Ποτέ ξανά..Ποτέ ξανά../ part 2
Τα πράγματα στο ελεύθερο πια Μαουτχάουζεν φάνταζαν εξωκοσμικά. Όσο και αν φαινόταν παράξενο, ο Χανς είχε ένα βάδισμα πιο βέβαιο από τον Όττο. Έμοιαζε να έχει δεχθεί αυτό το κομμάτι της ιστορίας ως υπαρκτό, αφού το είχε ζήσει, σε αντίθεση με τον φίλο του που το είχε μεν ακουστά, μα δεν είχε τύχει να επισκεφθεί ποτέ του ένα τέτοιο μέρος. Τα πάντα γύρω του εξαφανίζονταν και έμεναν τα κτήρια γυμνά με σύντροφό τους την οδύνη και οδηγό την ντροπή. Ο Χανς έχοντας επάνω του χαραγμένο εκείνο το νούμερο, έμοιαζε σαν να ανήκει στον κόσμο των πρώην αιχμαλώτων, να έχει το δικαίωμα της συμμετοχής στην χαρά, στην θλίψη και στις απορίες, στον θυμό και την αγανάκτηση. Ο Όττο από την άλλη ένιωθε να πνίγεται. Με δυσκολία ακολουθούσε τα βήματα του Τόμας, με βλέμμα χαμηλωμένο, τη στιγμή που ο Χανς ήδη είχε πλησιάσει τον κόσμο και συζητούσε χαμηλόφωνα τα δεινά του στο Άουσβιτς. Ήταν τότε που σκέφτηκε τα τελευταία λόγια του τσακωμού τους. Πως εκείνος δεν ήταν Εβραίος, επομένως δεν θα μπορούσε ποτέ του να τον καταλάβει. Οι δυο τους δεν είχαν συζητήσει ποτέ εκείνα τα πικρά λόγια που αντάλλαξαν. Τώρα τον έβλεπε να χώνεται ανάμεσα στο πλήθος ανενόχλητος, τη στιγμή που εκείνος αδυνατούσε να κάνει έστω και ένα βήμα.
Από μακριά, ένας Αμερικανός στρατιώτης πλησίασε χαιρετώντας τον Τόμας.
«Με λένε Μάικλ Χάουαρντ και είμαι υπολοχαγός. Υπηρετώ στον δικαστικό κλάδο του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών. Είσαι ο Γερμανός που έστειλαν για ορισμένες δουλειές εδώ...»
«Σαφώς. Να πλύνω, να σκουπίσω» ξεκίνησε να του δείχνει τα δόντια του ο Όττο, όταν οι φωνές του κόσμου τους τράβηξαν την προσοχή. Χτυπιούνταν επάνω σε έναν τοίχο, παλεύοντας ακόμη και να τον γκρεμίσουν.
«Έχουμε πιάσει έναν Ες-Ες και ο κόσμος προσπαθεί να τον ξεσκίσει» έκανε μία παύση ο υπολοχαγός «Προσπαθώ να τους πείσω πως θα αποδώσουμε δικαιοσύνη και πως θα τιμωρηθούν όπως τους αξίζει. Δεν διασχίσαμε δα και έναν ολόκληρο Ατλαντικό, μία Νορμανδία για να το αφήσουμε έτσι. Μιλώ εξ ονόματος όλου του Αμερικάνικου Λαού και της θυσίας των δικών μας ανθρώπων»
Από όσα είχε πει, ο Όττο άκουγε ελάχιστα. Η καρδιά του σφυροκοπούσε δίχως σταματημό. Μέσα στο μυαλό του, ηχούσαν οι ζωώδεις κραυγές του εξαγριωμένου πλήθους, ενώ παράλληλα σχηματιζόταν το σαρδόνιο χαμόγελο του Βίγκμπερτ. Όχι, καμία τιμωρία δεν ήταν αρκετή για έναν τέτοιο βασανιστή. Δεν του άξιζε καν να περάσει το κατώφλι της οποιασδήποτε δικαιοσύνης, ακόμη και αν το τελικό αποτέλεσμα ήταν η αγχόνη. Ίσως πάλι και να την γλίτωνε. Το αετίσιο του βλέμμα καρφώθηκε προς το σημείο που βρισκόταν κλεισμένος ο φονιάς. Ψηλά, υπήρχε ένα κενό από όπου αχνοφαινόταν κίνηση. Το χέρι του μέσα σε δευτερόλεπτα άρπαξε το όπλο και αφού σημάδεψε με εκείνη την εξωφρενική απολυτότητα στόχου, πυροβόλησε τον Ες-Ες κρατούμενο. Για λίγα λεπτά, επικράτησε ταραχή. Ο Αμερικάνος ήταν έξαλλος, ο Τόμας τον κοιτούσε άφωνος, ενώ ο Χανς είχε στραφεί προς την μεριά του τρομαγμένος. Οι κραυγές σίγησαν. Ο φόβος τους συγκράτησε, μέχρι που ένας Σέρβος παρτιζάνος κρατούμενος, ξεκίνησε να ουρλιάζει πως ο Ες-Ες ψόφησε. Τότε όλοι κατάλαβαν και στράφηκαν προς το άτομο εκείνο που είχε προκαλέσει τον θάνατό του με χαρά και ενθουσιασμό.
