"Δεν θα εγκαταλείψω το Βερολίνο!"/ part 2
Με το όπλο στο χέρι και έναν σκοπό, ο Αλεξέι βάδιζε προς την πλούσια γειτονιά του Βερολίνου, αποφασισμένος για όλα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε βρεθεί αντιμέτωπος με οδομαχίες της τελευταίας στιγμής, χρησιμοποιώντας τα ερείπια για κάλυψη. Έπρεπε να μπει ένα τέλος σε αυτήν την αιματηρή ιστορία και όφειλε να το κάνει για τον φίλο του, μα και για τον κόσμο όλο. Δεν θα επέτρεπε σε αυτό το καθίκι να ζήσει ούτε μία μέρα παραπάνω. Τα πράγματα κάθε στιγμή που περνούσε εξάλλου, γίνονταν ολοένα και πιο άγρια. Τα Ες-Ες είχαν εξαγριωθεί και μπροστά στα μάτια του Αλεξέι διεξαγόταν μία τρομερή συμπλοκή μεταξύ ενός άνδρα της Βέρμαχτ που προσπαθούσε να συρθεί στη σωτηρία και δύο ανδρών των Ες-Ες. Ήταν τότε που η οργισμένη κραυγή του Ρώσου τους απέσπασε την προσοχή.
«Αφήστε τον ήσυχο!» τους φώναξε.
«Σιχαμένε Μπολσεβίκε..» σύρριξε σαν το φίδι ο ένας και τη στιγμή που ετοιμάστηκαν να πατήσουν την σκανδάλη, ο Άλεξ τον πυροβόλησε κατευθείαν στο μέτωπο, ενώ ο άλλος βρήκε τον θάνατο με μία σφαίρα στο σβέρκο από τα χέρια του νεαρού της Βέρμαχτ. Ήταν σε άθλια κατάσταση, από το γόνατο του δεξιού του ποδιού, έτρεχε αίμα. Ωστόσο, μιλούσε άψογα αγγλικά.
«Ευχαριστώ γι' αυτό. Είχαν γίνει ανυπόφοροι» σχεδόν δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Ο Αλεξέι τον πλησίασε.
«Δεν γνωρίζω η προπαγάνδα σας με τι είδους κοσμητικά επίθετα μας έχει στολίσει, εγώ προσωπικά δεν βρίσκομαι εδώ για να κατακτήσω τη χώρα σου, μήτε για να σας εκδικηθώ. Το μόνο που επιθυμώ, είναι να επιστρέψω πίσω στην πατρίδα μου, στο σπίτι μου στο Βορονέζ, να φυσήξω τις στάχτες και αργά να το χτίσω ξανά από την αρχή. Θέλω να φύγω από εδώ»
«Είμαι ο Μπεν» τον χαιρέτησε.
«Είμαι ο Άλεξ. Αναζητώ έναν φονιά. Έναν Βίγκμπερτ Μάινσερ» του είπε και τον είδε να χλομιάζει.
«Η έπαυλη δεν είναι μακριά από εδώ...Καλή τύχη και....μην λυπηθείς....» δεν πίστευε πως είχε ξεστομίσει κάτι τέτοιο.
«Ξέρω πότε πρέπει να λυπηθώ και πότε όχι. Καλύτερα να φύγεις από εδώ. Κρύψου σε κανένα υπόγειο καταφύγιο» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες, όταν στο βάθος, ανάμεσα από τις σωρούς των ερειπίων, ξεπρόβαλαν τρία σπίτια, σχεδόν ανέγγιχτα. Ο Αλεξέι στένεψε τα μάτια του. Το σκηνικό έμοιαζε με στιγμή βγαλμένη από εφιάλτη. Εκείνος χαμήλωσε το σώμα του και αργά, σαν τον αίλουρο, πλησίασε την απόκοσμη έπαυλη.
