδιος αντιστοιχούσε. Πώς ήταν δυνατόν ο λαός του να υπέπεσε σε τέτοια πλάνη; Σε τέτοιο αμάρτημα;
«Τα γρανάζια σου μύρισαν» τον σκούντησε ο Κονσταντίν και ο Όττο χαμογέλασε.
«Εσείς οι Φεντόροφ, έχετε κάτι. Ένα χαρακτηριστικό, που σας κάνει αξιαγάπητους. Που σας μετατρέπει σε ανθρώπους οικείους για κάθε έναν που σας πλησιάζει. Όταν γνώρισα τον Αλεξέι στην Επιτροπή, στην Πολωνία, εγωιστικά όφειλα να τον αντιπαθήσω. Είχαμε καβγάδες, ωστόσο στο τέλος της ημέρας, αν οι συνθήκες το είχαν επιτρέψει, αν τα διδάγματα των χωρών μας ήταν διαφορετικά και δεν καπελώνονταν από καμία ιδεολογία, τότε θα μπορούσαμε να παίζουμε μαζί, να γελάμε...Θα σου πω κάτι, που δεν αποκάλυψα μήτε στον ίδιο. Τον είχα συμπαθήσει από την πρώτη μέρα. Ασχέτως του τι έλεγα, ή τι έδειχνα, για εμένα ήταν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν καλό φίλο. Ήταν και ένας από τους λόγους που τον σήκωσα στην πλάτη μου, όντας και εγώ τραυματίας και συνέχισα την ανώφελη πορεία μου στις ουκρανικές στέπες. Δεν το μετάνιωσα. Εγώ και ο Άλεξ σώσαμε ο ένας τη ζωή του άλλου πολλές φορές. Πάνω από όλα όμως, έσωσε εκείνος την ψυχή μου. Πραγματοποίησε το μεγαλύτερο όνειρό μου. Να ζήσω το συναίσθημα της οικογένειας. Να ζήσω σε ένα περιβάλλον γαλήνης και αγάπης»
«Ο θείος Ιωσήφ είναι αξιολάτρευτος, όπως και η γιαγιά Ούλια. Φαίνεσαι καλό παιδί. Λίγο Γερμανός, αλλά εντάξει, ουδείς τέλειος. Όταν ήμουν στο Μέμελ, συνάντησα έναν γνωστό σου. Έναν Κερτ. Ο ανόητος ήθελε μάλλον να μπει σε μία αυτοσχέδια σχεδία, παρέα με κάτι άλλους φωστήρες. Τον σταμάτησα. Μου μίλησε για εσένα, κατάλαβα πως είναι της γνωστής παρέας και δεν έκανα τίποτε. Δεν γνωρίζω την τύχη του ωστόσο»
«Ο Κερτ είναι ξάδερφος μίας πολύ καλής μου φίλης από τη Γερμανία. Η Κρίστα είναι ένας άγγελος και ο Κερτ ωστόσο, είναι καλό παιδί. Έχουμε φίλους Εβραίους και οι δυο» έκανε μία παύση ξανά.
«Επίσης, έχεις ένα σημάδι κοντά στη μασχάλη σου. Ένα σημάδι που κανείς δεν πρέπει να δει αλλιώς είσαι τελειωμένος. Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί μπήκες στα Ες-Ες» πρόφερε ο κοκκινομάλλης Ρώσος.
«Πούλησα την ψυχή μου στον Σατανά για το καλό των φίλων μου. Στα Ες-Ες, ήμουν κοντά στα μεγαλοστελέχη, άρα και κοντά στις αποφάσεις τους. Μπορούσα έγκαιρα να πληροφορηθώ ένα γεγονός, μία επίθεση και να προστατέψω αυτούς που αγαπώ»
«Θυσίασες τον εαυτό σου...» ψέλλισε ο Κονσταντίν.
