Με ένα καΐκι και λίγη θάλασσα/ part 2

Ο καιρός είχε φτάσει, ώστε η παρέα να αναζητήσει τα πατήματά της. Η Άννα προσπαθούσε κάθε μέρα να αναπληρώσει το κενό της απουσίας της από το πλάι του γιού της. Ευτυχώς μιλούσε γερμανικά, καθώς παρά το γεγονός πως είχε γεννηθεί στην Πολωνία, είχε ζήσει κάποια χρόνια στο Αμβούργο, προτού να φύγει πάλι. Η Κρίστα είχε κάνει πολύ καλή δουλειά με την ανατροφή του μικρού. Ήταν ένα παιδί γλυκό και μετρημένο, το ίδιο και ο Άλμπρεχτ με τον οποίο ήταν αχώριστοι. Κάθε φορά που τους έβλεπαν, αντιλαμβάνονταν το μέγεθος της ζημιάς που ήταν ικανή να προκαλέσει η πολιτική προπαγάνδα και το μίσος που υπογείως έσπειρε ανάμεσα στους ανθρώπους για τα δικά της συμφέροντα. Η εξουσία και το χρήμα, το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στους ισχυρούς, είχε στοιχήσει εκατομμύρια ζωές, οι οποίες εξακολουθούσαν να είναι σπαρμένες στα πέρατα του κόσμου που είχε γεμίσει κουφάρια. Όλοι ήλπιζαν τουλάχιστον, πως οι ψυχές θα είχαν ίσως καλύτερη μοίρα από το σώμα, το οποίο θα βρισκόταν πεταμένο σε κάποιον βάλτο, ή θαμμένο σε σκιερά και απροσπέλαστα δάση.

Ο Ιωσήφ θα φρόντιζε να τους μεταφέρει όλους αργά εκεί που βρισκόταν ο Όττο με τον Χανς, με σκοπό να αποχωρήσουν μαζί με κάποια αποστολή, η οποία θα ερχόταν για να οδηγήσει τους δικούς της πρώην αιχμαλώτους, πίσω στη χώρα τους. Στο στρατόπεδο, ο Όττο με τον Χανς είχαν διδαχτεί πολλά. Ένας Τσέχος τους περιέγραφε τα βασανιστήρια ενός Ρώσου αιχμαλώτου, σε σημείο που τον κατάντησαν να παραληρεί, να σκοντάφτει και να κουτουλάει στα δέντρα λίγο πριν τον αποτελειώσουν.

«Έμοιαζε σαν να είχαν επιλέξει όλους τους διεστραμμένους ώστε να γίνουν Ες-Ες. Τους δειλούς διεστραμμένους όμως" τους είπε.

Ο Όττο πήγαινε συχνά στο κτήριο των φυλακών καθώς εργαζόταν πλάι σε δύο Αμερικάνους Διοικητές της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Φορούσαν ακριβά γυαλιά και μάλιστα ο ένας του είχε χαρίσει τα δικά του, πειράζοντάς τον έπειτα πως κυριολεκτικά έμοιαζε με μοντέλο, διεθνούς κιόλας φήμης. Ο Τόμας τον πλησίασε και του ζήτησε να τον ακολουθήσει καθώς είχαν έρθει δύο δικαστικοί, ώστε να ξεκινήσουν οι καταθέσεις για το Διεθνές Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου. Ο Χανς, όπως και όλοι στο στρατόπεδο έβραζαν. Ποιος στο ανάθεμα θα τους έκρινε; Δεν έπρεπε να παραδοθούν στα χέρια τους; Ποια ποινή θα ήταν αντάξια αυτών των εγκλημάτων; Καμία. Μέσα από τα κελιά, ακούγονταν συνθηματικά χτυπήματα. Ακόμη και τώρα, αυτοί οι εγκληματίες πάλευαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Ο Όττο που γνώριζε ορισμένα πράγματα, σκούντησε τον Τόμας που πάντοτε τον συνόδευε.

«Νομίζουν πως με κάποιον κρυφό τρόπο θα τους απελευθερώσουμε» του είπε.

