Αντίσταση την ενδέκατη ώρα/ part 2

Στα χρόνια αυτά ωστόσο, ο πόλεμος και η βιαιότητα εξανέμιζαν κάθε μορφή έρωτα. Οι άνδρες του Κόκκινου Στρατού, απορροφημένοι από την αποκτηνωτική προπαγάνδα και σημαδεμένοι από τον φόβο και τις κακουχίες του πολέμου, ορμούσαν με ζωώδη ένστικτα. Ο Χειμώνας είχε φτάσει, το χιόνι έπεφτε προσομοιάζοντας με το αγγελικό τίναγμα της φύσης και ο Αλεξ με τον Όττο, κάνοντας διάλειμμα από τις εχθροπραξίες, συγκέντρωναν χιόνι με τα χέρια τους προσπαθώντας να γιορτάσουν τα δικά τους Χριστούγεννα, έστω και αργά. Μία μελαγχολία κυριαρχούσε, άνδρες μεθυσμένοι συζητούσαν παράμερα και οι δυο τους είχαν φτάσει στο σημείο να κάνουν μηχανικές κινήσεις.

«Πόσοι τέτοιοι Χειμώνες ακόμη; Βαρέθηκα» ψέλλισε ο Αλεξ και η φωνή του έμοιαζε με εκείνη ενός μικρού αγοριού.

«Σκέφτομαι πως όταν όλα τελειώσουν, δεν θα έχω πού να πάω, δεν θα έχω οικογένεια να αγκαλιάσω, ίσως ούτε και σπίτι» απάντησε ο Όττο.

«Στο είπα και παλαιότερα. Η οικογένειά μου, είναι και δική σου, το ίδιο και το μόνο σπίτι που έχουμε πλέον στη Μόσχα. Απλώς, με τον Στάλιν όλα είναι δύσκολα και υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι να μην γυρίσω πίσω όσο το καζάνι βράζει. Είδες ποιος είναι, πώς πουλά τους συμπατριώτες του που έτυχε να αιχμαλωτιστούν. Στην ουσία δημιουργεί εμφύλιο μεταξύ μας, μας βάζει να αλληλοσκοτωνόμαστε. Στην αυγή του τέλους, απλώς η σκυτάλη θα περάσει από τον έναν δικτάτορα στον άλλο» τελείωσε ο Αλεξ, όταν είδε τη Χέλγκα με την Όλγα να πλησιάζουν «Θέλετε να πείτε πως βρήκατε τρόπο συνεννόησης;» τις πείραξε.

«Με ελάχιστα πολωνικά» απάντησε η Χέλγκα, την οποία υποδέχτηκε ο Όττο στην αγκαλιά του.

«Πώς είσαι;» την ρώτησε.

«Φοβάμαι. Δεν ξέρω το αύριο τι θα μας φέρει και επίσης, αποφεύγω την οποιαδήποτε συναναστροφή με Σοβιετικούς. Νιώθω πως κινδυνεύω»

«Αν τολμήσουν να κάνουν αυτό το λάθος, έστω και σαν σκέψη, θα ξυπνήσει μέσα μου το κτήνος που έχω από καιρό κοιμίσει και θα χάσουν είκοσι άνδρες μέσα σε λίγα λεπτά» της απάντησε εκείνος αγγίζοντας τρυφερά μία νιφάδα που είχε καθίσει στα εβένινα μαλλιά της «Κάνε υπομονή. Πλησιάζουμε στο Άουσβιτς. Έχω δώσει υπόσχεση στον Ιωσήφ να το ελευθερώσουμε μαζί. Έπειτα, θα φύγουμε. Μην με ρωτήσεις για πού. Δεν έχω ιδέα»

Η Χέλγκα του έδωσε τη φωτογραφία που είχε μοιραστεί σε όλη την παρέα τους κάποτε.

«Σαν ψέμα μου φαίνονται εκείνα τα χρόνια» ξεκίνησε.