Στο εσωτερικό του σιωπηλού σπιτιού, ο Βίγκμπερτ έστεκε σαν ηττημένος Δαίμονας, παραδομένος στην τρέλα. Θα μπορούσε κάλλιστα να θέσει τέλος στη ζωή του, μα ούτε και αυτό μπορούσε να το κάνει. Κάποιος κάποτε τον είχε αποκαλέσει δειλό. Τώρα, το τρεμάμενο χέρι του, οπλισμένο, πλησίαζε στον κρόταφο ξανά και ξανά, ανίκανο να πατήσει τη σκανδάλη. Ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του. Στα χέρια του βαστούσε ένα ρουχαλάκι που ανήκε στον γιο του. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του. Τα μακριά, λεπτά του δάχτυλα, σχεδόν με αποστροφή άγγιξαν εκείνα τα αλμυρά ρυάκια, σύμβολα συναισθημάτων, σύμβολα αδυναμίας, ίσως μίας κάποιας ανθρωπιάς. Εδώ, σε αυτόν τον απόκοσμο τάφο που υπήρξε το σπίτι του, δίχως να έχει νέα από την μητέρα του ή την αδερφή του, στεκόταν μόνος, μπροστά στην είσοδο της Κολάσεως. Ένας έκπτωτος, ίσως ο ίδιος ο Εωσφόρος, για πρώτη του φορά αντιλαμβανόταν, πως όχι απλά δεν ήταν Θεός, μα δεν ήταν καν Δαίμονας. Μπροστά στην απόλυτη μοναξιά, στον θάνατο, στον κίνδυνο, ένα σκίρτημα αγωνίας διέτρεχε την ψυχή του. Είχε έρθει το τέλος και το γνώριζε. Το δικό του, της χώρας του, των εγκλημάτων του. Έσφιξε τις γροθιές του και από την τσέπη της στολής του έβγαλε το μενταγιόν εκείνο που ανήκε στον Όττο. Τον μισούσε, όσο δεν είχε μισήσει ούτε καν τους Εβραίους. Αν υπήρχε μία τελευταία επιθυμία του, αυτή θα ήταν να του κόψει το λαρύγγι με τα δόντια του. Πώς ήταν δυνατόν να είχε γίνει διάσημος; Πώς ήταν δυνατόν να ακροβατούσε συμφεροντολογικά σε τόσες βάρκες και καμία να μην τον είχε στείλει στον πάτο της αβύσσου; Ήταν Ες-Ες διάολε! Και όμως, είχε γίνει αποδεκτός από όλους. Είχε λάμψει και το τελειωτικό χτύπημα θα το έδινε στην ίδια του την πόλη. Όχι. Αυτό δεν θα το επέτρεπε. Θα τον διέλυε. Θα σπαρταρούσε στο έδαφος, μα μέχρι και την τελευταία του ανάσα, θα προτιμούσε να πάρει τον καταραμένο τον Σβάιγκερ στο λαιμό του. Ένας ανεπαίσθητος θόρυβος ακούστηκε και ευθύς έσφιξε το όπλο στο χέρι του.
Ο Αλεξέι με πολύ προσοχή και το στομάχι του σφιγμένο, εισερχόταν σε ένα κατά πώς φαινόταν πλούσιο σπίτι. Οι βομβαρδισμοί έκαναν τα εναπομείναντα τζάμια να τρίζουν, ωστόσο εκείνος βαστούσε ακόμη και την ανάσα του. Τα μάτια του περιεργάστηκαν τη βαριά, σκοτεινή επίπλωση. Η αύρα που επικρατούσε, είχε την άλικη γεύση του αίματος. Το χέρι του σύρθηκε στη σκανδάλη, όταν ένιωσε μία παρουσία να κινείται ταχύτατα. Το επόμενο πράγμα, ήταν να ακούσει και σχεδόν να νιώσει μία σφαίρα να περνά χιλιοστά μακριά από το πρόσωπό του. Ελάχιστες φορές είχε αισθανθεί οργή. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να θερίσει κυριολεκτικά με σφαίρες την κουπαστή της σκάλας και το κενό που οδηγούσε στον πρώτο όροφο.
«Βγες έξω!» του φώναξε στα ρωσικά και κατόπιν στα αγγλικά «Αν έχεις έστω και μία στάλα ανδρισμού, κατέβα και αντιμετώπισέ με»
Ησυχία απόλυτη επικράτησε για μερικά δευτερόλεπτα και τότε, άκουσε επιτέλους βήματα αργά. Τα κυανά του μάτια καθρέπτισαν την οργή, σαν ήρθαν σε σύγκρουση με εκείνες τις ψυχρές λίμνες, βουτηγμένες σε ένα χλωμό, μα όμορφο πρόσωπο. Εκείνο του Εωσφόρου. Ο Αλεξέι ύψωσε το ανάστημά του και έκανε ένα βήμα μπροστά. Η ατμόσφαιρα μύριζε στάχτη ξαφνικά, ανθρώπινη σάρκα καμένη. Ουρλιαχτά ακούγονταν μέσα στο κεφάλι του Ρώσου, θαρρείς και όλες οι ψυχές ζητούσαν δικαίωση.
