Καρδιές οχυρωμένες/part 3

Πολωνία

Το Ανατολικό Μέτωπο δεν το γλίτωσε όπως επιθυμούσε να πιστεύει. Ο Κερτ εξακολουθούσε να έχει στο μυαλό του εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ του 43, όταν βρέθηκε στο νοσοκομείο έπειτα από απόπειρα δολοφονίας του. Αυτό που φυσικά δεν είχε προβλέψει, ήταν η επίσκεψη του Βίγκμπερτ Μάινσερ, ο οποίος επιθυμούσε να του θέσει ερωτήσεις σχετικά με το περιστατικό, εξαιτίας του Ταξίαρχου των Ες-Ες που πάλευε να προφυλάξει. Το μυαλό του γυρνούσε στη γνώριμη φιγούρα της Χέλγκα. Αυτό το κορίτσι, από μικρό έμοιαζε με αερικό. Ψηλό και αδύνατο, με εκείνους τους εβένινους καταρράκτες να χύνονται κυματώδεις και αφρώδεις στους ώμους του, εντυπωσίαζε και τον πιο δύσκολο κριτή ομορφιάς. Η αλήθεια ήταν πως ο νεαρός ποτέ του δεν κατάλαβε την αιτία της άρνησης της ξαδέρφης του να του γνωρίσει τους δύο φίλους της. Ο πονοκέφαλος τον βασάνιζε και για λίγο έκλεισε τα μάτια του, όταν τον επισκέφτηκε ο ύπνος. Φυσικά, μισή ώρα αργότερα, η Χέλγκα τον ξυπνούσε για να περιποιηθεί τα τραύματά του. Τον είδε να ανοίγει με κόπο τα μάτια του και να την κοιτάζει.

«Αυτή τη φορά δεν θα μου ξεφύγεις» την πείραξε και την είδε να μειδιά «Μα, γιατί φοβάσαι τόσο; Από τότε ήμουν απλώς ένα αγόρι, που επιθυμούσε έστω να σε χαιρετήσει και εσύ έφευγες σαν την κυνηγημένη» διαμαρτυρήθηκε, όταν για λίγο την είδε να κοντοστέκεται στο παράθυρο και στο θέαμα ενός αυτοκινήτου που στάθμευε μπροστά από το παλαιό αρχοντικό που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της αλλοιώθηκαν σε μία γκριμάτσα απορίας, όταν η πόρτα άνοιξε και η Τσάρλη εισήλθε λαχανιασμένη.

«Χέλγκα! Είναι εδώ ο Μάινσερ!» σχεδόν τσίριξε και την είδε να χλομιάζει.

«Όχι, δεν μπορεί...» ψέλλισε εκείνη.

«Ο Μάινσερ; Και τι θέλει;» ακούστηκε η φωνή του Κερτ.

«Να μιλήσει μαζί σας, αξιωματικέ» απάντησε η κοπέλα και η Χέλγκα ετοιμάστηκε να φύγει, όταν άκουσαν συνομιλίες και βήματα που πλησίαζαν.

«Μπες κάτω από το κρεβάτι και εγώ θα ρίξω το σεντόνι. Έπειτα, μου οφείλεις εξηγήσεις» πρόφερε ο Κερτ αυστηρά, όταν η πόρτα άνοιξε και ο Βίγκμπερτ στάθηκε στο κατώφλι με την ατσαλάκωτη στολή του θανάτου να τον πλαισιώνει. Τα ψυχρά του μάτια καρφώθηκαν στην Τσάρλη, η οποία ένιωσε να ξεγυμνώνεται στο λεπτό και ας μην είχε ειπωθεί τίποτε εκ μέρους του, εκτός από έναν βιαστικό χαιρετισμό. Ακόμη και του Κερτ του ήταν ουσιαστικά δυσάρεστος, ωστόσο δεν είχε κάποιον λόγο ανησυχίας. Τον χιτλερικό χαιρετισμό, διαδέχτηκαν οι απανωτές ερωτήσεις του Βίγκμπερτ, για τυχόν ανάμνηση των υπεύθυνων. Όπως ήταν φυσικό, ο Κερτ απάντησε σε όλα αρνητικά.

