Το Λυκόφως του Αετού/ part 1

Κεφαλλονιά Σεπτέμβρης 1944

Τι γεύση να είχε η ελευθερία; Ποια σημασία κρυβόταν πίσω από εκείνη τη μία και μοναδική λέξη; Από καιρό, όλοι στο νησί συζητούσαν για τις επιτυχίες των Συμμάχων, αυτών των ίδιων που λίγο διάστημα αργότερα θα έμπλεκαν την Ελλάδα σε νέες, αιματηρές και ντροπιαστικές περιπέτειες ενός εμφυλίου. Οι Γερμανοί θα έφευγαν από την Κεφαλλονιά. Ήταν φθινόπωρο και ο Γρηγόρης καθόταν ολομόναχος στην άκρη ενός βράχου, αναλογιζόμενος όλους τους προηγούμενους μήνες που είχαν παρέλθει. Πώς ήταν δυνατόν μία καλή πράξη να οδηγούσε σε μία επόμενη; Μία λάμψη αυλάκωσε τον ελληνικό ουρανό και όταν μεσουράνησε, ακολούθησε μία τρομερή έκρηξη που θαρρείς και ράγισε τη γη. Οι Γερμανοί κατέστρεφαν αργά αργά, ό,τι είχαν φτιάξει και αποθηκεύσει στη Μούντα, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Ποιου εχθρού; Ποιος ήταν πλέον ο αντίπαλος; Όλα έμοιαζαν θολά. Ήταν βέβαιος πως όση ώρα ατένιζε τη φύση, ένα ζευγάρι μάτια τον παρακολουθούσε.

«Εντάξει Αλφ, σε έχω καταλάβει» μειδίασε ο νεαρός και ο Γερμανός ξεπρόβαλε σαν χτυπημένο ζώο από το δασύλλιο.

«Πεθύμησα τις συζητήσεις μας την ώρα του δειλινού. Είσαι ένας εξαιρετικός άνδρας και εγώ...αγάπησα την οικογένειά σου» έκανε παύση κοιτώντας τις λάμψεις στο βάθος του ορίζοντα «Χάνουμε και το ξέρω, μας καλούν να αποσυρθούμε για να προλάβουμε. Εγώ όμως δεν θέλω να γυρίσω πίσω. Θα μπορούσα να μείνω; Θα κρυφτώ στο κελάρι και κανείς δεν θα με αναζητήσει. Ίσως πιστέψουν πως σκοτώθηκα» του ζήτησε σαν χάρη τη διαμονή του.

«Και η Ελλάδα ένα καζάνι που βράζει είναι. Οι Έλληνες είμαστε περίεργοι. Όσες θυσίες και γενναιότητα και αν κρύβουμε, υπάρχει ορισμένες φορές το συμφέρον, το οποίο μπαίνει πάνω από την λέξη φιλότιμο» Ο Αλφ αναστέναξε «Λοιπόν, μιας και κανείς μας δεν πιστεύω πως μπορεί να κοιμηθεί απόψε, τι θα έλεγες να με βοηθούσες να πλύνουμε μερικά βαρέλια του κρασιού;»

«Φυσικά» συμφώνησε εκείνος «Έχω μία ερώτηση ωστόσο»

«Σχετική με τα βαρέλια;» μειδίασε ο Γρηγόρης.

«Άσχετη»

«Θα το αντέξω θαρρώ» τον πείραξε ξανά ο νεαρός Έλληνας ενώ ταυτόχρονα κατευθύνονταν προς την αυλή του σπιτιού του, η οποία ήταν στρωμένη με παλαιές πλάκες.

«Όταν νιώθεις αγχωμένος, γράφεις σε έναν Όττο. Είναι φίλος σου;»

Ο Γρηγόρης το σκέφτηκε πολύ καλά προτού να απαντήσει. Με το χέρι έκοψε μία ζουμερή ρόγα από το κατακόκκινο σταφύλι που κρεμόταν πάνω σχεδόν από την πόρτα του σπιτιού.

