Αντίσταση την ενδέκατη ώρα/ part 3

Το στρατόπεδο ήταν πλέον διαφορετικό. Είχε μία παράλογη γεύση ονείρου δυσδιάκριτου. Σε πολλά σημεία το συρματόπλεγμα είχε κοπεί, οι στύλοι είχαν πέσει. Ο ήλιος του πρωινού εκείνου έλαμψε και ας ήταν Χειμώνας. Τα κυανά μάτια του Όττο στράφηκαν στον ουρανό. Το είχαν πράξει πολλές φορές όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ήταν μικρές, στιγμιαίες αυτές οι χαρές της λιακάδας. Το βλέμμα του εντόπισε τον Αλεξ, ο οποίος είχε σκαρφαλώσει σε μία μάντρα. Φαινόταν νευρικός, κάθε σημείο του θύμιζε όχι μονάχα το παρελθόν, μα και την προδοσία της πατρίδας του, μία πληγή που ποτέ δεν έκλεισε και που εξακολουθούσε να ματώνει. Μόλις ο Όττο στάθηκε κοντά του, ένιωσε ένα κρύο χαστούκι, που δεν ήταν άλλο από μία μικρή ποσότητα χιονιού την οποία ο Αλεξ είχε σπρώξει παιχνιδιάρικα. Για λίγο χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο, ωστόσο ο ξανθός νεαρός είχε αποφασίσει να βγει, αναζητώντας θύματα. Στο βάθος, ο Ντίμα βοηθούσε μία νεαρή κοπέλα από την Ολλανδία.

«Πώς τραυματίστηκες;» την ρώτησε στα αγγλικά.

«Με χτύπησαν με τον υποκόπανο» απάντησε εκείνη τρέμοντας και ο Ντίμα απαλά, της έβγαλε από το κεφάλι εκείνο το κουρέλι που είχε τυλίξει γύρω από το τραύμα της. Τα μαλλιά της είχαν κολλήσει μαζί με το αίμα.

«Θα πρέπει να στην καθαρίσω την πληγή και...δυσκολεύομαι λιγάκι» πρόφερε αμήχανα.

«Μην ανησυχείς. Κόψε ό,τι έχει απομείνει, έτσι και αλλιώς είναι γεμάτα ψείρες. Καλό θα μου κάνεις» του απάντησε και ο νεαρός ένευσε θετικά.

«Θα πονέσεις λιγάκι» την προετοίμασε με ένα δειλό χαμόγελο, καθώς της καθάριζε την πληγή.

«Βρέθηκα σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, έχοντας περάσει από το Μπιρκενάου. Θυμάμαι γυναίκες κάθε ηλικίας, όλες μας έχωσαν σε καλύβες ξύλινες, που ενώ χωρούσαν σαράντα άτομα, εμείς ήμασταν εκατό. Εκεί κόλλησα ψείρες. Ήταν σκληρή η δουλειά. Διακόσες γυναίκες χάθηκαν, ανάμεσά τους και η μεγάλη μου αδερφή. Την περασμένη εβδομάδα, είδα τους κρατούμενους από το Άουσβιτς να φεύγουν ομαδικά.Πορείες θανάτου. Πριν εμφανιστείτε, άρπαξαν γύρω στις πεντακόσιες γυναίκες και τις έσυραν έξω. Δεν τις ξαναείδαμε. Εγώ έτσι και αλλιώς καρτερούσα τον θάνατο...» παύση.

«Γιατί σταματάς την αφήγηση;» την ρώτησε ο Ντίμα.

«Δεν θα με πιστέψεις» του αποκρίθηκε.

«Εγώ θα σε πιστέψω» ακούστηκε η φωνή του Όττο «Αλλά και ο Ντίμα θα το κάνει. Ξέρω πολύ καλά τους Ες-Ες....» εκείνη δίστασε.

