Ποτέ ξανά..Ποτέ ξανά../ part 3
Τα διδάγματα του πολέμου ήταν πολλά. Οι άνθρωποι που τον έζησαν κέρδισαν χρόνια σοφίας, πέραν των εφιαλτικών στιγμών και των ψυχικών τραυμάτων. Στο στρατόπεδο, όπως του εξήγησε ο Χανς και οι Έλληνες, έπαυες να έχεις την καταγωγή από μία χώρα. Ήταν λες και δεν υπήρχαν σύνορα αφού άπαντες συνυπήρχαν έχοντας την ίδια μοίρα. Ο κόσμος έμοιαζε με μία απέραντη επιφάνεια δίχως ταυτότητα.
«Σημασία δεν έχει ο τόπος που θα πάω, αλλά εκείνος ή εκείνοι που θα με συνοδεύσουν. Κάποτε μου είπες πως φοβάσαι μήπως φύγω και σε αφήσω πίσω. Δεν έχω τέτοιο σκοπό, Όττο» είπε ο Χανς επάνω σε μία στιγμή εργασίας τους.Το βλέμμα τους ξέφυγε προς το δάσος από όπου ακούγονταν γέλια και μουσικές από γραμμόφωνο. Οι δυο φίλοι χαμογέλασαν και τότε ένιωσαν μαζί με το χαμόγελο και έναν άνεμο ελευθερίας. Πόσο σημαντικό αγαθό. Η ελευθερία κάθε είδους έκφρασης, το δικαίωμα στην ύπαρξη. Αργά επέστρεφαν όλα εκ νέου πίσω, σαν τα χελιδόνια που γύρευαν μάταια την χαμένη Άνοιξη. Η επιστροφή τρόμαζε τους ανθρώπους. Είχαν για χρόνια μάθει να χαλιναγωγούν τα πάντα, εξαιτίας του φόβου.Τώρα που τους δινόταν η ευκαιρία, δεν είχαν ιδέα από πού έπρεπε να αρχίσουν.
---------------------------
Το ρολόι της ιστορίας έδειχνε 1: 55 μετά τα μεσάνυχτα στις 2 Μαΐου, όταν ακούστηκε για τελευταία φορά ο δεκαοχτάχρονος εκφωνητής Richard Beier, πραγματοποιώντας και την τελευταία εκπομπή του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος της Γερμανίας.
΄΄Ο Φύρερ είναι νεκρός. Ζήτω το Ράιχ!΄΄
Στις έξι το πρωί, το LVI σώμα τεθωρακισμένων των Γερμανών, ζητούσε ανακωχή. Οι τελευταίοι αιχμάλωτοι της Γκεστάπο στην Πριντς Άλμπρεχτστράσσε, κατόρθωσαν να γλιτώσουν.Για μία ακόμη μέρα ακούστηκαν σποραδικά πυρά, τα οποία η Χέλγκα και η Τσάρλη είχαν ονομάσει μεταθανάτια πυρά. Για την ακρίβεια αφορούσαν κτήρια στα οποία είχαν κλειστεί οι άνδρες των Ες-Ες, αρνούμενοι να παραδοθούν, ενώ οι Γερμανοί άμαχοι κάλυπταν τα πρόσωπα των νεκρών στρατιωτών τους με εφημερίδες, ή με ένα κομμάτι από τη στολή τους. Στα μαγειρεία εκστρατείας του Κόκκινου Στρατού, έκαναν ουρές οι πεινασμένοι πολίτες, ενώ φήμες έλεγαν πως στην κεντρική Σοβιετική Ασία επικρατούσε λιμός που οδηγούσε τις οικογένειες στον κανιβαλισμό. Ο Γκαμπριέλ εξακολουθούσε να παλεύει για την ζωή του, ενώ ο Άλεξ ανέβηκε με πολύ κόπο σε μία στέγη, απέναντι από το μαγαζί του Χανς, έχοντας θέα τα ερείπια, τα ψυχικά, μα και εκείνα της πόλης. Για λίγο άφησε το κορμί του να ακουμπήσει πίσω. Δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά του σαν έφερε στη σκέψη του το Βορονέζ. Νύχτες ξάστερες, νωχελικά, καλοκαιρινά απογεύματα, ξάπλωνε στη στέγη της ίσμπα του με καρδιά διαφορετική.