«Πώς το έκανες αυτό; Τι είδους σημάδι έχεις;» ξεκίνησαν να ρωτούν, μα οι Αμερικάνοι είχαν άλλη άποψη.
«Δεν θα ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο αλλιώς θα σου απαγορευτεί η οπλοφορία. Έχε χάρη που το άξιζε» μούγκρισε ο υπολοχαγός.
«Αν καθόμουν να ακούσω τα παραμύθια σου περί δικαιοσύνης, προκοπή δεν θα έβλεπα. Έρχεστε απρόσκλητοι από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, από εδάφη που δεν έχουν γνωρίσει τον πόλεμο. Έχω ζήσει καταστάσεις που εσύ αδυνατείς να τις δεις, ακόμη και στους πιο ζοφερούς εφιάλτες σου. Μπορεί πράγματι να βοηθήσατε στην απελευθέρωση, όμως μην μου παριστάνετε τους παγκόσμιους δικαστές εν καιρώ ειρήνης. Γνωρίζουμε πως το συγκεκριμένο ψάρι, βρωμά κυρίως από το κεφάλι, μην σου πω πως ακόμη και το σώμα έχει σαπίσει»
Εκείνος ξερόβηξε.
«Δεν είσαι σε θέση να κρίνεις Γερμανέ» τόνισε την τελευταία κουβέντα του.
«Αρκετά. Θα τον συνοδεύσω στα καθήκοντά του. Υπόσχομαι να εξασφαλίσω πως τέτοιο περιστατικό δεν θα συμβεί ξανά» προσπάθησε να το σώσει ο Τόμας.
«Μη δίνεις υποσχέσεις τις οποίες θα φροντίσω να μην τηρήσεις» μειδίασε σαρδόνια ο Όττο.
«Μην δίνεις στόχο και αποκαλυφθούν άλλα» προσπάθησε να τον συναιτήσει, όταν μία μικρή ομάδα τους πλησίασε.
«Καλησπέρα. Σε είδαμε πιο πριν και ήρθαμε να σε συγχαρούμε εξ ονόματος όλων εδώ. Είμαστε από την Ελλάδα, με λένε Ίωνα και αυτοί εδώ είναι ο Ιάκωβος και η Ελπίδα. Πώς σε λένε;» τον ρώτησαν σε σπαστά αγγλικά. Για λίγο δίστασε. Τι να τους έλεγε;
«Εμ, εγώ...» προσπάθησε να πει όταν είδε τον Χανς να έρχεται.
«Κάνε τους μετάφραση» του είπε και τον είδε να δείχνει το τατουάζ του αριθμού της ντροπής.