«Κανείς δεν θα πιστέψει. Ούτε όταν γυρίσω πίσω στην Ολλανδία θα το κάνουν»

«Θα φροντίσουμε να γίνουν γνωστά όσα περισσότερα μπορούμε» της υποσχέθηκε ο Όττο.

«Αφού έφυγαν όπως σας είπα οι γυναίκες, είδα έναν Ες-Ες ο οποίος πήγε σε δύο μπλοκ και έκανε μία ένεση σε όλες τις υπόλοιπες. Ήταν θανατηφόρα, μα ευτυχώς δεν έκανε σωστά τη δουλειά του και πέθαναν τρεις μονάχα.Έπειτα, μας έσυραν και μας έξω, όσες δηλαδή βαδίζαμε ακόμη. Η πορεία ξεκίνησε, εμείς στηρίζαμε η μία την άλλη και προχωρούσαμε αργά. Όταν είδα τον δήμιό μας να στρέφει αλλού την προσοχή του, ξεγλίστρησα και άρχισα να τρέχω, όμως εκείνος με πρόλαβε. Την συνέχεια την ήξερα. Φτάσαμε σε έναν λάκκο και έπρεπε όλες να ξαπλώσουμε μπρούμυτα. Οι Ες-Ες έριξαν τρεις ριπές με τα πολυβόλα, μα παρόλα αυτά, ήμουν ακόμη ζωντανή. Τότε, αυτοί...Αυτοί οι δαίμονες αποτελείωναν τα θύματα χτυπώντας τα με τους υποκόπανους. Το αίμα πεταγόταν από παντού, από τα λιωμένα κρανία. Εγώ λιποθύμησα από το χτύπημα και όταν επανήλθα, στεκόμουν εκεί μέσα, στον λάκκο, μονάχα που ήμουν διαφορετική. Ήθελα να ζήσω για να τα αφηγηθώ όλα!» τώρα έτρεμε. Ο Όττο την αγκάλιασε και ευχήθηκε να μην μαθευτεί ποτέ η καταγωγή του και η συμμετοχή του στους Ες-Ες, ακόμη και αν δεν είχε προβεί ποτέ σε αυτές τις ενέργειες.

Οι περισσότεροι κρατούμενοι ήθελαν να ουρλιάξουν τα όσα είχαν ζήσει. Να γίνουν Απόστολοι της εκδίκησης, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα έσωζαν τον κόσμο από την απανθρωπιά. Την ίδια στιγμή, μία ψυχή διέσχιζε εκτάσεις ολόκληρες δίχως στάση. Ο Χανς ακολουθούσε το ένστικτό του που θα τον οδηγούσε σε έναν τόπο, από τον οποίο κάποτε είχε ξεφύγει με τρόπο οδυνηρό. Δεν ήταν το ίδιο άτομο, σαφώς και όχι. Είχε αλλάξει. Είχε μάθει να χειρίζεται τα όπλα, να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Είχε επίσης σκοτώσει.

΄΄Τι με έχει πιάσει; Ποια κατάρα με σέρνει πίσω;΄΄ αναρωτιόταν, έχοντας ανέβει σε ένα κάρο που αργά προχωρούσε προς το Άουσβιτς.

Οι Ρώσοι είχαν φτάσει ήδη. Τα μάτια του ατένισαν τις ράγες που οδηγούσαν σε έναν κόσμο διαφορετικό. Ήταν τα σύνορα μεταξύ του κόσμου και της Κόλασης, εκεί που επικρατούσε η απαξίωση, η τρέλα, η απανθρωπιά και η διαστροφή. Τα πόδια του μαρμάρωσαν. Γινόταν ξανά εκείνο το αγόρι, το αγόρι που έτρεμε μπρος στους δυνάστες του. Ένα πουλί πέταξε πάνω από το κεφάλι του υπενθυμίζοντάς του πως τώρα πια, είχε ανοίξει και εκείνος τα φτερά του.