«Βίγκμπερτ Μάινσερ. Επιτέλους βρήκες το θάρρος να βγεις στο φως»
«Αν πιστεύεις πως σε φοβάμαι, κάνεις λάθος» γρύλισε εκείνος «Τι είσαι; Ένα τίποτα. Ένας αμόρφωτος Μπολσεβίκος, ένα κατώτερο είδος ανθρώπου, που ποτέ του δεν θα εξελιχθεί»
«Είμαι αδερφός, γιος, φίλος αγαπημένος. Είμαι πλήρης από τη ζωή μου, είμαι χαρούμενος, γιατί ακόμη και αν εδώ και τώρα έρθει η δύση μου, το όνομά μου θα αγαπιέται για πάντα. Εσύ τι είσαι; Ένα κουφάρι που και η τελευταία πέτρα αυτής της χώρας, με παρακαλά να το αφανίσω. Παρόλα αυτά, κάτι φοβάσαι. Τον ατιμωτικό θάνατο. Κάνω λάθος;»
«Σκάσε!» του ούρλιαξε στα γερμανικά και ύψωσε το χέρι του.
«Σε προκαλώ σε μία μάχη σώμα με σώμα. Έχεις την ξιφολόγχη σου. Κράτα την και έλα να με αντιμετωπίσεις. Ως Ες-Ες φαντάζομαι, η εκπαίδευσή σου θα είναι ασυναγώνιστη. Ή μήπως φοβάσαι έναν ταπεινό χωριάτη;»
Την επόμενη στιγμή, οι δύο μονομάχοι βρέθηκαν να χτυπιούνται στο διαλυμένο σαλόνι δίχως έλεος. Ο Αλεξέι παρακολουθούσε την κάθε του κίνηση, αποφεύγοντάς την και τινάζοντας το ευέλικτο σώμα του στον αέρα. Τα πόδια του προσγειώθηκαν στην τραπεζαρία, και με μία ξαφνική κίνηση, έγδαρε σχεδόν όλη τη δεξιά πλευρά του προσώπου του Βίγκμπερτ. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν εκείνος να κινηθεί ταχύτατα, πετώντας τον με φόρα στο πάτωμα και μπήγοντας στον αριστερό του ώμο τη ξιφολόγχη. Ο Ρώσος πάλεψε να συγκρατήσει ένα ουρλιαχτό, όταν μία έκρηξη, διέλυσε τα μπροστινά τζάμια σκορπίζοντας ένα κύμα σκόνης και θραυσμάτων προς το μέρος τους. Το πόδι του Άλεξ, κλότσησε με δύναμη τον άνδρα προς τα πίσω και την επόμενη στιγμή, βρέθηκε να τον έχει αρπάξει από τον λαιμό, παλεύοντας να τον πνίξει. Το αίμα κυλούσε σαν ρυάκι ερυθρό στο χέρι του, σχεδόν ένιωθε το ανεπαίσθητο άγγιγμα της άλικης ανάσας.
«Ομολόγησε πως εσύ τον σκότωσες!» του ούρλιαξε, παρατηρώντας τις φλέβες να διογκώνονται στο πρόσωπό του. Ένα γέλιο στριγκό, σαν πολλοί φθόγγοι μαζί, δραπέτευσε από τα ματωμένα του χείλη.
«Έχω σκοτώσει πολλά αποβράσματα. Γίνε πιο σαφής» τον ειρωνεύτηκε παρά την πίεση του πνιγμού.
«Τον Λούκα! Ομολόγησε πως εσύ τον σκότωσες!»
Για πρώτη φορά είδε τα χαρακτηριστικά του να αλλοιώνονται από το ξάφνιασμα. Ποιος στο ανάθεμα ήταν ο συγκεκριμένος Ρώσος και γιατί γνώριζε τον Λούκα; Το ψυχρό του βλέμμα τον διαπέρασε.