«Και εμένα. Σαν ψέμα μου φαίνεται ο τρόπος που σου μιλούσα, οι εμπειρίες που έχασα δίχως εσένα και τον Χανς»

«Είσαι πιο δυνατός από όσο νομίζεις. Είχες χίλιους λόγους να κατρακυλήσεις στην αποκτήνωση και δεν το έκανες. Ξέρω πως είναι δύσκολο, μα το μόνο σπίτι που έχουμε, είναι το Βερολίνο. Μόνοι μας δεν μπορούμε να πάμε ως εκεί, θα πεθάνουμε από το κρύο, την πείνα ή τον στρατό. Μονάχα με τους Ρώσους μπορούμε να φτάσουμε» του είπε η Χέλγκα και εκείνος την κοίταξε πλαγίως.

«Αυτό που μου ζητάς είναι πολύ δύσκολο».

«Το ξέρω, μα αν θέλουμε να επιβιώσουμε, ίσως δεν έχουμε άλλο τρόπο. Εσένα σε γνωρίζουν εδώ. Δεν κινδυνεύεις»

«Είναι και το ανθρωπιστικό κομμάτι Χέλγκα. Έχεις δει για τι είναι ικανοί οι Κόκκινοι. Μπορεί να μην φτάνουν τα αίσχη των ναζί, αλλά η ορμή τους θα σε παραλύσει. Θα καταστρέψουν το Βερολίνο, μπροστά στα μάτια σου» πάλεψε να την πείσει.

«Το Βερολίνο πρώτο με κατέστρεψε Όττο» ήρθε μία απάντηση την οποία ομολογουμένως δεν καρτερούσε.

«Εσύ μέχρι πριν λίγο καιρό, εργαζόσουν σε ναζιστικό νοσοκομείο» ελαφρώς ύψωσε τον τόνο της φωνής του.

«Πράγματι. Δέχτηκα αρχικά καθώς δεν είχα επιλογή από την μία και από την άλλη, ήθελα να βρεθώ όσο πιο κοντά σου γινόταν. Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά θα κοιτάξω και το δικό μου συμφέρον. Αν αυτό με αναγκάζει να μείνω στο πλάι των Σοβιετικών, θα το πράξω. Δυστυχώς στο τέλος της ημέρας, ήμουν απλώς μία Εβραία. Κανείς δεν με αντιμετώπισε με φιλευσπλαχνία, Όττο. Οι άνθρωποι στην γειτονιά μας με απέρριψαν, το σχολείο μου επίσης. Φυσικά δεν αναζητώ την εκδίκηση, μήτε πρόκειται να συνδράμω. Στο κάτω-κάτω, κάνω μία δουλειά που προσβλέπει στην ανθρώπινη ανακούφιση. Μολαταύτα, δεν θα βάλω σε δεύτερη μοίρα τον εαυτό μου και την επιβίωσή μου. Θέλω να φτάσω στο σπίτι μας, να μείνω ίσως εκεί, στην μονοκατοικία τη δική σου, μέχρι να δούμε πού μπορούμε να πάμε, όταν όλος ο κόσμος θα είναι διαλυμένος»

Ο Όττο δεν είπε λέξη, δεν πρόλαβε εξάλλου, καθώς άκουσε τον Ντίμα να τον φωνάζει. Ο Ιωσήφ επιθυμούσε να δει εκείνον και τον Γκαμπριέλ. Στην άφιξή του, ο στρατάρχης Κόνιεφ ήταν ήδη εκεί. Είχαν ακολουθήσει το πρώτο Ουκρανικό Μέτωπο, αφήνοντας τον Ζούκοφ στην περιοχή γύρω από τη Βαρσοβία. Άπαντες καρτερούσαν τον Όττο. Στη θέα του, ο Ιωσήφ χαμογέλασε. Το χέρι του απλώθηκε στον ώμο του προστατευτικά.