΄΄Προχώρα΄΄ έλεγε η φωνή και εκείνος συνέχισε προσπερνώντας Ρώσους στρατιώτες και κρατούμενους, προσπερνώντας την ειρωνική επιγραφή της φρούδας ελπίδας.

Το βλέμμα του κάτι έψαξε. Δεν είχε ιδέα τι, ωστόσο συνέχισε να αναζητά κάτι, μέχρι που σταμάτησε απότομα. Σε εκείνον. Τα μάτια του Χανς ευθύς γέμισαν δάκρυα. Στο βάθος στεκόταν ο Όττο, αγκαλιά με μία κρατούμενη, παρηγορώντας την για τα βάσανά της. Ένας λυγμός τον έπνιξε. Πίστεψε πως δεν θα κατόρθωνε ποτέ του να μιλήσει. Λαίμαργα εισέπνευσε το οξυγόνο, αφήνοντάς το να βγει με την μορφή κραυγής.

«Αδερφέ!» το κεφάλι του Όττο γύρισε ευθύς προς το μέρος του.

«Χανς...» του ξέφυγαν τα γερμανικά, ωστόσο δεν έδινε δεκάρα. 

Η Ολλανδή κοπέλα τον κοίταξε με τρόμο. Ο ξανθός νεαρός έκρυψε το πρόσωπό του στις χούφτες του, οι οποίες γέμισαν δάκρυα. Τρεκλίζοντας, η απόσταση μεταξύ τους μειωνόταν, ώσπου βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τα τρεμάμενα χέρια τους ενώθηκαν σαν γέφυρες μίας ζωής. Τα λόγια μπερδεύτηκαν. Το χάδι του Όττο έμοιαζε τόσο τρυφερό, που ίσως ταίριαζε σε εραστές ή...αδέρφια. Τα δάχτυλά του σύρθηκαν επάνω στο πρόσωπο του Χανς και οι τοίχοι διαλύθηκαν. Το Άουσβιτς έσβησε, ήταν μόνο οι δυο τους. Ο Όττο τρέμοντας, έβγαλε από το σακίδιό του εκείνο το ζευγάρι παπουτσιών. Εκείνο το πολύτιμο δώρο ζωής, που αν και τσακισμένο, θα τους ταξίδευε πάντοτε σπίτι τους. Ο Χανς το κοίταξε έτοιμος να παραδοθεί σε λυγμούς. Τα λερωμένα του χέρια το ψηλάφισαν και τα καστανά του μάτια κοίταξαν τον φίλο του τρυφερά.

«Σου ταίριαζε» απλώς του ψιθύρισε, προτού να κάνει το πρώτο βήμα, τραβώντας τον στην αγκαλιά του. Το κλάμα μπερδεύτηκε με το γέλιο, την ανείπωτη χαρά. Ήταν ζωντανοί, ήταν μαζί. Το δύσβατο μονοπάτι δεν τους χώρισε, όχι. Ποτέ.

Η κοπέλα τους κοίταξε συγκινημένη, μέχρι που δύο άλλες της εξήγησαν την καταγωγή του ενός. Ταράχτηκε. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο. Ευτυχώς, της έλειπε η λεπτομέρεια των Ες-Ες. Σύντομα η αγκαλιά μεγάλωσε. Ο Άλεξ προσγειώθηκε σχεδόν επάνω τους ουρλιάζοντας, για να ακολουθήσει η Χέλγκα και ο Ντίμα. Ο Γκαμπριέλ δεν τους γνώριζε καλά, ωστόσο δεν έχασε την ευκαιρία για συστάσεις και το ίδιο έκανε και η Όλγα. Σχημάτισαν έναν κύκλο με χέρια ενωμένα. Δύναμη τους κυρίευσε και ελπίδα, ελπίδα πως ο θάνατος δεν θα τους χώριζε. Άξαφνα ο κύκλος άνοιξε σιωπηλά. Η Ολλανδή γυναίκα έσμιξε με τη σειρά της τα χέρια της μαζί τους σαν να υπονοούσε πως όλοι τους, ανεξαρτήτως καταγωγής, ήταν κομμάτια μίας αλυσίδας. Εβραίοι και Ρώσοι και Γερμανοί και κάθε Ευρωπαίος, κάθε άνθρωπος. Έλειπαν ωστόσο και άλλοι. Μονάχα που αυτοί οι άλλοι, είτε βρίσκονταν στο Βερολίνο, είτε χιλιόμετρα μακριά.