«Αξιωματικέ, έχω πληροφορηθεί πως πολεμήσατε ξανά στο Ανατολικό Μέτωπο. Η αλήθεια είναι πως κάθε ενίσχυση, θεωρείται αναγκαία. Είναι το καθήκον σας. Υπάρχει περίπτωση να σας μετακινήσουν λοιπόν. Απολαύστε τις τελευταίες σας μέρες στην Πολωνία» ίχνος συναισθήματος δεν διαφαινόταν στη φωνή του, καθώς πάντοτε αντιδρούσε σαν ψυχρή υπολογιστική μηχανή. Αντιμετώπιζε τον άνθρωπο σαν ένα εργαλείο, το οποίο θα φρόντιζε να εκμεταλλευτεί προς όφελός του. Ο Κερτ δεν θα αποτελούσε εξαίρεση. Με την αποχώρησή του, η ατμόσφαιρα του δωματίου βελτιώθηκε αισθητά και η Χέλγκα έκανε την εμφάνισή της αναψοκοκκινισμένη.

«Χίλια συγγνώμη...»

«Χέλγκα λοιπόν είναι το όνομά σου. Το είχα θαρρώ στο πίσω μέρος του μυαλού μου, μα μου ήταν αδύνατον να το ανακαλέσω. Τι συμβαίνει στ' αλήθεια; Γιατί είσαι διαρκώς φοβισμένη και γιατί η ξαδέρφη μου δεν μου έδωσε ποτέ μία ευκαιρία να σε γνωρίσω;»

Η Χέλγκα τον κοίταξε. Στο βλέμμα της πλέον δεν διαφαινόταν φόβος. Όλα αυτά τα χαμένα χρόνια της απόλυτης βίας και καταστροφής, την είχαν εμφανώς κουράσει. Τα εβένινα μάτια της έπεσαν βαριά και αποφασιστικά επάνω στα δικά του. Δεν ήξερε τι να περιμένει, αν δηλαδή είχε και κάτι. Ο Κερτ την είδε να παίρνει μία βαθιά ανάσα προτού ξεστομίσει την αλήθεια της.

«Είμαι Εβραία» του δήλωσε και για λίγο έμειναν να αλληλοκοιτάζονται απολύτως σιωπηλοί «Κατάλαβα. Σοκαρίστηκες. Είναι λογικό. Τόσα χρόνια σας δίδασκαν πώς να μας αποφεύγετε, να μας θεωρείτε μολυσμένους, οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα. Φτάσατε στο σημείο να μας κοιτάζετε και να μην βλέπετε πια ανθρώπους, αλλά τέρατα. Μας στερήσατε την ανθρώπινη υπόστασή μας» τώρα η φωνή της έτρεμε καθώς τον κοιτούσε με οργή.

«Τελείωσες;» την ρώτησε.

«Με ειρωνεύεσαι;» συνέχισε την επιθετικότητα.

«Όχι, Χέλγκα. Ωστόσο δεν με άφησες καν να σου μιλήσω. Συμφωνώ σε όσα είπες, ωστόσο το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί είναι η καταγωγή σου. Δεν θα σου πω ψέματα, δεν έκανα παρέες με Εβραίους, κυρίως εξαιτίας του φόβου μου για την δική μου ζωή και της οικογένειάς μου. Τώρα αντιλαμβάνομαι γιατί η Κρίστα σας έκρυβε. Ίσως να ήταν όλα για καλό σκοπό τελικά»

«Ίσως» απάντησε απλώς η Χέλγκα και συνέχισε «Πώς βρέθηκες εδώ κοντά; Ήσουν πολύ βαριά τραυματισμένος»

Ο Κερτ μειδίασε.

«Με βοήθησε κάποια, με την οποία έχω εκρηκτική σχέση. Για την ακρίβεια αυτή η κάποια, έχει μαζί της και τον άλλο φίλο της Κρίστα. Εκείνον που θαρρώ με αναγνώρισε και γι' αυτό είμαι ακόμη ζωντανός. Να υποθέσω λοιπόν πως και εκείνος ήταν Εβραίος»

«Αναφέρεσαι στον Χανς;» ρώτησε η Χέλγκα.

«Νομίζω πως αυτό είναι το όνομά του. Όλη σας η παρέα μου ήταν γνωστή, καθώς και οι δίδυμοι, ο Όττο και ο Λούκα. Θυμάμαι από τότε, πως ο Όττο ήταν χωμένος βαθιά στο Κόμμα, ενώ ο Λούκα ο επαναστάτης της οικογένειας. Ίσως αυτό να οδήγησε στην κατάληξή του» συνοφρυώθηκε.

