Καρδιές οχυρωμένες/ part 2

Οι μάχες λεπτό δεν είχαν κοπάσει. Τα δύο αδέρφια πάλευαν να κοιμηθούν, με του Πέτρου το μυαλό να τριγυρνά στην αντίσταση. Και ποιος δεν επιθυμούσε να διώξει κάθε κατακτητή από τα εδάφη του; Ο Γρηγόρης ήταν ένα παιδί διαφορετικό. Σε αντίθεση με τον Πέτρο, ήταν πιο ανοιχτός και πιο τολμηρός, δεν τον εμπόδιζε κανένα ρατσιστικό συναίσθημα και αυτό είχε φανεί στον τρόπο που είχε πλησιάσει τον Μαρτσέλο στο μέτωπο. Επίσης, η επαφή του η μικρή με τον Όττο, τον είχε οδηγήσει στην απομυθοποίηση της ατσαλάκωτης εμφάνισης των Γερμανών. Για εκείνον ήταν άνθρωποι, απλώς όσοι επέλεγαν να βρεθούν στο διάβα του με κακούς σκοπούς, θα το πλήρωναν ακριβά. Βαριανασαίνοντας και υπό τον ήχο του ψιλόβροχου, σηκώθηκε από το κρεβάτι του, παρακαλώντας σιωπηλά να μην γίνει αντιληπτός από τον αδερφό του.

Σαν τον αίλουρο, βάδισε προς το δωμάτιο του Μαρτσέλο, για να τον δει κουτσαίνοντας, να παλεύει να ανοίξει με το ένα χέρι την πόρτα.

«Τι νομίζεις πως κάνεις;» του φώναξε ο Γρηγόρης με εκνευρισμό.

«Πρέπει...πρέπει να τον αναζητήσω» πάλεψε να του εξηγήσει.

«Όχι! Δεν σε καταλαβαίνω. Πήγε να σε σκοτώσει. Οι περισσότεροι από δαύτους, είναι αμείλικτοι δολοφόνοι. Είδες τι έγινε!Όλα τα δίκαια του πολέμου έχουν καταπατήσει» συνέχισε να διαμαρτύρεται ο φίλος του και ο Μαρτσέλο τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη.

«Όμως, εγώ δεν σε έκρινα ποτέ που μιλάς στον Όττο. Δεν σε ειρωνεύτηκα που εξακολούθησες να το κάνεις κόντρα στη δυστυχία της χώρας σου. Τώρα, εσύ γιατί με κρίνεις;» τον ρώτησε.

Ο Γρηγόρης πισωπάτησε. Τον κοίταξε έντονα για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα πήρε μία βαθιά ανάσα, μερικώς ηττημένος.

«Δεν σε κρίνω. Απλώς ανησυχώ για εσένα. Ο Όττο είναι χιλιόμετρα μακριά, εκείνος με προειδοποίησε για όσα θα ακολουθούσαν. Εσένα αυτός ο δήθεν φίλος, σε σημάδεψε με το όπλο του και ήμουν βέβαιος πως θα πατούσε τη σκανδάλη»

«Δεν το έκανε όμως...Άκου, δεν χρειάζεται να με ακολουθήσεις, δεν θέλω να κινδυνεύσεις» ξεκίνησε ο Μαρτσέλο.

«Έχεις τα χάλια σου και δεν θα τα καταφέρεις μόνος σου. Επιπλέον, οι Γερμανοί συνεχίζουν τη λυσσαλέα μάχη και σας αναζητούν παντού. Πάμε, θα σε βαστώ εγώ. Θα σε οδηγήσω μέσα από τα δάση αναγκαστικά. Γιατί να υπάρχουν οι φίλοι εξάλλου, αν όχι για να βοηθάνε στις τρέλες;»