«Σας ικετεύω, πάμε να παίξουμε; Θέλω να πω, να εξερευνήσουμε τη φύση, να περπατήσουμε λίγο, να πούμε...τα φαρμακερά μας νέα!» πάλεψε να τους πείσει ο Αλεξέι, βλέποντας ταυτόχρονα το πρόσωπο του Ιωσήφ, ο οποίος τώρα πλησίαζε.

«Πατέρα! Ο Χανς είναι ο...»

«Ξέρω» τον διέκοψε και κοίταξε τον νεαρό Εβραίο «Σε αγαπά πολύ. Δεν είμαι βέβαιος αν έχω συναντήσει μεγαλύτερη αγάπη, από αυτή που τρέφει για εσένα αυτός ο όμορφος νεαρός» πρόφερε κοιτώντας τον Όττο « Λοιπόν, να πάτε έξω για λίγο, μα μην απομακρυνθείτε. Ο κόσμος βράζει, οι Γερμανοί δεν βρίσκονται μακριά. Φεντόροφ;» φώναξε στον γιο του «Ήρεμα γενικά»

Βρέθηκαν για λίγο έξω, οι τρεις κοπέλες με τα πέντε αγόρια. Τα χιονισμένα χωράφια απλώνονταν ευθεία μπροστά, κάτω από το έντονο, χειμωνιάτικο φως. Στον νότο ωστόσο, απλωνόταν μία οροσειρά. Τα βήματά τους ήταν αρχικά αβέβαια, μέχρι που ξανοίχτηκαν στο δάσος. Ο Αλεξ για λίγο ένιωσε όπως άλλοτε. Όπως πίσω στο Βορονέζ όπου κάθε καλοκαίρι έτρεχε ανάμεσα στη βλάστηση. Τον ενοχλούσαν τα στρατιωτικά ρούχα, ήθελε επιτέλους να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο. Ο Όττο με τον Χανς είχαν πολλά να πουν. Για πρώτη φορά, το χαμόγελο του νεαρού Εβραίου στόλιζε το πρόσωπό του. Του μίλησε θαρρετά για το Άουσβιτς, για τον Γουίλεμ, για το γκέτο και τέλος, για αυτόν τον φρικτό άνθρωπο, τον Βίγκμπερτ.

«Εκείνος σκότωσε τον Λούκα» τον διαβεβαίωσε ο Όττο.

«Το πιστεύω και εγώ, παρόλο που στην αρχή δεν είδα την σύνδεση. Ωστόσο, μοιάζατε σαν δύο σταγόνες νερό. Μπερδεύτηκε μιας που εσένα είχε άχτι»

«Θα μου το πληρώσει. Ωστόσο, εδώ που έφτασα, είχα σκεφτεί να αποσυρθώ. Οι Κόκκινοι...δεν είναι μονάχα οι ελευθερωτές και φοβάμαι πως αν μείνω, θα ξεφύγω»

«Γνωρίζω τι είναι...Βρισκόμουν στην Πολωνία ως αντάρτης. Πολέμησα με τους Πολωνούς»

Ο Όττο κοντοστάθηκε.

«Έχεις σκοτώσει άνθρωπο; Εσύ;» τον ρώτησε τρομοκρατημένος.