«Ήταν γείτονές μου. Θυμάμαι να τους συμβαίνουν πολλά και άσχημα πράγματα» ψέλλισε η Χέλγκα που στην ανάμνηση του Λούκα ένιωσε ένα μαχαίρι να της γυρνά βαθιά στα σωθικά «Πέρασαν τόσα χρόνια, μονάχα άσχημα για εμένα. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που γέλασα δίχως έγνοιες. Αν δεν ήταν ο Όττο, θα έβαζα τέλος στη ζωή μου»

Ο Κερτ σχημάτισε μία γκριμάτσα απορίας.

«Ο Σβαίγκερ είναι γεμάτος εκπλήξεις, εκτός από το γεγονός πως μας γύρισε την πλάτη» γρύλισε.

«Είναι λογικό να νιώθεις έτσι...» ψέλλισε εκείνη.

«Ναι είναι! Εγώ έχω φάει τη ζωή μου στο μέτωπο. Πλέον, τα πράγματα δεν είναι καλά για εμάς και το γνωρίζω, ωστόσο ξέρεις κάτι; Ακόμη και αν η Γερμανία έκανε λάθος, εγώ δεν πρόκειται να εγκαταλείψω τα αδέρφια μου που είναι στο μέτωπο. Δεν θα δεχόμουν ποτέ να πάω με τους Ρώσους! Ποτέ! Προτιμώ να πεθάνω στο πολιορκημένο πλέον Βερολίνο. Στα χώματά μου...» κοίταξε τη γη.

Η Χέλγκα ήξερε πως δεν μπορούσε να του αλλάξει τη γνώμη. Όπως και να είχε σε τέτοιους απάνθρωπους καιρούς, τα συναισθήματα ήταν πολύπλοκα και η λογική συνήθως παραγκωνιζόταν. Ο Κερτ αγαπούσε την πατρίδα του αλλά όχι το Κόμμα. Ήταν αποφασισμένος να υπερασπιστεί το Βερολίνο ό,τι και αν γινόταν. Ακόμη και την μετάθεσή του στα ανατολικά θα δεχόταν και ας φοβόταν. Εκτός του φόβου ωστόσο, υπήρχε και μία άρνηση εξαιτίας ενός προσώπου, μονάχα που ακόμη δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Σαν έφτασε η μέρα να επιστρέψει στο διαμέρισμά του, κοίταξε τη Χέλγκα.

«Είναι τόσο κακό που έχω αυτήν την άποψη;» Την ρώτησε εκείνο το παγωμένο πρωινό.

«Όχι Κερτ. Μου σώζεις τη ζωή με τη σιωπή σου, έτσι και αλλιώς και μπορώ επίσης να σου πω, πως εν μέρει, σε καταλαβαίνω και ίσως οι πράξεις μου, να μοιάζουν ποταπές για κάποια σαν εμένα, για τους συνανθρώπους μου που καθημερινά χάνονται κατά χιλιάδες» του είπε «Είμαι αυτό που είμαι και κατέληξα να γιατρεύω και να ανακουφίζω Γερμανούς στρατιώτες. Αρχικά δέχτηκα, καθώς αυτό θα αποτελούσε την τέλεια ευκαιρία για να βρίσκομαι κοντά στον Όττο. Τώρα πια, συνεχίζω με τη σκέψη πως ανακουφίζω ανθρώπους από τον πόνο. Στα δυστυχισμένα και φοβισμένα τους μάτια, δεν βλέπω Γερμανούς πια, βλέπω παιδιά που χάνουν τα χρόνια τους και τη ζωή τους για μία αδυσώπητη τρέλα που δεν τους ταιριάζει»

Ο Κερτ συγκινήθηκε και με μία αυθόρμητη κίνηση, την αγκάλιασε σφιχτά.

«Η Κρίστα πρέπει να σε αγαπούσε πολύ» έκανε μία παύση «Ο Όττο....είναι...τι σου είναι; Αν θέλεις μου λες»

«Είναι η αγάπη της ζωής μου» του απάντησε και τον είδε να μειδιά αμήχανα.

