Το Λυκόφως του Αετού/ part 2

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε γι' αυτούς τους τρεις νέους. Στον Κερτ φαινόταν εξωπραγματική αυτή η κίνηση. Είχε μάθει να τον φοβούνται και να τον απεχθάνονται άπαντες στον κόσμο και όχι άδικα. Μολαταύτα, του είχε λείψει η αίσθηση της ανοιχτής πόρτας, πόσο μάλλον της ανοιχτής αγκαλιάς. Στο Βερολίνο ήταν ένα παιδί ήσυχο και αγαπητό σχετικά στη γειτονιά. Δεν τσακωνόταν ποτέ, δεν γκρίνιαζε, δεν δημιουργούσε πρόβλημα κανένα. Τα είχε φέρει έτσι η ζωή όμως, που άπαντες στον κόσμο αυτόν θα τον έφτυναν και μόνο στη σκέψη πως ήταν Γερμανός. Στο σακίδιό του κουβαλούσε εκείνη τη ξύλινη φιγούρα της οικογένειας που του είχε δώσει ο Ρώσος. Πόσο του είχαν λείψει απλά και καθημερινά πράγματα; Είδε τον Βίνκε να αφαιρεί έναν επίδεσμο από το πόδι του, κυριολεκτικά σαπισμένο. Όσο για τον Καρλ, θα ήταν καλύτερο να έμενε πίσω. Ο πόλεμος για εκείνον είχε τελειώσει.

Με ευγνωμοσύνη δέχτηκε ένα ποδόλουτρο, το οποίο θα ήταν βάλσαμο για τον πρησμένο του αστράγαλο. Οι καλόκαρδοι εκείνοι άνθρωποι, επέμεναν να ξαποστάσουν έστω για ένα βράδυ. Το σχετικά ζεστό κελάρι, φάνταζε σαν να ένας μικρός Παράδεισος, μονάχα που ο ύπνος ήταν αδύνατον να τους αγκαλιάσει. Ο Κερτ πεταγόταν συχνά σκούζοντας, παρά την ασυνήθιστη ευμάρεια που οι συγκυρίες του είχαν χαρίσει. Μία εσωτερική αφύπνιση τον τάραζε και έπειτα οι εικόνες οι σπαρακτικές των προσφύγων και των τραυματιών. Σηκώθηκε με κόπο εξαιτίας φρικτών πόνων που όργωναν το κορμί του ολόκληρο. Για λίγο ακούμπησε στον τοίχο, σαν παιδί τιμωρημένο.

΄΄Τι έκανα; Για ποιον πλέον πολεμώ; Ήμουν αρκετά εγωιστής όταν υποστήριξα πως εγώ θα έδινα την τελευταία μου μάχη για την πατρίδα μου; Δεν είμαι άμοιρος ευθυνών. Όχι. Ευθύνομαι για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για την ψυχρή εκτέλεση τόσων ανθρώπων... Ίσως γι' αυτό δεν μπορώ να κοιτάξω πια τον κόσμο στα μάτια και να ζητήσω συγχώρεση. Άραγε θα μπορέσω να ζήσω ξανά φυσιολογικά; Όσο αντέξω λοιπόν΄΄

Το ξημέρωμα ήρθε, μαζί με τα πρώτα βομβαρδιστικά. Οι ευεργέτες τους, τους υποσχέθηκαν πως θα μετακινηθούν και εκείνοι προς δυσμάς μιας και οι προμήθειές τους είχαν σωθεί για τα καλά. Ο Καρλ θα έμενε πίσω μαζί τους και ο δρόμος θα συνεχιζόταν προς τα δυτικά. Στη διαδρομή συναντούσαν ένοπλα τμήματα, τα οποία τους συμβούλευσαν να πάνε στο κέντρο ανασυγκροτήσεως, με αποτέλεσμα να ενσωματωθούν σε ένα μικρό αμυντικό κλιμάκιο. Έχοντας στήσει τα αντιαρματικά πυροβόλα, απολαμβάνουν το συσσίτιο το οποίο πλέον περιλάμβανε και κρέας. Οι Πρώσοι αγρότες έσφαζαν τα ζωντανά για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Η αντάρα του πολέμου έφτανε ξανά στα αφτιά τους. Εκείνοι οι καταραμένοι Ρώσοι, έμοιαζαν με τις γλώσσες μίας φρικαλέας πυρκαγιάς. Σταματημό δεν είχαν. Ανεξέλεγκτος πανικός τρύπωσε στην καρδιά των προσφύγων. Παρά τις διαταγές που είχαν να τους βάζουν σε μία τάξη, ο Κερτ δεν μπήκε καν στον κόπο. Μία βροχή από οβίδες τίναξε στον αέρα όλα τα τζάμια που είχαν παραμείνει να στέκουν στο μικρό χωριό που βρίσκονταν.