«Είσαι το σκουλήκι για το οποίο μας γύρισε την πλάτη ο Σβάιγκερ, ο Σίφουνας. Δεν έχω να ομολογήσω τίποτε» Είδε την ξιφολόγχη του Άλεξ να υψώνεται για να τον καρφώσει, μα τότε ταχύτατα, εκείνος άρπαξε μία πέτρα που είχε εκσφενδονιστεί από την προηγούμενη έκρηξη και την χτύπησε με μανία στο κεφάλι του. Ο Αλεξ έπεσε στο πλάι, ωστόσο δεν έχασε τις αισθήσεις του. Βουτηγμένοι και οι δύο στο αίμα και τις πληγές, παραπάτησαν, με τον Βίγκμπερτ να αναζητά τρόπο σωτηρίας μιας και δεν έφτανε το όπλο του. Ο Αλεξέι που είχε σιχαθεί να παίζει παιχνίδια μαζί του, ύψωσε το όπλο του, μόνο για να τον δει να πέφτει με φόρα επάνω στα τζάμια της πίσω πλευράς και να το σκάει από εκεί. Τρέχοντας, πλησίασε στο ματωμένο παράθυρο ουρλιάζοντας, μα οι πυρκαγιές που σιγόκαιγαν μέρα και νύχτα, σε συνδυασμό με τα βουνά των ερειπίων που στόλιζαν την πόλη, αποτέλεσαν το τέλειο εμπόδιο για εκείνον και την εξίσου τέλεια κάλυψη για έναν Βίγκμπερτ του οποίου το πρόσωπο προσομοίαζε με ωμή σάρκα σφαγμένου ζώου. Μπροστά στα πόδια του Ρώσου ωστόσο, βρισκόταν πεσμένο το φυλαχτό που ανήκε στον Όττο. Θα επέστρεφε στα χέρια του επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια.
Οι μάχες εντός του Βερολίνου, έμοιαζαν πλέον με το τελευταίο σκίρτημα ζωής χτυπημένου θανάσιμα θύματος. Αυτοί που θα υπερασπίζονταν την πόλη, μπροστά σε σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο Σοβιετικούς, ήταν ορισμένες αποκομμένες μονάδες της Βέρμαχτ και των Ες-Ες, καθώς και ορισμένοι υπερήλικες της Πολιτοφυλακής και των έφηβων της χιτλερικής νεολαίας. Το ρωσικό πεζικό όπου συναντούσε αντίσταση, έδινε την πρωτοβουλία στα άρματα που ισοπέδωναν τα κτήρια με τα πυρά τους. Ο Αλεξ κουρασμένος, τραυματισμένος και ζαλισμένος, βγήκε από τον τάφο της έπαυλης και πήρε τον δρόμο από όπου είχε έρθει με απόλυτη προσοχή. Ήταν μόνος και χτυπημένος σε μία εχθρική πόλη. Στο μοναδικό κτήριο που έστεκε εκεί κοντά, πλησίασε για να ξαποστάσει. Ο καπνός από τις πυρκαγιές και η σκόνη από τα ερείπια, περιόριζαν την ορατότητα. Λευκές σημαίες ξεπρόβαλαν από παντού και μάλιστα η μία είχε έρθει από ένα κρυφό καταφύγιο δίπλα του. Ο Αλεξέι αναγνώρισε τον Μπεν με πολιτικά πλέον ρούχα. Δεν είπαν τίποτε. Του ζήτησε το λευκό πανί για να καθαρίσει το πρόσωπό του. Ούτε οι άμαχοι του μίλησαν. Ο Ρώσος σηκώθηκε στα πόδια του. Η δύναμη πλέον, η ώθηση για να συνεχίσει προερχόταν από ένα και μόνο συναίσθημα. Εκείνο της οργής.
Στο Νοικέλν, η Κρίστα περνούσε αμήχανες στιγμές με έναν Ντίμα που δεν είχε κάνει ούτε μισό βήμα μακριά από την πόρτα, μα ούτε της είχε απευθύνει τον λόγο. Ο μικρός Όττο τον πλησίασε, σε αντίθεση με τον Άλμπρεχτ που φοβόταν και δίχως να του μιλήσει, παραμέρισε τα χέρια του και αφέθηκε σε μία αγκαλιά που προκάλεσε στον Ντίμα παράξενα συναισθήματα. Δεν τον έδιωξε, μα λέξη δεν του είπε, έτσι κ αλλιώς δεν θα καταλάβαινε. Η Κρίστα τον κοιτούσε. Αν και με τον Άλεξ ήταν πρώτα ξαδέρφια από την πλευρά της μητέρας του, ο Ντίμα, είχε πάρει τα χρώματά της και άρα το πυρόξανθο μαλλί του Άλεξ αν και το δικό του ήταν πολύ πιο σκούρο. Τα μάτια του, είχαν και εκείνου ένα καθαρό κυανό χρώμα ενώ λεπτές φακίδες, όργωναν τα μάγουλά του. Φαινόταν δυστυχισμένος.