«Να το κάνουμε. Το φταίξιμο δεν θα είναι δικό μας αν δεν μείνει ούτε η προβιά τους στο χώμα»

Ο νεαρός πλησίασε και κόλλησε επάνω σε μία πόρτα φυλακής.

«Θα μείνετε να σαπίσετε» τους είπε στα γερμανικά «Είμαι ένας από εσάς και απολαμβάνω την ελευθερία μου και την προσωπική μου νίκη. Δεν σας αξίζει η δίκη, αλλά οι φούρνοι και οι θάλαμοι. Κατόπιν με τα κόκαλά σας θα φτιάξω καρέκλες επενδυμένες με το δέρμα σας» τους απείλησε και άκουσε βρισιές στη γλώσσα του.

«Μα τι τους είπες;» ρώτησε ο Τόμας.

«Πως θα φροντίσω η μελλοντική μου επίπλωση να μην μου κοστίσει τίποτε. Τα κόκαλα και το δέρμα τους μου είναι αρκετά» μειδίασε και κατόπιν στρώθηκε στη δουλειά. Καθώς γνώριζε άπταιστα ρωσικά και αγγλικά, δούλεψε ως αργά το απόγευμα. Την έξοδο την είχαν αναβάλει για την επομένη το βράδυ και έτσι, έμεινε να δέχεται καταθέσεις, με τους δύο δικαστικούς να έχουν από τη μία χάσει το χρώμα τους με αυτά που άκουγαν και από την άλλη να αναρωτιούνται τον λόγο που άπαντες επέλεγαν τον Όττο για να μιλήσουν. Σαν είχε έρθει η σειρά της Ελπίδας, η οποία είχε κρατήσει επτασφράγιστο το μυστικό του, ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Όττο την κοιτούσε με κατανόηση η οποία έλειπε από τους δύο Αμερικάνους που ήδη έπλεαν στο χαώδες, σκοταδερό κενό των αποκαλύψεων του Μαουτχάουζεν. Ο νεαρός Γερμανός είχε ζήσει δράματα και πολλές φορές τους αφηγούνταν ιστορίες ανδρείας, όπως όταν έσωσε τους δύστυχους Ρώσους μέσα από τα νερά του Βόλγα, ρισκάροντας τη ζωή του. Αυτή η πράξη του βοήθησε τους αυτόπτες μάρτυρες εγκλημάτων, να αλαφρώσουν την ψυχή τους. Ο ίδιος πρόσφερε επίσης μία αγκαλιά παγκόσμια, παρηγορώντας δίχως εξαίρεση όποιον το είχε ανάγκη. Ήταν πολύ αργά το βράδυ, όταν κλήθηκε να μεταφέρει έναν Ρώσο στα κελιά, ώστε να αναγνωρίσει τον εγκληματία, αφού είχε προηγηθεί η επίδειξη ταινιών και φωτογραφιών που του είχαν προκαλέσει οργή. Η Ελπίδα είχε μόλις ολοκληρώσει την δική της κατάθεση και θα ακολουθούσε τον Όττο και τον Ρώσο για τον ίδιο λόγο. Σαν κοίταξαν μέσα από ένα κελί ο Όττο με έκπληξη είδε τον Χανς Φρίντριχ. Ο Ρώσος ούρλιαζε και τσίριζε, η Ελπίδα είχε κουλουριαστεί γύρω από τον ξανθό νεαρό. Ο Φρίντριχ στη θέα του Όττο σηκώθηκε και ξεκίνησε τις απειλές. Τσίριζε επίσης πως ήταν Ες-Ες, μα ευτυχώς τα γερμανικά του δεν γίνονταν κατανοητά και έτσι βρέθηκε να τσακώνεται με τον Ρώσο.

«Αυτός ήταν το δεξί χέρι του Μάινσερ» ψιθύρισε στην Ελπίδα.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε εκείνη και ο Όττο στράφηκε στον Ρώσο.