«Με λένε Χανς και είμαι Εβραίος της Γερμανίας. Όπως αντιλαμβάνεστε, βρέθηκα στο Άουσβιτς από όπου και κατόρθωσα να αποδράσω. Για να συστήσω τον νεαρό, ήταν ο Γερμανός γείτονάς μου χάρη στον οποίο τόσο εγώ, όσο και όλες οι οικογένειες των Εβραίων που έμεναν κοντά του, κατορθώσαμε να διαφύγουμε την Νύχτα των Κρυστάλλων, όταν οι Ναζί διέλυαν κάθε εβραϊκή περιουσία σκοτώνοντας και κατακρεουργώντας τις οικογένειες. Τον λένε Όττο, απλώς ντρέπεται να συστηθεί γιατί είναι Γερμανός»
Ο Όττο τον κοίταξε συγκινημένος.
«Ευχαριστώ» του είπε.
«Θα έχω πάντοτε την πλάτη σου, ακόμη και αν υπάρξουν στιγμές οργής για εμένα. Τίποτε δεν είναι όπως πριν, η ζωή όλων όσων βίωσαν τα στρατόπεδα, καταστράφηκε για πάντα. Δεν θα μας αφήσουν ποτέ ήσυχους οι αναμνήσεις, οι αισθήσεις οι μυρωδιές της καμένης σάρκας, ο φόβος» του απάντησε προτού αποχωρήσει για λίγο. Ο Όττο τους κοίταξε.
«Είχα όνειρο να δω την Ελλάδα, φυσικά όχι ως κατακτητής»
«Ε, τότε να φύγεις με την ελληνική αποστολή. Θα έρθουν σε λίγες μέρες. Η κάθε χώρα έχει πια δικό της εκπρόσωπο εδώ, την δική της διοικητική επιτροπή και ο Ιάκωβος είναι ο δικός μας υπεύθυνος. Ο ταγματάρχης Ζάιμπελ είχε αυτήν την ιδέα» Ο Όττο κοίταξε τον Ιάκωβο που σαφώς ήταν μικρότερός του «Πώς έμαθες τόσο καλό σημάδι; Ήσουν στη Βέρμαχτ;»
«Για ένα διάστημα προτού πάω στον Κόκκινο Στρατό» απάντησε ο Όττο κοφτά.
«Πώς και πήγες;» συνέχισε ο Ίωνας.
«Είχα φίλους Ρώσους και...απλώς δεν επιθυμούσα να πολεμώ με τους Ναζί. Οι αντιλήψεις μου ήταν διαφορετικές, τελοσπάντων. Ας ξεκινήσουμε τη δουλειά»
Η δουλειά έπρεπε πράγματι να ξεκινήσει. Ο Όττο με τον Χανς, χτένιζαν το στρατόπεδο εσωτερικά, μα οι τρεις Έλληνες είχαν άλλη άποψη.
«Είχαμε κλέψει το βιβλίο των αρχείων. Ξέρεις, των ονομάτων που εκτελούσαν. Προτού το παραδώσουμε στον Αμερικάνο Διοικητή, θα ήθελες να το δεις;» τον ρώτησε η Ελπίδα, μια κοπέλα ασθενικά αδύνατη. Ο Όττο το πήρε στα χέρια του και ξεκίνησε να ξεφυλλίζει μεταφράζοντας. Ήθελε να βγάλει όλο το περιεχόμενο του στομαχιού του, όταν στην θέα των νεαρών που προσπαθούσαν να φάνε με λαιμαργία, φώναξε :
«Ποτέ σας να μην τρώτε απότομα. Ξέρω πως πεινάτε, μα κινδυνεύετε να πεθάνετε. Τόσοι και τόσοι είμαι βέβαιος πως έφυγαν από αυτό. Ο οργανισμός θέλει τον χρόνο του για να συνηθίσει» τους έκανε παρατήρηση, ενώ την υπόλοιπη ημέρα, σύντασσε όσο αυτό ήταν δυνατόν, ορισμένους φακέλους ατόμων που ήδη γνώριζε. Το μητρώο του στρατοπέδου ξεσκονιζόταν για να βρεθεί το απόγευμα σε νέες αποστολές. Ο Ίωνας του έδειξε τη σκάλα του λατομείου και τα διακόσια σκαλοπάτια του Βίνερ Γκράμπεν. Άνθρωποι είχαν ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου, με ξύλα διαλεγμένα ειδικά, ώστε να έχουν επάνω τους και καρφιά, παρμένα από καλούπια του μπετόν. Έπειτα, άφηναν τους νεκρούς στη σκάλα ώστε τα συνεργεία που δούλευαν στο λατομείο να τους αντικρύσουν στον γυρισμό, με τα καλουπόξυλα να κρέμονται επάνω στους σκοτωμένους, γαντζωμένα από τα καρφιά που είχαν εισχωρήσει στο κεφάλι, τα αυτιά, τις κοιλιές.