«Είναι μία μακρινή αδερφή ψυχή. Με μερικούς ανθρώπους, νιώθεις μία έντονη χημεία και ας τους γνωρίζεις ελάχιστα. Όταν επισκέφτηκα το Βερολίνο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, συνάντησα τον Όττο μαζί με ορισμένους φίλους του. Βρεθήκαμε και την επομένη, κάναμε μπάνιο σε μία ωραία λίμνη. Τότε, η πρωτεύουσά σας έμοιαζε παγερά επιβλητική. Υπήρχε μία δύναμη που κόχλαζε επικίνδυνα, μα κανείς μας δεν επιθυμούσε να το παραδεχτεί. Ο Όττο είμαι βέβαιος πως το γνώριζε ήδη αυτό που θα ερχόταν. Έκτοτε, επικοινωνούσαμε με γράμματα. Με ειδοποίησε για την έναρξη του πολέμου, μα κατά πώς φάνηκε, πήγε στο μέτωπο και χαθήκαμε. Για κάποιον λόγο ωστόσο, συνέχισα να του γράφω όλα τα γράμματα που θα του έστελνα, αν κατόρθωνε να τα λάβει»

Ο Αλφ χαμογέλασε.

«Νομίζω πως και εκείνος θα έκανε το ίδιο για εσένα»

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί να μεταφέρουν τα βαρέλια, ξεπλένοντάς τα, ρίχνοντας μέσα νερό και άνιθο. Θα τα ετοίμαζαν για τον μούστο, μία διαδικασία γιορτινή, που μύριζε ειρήνη. Εξάλλου, ξημέρωνε 19 του Σεπτέμβρη. Η ροδοστάλαχτη αυγή του νησιού, θα μετέφερε μαζί της ένα αεράκι από την ανατολή. Τα μικρά λευκά προβατάκια της θάλασσας, θα πρόσδιδαν μία παραπάνω γλύκα στα νερά του Ιονίου. Ο ήλιος δειλά θα ξεπρόβαλε από πέρα μακριά, από τα βουνά της Πελοποννήσου. Ο Γρηγόρης όταν ήταν μικρός, πίστευε πως αν άπλωνε απλώς το χέρι του, θα άγγιζε την πύρινη σφαίρα. Αργότερα, την ίδια εντύπωση είχε ξεσηκώσει και ο Νικολιός. Πόσο του έλειπε. Για λίγο έμεινε στάσιμος με την εικόνα του αδερφού του να τριγυρνά στο μυαλό του. Ο Αλφ γνώριζε πως κάποτε ήταν τρία τα αδέρφια και πως ο ένας, ο μικρότερος δεν βρισκόταν πια εν ζωή.

Τα βαρέλια ήταν έτοιμα ώρες αργότερα και εκείνοι βρίσκονταν τώρα σκαρφαλωμένοι στην ταράτσα, να ατενίζουν την γλυκιά ανατολή που στεφάνωνε επίμονα το πολύπαθο νησί. Και όμως! Η σημερινή λάμψη ήταν εντονότερη, θαρρείς και ο γιος του Ήλιου Φαέθωνας, περνούσε λοξά με τα περήφανα άλογά του, προσεγγίζοντας την Κεφαλλονιά. Η ανατολή της ελευθερίας. Ένιωσε το χέρι του Άλφ να τυλίγεται γύρω από τον λαιμό του φιλικά. Η λάμψη του πρωινού καθρεπτίστηκε στα γκριζοπράσινα μάτια του. Έμοιαζε πολύ πιο όμορφος, μεταμορφωνόταν θαρρείς σε αγόρι ξανά. Η ελευθερία πλησίαζε. Θα έμενε εδώ για πάντα ή για όσο μπορούσε. Το οχυρό της Μούντας πια νέκρωσε. Οι δύο νεαροί κοιτάχτηκαν και κατόπιν γέλασαν ηχηρά. Ποιο θα ήταν όμως το τίμημα αυτής της ελευθερίας;