Παρατήρησε το πρόσωπο του Βίνκε να αλλοιώνεται σε μία γκριμάτσα τρόμου και απόγνωσης. Με το στόμα ξεραμένο από άγχος και την καρδιά οργισμένη, κατευθύνονταν μέσα από επικίνδυνες διαδρομές, φραγμένες από χαλάσματα, με τεράστιους κρατήρες που θα μπορούσαν να τους καταπιούν. Με την καρδιά να πάλλεται ξέφρενα, ανηφόρισαν προς έναν γυμνό φράχτη, δίπλα από τον οποίο υπήρχε σταθμευμένη μία μοτοσικλέτα. Οι δύο στρατιώτες που επέβαιναν σε αυτήν είχαν γίνει κυριολεκτικά κόσκινο.  Οι εκρήξεις ολοένα και πλησίαζαν. Σχεδόν μπορούσαν να αισθανθούν το χνώτο του εχθρού στο σβέρκο τους. Ο Βίνκε έριξε μία γρήγορη ματιά γύρω του. Πέντε άνθρωποι είχαν απομείνει να καρτερούν ενισχύσεις-φαντάσματα. Ήταν τότε που στο μυαλό του Κερτ γεννήθηκε μία απελπισμένη ιδέα.

«Πρέπει να κοιτάξουμε αν λειτουργεί αυτό το πράγμα» πρόφερε εστιάζοντας στη μηχανή.

«Μα, τι σημασία έχει;» ρώτησε μέσα στην απόγνωσή του ο Βίνκε.

«Θα την χρησιμοποιήσουμε ανόητε» απάντησε ο Κερτ ανακαλύπτοντας μετά μεγάλης χαράς πως η μηχανή λειτουργούσε «Ανέβα γρήγορα. Όλο και κάποιο πλοίο θα προλάβουμε»

Μόλις ξεκίνησαν, οι Ρώσοι άνοιξαν ξανά πυρ εναντίον τους. Τα φλογισμένα κύματα ακολούθησε ένα τεράστιο σύννεφο καπνού και σκόνης. Ο Κερτ ένιωσε ένα απροσδιόριστο τσούξιμο στο πρόσωπο. Κάποιο δολερό αντικείμενο του είχε τραυματίσει το μέτωπο, με αποτέλεσμα να νιώσει το άλικο ρυάκι να κυλά αργά ανάμεσα από τα μάτια του. Φόβος τους κατέλαβε όταν τρία άρματα ξεπρόβαλαν από την καταχνιά. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί από εκεί και πέρα, ήταν η οδήγηση της μηχανής στο αχανές πουθενά. Προχωρούσε μπροστά, δίχως να κοιτάζει στην κυριολεξία πίσω του τίποτε απολύτως. Τα ταραγμένα του νεύρα δεν άντεχαν άλλη θυσία, καθώς από όσο είχε καταλάβει, η πατρίδα του ήταν έτοιμη να θυσιάσει μέχρι και την τελευταία ψυχή. Φτάνει όμως πια. Ένα σφύριγμα κοντά στα αφτιά του τον τρέλαινε, ενώ η ζωή του για άλλη μία φορά ακροβατούσε σε ένα τεντωμένο σχοινί.

«Ρίξε τους διάολε!» ούρλιαξε στον Βίνκε που έκανε ό,τι ήταν δυνατόν, κατορθώνοντας να πετύχει ένα από τα άρματα, το οποίο τυλίχθηκε ευθύς στις φλόγες.