«Έτσι θα καθόμαστε;» τον ρώτησε η Κρίστα.
«Έχετε κάποια προτίμηση στη διασκέδαση, δεσποινίς; Δεν είναι όμορφη η ησυχία; Δεν σας αρκούν οι πυροβολισμοί και οι κραυγές;» την αποπήρε ενώ την είδε να τον πλησιάζει «Μην έρχεσαι κοντά μου» της γρύλισε.
«Θέλω να φύγεις από τη χώρα μου» του έφτυσε.
«Και εγώ το θέλω! Ή μήπως πιστεύεις πως περνώ καλά; Όλη μέρα ακούω την παλιο-γλώσσα σας!»
«Δεν έχεις καμία σχέση με τον Άλεξ...» μούγκρισε εκείνη.
«Όχι...γι' αυτό θα ήταν καλή ιδέα να κάτσει αυτός στη θέση μου!»
«Πράγματι! Ποιος θα ήθελε κάποιον σαν εσένα; Κανένας!» τον είδε τότε να στρέφει το κεφάλι του οργισμένος προς το μέρος της, σαν να είχε ακούσει τη χειρότερη προσβολή. Στα μάτια του, εκτός από θυμός, καθρεπτιζόταν και κάτι άλλο. Μία βαθιά πληγή. Ξαφνικά χαμήλωσε το βλέμμα, ενώ ο μικρός Όττο τους κοιτούσε βουρκωμένος. Η φωνή του ίσα που βγήκε.
«Έχεις δίκιο» της είπε ξαφνικά «Κανείς δεν θέλει κάποιον σαν εμένα» έκανε ένα βήμα προς την πόρτα.Βγάλε τα πέρα μόνη σου. Θα εξηγήσω στον Αλεξέι πως η παραμονή μου εδώ, κρίνεται αδύνατη. Θα θυμώσει, μα θα με καταλάβει» τελείωσε και σιωπηλός βγήκε έξω στο χάος.
Δεν θα της έκανε τη χάρη να δει τα βουρκωμένα του μάτια. Με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τα δάκρυα που κύλησαν. Αυτή η κουβέντα τον μετέφερε πολλά χρόνια πίσω, στον πρώτο του έρωτα, στο Βορονέζ. Όπως ο Άλεξ είχε αγαπήσει από την πρώτη μέρα την Όλγα, έτσι και εκείνος είχε λατρέψει μία κοπέλα. Στην εφηβεία του, πάλεψε να μαζέψει όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει, να της κάνει δώρο ένα ζευγάρι παπούτσια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, έκαναν πολύ παρέα, φαινόταν να έλκεται από εκείνον ή τελοσπάντων έτσι είχε καταλάβει. Το δώρο το δέχτηκε με πολύ χαρά. Της είχε εξηγήσει πως ήταν για τα γενέθλιά της. Συγκινημένη τα φόρεσε, ευχαριστώντας τον ξανά και ξανά.Ο Αλεξέι θυμόταν, του είχε κάνει παρατήρηση, γιατί δεν της είχε εκφράσει ανοιχτά τα συναισθήματά του. Ο Ντίμα σε αντίθεση με τον ίδιο, ήταν κλειστό και ντροπαλό παιδί, ευαίσθητος πολύ. Ωστόσο, ήταν αποφασισμένος να το ρισκάρει. Το δώρο εξάλλου, το είχε δεχτεί εκείνη. Έχοντας μαζέψει πρόχειρα λουλούδια λογής-λογής από την κοιλάδα του Ντον, βάλθηκε να βαδίζει προς το σπίτι της με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει. Ήταν τότε που την είδε να μιλά στην μεγάλη της αδερφή.