΄΄Τελικά η ενηλικίωση δεν έρχεται με το τέλος της εφηβείας, μα τη στιγμή που θα αντικρίσεις το αληθινό πρόσωπο του κόσμου΄΄ σκέφτηκε. Ο πόλεμος είχε δείξει πράγματι το αληθινό πρόσωπο των ανθρώπων. Εν καιρώ ειρήνης, πιθανότατα όλοι αυτοί που συμμετείχαν σε ομαδικές εκτελέσεις, να ήταν απλώς άχρωμοι και άσημοι δημόσιοι υπάλληλοι, παραδομένοι στη ρουτίνα τους. Ο πόλεμος ωστόσο, αποκάλυψε τα αληθινά τους όρια, τα συναισθήματα προς τους άλλους και τα δολοφονικά ένστικτα. Αυτός ήταν ο κόσμος, δίχως να σήμαινε πως ανάμεσα στο σκοτάδι δεν φτερούγιζαν ακόμη οι μαγικές πυγολαμπίδες. Το σούρουπο πλησίαζε, χλωμό, θανατερό, διαφορετικό. Τα πρώτα άστρα έκαναν την εμφάνισή τους και ο Αλεξ προσπάθησε να τα ακουμπήσει μηχανικά, σαν να αναζητούσε την ελπίδα.
«Από μικρό σου έμαθα να μην πατάς στη γη. Να κυνηγάς τα όνειρά σου πέρα από αυτόν τον κόσμο, πέρα από τα ανθρώπινα περιθώρια όσο μεγάλα και αν φαντάζουν» ακούστηκε η φωνή του πατέρα του και ο Αλεξέι τινάχτηκε με φόρα πέφτοντας στην αγκαλιά του.
«Επέστρεψες!» του είπε.
«Είχες αμφιβολίες; Στην επιστροφή μου βέβαια και πραγματοποιώντας και μία αποστολή εδώ, μάζεψα ακόμη έναν δικό σας, ο οποίος παραλίγο να πνιγεί σε ένα ποτάμι» του έδειξε χαμηλά, φανερώνοντας τη φιγούρα του Κερτ που ήταν βρεγμένος και εξασθενημένος «Μουρμούρισε τα ονόματά σας όσο τον πλησίαζα και ευθύς κατάλαβα πως πρόκειται για ακόμη ένα μέλος της συμμορίας. Είναι και άλλοι;» ρώτησε τον γιο του.
«Όχι. Όλοι μας επιστρέψαμε στο σημείο μηδέν. Κυρίως οι Γερμανοί φίλοι μας» του ξέφυγε και ο Ιωσήφ γέλασε.
«Μα πού φτάσαμε τελοσπάντων;» αναρωτήθηκε.
«Εκεί που έπρεπε. Όταν φεύγει η αιτία του κακού, ο ναζισμός δηλαδή που σπέρνει τη διχόνοια και τη μισανθρωπία, τότε όλοι μπορούν να είναι φίλοι»
«Άλεξ, θα ήθελα να σου κάνω μία πρόταση. Προτού την απορρίψεις, θα επιθυμούσα να την σκεφτείς καλά. Γνωρίζω ήδη την πρώτη σου αντίδραση, μα υποσχέσου μου πως τουλάχιστον θα το σκεφτείς» σοβάρεψε στα ξαφνικά ο Ιωσήφ.
«Πολύ καλά» απάντησε ο νεαρός.
«Μην επιστρέψεις στη Σοβιετική Ένωση. Όχι τώρα. Αν θέλεις να είσαι ελεύθερος και μιας που έμαθα πως συναντήθηκες με τον Τόμας, φύγε μαζί του στην Αμερική»
«Μα, τι λες;»
«Το σωστό. Αρκετά πέρασες. Σου αξίζει μία ζωή ελευθερίας και ονείρων, ξεγνοιασιάς. Ξέρω πόσο αγαπάς το Βορονέζ και ίσως λίγο και το διαμέρισμα στη Μόσχα. Αυτό που έχει σημασία όμως, είναι η ασφάλειά σου. Η οικογένειά σου θα είναι μία χαρά, μην ανησυχείς και σου υπόσχομαι πως θα συναντηθούμε ξανά»
«Όχι! Έχω χρόνια να δω την μαμά, τη γιαγιά και τις αδερφές μου. Έχω καιρό να πατήσω το πόδι μου στη γη του Ντον. Εκεί μεγάλωσα, εκεί έμαθα, εκεί έζησα την πρώτη δειλή μου νιότη! Δεν μπορώ απλώς να τους γυρίσω την πλάτη!» εξαγριώθηκε και ο Ιωσήφ αναστέναξε.