Η διαδρομή τους συνεχίστηκε για ώρες, μέχρι που τους βρήκε το σκοτάδι. Δεν είχαν φυσικά καμία διάθεση να εγκαταλείψουν την μηχανή ως μέσο, στην βορρά των απελπισμένων που θα ήθελαν να φύγουν. Στάθμευσαν κοντά σε ένα ερειπωμένο σπίτι. Δεν είχαν ιδέα πόσες ώρες είχαν παραμείνει νηστικοί. Για λίγο βάδισαν ευθεία. Το ερειπωμένο σπίτι βρισκόταν κοντά σε έναν λοφίσκο. Ο Κερτ μπορούσε να βαδίσει έστω και με κάποια δυσκολία. Μόλις στάθηκε στην μικρή κορυφή, ατένισε από κάτω ένα λιμανάκι. Ίσως και να στέκονταν τυχεροί. Συνήθως οι διαδρομές πραγματοποιούνταν υπό άκρα προσοχή και με τα φώτα σβηστά τη νύχτα. Η κούραση τον είχε καταβάλει, οι οιμωγές του πολέμου μόλις που έφθαναν στα αφτιά του. Ο Βίνκε κυριολεκτικά κοιμόταν όπου μπορούσε. Μέρες και νύχτες άυπνος δεν είχε άλλες αντοχές.

«Κάνε κουράγιο. Νομίζω πως υπάρχει ελπίδα αν φτάσουμε στο λιμάνι. Σίγουρα θα πηγαίνει δυτικά» τον σκούντησε ο Κερτ.

«Δεν αντέχω άλλο, το πιστεύεις; Τα πόδια μου δεν με πάνε ούτε μέχρι τη μηχανή» του απάντησε ο σύντροφός του στη μάχη.

«Πάμε. Είναι η μόνη λύση αλλιώς θα μας προλάβουν οι Κόκκινοι»

Με κόπο, έφτασαν μέχρι το χάος αυτού του μικρού λιμανιού.  Τα μάτια τους γούρλωσαν στο θέαμα του πλοίου. Οι δυνάμεις τους ξεπήδησαν βασισμένες στην ελπίδα για επιβίωση. Ταυτόχρονα, βοήθησαν και τους ανήμπορους ηλικιωμένους στους οποίους η ζωή επεφύλασσε περιπέτειες φρίκης τώρα στο τέλος. Στο βάθος φεγγοβολούσε ο πόλεμος με τα αεροπλάνα να τριγυρνούν σαν όρνεα που καραδοκούσαν να ξεσκίσουν το θύμα. Το πλεούμενό τους δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα καΐκι. Ξεκίνησαν να απομακρύνονται ενώ η στεριά πίσω τους φλεγόταν. Το νερό είχε εισχωρήσει στο μικρό πλοιάριο.

«Θα βυθιστούμε» ψέλλισε ο Βίνκε,

«Μείνε ακίνητος. Δεν ξέρω αν το έχεις συνειδητοποιήσει, αλλά νομίζω πως τουλάχιστον γλιτώσαμε από την μανία των Ρώσων» του απάντησε ο Κερτ φοβούμενος μήπως κάποια τορπίλη τους ρίξει μονομιάς στο βυθό.

Ώρες αργότερα, το επόμενο δειλινό τους συνάντησε, μονάχα που το πλοιάριο τραντάχτηκε στα ξαφνικά. Τα μανιασμένα κύματα έγλυφαν το πλάι της επιφάνειάς του, τα παγωμένα νερά είχαν μουλιάσει τα πόδια τους, μέχρι που τα θαλάσσια ρεύματα το κυρίεψαν. Στο βάθος αχνοφαινόταν στεριά άγνωστη. Οι δυο νεαροί κρατιούνταν όσο μπορούσαν μέχρι που ο πανικός ενδεχόμενου πνιγμού, κατέλαβε τους επιβάτες. Ουρλιαχτά ακολούθησαν και ο Κερτ πάλεψε να τους συνετίσει, μονάχα που πλέον ήταν αργά. Το πλοιάριο έγειρε και εκείνος βρέθηκε να παλεύει με τα μανιασμένα κύματα, δίχως να γνωρίζει άριστο κολύμπι. Βήχοντας, προσπάθησε να επιπλεύσει φωνάζοντας το όνομα του φίλου του. Άνθρωποι πνίγονταν και το κορμί του μουδιασμένο από το κρύο βρέθηκε ξανά παραδομένο στην άβυσσο. Τρόμος τον συντάραξε και έδωσε ώθηση στα πόδια του.