΄΄Τα ήθελα πολύ, δεν μπορούσα να αρνηθώ΄΄ της είπε εννοώντας τα παπούτσια ΄΄Ελπίζω να μην μου εμφανιστεί με καμιά πρόταση΄΄ ξεφύσησε.
΄΄Δεν σου αρέσει καθόλου;΄΄ την είχε ρωτήσει η αδερφή της.
΄΄Ποιος έχει ανάγκη αυτόν, όταν υπάρχει ο Αλεξέι Φεντόροφ. Είναι το δεξί χέρι του ίδιου του Στάλιν ο πατέρας του. Άσε που έχει μία υπέροχη εμφάνιση. Τον Ντίμα τον λυπάμαι η αλήθεια είναι. Θα ζει πάντα στη σκιά του΄΄
Τίποτε άλλο δεν είχε μείνει να ακούσει τότε και τώρα απλώς το κεφάλι του βούιζε από τις ίδιες σχεδόν κουβέντες. ΄΄Δεν είσαι σαν τον Άλεξ, ποιος θα ήθελε κάποιον σαν εσένα;΄΄
Ο Αλεξέι πλησίαζε στο Ράιχστανγκ. Οι μάχες που διεξάγονταν ήταν σφοδρές, το πύρινο απόγευμα πλησίαζε και από στιγμή σε στιγμή θα σηκωνόταν η Κόκκινη σημαία, με δύο Σοβιετικούς να ανεβαίνουν στον εξώστη του δεύτερου ορόφου. Το κορμί του πονούσε ολόκληρο όμως κάτι του έλεγε πως είχε έρθει στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Γύρω του σχεδόν δεν έβλεπε τίποτε. Είχε μετατραπεί σε ψυχρό εκτελεστή οποιουδήποτε του έκοβε το δρόμο εντός του ρημαγμένου κτηρίου. Το τέλος του Τρίτου Ράιχ είχε φτάσει, το τέλος του Χίτλερ και του κοντινού του κύκλου επίσης. Οι Γερμανοί που αντιστέκονταν, αργά υποχώρησαν προς το υπόγειο, οι Σοβιετικοί σχεδόν θαύμαζαν έναν Άλεξ που ήταν βγαλμένος από ταινία τρόμου. Το ένα του μανίκι είχε μουσκέψει στο αίμα, το ίδιο και το κεφάλι του. Μία σφαίρα κινήθηκε προς το μέρος του και τον είδε ξανά. Ο Διάβολος ξεπρόβαλε πίσω από τα απομεινάρια των χιτλερικών μεγαλείων. Ξανά οι μονομάχοι ο ένας απέναντι από τον άλλον, όταν ακούστηκε μία άναρθρη κραυγή που δυνάμωσε, αντανακλώμενη στους άδειους χώρους του Ράιχστανγκ.
«Nein!» το ουρλιαχτό έκανε άπαντες να στρέψουν την προσοχή τους σε εκείνον. Ο Όττο στεκόταν στην είσοδο της Καγκελαρίας με το όπλο στο χέρι. Δίπλα του, ο Χανς, ο Κονσταντίν και ο Γκαμπριέλ τον πλαισίωναν. Ο ξανθός γίγαντας, κατέβηκε πηδώντας και αποφεύγοντας τα ερείπια για να σταθεί μπροστά του.
«Απαγορεύεται να τον ακουμπήσετε!» το οργισμένο του βλέμμα καρφώθηκε στον Χανς «Ισχύει και για εσένα» του μούγκρισε και ήταν τότε που ο νεαρός Εβραίος, είδε να αναδύεται μέσα από στάχτες ξεχασμένες, εκείνο το πρόσωπο που θυμόταν να εκπροσωπεί τη Χιτλερική Νεολαία, προτού αποφασίσει να αλλάξει δρόμο. Ο Όττο Σβάιγκερ υιοθέτησε εκείνο το σκληρό, άκαμπτο προσωπείο που για χρόνια είχε αποβάλει «Η Κόλαση δεν θα σε δεχτεί. Δεν θα προλάβει» έκανε ακόμη ένα βήμα «Έχεις τελειώσει, αλλά προτού συμβεί αυτό, θα σε ρωτήσω ένα πράγμα και πίστεψέ με, θα πάρω απάντηση. Εσύ σκότωσες τον αδερφό μου;»
Αγαπημένοι μου, πλέον η συνέχεια από το νέο έτος!! Να περάσετε όμορφα με υγεια!!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top