«Θες να πάρεις εκδίκηση;» τον ρώτησε και εκείνος ένευσε θετικά γουργουρίζοντας. Το δολοφονικό του ένστικτο ετοιμαζόταν να ξεσπάσει «Θα του ανοίξω την πόρτα μόλις φύγουν οι Αμερικάνοι. Θα σε ειδοποιήσω. Φρόντισε να συγκεντρώσεις κόσμο και από εκεί και πέρα, ό,τι επιθυμείτε κάντε»

Ο Ρώσος τον αγκάλιασε και εξαφανίστηκε με μία ψυχρή ικανοποίηση που έκανε τους Αμερικάνους δικαστικούς να αναπηδήσουν ξαφνιασμένοι. Ο Τόμας που εισερχόταν του ανακοίνωνε πως θα πήγαινε για ύπνο και τον καρτερούσε.

«Το γνωρίζω αυτό το βλέμμα. Είχα το ίδιο πριν φέρω τα πάνω-κάτω»

«Θα ελευθερώσω τον Ες-Ες. Τον γνωρίζω. Ήταν ψηλά στη λίστα μου και λέω να τον στείλω να συναντήσει το κτήνος που έθαψα στα θεμέλια του Βερολίνου»

«Αν το μάθουν οι δικοί μου...» ψέλλισε ο Τομ.

«Δεν θα το μάθουν. Θα το κάνω να φανεί ως ατύχημα. Μόνος του κατόρθωσε να ελευθερωθεί αλλά βρήκε τραγικό θάνατο. Λοιπόν, πήγαινε να ειδοποιήσεις τον σύντροφο. Οι δικοί σου κατάντησαν τσουβάλια έπειτα από τα νέα που άκουσαν εδώ πέρα»

Στο στρατόπεδο επικρατούσε αναστάτωση. Άπαντες έμοιαζαν να λαμβάνουν θέση και ταυτόχρονα προσπαθούσαν να παραστήσουν πως ασχολούνταν με κάτι άλλο. Ο Όττο εισήλθε αθόρυβα και απλώς ξεκλείδωσε το κελί. Κατόπιν έτρεξε έξω, δίνοντας το σήμα στον σύντροφο που καρτερούσε με την πέτρα ανά χείρας. Ο Φρίντριχ είχε ιδρώσει. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Αυτό το σκουλήκι ο Σβάιγκερ τα είχε καταφέρει. Τους είχε προδώσει και είχε βγει νικητής συσπειρώνοντας όλο τον κόσμο γύρω του. Πόσο θα ήθελε να του έλιωνε το κρανίο. Ο θόρυβος που είχε ακούσει πιο πριν, τον είχε βάλει σε υποψίες. Με χέρια που έτρεμαν πίεσε την πόρτα του και εκείνη άνοιξε. Έκανε ένα βήμα κοιτάζοντας τριγύρω την απόλυτη ησυχία και κατόπιν, άνοιξε με κόπο και την διπλανή πόρτα ενός συντρόφου του, του Φασσλ. Οι δυο τους προχώρησαν αργά προς την έξοδο με τους πρώην κρατούμενος να κάνουν απόλυτη ησυχία. Μόλις ξεπρόβαλε το κεφάλι τους, άπαντες όρμησαν λυσσασμένα, σχεδόν ποδοπατήθηκαν. Ο Όττο δεν άντεχε να κοιτάζει.Άκουγε μονάχα κραυγές. Ο Χανς κατόρθωσε να δει δύο ματωμένες φιγούρες να ουρλιάζουν αβοήθητες. Οι Αμερικάνοι έτρεξαν ευθύς αμέσως, δίχως να κατανοούν πώς στο ανάθεμα είχαν ελευθερωθεί. Τελικά, δεν κατόρθωσαν να τους αποσπάσουν ζωντανούς. Ο κόσμος του στρατοπέδου τους είχε ξεσκίσει. Τα πρόσωπά τους δεν μπορούσε κανείς να τα ξεχωρίσει. Ήταν πρησμένα και πλημμυρισμένα στο αίμα και τις πληγές. Τα ρούχα τους είχαν ξεσκιστεί. Στον έναν, είχαν αφαιρέσει τα γεννητικά όργανα, πετώντας τα παράμερα. Το στρατόπεδο έμοιαζε με μία αγέλη αρπακτικών. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν χάσει κάθε μέτρο ζώντας τόσο καιρό χειρότερα και από τα κτήνη. Οι φάκελοι ολοένα και φούσκωναν και ο Χανς αναρωτιόταν, αν εκείνοι που τους είχαν φτιάξει, μπορούσαν ποτέ να φανταστούν το μελλοντικό τους περιεχόμενο.