Η στεριά βρισκόταν ευθεία μπροστά, έπρεπε να τα καταφέρει. Νερό αλμυρό εισχωρούσε διαρκώς στο στόμα του μα εκείνος αγκομαχώντας πάλευε να κρατηθεί στην επιφάνεια. Ένα κύμα τον έσπρωξε στον βυθό και ο πανικός τον παρέλυσε. Κατόπιν, το κενό το συνειδησιακό τον υποδέχτηκε και μαζί με αυτό και μία θλιβερή ακρογιαλιά. Τα τσιμπλιασμένα του μάτια άνοιξαν, κοιτώντας έναν φάρο. Προσπάθησε να τοποθετήσει τα χέρια του στην άμμο, προκειμένου να δώσει ώθηση στο κορμί του να σηκωθεί. Το στομάχι του πονούσε εξαιτίας της πείνας. Με το βλέμμα του αναζήτησε τριγύρω κάποιον επιζώντα του ναυαγίου. Κανείς δεν τα είχε καταφέρει, μήτε ο Βίνκε. Τότε τον χτύπησε η γροθιά της μοναξιάς και της απόλυτης θλίψης. Τα αλλοτινά περήφανα μάτια του κατρακύλησαν στη γη. Έμοιαζε σαν να του είχε δώσει η ζωή και το τελειωτικό χτύπημα. Βρεγμένος, με το κορμί να τρέμει και την εμφάνιση του χειρότερου επαίτη, σηκώθηκε και τρεκλίζοντας βάδισε προς το μέρος που διαφαίνονταν τα πρώτα σπίτια. Οι περαστικοί τον κοιτούσαν και η γλώσσα τους, του ήταν άγνωστη. Κάθισε ντροπιασμένος στην άκρη του δρόμου, ώσπου αντίκρυσε ένα ζαχαροπλαστείο. Από τη σημαία, με τρόμο διαπίστωσε πως το ναυάγιο τον είχε ξεβράσει στη Δανία.

Για λίγο, η βιτρίνα του πρόσφερε αγαλλίαση. Του έφερε στο νου τα Χριστούγεννα και τις νοστιμιές των δικών του ζαχαροπλαστείων πίσω στο Βερολίνο. Τι εποχές και εκείνες. Με τρεμάμενο χέρι, ψαχούλεψε για χρήματα. Δεν του είχε μείνει τίποτε, ενώ όλα του τα πράγματα είχαν χαθεί. Ένιωσε ντροπή και απελπισία. Με βλέμμα πάντοτε κατεβασμένο, πλησίασε την είσοδο και χτύπησε διακριτικά την πόρτα.

«Συ-συγγνώμη» ψέλλισε «Πεινάω πολύ και δεν έχω χρήματα..»

Ο ζαχαροπλάστης έχοντας καταλάβει τι ήταν, του γύρισε επιδεικτικά την πλάτη, κλείνοντάς του την πόρτα στο πρόσωπο. Δεν επέμεινε. Συνέχισε να βαδίζει άσκοπα, όταν άκουσε φωνές και είδε ένα νεαρό αγόρι στην εφηβεία να τον πλησιάζει βαστώντας στο χέρι του μία πάστα. Πίσω του, ο πατέρας ξερνούσε κατάρες και κοσμητικά έπειτα επίθετα προς την καλοσύνη του γιου. Ο Κερτ τον ευχαρίστησε με μία γκριμάτσα που προσομοίαζε με χαμόγελο. Ακόμη και αυτό το είχε ξεχάσει. Φοβισμένος από την ψυχρότητα των κατοίκων, τρέμοντας από το κρύο λόγω των παγωμένων ρούχων, κούρνιασε στο κατώφλι ενός σπιτιού που έμοιαζε άδειο. Το γλυκό ζέστανε την καρδιά του, τον μετέφερε σε μία διεστραμμένη ονειροχώρα. Κάθε μπουκιά και δάκρυ, κάθε γεύση και λυγμός. Είχε φτάσει στην πολυπόθητη Δύση, μα αν κρυφοκοιτούσε, καμιόνια μετέφεραν στρατιώτες σε κάποιον άλλο προμαχώνα για να πεθάνουν.