Πιλάου Γενάρης 1945

Ήταν αρτιμελής, ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε όταν άνοιξε τα μάτια του πεσμένος σε ένα στρώμα. Ο εγκέφαλός του, έμοιαζε σαν να είχε πολτοποιηθεί και το κορμί του πονούσε φρικτά. Δίπλα του ακριβώς βρισκόταν ο Βίνκε με πρόσωπο ματωμένο. Τι στο καλό είχε συμβεί; Από έξω ακούγονταν οι κραυγές των αμάχων που συνέρρεαν στο Πιλάου. Σύντομα τους ζητήθηκε να εγκαταλείψουν την φροντίδα του σανατόριου και να συνδράμουν στην ανακούφιση του δύστυχου πλήθους. Στα αποστεωμένα πρόσωπά τους ήταν έκδηλη η φρίκη του ξεριζωμού που είχαν μόλις ζήσει. Οι δυο σύντροφοι στη μάχη σηκώθηκαν με κόπο. Του Κερτ του ήταν σχεδόν αδύνατο να σταθεί στα πόδια του. Το δεξί του χέρι πίεσε το στήθος του σχεδόν στο σημείο της καρδιάς. Οι δυνάμεις του είχαν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν με βεβαιότητα. Παρά το γεγονός πως ήθελε να πεθάνει επάνω στο καθήκον, μαχόμενος για την Γερμανία, το κορμί του είχε εξασθενίσει σε τέτοιο βαθμό που με το ζόρι σήκωνε το όπλο. Αμυδρά θυμόταν τον εαυτό του να θαλασσοδέρνεται και να μαστιγώνεται από τα κύματα. Το κουφάρι του εκεί επάνω στο πλοίο, είχε παραδοθεί εξολοκλήρου στις άγριες διαθέσεις των φρικαλέων υδάτων.

Ένα κύμα τραυματισμένων στρατιωτών από την Καϊνιξβέργη στοιβάζεται όπου είναι δυνατό, συχνά όμως παραμένει εκτεθειμένο στο κρύο.Πλοία συνεχίζουν να εμφανίζονται αφήνοντας πίσω τους βαριά τραυματίες ή όσους θα ζούσαν πια με μόνιμες αναπηρίες. Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε εκείνο το νεαρό αγόρι, γύρω στα δεκαεννέα. Παρέμενε να κοιτάζει την απομάκρυνση των συντρόφων του, δίχως ελπίδα, με ένα πόδι κομμένο και ένα πρόσωπο χτυπημένο, το οποίο προσομοίαζε με ωμή, καμένη  σάρκα. Αφήνοντας το παγωμένο του βλέμμα να ατενίσει το πλήθος των αναξιοπαθούντων, ο Κερτ γνώριζε πως προσωρινή του δουλειά ήταν να τους κατευθύνει σε μονάδες φροντίδας. Το θερμόμετρο έδειχνε μείον είκοσι βαθμούς. Ήταν Γενάρης ακόμη.

«Αν μείνει εδώ, θα πεθάνει από το κρύο» ψιθύρισε στον Βίνκε ο οποίος με δυσκολία στεκόταν όρθιος.

«Δυστυχώς είναι καταδικασμένος» του αντιγύρισε ο φίλος του.

«Δεν θα τον αφήσω να πεθάνει έτσι» συνέχισε ο Κερτ.

«Σαν αυτόν, είναι άλλοι τόσοι» συνέχισε σε πιο έντονο τόνο ο άλλος.

«Εγώ όμως αυτόν είδα! Και θα τον βοηθήσω. Συμπατριώτης είναι, στρατιώτης σαν εμάς» πρόφερε αποφασιστικά, πλησιάζοντας τον νεαρό που είχε αφεθεί στην τύχη του να ξεψυχά ολομόναχος.

«Φιλαράκι, κάνε κουράγιο. Θα σε φροντίσω» του είπε ο Κερτ χαϊδεύοντάς του το κεφάλι και κατόπιν, αναζητώντας βαθιά μέσα του τα ψυχικά αποθέματα, την δύναμη της ανθρωπιάς, σήκωσε το κοκαλιασμένο σώμα του παιδιού, παλεύοντας να ζητήσει βοήθεια.