«Λοιπόν, Όττο. Με βάση τα ονόματα που έχουν δοθεί από εσένα, θα κινηθούμε ώστε να μην μείνει καμία εγκληματική κεφαλή όρθια. Αυτός ο Βίγκμπερτ, πιστεύεις πως θα βρίσκεται στο Άουσβιτς;» τον ρώτησε.

«Ίσως, παρά το γεγονός πως η άφιξή μας, δεν αποτελεί προϊόν αιφνιδιασμού. Οι Ες-Ες θα φροντίσουν να διαφύγουν. Ο Βίγκμπερτ κατά βάθος δεν έχει έρθει ποτέ του αντιμέτωπος με τον εχθρό. Δεν θα το κάνει τώρα» ήρθε η απάντηση του Όττο.

«Καλώς. Από εσένα χρειαζόμαστε την βοήθεια των άριστων ικανοτήτων σου στη σκοποβολή. Μαζί με τον Γκαμπριέλ, θα ηγηθείτε της πορείας και θα ανιχνεύσετε τον γύρω χώρο για δραπέτες ναζί. Η εκτέλεση θα είναι η κατάληξη, μην σκεφτείτε την ομηρία» του είπε ο Ιωσήφ «Έχετε το προβάδισμα» τελείωσε και οι δύο ένευσαν θετικά.

Τα γύρω δάση έμοιαζαν αποπνικτικά. Ο κόσμος προσομοίαζε με ένα ατελείωτο κουφάρι, δίχως σπλάχνα, δίχως πρότερες αναμνήσεις. Η μορφή του νεαρού από τη Σιβηρία έκρυβε πάντοτε κάτι το αλλόκοσμο. Ο ισχυρός άνεμος που διέλυε την υπομονή των περισσότερων, έμοιαζε να μην τον αγγίζει. Ο γαλακτερός ουρανός, καθρεπτιζόταν στα μάτια του. Σαν φιγούρα, έμοιαζε βγαλμένη από χειμερινούς εφιάλτες. Ένας άνδρας αλύγιστος στο κρύο, εξωτερικά πράος, ένας από τους καλύτερους σκοπευτές από τον οποίο κάποτε έλειπαν οι ανθρώπινες αντιδράσεις έκφρασης συναισθημάτων. Ποτέ του δεν είχε τρομοκρατηθεί, μήτε συγκινηθεί. Μονάχα την Τσάρλη πλησίαζε δειλά, σαν το βρέφος που προσπαθούσε να μετρήσει τις δυνάμεις του για το πρώτο του βήμα. Ο Όττο τον είδε να πλησιάζει ένα άλογο, δίχως σέλα και να το ιππεύει με απόλυτη φυσικότητα, απλώς βαστώντας την χαίτη του.

«Εντυπωσίασες μέχρι και εμένα» του είπε βλέποντάς τον να μειδιά.

«Θα ακολουθήσεις;» τον ρώτησε.

«Με τετράποδο όχι. Με τα πόδια ναι. Πρέπει να βιαστούμε. Έχεις ακούσει για τις πορείες θανάτου;»

Ο Γκαμπριέλ τον κοίταξε.

«Νομίζω πως αντιλαμβάνομαι την σημασία. Τότε ίσως πρέπει να προσπεράσουμε το στρατόπεδο, προτού να φορτώσουν τον κόσμο στα τρένα με προορισμό τη Δύση»

«Θα το κρίνουμε ανάλογα. Και μετά; Αν ο στρατός τους σκοτώσει; Τις γυναίκες;» ρώτησε ο Όττο και τον είδε να ξεφυσά.