Ήταν απόλυτα φυσιολογική η αντίδρασή του. Βαθιά μέσα του πονούσε και εκείνος που θα έπρεπε να αποχωριστεί τον γιο του. Θεωρούσε ωστόσο πως αν ήθελε να ευτυχίσει και να προοδεύσει, έπρεπε για την ώρα να κόψει τους δεσμούς με την Σοβιετική Ένωση. Εκείνος και η Όλγα θα δημιουργούσαν τη δική τους οικογένεια. Μπορεί να μην ήταν μπροστά στην ιερή στιγμή της γέννησης, μα αυτό που προείχε ήταν η ευτυχία του Αλεξέι. Ο Ιωσήφ τον αγαπούσε και στην αγάπη δεν χωρούσε κανένας εγωισμός. Ο Κονσταντίν τον είδε να κατεβαίνει και να χάνεται. Εκείνος θα γυρνούσε επίσης πίσω, στον τόπο του, ενώ ο Ντίμα, έχοντας αλλάξει πλέον τα σχέδιά του, επιθυμούσε απλώς ένα μέρος ασφαλές για εκείνον και την οικογένεια που είχε βρει. Με την Κρίστα τα πράγματα προχωρούσαν αργά. Ακόμη φοβόταν να ανοιχτεί τελείως. Εκείνη έχοντας εξασφαλίσει τροφή για κάθε μέρα, τον καρτερούσε στο εσωτερικό του παλαιού μαγαζιού του Χανς, για να δει τον Κερτ να εισέρχεται σχεδόν παραπατώντας. Το πρόσωπό του είχε αγριέψει, γένια το στόλιζαν και μαύροι κύκλοι. Στη θέα του, τα δύο αγόρια έτρεξαν ευθύς στην αγκαλιά του. Δεν θα περίμενε ποτέ του μία τέτοια στιγμή. Έπειτα από τόσα χρόνια, στον ορίζοντα διαφαινόταν το τέλος, με όποιες συνέπειες ακολουθούσαν.
«Επέστρεψες!»ψιθύρισε με στεγνό λαιμό η Κρίστα.
«Ας πούμε πως έκανα τον γύρω του κόσμου, περπατώντας, κολυμπώντας και έρποντας. Ωστόσο επέστρεψα. Ήμουν σίγουρος πως θα σε έβρισκα εδώ, αφού το σπίτι σου...»
«Θεέ μου! Βομβαρδίστηκε;»
«Είναι πλέον μη κατοικήσιμο. Οι λόγοι περιττοί» για λίγο βασίλεψε η σιωπή όταν εισήλθε και ο Ντίμα, ο οποίος στην αρχή κοίταξε τον Κερτ με εκνευρισμό «Είσαι Φεντόροφ;» ρώτησε ο νεαρός εξαιτίας του χρώματος του μαλλιού του, αδυνατώντας να τον γνωρίσει.
«Είμαι Βόβοτσκα. Εσύ ποιος είσαι; Θύμησέ μου γιατί τα περιττά, η μνήμη τα απορρίπτει» πρόφερε απειλητικά υψώνοντας το αυτόματο προς το μέρος του.
«Ο ξάδερφός της ο Κερτ. Είχαμε συναντηθεί»
«Το φοβήθηκα πως οι γερμανικές γνωριμίες δεν έχουν τελειωμό...»
«Ντίμα!» του έκανε παρατήρηση η Κρίστα ενώ ο νεαρός τον παραμέρισε δίχως να δίνει σημασία. «Ο Χανς και ο Όττο;» ρώτησε την ξαδέρφη του
«Έχουν φύγει με προορισμό ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης» απάντησε εκείνη.
«Η Χέλγκα;» η ερώτηση ήρθε πιο δειλά.
«Στο νοσοκομείο. Ένα αυτοσχέδιο δηλαδή νοσοκομείο εκστρατείας εδώ κοντά. Θα έρθει σε λίγο. Έχει σουρουπώσει»
Ο Κερτ για λίγο ανέβηκε στον επάνω όροφο και η Κρίστα τον ακολούθησε. Ήθελε να συζητήσουν πολλά πράγματα οι δυο τους και ένα από αυτά, ανήκε στα χρόνια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας.