Την επομένη, νωρίς το πρωί, το στρατόπεδο γέμισε ρωσικές σημαίες. Ανώτεροι Αξιωματικοί και ήρωες του Κόκκινου Στρατού θα έρχονταν για να πάρουν τους συμπατριώτες τους. Είχαν μαζευτεί στην κάτω μεριά της πλατείας τραγουδώντας και άπαντες τους κοιτούσαν σαν να είχαν τη δική τους γιορτή. Ήταν τότε που τρία τζιπ σε χρώμα σταχτί, εμφανίστηκαν, με τον Ιωσήφ να πηδά πρώτος έξω. Στη θέα του το πρόσωπο του Τόμας φωτίστηκε. Λάτρευε τον συγκεκριμένο άνδρα και δίχως να κρατηθεί, έτρεξε μπροστά πέφτοντας κυριολεκτικά επάνω του.

«Τελικά οι συμφορές έρχονται απρόσκλητες» τον πείραξε ο Ιωσήφ.

«Είμαι εγώ θείε συμφορά;» αντέτεινε ο Τομ.

«Θα ήμουν παράλογος αν παραδεχόμουν κάτι τέτοιο» συνέχισε εκείνος το πείραγμα για να ακολουθήσει ο Αλεξ και ο Ντίμα.

«Όλοι τους χαιρέτησαν τους Αμερικάνους και ξεκίνησαν να προσκαλούν τους δικούς τους, των οποίων οι ζητωκραυγές δεν σταμάτησαν λεπτό. Ο Αλεξ με τον Ντίμα, παρέα με όλους τους Ρώσους ξεκίνησαν να τραγουδούν μαζί τη Βαρσαβιάνκα ΄΄Άνεμοι θύελλες γύρω μας πνέουν, τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν, σ' ύστερη μάχη μπλεκόμαστε τώρα και άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν΄΄ .Πάντα τραγουδούσαν οι Ρώσοι του Μαουτχάουζεν, σχεδόν κάθε νύχτα. Ο Όττο δεν πίστευε στα μάτια του. Τώρα ένιωθε επιτέλους ανάμεσα σε φίλους και η παρέα του των Ελλήνων απολάμβανε το θέαμά του να γελά και να πειράζει τους δικούς του Κόκκινους συντρόφους.

Ο Ίωνας, ο Ιάκωβος και η Ελπίδα γνώριζαν την ιστορία και χάρηκαν όταν επιτέλους ο Αλεξέι τους συστήθηκε. Ο Ιωσήφ πήρε τον Τόμας μαζί του για λίγο, σοβαρεύοντας απότομα.

«Θέλω μία χάρη. Ανατριχιάζω δηλαδή και μόνο που την ζητώ από εσένα, αλλά ας όψεται η ανάγκη» μειδίασε.

«Για εσένα εκτελώ τα πάντα» χαμογέλασε ο νεαρός.

«Ελπίζω να τα εκτελέσεις και σωστά. Λοιπόν, θέλω να πείσεις τον γιο μου να σε ακολουθήσει στην Αμερική» του ζήτησε και ο Τομας ξαφνιάστηκε.