«Ό,τι μπορούμε θα κάνουμε» γύρω τους ο κόσμος φλεγόταν ξανά. Ο Όττο ήθελε να του ουρλιάξει πως μέχρι και σήμερα κανείς δεν έκανε ό,τι μπορούσε. Οι Σύμμαχοι γνώριζαν τα πάντα, μα ποτέ το Άουσβιτς δεν ήταν προτεραιότητα. Δεν κατηγορούσε τον Γκαμπριέλ. Εξάλλου εκείνος και ο στρατός βρίσκονταν στα ανατολικά, δεν θα μπορούσαν να φθάσουν νωρίτερα.

Το τέλος είχε έρθει και μάλιστα με γρήγορους ρυθμούς. Το σκοτάδι είχε πέσει και το Άουσβιτς βρισκόταν σε πλήρη αναστάτωση. Ήδη, οι ναζί είχαν αποφασίσει να κατεδαφίσουν τους θαλάμους αερίων, σε μία προσπάθεια να διαγράψουν κομμάτια μίας φρικτής ιστορίας. Παγωνιά επικρατούσε. Ένας υπόκωφος θόρυβος του γερμανικού πυροβολικού ακουγόταν από μακριά. Τα βήματα του Όττο επιτάχυναν, δίπλα του σχεδόν μπορούσε να ακούσει το ποδοβολητό του αλόγου του Γκαμπριέλ. Οι δυο τους σταμάτησαν απότομα, όταν μέσα στο μισόφωτο διέκριναν μία φιγούρα που σερνόταν στα λασπόνερα. Ο νεαρός κατέβηκε από το άλογο και η φιγούρα ζάρωσε φοβισμένη. Τους κοιτούσε έντρομη, με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη και την πείνα. Για λίγο έμειναν σιωπηλοί και οι τρεις. Ο Όττο κατάλαβε, μα αυτό που τον συγκλόνισε ήταν το θέαμα ενός Γκαμπριέλ να πλησιάζει με απίστευτα αργές κινήσεις τον άνδρα απροσδιορίστου ηλικίας πια και ανοίγοντας την αγκαλιά του διάπλατα, να τον υποδέχεται άκριτα, τρομακτικά ανθρώπινα. Τα αποστεωμένα χέρια, είχαν ανάγκη να νιώσουν στοργή. Ο άνδρας αναλύθηκε σε λυγμούς, σχεδόν από ένστικτο. Δάκρυα δεν κυλούσαν, δεν είχαν απομείνει. Ο Γκαμπριέλ, μία αιώνια ήρεμη δύναμη, τον κράτησε για όσο θεωρούνταν απαραίτητο, προτού αντικρύσει μέσα στην καταχνιά, δεκάδες φαντάσματα, κινούμενα οστά, τα οποία συγκρατούσε μία γέρικη, στεγνή επιδερμίδα. Στο Άουσβιτς η ηλικία χανόταν εξάλλου, μαζί με την ελπίδα, την ανθρωπιά, μαζί με τον Θεό που απέστρεφε το βλέμμα Του, ταπεινωμένος για την ίδια Του την δημιουργία.

Η αναπνοή γινόταν αφόρητη. Καμένο κρέας, περιττώματα και σαπίλα κυριαρχούσαν. Πίσω τους ο στρατός ακολουθούσε και οι δυο τους, θέλοντας σχεδόν να ενώσουν τα χέρια τους, συγκλονισμένοι από την ξαφνική επίθεση αυτού του φρικτού θεάματος, κοίταξαν την πύλη. Ο Γκαμπριέλ του έδειξε την επιγραφή.

«Η εργασία απελευθερώνει» τραύλισε ο Όττο και με μία κλοτσιά, η καγκελόπορτα άνοιξε.