Ο Μαρτσέλο του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη. Στο μικρό και ήσυχο χωριό η κίνηση ήταν ελάχιστη. Ένας χωρικός ανηφόριζε μονάχος του, στο δειλινό, με τον γάϊδαρό του φορτωμένο με κοπριά. Το Δημοτικό Σχολείο είχε κλείσει εξαιτίας των μαχών καθώς οι δάσκαλοι φοβούνταν για την ασφάλεια των παιδιών. Αυτό που θα ακολουθούσε, θα ήταν ένας απόλυτος αποκλεισμός της Κεφαλονιάς. Μέσα από τα δάση και πλησιάζοντας προς το αλλοτινό πεδίο της μάχης, πτώματα Ιταλών κείτονταν σαν τσουβάλια, το ένα επάνω στο άλλο, γεμάτα μύγες, πληγές και ξεραμένο αίμα. Το αναθεματισμένο ψιλόβροχο δεν εννοούσε να σταματήσει με τους δύο νεαρούς να έχουν μουσκέψει. Με απόλυτη προσοχή, έκαναν μερικά ακόμη βήματα. Ο Μαρτσέλο πάγωσε. Το σώμα του Αλφ βρισκόταν πεσμένο λίγο παραπέρα από το σημείο της πτώσης, σημάδι πως είχε συρθεί ως εκεί. Η σφαίρα τον είχε βρει στον ώμο. Τα δάχτυλα του χεριού του κινούνταν αμυδρά ενώ το πρόσωπό του το μισό, ήταν βουτηγμένο στη λάσπη.

Τα μάτια του Μαρτσέλο γέμισαν δάκρυα. Πόσο πολύ είχαν αλλάξει, πόσο πολύ είχε κρυφτεί η λάμψη της αθωότητας πίσω από τη συννεφιά του πολέμου; Ο Γρηγόρης τον κοιτούσε με θαυμασμό. Τον κοιτούσε να γονατίζει δίπλα στον τραυματισμένο του παλαιό φίλο και να τοποθετεί το χέρι στον ώμο του.

«Αλφ;» τον σκούντησε και δύο γκριζοπράσινα μάτια άνοιξαν και συγχρονίστηκαν απολύτως με τα δικά του. Έπειτα, βούλιαξαν στην ντροπή, στις τύψεις και κατόπιν στην άμυνα.

«Φύγε» του είπε στα γερμανικά «Φύγε Μαρ, πεθαίνω νομίζω. Έχω χάσει πολύ αίμα»

«Ήρθα για να σε βοηθήσω» του είπε ο Ιταλός.

«Όχι. Εγώ δεν το έκανα...Φύγε» συνέχισε, ενώ ένας βήχας συντάραξε το κορμί του. Ταυτόχρονα είχε βραχεί και έτρεμε ολόκληρος. Το βλέμμα του ωστόσο, όπως παρατήρησε ο Γρηγόρης, εξακολουθούσε να πασχίζει να διατηρήσει την ατσαλένια πυγμή του θάρρους ενός πολεμιστή. Ήταν ένα πολύ συνηθισμένο, γερμανικό ύφος. Το αντίθετο σπάνιζε. Δίχως να πει λέξη λοιπόν, έκανε νόημα στον Μαρτσέλο να σηκωθεί και με όλη του τη δύναμη, άρπαξε από την μέση τον νεαρό λοχαγό. Βογκητά πόνου ξέφυγαν από το στόμα του Γερμανού, ο οποίος χρησιμοποίησε τον κορμό ενός δέντρου για να στηριχτεί «Δεν θα έπρεπε...έκανα εγκλήματα...σκότωσα....»

«Γρηγόρη, σε παρακαλώ. Πώς μπορούμε να τον βοηθήσουμε;» ρώτησε ο Μαρτσέλο για να δει τον φίλο του να ξεφυσά.