«Ακόμη το κάνω. Δεν είμαι Κόκκινος, δεν είμαι ναζί επίσης. Θέλω να είμαι ελεύθερος. Θέλω απλά να είμαι ο Όττο Σβάιγκερ, παρόλο που το γερμανικό μου όνομα, σαφώς θα μου δημιουργήσει μπελάδες»
«Ως τώρα, σε καλό σου έχει βγει. Νομίζω η καλοσύνη έχει επιστρέψει σε εσένα. Είναι θαύμα να κυκλοφορείς με γερμανικό όνομα και ταυτότητα σε έναν κόσμο γεμάτο μίσος προς τους Γερμανούς και όμως, όλοι σχεδόν να σε βλέπουν για αυτό που είσαι, όπως εγώ. Λοιπόν, νυχτώνει πάλι και εγώ πείνασα. Θα ακολουθήσουμε την στρατιά που σου δημιούργησε το πρόβλημα. Αυτή τη φορά όμως, θα βρίσκομαι εγώ δίπλα σου. Άσε τα φιλαράκια της SMERSH να σφυρίζουν»
--------------------------------------------------
Ο Μπάλντερ με τον Γιόχαν, ζούσαν έναν κανονικό εφιάλτη. Σε μία από τις πολλές αεροπορικές επιδρομές, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν, δέχτηκε πολλά πλήγματα. Εκείνοι είχαν κατορθώσει να βγουν και να πεταχτούν στα γύρω δάση, για να επιστρέψουν και να το βρουν με το πίσω τζάμι σπασμένο και τις πόρτες διάτρητες. Για καλή τους τύχη, ο κινητήρας λειτουργούσε.
«Όλο αυτό είναι μία τρέλα!» βαριανάσανε ο Γιόχαν.
«Τρέλα είναι που σε έχω συνοδηγό με την στολή των Ες-Ες! Έτσι και πέσουμε σε...»
«Πάψε γιατί εδώ που μας έφερες, θα πέσουμε και σε...και σε πολλά άλλα!»
Ο Μπάλντερ αγνόησε την γκρίνια του και για λίγο κοίταξε έξω. Κατά μήκος του οδοστρώματος, εκτείνονταν κοιλάδες με αγρούς, οι οποίοι ήταν σκεπασμένοι με ένα καθαρό, απαλό, κρυστάλλινο χιόνι. Στο βάθος αχνοφαίνονταν δάση με σημύδες ή καταθλιπτικά σκουρόχρωμα πεύκα. Πού και πού, ξεπρόβαλε και κάποια απομονωμένη αγροικία ή μακρόστενα, χαμηλά κτήρια με τις αχυροσκεπές τους καλυμμένες με χιόνι. Στα μικρά χωριά με τις λιτές, λουθηρανικές τους εκκλησίες και τα σπίτια από κόκκινο τούβλο με γκρίζες επικλινείς σκεπές, επικρατούσε μία παράξενη ησυχία. Οι κάτοικοι έλειπαν στις δουλειές τους. Οι όχθες των λιμνών, με τα θαμπά, γκρίζα τους νερά, ήταν ακόμη παγωμένες. Ήταν τότε που αποφάσισαν να βγουν από τον αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση λίγο πιο νότια. Έπειτα από μία μεγάλη ευθεία με απέραντα χωράφια δεξιά και αριστερά, τα οποία εκτείνονταν ανάμεσα σε δάση με έλατα, ο δρόμος έφτανε σε μία απόκρημνη λωρίδα γης, που χώριζε δυο λίμνες μεταξύ τους. Ήταν τότε που ένα ογκώδες άρμα ξεπρόβαλε από την κορυφή ίσια μπροστά τους.
«Σκατά! Ένα Τ-34! Και ακόμη δεν έχουμε διασχίσει πολύ δρόμο» πετάχτηκε ο Μπάλντερ.
«Φυσικά! Αφού οι Ρώσοι έφτασαν στη μύτη μας! Ούτε δύο βήματα δεν κάναμε! Ούτε τον Όντερ δεν περάσαμε καλα καλά!»