«Σβάιγκερ, δεν είμαι ο Χανς που άφησες πίσω σου, όμως κάθε φορά που σε βλέπω, θέλω να γίνω όπως παλιά»

Η παρέα είχε χωριστεί. Ο Ντίμα είχε παραμείνει με την Χέλγκα μιας που ο Άλεξ βρισκόταν πλάι σε μία ρεματιά μαζί με την Όλγα. Ο στρατός δεν τους επέτρεπε να εκφραστούν. Τώρα, βρίσκονταν σιμά σε ένα μικρό ποταμάκι. Ο Άλεξ βούτηξε τα χέρια του στο παγωμένο νερό, βρέχοντάς την ελάχιστα. Η Όλγα γέλασε και τα κυανά του μάτια την κοίταξαν με συγκίνηση.

«Μου είχε λείψει το γέλιο σου, το γέλιο μας γενικότερα. Μου είχε λείψει η ανεμελιά. Έχω σχεδόν ξεχάσει πώς είναι να ζω. Είχα φίλους, όλοι μ' αγαπούσαν και τώρα αρκετοί με μισούν εξαιτίας του Κόκκινου Στρατού»

Δύο χείλη ζεστά, άφησαν ένα φιλί στο μάγουλό του.

«Μην πιάνεσαι από τα αρνητικά. Κοίταξε γύρω σου. Έχεις φίλους από όλο τον κόσμο. Σε θαυμάζω, όλους σας. Ζηλεύω, με την καλή έννοια, το θέαμα που είδα. Εύχομαι η Δύση αυτής της Κόλασης να μας βρει μαζί, όλους μας»

Ο Άλεξ την κοίταξε.

«Ξέρεις, γνωριζόμαστε από παιδιά. Είμαστε μαζί, εγώ....» την στιγμή εκείνη, ο Ντίμα αναγκάστηκε να τους διακόψει, καθώς τους καλούσαν στο στρατόπεδο. Ο Αλεξ για πρώτη του φορά, σκέφτηκε να του τραβήξει μέχρι και το τελευταίο τσουλούφι στο κεφάλι του.

Ο Γκαμπριέλ βρισκόταν μαζί με την Τσάρλη, σε ένα σπίτι το οποίο είχε εγκαταλειφθεί. Έμειναν να επεξεργάζονται τα αντικείμενα. Το θέαμα ήταν θλιβερό. Η ζωή μιας οικογένειας, είχε διακοπεί αιφνιδίως και η ίδια βάδιζε στην αβεβαιότητα. Ο ένας κοίταζε τον άλλο και ήταν εκπληκτικό το πώς μπορούσαν να συνεννοηθούν μονάχα με τα μάτια. Διάβαζαν τα συναισθήματα απευθείας από την ψυχή. Τα λόγια ήταν περιττά. Ένα μικρό, στρογγυλό τραπέζι τους χώριζε μονάχα. Τα σώματά τους πλησίασαν κοντά, έτσι που η σκιά της αντίθεσης από το ανοιχτό παράθυρο, δημιουργούσε μία εικόνα παραμυθένια. Για πρώτη του φορά, με μία καθόλα φυσική κίνηση, ο Γκαμπριέλ αρχικά πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της και κατόπιν έσκυψε μπροστά. Ανάσα. Οξυγόνο ήταν εκείνο το ελαφρώς αδέξιο, μα ατόφιο φιλί. Πρωτόγνωρη εμπειρία για εκείνον, ένα χαμόγελο κυμάτιζε τώρα στα χείλη του. Τα χέρια του την αγκάλιασαν ενώ το κορμί του, του σιγοψιθύριζε λόγια παθιασμένα. Το ένιωθε και ο ίδιος, ωστόσο και πάλι θα κρατιόταν βαδίζοντας στα δικά της χνάρια. Τρυφερά την έκλεισε στην αγκαλιά του και κάθισαν για λίγο σε έναν σκονισμένο καναπέ.

«Ya tebya lyublyu» ακούστηκε από εκείνον.

«Και γω...» του απάντησε εκείνη. Αυτή τη λέξη, αυτή τη σημασία θα την κατανοούσε σε οποιαδήποτε γλώσσα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top