Σε ένα κτίριο όπου στοιβάζονταν εκατοντάδες άτομα, χτυπώντας ρυθμικά τα πόδια τους για να ζεσταθούν, έβγαινε η μυρωδιά ενός ζωμού. Για τον Κερτ, το πιο σπαρακτικό θέαμα ήταν εκείνο των παιδιών. Τα μικρά τους πνευμόνια είχαν εξαντληθεί. Δεν άντεχαν άλλο να αναζητούν, ουρλιάζοντας την μητέρα που είχαν χάσει. Ολομόναχα, το μόνο που τους απέμενε ήταν το γοερό κλάμα. Μαζί με τον τραυματία, ο Κερτ άρπαξε και ένα παγωμένο, παιδικό χέρι για να το οδηγήσει κοντά στη θαλπωρή των καζανιών. Ρωτώντας το, πάλεψε να μάθει τυχόν στοιχεία των δικών του ανθρώπων ώστε να τους φωνάξουν από τα μεγάφωνα. Μάταια όμως. Κανείς δεν ήρθε κοντά του. Λίγο αργότερα του ανακοινώθηκε πως θα πορεύονταν προς το Ντάντσιχ, διασχίζοντας μία παγωμένη λωρίδα που ονομαζόταν Φρίσε Χαφ. Η αεροπορία των Κόκκινων ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο πια, έτοιμη να διαλύσει τον πάγο και μαζί και τις ελπίδες όχι μόνο των στρατιωτών αλλά και των χιλιάδων άμαχων.

«Δεν θα σε αφήσω πίσω. Θα διασχίσουμε μαζί την παγωμένη έκταση. Πρώτα, θα πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία» ο νεαρός βούρκωσε. Δεν γνώριζε τον Κερτ, όμως μήνες είχε να νιώσει το αίσθημα της αγάπης και της αλληλεγγύης. Τύλιξε τα ματωμένα του χέρια γύρω από τον λαιμό του σωτήρα του, έχοντας αφεθεί σε λυγμούς.

«Σε ευχαριστώ. Να σε έχει όποιος Θεός υπάρχει, καλά. Είμαι ο Καρλ»

«Κερτ. Λοιπόν, ετοιμάσου. Θα φύγουμε από εδώ»

Στο θέαμα του πείσματος του Κερτ, ο Βίνκε συνταράχτηκε. Μέσα σε όλο αυτό το χάος της ανάλγητης δυστυχίας, η ανθρωπιά έμοιαζε με πολύτιμο λίθο που πάλευε εκτυφλωτικά να λάμψει, καλυμμένος από  τη σαπίλα του χώματος. Παρόλα αυτά, ο Κερτ δεν δέχτηκε τη βοήθειά του. Θα κουβαλούσε μόνος το σακατεμένο νεανικό σώμα μέχρι τον τελικό προορισμό. Οι δυνάμεις στις οποίες ανήκαν στο Μέμελ, είχαν αποδεκατιστεί και εκείνοι ήταν ό,τι είχε απομείνει από τους διασωθέντες. Άραγε η μεραρχία του είχε διαγραφεί από τον κατάλογο; Ένας Αξιωματικός, με πρόσωπο αγνώριστο από τη σκόνη και ρούχα κουρελιασμένα, δίνει ξανά τη διαταγή. Η έννοια του καθήκοντος εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και στον πιο μικρό σχηματισμό. Η πεζοπορία ξεκινούσε και όλων τα μάτια έμειναν καρφωμένα στο Κερτ που με κόπο και αγόγγυστα κουβαλούσε στην πλάτη του σαν φόρο τιμής τον τραυματία. Η έννοια του Άριου σχηματίστηκε στην ψυχή του, υιοθετώντας διαφορετική σημασία. Όχι του ρατσιστικά ξεχωριστού, μα ενός πλάσματος δυνατού που θα έπεφτε περήφανα.