«Τυχερός άνδρας. Εσύ ήσουν η δική μου, παιδική αγάπη. Τελικά αντιλαμβάνομαι πως έχω σωστό ένστικτο και έλκομαι από τους καλούς ανθρώπους. Καλή τύχη στη ζωή σου και να προσέχεις. Ίσως, αν είμαστε τυχεροί, να συναντηθούμε κάποτε σε ένα Βερολίνο διαφορετικό. Αυτό που πραγματικά θα φιλοξενούσε όλα τα έθνη, όπως στους Ολυμπιακούς Αγώνες»

Από τότε, δεν είδαν ξανά ο ένας τον άλλο. Ο Κερτ επέστρεψε στο διαμέρισμά του και δύο μέρες αργότερα, μπήκε στο τρένο για ανατολικά. Μονάχα που τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν. Στο σήμερα έχοντας βρεθεί σε ουκρανικό έδαφος, μαζί με είκοσι άνδρες, ανάμεσά τους και τον Χαλς, βάδιζε προς την κατεύθυνση που τους υποδείκνυε ένα όχημα καλυμμένο με λάσπη. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες υπηρεσίας που τους καθοδηγούσαν ήταν αγέλαστοι. Δύο χιλιόμετρα βάδιζε τσαλαβουτώντας στη λάσπη, με τον νεαρό Χαλς να παλεύει να κρύψει τον πόνο του χεριού του που πότε πότε τον ενοχλούσε. Σε όλη τη διαδρομή, του αφηγούνταν πως είχε συναντήσει τυχαία εκείνον τον ιστορικό Ρώσο που είχε σώσει ο Σβάιγκερ πίσω στο Στάλινγκραντ. Όπως ήταν φυσικό, ο Κερτ δεν τον ρώτησε τίποτε περισσότερο από όσα είχε ακούσει. Η ομάδα του,  εισήλθε σε ένα κτίριο που το έλουζε ηλεκτρικό φως, ενώ ένας δεκανέας τους πλησίασε ουρλιάζοντας διαταγές και σηκώνοντας την τρίχα του εξαιτίας της οργής.

«Θα παρουσιαστείτε με τον πλήρη φόρτο σας μπροστά από την επιτροπή διαλογής!» τους διέταξε και εκείνοι ξεκίνησαν να απλώνουν επάνω στα τραπέζια όλα τα υλικά που είχαν χρεωθεί και που έπρεπε να τα έχουν μαζί τους.

«Το στρατιωτικό σου βιβλιάριο!» πρόσταξαν.

«Περνώ από στρατοδικείο και δεν το γνωρίζω;» ρώτησε εκνευρισμένος ο Κερτ.

«Ήσουν στην υποχώρηση;» απέφυγαν την ερώτησή του.

«Ja» απάντησε ο Κερτ. (μάλιστα)

«Και διαθέτεις ακόμη ετούτα στα χέρια σου;» του έδειξε τα φυσίγγια.

«Μάλιστα»

«Και γιατί δεν αμύνθηκες;»

«Μάλιστα» ήρθε ξανά η ειρωνική απάντηση του Κερτ.

«Τι μάλιστα ρε! Θα με τρελάνεις;» τον ρώτησε ένας άνδρας ξανά.

«Είχαμε λάβει διαταγή για υποχώρηση, κύριε στρατονόμε»

«Γαμώ την δυστυχία που μας βρήκε! Για δείτε κάποιους ήρωες που το έβαλαν στα πόδια!» τσίριξε ξεφυλλίζοντας το βιβλιάριό του που ήταν γεμάτο αίματα και βρώμα. Αγανακτισμένος, ο Κερτ κάρφωσε τα χείλη του, μήπως και ξεστόμιζε κάποια χειρότερη βρισιά. Ευχήθηκε να μην καταλήξει στο τάγμα των τιμωρημένων, το οποίο σήμαινε απασχόληση με αιχμαλώτους, εκκαθάριση ναρκοπεδίων, με την λέξη ελευθερία να μοιάζει άγνωστη. Ευτυχώς, το άψυχο χέρι του βασανιστή του, του επέστρεψε τα χαρτιά γλιτώνοντάς τον από την ποινή. Σαν ρακένδυτος αλήτης, έφυγε από την αίθουσα θέλοντας να ξεσπάσει σε κλάματα. Στο βάθος του στρατώνα, όρθιοι μέσα στη βροχή, στέκονταν οι υπόλοιποι σύντροφοί του στη μάχη. Αυτή λοιπόν ήταν η ευγνωμοσύνη της πατρίδας απέναντί τους. Και όμως, την υπόσχεση να πεθάνει για εκείνη δεν θα την έπαιρνε πίσω. Ήξερε πως η λύσσα των Ρώσων, δεν θα τους λυπόταν. Με τη σειρά του λοιπόν, δεν είχε σκοπό να αφήσει τους δικούς του ακάλυπτους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top