«Λυπάμαι αν κάποτε σε κράτησα μακριά από τη Χέλγκα και τον Χανς. Πίστευα πως με αυτόν τον τρόπο τους προστάτευα. Μπορεί να μην ήσουν με τους Ναζί ακριβώς, ωστόσο τα μυαλά σου είχαν πάρει αέρα στην ιδέα της Μεγάλης και δυνατής Γερμανίας. Ο τόπος γέμιζε αφίσες Αρείων τότε. Ανδρών και γυναικών με εμφάνιση βασισμένη στην απόλυτη τελειότητα των βόρειων χαρακτηριστικών. Ίσως όλο αυτό σε συνεπήρε, αυτή η κάλπικη λάμψη που πίσω της έκρυβε όλο το σκοτάδι του κόσμου. Δεν μπορώ να δεχθώ πως το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων της χώρας μου ήταν δολοφόνοι. Ίσως, αναζήτησαν τα μεγαλεία, κωφεύοντας στις κραυγές απόγνωσης των μελλοθάνατων και των εγκλημάτων. Σε θυμάμαι να μου λες συχνά πως επιθυμούσες να πολεμήσεις για την πατρίδα, μα εγώ είχα πάψει να την βλέπω έτσι από την ημέρα ανόδου του Χίτλερ, από τότε που αναγκάστηκα να αποχωριστώ τους φίλους μου γιατί απλώς ήταν Εβραίοι» πήρε μία ανάσα «Οι γονείς σου;»
«Έχουν φύγει ήδη για βόρεια. Όσο για το υπόλοιπο, δεν έχεις άδικο. Με συνεπήρε όλο αυτό και όταν πλέον ήταν αργά και έβλεπα πως η καταστροφή πλησίαζε, επιθυμούσα απλώς να πολεμήσω για την Γερμανία και τους ανθρώπους της ώστε να μην γίνει αυτό» της είπε δείχνοντας έξω «Όλοι οι βιασμοί και οι κατάντια μας...»
«Όποιος θύελλες σκορπά, θύελλες θερίζει» του απάντησε η κοπέλα. Μία ανάσα βρίσκονταν πριν την ανακωχή, απλώς μία ανάσα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες στις 7 Μαΐου του 1945, ο Στρατηγός Γιόντλ* εκ μέρους του Νταίνιτς και της ΟΚW*, υπέγραψε ένα έγγραφο παράδοσης στο στρατηγείο του Άϊζενχάουερ*. Ο Στάλιν έγινε έξαλλος καθώς επιθυμούσε η παράδοση να πραγματοποιηθεί στο Βερολίνο και να γίνει στον Κόκκινο Στρατό, που είχε σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος των μαχών. Τα πράγματα ωστόσο χειροτέρεψαν περισσότερο, όταν οι Δυτικοί Σύμμαχοι θέλησαν να ανακοινώσουν την νίκη στην Ευρώπη την επόμενη ημέρα, καθώς όπως τόνισαν δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν τις εφημερίδες από το να δημοσιεύσουν λεπτομέρειες. Παρόλα αυτά, ο Στάλιν το θεώρησε ως μία πρόωρη ανακοίνωση. Παρά την υπογραφή από τον Γιόντλ, οι Γερμανοί στην Τσεχοσλοβακία εξακολουθούσαν να αντιστέκονται. Τα πλήθη ωστόσο που συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο, για να πανηγυρίσουν, πίεσαν τον Τσώρτσιλ να επιμείνει στην ανακοίνωση που θα έκανε στις 8 Μαΐου. Ο Στάλιν συμβιβάστηκε, μα τώρα επιθυμούσε η ανακοίνωση να γίνει στις 9 Μαΐου λίγο μετά τα μεσάνυχτα έπειτα από την πλήρη παράδοση του Βερολίνου.
Οι σοβιετικές αρχές δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να εμποδίσουν τους πανηγυρισμούς στα στρατεύματά τους. Ο Κονσταντίν όλη μέρα, βρισκόταν δίπλα σε έναν σύντροφό του, έξω από το μαγαζί του Χανς, και πατούσαν μανιασμένα τα κουμπιά ενός ασύρματου.
«Τι έπαθε επιτέλους;» το ταρακουνούσε σε έξαλλη κατάσταση για να δει τον Κερτ να τους πλησιάζει αμίλητος και να χτυπά με λύσσα τον ασύρματο σε ένα σημείο, κάνοντάς τον να λειτουργήσει.