«Ειλικρινά; Δεν γνωρίζω. Αν μας πάρουν χαμπάρι, θα κατηγορηθούμε για προδοσία. Θα ατιμάσω όλη την οικογένεια, ως και τη μνήμη του αδερφού μου. Ας τον περιθάλψουν οι δικοί του» προσπάθησε να το αποφύγει, παρατηρώντας παράλληλα το αίμα να ρέει σαν ρυάκι ερυθρό στην πλάτη του «Γαμώτο!» έβρισε στα ελληνικά «Θα το μετανιώσω»

Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και τον τρόμο, κατόρθωσαν να φτάσουν μέχρι το σπίτι τους. Ο πατέρας της Ροδάνθης και του Παναγιώτη ήταν ο ιατρός της περιοχής, ιδιαίτερα δεκτικός, έξυπνος και δυναμικός άνθρωπος. Η ώρα ήταν περασμένη, ο Αλφ ήταν τοποθετημένος και ημίγυμνος στο ξύλινο τραπέζι, ανάμεσα στα οπωροφόρα δέντρα και ο νεαρός Γρηγόρης χτύπησε διακριτικά την πόρτα του σπιτιού. Ο Θύμιος, αναμαλλιασμένος, φάνηκε με την τσαλακωμένη του πιτζάμα στο κατώφλι.

«Γρηγόρη; Όλα καλά; Έπαθε κανείς τίποτε;» ρώτησε μέσα στην αγωνία και ο Γρηγόρης ευχόταν να μην κάνει την εμφάνισή του ο Παναγιώτης, ο γιος του και δικός του φίλος.

«Μην ανησυχείς, η οικογένειά μου είναι καλά. Θείε έχω έναν τραυματία σπίτι. Αν υπάρχουν αποθέματα σε φάρμακα, θα μπορούσες να...;»

«Φυσικά! Μα αυτό είναι το επάγγελμά μου. Κάποιος κακόμοιρος Ιταλός ε;» ρώτησε με μία έκφραση βασανισμένη, μα όταν δεν έλαβε εγκαίρως απάντηση, ανασήκωσε το φρύδι του.

Με ένα βαλιτσάκι, κατέβηκε υπό άκρα μυστικότητα ως την αυλή του. Σαν είδε κλειστά τα φώτα, η αγωνία τον τύλιξε περισσότερο. Ο Γρηγόρης τον οδήγησε στο ξύλινο τραπέζι, όπου είχαν σκεπάσει τον νεαρό από τη μέση και κάτω. Ο Μαρτσέλο τον στήριξε για να γυρίσει μπρούμυτα, προκειμένου να του αφαιρεθεί η σφαίρα. Έχοντας δαγκώσει ένα κομμάτι ύφασμα, υπέμενε σιωπηλά την αφαίρεση της σφαίρας, με τον Θύμιο να εξακολουθεί να αναρωτιέται για την ταυτότητα του όμορφου σχετικά νεαρού, με το ατσάλινου βλέμμα ακόμη και την ώρα της δύσκολης επέμβασης.

«Έχει χάσει αρκετό αίμα, μα θα γίνει καλά» κοίταξε κατόπιν τον Γρηγόρη «Ποιος είναι;»

«Παιδικός φίλος του Μαρτσέλο...Μονάχα που είναι λίγο Γερμανός και είναι λίγο τσακωμένοι και επίσης τον πυροβόλησα εγώ»

«Γρηγόρη! Το γνωρίζουν οι δικοί σου;»

«Όχι. Ακόμη δεν είπα λέξη. Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτε και μίλα πιο σιγά γιατί το σπιτάκι των γονιών μου είναι εδώ δίπλα»

Ο Θύμιος τον κοίταξε αυστηρά. 

«Ως γιατρός, έχω μάθει να μην κοιτάζω την εθνικότητα, μα αυτό που μας έχει βρει τις τελευταίες μέρες, είναι σκέτος εφιάλτης. Όλοι αυτοί οι πυροβολισμοί που ακούγονται, είναι η θανάτωση των Ιταλών αιχμάλωτων. Είναι δαίμονες οι ναζί και δεν έχουν τον Θεό τους. Γνωρίζω πολλές μαυροφορεμένες μάνες, που έχασαν τα παιδιά τους εξαιτίας τους. Πρόσεχε...Μονάχα αυτό σε συμβουλεύω. Οι καιροί είναι πολύ σκοτεινοί. Στα Τρωιανάτα βάλανε φωτιά στα πτώματα και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα από τη βρώμα της καμένης ανθρώπινης σάρκας. Άλλοι πετάχτηκαν στα πηγάδια. Πιθανότατα και αυτός που έχεις εδώ, να έκανε το ίδιο» ήταν και η τελευταία του κουβέντα, προτού αποχωρήσει.