Στην παγωμένη πλατφόρμα με βάθος πολλών χιλιομέτρων, ο ισχυρός άνεμος μαστίγωνε το πρόσωπό του. Ο Καρλ είχε ακουμπήσει ξεψυχισμένα στους αποστεωμένους του ώμους. Από μακριά έφτανε το απαλό βουητό της θάλασσας, Παρόλο το κρύο, ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπο του Κερτ. Πίσω του ο πόλεμος βρυχιόταν σαν θεριό σατανικό. Κατά το βραδάκι, έμειναν να ξαποστάσουν στο κούφωμα ενός κατεστραμμένου πλοίου. Ο Κερτ αγκάλιασε προστατευτικά τον Καρλ, δίνοντάς του λίγη παραπάνω μερίδα από τις δύο χούφτες αλεύρι και το λιγοστό νερό με υποψία τσαγιού, για τα οποία περίμενε ώρες στην ουρά. Το επόμενο πρωί, τον βρήκε βυθισμένο σε μία ατέρμονη κατάθλιψη. Το μυαλό του χτυπούσε διαρκώς νοητές πόρτες, αναζητώντας κάποια διέξοδο πέραν της επιλογής του γενναίου θανάτου. Κάθε πόρτα όμως που άνοιγε, του αποκάλυπτε και από μία Κόλαση. Η Γερμανία είχε τελειώσει και εκείνος παράδερνε στη μέση του πουθενά. Μοναδική του παρηγοριά, η αίσθηση του κορμιού της Άζια, των γλυκών χειλιών της στα δικά του. Ακόμη και εκείνη όμως θα τον ξεχνούσε. Δεν ήταν παρά μονάχα η τρέλα ενός απαγορευμένου έρωτα.

Σηκώνοντας ξανά στην πλάτη του τον Καρλ, ξεκίνησε απρόθυμα την μάταιη πορεία, μέχρι που ένα ρωσικό βομβαρδιστικό επιτέθηκε στο πλήθος.Τα αιματοκυλισμένα αυλάκια και η μυρωδιά η βαριά των ξεκοιλιασμένων θυμάτων, αποτελούσε έναν τρομακτικό συνδυασμό. Ο Κερτ δεν έσκυψε όμως το κεφάλι. Συνέχισε την εξαντλητική του πορεία, μάρτυρας σε έναν Γολγοθά, μα Ιησούς ο Λυτρωτής στον ρόλο. Τρεις ολόκληρες μέρες διέσχιζε το Φρίσε Χαφ μέχρι το Ντάντσιχ, την εσχατιά της πρωσικής διαφυγής. Επόμενη κατεύθυνση ένα κέντρο ανασυγκρότησης. Μαζί με τον Βίνκε, αφέθηκαν να καταρρεύσουν στο πάτωμα, κοντά στο λιμάνι.

«Είσαι...ήρωας» του ψιθύρισε ο Βίνκε δίχως να τον κοιτάζει στα μάτια.

«Τίποτε δεν είμαι» μουρμούρισε ο Κερτ, του οποίου τα χέρια αγκάλιασαν τον πρησμένο του αστράγαλο. Ο πόνος ήταν αφόρητος, σε σημείο που δεν άντεχε ούτε την αίσθηση της μπότας.

«Ξεκούρασέ το και μην είσαι ξεροκέφαλος. Θα αναλάβω εγώ τον Καρλ, στο υπόσχομαι» Ακίνητος και απόμακρος, ο Κερτ κοίταξε την ελευθερία από τις κινήσεις των θαλασσοπουλιών. Μονάχα αυτήν την εικόνα ήθελε να αντικρίζει, γιατί του θύμιζε έναν άλλο κόσμο, φερμένο από αλλού «Δεν μπορείς να μείνεις έτσι, θα πεθάνεις από το κρύο» πρόφερε ξανά ο Βίνκε.

Ο Κερτ σηκώθηκε, μα σαν είδε τον φίλο του να δυσκολεύεται να τοποθετήσει τον νεαρό με το κομμένο πόδι στην πλάτη του, φρόντισε ο ίδιος να τον πάρει, ζητώντας από εκείνον απλώς να τον βαστά με τη σειρά του όσο μπορούσε, εξαιτίας του πρησμένου του ποδιού.Ήταν τότε που το σπαραξικάρδιο θέαμά τους, συγκίνησε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, οι οποίοι άνοιξαν για εκείνους την πόρτα του σπιτιού τους σαν τους είδαν να διασχίζουν τρεκλίζοντας την πόλη.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top