«Δίχως παρεξήγηση. Είστε δύο ώρες εδώ. Δεν κρατήθηκα» σκούντησε τον Κονσταντίν που του έκανε σήμα να σωπάσει, ενώ παράλληλα ειδοποίησε τον Άλεξ και τον Ντίμα. Η ανακοίνωση του Λονδίνου έφτασε στα αυτιά τους. Έμοιαζε θαρρείς με την πρώτη Ανάσταση.
«Μήπως να το χτυπήσεις ξανά; Ακούω καλά; Τελείωσε ο πόλεμος;» μουρμούρισε ο Κονσταντίν τρέμοντας και ο Κερτ τοποθέτησε το χέρι στην καρδιά. Είχαν μάλλον συνθηκολογήσει. Η χώρα του είχε ηττηθεί και σαφώς, βρισκόταν ανάμεσα στα δόντια της Ανατολής και της Δύσης. Ας είχε, ας πήγαινε στο ανάθεμα. Ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Τα ουρλιαχτά των ξαδέρφων αντήχησαν σε όλη τη γειτονιά. Αγκαλιασμένοι ξεκίνησαν να χοροπηδάνε, ενώ ο άλλος σύντροφος, σκοντάφτοντας, πήρε τους δρόμους, προσπερνώντας τα ερείπια ώστε να ανακοινώσει τα νέα. Ο Άλεξ έτρεξε στην πρώτη διαθέσιμη στέγη μαζί με τον Ντίμα και τον Κονσταντίν, πυροβολώντας στον ουρανό, με τον Ιωσήφ να τους φωνάζει και να διαμαρτύρεται, προτού στο τέλος τους αγκαλιάσει, ευθύς μόλις κατέβηκαν. Δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν από τα μάτια όλων που εξελίχθηκαν σε λυγμούς. Ο Κερτ πλησίασε την παρέα ντροπιασμένος, ψιθυρίζοντας :
«Συγχαρητήρια για τη νίκη»
Ο Άλεξ τον κοίταξε.
«Δεν είναι δική μας. Είναι των ανθρώπων. Απόψε όλοι γιορτάζουμε. Ίσως, να υπάρχει πια μία χαραμάδα ελπίδας και δειλά, πολύ δειλά να ξεκινήσουμε να κάνουμε όνειρα και πάλι»
Μέσα σε μισή ώρα, η Χέλγκα, η Τσάρλη και η Όλγα, εμφανίστηκαν βαστώντας έναν Γκαμπριέλ, ο οποίος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να τους φτάσει. Συγκινημένος, αγκάλιασε με θέρμη πρωτοφανή για εκείνον, τον Αλεξέι και τον Ντίμα.
«Απόψε θα δώσουμε όλοι τα χέρια. Νικήσαμε» τους είπε, παρακινώντας και τον Κερτ να πλησιάσει. Ο νεαρός Γερμανός κάρφωσε τη ματιά του στη Χέλγκα.
«Καταφέρατε να συγκεντρωθείτε άπαντες εδώ, από όπου ξεκίνησαν όλα» της είπε και εκείνη τον πλησίασε κοιτάζοντάς τον τρυφερά.
«Ήσουν πάντα καλό παιδί. Λυπάμαι που δεν γνωριστήκαμε νωρίτερα. Η Κρίστα ήταν υπερπροστατευτική μαζί μας» κοίταξε τη φίλη της, η οποία ήταν εξίσου βουρκωμένη.
«Όλη μέρα θα κλαίμε» γέλασε ανάμεσα στην συγκίνηση ο Κερτ.