Στο βάθος, μία μικρή ομάδα τους κοιτούσε με ελπίδα. Γέροντες; Όχι. Ήταν παιδιά, σημαδεμένα με τον αριθμό της ανθρώπινης ντροπής. Μία μικρούλα, έτρεξε προς το μέρος τους. Ο Όττο την άρπαξε αμέσως στην αγκαλιά του και οι ο Άλεξ με τον Ντίμα που είχαν μόλις φτάσει, της πρόσφεραν μπισκότα. Ο Ντίμα διέκρινε ευθύς την αμηχανία στον ξάδερφό του. Είχε βρεθεί και στο παρελθόν εκεί. Το βλέμμα και των δύο σταμάτησε σε ένα ντεπόζιτο. Το αποτρόπαιο περιεχόμενο αποτελούνταν από οστά και στάχτες. Με εξαίρεση εκείνους, ένα αίσθημα συμπόνιας υπήρξε διάχυτο. Παρόλα αυτά, δεν ήταν τόσο σοκαρισμένοι, όσο οι Σύμμαχοι σε άλλα στρατόπεδα. Όταν έχεις ζήσει το Ανατολικό Μέτωπο, σχεδόν τίποτε δεν σε σοκάρει. Ο Όττο δεν μίλησε ποτέ του γερμανικά καθώς φοβήθηκε τυχόν λιντσάρισμα. Οι αφηγήσεις για τις κτηνωδίες συνεχίζονταν αμείωτες και εκείνος ξεχύθηκε σαν σκυλί λυσσασμένο, τρέχοντας στο εσωτερικό του στρατοπέδου μήπως και κατόρθωνε να εντοπίσει κάποιον υπεύθυνο. Ο Άλεξ με τη σειρά του θυμόταν τον Όσκαρ, τον οποίο στιγμιαία αναζήτησε μήπως και τον γλίτωνε από τα χειρότερα, ωστόσο πουθενά δεν φαινόταν.

Η απελευθέρωση ωστόσο, δεν είχε έρθει για όλους. Οι διαταγές του Στάλιν πως κάθε κρατούμενος, είναι αυτόματα και προδότης της πατρίδας, είχαν φτάσει σε κάθε στρατιώτη, με αποτέλεσμα, τα ξαδέρφια να βρεθούν μπροστά σε μία λογομαχία, μεταξύ δυο αξιωματικών και δύο γυναικών από την Σοβιετική Ένωση.

«Πώς περνούσατε εδώ;» τις ρώτησαν περιπαικτικά. Το βλέμμα της χαράς τους ευθύς εξανεμίστηκε «Πόρνες!» βρόντηξαν οι αξιωματικοί.

«Σκάσε!» ακούστηκε η φωνή του Άλεξ.

«Υπερασπίζεσαι αυτές τις τιποτένιες;» ξεκίνησε ο ένας αξιωματικός με την ανάσα του να μυρίζει αλκοόλ «Αλλά βέβαια. Οι φήμες διέρρευσαν και για εσένα. Ήσουν εδώ μέσα, αλλά ο πατερούλης σου κατόρθωσε να ζητήσει χάρη από τον σύντροφο...»

«Σκάσε είπα!» οι δυο τους πιάστηκαν στα χέρια, με τον Ιωσήφ να επεμβαίνει χωρίζοντάς τους.

«Είμαστε οι ελευθερωτές....Σταματήστε να σκέφτεστε έτσι...»πάλεψε να τους συνετίσει. Ο Αλεξ τίναξε τις σκόνες από επάνω του, έτοιμος να του απαντήσει «Αξιωματικέ! Σύντροφε Φεντόροφ, δεν θέλω κουβέντα» τον μάλωσε ο πατέρας του «Ξεκίνα την έρευνα. Έχουμε δουλειά»

Τα μάτια του έπεσαν στη γη. Αυτός ήταν ο περίφημος στρατός του. Μιαρός όπως και οι ναζί. Ο σκοπός της ελευθερίας ήταν η απόλαυση. Ο κόσμος όμως θα ετοιμαζόταν να ζήσει εκ νέου τον εφιάλτη, αυτή τη φορά από την άλλη πλευρά. Ποιο τελικά θα ήταν το κόστος της ελευθερίας; Με πόσες συνέπειες θα ερχόταν; Πότε επιτέλους θα έπαιρναν ανάσα;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top