Ο Μαρτσέλο μαζί με τον Γρηγόρη, έσυραν τον νεαρό στην κρυφή αποθήκη, στο υπόγειο του σπιτιού, όπου κανείς σχεδόν δεν κατέβαινε πλέον. Ο Αλφ παρέμενε ακουμπισμένος στον τοίχο, χλωμός και ιδρωμένος, μα πάνω από όλα αμίλητος. Ο Γρηγόρης αποχώρησε για να ανέβει στην σοφίτα ξανά, αφήνοντάς τους μόνους.

«Φιλίππο;» τον φώναξε ο Μαρτσέλο με το ιταλικό του όνομα. Εκείνος μετά βίας τον κοίταξε «Έχουμε τόσα χρόνια να τα πούμε εμείς οι δύο. Τόσο πολύ άλλαξαν τα πράγματα; Τόσο, σε σημείο να μην μπορώ να κερδίσω από εσένα μία λέξη; Λοχαγέ;»

Ο Αλφ συνέχισε να παραμένει αμίλητος.

«Δεν έχω κάτι να σου πω....»

Ο Μαρτσέλο κατέβασε το βλέμμα του στη γη.

«Πολύ καλά. Να πηγαίνω τότε» πρόφερε και ξεκίνησε να ανεβαίνει την ετοιμόρροπη σκάλα, όταν άκουσε την φωνή του φίλου του.

«Σε ευχαριστώ που γύρισες για εμένα»

Ο Μαρτσέλο κοντοστάθηκε, μα όχι για πολύ. Εξάλλου ήταν και ο ίδιος κουρασμένος, το κορμί του τον πονούσε ολόκληρο. Το κεφάλι του ακούμπησε στο μαξιλάρι. Ήταν ένα βράδυ δίχως όνειρα, μονάχα με αγωνία. Ταυτόχρονα, ο Αλφ από τη θέση εκείνη δεν έβλεπε καν το λιγοστό φως της σελήνης. Το κορμί του είχε μαζευτεί σε μία άκρη στον τοίχο, ενώ τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Δεν του άξιζε αυτή η συμπεριφορά, δεν του άξιζε ο Μαρτσέλο σαν φίλος. Ήταν στρατιώτης, εκτελούσε εντολές. Δεν μπορούσε να πράξει αλλιώς. Έδωσε τη χαριστική βολή σε πολλούς ετοιμοθάνατους, του πέρασε επίσης από το μυαλό να χτυπήσει τον Μαρτσέλο όσο και αν ταράχτηκε από την ξαφνική τους συνάντηση. Είχε μάθει τόσα χρόνια στην σκληρή εκπαίδευση. Σπάνια εξέφραζε τα συναισθήματά του.

Το επόμενο πρωί, ο ήχος από βαριές αρβύλες που πλησίαζαν στην πλατεία, σήκωσαν τους ντόπιους στο πόδι. Γερμανοί στρατιώτες με τα όπλα στα χέρια και το δάχτυλο στη σκανδάλη, ζητούσαν τον πρόεδρο της κοινότητας, προκειμένου να τους βρει κατάλυμα. Από τα χαράματα, η οικογένεια του Γρηγόρη βρισκόταν είτε στα χωράφια, είτε στην κουζίνα, είτε έξω στον κήπο. Ο Γρηγόρης ίσα που τσίμπησε μία φέτα σκληρό ψωμί, το ίδιο και ο Μαρτσέλο.

«Όλα καλά;» ρώτησε τα δύο αγόρια ο Ναγής και ένευσαν θετικά ταυτόχρονα.

Η Λευκή και η μητέρα του η Μάρα, είχαν απομείνει να μαζεύουν το τραπέζι, όταν άκουσαν ένα χτύπημα στην πόρτα και είδαν τη νεαρή Ροδάνθη με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.