«Σοβαρά; Θέλω να πω, πως θα έδινα τα πάντα για να τον έχω παρέα και ο μπαμπάς θα ενθουσιαστεί που θα τον βοηθάμε στο μαγαζί. Ίσως ανοίξουμε και δικό μας»

«Ναι, μη βιάζεσαι. Ευελπιστώ πως θα βοηθήσεις και τους υπόλοιπους. Σε προειδοποιώ πως είναι αρκετοί»

«Αν εννοείς τη γνωστή παρέα, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Με τους Γερμανούς ίσως αντιμετωπίσω κάποια εμπόδια και ειδικά με τον Όττο και το παρελθόν του. Εκεί θα πρέπει να χρησιμοποιήσω αθέμιτα μέσα, μα θα το κάνω. Θα φροντίσω και την περίπτωση του Αλεξ και όσων ακόμη χρειάζεται»

Ο Αλεξ ωστόσο βάδιζε μέσα στο δικό του ομιχλώδες όνειρο, προσπαθώντας να συνηθίσει τα νέα δεδομένα της ελευθερίας. Στην τσέπη του είχε το μικρό καΐκι που ανήκε στον φίλο του. Πλησιάζοντας τον Όττο, του το έδωσε και οι Έλληνες ενθουσιάστηκαν. Του έκαναν την μετάφραση. Ήταν  κατά κάποιον τρόπο ονειροπόλοι. Κουβαλούσαν πάντοτε μαζί τους την ταπεινή ελπίδα, την ανδρεία και την περηφάνια. Για λίγο συγκινήθηκε. Είχε κάνει όνειρα πολλές φορές να έφευγε, να βρισκόταν πλάι στο κύμα. Όλα εκείνα τα χειμωνιάτικα βράδια, όταν ακόμη ήταν καλυμμένος με λάσπη, μουσκεμένος ως το κόκαλο με το νερό της βροχής, το μυαλό του αφηνόταν να φτερουγίσει σε όμορφες εικόνες.

Δεν είπαν τίποτε. Δώσανε όλοι τους ραντεβού για αυτήν την έξοδο. Οι Ρώσοι είχαν ήδη φύγει, μα ο Αλεξ δεν τους ακολούθησε. Ο Όττο είχε γίνει το απόλυτο στήριγμά του. Η νύχτα ήταν ζεστή, η Ελπίδα είχε φορέσει ένα πανί, το οποίο επιδέξια είχε τυλίξει γύρω από το ισχνό της σώμα σαν φόρεμα. Κανείς δεν ήταν πλούσιος, ίσα ίσα. Είχαν όμως μία από τις ακριβότερες περιουσίες. Ήταν ελεύθεροι και ζωντανοί. Κατηφορίζοντας προς το χωριό, ο Ίωνας σκεφτόταν. Οι γροθιές του σφίγγονταν διαρκώς γεμάτες οργή. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν, έβλεπαν τους κρατούμενους να ανηφορίζουν κατά ομάδες. Οι μαθήτριες που πήγαιναν σχολείο με τα ποδήλατα, εκείνος ο γηραιός άνδρας που έβαφε τα παραθυρόφυλλα. Άνθρωποι ψώνιζαν από τα μαγαζιά. Μιλούσαν με τους Ες-Ες άνετα, λες και δεν συντελούνταν κανένα έγκλημα. Απάθεια; Μπορεί. Φόβος; Ίσως. Προπαγάνδα σίγουρα. Παρόλα αυτά, η ιστορία δεν άλλαζε. Η αδιαφορία εξακολουθούσε να είναι εγκληματική.

Η πλατεία του χωριού ήταν γεμάτη από πρώην κρατούμενους. Ο Όττο ήθελε να χαθεί στο πλήθος. Οι Ισπανοί φλέρταραν αδιάκοπα και ο Τόμας είχε κολλήσει το πρόσωπό του σε ένα μαγαζί που μύριζε κρασί.

«Θα πιούμε ένα ποτηράκι;»

«Πολλά» συμφώνησε ο Ντίμα.

«Κανένα. Παλαιά μεθούσα ακόμη και με μπύρα. Κάποιος πρέπει να οδηγήσει μέχρι πίσω» τους συνέφερε ο Όττο.

«Μία γουλιά. Στην υγεία της πρώτης μας εξόδου ως φίλοι» χαμογέλασε ο Άλεξ.

«Στην υγεία της, θα πιώ έστω και μία γουλιά» πέρασε το χέρι του φιλικά γύρω από τον λαιμό του κοκκινομάλλη.  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top