«Δεν είναι λίγο όλο αυτό. Έπειτα από πέντε χρόνια φόβου, δειλά μας ανοίγεται ένα μικρό παράθυρο ανάσας. Ο κόσμος με βεβαιότητα έχει πολύ δρόμο ακόμη για να κλείσει τις πληγές του, ωστόσο επιβιώσαμε. Ο πόλεμος μας άλλαξε για πάντα. Ξεπεράσαμε τα όριά μας, η αποκτήνωση διέλυσε τα ανθρώπινα δεδομένα, μα παρόλα αυτά, εμείς βγήκαμε μέσα από τα χαλάσματα πιο ανθρώπινοι. Η επαφή μας με τον ΄΄άλλο΄΄, ο οποίος βρίσκεται πέρα από τα σύνορά μας, η κατανόησή του, η μοιρασιά των φόβων, η κοινή γλώσσα της ψυχής, μας δίδαξε μαθήματα τα οποία περιορισμένοι ίσως στο Βερολίνο, δεν θα μαθαίναμε ποτέ. Γνώρισα Ρώσους, τη στιγμή που άλλοι Βερολινέζοι έπλαθαν ως κτήνη στη φαντασία τους, γνώρισα Πολωνούς, Γερμανούς και μέσα από όλα αυτά, αντάμωσα με έναν κοινό για όλους μας Θεό, έναν Πλάστη των πάντων. Υπάρχουν καλοί και κακοί. Η κακία δεν ανήκει σε φυλή, ανήκει σε ψυχές. Για λίγο, ας τα αφήσουμε όλα. Απόψε, μπορούμε όλοι μας να βαδίσουμε πλάι πλάι, σε μία κοινή γραμμή. Κανείς δεν θα μείνει πίσω γιατί είναι Εβραίος, Γερμανός ή Ρώσος. Αν αυτό δεν αποκαλείται πανανθρώπινη νίκη, τότε δεν γνωρίζω τη σημασία της λέξης»
Στις 8 Μαΐου αργά το πρωί, στο αεροδρόμιο Τέμπελχοφ, μία σοβιετική τιμητική φρουρά, στην οποία συμμετείχε και ο Άλεξ, εξασκούνταν ξανά και ξανά στην παρουσίαση των όπλων από έναν κοντό και χοντρό, σύμφωνα με τον Αλεξέι, συνταγματάρχη. Έπειτα, έφτασε ο Ιωσήφ μαζί με τον υπαρχηγό του Ζούκοφ, ενώ σύντομα έκανε την εμφάνισή του και το πρώτο αεροσκάφος, με τον Αντρέι Βισίνσκι στη θέση του αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών, μαζί με μία ακολουθία Σοβιετικών Διπλωματών. Επρόκειτο να γίνει ο πολιτικός επόπτης του Ζούκοφ. Μιάμιση ώρα αργότερα, προσγειώθηκε ακόμη ένα αεροσκάφος, μεταφέροντας τον βοηθό και εκπρόσωπο του Άϊζενχαουερ, πτέραρχο Τέντερ και τον διοικητή της Αμερικανικής Αεροπορίας στην Ευρώπη. Ο υπαρχηγός του Ζούκοφ τους καλωσόρισε και τους οδήγησε στην τιμητική φρουρά. Στο τρίτο αεροσκάφος, βρίσκονταν οι Γερμανοί. Πρώτος βγήκε ο Κάιτελ και έπειτα ο πτέραρχος Stumpff που εκπροσωπούσε τη Λουφτβάφε. Φυσικά οι Γερμανοί οδηγήθηκαν πίσω από την τιμητική φρουρά, ώστε να μην θεωρηθεί πως είχε έρθει για αυτούς. Ο Κάιτελ επέμεινε να προπορευτεί. Βαστώντας τη ράβδο του Στρατάρχη και φορώντας τη στολή του, διέσχιζε με μεγάλες δρασκελιές τον χώρο κοιτώντας επίτηδες ευθεία μπροστά. Η γερμανική περηφάνια κατά πώς φαινόταν θα πέθαινε τελευταία.
Όλα τα οχήματα σταματούσαν, ώστε να ανοίξουν τον δρόμο σε εκείνα του επιτελείου, τα οποία κατευθύνονταν στο νέο στρατηγείο του Ζούκοφ, στο Karlshorst. Οι Γερμανοί παρακολουθούσαν από τις παρόδους και τα σταυροδρόμια. Πώς να ένιωθαν άραγε στην σκέψη πως οι στρατηγοί τους βρίσκονταν στον δρόμο για την υπογραφή παράδοσης; Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, οι εκπρόσωποι των Συμμάχων μπήκαν στην αίθουσα ενός διώροφου κτηρίου. Δύο Σοβιετικοί στρατηγοί είχαν καταλάθος καθίσει στις θέσεις που προορίζονταν για την γερμανική αποστολή. Ψιθυριστά τους ειδοποίησαν για το ατόπημα και εκείνοι ευθύς τινάχτηκαν σαν να έκρυβαν οι θέσεις κάποια βαριά κατάρα. Οι Δυτικοί ρεπόρτερ είχαν σαφώς αφηνιάσει. Ως και οι στρατηγοί έπεσαν θύματα της απελπισίας τους για μία σωστή λήψη, καθώς ένιωθαν σπρωξίματα, με τους ρεπόρτερ να θέλουν να φτάσουν πίσω από το μπροστινό τραπέζι και κάτω από τις σημαίες των τεσσάρων συμμάχων. Ο Ιωσήφ ένιωσε την επιθυμία να τους χαστουκίσει, ωστόσο η ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα δεν άφηνε τέτοια περιθώρια βιαιοπραγίας. Τελικά, εκείνος και ο Ζούκοφ κάθισαν στις προκαθορισμένες τους θέσεις.