«Οι γυναίκες του σήμερα παίρνετε πρωτοβουλίες βλέπω» την πείραξε η Λευκή και αποσύρθηκε για να φωνάξει τον Μαρτσέλο που καθόταν στον κήπο. Ταυτόχρονα, ο Αλφ από την καταπακτή καρτερούσε στωικά τη στιγμή που θα κατόρθωνε να αρπάξει εκείνο το ποτήρι με το νερό που είχε απομείνει στο τραπέζι μονάχο του. Θεωρώντας πως άπαντες είχαν φύγει, άνοιξε με τρόπο την κρυψώνα και κινήθηκε,όταν έπεσε επάνω στη Ροδάνθη. Το πρόσωπό της συγκρούστηκε με το γυμνό του στήθος και οι κραυγές έφεραν όλη την οικογένεια στο εσωτερικό.

Άπαντες κοιτούσαν άλαλοι μία την κοπέλα και μία τον όμορφο νεαρό.

«Ροδάνθη;» ψέλλισε η μητέρα του Γρηγόρη.

«Ευχαριστώ για το λουλούδι» της είπε στα ιταλικά ο Αλφ, δίχως να σώσει την κατάσταση.

«Δεν είναι για εσένα! Και από πού μας ήρθες; Σε είδα να βγαίνεις από εκεί!» φώναξε και το βλέμμα όλων καρφώθηκε στον Γρηγόρη. Το πρόσωπο των παππούδων άστραψε, σαν πρόσεξαν το παντελόνι του νεαρού.

«Σε ακούμε, μα προτού το κάνουμε, πέταξε έξω τον ναζί! Τώρα!» του έβαλε τις φωνές ο συνονόματος Γρηγόρης και ακολούθησε ο πατέρας του.

«Αυτό δεν το περίμενα από εσένα»

«Δεν έφταιξε... Ήταν δικό μου λάθος» πετάχτηκε ο Μαρτσέλο «Είναι δικός μου γνωστός και..και δεν άντεξα να τον αφήσω στο πεδίο της μάχης να αργοπεθαίνει...» πριν προλάβει να αποσώσει τη φράση του, ένα αγοράκι, ο Μανωλιός, εισήλθε για να μεταφέρει τα καθέκαστα, σχετικά με τους Γερμανούς που απειλούσαν Θεούς και δαίμονες ζητώντας τόπο διαμονής από τους ντόπιους. Μάλιστα, αναφέρθηκε και το ευρύχωρο σχετικά σπίτι του Γρηγόρη.

«Ποτέ! Κανείς τους δεν θα μείνει εδώ!» τσίριξε ο Φώτης, ο πατέρας του.

«Ακούστε!» τους είπε στα αγγλικά ο Αλφ «Είμαι λοχαγός, σίγουρα θα με αναζητούν και....αν μου επιτρέψετε, θα ζητήσω να μείνω εγώ εδώ. Εξάλλου, δεν θα θέλατε να έρθει κάποιος άγνωστος και να βρει τα όπλα της καταπακτής»

«Μας απειλείς;» γρύλισε ο Γρηγόρης.

«Είναι προς το συμφέρον σας. Έχω και προσωπικό μάγειρα και δεν θα πεινάσετε ποτέ. Έρχονται δύσκολοι καιροί. Ξεχάστε τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες. Υπόσχομαι όμως πως δεν θα σας δημιουργήσω πρόβλημα. Θα είναι σαν να μην υπάρχω» του απάντησε ψυχρά.

«Καλώς» γρύλισε ο Πέτρος και ο Αλφ ντύθηκε με κόπο για να πάει στην πλατεία. Είχε κάνει την καλύτερη επιλογή. Παρά τον πόνο του, με καμάρι φόρεσε τα γαλόνια του και ανέβηκε τη σκάλα. Μόνος του έφυγε, πλησιάζοντας τη Ροδάνθη και δίνοντας πίσω το λουλούδι. Κοίταξε τον Μαρτσέλο και χαμήλωσε τα μάτια του.

΄΄Μπλέξαμε άσχημα΄΄ σκέφτηκε ο Γρηγόρης. Το βραδάκι θα έκανε μία πλήρη αναφορά στον φίλο του, ο οποίος βρισκόταν στον δρόμο για την Πολωνία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top