Ο Μπάλντερ πάτησε απότομα φρένο και ταυτόχρονα έβαλε την όπισθεν. Το άρμα ωστόσο, χαμήλωσε το κανόνι του και τους έριξε, μα δεν μπορούσε να σημαδέψει τόσο χαμηλά. Η οβίδα πέρασε από πάνω τους και εξερράγη στον δρόμο.
«Τρέξε!» ούρλιαξε ο Γιόχαν, όταν η δεύτερη οβίδα έπεσε κοντά τους, σπάζοντας το αριστερό τζάμι. Ήταν μάταιο. Οι Ρώσοι θα έκαναν σύντομα από παντού την εμφάνισή τους. Παλεύοντας να πατήσει το γκάζι, ανακάλυψε πως οι ρόδες του αυτοκινήτου είχαν βουτηχτεί στη λάσπη. Από τα νεύρα του, ξεκίνησε να κοπανά το τιμόνι και μαζί και την κόρνα.
«Σε έπιασε το μποτιλιάρισμα σύντροφε;» ακούστηκε μία ειρωνική ρωσική φωνή. Ο Μπάλντερ κατάλαβε την ερώτηση και απάντησε στην ίδια γλώσσα.
«Τροχαίο έγινε, γι' αυτό και η κίνηση» ειρωνεύτηκε. Θα τους έσφαζαν, μα κάπου μέσα στο μυαλό του, αυτή η χροιά του ήταν γνωστή «Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που φόρεσες τη στολή!» καταράστηκε τον φίλο του.
«Μα, νόμιζα...»
«Τι σκατά νόμιζες; Χάνουμε που να με πάρει! Δεν θα πέφταμε σε γερμανική περίπολο! Αλλά σε ρωσική!»
«Να βοηθήσω σύντροφε; Να σπρώξω;» την γνώριζε τη φωνή, μα δεν θα το ρίσκαρε. Ευθύς τινάχτηκε έξω μαζί με τον Γιόχαν, λίγο πριν η ερπύστρια διαλύσει τελείως το αυτοκίνητο. Οι οβίδες συνέχισαν να σκάνε γύρω τους και εκείνοι, μαζί με μερικούς ακόμη άμαχους, έτρεχαν για να σωθούν δίχως να κοιτάξουν πίσω. Είχαν αναπτύξει εκπληκτική ταχύτητα, όταν οι πονοκέφαλοι και οι ζαλάδες του τραύματος του παλαιού, λίγο έλειψαν να τον ρίξουν στη γη. Συνέχισε να τρέχει για ώρα πολύ, ώσπου οι κρότοι ακούγονταν από μακριά.
«Δεν θα σταματήσουμε λεπτό, πρέπει να συνεχίσουμε» πρόφερε ο Μπάλντερ και το απόγευμα έδωσε τη θέση του στο βράδυ και έπειτα στο πρωί.
Κατάκοποι, θεωρώντας πως είχαν κατορθώσει να ξεφύγουν, έφτασαν μπροστά σε ένα έρημο σπίτι. Πλησίασαν βαδίζοντας στο απάτητο χιόνι της αυλής. Όλα τα παράθυρα της πρόσοψης ήταν κλειστά, ενώ στο πίσω μέρος υπήρχε μία μεγάλη βεράντα με κάγκελα. Ήταν μία όμορφη έπαυλη του 18ου αιώνα, της οποίας η κιτρινοκόκκινη πρόσοψη, έδινε μία νότα ζωντάνιας, κόντρα στο λευκό του χιονιού. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική της ήταν ανάλαφρη και αμυδρά ασύμμετρη. Γκροτέσκα, ανάγλυφα πρόσωπα, όλα διαφορετικά μεταξύ τους, κοσμούσαν την κεντρική είσοδο και τα ανώφλια των παραθύρων του ισογείου. Εκεί θα έκαναν μία μικρή στάση ξεκούρασης, έστω για μία μέρα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top