Η άνοιξη δειλά άπλωνε τις μυρωδιές της σε έναν κόσμο λαβωμένο, ο οποίος παραπατούσε τρεκλίζοντας στο ίδιο του το αίμα. Ο Όττο θέλησε να βγει μόνος του μία βόλτα στο δάσος που απλωνόταν και να αφουγκραστεί τη σιωπή. Ήξερε φυσικά, πως οι σκέψεις δεν θα τον άφηναν ήσυχο ούτε λεπτό, μα ακόμη και αυτού του είδους την κάθαρση, την είχε ανάγκη. Η Ελπίδα για λίγο τον ακολούθησε, παρακολουθώντας τη μακάβρια διαδικασία του ξεθάματος των νεκρών που βρίσκονταν πεταμένοι ομαδικά, ώστε να ταφούν ανθρώπινα, έχοντας ο καθένας τον χώρο του. Η εμφάνισή του την είχε εντυπωσιάσει. Παρά το γεγονός πως ο πόλεμος είχε αγριέψει τα χαρακτηριστικά του, η φυσική του ομορφιά, πιο ώριμη τώρα πια στα είκοσι εννέα του χρόνια έλαμπε. Χαμένος στις σκέψεις του, δεν αντιλήφθηκε την παρουσία της κοπέλας που τον προσέγγιζε. Η θερμοκρασία ήταν σχετικά ψηλή και εκείνος βγάζοντας την μπλούζα, αποφάσισε να ρίξει λίγο νερό στο ταλαιπωρημένο του κορμί. Η δροσιά φάνηκε να τον χαλαρώνει, καθώς και το γεγονός πως δεν υπήρχε κανείς ολόγυρα για να του διαταράξει την ησυχία. Ήταν έτοιμος να σχηματίσει μία γκριμάτσα χαμόγελου, όταν ανοίγοντας τα μάτια του, είδε μπροστά του την Ελπίδα με ένα ξύλο, έτοιμη να τον χτυπήσει με λύσσα.
«Είσαι ένας σιχαμένος Ες-Ες! Νόμιζες πως θα γλίτωνες υποδυόμενος δήθεν τον ήρωα;» του ούρλιαξε και εκείνος ταχύτατα της έκλεισε το στόμα έχοντας αρπάξει το ξύλο.
«Τρελάθηκες;» την ρώτησε ακούγοντάς την να μουγκρίζει σαν ζώο χτυπημένο, ώσπου αντιλήφθηκε πως πάθαινε κρίση πανικού. Το ισχνό κορμί της άρχισε να τρέμει, σε σημείο που σπασμοί απλώθηκαν στα άκρα της, ενώ ξεκίνησε να κλαίει με λυγμούς.
Ο Όττο την άφησε, προσπαθώντας να την ηρεμήσει, μα κάθε φορά που την πλησίαζε, εκείνη οπισθοχωρούσε, μέχρι που παραπάτησε και κατέληξε σε έναν κρυμμένο βάλτο. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα μπρος στο αποκρουστικό θέαμα του κουφαριού ενός Ες-Ες που παραμορφωμένο κειτόταν στις όχθες του βούρκου. Ευθύς την τράβηξε έξω και βαστώντας την αγκαλιά με το ζόρι, προσπάθησε να την ηρεμήσει. Η Ελπίδα ξέπνοη, παραδόθηκε σχεδόν σε μία κατάσταση ληθαργική.
«Το είδα...είδα το σύμβολο κάτω από τη μασχάλη σου. Ξέρω από κουβέντες πως αυτό το είχατε όσοι ήσασταν στους Ες-Ες. Επομένως....είσαι..»