To τελευταίο του ταξίδι, θα ήταν προς την πατρίδα του. Είχε φτάσει Γερμανία μαζί με μερικούς ακόμη στρατιώτες. Οι ψευδαισθήσεις ωστόσο είχαν τελειώσει. Πλέον, ξαπλωμένος στο φρέσκο χορτάρι της χώρας του, χάζευε τον ανοιξιάτικο πια ουρανό. Μόνος, δίχως να έχει επαφές με την υπόλοιπη ομάδα, προσπάθησε δειλά να κάνει όνειρα. Η Δανία ήταν τρομακτική. Ευτυχώς είχε κατορθώσει να εντοπίσει και άλλους δύστυχους σαν και του λόγου του και είχε για πολλοστή φορά επιβιβαστεί σε πλοίο. Ο ύπνος τον τύλιξε , απομακρυσμένο από τους υπόλοιπους.

Οι πρωινές ηλιαχτίδες ωστόσο, ενόχλησαν τα σφαλισμένα του βλέφαρα. Μουγκρίζοντας και με μία αιώνια αίσθηση πείνας, πήγε να σηκωθεί όταν παρατήρησε πως δεν ήταν μόνος και πως ακόμη χειρότερα, ο διπλανός του δεν φορούσε την ίδια στολή με εκείνον.

΄΄Να πάρει και να σηκώσει΄΄ ψέλλισε μιας και κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ανασηκώθηκε, αντικρίζοντας έναν νεαρό λεπτοκαμωμένο σχετικά, να μασουλάει ανέμελα ένα κομμάτι ψωμί. Για λίγο αλληλοκοιτάχτηκαν, ώσπου φωνές τους τάραξαν αυτήν την μυστηριώδη επαφή. Είχε πέσει στα χέρια των Συμμάχων.

«Rise and shine honey!» άκουσε την αμερικανική προφορά του Τόμας ενώ πίσω του, φάνηκαν ακόμη δύο άνδρες, με τα όπλα να τον σημαδεύουν.

«Παρ...» ψέλλισε στα γερμανικά « Παραδίνομαι» το έφτυσε έπειτα στα αγγλικά και ο πρώτος νεαρός που είχε συναντήσει έκανε νόημα στους άλλους δύο να κατεβάσουν το όπλο. Με τρεμάμενα χέρια, πέταξε στο έδαφος το δικό του και ήταν να πετούσε ταυτόχρονα και ένα τεράστιο βάρος. Ο πόλεμος για εκείνον, είχε μόλις τελειώσει. Με πρόσωπο καπνισμένο από την βρώμα και τις κακουχίες, σχεδόν δεν άντεχε να κοιτάζει τον κατά πολύ πιο αδύνατο και μικρόσωμο άνδρα δίπλα του. Το αίμα του πάγωσε, όταν δύο ημιερπυστριοφόρα φάνηκαν, ενώ πλάι του, ακόμη δύο σύντροφοί του στάθηκαν με τα χέρια ψηλά. Με καρδιά σφιγμένη, ο Κερτ ακολούθησε ταπεινωμένος τις Συμμαχικές Δυνάμεις.

«Τόμ» πετάχτηκε ο πρώτος Αμερικάνος που είδε ποτέ στη ζωή του.

«Κερτ» ψέλλισε βραχνά όταν άκουσε φωνές.

«Ουάιτ! Να λείπουν οι κοινωνικές συναναστροφές» τον κατσάδιασαν και ο Κερτ τον είδε να μειδιά σατανικά.

«Δε μασάω» του ψιθύρισε για να διώξει την πνιγηρή αμηχανία, μα σύντομα εγκατέλειψε το πλάι του προπορευόμενος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top