Η γερμανική αποστολή οδηγήθηκε μέσα. Ο Κάιτελ κατέβαλε κάθε προσπάθεια προσομοίωσης με αυτοκράτορα, ρίχνοντας υποτιμητικά βλέμματα τόσο στον Ζούκοφ, όσο και στον Ιωσήφ.
«Βράζει στο ζουμί του» ψιθύρισε στον Ιωσήφ.
«Το βλέπω. Το πρόσωπό του γέμισε κόκκινες κηλίδες. Ως και η ειρήνη τους προκαλεί αλλεργία» μειδίασαν μεταξύ τους για να σοβαρευτούν ευθύς αμέσως.
Η πρώτη υπογραφή, έπεσε από τον Ζούκοφ, για να ακολουθήσει ο Αμερικανός Τέντερ, ο Γάλλος Στρατηγός De Lattre και τέλος o διοικητής της Αμερικανικής Αεροπορίας. Ο Κάιτελ εξακολουθούσε να κάθεται ευθυτενής στην καρέκλα του, μα αφανή δάκρυα να οργώνουν την ψυχή του. Οι γροθιές του ήταν σφιγμένες. Ο Ιωσήφ, ψηλός όπως πάντα και με την εντυπωσιακή του στολή σηκώθηκε όρθιος.
«Καλούμε τη γερμανική αποστολή να υπογράψει την πράξη συνθηκολόγησης» είπε στα ρωσικά και ο διερμηνέας του Κάιτελ, πάλεψε να κάνει την μετάφραση όταν εκείνος κοφτά τον σταμάτησε. Είχε καταλάβει απόλυτα. Επιθυμούσε απλώς να του φέρουν τα χαρτιά. Ο Ζούκοφ ωστόσο, έδειξε προκλητικά την άκρη του τραπεζιού του.
«Πες τους να έρθουν εδώ και να υπογράψουν»
Ο Κάιτελ σηκώθηκε απρόθυμα και αφαιρώντας το γάντι του, έπιασε την πένα. Ένας- ένας από την γερμανική αποστολή, υπέγραψαν.
«Μπορείτε να αποχωρήσετε» πρόφερε ο Ιωσήφ ψυχρά.
Οι τρεις άνδρες σηκώθηκαν. Ο Κάιτελ ύψωσε τη στρατιωτική ράβδο σε ένδειξη χαιρετισμού και κάνοντας μεταβολή, αποχώρησε. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα, ξεφύσησαν ταυτόχρονα με ανακούφιση. Η ένταση υποχώρησε και οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν θέλοντας να αγκαλιαστούν. Ο Ιωσήφ δεν άντεξε και ο Ζούκοφ λύγισε τελικά αγκαλιάζοντάς τον. Μέσα από το κτήριο μπορούσαν να ακούσουν καθαρά τους πυροβολισμούς σε όλη την πόλη. Αξιωματικοί και στρατιώτες έριχναν τα τελευταία πυρομαχικά στον νυχτερινό ουρανό σε ένδειξη πανηγυρισμού. Ο πόλεμος είχε τελειώσει!
Άλφρεντ Γιόντλ : Ήταν Γερμανός στρατιωτικός ηγέτης στη ναζιστική Γερμανία, ο οποίος είχε τη θέση του αρχηγού του επιτελείου των επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ
OKW : Ανωτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ
Ντουάιτ Ντέιβιντ Άϊζενχαουερ : Αμερικάνος πολιτικός και ανώτατος στρατιωτικός, που υπηρέτησε ως 34ος Πρόεδρος των ΗΠΑ από το 1953 μέχρι το 1961.
Ένα κεφάλαιο μένει ακόμη πριν τον οριστικό επίλογο. Τα συναισθήματα ανάμεικτα....
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top