«Είμαι και εγώ ένας τέτοιος» παραδέχτηκε «Αλλά τα πράγματα δεν είναι όπως νομίζεις» έβαλε ευθύς την μπλούζα του.
«Σκοτείνιασε» σχολίασε εκείνη.
«Μαζί θα επιστρέψουμε πίσω»
Αμίλητοι έφτασαν μέχρι το στρατόπεδο. Ο Χανς τους πλησίασε, μα ο Όττο του έκανε σήμα να περιμένει.
«Αν ανοίξω το στόμα μου, θα σε ξεσκίσουν» τον κοίταξε με μίσος εκείνη.
«Τα πράγματα δεν είναι έτσι. Έχω μία ολόκληρη ιστορία να αφηγηθώ»
«Δικαιολογίες» του έφτυσε «Αυτός το ξέρει;» έδειξε τον Χανς.
«Φυσικά. Ήταν ο παιδικός μου φίλος, ήξερε κάθε παράτολμη ιδέα μου, όπως και εκείνη του να καταταχτώ στους Ες-Ες» την είδε να τον κοιτάζει με απορία.
«Θέλω να σου δείξω κάτι» πρόφερε και τον οδήγησε στη σκάλα του λατομείου. Διάσπαρτα κάθονταν άνδρες και γυναίκες, κοιτάζοντας το κενό. Άλλοι έκαναν μετάνοιες ακουμπώντας το κούτελο στο πιο ψηλό σκαλί, στη σκάλα των θρήνων «Κάθε μέρος, κάθε κομμάτι με στοιχειώνει. Από τα πειράματα των Ες-Ες, εδώ και χρόνια δεν έχω περίοδο. Φοβάμαι πως ποτέ δεν θα μπορέσω να κάνω οικογένεια»
Ο Όττο κάθισε δίπλα της.
«Πριν από πολλά χρόνια θα δυσκολευόμουν να σου μιλήσω. Όμως όχι πια. Γεννήθηκα στο Βερολίνο πριν την άνοδο του Χίτλερ, όταν ακόμη επικρατούσε μία επιφανειακή κανονικότητα. Είχα έναν αδερφό, δίδυμο, ο πατέρας μου ήταν φανατικός ενθικοσοσιαλιστής και η μητέρα μου όπως και εμείς τα παιδιά, ένα θύμα αμέτοχο. Ο πατέρας μου μας κακοποιούσε, η βία ήταν συνεχής μέσα στο σπίτι. Μεγαλώνοντας, παραστράτησα και η οργή με έκανε αρχηγό της Χιτλερικής Νεολαίας. Είχα ξεχάσει για λίγο πόσα πολλά σήμαιναν οι Εβραίοι φίλοι μου. Το ταλέντο μου στην σκοποβολή και όχι μόνο, γέννησε μίση. Μίση που οδήγησαν στην δολοφονία του αδερφού μου από έναν διαβόητο Ναζί και βασανιστή των στρατοπέδων, τον Βίγκμπερτ Μάινσερ»
«Θεέ μου! Τον έχω ακουστά» τον διέκοψε εκείνη «Και μετά;» ρώτησε έχοντας κυριολεκτικά ξεχάσει την ταυτότητα του άνδρα που στεκόταν απέναντί της.
«Μετά με στοίχειωσε. Στο ενδιάμεσο όμως βρήκα τον δρόμο μου. Ήρθα κοντά με την γυναίκα μου, την Εβραία γειτόνισσά μου δηλαδή και τον Χανς που γνώρισες. Ανακάλυψα πως μπορώ να πολεμήσω τους ναζί με τα ίδια τους τα όπλα. Θα τους άφηνα να πιστεύουν πως ήμουν ο τέλειος Αρείος. Μπήκα τότε στην Σχολή των Ες-Ες και σκαρφάλωσα στην κορυφή. Όταν κανείς δεν με αμφισβητούσε, ξεκίνησα να σπέρνω την διχόνοια δρομολογώντας τη δολοφονία πολλών καθικιών, με την επίφαση πως ήταν προδότες. Μέσα από εκεί μάθαινα πρώτος τα νέα και έτσι, ενημέρωσα τους Εβραίους γείτονές μου ώστε να διαφύγουν πριν οι ναζί εξαπολύσουν την καταστροφή τους. Λειτουργούσα σαν πράκτορας. Το μέλλον όμως μου έβγαλε στην επιφάνεια τα λάθη. Πήγα στον πόλεμο, εφευρίσκοντας τρόπους για να γλιτώνω κόσμο. Στην Πολωνία ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τους Ρώσους, τους οποίους σου ομολογώ πως ως τότε, δεν χώνευα. Η μοίρα όμως τα έφερε έτσι και στο πεδίο της μάχης, τη στιγμή που ένας συμπολεμιστής μου, με τις ίδιες με εμένα αντιλήψεις, θυσιαζόταν για να προστατέψει αιχμάλωτους εκτελώντας τους Ες-Ες, μου εμφάνισε έναν Ρώσο ετοιμοθάνατο. Τον Αλεξέι Φεντόροφ. Οι δρόμοι μας ενώθηκαν, η φιλία μας έγινε δεσμός και εγώ βρέθηκα στο Στάλινγκραντ. Εκεί, εγκατέλειψα για πάντα τη γερμανική πλευρά, πηδώντας μπροστά από το σώμα του ως ασπίδα για να μην τον χτυπήσουν. Τραυματίστηκα βαριά. Οι Ρώσοι με πήραν όμως και η οικογένεια του Αλεξ με υιοθέτησε. Σερνάμενος έφτασα στο τώρα, στο εδώ. Είμαι απεσταλμένος μεταξύ των Ρώσων και των Αμερικάνων»
Η Ελπίδα τον κοιτούσε άφωνη.
«Θεέ και Κύριε!» ψέλλισε στο τέλος και σηκώθηκε απότομα, με έναν αέρα αλλιώτικο «Δεν ξέρεις πόσο σημαντική είναι η ιστορία σου. Χαρίζει απλόχερα το κουράγιο, τη δύναμη, παρουσιάζει την έννοια ης φιλίας και...» έκανε παύση σαν είδε τον Τόμας και τον Χανς «Ξέρετε και εσείς την αλήθεια;» ρώτησε για να βεβαιωθεί «Για το τατουάζ του στη μασχάλη»
Οι δυο τους αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Πρώτος εγώ γνώριζα τα τρελά του σχέδια» είπε ο Χανς στα γερμανικά για να μεταφράσει ο Όττο.
«Το γνωρίζω και εγώ από τον Άλεξ, έναν Ρώσο κοινό μας φίλο» απάντησε ο Τόμας.
«Ώστε είναι αλήθεια λοιπόν» σκέφτηκε η Ελπίδα μονάχη της «Γνωρίζετε το χωριό Σαν Γκεόργκ;»
«Ακουστά» πρόφερε ο Τόμας.
«Να πάμε αύριο το βράδυ, να βγούμε λίγο»
Ο Όττο το σκέφτηκε. Να βγει. Με φίλους, σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Πώς ήταν μία έξοδος; Έπρεπε να φορέσει κάτι; Είχε δικαίωμα να σκέφτεται όλα αυτά τα ανόητα πράγματα ή όφειλε και πάλι να πολεμήσει, να προστατευτεί, να σκοτώσει;
«Να βγούμε. Απλώς να βγούμε» του χαμογέλασε για πρώτη φορά η Ελπίδα.
«Με φοβάσαι ακόμη;» τη ρώτησε.
«Δεν έχω φανταστεί ποτέ μου να μιλώ σε κάποιον σαν εσένα. Εδώ οι Ες-Ες κυρίως μούγκριζαν, δεν ήταν άνθρωποι, μα καλορυθμισμένες μηχανές θανάτου. Εσύ μιλάς και χαμογελάς»
«Θα ήθελες να ξορκίσουμε κάποιο άλλο μέρος;» την ρώτησε πρόθυμα.
«Πολλά» του απάντησε θαρρετά αυτή τη φορά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top